Π. Κωνσταντίνου Ν. Καλλιανοῦ: Δεκαπενταύγουστο κάπου στὸ Ἅγιον Ὅρος, στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας
Γέροντος Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Μνημόσυνον
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Κωνσταντίνου Ν. Καλλιανοῦ
(Τὸ κείμενο αὐτὸ ἐγράφη στὸ κελλὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου ἔμενε ὁ μακαριστὸς Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης)
Οἱ μέρες εἶναι ζεστὲς καὶ φωτεινές. Ἡ θάλασσα ἥμερη καὶ μὲ σωρὸ χρωματισμοὺς πρασινογάλαζους, ποὺ τονίζονται περισσότερο ἀπὸ τὶς ἡλιαχτῖδες, οἱ ὁποῖες κατεβαίνουν ἀπὸ τὸ βαθὺ πέλαγο καὶ φτάνουν ἴσαμε τὰ κρέπια τῶν ἀκρογιαλιῶν τοῦ Ὅρους. Ὁ δρυμὸς κατεβαίνει σιωπηλός, τεφροπράσινος, μὲ τὶς ἀπότομες κοψιὲς ἀπὸ τὶς ἀπότομες γρανιτένιες πέτρες ποὺ μοιάζουν μὲσ’ τὸ λιοπύρι σὰ μεσημεριάτικα φαντάσματα. Μὰ ξάφνου ἡ ματιὰ νοιώθει παρηγορία καὶ ἀρχίζει νὰ εἰρηνεύη, καθὼς ἀντικρύζει ἕνα λευκὸ σπίτι νὰ ξεπροβάλλη ἀνάμεσα ἀπὸ κυπαρίσσια καὶ νὰ κόβη στὰ δυὸ τὴν γύμνια καὶ τὴν ἀγριάδα τοῦ τοπίου. Ἕνα Κάθισμα μὲ τὸ μικρὸ τοῦ Ἐκκλησάκι, ποὺ ὁ τροῦλλος του, μὲ τὰ δυὸ μικρὰ στενὰ παράθυρα, ξεφεύγει μὲσ’ ἀπὸ τὸ σκοῦρο, τὸ αὐστηρὸ τὸ ἔνδυμα τῶν κυπαρισσιῶν καὶ μοιάζει μὲ χαμόγελο μικροῦ παιδιοῦ, μὲ τοπίο νησιώτικο, γέννημα εὐσέβειας καὶ εὐαισθησίας.
Ζυγώνεις. Ἀνοίγεις τὴν ξύλινη, σὲ σχῆμα προσκυνηταριοῦ, ἐξώπορτα καὶ μπαίνεις. Μπαίνεις καὶ θαυμάζεις τὴν ἀγάπη τοῦ Γέροντα στὴν γῆ, καθὼς παρατηρεῖς τὸ δροσερὸ τὸν κῆπο μὲ τὶς ντοματιές, τὶς κολοκυθιὲς καὶ τὰ ὑπόλοιπα τὰ κηπευτικὰ ποὺ περιποιεῖται μὲ τὴν δέουσα προσοχὴ ὁ Πατέρας αὐτός. Ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ φράχτη μέχρι τὴν πόρτα τοῦ Κελλιοῦ ἕνα λιθόστρωτο ἐπιμελημένο καὶ καθαρὸ σὲ περιμένει νὰ τὸ περπατήσης. Τὸ διασχίζεις προσέχοντας μιά-μιὰ τὶς πέτρες ποὺ γυαλίζουν στὸ φῶς τοῦ ἥλιου καὶ ἀναρωτιέσαι πόσα βήματα μέτρησαν αὐτὲς οἱ σιωπηλὲς πέτρες καὶ πόσα θὰ μετρήσουν ἀκόμα... Τὶς κοιτᾶς νὰ ξεπροβάλλουν μὲσ’ ἀπὸ τὴν ἀγριάδα ποὺ τὶς συντροφεύει καὶ ἀγάλλεσαι καθὼς σπουδάζεις καὶ τοῦτο τὸ λιτὸ φυσικὸ κέντημα τοῦ ἁγιορειτικοῦ τοπίου.
Ἡσυχία καὶ ἐρημιά. Καμμιὰ φωνή, κανένας ἀπολύτως θόρυβος, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μονότονο ἦχο τοῦ νεροῦ ποὺ κελαρύζει στὴν μικρὴ τὴν στέρνα, γιὰ νὰ τὴν γεμίση γιὰ τὸ πότισμα τοῦ μικροῦ τοῦ μποστανιοῦ. Κάθεσαι σὲ μιὰ σκια κι ἀγναντεύεις τὸ πέλαγο ποὺ ἀχνίζει μέσα στὸ μεσημέρι. Κάπου μακρυὰ ἕνα πλοῖο ἀφήνει, καθὼς ταξιδεύει, μιὰν ἥσυχη, λευκὴ γραμμή. Οἱ ὧρες εἶναι ποιητικές, δοξολογικές, πανίερες, καθὼς εἰσοδεύουν μέσα σου ἐμπειρίες οὐράνιες, ἐξαίσιες καὶ θεῖες. Τὸ ἀεράκι ὡς ἄλλη αὔρα λεπτὴ σείει ταπεινὰ τὰ φύλλα τῆς ἐλιᾶς, τὴν κορφὴ τοῦ κυπαρισσιοῦ κι ἔρχεται ζωογόνο, γιὰ νὰ σοῦ προσφέρη τὰ μύρα καὶ τὶς εὐλογίες τῆς Ἀθωνίτικης γῆς.
Σὲ λίγο τὸ ἀεράκι θὰ δυναμώση, θὰ γίνη μελτέμι δροσερὸ ποὺ θὰ ξυπνήση ἀπ’ τὴν μεσημεριανή του τὴν ἡσυχία τὸ Ὅρος, θὰ δώση δύναμη στὰ χέρια νὰ χτυπήσουν τὸ τάλαντο καὶ στὶς καρδιὲς εὐφροσύνη μὲ τὴν ἀφειδώλευτη ἀπὸ τὴ Χάρη Τῆς Κατάνυξη, γιὰ νὰ ψάλλουν τὸν Κανόνα τὸν Παρακλητικό.
Τότε κι ἐσὺ θὰ χτυπήσης διακριτικὰ τὴ θύρα τοῦ σπιτιοῦ μὲ τό
-Εὐλογεῖτε....
-Ὁ Κύριος, θ’ ἀκούσης καὶ θὰ εἰσοδεύσης σὲ μιὰν ἡσυχαστικὴ ἀτμόσφαιρα ἑνὸς Γέροντα σοφοῦ, ταπεινοῦ καὶ φωτισμένου.
Ἅγιον Ὅρος, Αὔγουστος 1985
- Προβολές: 2532