Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Οἱ μυστικὲς εὐχὲς τῶν λαϊκῶν
Πρωτοπρεσβυτέρου Θωμᾶ Βαμβίνη
Οἱ παρατηρήσεις πάνω σ’ ἕνα λειτουργικὸ θέμα, οἱ ὁποῖες στὴν συνέχεια θὰ διατυπωθοῦν, πιστεύω ὅτι δὲν ἀποτελοῦν ἀνεπίκαιρους σχολιασμούς, διότι ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸ τελετουργικό της, εἶναι διαρκῶς παρὸν μέσα στὴν ζωή μας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διότι τὸν τελευταῖο καιρὸ εἶδαν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος πολλὰ κείμενα καὶ ἔγιναν πολλὲς καὶ ἐνδιαφέρουσες συζητήσεις –κάποιες φορές, μάλιστα, μὲ ἀρκετὴ ἔνταση– γύρω ἀπὸ σημαντικὰ θέματα τῆς λατρείας μας.
Αὐτὰ ποὺ θὰ σημειωθοῦν δὲν εἶναι πορίσματα ἑνὸς εἰδικοῦ λειτουργιολόγου, οὔτε ἐπίσης καρπὸς μιᾶς γενικῆς ἐκσυγχρονιστικῆς ἡ συντηρητικῆς ἰδεολογικῆς τοποθέτησης, ποὺ εἶναι καὶ οἱ δυὸ συνήθεις στὸν καιρό μας. Εἶναι παρατηρήσεις ἑνὸς τελεστῆ τῶν μυστηρίων, ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ ν’ ἀκούη τὶς συζητήσεις ποὺ γίνονται, ἀλλὰ πρὶν ἀπ’ ὅλα ἐπιθυμεῖ νὰ βλέπη τὸ νόημα τῆς παραδεδομένης τελετουργικῆς μέσα ἀπὸ τὶς ἑρμηνεῖες τῶν ἁγίων Πατέρων.
Αἰτίες, λοιπόν, τοῦ κειμένου αὐτοῦ εἶναι, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ καλοκαιρινὴ καταφυγή, λόγῳ προσωπικοῦ ἐνδιαφέροντος, ἀλλὰ καὶ θεολογικῶν προκλήσεων, στὰ πατερικὰ ἔργα: Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ καὶ Ἑρμηνεία τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἡ ὡρίμανση τῆς διαπίστωσης ὅτι κατὰ τὶς σύγχρονες λειτουργιολογικὲς συζητήσεις παραθεωρεῖται ἡ σημασία τῶν διακονικῶν ἐκφωνήσεων, οἱ ὁποῖες ἀφήνονται θεολογικὰ καὶ ποιμαντικὰ ἀνεκμετάλλευτες, ἀφοῦ ἐμμέσως πλὴν σαφῶς θεωροῦνται ὡς κάτι τὸ ἐπουσιῶδες μέσα στὴν λατρεία μας, ἀπὸ αὐτοὺς κυρίως ποὺ θέλουν νὰ ἐπιβάλουν τὴν εἰς ἐπήκοον πάντων ἀνάγνωση τῶν ἱερατικῶν εὐχῶν. Οἱ προτρεπτικὲς ἐκφωνήσεις, πάντως, (οἱ συναπτές –μεγάλη καὶ μικρή– ἡ ἐκτενής, τὰ πληρωτικὰ κ.α.) δείχνουν σὺν τοῖς ἄλλοις τὸν ποιμαντικὸ χαρακτῆρα τοῦ τελετουργικοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ τρόπος ἀνάγνωσης τῶν εὐχῶν ἀπὸ τὸν λειτουργοῦντα Ἱερέα –μυστικῶς, «καθ’ ἑαυτόν», ἐκφώνως ἡ «γεγονυία τὴ φωνή»– θεωρεῖται ἀπὸ πολλοὺς ὡς τὸ κεντρικότερο σύγχρονο λειτουργικὸ θέμα. Κάποιοι, μάλιστα, συναρτοῦν τὴν ἀναζωπύρωση τῆς λειτουργικῆς ζωῆς μὲ τὴν εἰς ἐπήκοον πάντων ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν, θεωρῶντας παράλληλα ὡς σύμπτωμα λειτουργικῆς παρακμῆς τὴν μυστικὴ ἀνάγνωσή τους. Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ ἐμμονὴ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο συνιστᾶ μονομέρεια, ἡ ὁποία μᾶς ὁδηγεῖ μακριὰ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ὀρθόδοξης λατρείας.
Γιὰ τὴν παραδοσιακὴ θέση στὸ θέμα τῶν ἱερατικῶν εὐχῶν ἔχουν γραφῆ ἀρκετὰ κείμενα (ἄρθρα, εἰσηγήσεις σὲ συνέδρια κ.α.), τὰ ὁποῖα τεκμηριώνουν μὲ πληθώρα πατερικῶν παραπομπῶν τὴν «καθ’ ἑαυτοὺς» ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν ἀπὸ τοὺς Ἱερεῖς. Ἐνδεικτικὰ σημειώνουμε ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ σχετικὰ κείμενα τοῦ Σέβ. Μητροπολίτου μᾶς κ. Ἱεροθέου, σημαντικὴ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ εἶναι ἡ ἀρθρογραφία τοῦ Ἀρχιμ. Νικοδήμου Μπαρούση. Αὐτὸ ποὺ ἀποκομίζει ὁ ἀναγνώστης ἀπὸ τὰ κείμενα αὐτὰ εἶναι, ὅτι τὰ συζητούμενα λειτουργικὰ θέματα δὲν εἶναι ἁπλὰ καὶ ἐπιφανειακά, δὲν ἀφοροῦν ἀνώδυνες ρυθμίσεις ἡ μεταρρυθμίσεις τοῦ τελετουργικοῦ, ἀλλὰ εἶναι θέματα ποὺ σχετίζονται μὲ βαθιὲς ἀλλοιώσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Μέσα στὸ πνεῦμα αὐτῆς τῆς γενικῆς παρατήρησης θὰ γίνη στὴ συνέχεια μιὰ προσπάθεια νὰ καταδειχθῆ καί, κατὰ κάποιο τρόπο, νὰ ἀποκατασταθῇ ἡ σημασία τῶν προτρεπτικῶν ἐκφωνήσεων, τὶς ὁποῖες ἀπευθύνει ὁ Διάκονος ἡ ὁ Ἱερέας πρὸς τοὺς λαϊκοὺς καὶ τοὺς καλεῖ νὰ ἀναπέμψουν τὴν δική τους μυστικὴ εὐχή.
Οἱ ἐκφωνούμενοι λόγοι τῆς θ. Λειτουργίας καλύπτουν πλήρως τὴν ἐσωτερικὴ ἀνάγκη τοῦ πιστοῦ γιὰ τὴν προετοιμασία τῆς μυστηριακῆς ὑποδοχῆς τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ ἀποδεικνύει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς στὸ ἔργο του Μυσταγωγία, στὸ ὁποῖο ἑρμηνεύει μόνον ὁρισμένα ἀπὸ τὰ ἐκφωνούμενα μέρη τῆς θ. Λειτουργίας. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὡς ἁπλὸς μοναχὸς δὲν καταπιάνεται καθόλου στὸ ἔργο του αὐτὸ μὲ τὶς ἱερατικὲς εὐχές. Τὶς τιμᾶ μὲ τὴν σιωπή του. Ἑρμηνεύει μόνον ὅ,τι βλέπει καὶ ὅ,τι ἀκούει ὁ λαός. Ἐπιπλέον ἀφήνει ἔξω ἀπὸ κάθε ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση ὅλη τὴν «ἁγία ἀναφορά». Ἔτσι, ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία τοῦ τρισαγίου ὕμνου περνᾶ στὸ «τίνος ἐστὶ σύμβολον ἡ ἁγία προσευχὴ τοῦ Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Ὁ ἅγιος Μάξιμος, μὲ τὴν ἑρμηνεία τοῦ αὐτὴ δείχνει το πὼς ἕνας ἁπλὸς μοναχὸς ἡ ἕνας μυημένος λαϊκὸς μπορεῖ νὰ βιώση τὴν τελετὴ τοῦ μυστηρίου τῆς θ. Εὐχαριστίας. Τὸ πὼς μπορεῖ νὰ ἀπολαύση, χωρὶς ν’ ἀκούη τὶς μυστικὲς εὐχὲς τοῦ Ἱερέα, τὴν υἱοθεσία του ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν πρόγευση τῶν μελλόντων ἀγαθῶν.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας ἀναφέρεται σ’ αὐτό το «πὼς» σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς ἑρμηνείας του στὴν θεία Λειτουργία. Μιλᾶ κι’ αὐτὸς γιὰ τὴν σιωπὴ καὶ τὸν λόγο τῆς τελετῆς. Μιλᾶ γιὰ τὴν «καθ’ ἑαυτὸν» εὐχὴ τοῦ Ἱερέα, ἀλλὰ ἐμμέσως καὶ γιὰ τὶς μυστικὲς εὐχὲς τῶν λαϊκῶν. Στὴν ἑρμηνεία, γιὰ παράδειγμα, τῶν ἀντιφώνων, τοῦ πρώτου μέρους τῆς θ. Λειτουργίας, γράφει: «ἐν ὅσῳ δὲ τῶν αἰτήσεων ὁ διάκονος ἐξηγεῖται, καὶ ὁ ἱερὸς λαὸς εὔχεται, ὁ ἱερεὺς ἔνδον εὐχὴν ποιεῖται ἠσυχὴ καὶ καθ’ ἑαυτόν...». Ἐν ὅσῳ, δηλαδή, ὁ Διάκονος δίνει στὸν λαὸ τὸ ὑλικὸ τῶν αἰτημάτων του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ «ὁ ἱερὸς λαὸς εὔχεται», ἐννοεῖται μυστικῶς, ὁ Ἱερέας μέσα στὸ Ἱερὸ Βῆμα κάνει «καθ’ ἑαυτόν», «ἠσυχή», τὴν δική του εὐχή. Ὁ «ἱερὸς λαὸς» δὲν εὔχεται μὲ τὰ λόγια τῶν προτρεπτικῶν ἐκφωνήσεων. Οὔτε οἱ ἐκφωνήσεις αὐτὲς εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ Διακόνου ἐν ὀνόματι τοῦ λαοῦ. Ὁ λαὸς προτρέπεται μ’ αὐτὲς νὰ εὐχηθῇ «ἐν εἰρήνῃ» μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ὁλοκληρωτικῆς παραδόσεως «ἑαυτῶν καὶ ἀλλήλων» στὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ («Χριστῷ τῷ Θεῷ»). Αὐτὴ ἡ εὐχὴ τῶν λαϊκῶν πραγματοποιεῖται «ἀνεκφωνήτως» μὲ τὴν μυστικὴ στροφὴ τοῦ νοῦ τους στὸν Θεό, ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Διακόνου.
Παρακάτω, ἐπίσης, ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας σημειώνει: «ὁ δὲ ἱερεὺς πάλιν εὐχὴν ποιησάμενος ὑπὲρ τῶν συνευχομένων αὐτῷ πιστῶν, ἵνα ὤν ἕκαστος ἰδία αἰτεῖται παρὰ τοῦ Θεοῦ τύχοι κατὰ τὸ αὐτῷ συμφέρον...». Τὸ «ὤν ἕκαστος ἰδία αἰτεῖται» σημαίνει ὅτι ὁ λαὸς ὑπακούοντας στὴν προτροπὴ τοῦ Διακόνου κάνει μυστικῶς τὴν δική του ἄτυπη εὐχὴ καὶ ὁ Ἱερέας ἡ ὁ Ἐπίσκοπος, ὡς προεστῶς τῆς Εὐχαριστίας, ἐνισχύει μὲ τὴν δική του μυστικὴ εὐχὴ τὴν εὐχὴ τῶν λαϊκῶν. Ἡ εὐχὴ τοῦ Ἱερέα δὲν ἐκφωνεῖται, γιατί δὲν εἶναι λόγος ποὺ πρέπει νὰ προσληφθῇ ἀπὸ τὸν λαό, οὔτε εἶναι τύπος προσευχῆς ποὺ πρέπει νὰ διδαχθῇ στὸ συνευχόμενο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Κάθε λαϊκὸς «ἰδία αἰτεῖται». Ὄχι μόνο γιὰ ἀνθρώπινα πράγματα (τοῦ Ἔθνους, τῆς πόλεως ἡ ὑπέρ του ρυσθῆναι ἀπὸ πάσης θλίψεως), ἀλλὰ καὶ γιὰ ἀνώτερα καὶ θεολογικότερα (ὑπὲρ τῶν προσκομισθέντων καὶ ἁγιασθέντων τιμίων δώρων, ὅπως ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ἡμῶν..., ἀντικαταπέμψη ἡμῖν τὴν θείαν χάριν...). Ὁ Ἱερέας δὲν ἐπιβάλλει στοὺς λαϊκοὺς τὴν δική του εὐχή. Ὁ Ἐπίσκοπος ἡ ὁ Πρεσβύτερος στέκεται (ὀφείλει νὰ στέκεται) ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μὲ ὅλη τὴν καρδιά, τὴν διάνοια καὶ τὴν δύναμή του, ζητῶντας τὰ πραγματικὰ συμφέροντα τοῦ λαοῦ, ἔχοντας ἐπάνω του τὸ βάρος τῶν παθῶν καὶ τῶν παθημάτων τοῦ λαοῦ, ὅσων ἡ ποιμαντική του εὐαισθησία συνέλαβε καὶ ἐπωμίσθηκε. Σ’ αὐτὴν τὴν κατ’ ἐνώπιον Θεοῦ λειτουργική του στάση, δὲν κάνει τίποτε ποὺ νὰ ἀποσπᾶ τὴν προσοχή του ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν στρέφεται στὸν λαό. Δὲν κάνει μέσῳ τῶν εὐχῶν διάλογο μαζί του, οὔτε ἐπιδιώκει μὲ αὐτὲς νὰ τὸν κατηχήση. Ὁ διάλογος καὶ ἡ κατήχηση βρίσκονται σὲ ἄλλα σημεῖα τῆς θ. Λειτουργίας. Ἄλλωστε μὲ τὸν λαὸ λειτουργικὰ ἐπικοινωνεῖ κυρίως ὁ Διάκονος. Σ’ αὐτὸν ἀνήκουν τὰ λεγόμενα «εἰρηνικά», τὰ «πληρωτικά», καὶ οἱ ἄλλες προτρεπτικὲς ἐκφωνήσεις, ἐνῷ οἱ δοξολογικὲς καταλήξεις καὶ ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὴν μεταβολὴ τῶν τιμίων δώρων ἀνήκουν στὸν προεστώτα τῆς Θ. Εὐχαριστίας.
Μὲ ὅλα τὰ παραπάνω γίνεται φανερὸ ὅτι τὸ λαϊκὸ στοιχεῖο τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἀδρανὲς μέσα στὴν τελετουργία τῆς θ. Εὐχαριστίας. Δὲν εἶναι ἕνας παθητικὸς δέκτης τῶν λόγων ποὺ ἐκφωνεῖ ὁ τελεστὴς τοῦ μυστηρίου. Προτρέπεται νὰ κινεῖται νοερὰ προσευχόμενο, ἀποχωριζόμενο ἀπὸ κάθε βιοτικὴ μέριμνα. Ἔπειδή, ὅμως, κάθε λαϊκὸς πιστός, στὴν προσπάθειά του νὰ ἀποκολληθῇ ἀπὸ τὸ βαρὺ ὑλικὸ τῶν ποικίλων παθῶν του, ὡς ἰδιαίτερη ὑπόσταση, ἔχει τὸν δικό του ἰδιόμορφο ἀγῶνα, γι’ αὐτὸ μέσα στὴν ὀρθόδοξη λατρεία ἔχει τὴν δυνατότητα «ἰδία ἕκαστος» νὰ προσεύχεται, ἕως ὅτου φθάση στὴν «ἑνότητα τῆς πίστεως» καὶ στὴν «κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
- Προβολές: 3142