Skip to main content

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης Τιμόθεος

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Πρὶν λίγο καιρὸ ἐκοιμήθη ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης Τιμόθεος Παπουτσάκης, ἕνας ἐξαίρετος Ἱεράρχης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐγράφησαν καὶ ἐλέχθησαν πολλὰ γιὰ τὴν προσωπικότητά του καὶ γιὰ τὴν ὅλη του πορεία στὴν Ἐκκλησία, καθὼς ἐπίσης γιὰ τὸ ὁσιακὸ τοῦ τέλος. Διασώζω στὴν μνήμη μου διάφορα στοιχεῖα ἀπὸ τὴν προσωπικότητά του μὲ τρεῖς προσεγγίσεις μου.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Τιμόθεος

Ἡ πρώτη εἶναι ἀπὸ τὴν φοιτητική μου ζωή. Τὴν δεκαετία τοῦ '60 (1964-1968) ποὺ σπούδαζα στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Θεσσαλονίκης, συνδεόμουν μὲ συμφοιτητάς μου καὶ φοιτητὰς ἄλλων ἐτῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκφράζονταν μὲ τὰ καλύτερα λόγια γιὰ τὸν τότε Μητροπολίτη Γορτύνης Τιμόθεο. Ὁ Σύλλογος Κρητὼν Φοιτητῶν τὸν κάλεσε στὴν Θεσσαλονίκη γιὰ μιὰ σειρὰ ὁμιλιῶν. Παρακολούθησα πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁμιλίες του, κυρίως στὴν Θεολογικὴ Σχολή. Ἐνθυμοῦμαι ὅτι μᾶς εἶχε καταγοητεύσει. Ὁ λόγος του ἦταν γλυκύτατος, οἱ σκέψεις τοῦ πυκνότατες, ἡ ἐκφορὰ τοῦ λόγου λογοτεχνικὴ καὶ διανθιζόταν ἀπὸ χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλὰ καὶ συγχρόνων Ἑλλήνων καὶ ξένων ἐπιστημόνων καὶ στοχαστῶν. Σέ μας τοὺς φοιτητὲς προξενοῦσε μεγάλη ἐντύπωση ὁ λόγος του ποὺ εἶχε τὰ στοιχεῖα ποὺ ἀνέφερα.

Ἐνθυμοῦμαι δὲ καὶ τὴν ἁπλότητα τῆς συμπεριφορᾶς του. Πρώτη φορὰ ἔβλεπα Ἐπίσκοπο νὰ εἰσέρχεται στὸν Ἱερὸ Ναὸ γιὰ νὰ τελέση μιὰ ἱερὰ Ἀκολουθία καὶ νὰ ἀνάβη τὸ κερί, νὰ ἀσπάζεται τὴν εἰκόνα στὸ προσκυνητάρι καὶ στὴν συνέχεια μὲ ἁπλότητα νὰ χοροστατῇ καὶ νὰ κηρύττη μὲ ἕναν θαυμάσιο, σύγχρονο καὶ καταπληκτικὸ τρόπο.

Ἡ ἄλλη προσέγγιση εἶναι ἀπὸ τὴν ἐκδρομή μας ὡς τελειοφοίτων φοιτητῶν στὴν Κρήτη τὸ καλοκαίρι τοῦ 1968. Γιὰ πολλὲς μέρες εἴχαμε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπισκεφθοῦμε ὅλες τὶς Μητροπόλεις τῆς Κρήτης καὶ νὰ δοῦμε ἀπὸ κοντὰ τὸ ἔργο τὸ ὁποῖο ἐπιτελοῦσαν οἱ Μητροπολῖτες. Μᾶς προξένησαν ἐντύπωση ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης Εὐγένιος, ὁ Μητροπολίτης Κισσάμου Εἰρηναῖος καὶ ὁ ἀείμνηστος τότε Μητροπολίτης Γορτύνης μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης Τιμόθεος. Κάθε ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶχε τὸν ἰδιαίτερο τρόπο ἔκφρασης καὶ ἐκκλησιαστικῆς δράσης, ἀλλὰ καὶ οἱ τρεῖς ἀποτελοῦσαν μιὰ ἑνότητα ποὺ ἔδειχνε τὴν δυναμικότητα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης στὸν ποιμαντικὸ καὶ ἱεραποστολικὸ τομέα.

Ἐπισκεφθήκαμε τὴν Ἱερὰ Μονὴ Καλυβιανής, ἐντυπωσιασθήκαμε ἀπὸ τὸ ἔργο τὸ ὁποῖο ἐπιτελοῦσε ὁ ἀείμνηστος Τιμόθεος μὲ τὶς μοναχές του. Μὲ πολὺ μεγάλη ἁπλότητα μᾶς ξενάγησε στὸν χῶρο τῆς Μονῆς καὶ μὲ πολὺ ὡραῖο τρόπο μας ἐξηγοῦσε τὴν κάθε λεπτομέρεια. Ὁ θαυμασμός μου αὐξήθηκε ὅταν σὲ μιὰ συνάντηση ἀνέλυσε τὴν σκέψη τοῦ Καζαντζάκη καὶ μάλιστα τολμοῦσε, εὑρισκόμενος σὲ κρητικὸ περιβάλλον, νὰ κρίνη τὸ ἔργο τοῦ λογοτέχνη αὐτοῦ. Μιλοῦσε μὲ πολὺ ὡραῖο τρόπο ποὺ δύσκολα κανεὶς μποροῦσε νὰ τὸν ἀντικρούση. Αἰσθανόμασταν τὸν τότε Γορτύνης Τιμόθεο ὡς ἕναν παραδοσιακὸ ἀλλὰ καὶ σύγχρονο Ἱεράρχη.

Ἡ τρίτη προσέγγιση εἶναι ἀπὸ τὶς ἀναμνήσεις τοῦ ἀειμνήστου Γέροντός μου κυροῦ Καλλινίκου, ὅταν ὑπηρετοῦσα στὴν Ἔδεσσα. Πολλὲς φορὲς τὸν ἄκουγα νὰ ἐπαινῇ τὸν Τιμόθεο μὲ τὸν ὁποῖον ἦταν συμφοιτητὲς στὸ Πανεπιστήμιο καὶ μοῦ διηγόταν γεγονότα τῆς φοιτητικῆς τους ζωῆς. Γι' αὐτὸ ὅταν βιογράφησα τὸν ἀείμνηστο Γέροντά μου Καλλίνικο ἔγραφα καὶ γιὰ τὸν φίλο του:

«Ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ κοντινοὺς συμφοιτητές του καὶ φίλος ἦταν ὁ Μιχαλάκης Παπουτσάκης, ὁ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης Τιμόθεος. Καθονταν στὸ ἴδιο θρανίο καὶ εἶχαν μεγάλο καὶ στενὸ πνευματικὸ σύνδεσμο. Μαζὶ ὁραματίζονταν τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Μοῦ ἔλεγε πολλὲς ἱστορίες γιὰ τὸν φίλο του.

Σὰν παιδιὰ ποὺ ἦταν «ἔπαιζαν». Τὸ παιχνίδι τους ἦταν νὰ βρίσκουν τὰ χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Δηλαδή, ὁ ἕνας ἀνέφερε ἀπὸ στήθους ἕνα χωρίο τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ ὁ ἄλλος ἔπρεπε νὰ βρῇ τὴν παραπομπὴ ἐκείνη τὴν ὥρα, δηλαδὴ νὰ πῇ ἀμέσως τὸ βιβλίο στὸ ὁποῖο ὑπῆρχε αὐτὸ τὸ χωρίο, τὸ κεφάλαιο καὶ τὸν στίχο. Τί ὡραῖος σύνδεσμος! Νὰ παίζουν μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸ τὸ παιχνίδι ταυτόχρονα γινόταν ζωη. Ὁ ἀείμνηστος εἶχε μεγάλη ἀγάπη στὴν Ἁγία Γραφὴ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Τὴν ἤξερε σχεδὸν ἀπ ἔξω. Στὰ κηρύγματά του μνημόνευε συνεχῶς χωρία ἀπὸ αὐτήν. Ἰδιαιτέρως ἀγαποῦσε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο.

Μοῦ ἔλεγε πολλὲς φορὲς γιὰ τὸν φίλο του (τὸν Μιχαλάκη-Τιμόθεο), ποὺ σηκωνόταν τὸ πρωϊ γιὰ νὰ ψήση ψωμὶ καὶ στὴν συνέχεια νὰ βαδίση μὲ τὰ πόδια ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ μέχρι τὸ Πανεπιστήμιο, γιὰ νὰ παρακολουθήση τὶς παραδόσεις τῶν Καθηγητῶν. Μοῦ ἔλεγε ὅτι πολλὲς φορὲς στὸ ἕδρανο τὸν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος καὶ ὅταν τὸν ξυπνοῦσε του διηγόταν τὶς ταλαιπωρίες του».

Ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τιμόθεος μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Γέροντός μου Καλλινίκου διηγήθηκε μὲ τὸν δικό του τρόπο τὴν σχέση τους. Στὴν διήγησή του αὐτὴ φαίνεται καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦσε ὁ ἴδιος, οἱ ἀναζητήσεις του καὶ τὰ βιώματά του κατὰ τὴν φοιτητική του ζωή. Τὴν παραθέτω γιὰ νὰ φανῆ ἡ προσωπικότητα τῶν δύο αὐτῶν φίλων, τῶν ὁποίων ἡ φιλία ὁμοίαζε μὲ τὴν φιλία μεταξὺ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Διηγεῖται ὁ ἀείμνηστος Τιμόθεος:

«Εἶχα τὴν εὐτυχία καὶ τὴν ἀπέραντη χαρὰ νὰ ζήσω ὅλα τὰ φοιτητικά μου χρόνια μὲ τὸν ἀξέχαστον ἀδελφὸν Καλλίνικον. Θὰ ἀδικοῦσα ἀσφαλῶς ἂν ἀποτολμοῦσα νὰ περιγράψω τὰ ψυχικὰ καὶ πνευματικά του χαρίσματα. Τὸν βλέπω πάντα μπροστά μου καὶ ἡ σκέψη μου πετάει στὶς ὡραῖες πνευματικές μας συζητήσεις, τὴν ὡραία ἀναστροφή, τὸ πνευματικὸ καὶ ἐξηγιασμένο παράδειγμά του. Φτωχούλια φοιτητάκια, στερημένα, ἀλλὰ χαρούμενα, εὐτυχισμένα, μὲ νεανικὴ χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμὸ μιᾶς ἀγάπης σωστῆς, μιᾶς πίστεως γεμάτης ὁράματα, ὄνειρα, ἐλπίδες. Μοιάζαμε στὴ φτώχεια, στὴ στέρηση, στὶς λαχτάρες καὶ στὰ χτυποκάρδια... Καθόμασταν πάντα στὸ ἴδιο θρανίο. Δὲν μᾶς χώριζε τίποτε. Ἐσμίξαμε στὸ ἴδιο θρανίο τὸ μόχθο, τὴν ἀγωνία, τὴ στέρηση, μὲ τὴ μάθηση, τὴ γνώση, τὴ μόρφωση. Κοινὲς οἱ χαρές, κοινὲς οἱ λῦπες. Καὶ ἐπειδὴ οἱ λῦπες ἦταν περισσότερες, φροντίζαμε κάθε μέρα νὰ τὶς μοιραζόμαστε γιὰ νὰ λιγοστεύει τὸ φορτίο καὶ ὁ πόνος τους.

Ἕνας σκοπὸς καὶ ὁδηγὸς τὸ Εὐαγγέλιο στὴν φτωχή μας τσέπη. Ἀμέτρητες φορὲς σὲ κάποιο παγκάκι τοῦ Βασιλικοῦ Κηπου, στὸ Ζαππειο μᾶς βρῆκε νὰ μελετοῦμε, νὰ συζητοῦμε, νὰ μοιραζόμαστε τὴ στέρησή μας καὶ τὴν ἐλπίδα. Καθίζαμε σὲ κανένα παγκάκι κάτω ἀπὸ τὴν δροσερὴ σκια, ἐμελετούσαμε λίγο ἡ καταστρώναμε τὸ φρικτὸ πρόβλημα τοῦ ἐπισιτισμοῦ μας... Ὅμως τὶς ὧρες ἐκεῖνες τῆς ἀπογνώσεως ἀνοίγαμε τὸ Εὐαγγέλιο. Πνευματικὴ πλησμονή, ἀνέκφραστη χαρά, ἀγαλλίαση καὶ ἐλπίδα πλημμύριζε τὴν ψυχή μας Καὶ ἐκεῖνα τὰ ἱερὰ συναισθήματα μᾶς ἔκαναν νὰ ὑπερβοῦμε τὶς χοϊκὲς ἀνάγκες. Δὲν μᾶς χώριζε παρὰ ὁ ὕπνος. Στὶς διαλέξεις μαζί, στὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη ἀχώριστοι γιὰ νὰ μελετᾶμε, ἀφοῦ δὲν εἴχαμε δικά μας βιβλία. Δὲν μποροῦν νὰ λησμονηθοῦν οἱ προσευχές, τὰ δάκρυα, οἱ μελέτες καὶ τὰ ξενύχτια πάνω στὸ βιβλίο, μὲ τὴν προθυμία νὰ βοηθήση ὁ ἕνας τὸν ἄλλο σὲ ὅ,τι μπορεῖ.

Πηγαίναμε καὶ σὲ κάποιον ἀσκητὴ σ' ἕνα βουνὸ κοντὰ στὴν Ἀθήνα. Δυσκολα μποροῦσε κάποιος νὰ τὸν συναντήσει. Πανω σὲ μιὰ στάμνα μὲ νερὸ εἶχε τοποθετήσει ἕνα κομμάτι σανίδι μὲ μιὰ κακογραμμένη ἐπιγραφὴ ποὺ ἔλεγε: «Ἐσὺ ὁ διαβάτης ποὺ θὰ δροσιστεῖς ἀπὸ τοῦτο τὸ νερό, κάνε μιὰ προσευχὴ καὶ γιὰ μένα τὸν ἁμαρτωλό». Ἦταν εὐλογία ποὺ κατορθώσαμε νὰ τὸν συναντήσουμε καὶ νὰ μιλήσουμε, γιατί κατάλαβε τὶς διαθέσεις μας καὶ ἔδειξε προθυμία νὰ μᾶς δώσει μερικὲς συμβουλές. Κακότεχνα τὰ ἔλεγε καὶ χωρὶς ρητορεῖες, μὰ ἦταν γλυκά, καυτερά, ποὺ περνοῦσαν σὰν κοφτερὰ σπαθιὰ καὶ σοῦ συντάραζαν τὴν ψυχὴ ὡς τὰ κατάβαθά της.

Δὲν μπορῶ νὰ περιγράψω τί αἰσθανόμαστε τότε. Κατάνυξη καὶ ρῖγος, συγκίνηση καὶ φόβο, εὐχαρίστηση καὶ τύψεις, ἀνακούφιση καὶ στενοχώρια. Ὅλα μαζὶ ἀνακατεύονταν καὶ σταματοῦσαν τὴν ἀναπνοή μας. Εὐλογημένοι πνευματικοὶ χριστιανικοὶ ἐνθουσιασμοί. Ποιός μποροῦσε νὰ φανταστεῖ τὸ σεμνὸ αὐτὸ φοιτητάκι, ποὺ ξεκίνησε καὶ ὡρίμασε μέσα στὴν δοκιμασία καὶ τὴν ἀγωνία ὅτι θὰ ἐλάμπρυνε Ἀρχιερατικὸ θρόνο τόσο περίλαμπρα. Ὁ ἀείμνηστος ἀδελφὸς ὑπηρέτησε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν Ἐπισκοπικὴ ἔπαλξη, ἀγκάλιασε μὲ ἀληθινὴ ἀφοσίωση τὴν Ἐκκλησία, τὴν πατρίδα, τὴν ἁγία μας Ὀρθοδοξία.

Τὸν ἅγιο ἀδελφὸ ἔχω πάντα μπροστὰ στὰ μάτια μου καὶ μέσα στὴν καρδιά μου. Χωρίσαμε σωματικά. Ὁ Κυριος τὸν βρῆκε ἕτοιμο καὶ τὸν μετέστησε τόσο ἐνωρὶς στὸ ὑπερουράνιο θυσιαστήριο. Ὁ ἀδελφὸς Μητροπολίτης Ἐδέσσης ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ ἄφησε ἀνεξάλειπτα τὸ πέρασμά τοῦ, πέρασμα ἁγίου ποιμενάρχου ποὺ ἐσημάδεψε τὴν ἐποχή του, συγκλονίζει πάντα τὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν καὶ δείχνει μὲ τὴν ἱεροπρέπειά του ὑπόδειγμα ἀρετῆς, μορφώσεως καὶ ἁγιασμοῦ. Ἂς τὸν παρακαλέσουμε νὰ προσεύχεται γιὰ τὰ πνευματικά του παιδιά, τοὺς φίλους του, τὸ ποίμνιό του, τὸν λαό μας καὶ ὁλόκληρο τὸν κόσμο».

Αὐτὴ ἡ περιγραφὴ δείχνει καὶ τὸν ψυχικό-πνευματικὸ πλοῦτο τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιεπισκόπου Τιμοθέου.

Ἔγραψα τὶς γραμμὲς αὐτὲς μὲ πολὺ μεγάλη συγκίνηση, ἐνθυμούμενος τὶς δύο αὐτὲς μεγάλες μορφές, τοῦ Καλλινίκου καὶ τοῦ Τιμοθέου. Τὶς ἔγραψα ὅμως καὶ μὲ πολὺ εὐγνωμοσύνη, γιατί ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος μέχρι τὴν κοίμησή του ἐξέφραζε ποικιλοτρόπως τὴν ἀγάπη τοῦ πρὸς τὸ πρόσωπό μου, ἐπειδὴ ὅπως ἔλεγε μὲ θεωροῦσε «πνευματικὸ τοῦ ἀνηψιό», ἐπειδὴ ὁ Γέροντάς μου ἦταν δικός του πνευματικὸς ἀδελφός. Ἀσφαλῶς θὰ συναντήθηκαν στὴν οὐράνια πατρίδα μας καὶ θὰ προσεύχωνται καὶ γιὰ μένα στὸν ἀγῶνα τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακονίας καὶ στὴν πορεία πρὸς τὴν ἄνω πατρίδα.

Ἂς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη του καὶ νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή του, ἀφοῦ λάμπρυνε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ παράδειγμά του, τὸν γραπτὸ καὶ προφορικὸ λόγο του, τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο του, τὴν μοναχικὴ ζωή του, τὴν συνεχῆ προσευχή του καὶ τὶς καθημερινὲς λειτουργίες του.–

  • Προβολές: 3212