Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιος Παῦλος ὁ Ὁμολογητής, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, 6 Νοεμβρίου

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

 Ἅγιος Παῦλος ὁ Ὁμολογητής, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως,  6 Νοεμβρίου

Ὁ ἅγιος Παῦλος ὁ ὁμολογητὴς γεννήθηκε στὴν Θεσσαλονίκη, στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα μ. Χ. Ἦταν ζηλωτὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, τὴν ὁποία ἀγωνίσθηκε νὰ διαφυλάξη ἀνόθευτη ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ ἀρειανισμοῦ καὶ γι’ αὐτὸ πολεμήθηκε μὲ σφοδρότητα ἀπὸ τοὺς ἀρειανούς. Χειροτονήθηκε Διάκονος τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως καὶ χρημάτισε γραμματεὺς τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξάνδρου, τὸν ὁποῖο καὶ διαδέχθηκε μετὰ τὴν κοίμησή του. Ὅταν ἔγινε ἡ χειροτονία του ὁ ἀρειανόφιλος αὐτοκράτορας Κωνστάντιος ἀπουσίαζε στὴν Ἀντιόχεια. Ὅταν ἐπέστρεψε καὶ πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, ἐξεδίωξε τὸν ἅγιο Παῦλο καὶ στὴν θέση του τοποθέτησε τὸν φιλαρειανὸ Ἐπίσκοπο Εὐσέβιο Νικομηδείας. Στὴν Ρώμη, ὅπου βρέθηκε διωγμένος ὁ ἅγιος Παῦλος συνήντησε τὸν μέγα Ἀθανάσιο, ποὺ ἦταν καὶ αὐτὸς ἐκεῖ ἐξόριστος. Οἱ δύο μεγάλοι ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες ἐνισχύθηκαν ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο στὸν πνευματικό τους ἀγῶνα καὶ ἀνασύνταξαν τὶς δυνάμεις τους, προκειμένου νὰ συνεχίσουν τὴν προσπάθεια γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἀπὸ τὴν αἵρεση.

Ἀργότερα, μὲ τὴν μεσολάβηση τοῦ πάπα Ρώμης Ἰουλίου, ποὺ τότε ἦταν Ὀρθόδοξος, οἱ ἐξόριστοι ἀνέκτησαν τοὺς θρόνους τους. Αὐτὸ ὅμως δὲν κράτησε πολὺ γιὰ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παῦλο, ἀφοῦ καὶ πάλι ἐξορίσθηκε ἀπὸ τοὺς ἀρειανούς. Μὲ παρέμβαση τοῦ αὐτοκράτορα Κώνσταντα στὸν ἀδελφό του Κωνστάντιο ἐπανῆλθε καὶ πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ συνέχισε τὸ ἔργο του. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κώνσταντα ὅμως, ὕστερα ἀπὸ τρία χρόνια, ὁ Κωνστάντιος ἐξόρισε καὶ πάλι τὸν ἅγιο Παῦλο στὴν Κουκουσὸ τῆς Ἀρμενίας, ὅπου καὶ ἐτελείωσε τὸν ἐπίγειο βίο του μὲ μαρτυρικὸ τρόπο. Οἱ ἀρειανοὶ γεμᾶτοι μῖσος τὸν ἔπνιξαν μὲ τὸ ἴδιό του τὸ ὠμοφόριο.

Ἡ ἐπὶ γῆς ζωὴ τοῦ ἁγίου Παύλου τοῦ ὁμολογητοῦ κύλισε μέσα σὲ ταλαιπωρίες, διωγμοὺς καὶ ἐξορίες, ἀλλὰ παρέμεινε σταθερὸς στὴν πίστη του «ὡς στῦλος ἀκλόνητος» καὶ ἐκράτησε τὴν ὁμολογία μέχρι τὸ τέλος. Ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος τὸν ἀποκαλεῖ ἄλλον Ἀπόστολο Παῦλο καὶ ζηλωτὴν κληρικό, τοῦ ὁποίου τὸ αἷμα, ποὺ χύθηκε ἄδικα, βοᾶ πρὸς τὸν Θεό, ὅπως τὸ αἷμα τοῦ δικαίου Ἄβελ καὶ τοῦ προφήτου Ζαχαρίου. «Θείας πίστεως, ὁμολογία, ἄλλον Παῦλον σέ, τὴ Ἐκκλησία, ζηλωτὴν ἐν ἰερεύσιν ἀνέδειξε. Συνεκβοά σοι καὶ Ἄβελ πρὸς Κύριον καὶ Ζαχαρίου τὸ αἷμα τὸ δίκαιον. Πάτερ ὅσιε Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος».

Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία τοῦ ἁγίου Παύλου τοῦ ὁμολογητοῦ μας δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα.

Πρῶτον. Τὰ δένδρα, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, ἐὰν εἶναι καλὰ ἡ σαπρά, γνωρίζονται ἀπὸ τοὺς καρπούς τους. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς θρησκεῖες καὶ τὶς διάφορες ὁμολογίες, οἱ ὁποῖες κρίνονται ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματά τους καὶ κυρίως ἀπὸ τὸ τί προσωπικότητες διαμορφώνουν. Δηλαδή, ἂν βοηθοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ γίνη ἀληθινὸς ἄνθρωπος, ἤτοι νὰ νικήση τὰ πάθη του καὶ νὰ ἀποκτήση τὴν τέλεια ἀγάπη, καὶ ἔτσι νὰ γίνη εὐλογία γιὰ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη, γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους χωρὶς θρησκευτικές, φυλετικὲς ἡ ἄλλες διακρίσεις, ἡ ἂν παράγουν καὶ συντηροῦν τὰ νοσηρὰ φαινόμενα τοῦ φανατισμοῦ καὶ τοῦ μίσους, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἠθική, ἀλλὰ ὄχι λίγες φορὲς καὶ στὴν βιολογικὴ ἐξόντωση τοῦ συνανθρώπου μὲ διαφορετικὴ πίστη καὶ καταγωγή.

Ὅταν εἰσχωρῇ κανεὶς σὲ κάποια αἵρεση, ἀπὸ ἔλλειψη ἐμπειρικῆς γνώσεως τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἴσως νὰ τὸ κάνη μὲ ἀγαθὴ διάθεση νομίζοντας ὅτι ἐκεῖ εὑρίσκεται ἡ σωτηρία, φτάνει ὅμως στὸ σημεῖο, ἐπειδὴ ἐξακολουθεῖ νὰ δουλεύη στὰ πάθη του, νὰ κάνη ἀκόμα καὶ φόνο ἐν ὀνόματι τοῦ θεοῦ. Ἀλλὰ πὼς μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθινὸς ἕνας θεὸς ἐν ὀνόματι τοῦ ὁποίου φονεύονται ἀθῶοι ἄνθρωποι καὶ πὼς μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθινὴ ἡ πίστη ἐκείνη ποὺ ὁδηγεῖ στὴν μισαλλοδοξία καὶ τὸν φανατισμό; Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας «ἀγάπη ἐστὶ» καὶ ἐμπνέει τὴν ἀγάπη καὶ πρὸς αὐτοὺς ἀκόμα τοὺς ἐχθρούς. Βέβαια καὶ στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας παρατηροῦνται κατὰ καιροὺς μεμονωμένα νοσηρὰ φαινόμενα, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι φυσικὸ νὰ συμβαίνη ἐφ’ ὅσον ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικὸ Θεραπευτήριο καὶ δέχεται τοὺς πάντες, ἑπομένως καὶ τοὺς ἐμπαθεῖς καὶ ἀρρώστους πνευματικὰ καὶ ψυχικά. Τοὺς δέχεται ὅμως γιὰ νὰ τοὺς θεραπεύση, μὲ τὴν μέθοδο θεραπείας ποὺ διαθέτει, καὶ ὄχι γιὰ νὰ συντηρῇ καὶ νὰ αὐξάνη την ἀρρώστεια τους. Καὶ ἀσφαλῶς ὅλοι ἔχουν τὴν δυνατότητα, κάνοντας σωστὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας τους, νὰ γίνουν ἅγιοι, δηλαδὴ πραγματικὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας.

Δεύτερον. Οἱ ἅγιοι ὁμολογοῦν τὴν πίστη τους στὸν Τριαδικὸ Θεό, ἀγωνίζονται γιὰ τὴν διαφύλαξή της ἀπὸ τὶς παραχαράξεις τῶν αἱρετικῶν καὶ εἶναι ἕτοιμοι ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴ νὰ ὑπογράψουν τὴν ὁμολογία τους αὐτὴ μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου τους, ἐπειδὴ γνωρίζουν ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τους ὅτι ἡ πίστη συνδέεται ἄρρηκτα μὲ τὴν σωτηρία καὶ πὼς ὅταν ἀλλοιώνεται ἡ πίστη ἀλλοιώνεται καὶ ὁ ὀρθὸς τρόπος ζωῆς καὶ σωτηρίας. Δὲν προσπαθοῦν ὅμως νὰ τὴν ἐπιβάλουν, παρὰ τὸ ὅτι εἶναι σίγουροι γιὰ τὴν ὀρθότητά της, ἀλλὰ ἀγωνίζονται νὰ τὴν ἐμπνεύσουν καὶ θυσιάζονται αὐτοὶ γιὰ νὰ ζήσουν οἱ ἄλλοι.

Ἡ ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἐκ μέρους τῶν ἁγίων δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα ἀλαζονείας καὶ φανατισμοῦ, ἀλλὰ καρπὸς Θεοκοινωνίας. Γεύθηκαν οἱ ἅγιοι τὴν γλυκύτητα τῆς ἐμπειρικῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, τὸ πλήρωμα τῆς ὄντως ζωῆς καὶ ὁμολογοῦν τὴν πίστη τους, γιὰ νὰ βοηθήσουν καὶ ὅλους ἐκείνους ποὺ τὸ ἐπιθυμοῦν νὰ βροῦν τὴν ἀληθινὴ ὁδὸ τῆς σωτηρίας.

Χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα γνησιότητος τῆς ἀληθινῆς ὁμολογίας εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία. Ὅσοι θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους ὁμολογητὴ καὶ ζηλωτὴ τῆς πίστεως, χωρὶς νὰ ἔχουν τὰ παραπάνω γνωρίσματα, εὑρίσκονται στὸν χῶρο τῆς πλάνης.

Οἱ ἅγιοι εἶναι οἱ μεγαλύτεροι εὐεργέτες τῆς ἀνθρωπότητος, ἐπειδὴ εἶναι φύλακες καὶ ὁμολογητὲς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἀλλὰ καὶ γιατί μὲ τὴν ἀνιδιοτελῆ τους ἀγάπη στηρίζουν καὶ ἐνισχύουν τοὺς ἀνθρώπους στὶς δυσκολίες τους, γλυκαίνουν τὸν πόνο τους καὶ παρηγοροῦν τὶς καρδιές τους.–

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 2875