Skip to main content

Παρασκευῆς Τριβήλου: «Ἡ σοβαρότητα καὶ ἡ ἐχεμύθεια τῆς πρεσβυτέρας»

Δημοσιεύουμε ἐν συνεχείᾳ ἀποσπάσματα τῆς εἰσήγησης τῆς Πρεσβυτέρας Παρασκευῆς Τριβήλου στὴν ἐτήσια Σύναξη Πρεσβυτερὼν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου (βλ. προηγούμενο τεῦχος).

Σεβασμιώτατε,

Θέλουμε πρῶτα νὰ σᾶς εὐχαριστήσουμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας γιὰ τὴν φροντίδα ποὺ δείχνετε γιὰ τὸν πνευματικὸ καταρτισμό μας καὶ τὴν τροφοδοσία τῆς ψυχῆς μας καὶ μὲ ἄλλες ἐκδηλώσεις καὶ εὐκαιρίες, ἀλλὰ μὲ τὴν καθιερωμένη πλέον σύναξη τῶν πρεσβυτερὼν στὴν ἀρχὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς χρονιᾶς, ἔτσι ὥστε ὁπλισμένες μὲ δύναμη νὰ προχωρήσουμε στὸν δύσκολο δρόμο τῆς ἀποστολῆς μας. Καὶ ἔπειτα νὰ σᾶς παρακαλέσουμε νὰ εὔχεσθε ὁ σπόρος ποὺ κάθε φορὰ σπέρνετε στὶς καρδιές μας, νὰ πέφτη σὲ γῆ ἀγαθὴ καὶ γόνιμη γιὰ νὰ ἀποδίδη καρπούς.

Ἀγαπητὲς συμπρεσβυτέρες,

Μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας τὸ εἰδικὸ θέμα ποὺ θὰ συζητηθῇ στὴ σύναξή μας, στὰ πλαίσια τοῦ ΙΑ Ἱερατικοῦ Συνεδρίου μέσα σὲ μιὰ εὐρύτερη θεματικὴ ἑνότητα ποὺ εἶναι «Ἡ Ποιμαντικὴ τῆς Ἐκκλησίας στὸ σύγχρονο κόσμο», ὅπως εἴδατε στὴν πρόσκληση εἶναι: «Ἡ σοβαρότητα καὶ ἡ ἐχεμύθεια τῆς πρεσβυτέρας». Πάνω σ’ αὐτὸ τὸ θέμα θὰ εἰπωθοῦν μερικὲς σκέψεις γιὰ νὰ δοθῇ τὸ ἔναυσμα τῆς συζήτησης καὶ νὰ ἐκτεθῇ ἡ ἐμπειρία ὅλων, περισσότερο τῶν παλαιοτέρων, γιατί εἶναι θέμα ποὺ ἀπαιτεῖ πεῖρα καὶ ἀγῶνα πολύ, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ διαθέτουν οἱ νεώτερες.

Ἡ πρόταση ἀποτελεῖται ἀπὸ τρεῖς λέξεις μὲ τὰ ἄρθρα τους. Ἡ σοβαρότητα καὶ ἡ ἐχεμύθεια, -οἱ δύο σὲ ὀνομαστική- ὡς χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῆς πρεσβυτέρας. Εἶναι σὰν νὰ μᾶς λέη ὅτι κάθε ἄνθρωπος, κάθε γυναῖκα χρειάζεται νὰ ἔχη τὴν σοβαρότητα καὶ τὴν ἐχεμύθεια, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο ἡ πρεσβυτέρα.

Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε αὐτό, πρὶν προχωρήσουμε στὴν ἀνάλυση τῶν δύο λέξεων «σοβαρότητα» καὶ «ἐχεμύθεια», θὰ ἀσχοληθοῦμε λίγο μὲ τὴν ἰδιαίτερη θέση ποὺ ἔχει ἡ κάθε μιὰ ἀπὸ μᾶς μέσα στὴν οἰκογένειά της, μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴ σύγχρονη κοινωνία.

Αὐτὴ λοιπόν, εἶναι ἡ θέση μας, ἡ πρέπει νὰ εἶναι, στοὺς τρεῖς τομεῖς. Γι’ αὐτὸ ἀνάμεσα σὲ ἄλλα χαρακτηριστικά, μᾶς εἶναι ἀπαραίτητα «ἡ σοβαρότητα» καὶ «ἡ ἐχεμύθεια». Δὲν γνωρίζω ἂν εἶναι αὐθύπαρκτες ἀρετὲς ἡ συνέπεια καὶ ἀποτέλεσμα ἄλλων ἀρετῶν, ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχουμε εἴτε ἐκ φύσεως εἴτε μετὰ ἀπὸ ἀγῶνα.

Κάθε ἄνθρωπος εἶναι μία ξεχωριστὴ προσωπικότητα μὲ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ ποὺ κληρονομοῦνται ἡ καλλιεργοῦνται ἀπὸ τὸ περιβάλλον του. Αὐτά, ὅταν ἀναγεννηθῇ καὶ δεχθῇ την χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄρα καὶ τοὺς καρπούς του ποὺ εἶναι: ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια, τὸν κάνουν ἐνάρετο καὶ τὸν ὁδηγοῦν στὴν τελειότητα, ποὺ εἶναι καὶ ἡ ἐντολὴ ὄχι μόνο γιὰ τοὺς κληρικοὺς καὶ τὶς πρεσβυτέρες, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς Χριστιανούς...

Θὰ ἀναλύσουμε στὴ συνέχεια τὶς δύο λέξεις καὶ μετὰ θὰ ἀναφερθοῦμε στὰ μέσα ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ ἀποκτήσουμε τὴ σοβαρότητα καὶ τὴν ἐχεμύθεια στὴ ζωή μας.

Ἀρχικὰ θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴ λέξη «σοβαρότητα». Εἶναι οὐσιαστικὸ καὶ παράγεται ἀπὸ τὸ ἐπίθετο σοβαρός, ἀπὸ τὸ ὁποῖο παράγεται καὶ τὸ ρῆμα σοβαρεύομαι, ποὺ σημαίνει φέρομαι μετὰ σοβαρότητος ἡ περιφέρομαι μὲ ἀγέρωχο ὕφος, ἀλαζονεύομαι, καὶ τὸ σοβαρὸς παράγεται ἀπὸ τὸ σοβέω, ποὺ σημαίνει ἐκπέμπω τὸ συριστικὸ σύμπλεγμα σοῦ-σου (ἠχοποίητη λέξη), ἐκφοβίζω ἰδίως πτηνά, διώχνω ἡ κάνω κάτι νὰ σταματήση διὰ τῆς βίας «ἀποσοβῶ».

Ὁ Ἰσοκράτης στὴν πρὸς Δημόνικον ἐπιστολή του διαχωρίζει τὴν ἁπλὴ καὶ εὐπρεπῆ σοβαρότητα ἀπὸ τὴν σοβαροφάνεια καὶ ἰδία τὴν κατήφεια, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ πρόκληση καὶ περιφρόνηση πρὸς τὸ περιβάλλον. «Ἔθιζε σεαυτὸν εἶναι μὴ σκυθρωπὸν ἀλλὰ σύννουν, δι’ ἐκεῖνο μὲν αὐθάδης διὰ δὲ τοῦτο φρόνιμος εἶναι δόξεις». Νὰ συνηθίζης δηλαδή, νὰ μὴν εἶσαι σκυθρωπός, κατσουφιασμένος, σκοτεινός, ἄγριος, ἀλλὰ σκεπτικός, σοβαρός, διότι διὰ μὲν τὸ πρῶτο κινδυνεύεις νὰ θεωρηθῇς αὐθάδης, ἐνῷ διὰ τῆς σοβαρότητος θὰ φανὴς φρόνιμος, λογικός, μετρημένος.

Ὑπάρχει ἑπομένως, ἡ ἁπλὴ καὶ εὐπρεπὴς σοβαρότητα καὶ ἡ σοβαροφάνεια, ἡ ὁποία ἀποσκοπεῖ στὴ δημιουργία ἐντυπώσεων, στὴν αὔξηση τοῦ γοήτρου μας, γι’ αὐτὸ ὁ σοβαροφανὴς φέρεται διαφορετικὰ κατὰ περίπτωση. Ἂν βρεθῇ σὲ περιβάλλον σοβαρὸ παριστάνει τὸν σοβαρό, ἂν βρεθῇ σὲ περιβάλλον εὐτράπελο ξεπερνάει τοὺς εὐτράπελους. Ὁ Μέγας Ναπολέων τὴν ἀλήθεια αὐτὴ τὴν ἀπαθανάτισε μὲ τὴν φράση: «Ὅλοι οἱ διάσημοι ἄνδρες χάνουν ἀπὸ πλησίον». Καὶ ὁ Κολοκοτρώνης εἶπε σχετικὰ κάποτε: «Καλύτερα νὰ μᾶς ἀκοῦνε παρὰ νὰ μᾶς βλέπουνε».

Ἡ πρεσβυτέρα ἑπομένως πρέπει νὰ διαθέτη τὴν πρώτη, τὴν ἁπλὴ καὶ εὐπρεπῆ σοβαρότητα, γιατί εἶναι ἀληθινὴ μὲ τὸν ἑαυτό της, γιατί δὲν χρειάζεται τὸ γόητρο, τὴν ἐπιρροή. Πλησιάζει τὸν συνάνθρωπο μὲ ἁπλότητα χωρὶς περιέργεια. Ἐργάζεται, δὲν περιεργάζεται. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Β πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή του λέει: «ἀκούομεν γὰρ τινας περιπατοῦντας ἐν ὑμῖν ἀτάκτως μηδὲν ἐργαζομένους ἀλλὰ περιεργαζομένους». Περιεργάζομαι σημαίνει κουτσομπολεύω, ξομπλιάζω, κόβω καὶ ράβω, διαδίδω ψευδεῖς πληροφορίες γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων.

Ἂν ἡ πρεσβυτέρα ξομπλιάζη, ἂν εἶναι ξομπλιάστρα, φυσικὸ καὶ εὔλογο εἶναι νὰ προκαλῆ τὴν ἀπέχθεια τῶν ἄλλων. Δὲν μποροῦμε νὰ φερόμαστε μὲ ἐπιπολαιότητα. Τὰ ἐπίπλαστα καὶ ἐπιφανειακά τα ἀντιλαμβάνονται οἱ ἄλλοι, ὅσο καὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ κρυφτοῦμε. Ὁ σοφὸς Χίλων ὁ Λακεδαιμόνιος ἔλεγε: «Τὸν τὰ ἀλλότρια περιεργαζόμενον μίσει». Καὶ ὁ Δημόκριτος: «Αἰσχρὸν τὰ ὀθνεία πολυπραγμονέοντα, ἀγνοεῖν τὰ οἰκήϊα», δηλαδή, εἶναι ντροπὴ γιὰ κεῖνον, ποὺ ἐνῷ ἀσχολεῖται μὲ τὰ ξένα πράγματα ἀγνοεῖ τὰ κατ’ αὐτόν, τὰ δικά του. Ὁ δὲ Πλούταρχος λέει: «Τοὺς τὰ οἰκεῖα σεμνύνοντας οὐκ ἐνοχλήσει τὰ τῶν πλησίων», αὐτοὶ ποὺ ἀποδίδουν τὴν δέουσα ἀξία στὰ δικά τους πράγματα δὲν θὰ ἐνοχληθοῦν ἀπὸ τὰ ξένα.

Γνωρίζει ἡ πρεσβυτέρα ὅτι «ἕκαστος ἄνθρωπος δύο πήρας φέρει, τὴν μὲν ἔμπροσθεν τὴν δὲ ὄπισθεν• γέμει δὲ κακῶν ἑκατέρα ἀλλ’ ἡ ἔμπροσθεν ἀλλοτρίων γέμει ἡ δὲ ὄπισθεν τῶν αὐτοῦ τοῦ φέροντος. Καὶ διὰ τοῦτο οἱ ἄνθρωποι τὰ μὲν ἑαυτῶν κακὰ οὐχ ὁρῶσι τὰ δὲ ἀλλότρια πάνυ ἀκριβῶς θεῶνται». Πῆρα εἶναι ὁ σάκκος. Δὲν ὑπάρχει, μᾶς λέει ὁ Αἴσωπος, ἄνθρωπος χωρὶς ἐλαττώματα καὶ πάθη, μόνο ποὺ ὁ καθένας δὲν βλέπει τὰ δικά του, γιατί εἶναι στὸ σάκκο ποὺ βρίσκεται στὴν πλάτη, βλέπουμε ὅμως τῶν ἄλλων, γιατί εἶναι στὸ σάκκο ποὺ βρίσκεται μπροστά μας.

Πὼς θὰ ἐμπιστευθοῦν οἱ ἐνορῖτες τὴν πρεσβυτέρα, ἂν γνωρίζουν ὅτι ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ προβλήματά τους, τὰ ἐλαττώματά τους, τὰ οἰκογενειακά τους, μόνο ἀπὸ περιέργεια γιὰ νὰ διασκεδάση ἡ ἴδια τὰ δικά της ἡ νὰ ἐξουθενώση τὴν προσωπικότητά τους; Οὔτε καὶ τὸν ἱερέα ἐμπιστεύονται σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση, γιατί φοβοῦνται ὅτι ὁ ἱερέας θὰ τὰ συζητήση μὲ τὴν πρεσβυτέρα.

Ἀντίθετα, ἂν γνωρίζουν ὅτι αὐτὰ θὰ γίνουν ἀντικείμενο προσευχῆς, ὅτι θὰ ἀκούσουν λόγο παραμυθητικό, παρηγοριᾶς λόγο, τότε ὄχι μόνο θὰ τὴν πλησιάζουν, ἀλλὰ καὶ θὰ ἀποζητᾶνε τὴν παρουσία της, τὴν συναναστροφή της, κι ἔτσι θὰ βρίσκη πάντα τρόπο νὰ προσφέρη ἁπλά, χωρὶς πολλὰ λόγια, τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ γιὰ καταρτισμὸ πνευματικό.

Ἡ σοβαρότητα ἑπομένως συνεπάγεται καὶ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν φρονιμάδα, τὴν μετριοφροσύνη, τὴν σύνεση, τὴν διακριτικότητα, τὴν σωφροσύνη παντοῦ ὅπου βρισκόμαστε νὰ εἴμαστε «πόλις ἐπάνω ὅρους κειμένη» καὶ λυχνία ποὺ φωτίζει.

Ἐξίσου ὅμως σημαντικὸ καὶ συνταιριασμένο μὲ τὴν σοβαρότητα εἶναι καὶ τὸ ἑπόμενο χαρακτηριστικὸ γνώρισμα: ἡ ἐχεμύθεια, ποὺ σημαίνει σιωπή, σιγὴ καὶ παράγεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ἐχεμυθέω, ἔχω καὶ μῦθος, ποὺ σημαίνει λόγος, δηλαδὴ κρατῶ ἐν ἐμαυτῷ τὸν λόγον. Ἐχέμυθος, λοιπόν, εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν μεταδίδει τὸ μυστικὸ ποὺ σ’ αὐτὸν καὶ μόνον ἐμπιστεύθηκε κάποιος. Στὴ Σοφία Σειράχ μας παραδίδεται: «Ἀκήκοας λόγον, συναποθανέτω σοι». Ἄκουσες λόγο, νὰ πεθάνη μαζί σου. Κι ὁ σοφὸς Περίανδρος λέει: «Λόγων ἀπορρήτων ἐκφορὰν μὴ ποιοῦ», νὰ μὴ μεταφέρης λόγια ἀπόρρητα. Κι ὁ Ἰσοκράτης στὴν πρὸς Δημόνικον ἐπιστολή του πάλι συμβουλεύει: «Μᾶλλον τήρει τὰς τῶν λόγων ἡ τὰς τῶν χρημάτων παρακαταθήκας. Δεῖ γὰρ τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας τρόπον ὅρκου πιστότερον φαίνεσθαι παρεχομένους», δηλαδὴ νὰ φυλάσσης μὲ περισσότερη προσοχὴ τὸ μυστικὸ μᾶλλον παρὰ τὰ χρήματα ποὺ σοῦ ἔχουν ἐμπιστευθῇ, διότι πρέπει ὁ διακεκριμένος ἄνθρωπος νὰ ἐμπνέη ἐμπιστοσύνη διὰ τῶν πράξεών του καὶ τῆς ἐν γένει συμπεριφορᾶς του καὶ διαγωγῆς, παρὰ διὰ τοῦ ὅρκου. Ὅμως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στὸν κατὰ Ἰουδαίων λόγον του μᾶς λέγει ἀκριβῶς ποιά μυστικὰ πρέπει νὰ κρατᾶμε. «Διὰ τοῦτο παραινῶ τὰς φήμας αὔξειν ἐκείνας αἱ τὰ ἡμέτερα αἴρουσι πράγματα καὶ μεγάλα ποιοῦσι φαίνεσθαι», νὰ διαδίδουμε καὶ νὰ μεγαλοποιοῦμε τὶς φῆμες ποὺ ἀφοροῦν σὲ μᾶς, νὰ ἔχουμε δηλαδὴ αὐτομεμψία. «Ἀλλὰ μὴ ἐκείνας αἱ τοῦ κοινοῦ τῶν ἀδελφῶν καταχέουσι ὄνειδος» κι ὄχι ἐκεῖνες ποὺ διασύρουν καὶ εἶναι ντροπὴ γιὰ τὰ ἀδέλφια μας. «Καὶ ἂν μὲν ἀκούσωμέν τι χρηστὸν εἰς πάντας ἐκφέρωμεν», ἂν ἀκούσουμε κάτι καλὸ νὰ τὸ μεταφέρουμε σὲ ὅλους.

Ἐδῶ θὰ θυμηθοῦμε λίγο τὴν ἐντολὴ ποὺ ἔδινε ὁ Κύριός μας μετὰ ἀπὸ κάποια θαύματα ποὺ ἔκανε «Μηδενὶ μηδὲν εἴπητε ἡ μηδενὶ εἴπητε τὸ γεγονός». Ἦταν δυνατὸν ὅμως νὰ μείνη ποτὲ κρυφὸ τὸ θαῦμα;

Κι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος συνεχίζει: «Ἂν δὲ τί φαῦλον καὶ πονηρὸν παρ’ ἑαυτοῖς κατακρύψωμεν καὶ ὅπως ἀνέλωμεν αὐτὸ πάντα ποιήσωμεν». Ἄν, δηλαδή, ἀκούσουμε κάτι φαῦλο καὶ πονηρὸ νὰ τὸ κρύψουμε βαθειά μας καὶ νὰ κάνουμε τὰ πάντα γιὰ νὰ τὸ ἐξαλείψουμε. Στὴ συνέχεια μᾶς ὑποδεικνύει καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ τὸ πετύχουμε. «Καὶ νῦν τοίνυν περιέλθωμεν, πολυπραγμονήσωμεν, ἴδωμεν τοὺς πεσόντας κἂν εἰς οἰκίαν δέη εἰσελθεῖν μὴ κατοκνήσωμεν». Καὶ τώρα ἂς περιέλθουμε, ἂς ἀσχοληθοῦμε διεξοδικὰ νὰ δοῦμε τους πεσόντας-τους ἁμαρτήσαντες-ἀκόμα κι ἂν χρειαστῇ νὰ μποῦμε καὶ στὸ σπίτι τους νὰ μὴ διστάσουμε. «Εἰ δὲ ἄγνωστος εἴη καὶ μηδαμόθεν σοὶ προσήκων ὁ πεπτωκώς, περιέργασαι καὶ πολυπραγμόνησον τίνα ἔχει φίλον ἡ ἐπιτήδειον καὶ τίνι μάλιστα πείθεται κακεῖνον λαβῶν εἴσελθε εἰς τὴν οἰκίαν, μὴ αἰσχυνθῇς μηδὲ ἐρυθριάσης». Κι ἂν σοῦ εἶναι ἄγνωστος ὁ πεπτωκὼς καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τὸν πλησιάσης νὰ περιεργασθῇς καὶ νὰ ἀσχοληθῇς νὰ μάθης ποιόν ἔχει φίλο καὶ κάνει παρέα καὶ σὲ ποιόν πείθεται, καὶ ἀφοῦ πάρης αὐτὸν νὰ μπὴς στὸ σπίτι του καὶ νὰ μὴ ντραπῇς, οὔτε νὰ κοκκινίσης. «Εἰ μὲν γὰρ χρήματα εἰσήεις αἰτήσων ἡ χάριν τινὰ ληψόμενος παρ’ αὐτοῦ εἰκὸς ἢν αἰσχύνεσθαι, εἰ δὲ ὑπὲρ τῆς ἐκείνου σωτηρίας τρέχεις, ἡ τῆς εἰσόδου πρόφασις ἁπάντων ἀπαλλάττει σὲ τῶν ἐγκλημάτων». Γιατί, ἂν μπὴς στὸ σπίτι του γιὰ νὰ τοῦ ζητήσης χρήματα ἡ κάποια χάρη φυσικὸ εἶναι νὰ ντρέπεσαι, ἂν ὅμως τρέχης γιὰ τὴ σωτηρία του, τότε ἡ πρόφαση τῆς εἰσόδου στὸ σπίτι του σὲ ἀπαλλάσσει ἀπὸ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα.

Ἔχουμε ἐδῶ, λοιπόν, τὸν χρυσὸ κανόνα συμπεριφορᾶς. Ὅ,τι ἐνδιαφέρει περισσότερο εἶναι ἡ σωτηρία ἡ δική μας καὶ τῶν ἄλλων. Ἂν αὐτὸ ἔχουμε ὡς σκοπὸ καὶ στόχο τῆς ζωῆς μας, τότε ἡ καρδιά μας θὰ μᾶς πληροφορῇ ποιά μυστικὰ πρέπει νὰ κρατᾶμε, γιὰ νὰ μὴ διασύρουμε τὸν ἀδελφό μας.

Ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος εἶπε: «Ἐκ τοῦ πλησίον ἐστὶν ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος. Ἐὰν γὰρ κερδήσωμεν τὸν ἀδελφόν, τὸν Θεὸν κερδαίνομεν, ἐὰν δὲ σκανδαλίσωμεν τὸν ἀδελφὸν εἰς Χριστὸν ἁμαρτάνομεν».

Ὁ Ἀββᾶς Ἀπολλὼ εἶπε: «Εἶδες τὸν ἀδελφόν σου εἶδες Κύριον τὸν Θεόν σου»

Ἄριστο παράδειγμα ἐχεμύθειας εἶναι ὁ Ἅγιος Διονύσιος... Ἡ σοβαρότητα καὶ ἡ ἐχεμύθεια εἶναι στάση ζωῆς.

Πὼς θὰ ἀποκτήσουμε καὶ θὰ καλλιεργήσουμε τὴν σοβαρότητα καὶ τὴν ἐχεμύθεια;

Ἂν δὲν ἔχουμε ἀσκηθῇ καὶ δὲν ἔχουμε λάβει τὴν κατάλληλη ἀγωγὴ ἀπὸ τὴν μικρή μας ἡλικία εἶναι δύσκολο, γιατί ὅπως λέγει ὁ Ν. Καβάσιλας «Οἱ ἀρετὲς εἶναι κατάπαυση τοῦ νοῦ καὶ τῆς βουλήσεως καὶ κοινωνία θείας ζωῆς». Χρειάζεται ἑπομένως μεγαλύτερος καὶ σκληρότερος ἀγῶνας νὰ ἐκπέμπουμε τὸ συριστικό σου- σου ἡ σούτ, γιὰ νὰ ἐκφοβίζουμε καὶ νὰ ἀποδιώχνουμε τὰ ἄγρια πτηνὰ τῶν λογισμῶν, νὰ ἀποφεύγουμε τὸ κουτσομπολιὸ καὶ στὴ θέση τῶν ὑπονοιῶν καὶ κακῶν λογισμῶν νὰ βάζουμε καλοὺς λογισμούς.

Ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος μᾶς δίνει ἕνα πρακτικό, ἁπλὸ ἀλλὰ χαρακτηριστικὸ τρόπο μὲ ἕνα παράδειγμα: «Συμβαίνει νὰ στέκεται κανεὶς κάπου τὴ νύχτα καὶ περνᾶνε ἀπὸ μπροστά του τρεῖς ἄνθρωποι. Ὁ ἕνας βάζει στὸ νοῦ του ὅτι στέκεται ἐκεῖ καὶ περιμένει κάποιον γιὰ νὰ πάη νὰ πορνεύση. Ὁ ἄλλος τὸν θεωρεῖ κλέφτη καὶ τὸ τρίτος σκέπτεται ὅτι ἔχει φωνάξει ἕναν φίλο του ἀπὸ τὸ διπλανὸ σπίτι καὶ τὸν περιμένει νὰ κατεβῇ γιὰ νὰ πᾶνε νὰ προσευχηθοῦν. Νὰ λοιπὸν καὶ οἱ τρεῖς εἶδαν τὸν ἴδιο ἄνθρωπο στὸν ἴδιο τόπο, ἀλλὰ δὲν ἔκαναν τὴν ἴδια σκέψη. Ἐὰν ἐμεῖς ἀγωνιζόμαστε νὰ ἀνήκουμε στὴν τρίτη κατηγορία σημαίνει ὅτι ἀγαπᾶμε τοὺς συνανθρώπους μας γιατί «ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τὸ κακόν, πάντα στέγει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει».

Εἴπαμε παραπάνω ὅτι ἡ πρεσβυτέρα ἐργάζεται δὲν περιεργάζεται. Ἐργάζεται πνευματικὰ γιὰ τὸν ἑαυτό της, τὴν οἰκογένειά της, τὴν ἐνορία, τὴν κοινωνία. Ποὺ θὰ βρῇ ἑπομένως χρόνο νὰ ἀσχοληθῇ μὲ τὰ ἐλαττώματα, τὰ παραπτώματα, τὶς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων, νὰ τὰ διακινήση καὶ νὰ τὰ κοινοποιήση;

Τὸ ταπεινὸ φρόνημα καὶ ἡ αὐτομεμψία θὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ βλέπουμε τοὺς ἄλλους ὡς συνετούς, χαριτωμένους, ἐνῷ τοὺς ἑαυτούς μας χειρότερους ἀπὸ ὅλους. Κι ἂν ἔχουμε κάτι καλὸ αὐτὸ δὲν εἶναι δικό μας, εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Χριστοκεντρικότητα ἐπίσης θὰ μᾶς βοηθήση πολύ... Τὰ μυστήρια καὶ ἡ ἄσκηση ὑποβοηθοῦν, νοηματίζουν καὶ ὁδηγοῦν εὐχαριστιακὰ στὸ Χριστό, «τὸ τέλος τῶν πάντων».

Κάθε προσπάθεια γιὰ ἀπόκτηση ἀρετῆς ποὺ ἀποσυσχετίζεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἀποβῇ στατικό, ἐξωτερικό, ἄκαρπο, ἐφήμερο καὶ ἀνόητο πόνημα. «Ἀνόητον εἰ μὴ διὰ Χριστὸν δικαιοσύνην ἐργάζεσθαι καὶ δι’ Αὐτοῦ», λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.

«Ὅλα λοιπὸν γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ

νάτο τὸ μεγάλο σύνθημά μας

ὅλα γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ

ἀπ’ τὰ πρῶτα χρόνια ὡς τὰ στερνά μας».–

  • Προβολές: 2636