Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὁ «ἄληπτος λόγος καὶ ἑνωτικὸς» (Β)
(συνεχίζεται ἀπὸ τὸ προηγούμενο)
3. Ἡ ἄποψη τοῦ Ἰωσὴφ Βρυεννίου γιὰ τὴν ἕνωση
Ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως, δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς ἀνθενωτικός, ἀφοῦ σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν ἕνωση. Ἂν διαβάση κανεὶς ὅλα τὰ κείμενά του, θὰ διαπιστώση ὅτι ποθοῦσε τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Θὰ παρατηρήση ἀκόμη κανεὶς ὅτι ὁ μεγάλος διδάσκαλος ὄχι μόνον διακρινόταν γιὰ τὴν θεολογική του γνώση, ἀλλὰ διέθετε καὶ τὴν ἀρετὴ τῆς διάκρισης, μποροῦσε νὰ διακρίνη μεταξὺ ἀκριβείας καὶ οἰκονομίας, ὅση οἰκονομία του ἐπιτρεπόταν νὰ κάνη σὲ δογματικὰ ζητήματα.
Στὰ ἔργα του ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι ἕνας κατὰ τὴν φύση Του, συνέστησε κατ' ἀρχὰς στὸν οὐρανὸ μία Ἐκκλησία ἀγγέλων, ἕναν παράδεισο ἐφύτευσε καὶ ἕναν ἄνθρωπο ἔπλασε. Μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ἐπῆλθε ἡ ἕνωση τῶν πάντων στὸ Σῶμα Του καὶ ἔτσι μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία, γιατί ἕνα εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. «Ἡ ἀκροτάτη ἕνωσις» πραγματοποιεῖται εἰς «τὴν μίαν ἐν οὐρανοῖς ἐκκλησίαν», στὴν ὁποία ὁ Χριστὸς «σύνεστι τοῖς ἁγίοις». Ὅμως, ὁ Χριστὸς ἄφησε στὴν γῆ τὶς Ἐκκλησίες, στὶς ὁποῖες τὸν τόπο Του κατέχουν οἱ ὀρθόδοξοι ἀρχιερεῖς «ὤν πρῶτος ἐν τοῖς ζῶσιν ὁ νῦν οἰκουμενικός», ὁ ὁποῖος συνάπτει στὴν ἑνότητα τῆς πίστεως «ἅπαντας ὅσον αὐτῷ δυνατόν».
Βεβαίως, ὑπάρχει ἡ τραγικὴ πραγματικότητα τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων, ὅταν μερικὲς Τοπικὲς Ἐκκλησίες ἀποχωρίζονται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ γι' αὐτὸ πρέπει νὰ γίνεται προσπάθεια γιὰ τὴν ἕνωση, τὴν ὁποία ἐννοεῖ ὡς ἐπιστροφὴ τῶν πεπλανημένων, καὶ δὴ τῶν Λατίνων στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῶν Ρωμαίων. Ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος ὑπῆρξε σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ ἀγωνιστὴς αὐτῆς τῆς ἑνώσεως τὴν ὁποία θεωροῦσε «δευτέραν οἰκονομίαν». Ἡ πρώτη οἰκονομία εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν ὁποία θεώθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση καὶ ἑνώθηκε μὲ τὴν θεία καὶ ὅλοι ἑνώθηκαν μὲ τὸν Χριστό, καὶ ἡ δεύτερη οἰκονομία εἶναι ἡ ἐπαναφορὰ ὅλων των πεπτωκότων στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Μέσα σὲ αὐτὰ τὰ πλαίσια κάνει λόγο γιὰ τὴν ἕνωση. Ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος γνωρίζει τὴν ὀρθόδοξη θεολογία, καὶ στὰ ἔργα του, ὅπως παρατηρεῖ κανείς, κάνει λόγο καὶ γιὰ τὴν ἀκρίβεια καὶ τὴν οἰκονομία. Δηλαδή, ὅπου εἶναι δυνατὸν προσπαθεῖ νὰ οἰκονομήση τὰ πράγματα, καὶ νομίζω ὅτι στὸ σημεῖο αὐτὸ φαίνεται κυρίως ὁ «ἄληπτός καὶ ἑνωτικὸς λόγος» του. Γιατί, θὰ ἦταν ἀδύνατον ἕνας τέτοιος σοφὸς καὶ ἅγιος ἀσκητής, νὰ πιστεύη ὅτι ἡ ἕνωση θὰ ἐπιτυγχανόταν μόνο μὲ συλλογισμοὺς καὶ μὲ λογικὰ ἐπιχειρήματα σὲ ἕνα θεωρητικὸ ἐπίπεδο. Οἱ συλλογισμοὶ ἦταν ἀπαραίτητοι γιὰ τοὺς Λατίνους ποὺ ἔδιναν μεγάλη σημασία σὲ αὐτούς, ἀφοῦ εἶχαν ἀναπτύξει τὴν σχολαστικὴ θεολογία, καὶ θὰ τοὺς παρακινοῦσαν νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν πλάνη τους γιὰ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ.
Θὰ δοῦμε μερικὰ συγκεκριμένα σημεῖα, γιὰ νὰ διαπιστώσουμε πὼς ἔβλεπε τὴν ἕνωση ὁ μεγάλος αὐτὸς διδάσκαλος καὶ ὁμολογητὴς τῆς πίστεως τοῦ ὁποίου ὁ λόγος εἶναι ἀποδεκτὸς καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν πλέον ἀπαιτητικὸ Χριστιανό.
α) Ἀληθὴς ἕνωση
Ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος ἤθελε τὴν ἕνωση κυρίως ἀπὸ χριστιανικῆς καὶ ὄχι τόσο ἀπὸ πολιτικῆς πλευρᾶς, γιατί ἔβλεπε τὴν τραγικότητα τῆς καταστάσεως. Στὸν «συμβουλευτικὸν λόγον περὶ τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν», ἐπικαλούμενος τὸν Θεὸ ὡς μάρτυρα, διαβεβαιώνει ὅτι γιὰ τὴν ἕνωση ἀγωνίζεται. Λέγει: «Καὶ μὲ μηδεὶς ὑποπτεύση των ὑπ' ἐμοῦ λαλουμένων ἄλλο τί φρονεῖν, ἀλλὰ τὰ τὴν ἕνωσιν τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας ράστα ποιήσονται...».
Στὴν ἐποχή του ἐπικρατοῦσε ἡ ἄποψη τῶν Λατίνων καὶ λατινοφρόνων ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι θὰ μποροῦσαν νὰ διαφυλάξουν ἀπαράτρεπτα τὰ δόγματά τους καὶ τὶς γραπτὲς καὶ ἄγραφες παραδόσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ νὰ ὁμολογήσουν ὅτι ὅλα τὰ δικά μας «καὶ πατροπαράδοτα καὶ ἅγια εἶναι», «πλὴν ἐν τοῦτο καὶ μόνον παρ’ ἡμῶν ἀπαιτοῦσι, τὸ μνημονεύειν τὸν Ρώμης ὡς ἅγιον ἐν ταῖς ἁγίαις ἡμῶν τελεταῖς». Δηλαδή, ἐπέτρεπαν οἱ Λατῖνοι στοὺς Ὀρθοδόξους νὰ διατηρήσουν ὅλα τὰ δόγματά τους, ἀρκεῖ μόνον νὰ μνημονεύουν τὸν Πάπα. Αὐτὸ ἐπιχείρησαν νὰ κάνουν καὶ στὴν Κύπρο καὶ ἀντέδρασε ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος.
Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος δὲν κάνει λόγο γιὰ ἕνωση τῶν Ὀρθοδόξων μὲ τοὺς Λατίνους, ἀλλὰ γιὰ ἕνωση καὶ ἐπαναφορὰ τῶν Λατίνων στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἀποβάλουν καὶ διορθώσουν τὴν προσθήκη τοῦ Filioque ἀπὸ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἐρωτᾶ: «τούτῳ τῷ τρόπῳ σκέπτεσθε (ἐννοεῖ τοὺς Λατίνους) δῆθεν ἡμῖν ἑνωθῆναι, τῆς προσθήκης ἀδιορθώτου μενούσης, καὶ ἁπάντων ἀμετατρέπτων, α τὸ μακρὸν καὶ ἐπάρατον σχίσμα προυξένησεν;». Ἀλλὰ μὲ μιὰ τέτοια νοοτροπία τῶν Λατίνων οὔτε διόρθωση γίνεται οὔτε ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Μᾶλλον θὰ εἶναι χειρότερο σχίσμα ἀπὸ τὸ προηγούμενο «καὶ διαίρεσις, καὶ κατατομή, καὶ ἀπάτη καὶ ἡμῶν πρὸς ὑμᾶς προφανὴς συγκατάβασις, καὶ πρὸς βρόχον δεσμός, καὶ ἀπαγωγὴ καὶ κατάγνωσις τῶν ἁγίων Πατέρων, καὶ οὐδὲν ὑγιές». Καὶ καταλήγει μὲ ἕνα ἐπιγραμματικὸ τρόπο: «Πὼς γὰρ ἕνωσις ἔσται ὑμῖν, μυρίων μεσεμβολούντων δογμάτων ἡμῶν μεταξύ;».
Ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος δὲν δέχεται μέσες καταστάσεις καὶ λύσεις, γιατί αὐτὸ τὸ θεωρεῖ ἀπάτη καὶ ἀσθένεια. Ἡ ἀληθινὴ ἕνωση πρέπει νὰ γίνη μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῶν δογμάτων τῆς πίστεως.
β) Τὸ Filioque
Τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο γιὰ τὴν ἕνωση εἶναι ἡ αἵρεση τοῦ Filioque, ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἀπὸ τὸν Υἱό, ὁπότε καταργοῦνται τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ὑποβιβάζεται τὸ Πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος συνέταξε πολλοὺς λόγους «περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος», στοὺς ὁποίους ἀναφέρεται στὴν αἵρεση τῶν Λατίνων μὲ τὸ Filioque.
Εἶναι σημαντικὸ ὅτι στὸν «συμβουλευτικὸν λόγον περὶ τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν» γράφει ὅτι διψοῦσε νὰ παραστῇ στὴν Σύνοδο ποὺ προετοιμαζόταν νὰ γίνη «καὶ τῶν τότε λεγομένων, ἀκούειν, καὶ ὁρᾶν τα γινόμενα, καὶ τὴ ἀληθεία συνηγορεῖν». Ἐπειδή, ὅμως, ἔβλεπε τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ποὺ θὰ συνέβαινε, ἴσως πρὶν τὴν σύγκληση τῆς Συνόδου, λέγει «τὸν τηνικαύτα ἐσόμενον πατριάρχην ἡμῶν, ταύτην ἀφ’ ἑαυτοῦ τελευταίαν τὴν γνώμην πρὸς τὴν σύνοδον οὕτως εἰπεῖν ἀξιῶ». Ἄφηνε παρακαταθῆκες γιὰ τὸ πὼς θὰ πρέπη νὰ χειρισθοῦν τὰ θέματα καὶ ἀπὸ αὐτὸ φαίνεται πόσο μεγάλο κῦρος εἶχε ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος.
Ἡ συμβουλή του ὡς πρὸς τὸ θέμα τοῦ Filioque ἦταν νὰ ἐπιλέξουν μεταξὺ τριῶν προτάσεων ποὺ τίθενται κατὰ ἱεραρχικὴ τάξη.
Ἡ πρώτη εἶναι «κατ’ εὐδοκίαν Θεοῦ γενομένη» ποὺ εἶναι καὶ «ἡ πρώτη καὶ σωτήριος καὶ κρείττων γνώμη». Θὰ πρέπη νὰ γίνη ἀποδεκτὴ ἡ διδασκαλία τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ νὰ ἀπαλειφθῇ ἀπὸ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ἡ φράση «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (Filioque) ποὺ προκάλεσε τέτοια ἀναστάτωση στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. «Εἶτα οὔτε προσθήκη ἐστὶν αὕτη, οὔτε ἐναλλαγή, οὔτε ἀφαίρεσις, ἀλλὰ τοῦ πατροπαραδότου μόνου τήρησις ἀπαράβατος».
Ἡ δεύτερη πρόταση εἶναι «καθ’ ἡμετέραν οἰκονομίαν ἐνεργουμένην». Σύμφωνα μὲ αὐτὴν θὰ πρέπη νὰ ἀντικατασταθῇ ἀπὸ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως τῶν Λατίνων ἡ συλλαβὴ «ΕΚ» μὲ τὴν συλλαβὴ «ΔΙΑ» «καὶ πάντα εὐθὺς λυθήσεται τὰ δεινά». Δηλαδή, ἐνῷ οἱ Λατῖνοι ὁμολογοῦν στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται «ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ» νὰ γραφῆ ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται «ἐκ τοῦ Πατρὸς διὰ τοῦ Υἱοῦ».
Καὶ ἡ τρίτη πρόταση, ἐὰν δὲν προτιμηθοῦν οἱ δύο προηγούμενες, εἶναι ἡ «κατὰ συγχώρησιν ἄλλως, ἐπ’ ἐλπίδι τελείας ἑνώσεως πραττομένη». Ἡ κατὰ συγχώρηση αὐτὴ λύση συνίσταται στό, ἐὰν δὲν διαγραφῆ τὸ Filioque ἀπὸ τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως, νὰ γίνη ἀποδεκτὴ ἀπὸ τοὺς Λατίνους ἡ ὀρθόδοξη ἑρμηνεία. Δηλαδή, θὰ πρέπη νὰ γραφῆ ἕνας τόμος στὸν ὁποῖο θὰ ὑπάρχη ὅρος ποὺ θὰ ὑπογραφὴ ἀπὸ τοὺς Λατίνους ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ὑποστατικὼς ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ὅτι δοξάζουμε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα «οὐσιωδῶς ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ», ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὑπάρχει ἀπὸ τὴν οὐσία τῶν ἄλλων Προσώπων, καὶ ὅτι στὴν κτίση χορηγεῖται «ἐκ τοῦ Πατρὸς δι’ Υἱοῦ κατ' ἐνέργειαν». Στὴν πραγματικότητα ἐδῶ ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος χρησιμοποιεῖ τὴν πατερικὴ διδασκαλία περὶ τῆς ὑπαρκτικῆς (κατ' οὐσίαν) ἐκ μόνου τοῦ Πατρὸς προαιωνίου ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῆς κατ ἐνέργειαν ἐν χρόνῳ ἀποστολῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ διὰ τοῦ Υἱοῦ.
Φαίνεται ἐδῶ πὼς ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος, ὁ ἀκραιφνὴς θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, γνωρίζει νὰ οἰκονομῇ τὰ πράγματα μέχρι τὸ σημεῖο ποὺ οἰκονομοῦνται, χωρὶς νὰ ἀλλοιώνεται τὸ δόγμα, γιὰ τὸ καλὸ τῆς Ἐκκλησίας.
γ) Τὰ μυστήρια
Ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος θεωρεῖ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ πραγματικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν ὁποία τελοῦνται τὰ μυστήρια, ἀλλὰ σὲ ἐπιστολή του φαίνεται ὅτι ἀντιμετωπίζει καὶ τὸ θέμα τῶν μυστηρίων τῶν Λατίνων. Συγκεκριμένα, γράφοντας πρὸς τὸν εὐλαβέστατο καὶ λογιώτατο ἱερέα Νικήτα Μυρσιδιώτη, στὴν Ρόδο, καὶ ἀπαντῶντας σὲ σχετικὲς ἐρωτήσεις του, συσχετίζει τὰ τελούμενα μυστήρια ἀπὸ τοὺς Λατίνους μὲ τὰ τελούμενα μυστήρια ἀπὸ τοὺς καθηρημένους Κληρικούς. Ὅπως εἶναι ἐνδεχόμενο οἱ καθηρημένοι ὀρθόδοξοι Κληρικοὶ νὰ τελέσουν μυστήρια τὰ ὁποῖα ἀναγνωρίζονται συγκαταβατικῶς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἔτσι καὶ οἱ Λατῖνοι Κληρικοὶ εἶναι καθηρημένοι, πρὸ πάντων δὲ ὁ Πάπας, ἀλλὰ τὰ μυστήρια ποὺ τελοῦν μπορεῖ νὰ γίνουν ἀποδεκτὰ κατ οἰκονομίαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Γράφεται:
«Πρὸς πάντων πατέρων καθαιρεθέντας τοὺς τῶν Ἰταλῶν ἱερεῖς ἡγοῦ, καὶ πρὸ γὲ πάντων, τὸν ἑαυτὸν πρόκριτον (δηλαδὴ τὸν Πάπα). Τὰ μέντοι παρ’ αὐτῶν ἱερουργούμενα ἅγια, ἅγια πάντα καὶ τέλεια νόμιζε, καθάπερ ἄρα καὶ τὰ πρὸς τῶν ἐν ἡμῖν καθηρημένων τελούμενα». Τὸ πρόβλημα ποὺ τίθεται ἐδῶ εἶναι μὲ ποιό τρόπο θεωρεῖ ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος τὰ μυστήρια τῶν Λατίνων «ἅγια πάντα καὶ τέλεια» καὶ τί ἐννοεῖ μὲ αὐτὴν τὴν ἔκφραση. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ ἐκθέτει τὶς ἀπόψεις του σὲ διάφορα ἐρωτήματα, ποὺ τοῦ ἐτέθησαν, «ἀνεπεργάστως» καὶ «ὅσον οἷον τε κατὰ σύνοψιν» καὶ ἔτσι δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε ἀναλυμένη τὴν ἄποψή του.
Πράγματι εἶναι περίεργος αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Ἰωσὴφ Βρυεννίου, ὅτι δηλαδὴ ὅλα τὰ μυστήρια τῶν Λατίνων εἶναι «ἅγια καὶ τέλεια», ἀφοῦ ἦταν ὁμολογητὴς τῆς πίστεως καὶ δὲν ἐπρόκειτο νὰ κάνη συμβιβασμὸ στὴν πίστη, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ ἄλλα κείμενά του καὶ πηγὲς καὶ ἀφοῦ ἦταν διδάσκαλος τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποκαλοῦσε τοὺς Λατίνους αἱρετικοὺς καὶ εὑρισκομένους ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας.
Συζήτησα τὸ θέμα αὐτὸ μὲ τὸν μελετητὴ τῶν ἔργων τοῦ Ἰωσήφ του Βρυεννίου, τὸν π. Ion Chivu ποὺ ἀναφέραμε καὶ πιὸ πάνω, καὶ μοῦ ἔδωσε σοβαρὲς ἐξηγήσεις ποὺ ἑρμηνεύουν τὸ θέμα αὐτό. Κατ' ἀρχὰς δὲν ἔχει εὑρεθῇ μέχρι σήμερα κάποιο ἰδιόχειρο χειρόγραφο τοῦ Ἰωσὴφ Βρυεννίου γιὰ νὰ δοῦμε καθαρὰ τὶς ἀπόψεις του στὰ διάφορα θέματα. Ἔπειτα, ἡ χειρόγραφη παράδοση τῶν ἔργων του δὲν εἶναι πλήρης. Τὰ ἐκδοθέντα ἔργα του στηρίζονται στὸν Κώδικα τῆς Βενετίας ποὺ χρονολογεῖται τὸν 15ο-16ο αἰῶνα, στὸν ὁποῖο παρατηροῦνται σημαντικὲς ἐλλείψεις, τὶς ὁποῖες συμπληρώνουν κατὰ εἰκασίαν οἱ ἐκδότες τῶν ἔργων του.
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὸν Κώδικα τῆς Βενετίας, διασώζεται καὶ ὁ Κώδικας τῆς Σόφιας, ποὺ ἐκλάπη ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Εἰκοσιφοινίσσης καὶ εἶναι ἀρχαιότερος τῆς Βενετίας, ἤτοι 14-15ο αἰῶνα. Παρατηροῦνται δὲ διαφορὲς μεταξὺ τῶν δύο κωδίκων σὲ πολλὰ σημεῖα γραφῆς. Ὅμως, ἡ συγκεκριμένη ἐπιστολὴ τοῦ Βρυεννίου πρὸς τὸν Ἱερέα Νικήτα Μυρσιδιώτη, στὴν Ρόδο, ἐνῷ περιλαμβάνεται στὸν Κώδικα τῆς Βενετίας ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸν Κώδικα τῆς Σόφιας.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ συγκρίνουμε τὴν γραφὴ τοῦ Ἰωσὴφ Βρυεννίου στὸ συγκεκριμένο σημεῖο καὶ ἔτσι εἰκάζεται ὅτι ἡ φράση ὅτι τὰ μυστήρια τῶν Λατίνων εἶναι «ἅγια πάντα καὶ τέλεια» εἶναι ἀλλοίωση τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἰωσὴφ Βρυεννίου. Δὲν ἦταν δυνατὸν ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος νὰ πιστεύη ὅτι οἱ Λατῖνοι Κληρικοὶ εἶναι καθηρημένοι, ἀλλὰ ὅλα τὰ μυστήριά τους εἶναι ἅγια καὶ τέλεια.
Λαμβάνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ θέμα αὐτό, θὰ ἤθελα νὰ κάνω μιὰ σύντομη ἀνάλυση τοῦ θέματος τοῦ βαπτίσματος ποὺ γίνεται ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας.
Στὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ στὰ πατερικὰ κείμενα γίνεται λόγος ὅτι ἡ σωτηρία ἐπιτυγχάνεται στὴν Ἐκκλησία, ὅτι συνδέονται μεταξύ τους ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ θεία Εὐχαριστία καὶ δὲν νοεῖται τὸ ἕνα ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ ἀκόμη διαγράφονται το πὼς γίνονται ἀποδεκτοὶ οἱ διάφοροι αἱρετικοί, ὅταν ἔρχονται στὴν Ἐκκλησία. Δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία ἄλλους ἀποδέχεται ὡς «ἕλληνας»- εἰδωλολάτρας, τοὺς ὁποίους καὶ βαπτίζει, καὶ ἄλλους ἀποδέχεται μὲ τὸ νὰ δίδουν «λιβέλλους» καὶ νὰ ἀναθεματίζουν «πᾶσαν αἵρεσιν μὴ φρονοῦσαν, ὡς φρονεῖ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία» καὶ στὴν συνέχεια τοὺς σφραγίζει, ἤτοι τοὺς χρίει μὲ τὸ ἅγιον Μύρον.
Ὅμως θὰ πρέπη νὰ σημειωθῇ ὅτι ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ δεχθῇ κατ’ οἰκονομία μερικοὺς αἱρετικούς, καὶ ὅταν ἡ ἴδια ἀποφασίζη, τότε τὸ βάπτισμα ἀποκτᾶ ἐγκυρότητα, καὶ ὄχι ὅτι ἀναγνωρίζει ὅτι τὰ μυστήρια ποὺ τελοῦνται ἀπὸ τοὺς καθηρημένους Κληρικοὺς εἶναι ἔγκυρα. Δηλαδή, τὸ ἄκυρο βάπτισμα ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας θεραπεύεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅταν ἡ ἴδια ἀποδέχεται τοὺς αἱρετικοὺς μὲ λίβελλο καὶ χρῖσμα, διότι ἡ Ἐκκλησία ἐκφράζει καὶ βιώνει τὸ μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ ἀληθινὴ ἔννοια τῆς οἰκονομίας. Αὐτὸ τὸ ἔκανε ἡ Ἐκκλησία κατὰ καιρούς, ὅπως τὸ καθόρισε ἡ Α Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (ἡ Κανὼν) γιὰ τὴν χειροτονία τῶν Καθαρῶν, ἡ Β Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (ζ Κανὼν) καὶ ἐπανέλαβε ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (ἰε , 95, Κανὼν) γιὰ τὸ βάπτισμα τῶν Ἀρειανών, τῶν Μακεδονιανών, τῶν Σαββατιανών, τῶν Ναυατιανών, τῶν Ἀπολλιναριστών, τῶν Νεστοριανών, Εὐτυχιανιστών, Σεβηριανὼν κ.α.
Ἄλλωστε μὲ τὴν ἀνάλυση ποὺ κάνει ὁ ἅγιος Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης φαίνεται ὅτι τὸ βάπτισμα εἶναι τὸ τέλος τῆς καθάρσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸ ἅγιον Χρῖσμα, μὲ τὴν δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἡ ἐπιβεβαίωση ὅτι ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἔχει φθάσει στὸν φωτισμό του νοός, γι’ αὐτὸ καὶ στὴν λατινικὴ γλῶσσα τὸ χρῖσμα λέγεται confirmatio.
Βέβαια, τὸ θέμα τῆς «ἀναγνωρίσεως» τῶν μυστηρίων τῶν ἑτεροδόξων, κυρίως τὸ Βάπτισμα –οὐσιαστικὰ τῆς θεραπείας καὶ τῆς ἀποδοχῆς τοῦ ἀκύρου Βαπτίσματος ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας– δὲν εἶναι ἁπλό, ἀλλὰ μεγάλο καὶ ἔχει πολλὲς παραμέτρους, ἤτοι συνδέεται μὲ τὴν δογματικὴ καὶ θεολογικὴ ἀλήθεια, ἀλλὰ καὶ τὴν κανονικὴ δομὴ τῶν διαφόρων μερίδων καὶ παρατάξεων, ὅπως ἀναλύει διεξοδικὰ ὁ Σέβ. Μητροπολίτης Ἐφέσου κ. Χρυσόστομος. Ἔτσι, τὰ ὅσα γίνονται ἔξω ἀπὸ τὸν «χῶρο» τῆς Ἐκκλησίας ἀντιμετωπίζονται μὲ τὴν ἀκρίβεια καὶ τὴν οἰκονομίαν, ὅταν κάποιος αἱρετικὸς ἡ σχισματικὸς ἀποφασίση νὰ προσέλθη στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Κατ' ἀκρίβειαν δὲν ὑπάρχουν μυστήρια ἔξω τῆς Ἐκκλησίας καὶ σὲ αὐτὸ ἀναφέρεται ὁ μς Ἀποστολικὸς Κανόνας, ἀλλὰ κατ' οἰκονομίαν ἡ Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὸ βάπτισμα, ὅταν ὑπάρχουν μερικὲς δογματικὲς καὶ κανονικὲς προϋποθέσεις, ὅπως φαίνεται στοὺς Κανόνας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ποὺ ἀναφέραμε προηγουμένως. Πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι συνήθως ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ τὴν ἀκρίβεια (ἀναβάπτιση, ἀναμύρωση, λίβελλο) σὲ περιόδους ποὺ ὑπῆρχε σφοδρὴ ἐπίθεση ἐκ μέρους τῶν Λατίνων, ὅπως κατὰ τὶς Σταυροφορίες καὶ μὲ τὴν ἐπίθεση τῶν Οὐνιτῶν, καὶ τὴν οἰκονομία (λίβελλο) σὲ περιόδους εἰρηνικῆς διαβίωσης.
Ἐπίσης, πρέπει νὰ ἐξετασθῇ «ἡ διττὴ θεώρηση τῶν ἔξω τῆς ὀρθοδοξίας μυστηρίων», δηλαδὴ ἄλλο εἶναι το «πὼς δεῖ εἰσδέχεσθαι τοὺς προσιόντας τὴ ὀρθοδοξία ἑτεροδόξους», καὶ ἄλλο εἶναι το «πὼς δεῖ ἀποδέχεσθαι (καὶ ἀναγνωρίζειν) τὰ αὐτῶν μυστήρια». Τὴν ὅλη ἐξέλιξη ἐπὶ τοῦ θέματος τῆς «εἰσδοχῆς τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν» στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἄλλοτε διὰ τῆς ἀκριβείας καὶ ἄλλοτε διὰ τῆς οἰκονομίας, ὅπως συνοπτικὰ ἀναφέραμε πιὸ πάνω, ἀναλύει μὲ ἐνάργεια ὁ ἀείμνηστος Καθηγητὴς Ἰωάννης Καρμίρης καὶ παραθέτει τὰ σχετικὰ κείμενα. Πάντως, τὸ σημαντικὸ ἐδῶ εἶναι ὅτι ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος τοὺς Λατίνους Κληρικοὺς καὶ πρὸ πάντων τὸν Πάπα τους θεωρεῖ ὡς καθηρημένους.
Στὸ βάπτισμα ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ Ρωμαίων καὶ Λατίνων, γιατί ἡ βάπτιση μὲ μιὰ κατάδυση ἀντιβαίνει στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς ἐπίσης ἀντιβαίνει στὸ ὅτι ὁ ἱερουργὸς δὲν τελεῖ ὁ ἴδιος τὸ μυστήριο, ἀλλὰ γίνεται διάκονος τοῦ Χριστοῦ στὸν ὁποῖο δανείζει τὴν χεῖρα του, γι’ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ πῇ «βαπτίζω ἐγὼ τὸν δεῖνα», ἀλλὰ «βαπτίζεται ὁ δεῖνα». Ἡ χρήση τῶν ἀζύμων στὴν θεία Λειτουργία ἀντιβαίνει στὶς διατάξεις τῶν Κανόνων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων.
Ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος κατηγορεῖ τοὺς Λατίνους διότι στὴν ἐκλογὴ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων (Ἱερωσύνη) ἐφαρμόζουν τὶς ἀρχές του «φεουδαλισμοῦ» καὶ ἔτσι οἱ Κληρικοὶ μετατράπηκαν σὲ φεουδάρχες. Βεβαίως ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος δὲν χρησιμοποιεῖ τοὺς ὅρους φεουδαλισμὸ καὶ φεουδάρχες, ποὺ εἶναι μεταγενέστεροι, ἀλλὰ ἔχει ὑπ’ ὄψη του Λατίνους Κληρικοὺς ποὺ ζοῦσαν ὡς ἱππότες μὲ ξίφη καὶ σπαθιά. Ἔτσι γιὰ τὸν Πάπα λέγει ὅτι δὲν εἶναι ἅγιος, ὅπως ἀποκαλεῖται, ἀλλὰ «ὁ καθηράμενος τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα», εἶναι ἕνας «φεουδάρχης» ποὺ ὀργανώνει πολιτικὲς σκευωρίες καὶ λαμβάνει μέρος σὲ πολεμικὲς ἐκστρατεῖες κατὰ τῶν ὁμοπίστων, ὥστε «ἀμετανοήτως παρὰ πάντα τὸ τῆς Ἱερατείας αὐτοῦ χρόνον Χριστιανικοῖς αἵμασιν χραίνεται». Ἐάν, λέγει, κάποιος ποὺ διαπράττει ἕνα ἔγκλημα ἐκβάλλεται τοῦ ἱεροῦ περιβόλου, πὼς μπορεῖ νὰ συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν ἁγίων «ὁ μυρίους δρῶν φόνους, καὶ μέγα τῷ μιάσματι ἐπιχαίρων...;».
Ἡ διδασκαλία τῶν Λατίνων γιὰ τὸ καθαρτήριο πῦρ συγγενεύει μὲ τὴν αἵρεση τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων ποὺ καταδικάσθηκε ἐμμέσως ἀπὸ τὴν Ε Οἰκουμενική Σύνοδο. Μὲ τὰ ὅσα ἐγράφησαν δὲν ἐξαντλεῖται τὸ θέμα γιὰ τὴν ἄποψη τοῦ Ἰωσὴφ Βρυεννίου γιὰ τὸν τρόπο τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ ἀναλύθηκε καὶ μάλιστα μὲ μεγάλη συντομία ὁ λόγος του γιὰ τὸν «ἄληπτον καὶ ἑνωτικὸν λόγο» μὲ τὸν ὁποῖο ἐπιθυμοῦσε νὰ ἐπιτευχθῇ ἡ πολυπόθητη ἕνωση. Σὲ κάθε θεία Λειτουργία καὶ σὲ κάθε ἀκολουθία προσευχόμαστε στὸν Θεὸ «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως». Φυσικά, αὐτὸ ἐννοεῖται ὀρθοδόξως ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι οἱ πεπτωκότες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία πρέπει νὰ ἐπιστρέψουν σὲ αὐτήν. Ἡ ἕνωση δὲν εἶναι μιὰ ἁπλὴ ἕνωση μεταξὺ διαφόρων «συνεργαζομένων σωματείων», ἀλλὰ ἑνότητα τῆς πίστεως.
Ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ ἑνότητα τῆς πίστεως, ἐννοοῦμε τὴν ἑνότητα στὶς ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ποὺ ὁριοθέτησαν τὴν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια, ἀλλὰ καὶ στὴν ἑνότητα στὸν ὀρθόδοξο ἡσυχασμό, ποὺ εἶναι ἡ βάση καὶ ἡ ἔκφραση τῶν δογμάτων. Δηλαδή, διὰ τῆς καθάρσεως τῆς καρδίας καὶ τοῦ φωτισμοῦ του νοός, ποὺ εἶναι ἡ βάση καὶ ἡ οὐσία τοῦ ἡσυχασμοῦ, ἔφθασαν οἱ Πατέρες στὴν θεωρία-ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν συνέχεια θεολόγησαν ἀπλανῶς μέσα στὴν Ἐκκλησία, διετύπωσαν αὐτὴν τὴν ἐμπειρία μὲ ὅρους γιὰ νὰ διασφαλίσουν καὶ τὸν τρόπο ποὺ φθάνει κανεὶς στὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια ποὺ βιώνει κατὰ τὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἕνωση δὲν εἶναι μιὰ συμφωνία σὲ θεωρητικὲς ἀλήθειες, ἀλλὰ κυρίως ἡ ἐπάνοδος τῆς ἡσυχαστικῆς–νηπτικής παραδόσεως. Τὸ νὰ γίνωνται μερικὲς συμφωνίες καὶ νὰ καταρτίζωνται μερικὰ κείμενα δὲν εἶναι ἐχέγγυο τῆς ἑνώσεως. Τὸ ἐχέγγυο εἶναι ἡ βίωση τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως ποὺ περιλαμβάνεται στοὺς ὅρους: κάθαρση, φωτισμός, θέωση. Μόνον οἱ ἡσυχαστὲς καὶ οἱ θεούμενοι γνωρίζουν σὲ ποιά σημεῖα θὰ ἀσκήσουν τὴν ἀκρίβεια καὶ σὲ ποιά σημεῖα θὰ κάνουν οἰκονομία.
Πέρα ἀπὸ τὰ ὀρθόδοξα καὶ σημαντικὰ ποὺ λέγει ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος γιὰ τὸν «ἄληπτο καὶ ἑνωτικὸ λόγο» θεωρῶ ὅτι ὁ πραγματικὸς τρόπος τῆς ἑνώσεως εἶναι ἡ βίωση τοῦ ἡσυχασμοῦ. Ἐκεῖνος ποὺ διὰ τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως φθάση στὴν νοερὰ προσευχὴ καὶ στὴν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς γνωρίζει ἐκ πείρας τὸ τριαδικὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν σχέση μεταξὺ τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅσοι δὲν διαθέτουμε τέτοια ἐμπειρία, ἐμπιστευόμαστε στοὺς θεόπτες ἁγίους.
Ἐπειδὴ ἔγινε πολὺς λόγος γιὰ τὸν Ἰωσὴφ Βρυέννιο στὸ κείμενο αὐτό, θὰ πρέπη νὰ τελειώσω μὲ ἕναν λόγο του ποὺ δείχνει ποιό εἶναι το «εἶναι» τῆς πίστεώς μας:
«Ἡμῖν γὰρ τοὺτ’ ἔστι το εἶναι ἡμῖν, ἡ πίστις ἡμῶν, ἡ πατροπαράδοτος κληρονομία• αὕτη πλοῦτος ἡμῶν, αὕτη δόξα, αὕτη γένος, αὕτη στέφανος, αὕτη καύχημα• ἐν βάπτισμᾳ, μία πίστις ἡμῖν, Ἐκκλησία μία, καὶ Θεὸς εἰς δοξάζεται τρισυπόστατος• πάντες οἱ μὴ οὕτω πιστεύοντες ἀπολέσθωσαν».–
- Προβολές: 3571