Ὁ γεράκος (διήγημα)
Ὁ εὐτραφὴς κύριος, μὲ τὸ κουρασμένο ὕφος καὶ τὸ ριγὲ πουκάμισο, ἀκουμβοῦσε ἀναπαυτικὰ στὸ μπράτσο τοῦ στασιδιοῦ του ἀπολαμβάνοντας τὴν ἀκολουθία. Ὁλόγυρά του, ἐκεῖ στὰ πίσω στασίδια, στέκονταν πιστοὶ τῆς Ἐκκλησίας, βέβαια, κοινωνικὰ καλοστεκούμενοι, ἀσπρομάλληδες, καθηγητάδες, ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων καὶ τῶν τεχνῶν• ἡ Ἐνορία ἐμάζευε τέτοιους τύπους, καθ' ὅτι ἦταν ἱστορική, παλαιϊκή, μὲ χορὸ ἱεροψαλτῶν βυζαντινό, κατανυκτικὸ καὶ μεγαλόπρεπο, καὶ Ἐφημέριο καλλίφωνο, ἄνθρωπο τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας• πράγματα, ὅλα αὐτά, ποὺ γέμιζαν τὴν ζωὴ τῶν ἐκεῖ ἐκκλησιαζομένων.
Ὁ εὐτραφὴς κύριος ἀγαποῦσε νὰ ἐκκλησιάζεται στὴν παλαιὰ ἀρχοντικὴ αὐτὴ Ἐνορία τῶν Ἀθηνῶν, κάτω ἀπὸ τὴν σκια τῆς Ἀκρόπολης, συγκατανεύοντας καὶ αὐτὸς στὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ Ναϋδρίου. Τοῦ ἄρεσε ἡ ψαλτική, τὸ τυπικό, ὁ κύριος Καθηγητὴς ποὺ διάβαζε τὸ Πιστεύω καὶ τὸ Πάτερ ἡμῶν, οἱ μορφωμένοι ἐνορῖτες, παλαιοὶ Ἀθηναῖοι, οἱ γραβατωμένοι ἐπίτροποι, στημένοι σὰν ἀγάλματα στὸν παγκάρι τους, ποὺ δὲν ἔκαναν περιττὲς κινήσεις γιὰ νὰ ἐνοχλοῦν τὸ ἐκκλησίασμα ἀλλὰ καὶ ἦσαν αὐστηρότατοι ἀπέναντι σὲ κάτι ὄψιμες κυρίες ποὺ ἀφήνουν τὶς θέσεις τους καὶ βολεύονται στὶς θέσεις τῶν ἀνδρῶν, μὴ σεβόμενες, οἱ χριστιανές, τὰ τυπικὰ τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ μὲ μεγάλη σύνεση τὶς χώρισε ἀπὸ τοὺς ἄνδρες τους τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, διὰ τὸ ἀσκανδάλιστον. Τοῦ ἄρεσε νὰ ρεμβάζη καὶ νὰ ἀναπολῇ καὶ νὰ συγκρίνη καὶ νὰ κρίνη τὰ ὅσα ἔζησε στὴν μεταπολεμικὴ Ἑλλάδα, στὴν πατρίδα του κοντὰ στὸν Ἅγιο, καὶ στὴν Ἀθήνα, κατὰ τὴν τερατογέννησή της, στὴν νεότητά του, ἀλλὰ καὶ ἀργότερα, ὅταν ὡριμότερος ἀνακάλυψε ρίζες καὶ ἴχνη τῆς παραδόσεώς του παλαιὰ ἀλλὰ ζωντανά. Τοῦ ἄρεσε νὰ πλέκη τὶς σκέψεις τοῦ αὐτὲς μὲ τοὺς ὕμνους τοῦ ὄρθρου, τῶν αἴνων, τῆς δοξολογίας, καμμιὰ φορὰ καὶ τοῦ χερουβικοῦ, ὅταν ἡ διεργασία τοῦ μυαλοῦ ἦταν ὑπερβαλλόντως δυνατή. Τοῦ ἄρεσε, τέλος, νὰ πίνη τὸν καφέ του στὸ καφεναδάκι στὴν πλατεῖα, ἀνάμεσα στὴν Ἐκκλησιὰ καὶ τὴν Ἀκρόπολη καὶ νὰ συζητᾶ γιὰ τὴν Ἀκρόπολη καὶ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὸν ἑλληνισμό, τὸν γραικυλισμό, τὴν ρωμηοσύνη, τὶς ρίζες καὶ τὶς παράριζες, τοὺς καρποὺς καὶ τὰ ξερόκλαδα τῆς πατρίδας Ἑλλάδας.
Δίπλα στὸν εὐτραφῆ κύριο στεκόταν ἕνας ἀδύνατος, ξερακιανὸς ἀνθρωπάκος –θὰ τὸν εἶχε ἀδυνατίσει ὁπωσδήποτε τὸ ἄγχος τοῦ κλεινοῦ ἄστεως, ποὺ σαγήνευσε τὴν μισὴ μεταπολεμικὴ Ἑλλάδα καὶ τὴν ἔφερε στὴν πολυμέριμνη νευρικὴ ἀγκαλιά του– ποὺ συνέχεια κοιτοῦσε τὸ ρολόγι του καὶ στριφογύριζε δεξιὰ καὶ ἀριστερά. Τέλος ἔφυγε καὶ ἡσύχασε ἡ γειτονιὰ ἐκείνη τῶν πίσω στασιδίων.
Ἡ κενὴ θέση δὲν ἔμεινε ὅμως γιὰ πολὺ κενή. Μιὰ φιγούρα φάνηκε ἑνὸς γεράκου ποὺ ἔσερνε τὰ πόδια τοῦ μὲ τρεμάμενο περπάτημα, καμπουριασμένου, κυρτωμένου, ὠχροῦ, στὸ κατώφλι τῆς τελευταίας τοῦ κατοικίας θαρρεῖς, ἐλαφρὰ ἀξύριστου, μᾶλλον ἀπὸ ἀδυναμία, παρὰ ἀπὸ ἀμέλεια, μὲ κόγχες βαθουλωμένες, ποὺ ἔκρυβαν στὸ βάθος δυὸ θαμπὲς κόρες, μέσα σὲ κοκκινο-κίτρινο ἀσπράδι• κόρες ματιῶν ποὺ παρέπεμπαν σὲ μιὰ χαμένη ἐξυπνάδα ἀνθρώπου ποὺ προσπαθοῦσε τώρα νὰ κρατήση πάνω του ἔστω καὶ ἕνα ἴχνος μιᾶς κάποιας ἀξιοπρέπειας, μιᾶς παληὰς χαμένης δύναμης καὶ σβελτάδας. Ἦλθε τρεμάμενος καὶ γύρεψε νὰ καθίση. Ὁ κύριος, εὐγενικὸς καὶ εὐαίσθητος στὶς κοινωνικὲς ἀξίες καὶ τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, ἔσπευσε νὰ τοῦ παραχωρήση τὴν θέση του, ἂν καὶ ὑπῆρχε ἄδεια ἡ θέση τοῦ ἄλλου, τοῦ ξερακιανοῦ, ποὺ εἶχε ἀναχωρήσει βιαστικός. Ἀκούμβησε ὁ γεράκος στὸ στασίδι, στάθηκε καὶ ὁ κύριος δίπλα του, καὶ ἔστρεψε τὴν προσοχή του στὰ τελούμενα, προσπαθῶντας νὰ βρῇ καὶ πάλι τὸν εἱρμὸ τῆς θείας Λειτουργίας ἡ τῶν σκέψεών του• δὲν θυμᾶται τί ἀπὸ τὰ δύο εἶχε ἀφήσει μετέωρο πρὶν τὴν ἐπίσκεψη τοῦ γεράκου του στὴν γειτονιά των πίσω στασιδιῶν. Μόλις εἶχε ἀρχίσει ἡ θεία Λειτουργία καὶ ἀκουγόταν ἡ βαθιὰ καὶ δυνατὴ φωνὴ τοῦ παπᾶ: «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν...».
–Εἶμαι ἐνενῆντα δύο χρονῶν ...
Ἔσπασε τὴν γαλήνη τῆς γειτονιᾶς των πίσω στασιδιῶν ἡ ἀδύναμη, τρεμουλιαστὴ φωνή του γεράκου. Ὁ εὐτραφὴς κύριος γύρισε τὸ κουρασμένο βλέμμα του καὶ συνάντησε τὶς δύο θαμπὲς χάνδρες του γεράκου. Ἄκουσε τὸν ψίθυρο καὶ ἔσκυψε λίγο νὰ καταλάβη τί ἔλεγε, ἂν ἔλεγε, ὁ γεράκος.
–Εἶμαι ἐνενῆντα δύο χρονῶν. Ἔχω κάνει ὀκτὼ χρόνια στὴν Μακρόνησο, καὶ τέσσερα χρόνια στὴν Γυάρο.
Τὰ μάτια τοῦ κυρίου ἄνοιξαν μὲ τὸ ἄκουσμα τῶν δύο αὐτῶν ὀνομασιῶν ποὺ σημάδευσαν τὴν νεώτερη ἱστορία τοῦ τόπου του. Ἄρχισαν νὰ ἐμφανίζονται ξαφνικὰ μπροστά του τὰ ἴχνη τῆς χαμένης ἱστορίας ποὺ κρυβόταν στὰ κυρτωμένα μέλη καὶ τὰ σβησμένα χρώματα τοῦ γεράκου.
–Καὶ ἔκανα καὶ δύο χρόνια κοντὰ στὸν Ἄρη Βελουχιώτη...
Ὁ εὐτραφὴς κύριος ξύπνησε ἐντελῶς• τὰ μάτια του στηλώθηκαν στὸν διπλανό του, ὁ τρεμουλιαστὸς ψίθυρος τοῦ γεράκου κάλυψε καὶ ἔσβησε ἀπὸ τὰ αὐτιά του τοὺς βυζαντινοὺς ὕμνους καὶ τὶς δεήσεις τοῦ Ἱερέως: «Ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου...». Ἐμφανίσθηκε θαμπὰ τὸ κρυμμένο μυστικό, ἡ σβησμένη ἱστορία, ἡ χαμένη ἐνεργητικότητα τοῦ γεράκου ἐκείνου. Μιὰ γενιά, μιὰ ἱστορία, μὲ πόνο καὶ μὲ δάκρυ• πόνο καὶ δάκρυ πικρὸ πολύ, γιατί δὲν εἶχε καταλάβει ποτὲ ἂν αὐτὸς ὁ πόνος καὶ αὐτὸ τὸ δάκρυ ἦταν λυτρωτικά, ὅπως ἔπρεπε ἀπὸ τὴν φύση τους νὰ εἶναι, ἡ ἂν ἄφησαν πίσω κενὸ μεγαλύτερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ βρῆκαν.
–Παίρνω σύνταξη 250 εὐρώ, συνέχισε ὁ γεράκος, παραμερίζοντας τὰ συναισθήματα καὶ τοὺς συνειρμοὺς τοῦ κυρίου.
Νὰ γιατί τὸ σακκάκι του ἦταν τσαλακωμένο, τὸ πρόσωπό του ἐλαφρῶς ἀξύριστο, τὰ παπούτσια του ζαρωμένα καὶ σκονισμένα, καὶ τὸ ἠθικό του καὶ αὐτὸ συσχηματισμένο μὲ τὴν ἐμφάνισή του.
–Εἶμαι καὶ ἐγὼ Χριστιανός, καὶ ἂς πῆγα στὴν Μακρόνησο, πηγαίνω στὴν Ἐκκλησία.
Ὁ κύριος ἄρχισε νὰ παραπατάη στοὺς συλλογισμούς του: Μακρόνησος, Ἄρης Βελουχιώτης, Ἐκκλησία, 250 εὐρώ... Μὰ τί ἤθελε αὐτὸς ὁ γεράκος καὶ τάραξε τὴν γαλήνη τοῦ κυριακάτικου ἐκκλησιασμοῦ τοῦ... Πάντα ἤθελε νὰ ἀκούη καὶ νὰ μαθαίνη πολλά, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ψίθυρος ἔριχνε πάνω του ἔννοιες καὶ συμπυκνωμένες ἀντιθετικὲς ἱστορίες, ποὺ δὲν προλάβαινε νὰ τὶς ζυγίση καὶ νὰ τὶς ἐπεξεργασθῇ. Τὸ βλέμμα του ἄλλωστε, εἶχε κολλήσει γιὰ τὰ καλὰ στὸ παρουσιαστικὸ τοῦ διπλανοῦ του, στὸ βλέμμα του, στὸ πρόσωπό του, καὶ τὰ σπλάχνα του –ἄ, ἦταν εὐαίσθητος στὰ ἀνθρώπινα ὁ κύριος αὐτός– καὶ τὰ σπλάχνα του εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἀλλοιώνονται, νὰ ζεματάνε.
–Ἔρχομαι μιὰ φορὰ τὸν μῆνα ἐδῶ καὶ μοῦ δίνουν μιὰ βοήθεια, νά 'ναι καλὰ οἱ ἄνθρωποι. Ἂν θέλετε δῶστε καὶ ἐσεῖς κάτι.
Ἕνα μούδιασμα, ἕνα κάψιμο χύθηκε στὴν καρδιὰ τοῦ χονδροῦ κυρίου καὶ κυρίευσε σὲ μιὰ στιγμὴ ὅλα τὰ μέλη του. Ἦταν φιλεύσπλαχνος, ὁπωσδήποτε, χριστιανικῶν ἀρχῶν, καὶ πάντα ἔβαζε τὸ χέρι του καὶ φιλοδώριζε τὰ ζητιανάκια τῆς ὁδοῦ Αἰόλου, ποὺ περιτριγύριζαν τοὺς ἐκκλησιασθέντες μετὰ τὴν θεία Λειτουργία. Τὰ λυπόταν. Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ γεράκος του, μὲ τὰ θαμπὰ χαλασμένα του μάτια, πὼς τοῦ ἔμπηξε αὐτὴν τὴν μαχαιριά; Ὅλο του τὸ σῶμα μούδιασε. Μὰ πιὸ πολὺ μούδιασε τὸ μυαλό του: πρόλαβε νὰ σκεφθῇ ὅτι εἶχε μπροστά του τὴν ἀπόλυτη ἐξουθένωση τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος, τὴν ἀπόλυτη ἀδυναμία.
–Εἶμαι χριστιανός, ἐπανέλαβε ὁ ἐπισκέπτης του...
–Ἐν τάξει, μίλησε γιὰ πρώτη φορὰ ὁ κύριος, ἐν τάξει παπποῦ! Τὸ βλέπω ὅτι εἶσαι χριστιανός, δὲν θὰ σοῦ κάνω ἔλεγχο ἐγώ, ἀλλοίμονο, σὲ πιστεύω, καὶ ἐγὼ χριστιανὸς εἶμαι...
–Ἔρχομαι ἐδῶ καὶ μὲ βοηθᾶνε, μιὰ φορὰ τὸν μῆνα, γιατί παίρνω μικρὴ σύνταξη... Εἶμαι ἐνενῆντα δύο χρονώ. Ἔκανα στὴν Μακρόνησο, ἀλλὰ εἶμαι Χριστιανός...
–Σὲ πιστεύω, σὲ πιστεύω, μὴ γιὰ τὸν Θεό. Τί θέλεις; Νὰ σὲ βοηθήσω; Νὰ πᾶρε αὐτά!
Ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη του καὶ ἔδωσε στὸν γεράκο δυὸ χαρτονομίσματα. Καὶ θά 'δινε καὶ τρία καὶ τέσσερα ἂν ἔβρισκε. Δὲν μποροῦσε νὰ ἀκούη ἄλλο τὶς λέξεις αὐτὲς ποὺ τοῦ ράγιζαν τὴν καρδιὰ καὶ τοῦ θόλωναν τὸν νοῦ...
Ὁ γεράκος εἶπε ἕνα ἀδύναμο εὐχαριστῶ καὶ ἔβαλε τὰ χρήματα στὴν τσέπη τοῦ τσαλακωμένου σακακιοῦ του, ποὺ ἔκρυβε τὴν τσαλακωμένη ἀξιοπρέπειά του.
Ἐκείνη τὴν στιγμὴ πλησίασε ὁ Ἐπίτροπος καὶ βιαστικὰ ἔβαλε κάτι στὸ χεράκι του γεράκου:
–Ἔλα, πᾶρε αὐτά. Εἶσαι ἐν τάξει;
–Εὐχαριστῶ...
–Κάθισε νὰ ξεκουρασθῇς παπποῦ.
–Εὐχαριστῶ, δὲν θὰ καθίσω. Θὰ φύγω, μὲ συγχωρεῖτε. Δὲν θὰ καθίσω• δὲν μπορῶ νὰ κάτσω, γιατί ἔχω παρά-φύση ἕδρα, ἐδῶ καὶ δύο χρόνια. Εὐχαριστῶ. Ἔρχομαι ἐδῶ καὶ μὲ βοηθᾶνε κάπου κάπου, γιατί παίρνω 250 εὐρὼ τὸ μῆνα... Καὶ εἶμαι ἄρρωστος...
Ὁ κύριος δὲν ἄκουγε τώρα τον γεράκο, ἀλλὰ κοιτοῦσε μὲ ἀπορία τὸν Ἐπίτροπο:
–Τὸν ἐξέρετε; Ἀπὸ ποὺ κρατᾶ; Ποιός εἶναι;
–Πολέμησε στὰ βουνὰ στὸν πόλεμο καὶ στὸν ἐμφύλιο. Μένει μακρυὰ καὶ ἔρχεται ἐδῶ καὶ τὸν βοηθᾶμε.
–Πόσα τοῦ δίνετε;
–Ἔ, ὅσα πρέπει!
–Τοῦ φθάνουν;
–Ἐμεῖς ἔχουμε τόσους ἀνθρώπους καὶ βοηθᾶμε κάθε μέρα, συσσίτια, δέματα, χρήματα. Ἂς τοῦ δώση ἡ ὀργάνωσή του τὰ ὑπόλοιπα. Ἄλλωστε ποιός ξέρει καὶ τί θά 'κανε αὐτὸς πάνω στὰ βουνά, πόσους θά 'φαγε...
–Εἶναι ζωντανὸς νεκρὸς ὁ παπποῦς. Πὼς νὰ τὸν κρίνω; Σὲ λίγο θὰ τὸν κρίνη ὁ Θεός, ἐκεῖ ποὺ θὰ τὸν ἐσυναντήση ὅπου νά 'ναι. Λίγη βοήθεια, λίγη ἀγάπη χρειάζεται.
–Νὰ πιστεύη ἄραγε σὲ Θεό, ρώτησε ὁ ἐπίτροπος καὶ ἔστριψε νὰ φύγη μὴ περιμένοντας ἀπάντηση.
–Εἶναι ζωντανὸς νεκρός...
Καὶ ὁ γεράκος ὅμως δὲν ἄκουγε τώρα τοὺς δυὸ κυρίους ποὺ μιλοῦσαν• ἔσυρε τὰ τρεμάμενα πόδια του καὶ χάθηκε ἀνάμεσα στὸ ἐκκλησίασμα πρὸς τὴν ἐξώπορτα, πρὸς τὸ φῶς τοῦ Κυριακάτικου ἀττικοῦ πρωϊνοῦ, ἀφήνοντας πίσω του τὸν ἐπίτροπο, ποὺ γύρισε στὴν θέση του, νὰ ἐπιτηρῇ τὴν εὐταξία τοῦ ναοῦ καὶ τὸν εὐτραφῆ κύριο νὰ παρακολουθῇ τὴν ἔξοδό του μὲ τὸ βλέμμα μετέωρο, τὸ μυαλὸ θολωμένο, τὴν καρδιὰ ἀναστατωμένη.
Κάθισε στὸ στασίδι του• αἰσθανόταν ὅτι τὰ πόδια του δὲν τὸν κρατοῦσαν.
«Τί νὰ περιμένη, ὁ γεράκος;», τοῦ πέρασε μιὰ σκέψη. «Τὴν τελευταία Μετάληψη;».
«Ὑπὲρ πλεόντων, νοσούντων, καμνόντων...», ἐδέετο ἐν τῷ μεταξὺ ἐξ ὀνόματος τοῦ ἐκκλησιάσματος ὁ παπᾶς μὲ τὴν στεντόρια φωνή του.
Δὲν κατάλαβε τὴν ἡμέρα ἐκείνη πότε τέλειωσε ἡ Ἐκκλησία, οὔτε ἂν ἔκανε κήρυγμα ὁ κήρυκας. Τὰ βήματά του τὸν ὁδήγησαν χωρὶς νὰ τὸ καταλάβη στὸ σπίτι του. Ξέχασε καὶ νὰ πιὴ τὸν καφέ του, ἀνάμεσα στὴν Ἐκκλησιὰ καὶ τὴν Ἀκρόπολη...
Κ.Δ
- Προβολές: 2722