Βιβλιοπαρουσίαση: «Εἰς Μνημόσυνον»
Ἐξεδόθη τὸ νέο βιβλίο τοῦ Σεβασμιωτάτου μὲ τίτλο «Εἰς Μνημόσυνον» καὶ ὑπότιτλο «Βιογραφικὰ καὶ αὐτοβιογραφικὰ τῶν γονέων μου Σωτηρίου καὶ Εὐτυχίας καὶ τῆς θείας Παρασκευῆς»
Τὸ βιβλίο «Εἰς Μνημόσυνον» ἐκδίδεται ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) Θηβῶν, ἔχει 504 σελίδες, μέγεθος 16,5 X 24 ἐκ., καὶ τιμᾶται 12 €.
Πωλεῖται σὲ ὅλα τὰ θρησκευτικὰ βιβλιοπωλεῖα. Γιὰ παραγγελίες στὸ τηλέφωνο 22610 35135.
Πρόλογος
Ὅπως εἶναι γνωστόν, τὸ σῶμα κάθε ζωντανοῦ Ὀργανισμοῦ, ὅπως καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖται ἀπὸ πολλὰ κύτταρα μέσα στὰ ὁποῖα ὑπάρχουν τὰ χρωματοσώματα καὶ τὸ ἰδιαίτερο DNA, τὸ ὁποῖο καθορίζει τὴν ὅλη ἀνάπτυξη τοῦ σώματος.
Ὅμως πέρα ἀπὸ τὸ βιολογικὸ DNA, σὲ κάθε ἀνθρωπο ὑπάρχει καὶ τὸ λεγόμενο πνευματικὸ DNA, ποῦ εἶναι ἡ ὅλη ἀτμόσφαιρα μέσα στὴν ὁποῖα μεγάλωσε, ἡ παράδοση, τὴν ὁποῖα ἔλαβε ἀπὸ τοὺς γονεῖς καὶ τὸ οἰκογενειακὸ περιβάλλον, τὸ σχολεῖο, ἡ κοινωνία στὴν ὁποῖα ἔζησε καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωή.
Σπουδαῖο ρόλο σὲ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ DNA παίζουν οἱ γονεῖς, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον δίνουν τὸ «εἶναι» στὰ παιδιά τους, ἀλλά, συγχρόνως, συντελοῦν καὶ στὸ «εὔ εἶναι», ὅταν βεβαίως βιώνουν τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, μὲ ὅλη τὴν δυναμική της ἐνέργεια. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τίμησαν πολὺ τοὺς γονεῖς τοὺς καὶ ἀπέδωσαν τὸν πρέποντα σεβασμὸ σὲ αὐτούς. Ἂν διαβάση κανεὶς τοὺς λόγους τοῦ Μ. Βασιλείου καὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου γιὰ τοὺς γονεῖς τους, θὰ ἀντιληφθῇ τὴν μεγάλη σημασία τὴν ὁποῖα διαδραματίζουν οἱ γονεῖς στὴν ἀνάπτυξη τῶν παιδιῶν.
Στὸ βιβλίο αὐτὸ θὰ περιγράψω τὸ δικό μου πνευματικὸ DNA, δηλαδὴ τὴν βιογραφία καὶ τὴν αὐτοβιογραφία τῶν γονέων μου Σωτηρίου καὶ Εὐτυχίας, καθὼς καὶ τῆς θείας μου Παρασκευῆς ποῦ συνδέθηκε στενὰ μὲ τὴν οἰκογένειά μας καὶ ἐμένα προσωπικά.
Κάθε ἄνθρωπος κληρονομεῖ ἀπὸ τοὺς γονεῖς τοῦ διάφορα περιουσιακὰ στοιχεῖα, ἀπολαμβάνει τοὺς καρποὺς τῶν κόπων τους καὶ τὸν ἱδρῶτα τῆς ἐργασίας τους. Μπορῶ νὰ πῶ ὅτι προσωπικὰ δὲν κληρονόμησα ὑλικὰ ἀγαθὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου, γιατί δὲν εἶχαν, ἀφοῦ ἔζησαν σὲ ὅλη τὴν ζωή τους μὲ στερήσεις καὶ φτώχεια. Ἀλλὰ ὅμως, καυχῶμαι γιατί κληρονόμησα τὸν πνευματικὸ πλοῦτο ποῦ εἶχαν ἀποκτήσει ἐκεῖνοι, δηλαδὴ μιὰ ζωὴ τίμια καὶ εὐσυνείδητη, ποτισμένη στὰ νάματα τῆς εὐσεβείας. Ἔχω τὴν συνείδηση ὅτι δὲν ἀξιοποίησα αὐτὴν τὴν πνευματικὴ κληρονομιὰ ὅσο ἔπρεπε. Πολλὲς φορές, δημοσίως, τόνισα ὅτι θὰ εὐχόμουν νὰ εἶχα τὴν ἁγνὴ καὶ ἀνόθευτη πίστη καὶ εὐλάβεια τῶν γονέων μου. Οἱ σπουδές μου, τὰ κηρύγματα ποῦ ἔκανα, τὰ βιβλία ποῦ ἔγραψα, δὲν μποροῦν νὰ ἰσοβαθμισθοῦν μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ὑπομονὴ ἐκείνων, ὅπως ἐκδηλώθηκε σὲ ὅλη τους τὴν ζωή, ἰδιαιτέρως κατὰ τὸ διάστημα τῆς διαδικασίας τοῦ θανάτου τους.
Οἱ γονεῖς μου ἦταν ἄνθρωποι τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ἐμποτισμένοι μὲ τὰ νάματα τῆς ρωμηοσύνης, ἄνθρωποι ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους καὶ φρονήματος. Καίτοι φτωχοί, εἶχαν μέσα τους ἕναν μεγάλο πλοῦτο, ἀφοῦ ζοῦσαν μέσα στὸ ζείδωρο νερὸ τῆς παραδόσεως αὐτῆς. Μέσα στὸ ὀστράκινο σκεῦος τους μετέφεραν τὸν θησαυρὸ αὐτὸ μὲ τὸν ἔντονο θεραπευτικὸ χαρακτῆρα του. Καὶ οἱ δύο γονεῖς μου εἶχαν βιώματα ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀλλά, συγχρόνως, μᾶς μεγάλωσαν μὲ ἐλευθερία καὶ ἀγάπη. Χωρὶς νὰ διδαχθοῦν παιδαγωγική, ἤξεραν ὅτι ἡ ἐλευθερία ἐκφράζεται ὡς ἀγάπη καὶ ἡ ἀγάπη ἐκφράζεται ὡς ἐλευθερία. Οἱ ἴδιοι, ὅπως θὰ φανὴ μέσα ἀπὸ τὶς σελίδες αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, εἶχαν μιὰ πνευματικὴ παιδεία, ἦταν καρποὶ ἁγίων Πνευματικῶν Πατέρων καὶ γι’ αὐτὸ καὶ προσπαθοῦσαν νὰ συνδέουν καὶ ἐμᾶς μὲ τέτοιους Πνευματικοὺς Πατέρες.
Θυμᾶμαι, ἡ μητέρα μου κάποια μέρα μὲ πῆρε μαζί της στὸ Νοσοκομεῖο Χατζηκώστα, γιὰ νὰ συναντήσουμε ἕναν ἅγιο ἱερομόναχο, τὸν ἀείμνηστο π. Ἰάκωβο Βαλοδῆμο. Ἐπρόκειτο γιὰ ἕναν εὐλογημένο Ἱερομόναχο ποῦ μόναζε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Προφήτου Ἠλιοῦ πλησίον του Μονοδενδρίου Ζαγορίων καὶ ὁ ὁποῖος εἶχε κληθῇ στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο γιὰ νὰ ἐξομολογήση τοὺς Χριστιανούς. Ἦταν ἕνας Ἱερομόναχος ποῦ ἀσχολεῖτο μὲ τὴν νοερὰ ἡσυχία. Ἡ μητέρα μου μὲ προέτρεψε νὰ ἀσπασθῶ τὸ χέρι του καὶ παρεκάλεσε τὸν π. Ἰάκωβο νὰ μοῦ δώση μιὰ συμβουλή. Ἐκεῖνος, ἀφοῦ μὲ εὐλόγησε, μοῦ εἶπε νὰ κάνω καλὰ τὸν σταυρό μου: «μπάλα, ζώση, πλάτη μὲ πλάτη», καί, ὅπως ἔλεγε καὶ σὲ ἄλλους ποῦ τὸν ἐπισκέπτονταν, μὲ προέτρεψε νὰ λέω συνέχεια τὴν εὐχὴ «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με» καὶ ὄχι μόνον μιὰ φορά, διότι «μὲ μιὰ χαψιὰ (μπουκιὰ) δὲν χορταίνει κανείς». Ἀλλὰ καὶ ὁ πατέρας μου πολλὲς φορὲς μὲ ὁδηγοῦσε στὴν Ἐκκλησία καὶ μὲ μυοῦσε στὸ βαθύτερο «πνεῦμα» τῆς θείας Λειτουργίας καὶ γενικότερα τῆς λατρείας τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ μὲ συμβούλευε, χρησιμοποιῶντας γνῶμες Γερόντων τοῦ Γεροντικοῦ, τοῦ Εὐεργετινοῦ καὶ ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Κλίμακος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου του Σιναΐτου. Πολλὲς φορὲς σκέφτομαι ὅτι, ἂν ἔχω κάτι νὰ προσφέρω στὸν Θεὸ δὲν εἶναι δικό μου, ἀλλὰ καρπὸς τῶν εὐλογημένων γονέων μου καὶ τῶν κόπων τῶν Πνευματικῶν μου Πατέρων.
Βεβαίως, δὲν θὰ ἤθελα νὰ ἐξιδανικεύσω τὰ πρόσωπα τῶν γονέων μου. Εἶχαν καὶ ἐκεῖνοι τὰ προσωπικὰ τοὺς λάθη, τὰ καθημερινὰ τοὺς ἐξ ὑφαρπαγῆς ἐλαττώματα, λόγῳ πολλῶν καὶ ποικίλων παραγόντων, κυρίως λόγῳ τῶν δυσκολιῶν μὲ τὶς ὁποῖες ἀναπτυσσόταν ἡ οἰκογένεια καὶ ἀγωνίζονταν νὰ μεγαλώσουν τὰ παιδιά τους, μέσα στὴν φτώχεια, τὸν πόλεμο καὶ τὴν Κατοχή, τὶς δύσκολες κοινωνικὲς συνθῆκες, τὴν ἀνεργία, τὶς ἀρρώστιες κλπ. Ὅμως, παρὰ τὰ προβλήματα καὶ τὰ παράπονά τους, ἦταν ?νθρωποι τοῦ Θεοῦ. Τὰ ἀντιμετώπιζαν ὅλα μέσα ἀπὸ τὸ «πνεῦμα» καὶ τὸ ρεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Μερικὲς φορὲς διαμαρτύρονταν γιὰ τὶς δυσκολίες, ἀλλὰ ἀμέσως ὑποτάσσονταν στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔκαναν ὑπομονὴ καὶ τὰ ἀντιμετώπιζαν ὅλα μὲ καρτερία. Αὐτὸ θὰ φανὴ καὶ στὴν ἀνάλυση ποῦ θὰ γίνη πιὸ κάτω, ὅταν θὰ παρατεθοῦν ἀποσπάσματα τῶν ἐπιστολῶν τους. Ἰδιαιτέρως δὲ θὰ φανὴ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐκοιμήθησαν. Γιατί εἶναι βεβαιωμένο ὅτι ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο φεύγει κανεὶς ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτή, εἶναι συμπύκνωση καὶ φανέρωση τῆς ὅλης ζωῆς του καὶ δείχνει τὴν οὐσία καὶ τὸ βάθος τῆς προσωπικότητός του.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν βιογραφία τῶν γονέων μου παραθέτω καὶ σχετικὰ κείμενα τῆς θείας μου (ἀδελφῆς τῆς μητέρας μου) Παρασκευῆς Καραγιάννη, διότι συνδεόταν πάρα πολὺ στενὰ μὲ τοὺς γονεῖς μου καὶ μ’ ἐμένα. Τὸ ἕνα κείμενο εἶναι αὐτοβιογραφικό της καὶ τὰ ἄλλα εἶναι ἀποσπάσματα ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς ποῦ μοῦ ἀπέστειλε. Ἐπίσης δημοσιεύεται καὶ μία μαρτυρία γι’ αὐτήν. Τὸ βιβλίο ὀνομάζεται «Εἰς μνημόσυνον...», γιατί πράγματι γράφηκε ὡς μνημόσυνο τῶν εὐλογημένων αὐτῶν ὑπάρξεων. Ἔχει δὲ ὑπότιτλο «Βιογραφικὰ καὶ αὐτοβιογραφικὰ τῶν γονέων μου Σωτηρίου καὶ Εὐτυχίας καὶ τῆς θείας μου Παρασκευῆς Καραγιάννη», διότι ἀφ’ ἑνὸς μὲν παρουσιάζω μερικὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὴν ζωή τους, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἐκθέτω μερικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὶς ἐπιστολές τους. Τὸ «Μνημόσυνο» αὐτό, γραμμένο μὲ ἀγάπη καὶ σεβασμό, εἶναι ἡ ἀπάντηση καὶ τὸ «εὐχαριστῶ» σὲ ὅλες τὶς ἐπιστολὲς ποῦ οἱ εὐλογημένοι αὐτοὶ ἀνθρωποι μοῦ ἔστελναν κατὰ καιροὺς καὶ στοὺς κόπους ποῦ κατέβαλαν νὰ μᾶς μεγαλώσουν.
Θὰ πρέπη νὰ διευκρινίσω ὅτι, ἐπειδὴ ἀπὸ 15 σχεδὸν ἐτῶν ἔφυγα ἀπὸ τὸ σπίτι μου, κατ’ ἀρχὰς στὸ Ἀγρίνιο, ὅπου γιὰ τέσσερα χρόνια σπούδασα στὸ ἐκεῖ Γυμνάσιο, ἔπειτα δὲ στὴν Ἀθήνα, τὴν Θεσσαλονίκη, τὴν Ἔδεσσα, τὴν Λιβαδειά, τὴν Ἀθήνα, τὸν Λίβανο καὶ πάλι τὴν Ἀθήνα, οἱ γονεῖς μου, περισσότερο ὁ πατέρας μου, μοῦ ἔστελναν ἐπιστολές. Δὲν τὶς διατηρῶ ὅλες, ἀλλὰ τὶς χαρακτηριστικότερες καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸ ἔτος 1969 καὶ ἐντεῦθεν, ἀπὸ τότε ποῦ τελείωσα τὸ Πανεπιστήμιο καὶ πῆγα στὴν Ἔδεσσα, κοντὰ στὸν Ἀείμνηστο Μητροπολίτη Ἐδέσσης, Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας κυρὸ Καλλίνικο. Οἱ ἐπιστολὲς ποῦ μοῦ ἔστειλαν, ὅταν ἤμουν φοιτητὴς καὶ μαθητής, χάθηκαν, ὅπως ἐπίσης χάθηκαν καὶ οἱ πολλὲς ἐπιστολὲς ποῦ ἐγὼ ἔστελνα στοὺς γονεῖς μου, ἐκτὸς ἀπὸ τρείς. Ξαναδιαβάζοντας τελευταία τὶς ἐπιστολές τους ποῦ κρατοῦσα στὸ ἀρχεῖο μου, διαπίστωσα ὅτι διακρίνονταν ἀπὸ ἕναν ρωμαίϊκο παλμὸ καὶ αἰσθάνθηκα ὅτι δὲν εἶχα δικαίωμα νὰ τὶς κρατήσω στὴν ἀφάνεια. Ἀπέσπασα, λοιπόν, μερικὰ τμήματα ἀπὸ αὐτὲς γιὰ νὰ συνθέσω τὴν αὐτοβιογραφία τους. Πρόκειται γιὰ γνήσια κομμάτια καὶ ἀτόφιο πνευματικὸ χρυσό, ποῦ βγαίνει μέσα ἀπὸ τὸ πλούσιο «θησαυροφυλάκιο» τῆς Ὀρθόδοξου Παραδόσεώς μας.
Θὰ ἤθελα νὰ ὑπογραμμίσω δύο ἀπαραίτητα σημεῖα. Τὸ πρῶτον ὅτι στὰ κείμενα τῶν γονέων καὶ τῆς θείας μοῦ ἔκανα ἐλάχιστες διορθώσεις, κυρίως στὴν ὀρθογραφία. Κράτησα τὸ ὕφος τοῦ γραπτου λόγου καὶ τὸν τρόπο γραφῆς. Τὸ δεύτερον, ὅτι ὁλόκληρο τὸ βιβλίο αὐτόγράφηκέ καθ’ ὑπαγόρευση. Ὑπαγόρευα καὶ κατέγραφε στὸν ὑπολογιστὴ ὁ Ἄρχιμ. Καλλίνικος Γεωργάτος, τὸν ὁποῖο εὐχαριστῶ ἐκ καρδίας ἀπὸ τῆς θέσεως αὐτῆς γιὰ τὸν κόπο ποῦ κατέβαλε. Ἐπίσης εὐχαριστῶ καὶ τὴν κ. Σίσσυ Σεραφετινίδου γιὰ τὸν κόπο νὰ ἀντιγράψη στὸν ὑπολογιστὴ τὶς ἐπιστολὲς τῆς θείας μου Παρασκευῆς, ἀκόμη εὐχαριστῶ ἐκ καρδίας τὶς μοναχὲς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου Θεοτόκου - Πελαγίας, γιατί ἐπιμελήθηκαν τὴν ἔκδοση αὐτὴ σὲ ὅλα της τὰ στάδια. ’Ἐπὶ πλέον θὰ ἤθελα νὰ εὐχαριστήσω καὶ τὰ ἀδέλφια μου, Κοσμᾶ, Ταρσούλα καὶ Στέφανο, ὅπως καὶ μερικὰ ἄλλα πρόσωπα, τὰ ὁποῖα θέλησαν νὰ κρατήσουν τὴν ἀνωνυμία τους, ποῦ ἐνίσχυσαν οἰκονομικὰ τὴν ἔκδοση. Ἀπευθύνω εὐχαριστίες καὶ στὴν κ. Ἐλευθερία Σερμπέτη, Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ὅπως καὶ στὴν κ. Βασιλικὴ Μελικίδου δρ. Φιλολογίας, γιατί διάβασαν τὸ κείμενο καὶ ἔκαναν σχετικὲς παρατηρήσεις. Ἐπίσης ἐκφράζω τὴν εὐγνωμοσύνη μου καὶ τὶς εὐχαριστίες μου στὴν κ. Λένα Καλαϊτζῆ ποῦ ἔκανε δωρεὰν καὶ μὲ ὁλοκάρδια διάθεση τὴν φωτοστοιχειοθεσία (Ἡ προσφορά τους εἰναι σημαντικὴ γιὰ τὸν καθορισμὸ τῆς τιμῆς τοῦ βιβλίου).
Παραδίδω αὐτὸ τὸ βιβλίο στὸ κοινὸ «εἰς μνημόσυνον αἰώνιον» καὶ εἰς ὑπόδειγμα τῆς ἀγάπης τῶν γονέων πρὸς τὰ παιδιά τους, διότι, ὅπως θὰ διαπιστωθῇ, μπορεῖ τὰ στοιχεῖα τῶν ἐπιστολῶν νὰ λειτουργήσουν ὡς παιδαγωγικὰ μηνύματα καὶ ὑποδείγματα ἀγωγῆς σὲ μιὰ ἐποχὴ ποῦ ἐπικρατεῖ φιλαυτία καὶ ἰδιοτέλεια. Τὸ βιβλίο αὐτὸ ὑπαγορεύθηκε τὴν Σαρακοστὴ τοῦ ἔτους 2006 καὶ ὁ πρόλογος ἐγράφη τὸ Μέγα Σάββατο, τοῦ ἰδίου ἔτους, ἡμέρα σαββατισμοῦ, προσμένοντας τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ
+ Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἰερόθεος
- Προβολές: 3467