Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ὁμολογητής, 12 Μαρτίου

Πρωτοπρεσβύτερου Γεώργιου Παπαβαρνάβα

Ὁ ὅσιος Θεοφάνης γεννήθηκε τὸ 760 μ. Χ. Ὑπῆρξε χρονογράφος, ἀλλὰ καὶ Ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ μεγάλωσε μὲ τὴν μητέρα του Θεοδότη, ἡ ὁποία φρόντισε νὰ τὸν μορφώση καὶ νὰ τὸν παντρέψη σὲ νεαρὴ ἡλικία μὲ ἐνάρετη καὶ πλούσια κόρη. Συμφώνησε ὅμως μὲ τὴν σύζυγό του νὰ ἀκολουθήσουν καὶ οἱ δύο τὸν μοναχικὸ βίο καὶ ἐγκαταβίωσε σὲ ἀνδρικὸ Μοναστήρι κοντὰ στὸ βουνό της Σιγριανῆς, στὸ ὁποῖο ἀργότερα ἔγινε ἡγούμενος, ἡ δὲ σύζυγός του σὲ γυναικεῖο Μοναστήρι καὶ ἀπὸ Μεγαλώ, ὀνομάσθηκε Εἰρήνη.

Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ὁμολογητής, 12 Μαρτίου

Μαζὶ μὲ ἄλλους ἡγουμένους προσεκλήθη καὶ συμμετεῖχε στὶς ἐργασίες τῆς Ζ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στὴν Νίκαια. Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του ἐγκατέστησε στὴν Μονή της Σιγριανῆς ἄλλον ἡγούμενο, καὶ αὐτὸς ἵδρυσε νέο μεγαλύτερο Μοναστήρι, γιὰ τοὺς πολυάριθμους μαθητές του. Παράλληλα μὲ τὰ καθήκοντα ποὺ εἶχε ὡς ἡγούμενος ἀσχολήθηκε καὶ μὲ τὴν συγγραφὴ καὶ τὴν καλλιγραφία. Μετὰ ἀπὸ ἕξι χρόνια ἐξορίσθηκε ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους στὴν Σαμοθράκη, ὅπου καὶ ἐτελείωσε τὸν ἐπὶ γῆς βίο του, τὸ 815 μ. Χ. Ἀργότερα, οἱ μαθητές του μετέφεραν τὰ ἱερὰ λείψανά του στὴν Μονή, στὴν ὁποία ἔζησε τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του.

«Θεῶ τῷ ἐν σώματι, ἐπιφανέντι ἡμῖν, ὁσίως ἐλάτρευσας δι’ ἐναρέτου ζωῆς, Θεόφανες ὅσιε• πᾶσαν γάρ την προσούσαν, ὕπαρξιν ἀπορρίψας, ἄθλους ὁμολογίας, τὴ ἀσκήσει συνάπτεις• ἐντεῦθεν δι’ ἀμφοτέρων, φαίνεις τοῖς πέρασι». (Ἀπολυτίκιο).

Στὴν συνέχεια, θὰ τονισθοῦν τὰ ἀκόλουθα.

1. «Θεῶ τῷ ἐν σώματι, ἐπιφανέντι ἡμῖν, ὁσίως ἐλάτρευσας δι’ ἐναρέτου ζωῆς»

Ἡ ἀληθινὴ λατρεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ συνδέεται μὲ τὴν ὁσία καὶ ἐνάρετη ζωή, ἤτοι μὲ τὴν ἐναρμόνιση τοῦ βίου καὶ τῆς πολιτείας τοῦ ἀνθρώπου σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ὑπακοὴ σὲ ὅλες τὶς θεῖες ἐντολὲς καθαρίζεται ἡ καρδιὰ ἀπὸ τὰ πάθη, ταπεινώνεται ὁ ἄνθρωπος, φωτίζεται ὁ νοῦς του καὶ βλέπει τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τὴ καρδία ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται».

Ὁ Θεὸς δὲν ζητᾶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο χρήματα, κτήματα ἡ ἄλλα ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ ζητᾶ τὴν καρδιά του, γιὰ νὰ τὴν καθαρίση καὶ νὰ ἐνοικήση μέσα σὲ αὐτὴν καὶ νὰ τὴν μεταβάλη σὲ ναό, στὸν ὁποῖο θὰ τελῆται ἀδιαλείπτως ἡ ἀληθινὴ πνευματικὴ λατρεία. Διὰ στόματος τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, λέγει ὁ Θεὸς ὅτι «ὁ λαὸς αὐτὸς μὲ τιμᾶ μὲ τὰ χείλη, ἐνῷ ἡ καρδιά του εἶναι μακριὰ ἀπὸ μένα» καὶ γι’ αὐτὸ ὅσο καὶ νὰ κραυγάζη δὲν εἰσακούεται.

Ὁ Προφήτης Μωϋσὴς ὅταν προσευχόταν, παρ’ ὅλο ποὺ δὲν κινοῦσε τὰ χείλη του, ἐν τούτοις ἡ προσευχή του εἶχε τέτοια δύναμη καὶ ἔνταση, ποὺ ἀκουγόταν ἀπὸ τὸν Θεὸ σὰν δυνατὴ κραυγή. Καὶ εἰσακούσθηκε, ἐπειδὴ ὁ τρόπος τῆς ζωῆς του ἦταν θεάρεστος, ἡ καρδιά του δοσμένη ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεὸ καὶ προσευχόταν ἐκ βαθέων. Ἡ βίωση τοῦ ἀσκητικοῦ τρόπου ζωῆς ποὺ διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, βοηθᾶ στὸ νὰ συγκεντρώνεται, στὴν προσευχὴ καὶ τὴν λατρεία ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος συνηθίζει νὰ περιπλανᾶται καὶ νὰ αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ εἰκόνες καὶ νοήματα προσώπων καὶ πραγμάτων. Ἡ προσέλευσή μας στὸν Ἱερὸ Ναὸ ἀπὸ νωρὶς τὸ πρωΐ, ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου, μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ ἀπολαύσουμε τοὺς θαυμάσιους ὕμνους τῆς Κυριακῆς ἡ τῆς συγκεκριμένης Ἑορτῆς, ποὺ γλυκαίνουν τὴν καρδιὰ καὶ παράλληλα βοηθοῦν τὸν νοῦ νὰ συγκεντρώνεται καλύτερα στὴν θεία Λειτουργία.

2. «φαίνεις τοῖς πέρασι».

Ὅταν ἡ καρδιὰ καθαρίζεται ἀπὸ τὰ πάθη καὶ φωτίζεται ὁ νοῦς, τότε ὅλη ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη γίνεται φῶς καὶ «φαίνει τοῖς πέρασι». Ἀκτινοβολεῖ ὁ ἄνθρωπος το φῶς τῆς θείας Χάριτος μὲ τὸν λόγο καὶ τὰ ἔργα του καὶ γίνεται χρήσιμος στοὺς πάντες, ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτὴν τὴν ἄλογη κτίση. Παρηγορεῖ τοὺς πονεμένους, τρέφει τοὺς πενομένους, στηρίζει αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἕτοιμοι νὰ καταρρεύσουν ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἀποτυχιῶν καὶ τῶν πολυποίκιλων προβλημάτων, δὲν καταστρέφει τὴν κτίση, ἀλλὰ ἀντίθετα τὴν ἀγαπᾶ καὶ τὴν φροντίζει. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ εἶναι πραγματικὰ οἱ καλύτεροι οἰκολόγοι.

Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος, λόγῳ τῆς ὑπερηφάνειας καὶ τῶν ἄλλων παθῶν του, δὲν ἐπιτρέπη στὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ νὰ εἰσέλθη μέσα στὴν ὕπαρξή του, τότε εἰσέρχεται ἡ κτιστὴ ἐνέργεια τοῦ διαβόλου. Ἐπειδὴ ὁ διάβολος ὅταν βλέπη τὴν καρδιὰ ἄδεια ἀπὸ τὴν θεία Χάρη, ἔρχεται καὶ σκοτίζει τὸν νοῦ καὶ ἐξουσιάζει τὸν ἄνθρωπο. «Γιατί τί δουλειὰ ἔχει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ὑπερηφάνεια; Ὁ Θεὸς εἶναι ταπείνωση. Καὶ ὅταν φύγη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ ζαλίζει τὸν ἄνθρωπο. Μπορεῖ μετὰ νὰ δεχθῇ ὁ ἄνθρωπος μιὰ ἐπίδραση δαιμονικὴ ἐξωτερικὴ καὶ νὰ ἔχη μέσα του σκοτάδι πνευματικὸ» (π. Παΐσιος). Ἑπομένως, ὅπως τονίζει συχνὰ ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἰερόθεος, δύο κατηγορίες ἀνθρώπων ὑπάρχουν στὴν κοινωνία. Ὅσοι ἔχουν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ αὐτοὶ εἶναι στὴν πραγματικότητα οἱ ἄνθρωποι τοῦ Πνεύματος, καὶ ὅσοι δὲν ἔχουν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καί, κατὰ συνέπεια, ἐξουσιάζονται ἀπὸ τὸ πονηρὸ πνεῦμα.

Οἱ πρῶτοι εἶναι πνευματικὰ ὑγιεῖς καὶ μεταδίδουν θετικὴ ἐνέργεια, ἤτοι εἰρήνη, γαλήνη, ἠρεμία, χαρά, ἀγάπη, φῶς καὶ πνευματικὴ ὑγεία, ἐνῷ οἱ δεύτεροι μεταδίδουν ἀρνητικὴ ἐνέργεια, ὅπως ταραχή, σύγχυση, διχόνοια, μῖσος, σκοτασμὸ καὶ πνευματικὴ ἀσθένεια. Καὶ τὸ χειρότερο ἀπὸ ὅλα εἶναι ὅτι «δὲν αἰσθάνονται τὴν ἔλλειψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Συμβαίνει σ’ αὐτοὺς ὅ,τι καὶ στὸν ἐκ γενετῆς τυφλό, ποὺ δὲν εἶχε συνείδηση τί πολύτιμο πρᾶγμα του λείπει, τὸ φῶς τοῦ ἡλίου. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν ἔχουν στὴν καρδιά τους οὔτε πίστι, οὔτε ἀγάπη...» (Ἁγ. Ἰωάννης της Κρονστάνδης). Καὶ συνεχίζει λέγοντας:

«Ὅποιος ἔχει στὴν καρδιά του τὸν Θεὸ δὲν ἀφήνει καὶ κανέναν ἄνθρωπο ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιά του» καὶ γι’ αὐτὸ εὐχαριστεῖται νὰ προσφέρη συνεχῶς καὶ νὰ προσφέρεται.–

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 3096