Τὸ Πάσχα στὴν ποίηση τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ
Κώστα Παπαδημητρίου, Σχολικοῦ Συμβούλου
Ἡ μεγάλη χριστιανικὴ γιορτὴ τοῦ Πάσχα συγκίνησε καὶ ἐνέπνευσε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ποιητές μας, ἄλλους ἐξωτερικὰ καὶ ἐπιδερμικὰ καὶ ἄλλους σὲ βάθος.
Ὁ Σολωμός μᾶς ἔδωσε τὸ ἀριστουργηματικό του ποίημα «Ἡμέρα Λαμπρῆς». Μὰ καὶ ὁ Παλαμᾶς, γιὰ νὰ ἀρκεσθῶ στοὺς δύο κορυφαίους μας, δὲν ὑστέρησε νὰ συμπυκνώση ὅλο τὸ νόημα τῆς Σταυρικῆς θυσίας καὶ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Θεναθρώπου σὲ μιὰ σειρὰ ποιημάτων του.
Σὲ πολλὰ λυρικά του ξεσπάσματα συνέρχεται ἀπὸ τὴν παραζάλη τῆς στυγνῆς λογικῆς καὶ τῆς ἐφήμερης γνώσης καὶ μὲ ὅλη τὴ θέρμη τῆς ψυχῆς του, μὲ διεισδυτικὲς καταδύσεις μέσα του, προσπαθεῖ νὰ βρῇ τὴν ἀληθινὴ οὐσία τῆς ὕπαρξης, νὰ συλλάβη μὲ τὰ ἄϋλα μάτια τῆς ψυχῆς του ἄλλους κόσμους ὑπερούσιους. Ζῆ βαθιὰ μέσα του τὴν πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀλλὰ μὲ τὸ δικό του τρόπο, καὶ τὴν οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας, στὴν πιὸ φωτεινὴ καὶ τὴν πιὸ μυστικὴ παρουσία στὴ ζωή μας καὶ μὲ περισσὴ πειστικότητα ἐκφράζει τὰ μεταφυσικὰ ὁράματά του.
Ἡ ἐσωτερική του αὐτὴ διάθεση φαίνεται, ὅταν ὑμνολογὴ καὶ δοξολογῇ τὶς γιορτὲς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ὅταν τὶς προσεγγίζη, δὲν περιορίζεται στὸν ἐξωτερικό τους διάκοσμο καὶ στὴ γραφικότητά τους ἡ μόνο στὸ καθαρὰ ἑλληνικό τους χρῶμα, ἀλλὰ ἀφήνει νὰ μιλήσουν μέσα του, νὰ τὸν συγκινήσουν ὑπαρξιακά. Τότε ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος:
«Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, ποὺ πάθη ταπεινά
δὲν ἔχουν τόπο, νιώθω δυὸ μάτια φωτεινά.
Καὶ βλέπω τα κρυμμένα, τ’ ἀθώρητα θωρῶ,
τὸν ἄνθρωπο, τὴν πλάση, τ’ ἀστέρια, τὸν καιρό..»
(«Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου»)
Αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του τὸν κάνουν νὰ βλέπη, σὲ στιγμὲς ἐνορατικὴς ἐγρήγορσης, τὰ «κρυμμένα» καὶ «τ’ ἀθώρητα». Τότε εἶναι πού, ὅπως λέει ὁ ἴδιος:
«Ω μέσα μου γεννιέται ἕνας Θεός
καὶ τὸ κορμί μου γίνεται ἕνας ναός..»
(«Ἕνας Θεός»)
Τέτοιες στιγμὲς καὶ τέτοιες ὧρες τὸν βρίσκουν τακτικὰ στὶς μεγάλες γιορτὲς τῆς Χριστιανοσύνης, τὰ Χριστούγεννα καὶ τὸ Πάσχα. Περιοριζόμαστε στὶς ἀναφορές του στὴ δεύτερη, τὸ Πάσχα.
Στὴν «Ἀσάλευτη ζωὴ» περιλαμβάνεται τὸ πολυσήμαντο ποίημά του «Τραγούδι τοῦ Σταυροῦ», γραμμένο σὲ προσωπικὸ τόνο. Προσωποποιεῖ τὸ ἴδιο τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ, ποὺ ἐπάνω τοῦ «ἔγειρε Ἐκεῖνος τὸ ἄχραντο κεφάλι Του καὶ ξεψύχησε» καὶ ποὺ μετὰ τὸ θάνατό Του «ἄστρα γενήκαν τὰ καρφιὰ τοῦ μαρτυρίου» καὶ ὅσοι πίστεψαν βγῆκαν κερδισμένοι καὶ ὅσοι Τὸν ἀρνήθηκαν ἐξοντώθηκαν:
«Οἱ καταφρονεμένοι μ’ ἀγκαλιάσανε
καὶ σὰ βουνὰ καὶ σὰ Θαβὼρ ὑψώθηκαν ἐμπρός μου.
Οἱ δυνατοὶ τοῦ κόσμου μὲ κατάτρεξαν
γονάτισα στὸν ἴσκιο μου τοὺς δυνατοὺς τοῦ κόσμου...»
(«Ἀσάλευτη ζωή. Τραγούδι τοῦ Σταυροῦ»)
Τραγουδᾶ ὕστερα μὲ τοὺς πιὸ ὑποβλητικοὺς στίχους τὸ Πάσχα, ἀπὸ τὰ Πάθη ὡς τὴν Ἀνάσταση. Μὲ ἀνεπανάληπτο λυρισμὸ δίνει τὴν εἰκόνα τῆς Μ. Παρασκευῆς:
«Ἡ νύχτα τῶν Παθῶν, ἁγία Παρασκευὴ μεγάλη,
θυμᾶσαι; Οἱ κράχτες βροντεροὶ τοῦ δρόμου καὶ χουγιάζουν
«Ὥρα, ὥρα γιὰ τὴν ἐκκλησιά!» Τὰ σήμαντρα σωπαίναν,
μήπως ταράξουν τοῦ Ἰησοῦ τὸν ὕπνο ὁλογυρμένου
στῶν ἐπιτάφιων τὰ χρυσᾶ τὰ σάβανα ποὺ οἱ βιόλες
χλωμὲς καὶ τὰ τριαντάφυλλα τὰ κοκκινοπλουμίζαν.
Θυμᾶσαι; Ἡ νύχτα τῶν Παθῶν μὰ καὶ τ’ Ἀπρίλη ἡ νύχτα
τῆς χώρας ὅλα, νόμιζες, νὰ βουβαθοῦν γυρεύαν
θρῆσκα καὶ κατανυχτικά, τὴ σιγαλιὰ νὰ κάμουν
μιὰ προσφορὰ εὐλαβικὴ πρὸς τοῦ Κυρίου τὰ Πάθη.
Καὶ μοναχὰ δὲ σώπαινε στὸ περιβόλι μέσα
μὲ τὴ δικούλα του ἐκκλησιά, μὲ τὴ λατρεία δική του,
πιστὸς καὶ ἱερουργὸς Θεοῦ ψηλότερου ἀπ’ ὅλους,
τ’ ἀηδόνι. Ἡ νύχτα τῶν Παθῶν, μὰ καὶ τ’ Ἀπρίλη ἡ νύχτα.
Διάπλατες πέρα οἱ ἐκκλησιὲς ὁλόφωτες καὶ φτάναν
ἀπ’ τ’ ἀνοιχτὰ παράθυρα στὰ σπίτια μας οἱ θρῆνοι
σεμνοὶ κι ἀντιθρηνούσανε στοῦ χριστιανοῦ τὰ χείλη:
«Ζωὴ ἐν τάφῳ... Ἔαρ γλυκύ... Γλυκύτατόν μου τέκνον..»
Μπρὸς στὴν πεζούλα τοῦ σπιτιοῦ, τῆς γειτονιᾶς μελίσσι
κι ἐμεῖς, ἀγόρια ἀγίνωτα κι ἀστάλωτες παιδοῦλες,
ὁ ὕπνος δὲ μᾶς ἔπαιρνε, προσμέναμε τὴν ὥρα
τῆς ἐκκλησιᾶς...»
(«Γιορτές»)
Στὸ μουσικότατο ἐπίσης ποίημά του, στὴν ἴδια συλλογή, ἐμπνέεται ἀπὸ τὸ γνωστὸ ἀπόσπασμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Μάρκου, ὅπου ἡ Μαγδαληνή, ἡ Μαρία, ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωσὴ καὶ ἡ Σαλώμη, ποὺ «μακρόθεν θεωροῦσαι» ἔγιναν μάρτυρες ὅλων τῶν περιστατικῶν ποὺ ἀναφέρονται στὴν Σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ σ’ αὐτὸ ἐκφράζονται οἱ πεποιθήσεις καὶ τὰ ὁράματα τοῦ Παλαμᾶ. Τὶς μακαρίζει ὁ ποιητὴς ποὺ εἶχαν τὴ θεία εὔνοια νὰ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεανθρώπου «τὰ μυστικὰ ρήματα», καταφίλησαν τὰ ἄχραντα πόδια Του καὶ τὰ σφούγγισαν μὲ τὰ ξέπλεκα μαλλιά τους. Καὶ συνεχίζει:
«Ἀπάνου στὸ Σταυρὸ καθὼς ἀργόσβηνε
τὴν πανάγια θρηνήσατε ὀμορφιά Του,
στὰ μαῦρα ἡ πλάση, ἡ φύση, ὁ ἥλιος ντύνονταν
στὰ μαῦρα καὶ οἱ καρδιές σας ἐδῶ κάτου.
Τὴν πέτρα ὅταν τοῦ τάφου Του συντρίβοντας,
ξαναφώτισε ὁ Κύριος τὴ χτίση,
εἴσαστε ἐσεῖς τὰ πιὸ ἀκριβὰ Τοῦ χτίσματα
ποὺ στάθηκε νὰ πρωτοχαιρετήσει.
Θυγατέρες της Σιών, μοῖρες ἰσάγγελες
τὴ δόξα τοῦ Κυρίου στεφανωμένες,
σᾶς ἀγαπῶ, γιατί ὅσο κι ἂν ἁγιάσατε,
μένετε πάντα ἀνθρώπινα πλασμένες...»
(«Οἱ θυγατέρες της Σιών»)
Στὶς ἴδιες ταπεινὲς γυναῖκες της Σιών, ποὺ δέχθηκαν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ τὸν πρῶτο ἀναστάσιμο χαιρετισμό Του, ποὺ «λίαν πρωΐ της μιᾶς των Σαββάτων» ἦλθαν στὸ μνῆμα γιὰ νὰ ἀλείψουν μὲ μύρο τὸν νεκρὸ Χριστὸ καὶ βρῆκαν τὸν λευκοντυμένο ἄγγελο ποὺ τοὺς εἶπε τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα: «ἠγέρθη οὐκ ἔστιν ὦδε, ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν». Σὲ αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς Ἀνάστασης στηρίζονται οἱ παρακάτω στίχοι τοῦ ποιητῆ:
«Δὲν εἶναι μνῆμα• ὁ κόσμος εἶναι ὁ τελειωμένος,
ποὺ χάσκει ὀλαδειανὸς καὶ κατρακυλισμένος
καὶ στερνοδείχνεται σ’ ἐσᾶς, τριπλῆ λατρεία,
σ’ ἐσᾶς, Μαγδαληνή, Σαλώμη, ἐσύ, ὦ Μαρία!
Ἀπ’ τὴ δική σας τὴν ἀφάνταστη εὐτυχία
δῶστε τῆς γῆς, κάθε ψυχῆς καὶ κάθε ἀνθρώπου
κάθε λαοῦ, κάθε πατρίδας, κάθε τόπου!
Τῆς συμφορᾶς ἄμποτε τ’ ἄσειστο λιθάρι
νὰ τὸ κυλάει ἑνὸς χιονάτου ἀγγέλου ἡ χάρη,
καὶ τὰ τρανὰ νεκρὰ καὶ τὰ νεκρὰ τὰ ὡραῖα
νὰ παίρνουν μιὰ ζωὴ γιὰ πάντα νέα!»
(«Χαιρετισμὸς Ἀναστάσιμος»)
Στὸ ποίημά του «Λαμπρὴ» δοξολογεῖ τὴ γιορτὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὴν ἀποκαλεῖ «Μυστικὸ ρόδο ποὺ οἱ σκληροὶ γεννοῦν τοῦ μαρτυρίου Σταυροὶ» καὶ «χαρὰ τῶν ἄδολων καρδιῶν καὶ τῶν ὀλόασπρων κρίνων». Εἶναι ἐμπνευσμένοι οἱ στίχοι ἀπὸ τὸν Κατηχητικὸ λόγο τοῦ Χρυσοστόμου: «Εἰ τὶς εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καὶ λαμπρᾶς πανηγύρεως...»
Νὰ μερικοὶ στίχοι του:
«Στὸ στόμα ὡς ἔχουν τὸ φιλὶ τοῦ Πάσχα, ὅλοι, μεγάλοι, μικροί
δεῖξε φιλὶ ἀναστάσιμο καὶ στὴν Ἑλλάδα πάλι, Λαμπρή,
πρόσταξε τοῦ ὄκνου οἱ δαίμονες νὰ πέσουν καὶ τοῦ μίσους νεκροί,
στῆσε μας τῆς θυσίας βωμοὺς καὶ τῆς Ἀγάπης Κροίσους, Λαμπρή,
ἀπὸ λατρεῖες παλιὲς καὶ νέες ἄναψε Ὑμέναιον ἕνα, Λαμπρή,
γιὰ μιὰν ἀπίστευτη στὸ θάμα τῶν Ἑλλήνων γέννα, μπορεῖ...»
(«Λαμπρή»)
Ἐδῶ ὁ ποιητὴς γίνεται διερμηνευτῇς τῶν πόθων καὶ προσδοκιῶν τοῦ λαοῦ μας πού, ὅπως θὰ πῇ σὲ ἄλλο τραγούδι του («Γιορτές»), «δέρνεται ξερριζωμένος καὶ σκορπίζει τὸ τραγούδι του ἐπὶ τῶν ποταμῶν τῆς Βαβυλῶνος...»
Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ἀποκαλύπτεται ὁλοκάθαρα ἡ θέση τοῦ Παλαμᾶ ἀπέναντι στὶς πνευματικὲς ἀξίες, εἶναι τὰ λόγια τοῦ ἴδιου, ἑρμηνεύοντας τὸ σημαντικὸ ποίημά του «Ἀπόκριση» τῆς «Ἀσάλευτης ζωῆς»:
«Ὁ ποιητὴς (λέει γιὰ τὸν ἑαυτό του) μοῦ φαίνεται νὰ εἶναι ἑλληνολάτρης• μὰ ἡ λατρεία τοῦ πολὺ τοῦ νοῦ θρησκεία• ἀποτέλεσμα καὶ σημάδι μιᾶς μόρφωσης: Ἡ καημένη του καρδιά του λέει κάτι ἄλλο: Τοῦ λέει πὼς ἀπὸ τότε ποὺ ζοῦσαν οἱ ἀρχαῖοι πέρασαν χρόνια καὶ καιροὶ• πὼς ἔχει μέσα του αἷμα καλογερικὸ• εἶναι χριστιανῶν γέννημα καὶ θρέμμα• τὸ μόνο ποὺ ξέρει. Ἂν κρατᾶ ἡ ράτσα του ἴσα ἀπ’ τοὺς Ἀθηναίους δὲν τὸ στοχάστηκε μήτε ποὺ φροντίζει. Τοῦ λέει ἡ συνείδησή του πὼς δὲν εἶναι ἄδολη ἐθνικὴ• κάθε ἄλλο• πὼς ἴσα μὲ τὴν εὐωδιὰ τοῦ ρόδου τὸν μεθᾶ τὸ λιβάνι• πὼς μαζὶ μὲ τὴν Παρθένα τὴν Ἀθηνᾶ, ποὺ συχνὰ πυκνὰ ἔρχεται στὴν ἄκρη τοῦ κονδυλιοῦ του, ἡ Παναγιὰ ἡ Ἀθηνιώτισσα τοῦ παρουσιάζεται καὶ τὴν τραγουδᾶ πιὸ γκαρδιακὰ καὶ εἰλικρινέστερα»
(«Ἅπαντα» τόμ. 10, σέλ, 451 κ.ε)
Τοῦτα τὰ λόγια του καὶ οἱ παρακάτω λαμπριάτικοι στίχοι του ἀποτελοῦν ἠχηρὸ σάλπισμα πρὸς τοὺς σημερινοὺς «Δωδεκαθεϊστὲς» καὶ ἐκφράζει τὴν πίστη του πρὸς τὸν ἀναστημένο Χριστό:
«Παραμερίστε, Ἀπόλλωνε καὶ Πάνες,
μὲ συνεπαίρνει ἡ χριστιανικὴ ὀπτασία
στὴ μεσονύχτια τὴ φωτοχυσία
φερμένη ἀπὸ χαρμόσυνες καμπάνες...»
(«Δεκατετράστιχα» ἀριθμ. 12)
- Προβολές: 3499