Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιος Ἰσίδωρος, ὁ ἐκ Χίου, 14 Μαΐου
Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα
Ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἦταν ναύτης τοῦ βασιλικοῦ στόλου, στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Δεκίου. Μεγάλωσε σὲ εἰδωλολατρικὴ οἰκογένεια, ἀλλὰ δὲν τὸν ἱκανοποιοῦσε καὶ δὲν τὸν γέμιζε ἐσωτερικὰ ἡ θρησκεία τῶν εἰδώλων. Ἦταν ἀνήσυχο πνεῦμα καὶ ἔψαχνε νὰ βρῇ τὴν ἀλήθεια, νὰ βρῇ ἐσωτερικὴ πληρότητα καὶ νόημα ζωῆς. Ἐπειδὴ ἦταν καλοπροαίρετος ἄνθρωπος δὲν ἄργησε νὰ βρῇ τὴν ἀλήθεια στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ ἐνυπόστατη ἀλήθεια. Γιατί ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι ἀφηρημένη ἔννοια, ἀλλὰ ὑπόσταση – πρόσωπο. Ὁ Πιλάτος, ὅταν δίκαζε τὸν Χριστό, τὸν ἐρώτησε τί εἶναι ἀλήθεια καὶ ὁ Χριστὸς δὲν τοῦ ἀπάντησε, ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος δὲν περίμενε ἀπάντηση. Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης λέγει ὅτι, ἐὰν ὁ Πιλάτος ἐνδιαφερόταν πραγματικὰ νὰ μάθη τί εἶναι ἡ ἀλήθεια ἡ μᾶλλον ποιός εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ ἔθετε διαφορετικὰ τὸ ἐρώτημα, δηλαδὴ ἐὰν ἐρωτοῦσε «τὶς ἐστὶν ἀλήθεια», ὁ Κύριος θὰ τοῦ ἔδινε τὴν ἀπάντηση: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή».
Ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος βρέθηκε κάποτε στὸ μυροβόλο νησὶ τῆς Χίου μαζὶ μὲ τὸν βασιλικὸ στόλο καὶ ἐκεῖ ἔφτασε στὰ αὐτιὰ τοῦ εἰδωλολάτρη Ναυάρχου Νουμέριου ἡ καταγγελία ὅτι ὁ ναύτης Ἰσίδωρος εἶναι Χριστιανός. Ἀμέσως συνελήφθη ὁ ἅγιος καὶ ὁδηγήθηκε μπροστὰ στὸν Νουμέριο. Ἀλλὰ παρὰ τὶς προσπάθειές του νὰ τὸν πείση νὰ θυσιάση στὰ εἴδωλα, πρῶτα μὲ κολακεῖες καὶ ὕστερα μὲ ἀπειλές, ὁ ἅγιος ἔμεινε σταθερὸς στὴν πίστη του καὶ γι’ αὐτὸ τὸν βασάνισαν σκληρὰ καὶ στὴν συνέχεια τὸν ἔριξαν στὴν φυλακή. Ὁ πατέρας του, ὅταν πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς κατέφθασε ἐσπευσμένα στὴν Χίο, καὶ προσπάθησε νὰ τὸν μεταπείση, στὴν ἀρχὴ μὲ χάδια καὶ γλυκόλογα. Τὸν ἀσπάσθηκε πατρικὰ καὶ τὸν παρακάλεσε θερμὰ νὰ ἐπιστρέψη στὴν εἰδωλολατρεία. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰσίδωρος προσπάθησε μὲ τὴν σειρά του νὰ τὸν πείση νὰ ἐγκαταλείψη τὴν λατρεία τῶν εἰδώλων, ποὺ στὴν πραγματικότητα εἶναι λατρεία τῶν δαιμόνων, καὶ νὰ πιστέψη στὸ Τριαδικὸ Θεό, τὸν μόνον ἀληθινὸ Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι το φῶς, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Ὁ πατέρας του τότε πέταξε τὸ προσωπεῖο καὶ ἔδειξε τὸ πραγματικό του πρόσωπο. Ἀγρίεψε ξαφνικά, ἡ ὄψη του ἀλλοιώθηκε, ἄφησε τὰ χάδια καὶ τὰ γλυκόλογα, μίλησε ἄσχημα στὸν γιό του καὶ γεμᾶτος ὀργή τον καταράσθηκε, παρότρυνε δὲ τὸν Νουμέριο νὰ τὸν θανατώση. Τότε ἐκεῖνος τὸν βασάνισε καὶ πάλι σκληρὰ καὶ ἐπειδὴ ἔβλεπε ὅτι παρὰ τὰ φρικτὰ βασανιστήρια ἐξακολουθοῦσε νὰ ζῆ, τὸν ἀπεκεφάλισε καὶ ἔτσι ἡ ψυχή του πέταξε στὰ οὐράνια σκηνώματα, «ὅπου ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων» καὶ «ζωὴ ἀτελεύτητος».
Τὰ γεγονότα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν ταφὴ τοῦ σκηνώματος τοῦ ἁγίου Ἰσιδώρου, μᾶς εἶναι γνωστὰ ἀπὸ τὸ ἄρθρο τοῦ προηγουμένου Δεκεμβρίου, ὅταν ἀναφερθήκαμε στὸ βίο τῆς ἁγίας μάρτυρος Μυρώπης ἡ Μερόπης. Δηλαδή, παρὰ τὴν διαταγὴ τοῦ Νουμέριου νὰ παραμείνη ἄταφο τὸ σῶμα τοῦ ἁγίου Ἰσιδώρου καὶ παρὰ τὸ ὅτι φυλασσόταν ἀπὸ ὁπλισμένους στρατιῶτες, ἡ ἁγία Μερόπη βρῆκε τὸν τρόπο νὰ τὸ πάρη καὶ νὰ τὸ ἐνταφιάση μὲ τὶς ἀνάλογες τιμές. Καὶ τὸ γεγονὸς αὐτό, ὅπως εἴδαμε, ὑπῆρξε ἡ ἀφορμὴ τοῦ μαρτυρίου της.
Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία τοῦ ἁγίου Ἰσιδώρου μας δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:
Ἡ γνήσια καὶ ἀνιδιοτελὴς ἀγάπη εἶναι καρπὸς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ καὶ χωρίς την Χάρη τοῦ Θεοῦ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀγαπᾶ ἀληθινά. Ἀκόμη καὶ τὴν φυσικὴ ἀγάπη, ποὺ ἔχουν οἱ γονεῖς πρὸς τὰ παιδιὰ καὶ τὴν ὁποία ἔχουν καὶ αὐτὰ τὰ ἄλογα ζῶα, καὶ αὐτὴν ἀκόμα μπορεῖ νὰ μὴ τὴν ἔχη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἀποξενώνεται τελείως ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως τὸ βλέπουμε στὴν περίπτωση τοῦ πατέρα τοῦ ἁγίου Ἰσιδώρου. Χωρὶς τὴν Θεία Χάρη ὁ ἄνθρωπος ἀποθηριοῦται, γίνεται, δηλαδή, σὰν τὰ ἄγρια θηρία, μᾶλλον γίνεται χειρότερος καὶ ἀγριότερος καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ θηρία, γιατί ἐκεῖνα δὲν θανατώνουν ποτὲ ἐνσυνείδητα τὰ παιδιά τους.
Ὁ ἱερὸς Ψαλμωδός, θέλοντας νὰ τονίση τὸ παραπάνω γεγονός, καὶ κυρίως τὸ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀληθινὸς Πατέρας, ποὺ δὲν ἐγκαταλείπει ποτὲ τὰ παιδιά του, σὲ καμμιὰ περίπτωση, λέγει ὅτι «ὁ πατήρ μου καὶ ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλειπόν με, ὁ δὲ Κύριος προσελάβετό με». Δηλαδή, ὁ πατέρας μου καὶ ἡ μητέρα μου μὲ ἐγκατέλειψαν, ἀλλὰ ὁ Θεὸς μὲ προσέλαβε καὶ μοῦ δείχνει σὲ κάθε περίσταση καὶ μὲ κάθε τρόπο τὴν ἀγάπη Του. Γι’ αὐτὸ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Τριαδικὸς Θεὸς εἶναι Πατέρας μας καὶ μᾶς ἀγαπᾶ ἀληθινά, γιὰ νὰ μὴ ἀπελπιζόμαστε ὅ,τι καὶ νὰ μᾶς συμβῇ, ἀλλὰ νὰ στηρίζουμε πάντοτε τὴν ἐλπίδα μας σὲ Αὐτὸν καὶ νὰ ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴν ἀγάπη Του. Ἐπίσης, νὰ εἴμαστε σίγουροι πὼς καὶ ὅλοι νὰ μᾶς ἐγκαταλείψουν Αὐτὸς δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ μᾶς ἐγκαταλείψη καὶ νὰ μᾶς ἀπογοητεύση.
Οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας ἔλεγαν τὸ σοφὸ ἐκεῖνο ἀπόφθεγμα ὅτι «τῶν εὐτυχούντων πάντες φίλοι, τῶν δυστυχούντων οὐδὲ οἱ γεννήτορες». Δηλαδή, ὅλοι κάνουν τὸν φίλο σὲ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εὐτυχοῦν, ἐνῷ ἐκείνους ποὺ δυστυχοῦν δὲν τοὺς σπλαχνίζονται οὔτε αὐτοὶ ποὺ τοὺς γέννησαν. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε, δυστυχῶς, καθημερινὰ καὶ ἰδιαίτερα τὸ βιώνουν αὐτοὶ ποὺ εἶχαν ἀξιώματα ἡ χρήματα καὶ τὰ ἔχασαν. Ἀλλὰ μπορεῖ νὰ πῇ κανεὶς ὅτι τώρα εἶναι πραγματικὰ εὐτυχεῖς, ἐπειδὴ τώρα εἶναι σὲ θέση νὰ γνωρίζουν πραγματικὰ ποιοί τοὺς ἀγαποῦν πραγματικά.
Πράγματι, ὅταν ἔρχονται στὴν ζωή μας πειρασμοί, τότε «ἀποκαλύπτονται ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοὶ» καὶ τότε μετροῦμε τοὺς φίλους μας, ἐπειδὴ τότε χωρίζουν οἱ κίβδηλοι ἀπὸ τοὺς γνήσιους. Γι’ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ φοβόμαστε τοὺς πειρασμούς. Βέβαια, δὲν πρέπει νὰ τοὺς ἐπιζητοῦμε, ἀλλὰ ὅταν ἔρχονται νὰ τοὺς δεχόμαστε εὐχάριστα, δοξολογῶντας τὸν Θεό, ἐπειδὴ μᾶς ὠφελοῦν παντοιοτρόπως καὶ κυρίως ἐπειδὴ γίνονται ἀφορμὴ νὰ ἀποκαλύπτονται τῶν καρδιῶν οἱ λογισμοί.–
- Προβολές: 3161