Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Ἡσυχασμὸς καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ὁμιλία στὸ Συνέδριο ποὺ διοργανώθηκε ἀπὸ τὸ «Εὐρωπαϊκὸ Δίκτυο Ἐρευνῶν» στὴν Βενετία, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς παρουσίασης τῆς μετάφρασης τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὰ ἰταλικὰ (βλ. τ. 129, Φέβ. 2007).
Ὅπως εἶναι γνωστὸν ὁ ἅγιος Γρηγόριος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ὁ Παλαμᾶς ἔζησε τὸν 14ο αἰῶνα καὶ ἔδρασε στὴν Κωνταντινούπολη, τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ τὴν Θεσσαλονίκη. Ἡ ἐποχὴ αὐτὴ ἦταν δύσκολη γιὰ τὴν Ρωμαϊκή - Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία ἀπὸ πάσης πλευρᾶς. Στὴν εἰσήγηση αὐτὴ δὲν προτίθεμαι νὰ παρουσιάσω τὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς του, οὔτε νὰ ἀναπτύξω τὰ ἱστορικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα ποὺ ἔγιναν τὴν ἐποχή του καὶ στὰ ὁποῖα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔπαιξε ἕναν σημαντικὸ ρόλο, οὔτε βέβαια νὰ ἀναλύσω τὴν ὅλη θεολογική του διδασκαλία τὴν ὁποία θεωρῶ δεδομένη. Ἄλλωστε ἡ εἰσήγηση αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι σύντομη γιὰ νὰ δοθῇ ἡ δυνατότητα νὰ γίνη συζήτηση γιὰ θέματα ποὺ ἀπασχολοῦν τὸ ἀκροατήριο.
Ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἤθελα νὰ τονίσω εἶναι ὅτι θεωρῶ μεγάλη εὐλογία τὴν μετάφραση τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὴν Ἰταλικὴ γλῶσσα, γιατί ἔτσι θὰ γνωρισθῇ καλύτερα ἡ διδασκαλία του, ποὺ εἶναι μεγαλειώδης, ἀλλὰ καὶ θὰ συντελέση σημαντικὰ στὸν διάλογο σὲ θεολογικά, ἐκκλησιαστικά, ἐπιστημονικά, καὶ κοινωνικὰ θέματα. Καὶ αὐτὸ τὸ θεωρῶ πολὺ σημαντικὸ γιατί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὰ ἔργα του ἀναλύει διεξοδικὰ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας τὴν ὁποία συναντοῦμε καὶ σὲ πολλοὺς Λατίνους Πατέρας τῶν πρώτων αἰώνων καὶ αὐτὸ ἔχει μεγάλη σημασία γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ἀφοῦ τὰ κύρια προβλήματα ποὺ τὸν ἀπασχολοῦν εἶναι τὰ ὑπαρξιακὰ καὶ ὀντολογικά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐκπηγάζουν καὶ πολλὰ ἄλλα προβλήματα.
Γιὰ παράδειγμα νὰ ἀναφέρω τὴν παράδοση ποὺ περιγράφεται στὸ βιβλίο «Διάλογοι» ποὺ συγγράφηκε ἀπὸ τὸν Πάπα Ρώμης ἅγιο Γρηγόριο Μέγα, τὸν ἐπονομαζόμενο Διάλογο. Διαβάζοντας κανεὶς τὸ βιβλίο αὐτό, στὸ ὁποῖο ἀναλύεται ἡ ζωὴ πολλῶν Ἐπισκόπων, Κληρικῶν, ἀσκητῶν καὶ λαϊκῶν, ἀλλὰ καὶ ὁ βίος τοῦ ἁγίου Βενεδίκτου, τοῦ ἱδρυτοῦ τοῦ ὁμωνύμου μοναχικοῦ τάγματος, βλέπει ὅτι ὑπάρχουν κοινὰ στοιχεῖα μεταξὺ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου καὶ τοῦ ἁγίου Διαδόχου Φωτικῆς, ποὺ ἔζησαν τὴν ἴδια ἐποχή, καθὼς ἐπίσης κοινὰ στοιχεῖα ἀμφοτέρων μὲ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ ποὺ ἔζησε τὸν 14ο αἰῶνα καὶ ἔκανε διάλογο μὲ τὸν Βαρλαάμ. Στὸ συγκεκριμένο αὐτὸ βιβλίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου, γίνεται λόγος γιὰ νοῦ, καρδιά, ἡσυχία τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς, γιὰ ἄσκηση καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ, γιὰ νοερὰ προσευχὴ καὶ θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, γιὰ κάθαρση, φωτισμὸ καὶ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ πνεῦμα τῆς προφητείας κλπ. Αὐτὰ τὰ θέματα ποὺ συναντοῦμε στὸ βιβλίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου ἀποτελοῦν τὴν οὐσία τοῦ ἡσυχασμοῦ ποὺ ἀνέπτυξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ μποροῦμε νὰ τὰ δοῦμε στὰ κείμενά του.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο –καὶ ἐπαναλαμβάνω– θεωρῶ μεγάλη εὐλογία τὴν μετάφραση τῶν ἔργων του στὴν Ἰταλικὴ γλῶσσα, γιατί ἔτσι θὰ δοθῇ ἡ δυνατότητα νὰ δοῦμε τὰ κοινὰ στοιχεῖα τῆς παραδόσεως Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως καὶ νὰ βροῦμε τὶς παραδόσεις μας καὶ κυρίως τὴν μέθοδο καὶ τὸν τρόπο τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ὁπότε καὶ ὁ διάλογος γιὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν θὰ ἀποκτήση νηπτικὸ ἐσωτερικὸ θεολογικὸ χαρακτῆρα μέσα ἀπὸ τὸν Ὀρθόδοξο ἡσυχασμό. Στὴν συνέχεια θὰ ἐντοπίσω δύο σημεῖα ποὺ θεωρῶ σημαντικὰ καὶ δείχνουν τὴν ἐπικαιρότητα τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
1. Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος διακατέχεται ἀπὸ ἕναν προβληματισμὸ γύρω ἀπὸ τὸν Θεό, προσπαθεῖ νὰ ἀπαντήση στὰ ἐρωτήματα τί εἶναι ὁ Θεὸς καὶ πὼς μπορεῖ νὰ ἀποκτήση γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἄλλοι ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὸν διαφωτισμὸ διακρίνονται γιὰ τὸν δεϊσμό, τὸν ἀγνωστικισμὸ καὶ τὴν ἀθεΐα, καὶ ἄλλοι πιστεύουν λογικὰ στὸν Θεό, ἀλλὰ δὲν γνωρίζουν τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον μποροῦν νὰ τὸν προσεγγίσουν ἐμπειρικά. Στὸ θέμα αὐτὸ ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι σημαντική. Κατ ἀρχὰς ἡ διδασκαλία του εἶναι κατ ἐξοχὴν ἐμπειρική. Καίτοι σπούδασε στὸ Πανεπιστήμιο τὴν φιλοσοφία τοῦ Ἀριστοτέλη, τὴν ὁποία γνώριζε καλά, ἐν τούτοις ἀκολούθησε ἐντελῶς διαφορετικὴ μέθοδο γιὰ τὴν προσέγγιση τοῦ Θεοῦ. Στὸ Ἅγιον Ὅρος ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή, καὶ ἔφθασε στὴν γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε, ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὸν Θεό, τὸ ἔκανε μέσα ἀπὸ τὴν προσωπική του ἐμπειρία. Γνώρισε ἐμπειρικὰ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καὶ ὁμιλοῦσε γι' αὐτές.
Ἔπειτα, τοῦ δόθηκε ἀφορμὴ νὰ ἀναλύση ὅλη αὐτὴν τὴν θεογνωσία -«ἱερογνωσία», ὅπως τὴν χαρακτηρίζει. Τόνιζε στὰ ἔργα τοῦ ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει οὐσία καὶ ἐνέργεια, καὶ ἐφ' ὅσον ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη καὶ ἡ ἐνέργειά του εἶναι ἄκτιστη. Ὁ Θεὸς ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν ἄκτιστη ἐνέργειά Του. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος μετέχει ποικιλοτρόπως τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τῆς οὐσίας Του. Ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, δὲν πρέπει νὰ ὑποπίπτουμε σὲ ὑπερβάσεις καὶ παραθεωρήσεις, δηλαδὴ δὲν μποροῦμε νὰ τὴν ὑπερτιμοῦμε ἀπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς καὶ νὰ τὴν ἐξετάζουμε ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὰ Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀπὸ τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας γνωρίζουμε ὅτι τὰ Πρόσωπα-Υποστάσεις τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἔχουν κοινὰ καὶ ἀκοινώνητα γνωρίσματα. Τὰ κοινὰ εἶναι ἡ οὐσία-φύση καὶ ἡ ἐνέργεια, ἐνῷ τὰ ἀκοινώνητα εἶναι τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα, ἤτοι ὁ τρόπος ὑπάρξεως τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ ἀγέννητο τοῦ Πατρός, τὸ γεννητὸ τοῦ Υἱοῦ καὶ τὸ ἐκπορευτὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι, ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι κοινὴ καὶ στὰ Τρία Πρόσωπα.
Τὸ θέμα αὐτὸ δὲν εἶναι φιλοσοφικό, ἀλλὰ ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν θεούμενο ἄνθρωπο ποὺ μετέχει τῆς θεοποιοῦ ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ δι' αὐτῆς τῆς γνώσεως ἀποκτᾶ καὶ τὴν γνώση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἀντιλαμβανόμαστε, ὅπως τὸ συναντοῦμε στὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐνυπόστατη. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἐνεργῶν εἶναι τὸ Πρόσωπο-Υπόσταση, ἡ οὐσία-φύση εἶναι τὸ ἐνεργητικὸ καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ οὐσιώδης κίνηση τῆς φύσεως. Ἔτσι, οὔτε ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ διαχωρίζεται ἀπὸ τὰ Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, οὔτε θεωρεῖται ὅτι ὑπερέχει ἡ διακρίνεται διαλεκτικὰ ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐπισήμανση αὐτὴ εἶναι σημαντική, γιατί εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ ἑρμηνευθῇ ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ περὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀπρόσωπη, πρᾶγμα ποὺ δὲν εἶναι ἀληθές.
Ἔπειτα, ὅταν ὁμιλοῦμε γιὰ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, κάνουμε λόγο καὶ γιὰ ἐνέργειες. Βεβαίως, μία εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ λαμβάνει διάφορα ὀνόματα ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματά της. Ἔτσι, γίνεται λόγος γιὰ οὐσιοποιὸ ἐνέργεια ποὺ δίνει ὀντότητα στὰ ὄντα, γιὰ ζωοποιὸ ἐνέργεια ποὺ δίνει ζωή, γιὰ σοφοποιὸ ἐνέργεια ποὺ προσφέρει σοφία, λογικὴ καὶ αὐτεξουσιότητα, γιὰ θεοποιὸ ἐνέργεια ποὺ θεώνει τὸν ἄνθρωπο. Ἐπίσης, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴν τὴν διάκριση, γίνεται λόγος γιὰ δημιουργικὴ καὶ προνοητικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, γιὰ καθαρτική, φωτιστικὴ καὶ θεοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἐπὶ πλέον ἡ ἀγάπη, ἡ δικαιοσύνη, ἡ εἰρήνη, ἡ φιλανθρωπία κλπ. τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ποὺ λαμβάνουν ὀνόματα ἀνάλογα μὲ τὰ ἀποτελέσματά τους.
Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μερικὲς φορές, ὅταν θέλη ὁ Θεὸς καὶ ὑπάρχουν ἀπαραίτητες προϋποθέσεις, θεᾶται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὡς Φῶς, δηλαδὴ ἐκεῖνος ποὺ ἀξιώνεται τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, βλέπει τὴν ἐνέργειά Του ὡς Φῶς. Καὶ αὐτὸ τὸ Φῶς εἶναι ἄκτιστον, δηλαδὴ εἶναι θεῖο. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι γίνεται σαφέστατη διάκριση μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου Φωτός. Ὅπως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πορευόμενος στὴν Δαμασκὸ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς μεσημβρίας, ἔβλεπε τὴν λάμψη τοῦ ἡλίου καὶ συγχρόνως ἔβλεπε ἕνα ἄλλο Φῶς, λαμπρότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ ἔκανε τὴν διάκριση μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου φωτός, τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν θεόπτη ἄνθρωπο.
Ἔπειτα, αὐτὴ ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς δὲν εἶναι συμβολική, ἠθικὴ καὶ ἐξωτερική, ἀλλὰ κοινωνία καὶ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος βλέπει τὸν Θεό, διὰ τῆς ἑνώσεώς του μαζί Του. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἑνώνεται μὲ τὸν Θεὸ καὶ βλέπει τὸν Θεό. Ἀκόμη αὐτὴ ἡ ἕνωση προσφέρει τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὁ θεούμενος σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση ἀποκτᾶ τὴν ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, γνωρίζει τί εἶναι ὁ Θεός, διακρίνει τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, γνωρίζει τὴν διαφορὰ μεταξὺ τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ καὶ τὴν ἑνότητα μεταξύ τους. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἶχαν αὐτὴν τὴν ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἀντιμετωπίσουν διαφόρους φιλοσόφους χρησιμοποίησαν τὴν φιλοσοφικὴ ὁρολογία καὶ ἔκαναν λόγο γιὰ οὐσία καὶ ἐνέργεια, γιὰ κοινὴ οὐσία - φύση καὶ ἰδιαίτερα πρόσωπα, γιὰ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ὑποστατικὰ ἰδιώματα κλπ. Αὐτὲς οἱ διατυπώσεις τῶν Πατέρων δὲν εἶναι φιλοσοφικοὶ ὅροι γιὰ νὰ κατανοηθῇ λογικὰ ἡ ὕπαρξη καὶ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐκφράσεις τῆς προσωπικῆς τους ἐμπειρίας γιὰ νὰ ἀπαντήσουν στὰ διάφορα φιλοσοφικὰ ρεύματα τῆς ἐποχῆς τους.
Καὶ βεβαίως, αὐτὴ ἡ ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ὑπερτέρα τῆς ἐγκεφαλικῆς καὶ κοσμικῆς γνώσης. Ἄλλη εἶναι ἡ γνώση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ μαθήματα καὶ τὴν μελέτη τῶν φιλοσοφικῶν καὶ θεολογικῶν θεμάτων, διὰ τῆς λογικῆς, τὴν ὁποία κανεὶς δὲν ἀρνεῖται ὅταν πρόκειται γιὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου, ἄλλη ὅμως εἶναι ἡ γνώση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς καὶ τὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεό. Ἔτσι, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ἡ ἀληθινὴ θεολογία εἶναι ἡ θεοπτία. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε στὸ ὅρος τοῦ Θαβὼρ ποὺ οἱ Μαθητὲς ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ δεχθοῦν τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ γίνουν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί, βεβαίως, μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
2. Ἡ μεθοδολογία τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας
Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας θέλει νὰ ἀποκτήση τὴν ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πρέπει νὰ μάθη καὶ τὴν ἀληθινὴ μέθοδο πορείας πρὸς αὐτὴν τὴν γνώση. Αὐτὴν τὴν μέθοδο ἔχει ἀναλύσει ἐκτενῶς στὰ κείμενά του ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο φαίνεται ἡ ἐπικαιρότητα τῆς διδασκαλίας του.
Ἡ μέθοδος αὐτὴ διαφέρει ἀπὸ τὴν λογικὴ ἐπεξεργασία καὶ ἀπὸ τὸν ὑπερβατικὸ διαλογισμό. Δηλαδή, πολλοὶ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας προκειμένου νὰ γνωρίσουν τὸν Θεό, χρησιμοποιοῦν τὴν λογικὴ καὶ τὸν στοχασμό, ἀλλὰ καταλήγουν σὲ φάσματα τῆς ἀληθείας. Καὶ ἄλλοι γιὰ νὰ ὑπερβοῦν τὸν στοχασμὸ καὶ τὴν λογικοκρατία, ποὺ συνδέεται μὲ τὴν φαντασία, ἀκολουθοῦν τὴν μέθοδο τοῦ ὑπερβατικοῦ διαλογισμοῦ ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ἕνα ὑπερπροσωπικὸ ἀπόλυτο, ποὺ καὶ αὐτὸ τελικὰ εἶναι προϊὸν τῆς φαντασίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀναλύει στὰ ἔργα του τὴν πραγματικὴ μέθοδο, ἡ ὁποία συναντᾶται στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ ἔργα τῶν Πατέρων καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἡσυχαστικὴ μέθοδος. Ἔτσι, ὁ ἡσυχασμὸς εἶναι διάφορος ἀπὸ τὴν λογικοκρατία καὶ τὸν ὑπερβατικὸ διαλογισμό, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ την γιόγκα γιὰ νὰ φθάση στὴν νιρβάνα. Στὰ ἔργα του ἀναλύει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπὸ νοῦ καὶ αἴσθηση. Μὲ τὸν νοῦ του ἔρχεται σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ἀφοῦ αὐτὸς (ὁ νοῦς) εἶναι τὸ κατάλληλο ὄργανο γιὰ τὴν κοινωνία αὐτή, καὶ μὲ τὴν αἴσθηση ἀποκτᾶ γνώση τῶν κτισμάτων καὶ τοῦ περιβάλλοντος κόσμου. Μεταξὺ νοῦ καὶ αἰσθήσεως ὑπάρχει ὁ λόγος, ἡ φαντασία καὶ ἡ δόξα. Μὲ τὸν λόγο κρίνει καὶ ἐρευνᾶ τὰ πράγματα, μὲ τὴν φαντασία ἀποκτᾶ αἴσθηση τῶν πραγμάτων ποὺ ἔρχονται μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῶν αἰσθήσεων, καὶ μὲ τὴν δόξα σχηματίζει γνώμη - ἄποψη γιὰ κάθε πρᾶγμα.
Οἱ ἐνέργειες αὐτὲς τῆς ψυχῆς πρέπει νὰ λειτουργοῦν κατὰ φύσιν καὶ ὑπὲρ φύσιν καὶ ὄχι παρὰ φύσιν. Καὶ μάλιστα, ὅπως ὁ ἴδιος ἅγιος διδάσκει, γιὰ νὰ φθάση κανεὶς στὴν γνώση τοῦ Θεοῦ θὰ πρέπη κατὰ τὸν καιρὸ ποὺ προσεύχεται νὰ ἀδρανοποίηση τὴν αἴσθηση, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐπηρεάζεται ἡ λογική, ἡ φαντασία καὶ ἡ δόξα, καὶ νὰ ἐνεργοποιήση τὸν νοῦ. Αὐτὸ γίνεται μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν νοερὰ ἡσυχία καὶ προσευχή. Ἔτσι, ἔρχεται σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ διά του νοός, ἀποκτᾶ τὴν ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν συνέχεια διατυπώνει αὐτὴν τὴν ἐμπειρία μὲ τὴν δόξα καὶ τὴν διάνοια. Ἀντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ διά του νοὸς καὶ ἔχει σχέση μὲ τὴν κτίση διὰ τῆς αἰσθήσεως καὶ τῆς λογικῆς. Ἡ σύγχυση μεταξὺ τῶν δυνάμεων αὐτῶν καὶ ἡ ταύτιση μεταξὺ τοῦ νοῦ καὶ τοῦ λόγου δημιουργεῖ ψυχικὲς καὶ πνευματικὲς ἀσθένειες, ἤτοι ἄγνοια Θεοῦ, εἰδωλοποίηση τῆς κτίσεως, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργοῦνται πολλὲς φυσικὲς θρησκεῖες, μὲ ὅλα τὰ παρεπόμενά τους.
Αὐτὴν τὴν μέθοδο ἀκολούθησε ἡ Παναγία στὰ ἅγια τῶν ἁγίων καὶ ἔφθασε στὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν θέωση καὶ ἔτσι ἀξιώθηκε νὰ γίνη Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὸν λόγο του στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου ἀναλύει μὲ καταπληκτικὸ τρόπο τὴν μέθοδο ποὺ ἀκολούθησε ἡ Παναγία ποὺ εἶναι ὁ ἡσυχασμός, ἤτοι νέκρωσε τὴν αἴσθηση καὶ τὴν λογική, τὴν δόξα καὶ τὴν φαντασία, ποὺ προέρχονται ἀπὸ αὐτήν, καὶ ἐπὶ πλέον ἐνεργοποίησε τὸν νοῦ - τὴν νοερὰ ἐνέργεια. Μέσα ἀπὸ τὰ πλαίσια αὐτὰ πρέπει νὰ δοῦμε τὴν ἑρμηνεία ποὺ δίνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὸν θεῖο σαββατισμό.
Μέσα στὰ δυὸ αὐτὰ σημεῖα (ἡσυχασμὸς καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ) βρίσκεται ἡ κεντρικὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅπως φαίνεται στὰ κείμενά του, κυρίως στὶς ὁμιλίες ποὺ ἔκανε στὸ ποίμνιο τῆς Θεσσαλονίκης. Πρέπει δὲ νὰ σημειωθῇ ὅτι αὐτὲς οἱ ὁμιλίες εἶναι δείγματα θεολογικοῦ λόγου, ἀφοῦ συνδέουν τὴν θεολογία μὲ τὴν ποιμαντική. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος δὲν ἀναπτύσσει μιὰ στοχαστικὴ θεολογία χωρὶς νὰ ποιμαίνη, οὔτε ποιμαίνει χωρὶς νὰ θεολογή. Στὶς ὁμιλίες αὐτὲς φαίνεται ἡ ἱκανότητά του νὰ θεολογή, νὰ ἐρμηνεύη τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ νὰ ποιμαίνη ὁδηγῶντας τοὺς πιστοὺς στὴν ἐλευθερία τοῦ πνεύματος.
3. Ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μέσα ἀπὸ σύγχρονη ἐμπειρία
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἦταν ἐκφραστὴς τῆς θεολογίας καὶ τοῦ ἡσυχασμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διατυπώθηκε στὰ ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων. Δὲν ἔκανε ἕνα δικό του φιλοσοφικό, θεολογικὸ καὶ ἡσυχαστικὸ σύστημα, ἀλλὰ ἐξέφρασε αὐτὸ ποὺ συνάντησε στοὺς γονεῖς του, ποὺ ζοῦσαν στὸ «πνεῦμα» τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, τοὺς πνευματικούς του διδασκάλους, ὅπως τοῦ Θεολήπτου Φιλαδελφείας, καὶ τὴν ζωὴ ποὺ βρῆκε στὸ Ἅγιον Ὅρος, ὅπου μαθήτευσε σὲ ἡσυχαστὲς Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν τὴν ἱερὰ ἡσυχία, ὅπως τὴν εἶχε ἐκφράσει καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης καὶ ἄλλοι Πατέρες.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν πρέπει νὰ διαβάζη κανεὶς τὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στοχαστικὰ καὶ σχολαστικά, ἀλλὰ νὰ ἐξετάζη παράλληλα καὶ τὴν ὅλη ἀτμόσφαιρα ποὺ τὰ δημιούργησαν. Καὶ εἶναι σημαντικὸ νὰ λεχθῇ ὅτι αὐτὴ ἡ παράδοση διασώζεται καὶ σήμερα ζωντανὴ στὸ Ἅγιον Ὅρος. Πολλοὶ Ἁγιορεῖτες Πατέρες τὴν ἐκφράζουν, ἀλλὰ κατὰ καιροὺς ἐμφανίζονται περισσότερο μερικοὶ ἀπὸ αὐτούς. Θὰ ἤθελα νὰ ἐπισημάνω τὰ ἔργα του Ἄρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, ἱδρυτοῦ τῆς Σταυροπηγιακῆς καὶ Πατριαρχικῆς Μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὸ Essex Ἀγγλίας, ὁ ὁποῖος ἀσκήθηκε ἡσυχαστικὰ στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀκόμη καὶ μέσα στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους γιὰ μιὰ εἰκοσιπενταετία καὶ ἐξέφρασε αὐτὴν τὴν ἐμπειρία στὰ βιβλία ποὺ κυκλοφοροῦν.
Ἀκόμη τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πρέπει νὰ τὴν ἐρμηνεύση κανεὶς μέσα ἀπὸ τὰ κείμενα ἱκανῶν θεολόγων τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν (νὰ θυμηθῶ τὸν πρωτεργάτη Καθηγητὴ Παναγιώτη Χρήστου καὶ τοὺς μαθητές του, τοὺς Καθηγητὲς π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, Γεώργιο Μαντζαρίδη, π. Γεώργιο Μεταλληνό, π. Θεόδωρο Ζήση κ.α.), οἱ ὁποῖοι μελέτησαν τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου μέσα ἀπὸ τὴν ζωντανὴ ἐμπειρία τῶν Πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἀλλὰ καὶ χρησιμοποιῶντας αὐθεντικὲς θεολογικὲς καὶ ἱστορικὲς πηγές. Μέσα ἀπὸ τὸ πνεῦμα αὐτὸ δημοσίευσα καὶ τὸ βιβλίο μου μὲ τίτλο: «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἁγιορείτης». Ἡ παράλληλη μελέτη τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ με, κατὰ τὸ πλεῖστον, σύγχρονη ἐμπειρικὴ ἑρμηνευτική, θὰ βοηθήση στὴν καλύτερη κατανόησή της. Καὶ αὐτὸ εἶναι σημαντικό, γιατί ἂν διαβάση κανεὶς τὰ ἔργα τοῦ ἁγιορείτου Ἁγίου, μέσα ἀπὸ ἄλλες προοπτικές –ὀρθολογιστικές, ἠθικιστικές, συντηρητικές– εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ τὰ παρερμηνεύση.
Ὁ κίνδυνος τῆς παρερμηνείας παρατηρήθηκε καὶ κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔζησε καὶ δίδαξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Πράγματι, ὑπῆρχαν τρεῖς τάσεις τὴν ἐποχή του ποὺ ἦλθαν ἀντιμέτωπες στὸν ἅγιο Γρηγόριο καὶ τὴν διδασκαλία του. Ἡ πρώτη τάση ἦταν ὁ ὀρθολογισμὸς (δυτικὸς ἡ ἀνατολικός), ὅπως ἐκφραζόταν μὲ τὴν ποικιλόμορφη σχολαστικὴ θεολογία ποὺ συνδεόταν μὲ τὴν κλασσικὴ μεταφυσική, μὲ τὸν πλατωνισμό, τὸν ἀριστοτελισμὸ καὶ τὸν νεοπλατωνισμό. Ἡ δεύτερη τάση ἦταν ὁ ἠθικισμός, ὅπως ἐκφραζόταν ἀπὸ τὸν οὑμανισμὸ ποὺ βιωνόταν καὶ στὴν Δύση καὶ τὴν Ἀνατολή. Ἄλλωστε ὑπῆρχε μιὰ ἀλληλεπίδραση Ἀνατολῆς καὶ Δύσης στὸ θέμα τοῦ οὑμανισμοῦ. Καὶ ἡ τρίτη τάση ἦταν ὁ συντηρητισμὸς (σὲ Δύση καὶ Ἀνατολὴ) ποὺ ἐκφραζόταν μὲ τὴν μηχανικὴ καὶ θεσμικὴ προσέγγιση καὶ βίωση τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, ποὺ στεκόταν σὲ τύπους καὶ σὲ λέξεις καὶ παραθεωροῦσε ὅλη τὴν ἐσωτερικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ποὺ περιλαμβάνεται στὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Αὐτὲς οἱ τρεῖς τάσεις –ὀρθολογισμός, ἠθικισμὸς καὶ συντηρητισμός– ὑπάρχουν καὶ σήμερα καί, ὅπως ἐλέχθη πιὸ πάνω, εἶναι ἐνδεχόμενο, ἂν διαβασθοῦν τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ αὐτή, νὰ παρερμηνευθοῦν, ἀκόμη δὲ χειρότερα νὰ πολεμηθοῦν. Πρέπει νὰ ἐντοπισθῇ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ δύο ἀπὸ τοὺς βασικοὺς μεταφραστὲς τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὴν ἰταλικὴ γλῶσσα (Μελέτης Μελετιάδης καὶ Ettore Perrella) δὲν εἶναι θεολόγοι καὶ φιλόσοφοι, ἀλλὰ ψυχαναλυτές. Αὐτὸ δείχνει ὅτι αὐτοὶ διέκριναν τὴν σημασία τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ τόσα ψυχολογικὰ ὑπαρξιακὰ προβλήματα ποὺ τὸν διακατέχουν.
Πράγματι, ὁ ἡσυχασμὸς δείχνει ὅτι ὁ Χριστιανισμός, ὅπως ἐκφράζεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρας καὶ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, καὶ ὅπως βιώνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὰ μυστήρια καὶ τὴν ἄσκηση, ἔχει ἔντονο «ψυχοθεραπευτικὸ» χαρακτῆρα, καὶ φανερώνει ὅτι ἂν ἐμφανιζόταν ὁ Χριστιανισμὸς στὴν ἐποχή μας, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, δὲν θὰ τὸν ἀντιλαμβανόμασταν ὡς θρησκευτικό, φιλοσοφικό, ἠθικό, κοινωνικὸ σύστημα, ἀλλὰ ὡς ψυχοθεραπεία-νευρολογία μὲ τὴν ἰδιαίτερη, βέβαια, ἀνθρωπολογία, σωτηριολογία καὶ θεολογία.
Ἑπομένως, δίνουμε μεγάλη σημασία ὄχι μόνον στὴν ἀνάγνωση τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀλλὰ καὶ στὴν αὐθεντικὴ ἑρμηνεία τους, βάσει τῆς σύγχρονης πραγματικῆς ἡσυχαστικῆς ἐμπειρίας.
4. Ἐπικαιρότητα τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
Ἀπὸ ὅσα ἐλέχθησαν προηγουμένως φαίνεται ἡ ἀξία καὶ ἡ ἐπικαιρότητα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ σὲ πολλὰ ζητήματα. Μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ, τὸ ὑπαρξιακὸ κενό, τὰ κοινωνικὰ προβλήματα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία νοήματος γιὰ τὴν ζωή, οἱ διάφορες ψυχαναλυτικὲς σχολές, ἡ ταύτιση νοῦ καὶ λογικῆς, ποὺ συνδέεται μὲ τὴν ἑνιαία μεθοδολογία τῆς γνώσης, τὰ διάφορα φιλοσοφικὰ συστήματα, ὅπως καὶ τὰ ρεύματα τοῦ διαφωτισμοῦ, τοῦ ρομαντισμοῦ, τοῦ νεωτερισμοῦ καὶ τοῦ μετανεωτερισμοῦ, ὁ ἀνατολικὸς μυστικισμὸς μὲ τὸν ὑπερβατικὸ διαλογισμὸ καὶ τὸ ὑπερπροσωπικὸ ἀπόλυτο, ἡ ταύτιση ἐπιστήμης καὶ θεολογίας, καὶ πολλὰ ἄλλα.
Ἡ ἡσυχαστικὴ μέθοδος ποὺ ἀναλύεται στὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι ἐπίκαιρη περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά, γιατί ἡ λογικοκρατία, ὅπως φάνηκε μὲ τὸν διαφωτισμὸ καὶ τὴν νεωτερικότητα, δημιούργησε πολλὰ προβλήματα στὸν ἄνθρωπο, καὶ γι’ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος ἀναζητᾶ τὴν ἐσωτερικότητα, αὐτό το κάτι ἄλλο ποὺ βρίσκεται κάτω καὶ πέρα ἀπὸ τὴν λογική. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο σήμερα ἡ φιλοσοφία γίνεται ὑπαρξιακή, ἡ ψυχολογία ψυχαναλυτική, ἡ τέχνη σουρεαλιστικὴ κ.ο.κ.
Θὰ ἤθελα νὰ ἐντοπίσω δύο σημεῖα, στὰ ὁποῖα φαίνεται ἡ ἐπικαιρότητα τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Τὸ ἕνα εἶναι ὁ κλονισμὸς τῆς κλασσικῆς μεταφυσικῆς. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ κλασσικὴ μεταφυσική, μὲ τὶς διάφορες ἐκφράσεις της, τόνιζε τὴν ὕπαρξη ἑνὸς κόσμου πέρα ἀπὸ τὰ φυσικά, ἤτοι τὶς ἰδέες ἡ τὰ εἴδη, ὁ ὁποῖος κόσμος καθορίζει ὅλα τὰ φυσικά, τὶς ἐπιστῆμες καὶ τὸν ἄνθρωπο. Ὅταν, ὅμως, κατὰ τὴν Ἀναγέννηση καὶ κυρίως τὸν Διαφωτισμὸ κλονίσθηκαν τὰ θεμέλια τῆς μεταφυσικῆς κτυπήθηκε καὶ ἡ σχολαστικὴ θεολογία ποὺ συνδέθηκε μὲ τὴν μεταφυσική, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀναπτυχθῇ ἡ ἀθεΐα, ὁ δεϊσμὸς καὶ ὁ ἀγνωστικισμός.
Ὅμως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δίδαξε ὅτι ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας δὲν συνδέεται μὲ τὴν μεταφυσική –δὲν εἶναι μεταφυσική– ἀλλὰ κατ' ἐξοχὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, δὲν συνδέεται μὲ τὴν φιλοσοφία, ἀλλὰ μὲ τὴν ἰατρική, τὶς θετικὲς ἐπιστῆμες, ἤτοι τὴν ἰατρική, τὰ μαθηματικά, τὴν φυσική. Οἱ ἰατροὶ θεραπεύουν τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν στοχάζονται, οἱ φυσικοὶ κάνουν πειράματα καὶ φθάνουν στὴν θεωρία καὶ οἱ μαθηματικοὶ κάνουν πράξεις καὶ τὶς ἐπιβεβαιώνουν. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὴν θεολογία, ὅπως ἐκφράζεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, δηλαδὴ εἶναι ἰατρική του πυρῆνα τῆς προσωπικότητος τοῦ ἀνθρώπου, συνδέεται μὲ τὴν θεωρία (θέα) τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν πράξη, διδάσκει τὴν ἀλήθεια περὶ τοῦ Θεοῦ καὶ ὅποιος θέλει μπορεῖ νὰ τὴν ἐπιβεβαιώση.
Τὸ ἄλλο σημεῖο εἴνα ἡ ἐμφάνιση τῆς ψυχιατρικῆς καὶ τῆς ψυχανάλυσης. Βέβαια, γνωρίζουμε ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ ψυχιατρική - νευρολογία, ἄλλο ἡ ψυχοθεραπεία, ἄλλο ἡ ψυχανάλυση, ἄλλο ἡ ψυχολογία. Ἔχουν μεταξύ τους κοινὰ σημεῖα, ἀλλὰ καὶ σημαντικὲς διαφοροποιήσεις.
Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι ἡ ψυχανάλυση ἐμφανίσθηκε στὴν Δύση ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἐπικρατήσεως ἐκεῖ τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τοῦ ἠθικισμοῦ. Ὁ ὀρθολογισμός –ὄχι ἁπλῶς ὁ ὀρθὸς λόγος– θεώρησε κέντρο τοῦ ἀνθρώπου τὴν λογική, καὶ ὁ ἠθικισμὸς περιόρισε τὴν προσοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἐξωτερικὴ πλευρά του. Στὴν πραγματικότητα ὁ ὀρθολογισμὸς καὶ ὁ ἠθικισμὸς παραθεώρησαν τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ μηχανιστικὴ θεώρηση τῆς ἰατρικῆς δημιούργησε πολλὰ προβλήματα στὸν ἄνθρωπο, γιατί πέρα ἀπὸ τὸν ὀρθὸ λόγο καὶ τὸν τρόπο λειτουργίας τῶν ὀργάνων τοῦ σώματος, ὑπάρχει καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ ἀποτελεῖ τὸ πνευματικὸ στοιχεῖο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, ἡ ἐμφάνιση τῆς ψυχιατρικῆς καὶ τῆς ψυχανάλυσης ἦταν, χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιῇ κανείς, μιὰ ἀναζήτηση τοῦ ἡσυχασμοῦ. Αὐτὸ ἐξηγεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ δυτικοὶ κυρίως ψυχαναλυτὲς ἐνδιαφέρθηκαν καὶ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸν ὀρθόδοξο ἡσυχασμό.
Βεβαίως, εἶναι γνωστὸν ὅτι στὴν Δύση ἀναπτύχθηκαν πολλὲς ψυχαναλυτικὲς σχολὲς μὲ πατέρα τὸν Freud, ποὺ ἔδωσε σημασία στὸ libido, στὸ γενετήσιο ἔνστικτο στὴν διαμόρφωση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως, ὑπῆρξαν καὶ ἄλλοι συνεργάτες καὶ μαθητὲς τοῦ Freud ποὺ δὲν δέχθηκαν αὐτὴν τὴν ἄποψη, ὅπως οἱ δύο συνεργάτες του, ὁ Adler ποὺ διετύπωσε τὸν καθοριστικὸ ρόλο γιὰ τὴν διαμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου τῆς ὁρμῆς γιὰ κοινωνικὴ ἀναγνώριση, καὶ ὁ Jung ποὺ εἶδε αὐτὴν τὴν διαμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὶς πνευματικές-ἀρχετυπικὲς ἀρχὲς ποὺ εἶναι ἔμφυτες στὸν ἄνθρωπο. Ἐπίσης ὑπῆρξαν καὶ μαθητὲς τοῦ Freud, ὅπως ὁ Fromm, ποὺ ἐντόπισε τὶς κοινωνικὲς καὶ πολιτιστικὲς σχέσεις μέσα στὶς ὁποῖες ζῆ καὶ ἀναπτύσσεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὴν διαμόρφωση τῆς προσωπικότητός του, καὶ ὁ Frankl ποὺ ἀνεκάλυψε ὅτι τὰ ὑπαρξιακὰ προβλήματα ποὺ συνδέονται μὲ τὸ νόημα ζωῆς εἶναι ἐκεῖνα ποὺ καθορίζουν ἡ θεραπεύουν τὸν ἄνθρωπο. Ἐπίσης πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι σήμερα τὸ θέμα τῆς ψυχανάλυσης καὶ ψυχοθεραπείας ἀναπτύσσεται περισσότερο μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῆς «μοριακῆς ψυχολογίας» καὶ τὴν συνάντηση τῆς ψυχιατρικῆς μὲ τὴν ὑπαρξιακὴ φιλοσοφία.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ μπορεῖ κανεὶς νὰ δὴ καὶ τὴν ἀξία τῆς ἡσυχαστικῆς-νηπτικὴς παραδόσεως καὶ διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ὅπως φαίνεται στὰ ἔργα του, στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει διπλῆ γνωσιολογικὴ μεθοδολογία, δηλαδὴ ἄλλη εἶναι ἡ μέθοδος γνώσεως τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἐπιστημῶν, ποὺ γίνεται μὲ τὴν λογική, καὶ ἄλλη εἶναι ἡ μέθοδος γνώσεως τοῦ Θεοῦ ποὺ γίνεται διά του νοός. Νοῦς καὶ λόγος εἶναι δύο παράλληλες ἐνέργειες τῆς ψυχῆς. Ἡ σπουδὴ στὴν ἀνθρώπινη γνώση γίνεται μὲ τὴν λογική-διάνοια καὶ ἡ σπουδὴ στὴν θεία γνώση γίνεται μὲ τὸν νοῦ, διὰ τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας. Ἔτσι, οὔτε παρατηρεῖται σύγκρουση μεταξὺ θεολογίας καὶ ἐπιστήμης, ἀλλὰ καὶ οὔτε ὁ ἄνθρωπος καταλήγει σὲ φανατισμούς, ἐπιθετικότητες, ἀρνήσεις καὶ εἰδωλοποιήσεις.
Πάντως, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος πάσχει ἀπὸ ψυχολογικὰ καὶ ὑπαρξιακὰ προβλήματα, ἀναζητᾶ τὴν ἐσωτερικὴ ἠρεμία καὶ ἐλευθερία, καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ προσέξη τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος κάνει λόγο γιὰ τὰ θέματα αὐτὰ καὶ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν οὐσιαστικὴ ἐπίλυση αὐτῶν τῶν προβλημάτων.
Κατακλείοντας αὐτὴν τὴν σύντομη εἰσήγηση θὰ ἤθελα καὶ πάλι νὰ σημειώσω ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ δὲν εἶναι ἄσχετη καὶ ἀνεξάρτητη, στὰ βασικά της σημεῖα, ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Μεγάλου, τοῦ Διαλόγου, Πάπα Ρώμης. Εἶναι μιὰ θεολογία ποὺ ἀπαντᾶ στὶς ἀναζητήσεις τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος γιὰ νὰ βρῇ ἀπαντήσεις στὰ ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα καταλήγει στὴν ὑπαρξιακὴ φιλοσοφία καὶ τὸν ἀνατολικὸ διαλογισμό, χωρὶς νὰ ἀποφεύγη τὸν ἐγκλωβισμό του σὲ ἀνθρωποκεντρικὰ σχήματα. Ὅταν τὴν μελετήσουμε μὲ τὰ κατάλληλα ἑρμηνευτικὰ κλειδιὰ καὶ ὅταν βροῦμε τὸν τρόπο νὰ τὴν ἐφαρμόσουμε στὴν πράξη, τότε θὰ μπορέσουμε νὰ τὴν ἐκτιμήσουμε ἀκόμη περισσότερο καὶ νὰ βοηθήσουμε οὐσιαστικὰ τὸν ἀνήσυχο καὶ πονεμένο ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας, ὁ ὁποῖος ὑποδουλώνεται σὲ ἰδεολογίες, ἰδεοληψίες, φανατισμοὺς καὶ ποικίλες ἐξαρτήσεις.
Τελικὰ αὐτὴ ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι λόγος ἀληθινῆς ἐλευθερίας.
- Προβολές: 3408