Skip to main content

Ἡ σημασία τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Τὴν Β' Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν - Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (28 Φεβρουαρίου ε.έ.), ὁ Ρ/Σ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶχε ἀναμετάδοση τοῦ Ὄρθρου καὶ τῆς θείας Λειτουργίας ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίας Παρασκευῆς Ναυπάκτου, στὰ πλαίσια τοῦ προγράμματος τοῦ Σταθμοῦ νὰ ἀκούγονται ἀπὸ τὴν συχνότητά του ἐκ περιτροπῆς ὅλες οἱ Ἱερὲς Μητροπόλεις.Στὴν συνέχεια δημοσιεύεται τὸ κήρυγμα τοῦ Σεβασμιωτάτου κατὰ τὴν θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς ἐκείνης.

***

Τὴν σημερινὴ Κυριακή, Β' Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὴν μνήμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, ποὺ ἔζησε τὸν 14ο αἰῶνα καὶ εἶναι μιὰ σημαντικὴ πατερικὴ φυσιογνωμία, τοῦ ὁποίου ἡ διδασκαλία ἔχει μεγάλη σημασία γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἁγίου, ποὺ εἶναι ὁ μεγάλος ἡσυχαστὴς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, ποὺ ἦταν συμμοναστής του στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ μετέπειτα βιογράφος του, προσέδωσε στὸν ἅγιο Γρηγόριο πολλὰ κοσμητικὰ ἐπίθετα, ποὺ δείχνουν τὴν μεγάλη τοῦ ἀξία. Σὲ ἕνα τροπάριο γράφει γι’ αὐτόν: «Χαῖρε Πατέρων καύχημα, Θεολόγων τὸ στόμα, τῆς ἡσυχίας σκήνωμα, τῆς σοφίας ὁ οἶκος, τῶν Διδασκάλων ἀκρότης, πέλαγος τὸ τοῦ λόγου πράξεως χαῖρε ὄργανον, θεωρίας ἀκρότης».

Βεβαίως, ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν μνήμη κάθε ἁγίου τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, ποὺ εἶναι ἡ γενέθλια ἡμέρα του, καὶ ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι ἡ 14η Νοεμβρίου. Σήμερα ὅμως θεσπίσθηκε νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία θεώρησε τὴν σημερινὴ Κυριακὴ ὡς ἑορτολογικὴ συνέχεια τῆς προηγούμενης Κυριακῆς, πρᾶγμα ποὺ δείχνει τὴν μεγάλη σημασία τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ὅπως γνωρίζουμε, τὴν προηγούμενη Κυριακὴ ἑορτάσαμε τὴν Ὀρθοδοξία, μὲ τὴν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Αὐτὸ ἔχει μεγάλη σημασία, γιατί ὅλα τὰ Χριστολογικὰ καὶ σωτηριολογικὰ δόγματα ποὺ ἐθέσπισαν οἱ ἅγιοι Πατέρες φαίνονται στὴν ἁγιογράφηση τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν φίλων Του, ποὺ εἶναι οἱ Ἅγιοι.

Ὁ τρόπος ποὺ ἁγιογραφεῖται ὁ Χριστὸς δείχνει ὅτι εἶναι ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, καὶ ὄχι τὸ κτίσμα τοῦ Θεοῦ ὅτι στὸ πρόσωπό Του ἑνώθηκαν ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως, ἀναλλοιώτως ἡ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση ὅτι ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς ἔχει θεία καὶ ἀνθρώπινη θέληση καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι σωτῆρας τῶν ἀνθρώπων. Μὲ αὐτὸ φαίνεται ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ Φὼς τοῦ κόσμου, ὁ σωτῆρας τῶν ἀνθρώπων. Καθὼς ἐπίσης στὶς ἱερὲς εἰκόνες φαίνεται καθαρὰ ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μεθέξη τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ, νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ φθάση στὴν θέωση καὶ τὸν ἁγιασμό. Τὸ δόγμα τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου φαίνεται καθαρότατα μέσα στὶς ἱερὲς εἰκόνες ποὺ ἁγιογραφοῦν οἱ ὀρθόδοξοι ἁγιογράφοι. Ὅλα τὰ πρόσωπα, ποὺ συνδέονται μὲ τὸν Χριστό, ἀκόμη καὶ αὐτὴ ἡ κτίση, βρίσκονται μέσα στὸ ἄκτιστο Φώς.

Ἡ Β’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, δηλαδὴ ἡ σημερινὴ Κυριακή, ἑορτολογικὰ εἶναι συνέχεια τῆς προηγουμένης, γιατί ἡ Ἐκκλησία θέλει νὰ μᾶς δείξη πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ συμμετάσχη σὲ αὐτὴν τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ, πῶς μπορεῖ νὰ γίνη φίλος τοῦ Χριστοῦ, πῶς μπορεῖ καὶ αὐτὸς νὰ φθάση στὴν κατὰ Χάρη θέωση, νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν Χριστό, μὲ ἄλλα λόγια πῶς μπορεῖ νὰ εἰσέλθη στὴν ἱερὰ εἰκόνα καὶ νὰ συμμετάσχη μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἁγιογραφοῦνται στὴν δόξα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἐτσι, τὸ θέμα δὲν εἶναι ἁπλῶς νὰ προσκυνοῦμε τὴν ἱερὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἄλλων εἰκόνων ποὺ δείχνουν τοὺς σταθμοὺς τῆς θείας οἰκονομίας καὶ τὶς εἰκόνες τῶν Ἁγίων, ἀλλὰ καὶ πῶς θὰ εἰσέλθουμε κι ἐμεῖς μέσα στὴν ἱερὰ εἰκόνα, πῶς θὰ συμμετάσχουμε σὲ αὐτὸ τὸ πανηγύρι τῶν Ἁγίων στὴν αἰώνια ἄκτιστη Ἐκκλησία, τὴν Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων τῶν ἀπογεγραμμένων ἐν οὐρανῷ ποὺ περιγράφει, ὅσον εἶναι δυνατὸν στὰ ἀνθρώπινα πράγματα, ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα.

Μὲ ἄλλα λόγια, τὸ πρόβλημα εἶναι πῶς τὰ δόγματα θὰ γίνουν ἐμπειρία καὶ ζωὴ σὲ μᾶς. Τὰ τρόφιμα δὲν τὰ ἔχουμε γιὰ νὰ παραμένουν στὰ ράφια τῆς κουζίνας καὶ νὰ τὰ συντηροῦμε στὸ ψυγεῖο, ἀλλὰ πρέπει νὰ τὰ τρῶμε γιὰ νὰ γίνουν τροφὴ καὶ αἷμα καὶ νὰ ἐμπλουτίζουν τὴν ζωή μας μὲ τὶς θερμίδες καὶ τὶς βιταμίνες, προκειμένου νὰ ζήσουμε. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὰ δόγματα, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι γιὰ νὰ τὰ γράφουμε στὰ βιβλία, νὰ τὰ βάζουμε στὸ εἰκονοστάσι, νὰ τὰ τιμοῦμε καὶ νὰ τὰ σεβόμαστε, νὰ τὰ γνωρίζουμε διανοητικὰ καὶ νὰ τὰ ἑορτάζουμε πανηγυρικά, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὸ πῶς αὐτὰ θὰ γίνουν πνευματική μας τροφή, πῶς θὰ εἰσέλθουν μέσα στὸν πνευματικό μας ὀργανισμὸ γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε προσωπικὴ γνώση ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεάνθρωπος, καὶ οἱ Ἅγιοι δὲν εἶναι ἁπλῶς οἱ καλοὶ ἄνθρωποι, ἀλλὰ εἶναι φίλοι τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι συμμετέχουν στὴν δόξα Του.

Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο μποροῦμε νὰ δοῦμε τὴν ἀξία τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, γι’ αὐτὸ τὸν προβάλλει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας. Μὲ ὅλα τὰ κείμενά του μᾶς διδάσκει ὄχι μόνον τί εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλὰ καὶ πῶς συνδέεται κανεὶς μαζὶ Τοῦ ὄχι τί εἶναι ἡ θέωση, ἀλλὰ πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ βιώση τὴν θέωση στὴν προσωπική του ζωὴ ὄχι μόνον τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ γίνη πραγματικὸ καὶ δοξασμένο μέλος τῆς Ἐκκλησίας.

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον στὸ «Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας», τμῆμα τοῦ ὁποίου διαβάσαμε τὴν προηγούμενη Κυριακή, τὸ πρῶτο μέρος ἀναφέρεται στὴν θεολογία τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ γενικὰ στὰ ὀρθόδοξα δόγματα, ὅπως καταγράφηκε στὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, καὶ τὸ δεύτερο μέρος ἀναφέρεται στὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ κυρίως στὸ Φὼς τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶδαν οἱ Ἀπόστολοι στὸ ὅρος Θαβώρ, ὅπως καταγράφηκε στὴν Θ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, καὶ σὲ αὐτὸ γίνεται λόγος γιὰ τὴν μεθοδολογία τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος, δηλαδὴ πῶς τὸ δόγμα θὰ γίνη ζωή.

Ὅλην αὐτὴν τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μποροῦμε νὰ τὴν δοῦμε καταγεγραμμένη στὸ ἔργο του ποὺ τιτλοφορεῖται «Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων», ποὺ ὀνομάζεται ἀλλιῶς «Οἱ τρεὶς τριάδες». Ἐκεῖ μποροῦμε νὰ διαβάσουμε ὅτι ἡ γνώση ποὺ δίνει ὁ Θεὸς εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη γνώση καὶ οἱ Προφῆτες καὶ οἱ Ἀπόστολοι ὑπέρτεροι ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους ὅτι ἡ προσευχὴ καὶ μάλιστα ἡ νοερὰ προσευχὴ φωτίζει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν ὀφθαλμὸ τῆς ψυχῆς ποὺ εἶναι ὁ νούς, ἀλλὰ ἁγιάζει καὶ τὸ σῶμα ὅτι ὁ βαθὺς σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νὰ φθάση στὴν θέωση, στὴν θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ὅπως τὸ βλέπουμε στὴν ζωὴ ὅλων τῶν Ἁγίων, γι' αὐτὸ καὶ γύρω ἀπὸ τὶς κεφαλές τους ζωγραφίζεται τὸ φωτοστέφανο.

Ἡ διδασκαλία αὐτὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀλλὰ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπὸ τοὺς Προφήτας, τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς Πατέρας καὶ τοὺς Ἁγίους διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Αὐτὴ ἡ διδασκαλία καταγράφεται ἐπαρκῶς στὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, στοὺς Ἀποστολικοὺς Πατέρας τῶν πρώτων αἰώνων καὶ γενικὰ σὲ ὅλους τοὺς Πατέρας. Αὐτὴν τὴν διδασκαλία τὴν βρίσκουμε στὰ Συναξάρια τῶν Ἁγίων, ἀλλὰ καὶ στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλη αὐτὴ ἡ διδασκαλία ἀνευρίσκεται μέσα στὴν θεία Λειτουργία, ἀλλὰ καὶ στὶς εὐχὲς τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸς εἶναι ὁ βαθύτερος σκοπὸς τῆς θείας Λειτουργίας καὶ τῶν ἄλλων Μυστηρίων.

Κάθε ἐπιστήμη ἔχει τὴν θεωρία καὶ τὴν πράξη, τὴν θεωρητικὴ διδασκαλία καὶ τὴν ἐφαρμογή, τὴν παρουσίαση τοῦ δόγματος καὶ τὴν ἐπιβεβαίωσή του. Αὐτὸ γίνεται καὶ στὴν Ὀρθοδοξία. Ἡ θεωρία διατυπώθηκε τὴν Α’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, καὶ ἡ ἐπαλήθευση καὶ ἐπιβεβαίωσή της προβάλλεται μὲ τὴν σημερινὴ ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ ὁποίου ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση δείχνει τὸ πῶς κανεὶς μπορεῖ νὰ ἐπαληθεύση ὅλα τὰ δόγματα στὴν ζωή του.

Στὴν ἐποχή μας πολλοὶ ἄνθρωποι, ἀκόμη καὶ βαπτισμένοι, ἔχουν ἀπορίες γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ὕπαρξή Του, γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἀποστολή της, γιὰ τοὺς Ἁγίους καὶ τὴν ζωή τους. Οἱ ἄνθρωποι σήμερα εἶναι πρακτικοὶ καὶ θέλουν νὰ ἐπαληθεύσουν ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποῖα διδάσκει ἡ Ἐκκλησία. Δὲν θέλουν ἁπλῶς νὰ ἀκολουθοῦν τὴν παράδοση ποὺ βρῆκαν ἀπὸ τοὺς παπποῦδες τοὺς καὶ τοὺς γονεῖς τους ποὺ ἔτσι ἐξελίσσεται σὲ συντήρηση, ἀλλὰ θέλουν νὰ ζήσουν τὴν ἐσωτερικότητά της. Καὶ αὐτὸ γιατί ἡ συντήρηση τῆς Παράδοσης, χωρὶς τὴν βίωσή της, ἡ ἐγκεφαλικὴ γνώση τῶν καθιερωμένων χωρὶς τὴν βιωματική τους προσέγγιση καὶ μάλιστα στὸν ἐσώτερο πυρῆνα τους, δὲν ἀναπαύει αὐτοὺς ποὺ πεινοῦν καὶ διψοῦν γιὰ τὸ νόημα τῆς ζωῆς τους.

Ἐπίσης, στὴν ἐποχή μας ὅλοι κάνουν λόγο γιὰ τὸ τί εἶναι ἀγάπη, ἀλλὰ τὸ πρόβλημα εἶναι πῶς θὰ ἀποκτήση κανεὶς τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη. Ὅλοι κάνουν λόγο γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τί εἶναι ὁ Θεός, ἀλλὰ λίγοι ὁμιλοῦν γιὰ τὸ πῶς θὰ φθάση κανεὶς στὴν προσωπικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι ἀναφέρονται στοὺς Ἁγίους καὶ τί εἶναι οἱ Ἅγιοι, ἀλλὰ ἐλάχιστοι ὑποδεικνύουν τὸ πῶς θὰ γίνη κανεὶς ἅγιος. Πολλοὶ ἀναφέρονται στὴν ὀρθόδοξη τέχνη, τὶς εἰκόνες, τοὺς Ναούς, τὴν μουσική, τὴν ὑμνογραφία, ἀλλὰ ἐλάχιστοι δείχνουν ποιό εἶναι τὸ βάθος τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης καὶ πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ εἰσέλθη μέσα στὴν εἰκόνα καὶ νὰ βιώση τὴν δόξα της, πῶς θὰ εἰσέλθη στὸν ἄκτιστο Ναό, τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πῶς θὰ συμμετάσχη στὸ συλλείτουργο τῶν ἀγγέλων καὶ θὰ συμψάλη μαζί τους.

Αὐτὸ τὸ πῶς μᾶς τὸ ὑποδεικνύει ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ποὺ εἶναι περίληψη ὅλης τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ αὐτὸ τὸ πῶς βιώνεται μὲ τὴν ἄσκηση ποὺ εἶναι ἡ σταυρικὴ ζωή, ἡ σταύρωση τῶν παθῶν καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν ποὺ εἶναι τὸ ἑορτολογικὸ ἀντικείμενο τῆς ἑπόμενης Κυριακῆς, τῆς Κυριακῆς τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. Ἔτσι Ὀρθοδοξία, ἡσυχασμός, σταυρικὴ ζωή, ὁδηγοῦν στὴν βίωση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωή, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, δὲν ἐξαντλεῖται στὴν ἐπιφάνεια, σὲ αὐτὸ ποὺ φαίνεται, καὶ τὸ ὁποῖο ἐκφράζεται μὲ τὰ ρεπορτάζ, τὶς ἀναλύσεις, τὰ σκάνδαλα, ἀλλὰ φανερώνεται κυρίως ἀπὸ αὐτὰ ποὺ δὲν φαίνονται, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔζησαν οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ περιέγραψε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ὁ Ἅγιος ἔζησε προσωπικὰ τὸν Θεό, προσευχόμενος μὲ τὸ «φωτισόν μου τὸ σκότος» καὶ τὸ δίδαξε ἀληθινὰ μὲ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως. Γιὰ μᾶς εἶναι τιμὴ ποὺ τὸν γνωρίσαμε μέσα ἀπὸ τὰ κείμενά του, εἶναι εὐλογία ποὺ διδαχθήκαμε καὶ μάθαμε αὐτὴν τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση, καὶ εἶναι πρόκληση γιὰ νὰ τὴν ζήσουμε στὴν προσωπική μας ζωή, γιὰ νὰ δοῦμε ἐν τοὶς πράγμασιν τί εἶναι ὁ Θεός, ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ ἱερὰ εἰκόνα, ἀλλὰ καὶ πῶς μποροῦμε νὰ συμμετάσχουμε στὴν δόξα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν δόξα τῆς ἱερᾶς εἰκόνας.

Ὅλοι μας πρέπει νὰ μελετήσουμε τὸν βίο, τὴν πολιτεία καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, γιατί ἔτσι θὰ μάθουμε, τὸ πῶς τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ θὰ βροῦμε τὴν μέθοδο μὲ τὴν ὁποῖα θὰ λύσουμε τὰ ὑπαρξιακὰ καὶ πνευματικά μας προβλήματα καὶ θὰ γνωρίσουμε τὸν Θεό.

Τελειώνοντας, ὡς Μητροπολίτης αὐτῆς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, θὰ ἤθελα νὰ εὐχαριστήσω τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο καὶ τὸν Διευθυντὴ καὶ τὰ στελέχη τοῦ Ραδιοφωνικοῦ Σταθμοῦ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν σήμερα τὴν εὐκαιρία νὰ μεταδοθῇ ἡ θεία Λειτουργία ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Ναυπάκτου.

Ὁ Θεὸς νὰ εὐλογῇ ὅλους μας.–

Κύριο ἄρθρο: Μιά πατερική ἀκτινογραφία τῆς κοινωνίας μας

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Καθημερινά οἱ εἰδήσεις μᾶς μεταφέρουν τά ὅσα ἀρνητικά γεγονότα γίνονται στήν κοινωνία μας, ἐνδοοικογενειακή βία, φόνοι, ἐγκλήματα, σωματικά καί οἰκονομικά, βιασμοί, ἐκβιασμοί, πιέσεις, αὐτοχειρίες, παραβατικότητες κ.ἄ., πού καταθλίβουν τήν ψυχή μας.

Καί ὅλοι διερωτῶνται τί φταίει γιά ὅλα αὐτά. Προτείνονται δέ διάφοροι τρόποι ἐντελῶς ἐξωτερικοί καί ἐπιπόλαιοι, σάν νά προσφέρονται ἀσπιρίνες σέ ἕναν καρκινοπαθή. Τέτοια τραγικά γεγονότα δέν ἐπιλύονται μέ ἐξωτερικές ψυχολογικές καί ἠθικές συνταγές, ἀλλά χρήζουν βαθύτερης ἀντιμετώπισης. Τό πρόβλημα εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, πού δημιουργήθηκε μέ ὑψηλές προδιαγραφές καί ὅταν αὐτές δέν ἱκανοποιοῦνται, γίνεται ἀνυπόφορος καί κυριολεκτικά ἀποθηριοῦται.

Σκέφθηκα νά γράψω ἕνα ἄρθρο γιά νά παρουσιάσω τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τό θέμα αὐτό, ἀλλά ἔπειτα θυμήθηκα ὅτι ὑπάρχει μιά ὁμιλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, τόν 14ο αἰώνα, ὁ ὁποῖος ἀνέπτυξε ποιά εἶναι ἡ αἰτία τῶν ἀνθρωπίνων καί κοινωνικῶν προβλημάτων καί πῶς ἀντιμετωπίζονται. Πρόκειται γιά ὁμιλία πού ἔκανε στήν Θεσσαλονίκη, κατά τήν ἀνάλυση τῆς περικοπῆς πού ἀναφέρεται στήν θεραπεία τῆς αἱμορροούσης γυναίκας καί τήν ἀνάσταση τῆς θυγατρός τοῦ Ἰαείρου (Ζ΄ Κυριακή Λουκᾶ, 8, 41-56). Καί αὐτή ἡ ὁμιλία εἶναι μιά πνευματική ἀκτινογραφία τῆς κοινωνίας μας.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ξεκινᾶ ἀπό τό ὅτι πρέπει νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό καί γιά τίς προηγούμενες σέ ἐμᾶς δωρεές, ἀφοῦ μέ τήν δημιουργία μας εἰσήλθαμε σέ ἕναν κόσμο τόν ὁποῖο δημιούργησε ὁ Θεός, καί γιά τίς μεταγενέστερες δωρεές πού μᾶς ἔδωσε μετά τήν γέννησή μας. Συνεχῶς πρέπει νά δοξολογοῦμε τόν Θεό γιά τά δῶρα πού μᾶς δίνει.

Στήν συνέχεια τονίζει ὅτι, δυστυχῶς, παραμελοῦμε τό νά δοξάσουμε τόν Θεό γιά ὅλα αὐτά τά δῶρα πού μᾶς δίνει συνεχῶς. Καί ἐπειδή τήν ἡμέρα ἐκείνη πού ἔκανε τήν ὁμιλία αὐτή εἶδε γεμάτο τόν Ἱερό Ναό ἀπό Χριστιανούς, σημείωσε, ὄχι γιά νά τούς ὀνειδίση, ἀλλά γιά νά τούς συνετίση, ὅτι τό προηγούμενο χρονικό διάστημα ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἄδεια ἀπό Χριστιανούς, λόγῳ τοῦ τρύγου. Λέγει:

«Βλέπω, βέβαια, τώρα τήν Ἐκκλησία γεμάτη κόσμο, ἀλλά θυμοῦμαι καί τόν περασμένο καιρό. Διότι ἦταν καιρός τοῦ τρύγου (κι αὐτό δέν τό λέγω τώρα γιά νά σᾶς ὀνειδίσω, ἀλλά γιά νά σᾶς συνετίσω)• ἦταν ὁ καιρός τοῦ τρύγου, καί ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ εἶχε σοβαρή ἔλλειψη τῶν ἐκκλησιαζομένων, πού θά ἐκτελοῦσαν ὕμνους στόν Θεό καί τίς ἐκτενεῖς ἱκεσίες πρός αὐτόν. Πραγματικά κοιμοῦνται ὅλη τή νύκτα, ἀκόμη καί κατά τίς Κυριακές ἐκείνης τῆς περιόδου, οἱ ὁποῖες γι’ αὐτό ὀνομάστηκαν ἔτσι ἀπό τόν Κύριο, ὥστε ἐγκρατευόμενοι ἀπό τίς ἡδονές μας καί ἀπέχοντας ἀπό τά βιωτικά ἔργα, σχολάζοντας ἀπό ὅλα τά βιωτικά, νά ἀφιερωνόμαστε στίς ἱκεσίες καί δοξολογίες; Καί ὅμως ἀπό μᾶς ἔρχονται οἱ ἐτήσιες καρποφορίες; ὄχι ἀπό τόν Θεό;».

Οἱ Χριστιανοί δέν ζοῦσαν σωστά μέσα στήν Ἐκκλησία, ἐνδιαφέρονταν περισσότερο γιά τά ὑλικά ἀγαθά, γιά τήν καρποφορία τῆς γῆς καί δέν ἐκκλησιάζονταν, καί συνεχίζει:

«Ὅταν, λοιπόν, φθάση ὁ καιρός τῆς ἀπολαύσεως καί συλλογῆς τούτων, τότε θά ἔπρεπε ν’ αὐξάνουμε τίς δοξολογίες πρός αὐτόν. Ἐμεῖς δέ κακῶς καί ἀδίκως ἐνεργώντας ὁπωσδήποτε, τότε τίς μειώνουμε καί τίς παραμελοῦμε περισσότερο. Ἀλλά γιατί τό λέγω αὐτό τώρα; Πολλοί καί πρίν ἀπό τόν τρύγο καί μετά τόν τρύγο δέν σηκώνονται οὔτε γιά τίς ὀρθρινές δοξολογίες τῶν Κυριακῶν, μερικοί καί ἀπό τούς ἐδῶ συναγομένους ἀκόμη ἀφιερώνουν περισσότερη προσοχή στίς ὁμιλίες μεταξύ τους παρά στίς ἱκεσίες καί δοξολογίες πρός τόν Θεό, οἱ δέ περισσότεροι προσέχουν μᾶλλον στά ψώνια παρά στά λόγια• καί στήν ἀγοραπωλησία μᾶλλον παρά στήν θεόπνευστη Γραφή, κι ἔτσι τό εὐκτήριο γίνεται πωλητήριο καί ὁ οἶκος προσευχῆς, δηλαδή ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ, γίνεται οἶκος ἐμπορίου, καί βουΐζουν γύρω μας κάποιοι σάν κηφῆνες, ὅπως βλέπετε, πού οὔτε αὐτοί ἀκούουν οὔτε τούς ἐπιθυμοῦντας ν’ ἀκούσουν τούς ἀφήνουν».

Σημειώνει ὅτι οἱ Χριστιανοί θεωροῦν «χαμένο τόν καιρό» πού θά ἀσχοληθοῦν σέ προσευχή στόν Θεό. Ἀλλά παρατηρεῖ ὅτι ὅποιος παραβλάπτει τήν «εὐσέβεια καί τήν κατά Χριστόν πολιτείαν» καί νομίζει ἀνωφελῆ τήν ὥρα τῆς προσευχῆς καί τήν περιφρονεῖ «καί ἀφοσιώνεται τελείως στά σωματικά ἔργα, δέν πιστεύει σ’ αὐτόν πού εἶπε ὅτι "χωρίς ἐμένα δέν μπορεῖτε νά κάμετε τίποτε", οὔτε γνωρίζει ὅτι ὁ Κύριος ζωῆς καί θανάτου ἔχει τήν ἐξουσία καί τῆς ὑγείας καί τῆς νόσου, καί ὅπως ἐκείνου θέμα εἶναι ὅτι μᾶς ἔπλασε, ἔτσι ἐκείνου εἶναι καί τό νά εὑρισκόμαστε στόν βίο καί νά μποροῦμε νά ἐνεργοῦμε καί γενικῶς νά ὑπάρχουμε».

Στήν συνέχεια, ἀπαντώντας στά ἐπιχειρήματα μερικῶν ὅτι χωρίς νά ἔρχονται στήν Ἐκκλησία καί νά ἀφιερώνονται στή προσευχή πού γίνεται «ὄχι μόνον ἐκτελοῦν τά βιωτικά, ἀλλά πλουτοῦν καί κερδίζουν δόξα καί ἔχουν σωματική ὑγεία» παρατηρεῖ, ὅτι «νοῦς ἀποστάς τοῦ Θεοῦ ἤ κτηνώδης γίνεται ἤ δαιμονιώδης», δηλαδή ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀπομακρύνεται ἀπό τόν Θεό, τότε γίνεται ἤ κτηνώδης (συμπεριφέρεται ὡς κτῆνος) ἤ δαιμονιώδης (συμπεριφέρεται ὡς διάβολος).

Αὐτή εἶναι ἡ βασική αἰτία τῶν συγχρόνων προβλημάτων, παραβατικῶν ἐκδηλώσεων, ἐγκλημάτων, βιαιοπραγιῶν καί ἄλλων ἀντικοινωνικῶν ἐκδηλώσεων. Αὐτή εἶναι ἡ ἀνάλυση ἑνός μεγάλου Πατρός τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἄνθρωποι δέν ἐκκλησιάζονται, φεύγουν μακρυά ἀπό τόν Θεό, καί τότε ἤ γίνονται σάν τόν διάβολο μέ τήν ὑπερηφάνεια ἤ σάν τά ζῶα μέ τά πάθη.

Θά ἤθελα νά καταγράψω ὅλο τό σκεπτικό τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού ἀκτινογραφεῖ τήν ἐποχή μας ὡς ἄριστος γιατρός. Λέγει:

«Ἄν γιά κάθε ἔργο δέν ἐπικαλούμαστε τόν Θεό καί δέν ἔχουμε τή συνεργία του, δίδουμε εἴσοδο στόν πονηρό• καί ἡ τέτοια εἴσοδός του ὄχι μόνο ἀχρειώνει τή διαγωγή μας, ἀλλά καί ὁδηγεῖ πρός ἀπαίσιο τέλος• ἐξαγριώνει ἐξαιτίας μικρῶν ζητημάτων καί προφάσεων τόσο πολύ ἐναντίον ἀλλήλων, ὥστε ἄλλοι μέν νά εἶναι ξαπλωμένοι ἀπό ἐπέμβαση συγγενικῆς μαχαίρας, ἄλλοι δέ νά ζοῦν ἀφοῦ ἐλερώθηκαν μέ αἷμα τῶν ὁμοφύλων ἤ στή γνώμη καί στήν ψυχή ἤ καί σ’ αὐτό τό φονικό χέρι. Διότι νοῦς πού ἀποστάτησε ἀπό τόν Θεό ἤ κτηνώδης γίνεται ἤ δαιμονιώδης• καί ἀφοῦ ἀποστάτησε ἀπό τούς κανόνες τῆς φύσεως ἐπιθυμεῖ τά ξένα καί δέν εὑρίσκει χορτασμό ἡ φιλοκέρδειά του• καθιστᾶ τόν ἑαυτό του ἔκδοτο στίς σαρκικές ἐπιθυμίες καί δέν γνωρίζει μέτρο ἡδονῆς. Θέλει νά τιμᾶται ἀπό ὅλους αὐτός πού μέ τά ἔργα ἀτιμάζει τόν ἑαυτό του, καί θέλει ὅλους νά τόν κολακεύουν καί νά συμφωνοῦν καί νά συμπράττουν μέ τίς γνῶμες του, καί ὅταν δέν τό ἐπιτυγχάνη αὐτό (διότι πῶς μπορεῖ αὐτό νά γίνη;) γεμίζει ἀκάθεκτη ὀργή. Ὁ θυμός του καί ἡ ὁρμή κατά τῶν ὁμοφύλων ὁμοιάζει μέ τοῦ ὄφεως• καί ἀνθρωποκτόνος γίνεται ὁ ἄνθρωπος καί ὁμοιάζει μέ τόν ἀνθρωποκτόνο Σατανᾶ αὐτός πού δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ.

Καί ὅλων αὐτῶν τῶν κακῶν ἕνα εἶναι τό αἴτιο, τό ὅτι ἀπομακρύναμε τόν νοῦ ἀπό τόν φόβο καί τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ καί ὅτι δώσαμε εἴσοδο στήν συνεργία τοῦ ἀρχεκάκου ἐχθροῦ. Ἐάν δέ πρίν ἀπό κάθε ἔργο ἀσφαλίζουμε τήν ψυχή μέ τούς πρός τόν Θεόν ὕμνους καί τίς προσευχές, ὁ ἀντίπαλος δέν θά ἔχη θέση μέσα μας. Θά ἀπομακρυνθῆ δέ μαζί μέ αὐτόν καί ὅλη ἡ γύρω του φατρία τῶν κακῶν• θά κοσμήση τίς ψυχές μας συμμετρία καί σωφροσύνη καί δικαιοσύνη καί πραότης καί ταπείνωση, καί συνδεόμενοι μεταξύ μας διά τῆς ἀγάπης θά ζήσουμε εἰρηνική καί ἀστασίαστη ζωή, ἔχοντας ἀνάμεσά μας, διά τῆς συνεχοῦς συνομιλίας μέ αὐτόν, τόν βασιλέα τῆς εἰρήνης Χριστόν».

Στήν συνέχεια τῆς ὁμιλίας του παρουσιάζει τό πῶς ἡ Ἐκκλησία θεραπεύει αὐτήν τήν κτηνώδη καί δαιμονιώδη συμπεριφορά τῶν ἀνθρώπων.

«Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ κάθε πρωΐ πρίν ἀπό ὁποιοδήποτε ἔργο ἑλκύεται πρός τόν ἑαυτό της διά τῶν ἱερῶν κωδωνοκρουσιῶν• διότι ἡ καθημερινή πρός τόν Θεό συνομιλία διά προσευχῆς καί ψαλμωδίας καί ὅλες τίς ἐπιθέσεις κατευνάζει καί μετασκευάζει καί τίς σαρκικές ὀρέξεις ἀναστέλλει καί τήν τάση πρός τήν πλεονεξία ἀμβλύνει καί τόν τύφο καθαιρεῖ καί τόν φθόνο ἀναιρεῖ καί τόν θυμό παιδαγωγεῖ καί τήν μνησικακία ἀφανίζει, καί παραμερίζοντας ἀπό τή μέση τήν πικρία καί τήν φιλονικία, παρέχει κάθε εἰρήνη καί εὐνομία καί εὐμάρεια στίς πόλεις καί στούς οἴκους, στίς ψυχές καί στά σώματα, καί στούς ζῶντας σέ συζυγία καί στούς ἀκολουθοῦντας τόν μοναχικό βίο καί γενικῶς αὐτή εἶναι ἕδρα καί ἀσφάλεια ὅλων τῶν καλῶν καί ἀποτροπή καί λύτρωση κάθε κακίας καί δυσχερείας».

Τί μπορεῖ νά προσθέση κανείς στήν Θεόπνευστη αὐτή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ; Πρόκειται γιά μιά πνευματική ἀκτινογραφία τῆς ἐποχῆς μας.

Νομίζω, ὅπως τό ἔχει ἐπισημάνει, τά προβλήματα αὐτά δέν εἶναι ἁπλῶς κοινωνικά, ψυχολογικά, ἠθικά, ἀλλά θεολογικά. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα θεολογικό ὄν, ἀναζητᾶ τόν Θεό καί ὅταν δέν ἱκανοποιῆ αὐτόν τόν πόθο, γίνεται ἤ κτηνώδης ἤ δαιμονιώδης. Γι’ αὐτό πρέπει νά ζοῦμε ἐκκλησιαστικά μέ κοινή καί προσωπική προσευχή, μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, μέ φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία καί ὄχι μέ τήν φιλαυτία.

Κύριο Θέμα: Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: Ὁ τέταρτος Ἱεράρχης καί ὁ τέταρτος Θεολόγος

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

 Κύριο Θέμα: Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: Ὁ τέταρτος Ἱεράρχης καί ὁ τέταρτος Θεολόγος

Ὁ καθορισμός τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τήν Β΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν ὡς συνέχεια τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, δείχνει τήν μεγάλη ἀξία του καί σέ αὐτό θά ἀναφερθῆ τό κείμενο αὐτό.

Εἶναι γνωστή ἡ ἑορτή τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἐπίσης, εἶναι γνωστόν ἀπό τήν ἐκκλησιαστική παράδοση ὅτι τρεῖς ἅγιοι ἔχουν τόν τίτλο τοῦ Θεολόγου: ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος. Τόσο στούς τρεῖς Ἱεράρχες ὅσο καί στούς τρεῖς θεολόγους συγκαταλέγεται ἀπό τήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καί τέταρτος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος σέ κείμενα χαρακτηρίζεται θεολόγος. Τό ὅτι μποροῦμε νά μιλοῦμε γιά τέσσερεις Ἱεράρχες καί γιά τέσσερεις θεολόγους φανερώνει τήν μεγάλη ἀξία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.

1. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος καί Ἀποκαλυπτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας

῾Υπῆρξαν δύο διαφορετικές τοποθετήσεις ἔναντι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἡ μία, ὅτι εἶναι ἕνας συντηρητικός θεολόγος, ὁ ὁποῖος στηρίζεται σέ παλαιές ἑρμηνεῖες τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὑποστηρίζοντας τούς ἀγραμμάτους ἡσυχαστές πατέρες, καί ἡ ἄλλη, ὅτι εἶναι ἕνας θεολόγος πού εἰσήγαγε καινούρια δόγματα καί νέες ἀντιλήψεις στήν Ἐκκλησία. Ἡ ἀλήθεια, ὅμως, εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχήν παραδοσιακός θεολόγος, φορεύς τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως. Ἄλλο εἶναι ἡ συντήρηση καί ἄλλο ἡ παράδοση. Ἡ πρώτη συντηρεῖ μερικά σχήματα τοῦ παρελθόντος, ἐνῶ ἡ δεύτερη παρουσιάζει τήν Ἀποκάλυψη  μέσα ἀπό τά σχήματα τοῦ παρόντος. Γι᾿ αὐτό ἡ Παράδοση εἶναι δυναμική. Αὐτό τό βλέπουμε καθαρά σέ ὅλο τό ἐργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.

Ὁ Γρηγόριος Ἀκίνδυνος χαρακτηρίζει τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ «καινόν θεολόγον», τήν δέ διδασκαλία του «νέαν θεολογίαν». Ὁ Ἰωάννης Κυπαρισσιώτης, πολέμιος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, τόν θεωρεῖ «ἀλλόκοτον περί τήν θρησκείαν» καί «ἀπερίσκεπτον». Ἀντίθετα μέ αὐτούς, ὁ ἅγιος Γρηγόριος θεωρεῖ ὅτι δέν συνθέτει νέα διδασκαλία, ἀλλά ἀκολουθεῖ πιστῶς τήν πατερική παράδοση καί «διά τῶν πατερικῶν φωνῶν ὑπερυψοῖ τόν τῶν Πατέρων Θεόν». Ὁ ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος λέγει ὅτι οἱ Ζηλωτές τῆς Θεσσαλονίκης δέν τόν δέχθηκαν ὡς Μητροπολίτη, ἰσχυριζόμενοι ὅτι ὁ ἅγιος καινοτόμησε γιά τά θεῖα δόγματα. «Προσῆν δέ τισι καί ἡ θρυληθεῖσα παρά τῶν δυσσεβῶν καινοτομία τῶν θείων δογμάτων καί ἡ πονηρά περί αὐτῆς ὑποψία».

Ὅμως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δέν εἰσάγει νέα θεολογία, ἀλλά ἑρμηνεύει καί ἀναλύει διεξοδικά τήν πατερική παράδοση καί θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μέσα ἀπό τήν δική του ἐμπειρία. Ὁ ἅγιος δέν ἀρκεῖται μόνον στήν παράθεση πατερικῶν χωρίων, ὅπως ἐκαναν οἱ ἀντίπαλοί του, ἀλλά τά ἑρμηνεύει μέσα στά αὐθεντικά ὀρθόδοξα πλαίσια καί μέ τίς ἀπαραίτητες ὀρθόδοξες προϋποθέσεις. Γι᾿ αὐτό καί εἶναι μέγας Πατήρ καί διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας.

Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅσοι ἔφθασαν στόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί τήν θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Λόγου, ἔχουν τήν ἴδια θεολογία. Εἶναι ἀδύνατον νά φθάση κανείς στήν θέωση καί νά ἐχη διαφορετική διδασκαλία γιά τόν Χριστό. Ὁ Ἄρειος, ἐπειδή ἐφθασε στό σημεῖο νά ὑποστηρίζη τό κτιστό τοῦ Λόγου, φανερώνει ὅτι δέν βρισκόταν μέσα στά ἐκκλησιαστικά καί πατερικά πλαίσια. Οἱ θεούμενοι ἔχουν τήν ἴδια ἐμπειρία, γνωρίζουν ὅτι ὁ Λόγος εἶναι «Φῶς ἐκ Φωτός, Θεός ἀληθινός ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ», ἀλλά μπορεῖ νά διαφέρουν στήν ὁρολογία πρό τῆς συγκλήσεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὅταν ὅμως οἱ θεούμενοι συναντῶνται σέ Οἰκουμενική Σύνοδο, τότε, ἔχοντας τήν ἴδια ἐμπειρία, ταυτίζονται καί στήν ὁρολογία, δηλαδή τότε «εὔκολα συμφωνοῦν γιά τήν ὁμοιομορφία τῆς δογματικῆς διατυπώσεως τῆς ταυτόσημης ἐμπειρίας των».

Οἱ ἅγιοι, ὅταν μετέχουν τῆς Πεντηκοστῆς καί δέχωνται τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, βιώνουν τά ἄκτιστα ρήματα καί νοήματα, τά ὁποῖα στήν συνέχεια πρέπει νά μεταφέρουν μέ κτιστά ρήματα καί νοήματα. Ἡ Πεντηκοστή δέν βελτιώνεται οὔτε ὡς ἀποκάλυψη οὔτε ὡς κατανόηση. Δέν ἔχουμε, δηλαδή, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου καλύτερη κατανόηση τῆς Ἀποκαλύψεως, οὔτε χορηγεῖται κατά διάφορα χρονικά διαστήματα στήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ δόθηκε «ἐφ᾿ ἅπαξ τοῖς ἁγίοις». Μέ τούς ὅρους ὅμως οἱ ἅγιοι Πατέρες κατοχυρώνουν τήν ζωντανή παράδοση, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τά νοήματα καί ρήματα, μέ τήν γλώσσα τῆς ἐποχῆς τους. Καί αὐτό τό κάνουν ὅταν μία αἵρεση ὁδηγῆ τούς πιστούς μακρυά ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς Ἀποκαλύψεως, πού συνιστᾶ πνευματικό θάνατο. (π. Ἰωάννης Ρωμανίδης)

Ἔτσι, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, φορεύς αὐτῆς τῆς ἰδίας Ἀποκαλύψεως, συγγενής κατά πνεῦμα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν καί τῶν τριῶν θεολόγων, ἀνέλυσε καί παρουσίασε τήν ἴδια θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀντικρούοντας τήν αἵρεση τῶν ἀντιησυχαστῶν, οἱ ὁποῖοι στηρίζονταν στήν φιλοσοφία καί τόν στοχασμό. Ἐπί πλέον ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὄχι μόνον ἀνέλυσε περισσότερο τήν πατερική διδασκαλία, ἀλλά παρουσίασε καί τίς θεολογικές προϋποθέσεις τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καί τῆς θεολογίας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τίς ὁποῖες, βεβαίως, συναντοῦμε σέ ὅλη τήν πατερική παράδοση. Ἡ βασική προϋπόθεση τοῦ ὀρθοδόξως θεολογεῖν εἶναι ὁ ἡσυχασμός.

Ἑπομένως, ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ δέν μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ παλαμική θεολογία, ἀκριβῶς γιατί εἶναι θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Συνήθως, ἡ διδασκαλία κάποιου αἱρετικοῦ λαμβάνει τό ὄνομά του, ἀκριβῶς γιατί διαφοροποιεῖται ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτόν τόν λόγο δέν μποροῦμε νά μιλοῦμε γιά θεολογία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων ἤ γιά τήν ἀλεξανδρινή θεολογία σάν νά πρόκειται γιά μιά διαφορετική θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.Φυσικά, εἶναι δυνατό καί ἐπιτρεπτό, ὡς ἕνα βαθμό, νά μιλοῦμε γιά Καππαδόκες Πατέρες, ὅταν ἐννοοῦμε τόν τόπο τῆς κοινῆς καταγωγῆς καί ὅταν ἀκόμη θέλουμε νά δείξουμε τήν προσφορά τους στήν διαμόρφωση τῶν ὅρων, ὄχι ὅμως ὅτι δημιούργησαν μιά δική τους θεολογία.

2. ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς καί οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες

Ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσόστομου, ἐφ' ὅσον οἱ τρεῖς Ἱεράρχες, ὡς φορεῖς τῆς Παραδόσεως, ἔχουν κοινή ζωή καί διδασκαλία μέ τόν ἄγιο Γρηγόριο, καί αὐτόν φορέα τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως.

Αὐτό τό βλἐπουμε καλά, ὅταν μελετήσουμε τά κείμενα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Παραθέτει συνεχῶς ἀποσπάσματα ἀπό τά ἔργα τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν καί ἄλλων Πατέρων, ἑρμηνεύοντάς τα αὐθεντικά. Μέ τήν ἑρμηνευτική του δεινότητα, λόγῳ τῆς κοινῆς ἐμπειρίας, μπορεῖ νά τά παρουσιάση στά ὀρθόδοξα πλαίσια, διορθώνοντας τό ἐσφαλμένο νόημα πού ἔδιναν οἱ αἱρετικοί. Πάντοτε οἱ αἱρετικοί γιά νά στηρίξουν τίς ἀπόψεις τους χρησιμοποιοῦν τούς λόγους καί τά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀφοῦ προηγουμένως τά ἀλλοιώσουν καί τά προσαρμόσουν στά δικά τους πλαίσια.

Ἔτσι, ἡ μελέτη τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἐκτός τῶν ἄλλων, μᾶς δείχνει καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐργάζονται οἱ αἱρετικοί καί οἱ Πατέρες πάνω στό κρίσιμο αὐτό θέμα Οἱ αἱρετικοί κάνουν «εἰσπήδηση» μέσα στά κείμενα καί τά ἀλλοιώνουν, ἐνῶ οἱ Πατέρες τά παρουσιάζουν στήν αὐθεντική τους διάσταση. Τό πρόβλημα, λοιπόν, δέν εἶναι ἡ παράθεση ἤ ἡ μή παράθεση πατερικῶν χωρίων, ἀλλά ἡ κατανόηση τοῦ περιεχομένου τους.

Ἄν ἀνατρέξουμε στό ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου «Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων», θά διαπιστώσουμε ὅτι χρησιμοποιοῦνται πολλά χωρία ἀπό τά ἔργα τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν γιά νά ἀνατραποῦν τά ἐπιχειρήματα τοῦ Βαρλαάμ καί νά παρουσιασθῆ ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία. Θά ἔπαιρνε πολύ χρόνο, ἄν ἀπαριθμοῦσα ὅλα τά χωρία τά ὁποῖα χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπό τά ἔργα τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν. Ἁπλῶς θέλω νά μνημονεύσω τά ἔργα τους ἀπό τά ὁποῖα ἄντλησε τά χωρία.

Μεγάλου Βασιλείου: ἀπό τήν ἐξαήμερο, ἀπό ὁμιλίες στούς Ψαλμούς, ἀπό τόν ἀνατρεπτικό τοῦ Εὐνομίου, ἀπό τήν ἑρμηνεία στόν Προφήτη Ἡσαΐα, ἀπό διάφορες ὁμιλίες, ἀπό τό ἔργο του πρός τούς νέους, ἀπό τούς ὅρους κατά πλάτος, ἀπό τό ἔργο του Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπό τίς Ἐπιστολές του.  Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: Ἀπό ὅλες σχεδόν τίς ὁμιλίες του καί τίς ἐπιστολές του. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: Ἀπό τό ἔργο του πρός Θεόδωρον, ἀπό τό περί ἀκαταλήπτου τοῦ Θεοῦ, ἀπό τίς ὁμιλίες στόν Προφήτη Ἡσαΐα, στόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο, στόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη, ἀπό τίς ὁμιλίες στίς ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

Ὅλο τό ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μπορεῖ νά ἐπικεντρωθῆ σέ τρία σημεῖα. Τό ἕνα εἶναι τό Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ἄλλο εἶναι τό περί τῆς διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό καί τό τρίτο εἶναι περί τοῦ ἡσυχασμοῦ, δηλαδή τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος μετέχει τοῦ Θεοῦ. Καί τά τρία αὐτά θέματα ἀντιμετωπίσθηκαν καί ἀπό τούς τρεῖς Ἱεράρχες, γιατί ὑπῆρχαν ἀφορμές καί στήν ἐποχή τους.

Δέν εἶναι πρόθεσή μου νά ἀναπτύξω τήν διδασκαλία τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν μέ ὅσα θέματα ἀσχολήθηκε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀλλά νά τονίσω ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μιλώντας γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα, γιά τήν οὐσία καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ὅσο καί γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ νοῦ στήν καρδιά, τήν κάθαρση, φωτισμό καί θέωση τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἱερά ἡσυχία, δέν δημιούργησε δική του θεολογία καί σχολή, ἀλλά ἐξέφρασε τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τήν ἔζησαν οἱ θεόπτες ἅγιοι, οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες καί ὁπωσδήποτε καί οἱ τρεῖς μεγάλοι Φωστῆρες τῆς Τρισηλίου Θεότητος, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.

Μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος παρουσίασε ἀναλυτικότερα αὐτές τίς ἀλήθειες, γιατί ὑπῆρχε ἀνάγκη στήν ἐποχή του, λόγῳ τοῦ ὅτι οἱ ἀντιησυχαστές εἶχαν καταληφθῆ ἀπό μανία, καί μάλιστα δαιμονική, ἐναντίον τῶν δογματικῶν αὐτῶν θέσεων. Μάλιστα ἡ ὅλη ζωντανή ἡσυχαστική παράδοση πού βρῆκε ὁ ἅγιος Γρηγόριος στό Ἅγιον Ὄρος τόν βοήθησε στήν περαιτέρω μεγαλοφυῆ ἀνάπτυξη αὐτῶν τῶν ὀρθοδόξων ἀληθειῶν, καί τό ἔκανε αὐτό μέ θεολογική δεινότητα καί πρωτοτυπία.

3. Οἱ τέσσερεις Ἱεράρχες καί θεολόγοι στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας

Στήν Ἐκκλησία κάνουμε λόγο γιά τρεῖς Ἱεράρχες, δηλαδή τόν Μέγα Βασίλειο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο καί τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Ἐπίσης, κάνουμε λόγο γιά τρεῖς Θεολόγους, δηλαδή τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο και τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Ὅμως, στήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν καί τῶν τριῶν θεολόγων, ἀποτελώντας τήν τετράδα τῶν Ἱεραρχῶν καί τήν τετράδα τῶν θεολόγων. Θά δοῦμε αὐτήν τήν ἀλήθεια τόσο στήν ἁγιογραφία ὅσο καί στήν ὑμνογραφία.

Στήν Ἱερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, στήν ὁποία ὁ ἅγιος Γρηγόριος μόνασε γιά ἕνα διάστημα, τοποθετεῖται μαζί μέ τούς τρεῖς ἄλλους Ἱεράρχες στήν κόγχη τῆς Τραπέζης. Τό ἴδιο συναντοῦμε καί στήν Ἱερά Μονή Βλατάδων, πού ἱδρύθηκε στά μέσα τοῦ 14ου αἰῶνος ἀπό τόν Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Δωρόθεο Βλαττῆ καί τόν ἀδελφό του Μάρκο, πού ἦταν μαθητές τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Στά βημόθυρα τοῦ Καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μονῆς ἁγιογραφεῖται ὁ ἅγιος Γρηγόριος μαζί μέ τούς τρεῖς Ἱεράρχες, δηλαδή Μέγα Βασίλειο, ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο καί ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, Στόν θόλο τοῦ νοτίου παρεκκλησίου τοῦ Καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς (τέσσερα σφαιρικά τρίγωνα) τοποθετεῖται μαζί μέ τούς ἄλλους τρεῖς θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι ἅγιο Ἰωάννη θεολόγο, ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο καί ἅγιο Συμεών νέο Θεολόγο. Ἑπομένως, στήν ἁγιογραφία φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος χαρακτηρίζεται ὡς ὁ τέταρτος Ἱεράρχης καί τέταρτος θεολόγος.

Ἀλλά καί στήν ἱερά ὑμνογραφία ὑμνεῖται μαζί μέ τούς τρεῖς μεγάλους Ἱεράρχες καί Φωστῆρες τῆς Τρισηλίου Θεότητος. Ὁ ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος, πού συνέταξε τήν ἱερά ἀκολουθία τοῦ ἁγίου, στόν κανόνα τῆς ἑορτῆς συγκαταλέγει καί συνδοξάζει τόν ἅγιο Γρηγόριο μαζί μέ τούς τρεῖς Ἱεράρχες.  Ἐπίσης, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς χαρακτηρίζεται σύμπνους καί συνωδός τῶν τριῶν θεολόγων, οἱ ὁποῖοι τώρα πλουτίζονται καί ἀπό τέταρτον θεολόγον, ὄντως συμφυῆ καί ὁμότροπο μέ αὐτούς. Θά παραθέσω ἐνδεικτικά τήν πρώτη (α') ὠδή τοῦ Κανόνος.

᾽Ωδή αʹ : Ἧχος πλ. δʹ.
Ὁ Εἱρμός. Ἁρματηλάτην Φαραώ
 Τῶν θεολόγων τῶν τριῶν τόν σύμπνουν τε καί συνῳδόν σε καί νῦν
 ἀνευφημεῖν, Πάτερ,
 ἐν ᾠδαῖς προθέμενος
 τήν τῆς Τριάδος ἔμπνευσιν δι᾿ ὑμῶν ἐξαιτοῦμαι καί λόγον, ὅν συνεπνεύσατε,
 μάκαρ ἱεράρχα Γρηγόριε.
 
 ῾Ως θεολόγοι καί σοφοί καί ρήτορες καί συγγραφεῖς ἱεροί
 τῶν ἱερῶν λόγων
 καί δογμάτων ἄριστοι
 τρεῖς θεοφόροι κήρυκες,
 τόν κλεινόν ὑμῶν μύστην
 καί συνῳδόν καί ὁμώνυμον
 ὕμνων κοινωνόν καί νῦν ἐχετε.
 
Νόμους φιλίας καί θεσμούς τούς ἄνωθεν τετιμηκότες καλῶς
 οἱ τρεῖς Θεοῦ λόγῳ
 προσφυῶς, ἡρμόσθητε
 Χριστόν ἐν μέσῳ φέροντες,
 ὡς ἐκεῖνος προέφη,
 νῦν δέ πλουτεῖτε καί τέταρτον
 ὄντως συμφυᾶ καί ὁμότροπον.
 
 Θεολογίας τῆς σεπτῆς τάς σάλπιγγας, τάς τῆς Τριάδος φωνάς,
 τάς ἱεράς μούσας
 ἱερῶς ὑμνήσωμεν·
 Βασίλειον, Γρηγόριον,
 Ἰωάννην τόν μέγαν
 σύν Γρηγορίῳ τῷ πνεύσαντι
 χάριν σύν αὐτοῖς τήν τοῦ Πνεύματος.
 
Θεοτοκίον
 Φίλοι σοφίας γεγονότες ἔνθεοι ἐνυποστάτου Θεοῦ
 καί ἱερός οἶκος
 τόν ναόν τόν ἔμψυχον,
 ὅν ἑαυτῷ ἐδείματο,
 τήν Παρθένον, τοῖς λόγοις
 ὡς Θεοτόκον ἐκήρυξαν
 κόσμῳ τά τῆς χάριτος ὄργανα».

 

Ἡ κοινή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ἀναγνωρίζει τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὡς μέγα Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, Οἰκουμενικό διδάσκαλο καί τόν συγκαταλέγει στήν χορεία τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν καί τῶν τριῶν μεγάλων θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ χαρακτηρισμός τοῦ θεολόγου, πού τοῦ ἔχει δοθῆ, τόν καθιστᾶ ἐπίλεκτο μέλος στήν χορεία τῶν ἁγίων Πατέρων.

Πραγματικά, ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι «τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμά­χητος».

4.Ἀπλανής διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας

Συνοδικά ἡ Ἐκκλησία ἔχει χαρακτηρίσει τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ ὡς ἀπλανῆ πατέρα, διδάσκαλο καί θεολόγο, Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ Συνοδικός τόμος τοῦ 1347, ὅταν ἀναφέρεται στόν μεγάλο αὐτόν ἁγιορείτη ἅγιο:

«Ἀλλά καί εἴ τις ἕτερος τῶν ἁπάντων τά αὐτά ποτε φωραθείη ἤ φρονῶν ἤ λέγων ἤ συγγραφόμενος κατά τοῦ εἰρημένου τιμιωτάτου ἱερομονάχου κυροῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν σύν αὐτῷ μοναχῶν, μᾶλλον δέ κατά τῶν ἱερῶν θεολόγων καί τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς, τά αὐτά καί κατ᾿  αὐτοῦ ψηφιζόμεθα καί τῇ αὐτῇ καταδίκῃ καθυποβάλλομεν, εἴτε τῶν ἱερωμένων εἴη τις, εἴτε τῶν λαϊκῶν. Αὐτόν τοῦτον τόν πολλάκις ῥηθέντα τιμιώτατον ἱερομόναχον κύρ Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν καί τούς αὐτῷ συνᾴδοντας μοναχούς, μηδέν ἀπᾷδον τῶν θείων λογίων γράφοντάς τε καί φρονοῦντας, μετ᾿ ἐξετάσεως καταλαβόντας ἀκριβῶς, μᾶλλον δέ τῶν θείων λογίων καί τῆς κοινῆς ἡμῶν εὐσεβείας καί παραδόσεως πᾶσι τρόποις, ὡς προσῆκεν, ὑπερμαχοῦντας, οὐκ ἀνωτέρους μόνον παντάπασι τῶν κατ᾿ αὐτῶν, μᾶλλον δέ τῶν κατά τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας ἐρεσχελιῶν, ὡς καί ὁ πρώην τόμος συνοδικός, ἔχομεν, ἀλλά καί ἀσφαλεστάτους τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς εὐσεβείας προμάχους καί προαγωνιστάς καί βοηθούς ταύτης ἀποφαινόμεθα».

 Τό συνοδικό αὐτό κείμενο προβάλλει τρεῖς ἀλήθειες, πού πρέπει νά γνωρίζουν ὅλοι οἱ Χριστιανοί.

Πρῶτον, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς χαρακτηρίζεται ἀπλανής καί ἀσφαλής διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας.

Δεύτερον, ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου γιά τήν διάκριση οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό, γιά τήν μέθεξη ὑπό τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί γιά τόν ἡσυχαστικό τρόπο ζωῆς εἶναι διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί κανόνας εὐσεβείας καί ζωῆς.

Τρίτον, ὅποιος ἀρνεῖται καί ὑποτιμᾶ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, καθώς καί τήν ἡσυχαστική ζωή, πού ἐκεῖνος ἔζησε καί δίδαξε, καταδικάζεται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Στήν ἐποχή μας πού ἔχουμε, δυστυχῶς, ἐπηρεασθῆ ἀπό σχολαστικές, νεοσχολα­στικές, προτεσταντικές καί φιλοσοφικές -παλαιές καί νέες- παραδόσεις, εἶναι ἐπίκαιρη σέ ὅλα τά θέματα ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Μέ αὐτήν τήν διδασκαλία, πού εἶναι διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, μποροῦμε νά ζήσουμε ὡς Ὀρθόδοξοι καί νά ἀναπνεύσουμε τό καθαρό ὀξυγόνο τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας. Πράγματι, εἶναι ὁ τέταρτος Ἰεράρχης καί τέταρτος θεολόγος, εἶναι τό στόμα τῶν θεολόγων, ὅπως ψάλλεται στήν ἀκολουθία του πού συνέταξε ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως:

«Χαῖρε Πατέρων καύχημα, Θεολόγων τό στόμα, τῆς ἡσυχίας σκήνωμα, τῆς σοφίας ὁ οἶκος, τῶν Διδασκάλων ἀκρότης, πέλαγος τό τοῦ λόγου∙ πράξεως χαῖρε ὄργανον, θεωρίας ἀκρότης, Θεραπευτά καί τῶν νόσων τῶν ἀνθρω­πίνων∙ Πνεύματος χαῖρε τέμενος καί θανῶν καί ζῶν, Πάτερ».

Κύριο θέμα: Μνημειώδης ἔκδοση - Τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὴν ἰταλικὴ γλῶσσα

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Τὸ νὰ συμμετάσχη κανεὶς σὲ ἕνα Συνέδριο στὴν Βενετία, καὶ μάλιστα ὡς εἰσηγητὴς σὲ θέμα ποὺ συνδέεται μὲ τὴν θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι ἕνα πολὺ σημαντικὸ καὶ ἐλπιδοφόρο γεγονός. Αὐτὸ μὲ κάνει νὰ καταγράψω μὲ πολλὴ συντομία μερικὲς ἐντυπώσεις μου ἀπὸ τὸ Συνέδριο καὶ τὴν Βενετία χάριν τῆς ἐνημερώσεως τῶν ἀναγνωστῶν.

1. Ἡ διοργάνωση τοῦ Συνεδρίου

Μνημειώδης έκδοση - Τα έργα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στην ιταλική γλώσσα

Τὸ Συνέδριο διοργανώθηκε ἀπὸ τὸ «Εὐρωπαϊκὸ Δίκτυο Ἐρευνῶν» ποὺ ἐνδιαφέρεται γενικὰ γιὰ «τὴν ἀλληλεπίδραση ἐπιστήμης καὶ θρησκείας στὸν 21ο αἰῶνα». Ὁ διευθυντὴς τοῦ προγράμματος Καθηγητὴς Φυσικῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Ἀργύρης Νικολαΐδης ἀνέλυσε διεξοδικὰ στὸ Συνέδριο τὸν σκοπὸ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικτύου Ἐρευνῶν.

Ὅπως ἀνέφερε, σὲ αὐτὴν τὴν σημαντικὴ κίνηση συμμετέχουν μαθηματικοί, φυσικοί, βιολόγοι, φιλόσοφοι, θεολόγοι, ψυχαναλυτές, βιοτεχνολόγοι κλπ. ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, τὴν Γερμανία, τὴν Ἰταλία καὶ τὴν Ἀγγλία. Ἡ ραγδαία αὔξηση τῆς γνώσεως σ' ὅλους τοὺς τομεῖς, ἡ ἐπανάσταση στὴν πληροφόρηση δημιουργοῦν πολλὰ ἐρωτηματικὰ καὶ ἀπορίες. Εἶναι ἑπόμενο ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος νὰ ἐπιδιώκη τὴν ἐπίλυση τῶν προβλημάτων αὐτῶν.

Μέσα στὰ πλαίσια τοῦ ἐρευνητικοῦ αὐτοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικτύου Ἐρευνῶν ἔχουν προγραμματισθῇ γιὰ φέτος συμπόσια-συζητήσεις μὲ θέματα: «Ψυχανάλυση καὶ θεολογία», «Ἀνθρώπινο πρόσωπο στὸν 21ο αἰῶνα», «Ὁ χρόνος στὴν ἐπιστήμη, στὴν ἀνθρωπολογία καὶ τὴν θεολογία». Ἐπίσης διοργανώνονται καὶ δύο ἡμερίδες, ἡ μία στὴν Βενετία, γιὰ τὴν ὁποία θὰ ἀναφερθοῦμε πιὸ κάτω, καὶ ἡ ἄλλη στὴν Ἑλλάδα μὲ θέμα «Ἔχει ἡ Εὐρώπη ψυχή;». Πράγματι ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχὴ πολλὴ περίεργη, μὲ πολλὰ ρεύματα καὶ ἀντιφατικότητες καὶ ὅσοι εἶναι ὑποψιασμένοι καὶ ἀνήσυχοι ἐπιδιώκουν νὰ συζητήσουν τὰ θέματα αὐτὰ καὶ νὰ ἐντοπίσουν τὰ προβλήματα. Οἱ συζητήσεις ποὺ γίνονται πρέπει νὰ εἶναι ἀνοικτὲς καὶ νὰ γίνωνται ἀποδεκτὲς ἀπ' ὅλους διάφορες κριτικὲς παρεμβάσεις μὲ πνεῦμα ἀγάπης καὶ μαθητείας, γιατί μόνον ἔτσι μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀντιμετωπίση τὰ κρίσιμα ὑπαρξιακὰ προβλήματα ποὺ ἀπασχολοῦν τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο.

2. Τὸ Συνέδριο στὴν Βενετία

Τὸ Συνέδριο αὐτὸ διοργανώθηκε ἀπὸ τὸ Εὐρωπαϊκὸ Δίκτυο Ἐρευνῶν μὲ θέμα «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ ἡ ἀναζήτηση μιᾶς νέας ἐπιστημολογίας» στὴν Βενετία τὴν 8η Φεβρουαρίου ε.ε. καὶ ἦταν μέσα στὰ πλαίσια τοῦ προγράμματος τοῦ Κέντρου αὐτοῦ. Βέβαια τὸ θέμα εἶναι λίγο παράξενο, ἀλλὰ προκαλεῖ τὸ ἐνδιαφέρον. Θὰ πρέπη νὰ σημειωθῇ ὅτι γενικὰ τὸ Εὐρωπαϊκὸ Δίκτυο Ἐρευνῶν στὴν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ του βοηθεῖται ἀπὸ Καθηγητὰς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης καὶ ἀπὸ μοναχοὺς τοῦ Ἁγίου Ὅρους.

Μνημειώδης έκδοση - Τα έργα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στην ιταλική γλώσσα

Τὸ θέμα τοῦ Συνεδρίου, καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ τόπος τοῦ Συνεδρίου, ἔγινε μὲ ἀφορμὴ τὴν μετάφραση καὶ ἔκδοση στὴν ἰταλικὴ γλῶσσα ὅλων τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Πρόκειται γιὰ ἕνα μνημειῶδες ἔργο, τὸ ὁποῖο καθυστέρησε ἕξι σχεδὸν αἰῶνες, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν 14ο αἰῶνα ποὺ ἔζησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μεταφράσθηκαν τὰ ἔργα του στὰ ἰταλικὰ τὸν 21ο αἰῶνα. Ἂν σκεφθῇ μάλιστα κανεὶς ὅτι ἐπειδὴ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀντιμετώπισε μὲ ἐπάρκεια τὸν δυτικὸ σχολαστικισμὸ καὶ ἠθικισμό, ὅπως ἐκφράζεται στὸν Θωμᾶ τον Ἀκινάτη καὶ τοὺς οὐμανιστὲς καὶ δέχθηκε τὴν ἀντίδραση τῶν ἐκπροσώπων τοῦ δυτικοῦ πνεύματος, τότε ἀντιλαμβάνεται τὴν μεγάλη ἀξία τῆς ἐκδόσεως τῶν ἔργων του. Γιὰ πρώτη φορὰ οἱ Ἰταλοὶ θὰ μπορέσουν νὰ διαβάσουν τὴν ὅλη διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὄχι μέσα ἀπὸ ἄλλες ἀρνητικὲς κριτικές, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα του.

Ἡ ἔκδοση αὐτὴ ἔγινε ἀποδεκτὴ μὲ πολὺ μεγάλο ἐνδιαφέρον καὶ ὁλοκληρώθηκε σὲ τρεῖς ὀγκώδεις τόμους. Ἡ ἀξία τοῦ ἔργου φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ἀπὸ τὴν μιὰ σελίδα παρουσιάζονται τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη στὴν ἰταλικὴ γλῶσσα, ὁπότε ἕνας ἑλληνιστὴς Ἰταλὸς ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ ἐλέγξη τὴν μετάφραση. Ἐπίσης, ὅπως μοῦ εἶπαν οἱ μεταφραστές, προσπάθησαν νὰ μεταφέρουν τὴν ἰταλικὴ γλῶσσα στὸ ἑλληνικὸ πρωτότυπο, παρὰ νὰ χαθῇ τὸ πνεῦμα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μὲ τὴν μεταφορὰ στὴν σύγχρονη ἰταλικὴ ὁρολογία. Ὁ πρῶτος τόμος ποὺ κυκλοφόρησε σὲ 5.000 ἀντίτυπα ἔχει ἐξαντληθῇ καὶ ἔγινε δεύτερη ἔκδοση, καθὼς ἐπίσης τὸ τρίτομο αὐτὸ ἔργο προωθήθηκε κυρίως σὲ βιβλιοθῆκες, σὲ Πανεπιστήμια, σὲ Ἱερὲς Μονὲς καὶ ἀγοράσθηκε ἀπὸ μεμονωμένα πρόσωπα.

Τὸ ὅλο ἔργο προλογίζει ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος καὶ ὁ πρ. Ἀρχιεπίσκοπος Μιλάνου Κάρλο Μαρτίνι, ὁ ὁποῖος πρόσφατα ἦταν καὶ ὑποψήφιος γιὰ νὰ ἐκλεγῇ Πάπας, πρώην πρύτανης τοῦ Γρηγοριανοῦ Πανεπιστημίου καὶ προσωπικότητα ἀναγνωρισμένη ἀπ' ὅλους. Τώρα, μετὰ τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὸ ἀξίωμά του, ἐφησυχάζει στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐργάσθηκε σκληρὰ μιὰ ὁμάδα μεταφραστῶν ποὺ γνωρίζει ἑλληνικὴ καὶ ἰταλικὴ γλῶσσα, μεταξὺ τῶν ὁποίων δύο ψυχαναλυτές, ὁ Μελέτης Μελετιάδης καὶ ὁ Καθηγητὴς Ε. Perrella. Τὴν ἔκδοση αὐτὴ ἐπιχορήγησε τὸ Ἵδρυμα Ἀριστοτέλη Ὠνάση ποὺ ἔπαιξε σημαντικὸ ρόλο στὴν ἐκδοτικὴ αὐτὴ προσπάθεια. Πρέπει δὲ νὰ σημειωθῇ ὅτι ἡ παρουσίαση τοῦ πρώτου τόμου ἔγινε πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ στὴν Πάδοβα, στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῶν Βενεδικτίνων καὶ ὅπως εἶναι φυσικὸ προσήλκυσε τὸ ἐνδιαφέρον πολλῶν Ἰταλῶν οἱ ὁποῖοι ἄρχισαν νὰ μελετοῦν γιὰ πρώτη φορὰ τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὴν δική τους γλῶσσα.

Μνημειώδης έκδοση - Τα έργα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στην ιταλική γλώσσα

Ἡ σημαντικότητα τῆς ἐκδόσεως αὐτῆς φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ ἡσυχαστική-νηπτικὴ παράδοση (ἡσυχασμὸς) ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ἔρχεται νὰ ἰσορροπήση τὸ οἰκουμενιστικὸ ρεῦμα τὸ ὁποῖο ἐπικρατεῖ στὴν ἐποχή μας. Δηλαδή, ἀπὸ τὴν μεριὰ ὑπάρχει μιὰ οἰκουμενιστικὴ νοοτροπία ποὺ προσπαθεῖ νὰ παρουσιάση τὴν ἄποψη ὅτι δὲν ὑπάρχουν οὐσιαστικὲς διαφορὲς μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὅμως ἡ ἔκδοση τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ θὰ ἀποδείξη τὴν σημαντικὴ διαφορὰ στὴν σχέση μεταξὺ σχολαστικισμοῦ-ἠθικισμοῦ καὶ νηπτικὴς παραδόσεως. Ὁπότε, ὅπως πιστεύω, ὁ θεολογικὸς διάλογος θὰ τεθῇ στὴν πραγματική του διάσταση, ἂν ὄχι ἀπὸ τοὺς θεολόγους ποὺ διαλέγονται, τοὐλάχιστον ἀπὸ τὸν λαό. Καὶ αὐτὸ ἔχει μεγάλη σημασία.

Ἡ θεματολογία τοῦ Συνεδρίου κινήθηκε μέσα στὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ σὲ σχέση μὲ τὴν σύγχρονη ἀντίληψη τῶν πραγμάτων. Στὴν Ἡμερίδα, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε στὴν κεντρικὴ αἴθουσα τοῦ Πανεπιστημίου της Βενετίας, ἀναπτύχθηκαν συνολικὰ πέντε εἰσηγήσεις.

Ἡ πρώτη ἔγινε ἀπὸ τὸν ὑπογράφοντα μὲ θέμα: «Ὁ ἡσυχασμὸς καὶ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ». Μὲ τὴν εἰσήγησή μου προσπάθησα νὰ δείξω ὅτι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα διανοητικῆς ἐπεξεργασίας, ἀλλὰ ἀποκαλύψεως τοῦ Θεὺ στὸν νοῦ - καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γίνεται ἀναφορὰ στὴν διπλῆ γνωσιολογικὴ μεθοδολογία, ἤτοι ἄλλη εἶναι ἡ μέθοδος γνώσεως τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλη ἡ μέθοδος γνώσεως τῶν κτιστῶν πραγμάτων. Ἀπαραίτητη προϋπόθεση γνώσεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἱερὰ ἡσυχία ποὺ συνδέεται στενὰ μὲ τὴν μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ εἰσήγηση δημοσιεύεται σὲ ἄλλη σελίδα.

Ἡ δεύτερη εἰσήγηση ἔγινε ἀπὸ τὸν Καθηγητὴ p. Giuseppe Pirola μὲ θέμα: «Ἡ εἰσφορὰ τοῦ Παλαμᾶ στὸν ἐπιστημολογικὸ στοχασμὸ σχετικὰ μὲ μιὰ ἠθικὴ τῆς διαπροσωπικῆς σχέσεως». Ὁ Καθηγητὴς Pirola ἔχει μεγάλο κῦρος στὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία καὶ μελέτησε τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἡ εἰσήγησή του εἶχε ἐνδιαφέρον καὶ ἐπικεντρώθηκε σὲ δύο σημεῖα, τὸ ἕνα ὅτι ὑπάρχει μιὰ ἱστορικὴ ἀντίληψη τῆς ἐπιστήμης μὲ ἡμερομηνία, καθὼς ἐπίσης καὶ μιὰ ἀντίληψη τῆς ἐπιστήμης τῆς ἔρευνας, τὸ ἄλλο σημεῖο ὅτι ἡ ἠθικὴ στηρίζεται στὴν σχέση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ὁ Καθηγητὴς Pirola μὲ τὴν εἰσήγησή του, ἀναλύοντας τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἔκανε πολλὲς ὑπερβάσεις σὲ σχέση μὲ τὴν δυτικὴ θεολογία, κλονίζοντας τὴν μεταφυσική, δημιουργῶντας ρίξη μὲ τὴν πλατωνικὴ καὶ νεοπλατωνικὴ φιλοσοφία, λέγοντας μάλιστα ὅτι κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ ἡ πρώτη φιλοσοφία δὲν εἶναι ἡ μεταφυσική, ἀλλὰ ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, κάνοντας λόγο γιὰ ἐμπειρία ὄχι τοῦ νοητικοῦ κενοῦ, ἀλλὰ τοῦ προσώπου, γιὰ τὴν ἀξία τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ καὶ τῆς νοερᾶς προσευχῆς ποὺ εἶναι ἀντίθετες πρὸς τὸν Νεοπλατωνισμό, γιὰ τὴν θέωση τοῦ σώματος μὲ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας κλπ.

Ἡ τρίτη εἰσήγηση ἔγινε ἀπὸ τὸν Καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν Μάριο Μπέγζο μὲ θέμα «Ἡ προτεραιότητα τῆς ἐνέργειας στὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ καὶ τὴν σύγχρονη φυσική». Ἀναπτύσσοντας τὸ θέμα τῆς προτεραιότητος τῆς ἐνέργειας ἔναντι τῆς οὐσίας, ἐννοοῦσε τὴν μέθεξη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς ὁποίας ἀποκτᾶ τὴν γνώση Του. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴν τὴν θεολογικὴ ἀνάλυση προχώρησε στὸν «ἐπιστημολογικὸ ἐνεργετισμὸ τοῦ 20ου αἰῶνα» παρουσιάζοντας τὴν εἰδικὴ θεωρία τῆς σχετικότητος ποὺ ἀρνεῖται τον δυαλισμὸ ὕλης καὶ ἐνέργειας καὶ τὴν κβαντοθεωρία ποὺ ἀνατρέπει τὴν κλασσικὴ φυσικὴ καὶ τὸν νευτόνιο μηχανικισμὸ ποὺ στηρίζονται στὸν δυαλισμὸ ὕλης καὶ ἐνέργειας. Τόνισε μάλιστα ὅτι παρ' ὅλο ποὺ τὰ ἐλατήρια αὐτῶν τῶν παραδόσεων εἶναι διαφορετικὰ καὶ ἐργάζονται σὲ διαφορετικὰ πεδία τοῦ ἀνθρώπινου ἐπιστητοῦ, συγκλίνουν σὲ θεμελιώδεις διαπιστώσεις τους.

Ἡ τέταρτη εἰσήγηση ἔγινε ἀπὸ τὸν Καθηγητὴ Natafino Valentini ποὺ εἶχε ὡς θέμα: «Γρηγόριος Παλαμᾶς στὴν ρωσσικὴ παράδοση. Τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση στὴν φιλοσοφία τοῦ ὀνόματος». Ὁ Καθηγητὴς Valentini ἀνέλυσε διεξοδικά το πὼς ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση πέρασε στοὺς Σλαύους, μέσα ἀπὸ τοὺς μαθητὲς καὶ τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, καθὼς ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὴν μετάφραση τῆς Φιλοκαλίας ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν Παΐσιο Βελικόφτσκι, ἀλλὰ καὶ τὸ βιβλίο: «Οἱ περιπέτειες ἑνὸς προσκυνητοῦ». Ἀνέφερε τὶς ἀπόψεις τῶν διαφόρων Ρώσσων φιλοσόφων καὶ θεολόγων καὶ κυρίως τοῦ Παύλου Ἀλεξάνδροβιτς Φλορένσκυ. Πρόκειται γιὰ ἕναν Ρῶσσο Ἱερέα, θεολόγο καὶ φιλόσοφο, Καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Μόσχας, ποὺ ἀσχολήθηκε καὶ μὲ ἄλλες θετικὲς ἐπιστῆμες. Ἐπίσης ἀναφέρθηκε στὸ κίνημα τῶν ὀνοματολατρών.

Ἡ πέμπτη εἰσήγηση ἔγινε ἀπὸ τὸν Καθηγητὴ καὶ Ψυχαναλυτὴ Ettore Perrella, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς βασικοὺς μεταφραστὲς τοῦ ἔργου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μὲ θέμα: «Πρὸς μία τριαδικὴ ἐπιστημολογία». Ἀνέλυσε διεξοδικὰ τὴν ἀνάγκη νὰ γίνη ὑπέρβαση τῆς δυτικῆς δυαδικῆς ἐπιστημολογίας ποὺ στηρίζεται σὲ μιὰ ἀντιστοιχία λογικῆς καὶ ὄντος, μὲ τὸ νὰ ἐκφρασθῇ μιὰ τριαδικὴ θεολογία ποὺ νὰ θεμελιώνεται στὴν ἀντιστοιχία μεταξὺ ὄντος, λογικῆς καὶ ἐνέργειας. Στὴν πραγματικότητα τόνισε ὅτι πρέπει νὰ γίνη μιὰ ὑπέρβαση τῆς μεταφυσικῆς-ὀντολογίας καὶ τῆς ἠθικολογίας μὲ τὴν μέθεξη τοῦ ὄντος διὰ τῶν ἐνεργειῶν.

Στὸ τέλος τῆς Ἡμερίδας, δηλαδὴ στὶς ἀπογευματινὲς ὧρες ἔγινε καὶ μία στρογγυλὴ τράπεζα συνομιλιῶν, ὅπου οἱ ἀκροατὲς εἶχαν τὴν δυνατότητα νὰ ὑποβάλουν ἐρωτήσεις, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἐρωτήσεις ποὺ ὑπέβαλαν μετὰ τὸ τέλος κάθε ἑνότητος τῶν εἰσηγήσεων, καθὼς ἐπίσης ἔγινε καὶ συζήτηση μεταξὺ τῶν εἰσηγητῶν γιὰ τὴν διαλεύκανση διαφόρων θεμάτων ποὺ παρουσιάσθηκαν. Ἐτέθησαν πολὺ σοβαρὰ ζητήματα καὶ ἐδόθησαν ἀπαντήσεις σημαντικές.

Πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι σημαντικὴ προσφορὰ στὸ Συνέδριο εἶχε καὶ ὁ Καθηγητὴς τῆς Φιλοσοφίας τοῦ Πανεπιστημίου Βενετίας Vero Tarka ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ συντονιστὴς καὶ τοῦ Συνεδρίου καὶ τῶν συζητήσεων. Τὴν σημαντικότερη καὶ πιὸ δύσκολη προσφορὰ εἶχε ὁ ψυχαναλυτὴς Μελέτιος Μελετιάδης, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἄριστη γνώση τῆς ἰταλικῆς γλώσσης, ἔκανε τὴν μετάφραση στὰ ἰταλικὰ καὶ τὰ ἑλληνικά.

3. Συζητήσεις ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς Αἰθούσης τοῦ Πανεπιστημίου

Ὅσοι συμμετέχουν σὲ Συνέδρια καὶ μάλιστα ἐπιστημονικοῦ ἐπιπέδου, ὅπου παρουσιάζονται πρωτότυπες εἰσηγήσεις ποὺ προκαλοῦν τοὺς παρευρισκομένους, γνωρίζουν ὅτι ὄχι μόνον γίνονται συζητήσεις, μερικὲς φορὲς δὲ ἔντονες μεταξὺ εἰσηγητῶν καὶ ἀκροατῶν, ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν ἰδίων τῶν εἰσηγητῶν, γιατί παρουσιάζονται διάφορα ρεύματα πολλὲς φορὲς ἀντίθετα, ἀλλὰ γίνονται ἔντονες συζητήσεις καὶ στὰ διαλείμματα, καθὼς ἐπίσης κατὰ τὴν ὥρα τῆς τραπέζης. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ἔγινε καὶ στὸ Συνέδριο αὐτὸ στὴν Βενετία. Οἱ ὑψηλότερες συζητήσεις ἔγιναν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς μεσημβρινῆς καὶ βραδινὴς τράπεζας. Δὲν ὑπάρχει δυνατότητα στὴν μικρὴ αὐτὴ ἐνημέρωση νὰ γίνη πλήρης ἀνάλυση τῶν θεμάτων ποὺ ἐθίγησαν, ἀλλὰ ἁπλῶς θὰ ἀπαριθμήσω τὰ θέματα.

Μεταξὺ τῶν ἄλλων συζητήθηκαν ἄλλοτε ἐπακριβῶς καὶ ἄλλοτε συντόμως θέματα ὅπως: Θεολογία καὶ μεταφυσική, ἐπιστήμη καὶ πίστη, ψυχανάλυση καὶ ἡσυχασμός, ἡ οὐσία καὶ οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ σὲ σχέση μὲ τὸ πρόσωπο-ὑπόσταση, ἀποφατισμὸς καὶ καταφατισμός, πλατωνισμὸς καὶ ἀριστοτελισμὸς σὲ σχέση μὲ τὴν θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἡσυχαστικὴ παράδοση καὶ νεοπλατωνισμός, ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ ἡ σύγχρονη δυτικὴ παράδοση, ὀρθόδοξη θεολογία καὶ σύγχρονη θετικὴ ἐπιστήμη, ὁ ὅρος ἐπιστημολογία καὶ ἀναζήτηση μιᾶς νέας ἐπιστημολογίας σὲ σχέση μὲ τὴν θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ κλπ. Σὲ ἕνα τέτοιο ἑτερόκλητο Συνέδριο ἀκούγονται πολλὲς καί, μερικὲς φορές, ἀντίθετες ἀπόψεις, ἀλλὰ εἶναι σημαντικὸ ὅτι γίνεται διάλογος, ὁ ὁποῖος ὅταν εἶναι ψύχραιμος καὶ καλόπιστος, παράγει θετικὰ ἀποτελέσματα.

Βεβαίως, ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι οἱ συζητήσεις αὐτὲς προκαλοῦν τοὺς παρευρισκομένους καὶ τοὺς εἰσηγητές, καὶ ἡ γονιμοποίηση συνεχίζεται καὶ μετὰ τὸ Συνέδριο. Μάλιστα ὅταν συμμετέχουν ἄνθρωποι ποὺ ἐνδιαφέρονται γιὰ παρόμοια θέματα, ἡ συμμετέχουν σὲ ἐρευνητικὰ προγράμματα ἡ ἐκπονοῦν διατριβές, ὅπως παρατηρήθηκε στὸ Συνέδριο τῆς Βενετίας, τότε ἀντιλαμβάνεται ὅτι κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Ἡμερίδος ρίχθηκαν πολλοὶ πνευματικοὶ σπόροι οἱ ὁποῖοι θὰ καλλιεργηθοῦν καὶ θὰ ἀναπτυχθοῦν. Εἶναι σημαντικὴ μιὰ παρέμβαση ποὺ ἔκανε μετὰ τὸ τέλος τῆς ὁμιλίας μου ὁ ψυχαναλυτὴς Perrella, ὁ ὁποῖος εἶπε: «εἶμαι ψυχαναλυτής, δὲν ἔχω σχέση μὲ τὴν θρησκεία, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ βάπτισμα ποὺ ἔλαβα, ἀλλὰ μεταφράζω τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ ἐνθουσιάζομαι μὲ τὴν διδασκαλία του, ἡ ὁποία γονιμοποίησε καὶ τὸν τρόπο ψυχανάλυσης ποὺ ἐξασκῶ».

4. Ἡ πόλη της Βενετίας

Ἡ ἐπιλογὴ τῆς πόλης της Βενετίας γιὰ νὰ γίνη αὐτὴ ἡ Ἡμερίδα ποὺ μὲ συντομία παρουσιάσαμε, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἔκδοση τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὴν ἰταλικὴ γλῶσσα, δὲν εἶναι τυχαῖα γιὰ δύο βασικοὺς λόγους.

Ὁ πρῶτος γιατί ἡ Βενετία θεωρήθηκε ἀπὸ πολλοὺς «τὸ δεύτερο Βυζάντιο» ἡ «τὸ ἄλλο Βυζάντιο», ἐπειδὴ συνδεόταν μὲ πολλοὺς τρόπους μὲ τὴν Ρωμαϊκὴ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία. Κατ' ἀρχὰς ἡ Βενετία δημιουργήθηκε ἀπὸ τὴν προσπάθεια τῶν κατοίκων της Ἀκουαληνίας της Πάδοβας καὶ τῆς Ἀλτίνα νὰ προστατευθοῦν ἀπὸ τὴν εἰσβολή των Λομβαρδών, στὸ τέλος τοῦ 6ου αἰῶνος, ποὺ κατέρχονταν ἀπὸ βορρᾶ καὶ κατέστρεφαν τὰ πάντα. Ἔπειτα ὁ Δόγης τῆς Βενετίας εἶχε ἐξάρτηση, συνήθως χαλαρή, ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα τῆς Ρωμαϊκῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Ἄλλωστε, ὁ Καρλομάγνος «σταθεροποίησε στὰ ὅρια τῆς Βενετίας, τὰ σύνορα Ἀνατολῆς καὶ Δύσης», γι' αὐτὸ ἐθεωρεῖτο ὡς ἡ Ἀνατολὴ τῆς Δύσης. Ἡ πόλη τῆς Βενετίας θυμίζει πράγματι τὸ Βυζάντιο, ὄχι μόνον ἀπὸ πλευρᾶς ἱστορίας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πλευρᾶς τῶν ἐκθεμάτων τὰ ὁποῖα οἱ Βενετοὶ μετέφεραν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἰδίως μετὰ τὴν ἅλωση τοῦ Ἀπριλίου τοῦ 1204, καὶ τὰ ἐκθέτουν κυρίως στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρκου.

Ἡ γνωστὴ Καθηγήτρια Ἑλένη Ἀρβελὲρ μιλῶντας γιὰ τὴν Βενετία εἶπε σὲ κάποια ὁμιλία της:

«Εἰπώθηκε, σωστὰ ἴσως, ὅτι εἶναι ἡ Βενετία τὸ δεύτερο Βυζάντιο, χωρὶς ὡστόσο νὰ λησμονηθεῖ ἡ καθοριστικὴ σύμπραξή της στὴ λεηλασία τοῦ Βυζαντίου κατὰ τὴν ἀλήστου μνήμης 4η Σταυροφορία τοῦ 1204. Τὰ σεβάσμια κειμήλια ποὺ κοσμοῦν σήμερα τὸ θησαυροφυλάκιο τοῦ Ἁγίου Μάρκου (νὰ ἀναφέρω ἐνδεικτικὰ τὴν Pala d' Oro καὶ τὴν Παναγία την Νικοποιό), ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλογα ποὺ καλπάζουν στὸ ἐκκλησιαστικὸ διάζωμα τῆς βενετσιάνικης μητρόπολης, προέρχονται ὅλα ἀπὸ τὴν σύληση τῆς Βασιλεύουσας καὶ δηλώνουν τὴν ἐπιτυχία τῶν στόχων της Γαληνοτάτης στὰ πεπρωμένα ποὺ καθόρισαν τὶς τύχες τοῦ ἑλληνισμοῦ. "Κύριος τοῦ ἑνὸς τετάρτου καὶ μισοῦ ὁλόκληρης τῆς αὐτοκρατορίας της Ρωμανίας", τοῦ Βυζαντίου δηλαδή, ὁ Δόγης θὰ ἑδραιώσει τὴν κυριαρχία τοῦ σὲ Κυκλάδες, Σποράδες, Μεθώνη, Κορώνη, Κρήτη, Εὔβοια, θὰ σημάνει ἀργότερα τὴν παρουσία τοῦ σὲ Τένεδο, Κύπρο, Κέρκυρα, ἀλλὰ καὶ στὴν Ἀθήνα γιὰ λίγο, ὅπως καὶ στὴν Πάτρα καὶ στὴ Θεσσαλονίκη, γιὰ νὰ κάμει, χάρη ἀκριβῶς στὴν ὄσμωση μὲ τὸν πολιτισμὸ τοῦ Βυζαντίου, τὴ χώρα του τὸ κατοπινὸ ἀσφαλὲς καταφύγιο τῶν κατατρεγμένων ἀπὸ τοὺς ἀλλοπίστους Ρωμηῶν».

Ὁ δεύτερος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ἦταν καθοριστικὴ ἡ ἐπιλογὴ τῆς διεξαγωγῆς τῆς Ἡμερίδος ἦταν ἡ πάλαι ποτὲ ἀκμάζουσα ἑλληνικὴ παροικία, τῆς ὁποίας τὰ ζωντανὰ ἴχνη διακριβώνονται μέχρι σήμερα. Πρόκειται γιὰ τὸν ἑλληνικὸ Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ τὸ ὅλο συγκρότημα ποὺ τὸν περιβάλλει. Εἶναι ἕνα λαμπρὸ μνημεῖο ποὺ πρὶν μερικὰ χρόνια ἑόρτασε τὰ πεντακόσια χρόνια τῆς ἀνοικοδομήσεώς του, μὲ πλούσια ἱστορικὴ παράδοση καὶ ζωή, ἀφοῦ ἐκεῖ εἶχε ἕδρα ἡ παλαίφατη κοινότητα τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τὸ 1498.

Στὸν περίβολο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ ἔχει τὰ Γραφεῖα της ἡ Ὀρθόδοξη Ἱερὰ Μητρόπολη Ἰταλίας, μὲ ἕδρα την Βενετία, ἡ ὁποία ἱδρύθηκε μὲ Πατριαρχικὸ καὶ Συνοδικὸ Τόμο τὴν 5η Νοεμβρίου 1991 καὶ ἀναγνωρίσθηκε ὡς Νομικὸ Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου τοῦ ἰταλικοῦ Κράτους μὲ Προεδρικὸ Διάταγμα τὴν 16 Ἰουλίου 1998. Ὁ σημερινὸς Μητροπολίτης Ἰταλίας κ. Γεννάδιος, ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψη καὶ καθοδήγηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐπιτελεῖ ἕνα σημαντικὸ ἔργο μὲ δημιουργία νέων Ἐνοριῶν σ' ὅλην τὴν Ἰταλία, μοναστικῶν κέντρων κλπ. Συζητήσαμε μαζί του καὶ διαπιστώσαμε τὰ ὁράματά του καὶ τὶς ἀγωνίες του. Στὴν προσπάθεια τὴν ὁποία καταβάλει τὸν βοηθᾶ σημαντικὰ ὁ Ἀρχιμανδρίτης Πολύκαρπος Σταυρόπουλος ὡς Πρωτοσύγκελλος, ποὺ κατάγεται ἀπὸ τὴν Ναύπακτο. Ἐπίσης, στὸν αὐλόγυρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου λειτουργοῦν τὰ Γραφεῖα τῆς ἑλληνικῆς κοινότητος τῆς Βενετίας, ἡ ὁποία θυμίζει παλιὲς ἐποχές, ἀλλὰ καὶ προσπαθεῖ νὰ συντονίση τοὺς λίγους Ἕλληνες ποὺ βρίσκονται στὴν Βενετία. Ξεναγηθήκαμε στὸ Ἰνστιτοῦτο, τὸ Μουσεῖο καὶ τὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἀπὸ τὴν Διευθύντρια τοῦ Ἰνστιτούτου Καθηγήτρια Χρ. Μαλτέζου.

Στὸ ἀριστερὸ μέρος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ λειτουργεῖ τὸ «Ἑλληνικὸ Ἰνστιτοῦτο Βυζαντιὼν καὶ Μεταβυζαντινῶν Σπουδῶν Βενετίας» μὲ ἕνα ἀξιόλογο ἔργο. Τὸ Ἰνστιτοῦτο αὐτό, ὅπως γράφει ἡ σημερινὴ διευθύντριά του Καθηγήτρια κ. Χρύσα Μαλτέζου, «εἶναι τὸ μόνο κέντρο ἐπιστημονικῆς ἔρευνας ποὺ διαθέτει ἡ Ἑλλάδα ἐκτὸς τῶν συνόρων της». Στὸν Ἰνστιτοῦτο μπορεῖ κανεὶς νὰ θαυμάση τὴν ἀξιόλογη βιβλιοθήκη, στὴν ὁποία πολλοὶ ἐπιστήμονες ἐκπονοῦν τὶς διατριβές τους, καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ μουσεῖο στὸ ὁποῖο ἐκτίθενται βυζαντινὲς εἰκόνες καὶ ἄλλα εἴδη μεγάλης ἀξίας. Ἀκόμη στὸ Ἰνστιτοῦτο ὑπάρχει καὶ αἴθουσα ἐκδηλώσεων, ποὺ ἦταν ὁ χῶρος συνεδριάσεως τῆς ἑλληνικῆς κοινότητος. Ἡ ὅλη παρουσία τοῦ Ἰνστιτούτου θεωρεῖται ἕνα «παράθυρο σήμερα τῆς ἑλληνικῆς ἐπιστήμης στὴν Εὐρώπη», καὶ ἕνας χῶρος «γόνιμης συνάντησης τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος μὲ δυτικὲς πηγὲς ἔμπνευσης καὶ τῆς εὐτυχοῦς συναίρεσης τῆς βυζαντινῆς καὶ δυτικῆς παράδοσης» (Μαλτέζου), καθὼς ἐπίσης εἶναι ἕνα «φυτώριο ἐπιδόξων διδασκάλων τῆς ἱστορίας μιᾶς ἀνεξερεύνητης ἀκόμη πτυχῆς τῆς ἑλληνικῆς συνοχῆς καὶ συνέχειας» (Ἀρβελέρ).

Ἀκόμη εἴχαμε τὴν δυνατότητα νὰ βαδίσουμε μέσα στὴν Βενετία καὶ νὰ θαυμάσουμε αὐτὴν τὴν πανέμορφη πόλη ποὺ συνδυάζει πολλὰ καὶ πρωτότυπα στοιχεῖα, ἀφοῦ «βρίσκεται στὸ κέντρο μιᾶς ἡμισεληνοειδοῦς λιμνοθάλασσας». Κατ' ἀρχὰς εἶναι μιὰ πόλη, ἡ ὁποία εἶναι κτισμένη πάνω σὲ 118 ἀρχικὰ νησιὰ καὶ ἡ ἐπικοινωνία μεταξύ τους γίνεται μὲ 400 περίπου γέφυρες, ἡ πιὸ γνωστὴ εἶναι ἡ γέφυρα τῶν στεναγμῶν, ποὺ συνδέει τὰ Δικαστήρια μὲ τὶς φυλακές, καὶ περνοῦσαν οἱ κατάδικοι μετὰ τὴν καταδίκη τους πορευόμενοι πρὸς τὴν φυλακή. Τὰ 180 κανάλια, μήκους 50 περίπου χιλιομέτρων, διασχίζουν ὅλη τὴν πόλη καὶ ὁ ἐπισκέπτης μπορεῖ νὰ θαυμάση πάρα πολλὲς ὡραῖες πλατεῖες, στενὰ δρομάκια καὶ γέφυρες.

Ἐκεῖνο ποὺ ἐντυπωσιάζει εἶναι ὅτι μέσα στὴν Βενετία δὲν συναντᾶ κανεὶς κανένα τροχοφόρο, οὔτε καὶ ποδήλατο, οἱ δὲ μετακινήσεις τῶν κατοίκων καὶ τῶν ἐπισκεπτῶν της γίνονται μὲ τὰ πόδια. Φυσικὸ ἑπόμενο εἶναι ὅλες οἱ ἐξυπηρετήσεις νὰ γίνωνται μέσα ἀπὸ τὰ κανάλια. Ἔτσι τὰ πάντα ἔχουν ἀντικατασταθῇ μὲ τὶς βάρκες καὶ τὰ πλοῖα. Ἡ συγκοινωνία γίνεται μὲ πλοῖα-λεωφορεῖα, βλέπει κανεὶς βάρκες διαμορφωμένες σὲ ταξί, ἀσθενοφόρα, ἀστυνομικὰ περιπολικά, ἀπορριματοφόρα (σκουπιδιάρικα), νεκροφόρες, μεταφορὰ προϊόντων, λαϊκὴ ἀγορὰ κλπ. Γνωστὲς εἶναι καὶ οἱ γόνδολες μὲ τὶς ὁποῖες γίνεται ἡ περιήγηση στὰ ἀξιοθέατα τῆς πόλης καί, φυσικά, ὅπως ἀλλοῦ ὑπάρχουν σχολὲς ὀδήγησεις, ἐδῶ ὑπάρχουν γραφεῖα ἐκμαθήσεως πλοήγησης γιὰ γόνδολες. Τὰ πολυδαίδαλα στενὰ δρομάκια μὲ τὰ παραδοσιακὰ καταστήματα βενετσιάνικης τέχνης ἀπὸ ἀσήμι καὶ γυαλὶ καὶ μὲ ἄλλα παραδοσιακὰ ἀντικείμενα, πολλὲς φορὲς στενεύουν ἑνάμιση μὲ δύο μέτρα καὶ καταλήγουν σὲ μικρὰ ἡ μεγάλα κανάλια καὶ δημιουργοῦν μιὰ καταπληκτικὴ ἀτμόσφαιρα. Ἡ περιήγηση στὴν πόλη μέσα ἀπὸ τὰ κανάλια, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ θέα τῶν παραδοσιακῶν οἰκημάτων κτισμένων πάνω σὲ ξύλα-παλούκια ποὺ τὰ πηγνύουν μέσα στὴν ἄμμο εἶναι ἕνα θέαμα ποὺ δὲν τὸ συναντᾶ κανεὶς ἀλλοῦ.

Σὲ ἄλλες περιπτώσεις τὰ στενὰ δρομάκια καταλήγουν σὲ μικρὲς ἡ μεγάλες πλατεῖες ποὺ δίνουν ἄλλη νότα στὴν βυζαντινὴ μεσαιωνικὴ αὐτὴ πόλη. Πάνω ἀπὸ ὅλα ὁ Ἱερὸς Ναὸς τοῦ Ἁγίου Μάρκου μὲ τὴν πλατεῖα μπροστὰ ἀπὸ αὐτόν, τὸ παλάτι των Δόγηδων καὶ τὰ ἄλλα κτίρια εἶναι ἄξια θαυμασμοῦ. Ὅταν εἰσέρχεται κανεὶς στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρκου θαυμάζει τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῶν ψηφιδωτῶν καὶ τῶν δαπέδων ποὺ κατασκευάσθηκαν κυρίως ἀπὸ τεχνῖτες τοῦ Βυζαντίου, ἀλλὰ καὶ θλίβεται διότι βλέπει πολλὰ κλεμμένα ἀντικείμενα ποὺ λεηλάτησαν οἱ Βενετοὶ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1204 κατὰ τὴν Δ Σταυροφορία. Ὡς γνωστὸν αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία συνετέλεσε στὴν ἀποδυνάμωση τῆς Πόλεως καὶ τὴν τελικὴ πτώση τὸ 1453. Ὅταν βλέπη κανεὶς τὰ ἀντικείμενα τὰ ὁποῖα ἐκτίθενται στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρκου, ὄχι μόνον λυπᾶται γιὰ τὴν λεηλασία, ἀλλὰ καὶ θαυμάζει τὸ τί πλοῦτος πρέπει νὰ ὑπῆρχε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ὀνειροπολῇ πὼς θὰ ἦταν αὐτὴ ἡ Πόλη τῶν θρύλων. Ἐκεῖ στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρκου βλέπει κανεὶς καὶ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας της Νικοποιοῦ, ἡ ὁποία πάντοτε προηγεῖτο τοῦ στρατοῦ κατὰ τὴν διάρκεια τῶν πολεμικῶν συρράξεων. Μπροστὰ σὲ αὐτὴ βλέπει κανεὶς νὰ κάθωνται οἱ Χριστιανοὶ σὲ καρέκλες καὶ νὰ προσεύχωνται.

Φυσικά, ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ναυπάκτου ἐπισκέφθηκα καὶ τὴν Σάντα Μαρία Φορμόζα, ὅπου διασώζεται ἡ Μαντόντα Ντὶ Λεπάντο, μιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας δαλματικὴς προελεύσεως, τὴν ὁποία εἶχε ὁ Σεμπαστιὰν Ρενιὲρ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Ναυμαχίας της Ναυπάκτου καὶ ἡ ὁποία πῆρε τὸ ὄνομα ἀπὸ τὴν Ναυμαχία ποὺ ἔγινε κοντὰ στὴν Ναύπακτο. Στὴν πλατεῖα τοῦ Ναοῦ αὐτοῦ ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία βλέπει κανεὶς καὶ τὸ ἀρχοντικό του Σεβαστιανοῦ Ρενιέρ. Δημοσίως θὰ ἤθελα νὰ εὐχαριστήσω τὸν Ναυπάκτιο Ἀρχιμανδρίτη Πολύκαρπο Σταυρόπουλο γιὰ τὴν βοήθεια τὴν ὁποία μᾶς προσέφερε καὶ τὴν ξενάγηση ποὺ μᾶς ἔκανε στὰ σημαντικὰ μνημεῖα τῆς Βυζαντινῆς Βενετίας.

Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Συνεδρίου καὶ κατὰ τὴν περιήγησή μου στὴν πόλη της Βενετίας, ποὺ πολλὲς φορές μου θύμιζε τὸν Βόσπορο, προσευχόμουν στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ νὰ ἐμπνεύση τοὺς Ἰταλοὺς καὶ γενικότερα τοὺς δυτικοὺς νὰ αἰσθανθοῦν αὐτὴν τὴν μυστικὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, νὰ ἀποδεχθοῦν αὐτὴν τὴν ὀρθόδοξη ἡσυχαστικὴ παράδοση, διότι μέσα ἀπὸ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ δοῦν καὶ τὴν διαφορὰ τῶν παραδόσεων καὶ τῆς δογματικῆς διδασκαλίας. Διότι εἶναι γνωστὸν ὅτι ὁ ἡσυχασμὸς ποὺ ἐξέφρασε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἶναι ἡ βάση τῶν δογμάτων καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Ἡσυχασμὸς καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὁμιλία στὸ Συνέδριο ποὺ διοργανώθηκε ἀπὸ τὸ «Εὐρωπαϊκὸ Δίκτυο Ἐρευνῶν» στὴν Βενετία, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς παρουσίασης τῆς μετάφρασης τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὰ ἰταλικὰ (βλ. τ. 129, Φέβ. 2007).

Ὅπως εἶναι γνωστὸν ὁ ἅγιος Γρηγόριος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ὁ Παλαμᾶς ἔζησε τὸν 14ο αἰῶνα καὶ ἔδρασε στὴν Κωνταντινούπολη, τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ τὴν Θεσσαλονίκη. Ἡ ἐποχὴ αὐτὴ ἦταν δύσκολη γιὰ τὴν Ρωμαϊκή - Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία ἀπὸ πάσης πλευρᾶς. Στὴν εἰσήγηση αὐτὴ δὲν προτίθεμαι νὰ παρουσιάσω τὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς του, οὔτε νὰ ἀναπτύξω τὰ ἱστορικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα ποὺ ἔγιναν τὴν ἐποχή του καὶ στὰ ὁποῖα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔπαιξε ἕναν σημαντικὸ ρόλο, οὔτε βέβαια νὰ ἀναλύσω τὴν ὅλη θεολογική του διδασκαλία τὴν ὁποία θεωρῶ δεδομένη. Ἄλλωστε ἡ εἰσήγηση αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι σύντομη γιὰ νὰ δοθῇ ἡ δυνατότητα νὰ γίνη συζήτηση γιὰ θέματα ποὺ ἀπασχολοῦν τὸ ἀκροατήριο.

Ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἤθελα νὰ τονίσω εἶναι ὅτι θεωρῶ μεγάλη εὐλογία τὴν μετάφραση τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὴν Ἰταλικὴ γλῶσσα, γιατί ἔτσι θὰ γνωρισθῇ καλύτερα ἡ διδασκαλία του, ποὺ εἶναι μεγαλειώδης, ἀλλὰ καὶ θὰ συντελέση σημαντικὰ στὸν διάλογο σὲ θεολογικά, ἐκκλησιαστικά, ἐπιστημονικά, καὶ κοινωνικὰ θέματα. Καὶ αὐτὸ τὸ θεωρῶ πολὺ σημαντικὸ γιατί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὰ ἔργα του ἀναλύει διεξοδικὰ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας τὴν ὁποία συναντοῦμε καὶ σὲ πολλοὺς Λατίνους Πατέρας τῶν πρώτων αἰώνων καὶ αὐτὸ ἔχει μεγάλη σημασία γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ἀφοῦ τὰ κύρια προβλήματα ποὺ τὸν ἀπασχολοῦν εἶναι τὰ ὑπαρξιακὰ καὶ ὀντολογικά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐκπηγάζουν καὶ πολλὰ ἄλλα προβλήματα.

Γιὰ παράδειγμα νὰ ἀναφέρω τὴν παράδοση ποὺ περιγράφεται στὸ βιβλίο «Διάλογοι» ποὺ συγγράφηκε ἀπὸ τὸν Πάπα Ρώμης ἅγιο Γρηγόριο Μέγα, τὸν ἐπονομαζόμενο Διάλογο. Διαβάζοντας κανεὶς τὸ βιβλίο αὐτό, στὸ ὁποῖο ἀναλύεται ἡ ζωὴ πολλῶν Ἐπισκόπων, Κληρικῶν, ἀσκητῶν καὶ λαϊκῶν, ἀλλὰ καὶ ὁ βίος τοῦ ἁγίου Βενεδίκτου, τοῦ ἱδρυτοῦ τοῦ ὁμωνύμου μοναχικοῦ τάγματος, βλέπει ὅτι ὑπάρχουν κοινὰ στοιχεῖα μεταξὺ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου καὶ τοῦ ἁγίου Διαδόχου Φωτικῆς, ποὺ ἔζησαν τὴν ἴδια ἐποχή, καθὼς ἐπίσης κοινὰ στοιχεῖα ἀμφοτέρων μὲ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ ποὺ ἔζησε τὸν 14ο αἰῶνα καὶ ἔκανε διάλογο μὲ τὸν Βαρλαάμ. Στὸ συγκεκριμένο αὐτὸ βιβλίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου, γίνεται λόγος γιὰ νοῦ, καρδιά, ἡσυχία τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς, γιὰ ἄσκηση καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ, γιὰ νοερὰ προσευχὴ καὶ θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, γιὰ κάθαρση, φωτισμὸ καὶ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ πνεῦμα τῆς προφητείας κλπ. Αὐτὰ τὰ θέματα ποὺ συναντοῦμε στὸ βιβλίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου ἀποτελοῦν τὴν οὐσία τοῦ ἡσυχασμοῦ ποὺ ἀνέπτυξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ μποροῦμε νὰ τὰ δοῦμε στὰ κείμενά του.

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο –καὶ ἐπαναλαμβάνω– θεωρῶ μεγάλη εὐλογία τὴν μετάφραση τῶν ἔργων του στὴν Ἰταλικὴ γλῶσσα, γιατί ἔτσι θὰ δοθῇ ἡ δυνατότητα νὰ δοῦμε τὰ κοινὰ στοιχεῖα τῆς παραδόσεως Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως καὶ νὰ βροῦμε τὶς παραδόσεις μας καὶ κυρίως τὴν μέθοδο καὶ τὸν τρόπο τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ὁπότε καὶ ὁ διάλογος γιὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν θὰ ἀποκτήση νηπτικὸ ἐσωτερικὸ θεολογικὸ χαρακτῆρα μέσα ἀπὸ τὸν Ὀρθόδοξο ἡσυχασμό. Στὴν συνέχεια θὰ ἐντοπίσω δύο σημεῖα ποὺ θεωρῶ σημαντικὰ καὶ δείχνουν τὴν ἐπικαιρότητα τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.

1. Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ

Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος διακατέχεται ἀπὸ ἕναν προβληματισμὸ γύρω ἀπὸ τὸν Θεό, προσπαθεῖ νὰ ἀπαντήση στὰ ἐρωτήματα τί εἶναι ὁ Θεὸς καὶ πὼς μπορεῖ νὰ ἀποκτήση γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἄλλοι ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὸν διαφωτισμὸ διακρίνονται γιὰ τὸν δεϊσμό, τὸν ἀγνωστικισμὸ καὶ τὴν ἀθεΐα, καὶ ἄλλοι πιστεύουν λογικὰ στὸν Θεό, ἀλλὰ δὲν γνωρίζουν τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον μποροῦν νὰ τὸν προσεγγίσουν ἐμπειρικά. Στὸ θέμα αὐτὸ ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι σημαντική. Κατ ἀρχὰς ἡ διδασκαλία του εἶναι κατ ἐξοχὴν ἐμπειρική. Καίτοι σπούδασε στὸ Πανεπιστήμιο τὴν φιλοσοφία τοῦ Ἀριστοτέλη, τὴν ὁποία γνώριζε καλά, ἐν τούτοις ἀκολούθησε ἐντελῶς διαφορετικὴ μέθοδο γιὰ τὴν προσέγγιση τοῦ Θεοῦ. Στὸ Ἅγιον Ὅρος ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή, καὶ ἔφθασε στὴν γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε, ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὸν Θεό, τὸ ἔκανε μέσα ἀπὸ τὴν προσωπική του ἐμπειρία. Γνώρισε ἐμπειρικὰ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καὶ ὁμιλοῦσε γι' αὐτές.

Ἔπειτα, τοῦ δόθηκε ἀφορμὴ νὰ ἀναλύση ὅλη αὐτὴν τὴν θεογνωσία -«ἱερογνωσία», ὅπως τὴν χαρακτηρίζει. Τόνιζε στὰ ἔργα τοῦ ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει οὐσία καὶ ἐνέργεια, καὶ ἐφ' ὅσον ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη καὶ ἡ ἐνέργειά του εἶναι ἄκτιστη. Ὁ Θεὸς ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν ἄκτιστη ἐνέργειά Του. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος μετέχει ποικιλοτρόπως τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τῆς οὐσίας Του. Ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, δὲν πρέπει νὰ ὑποπίπτουμε σὲ ὑπερβάσεις καὶ παραθεωρήσεις, δηλαδὴ δὲν μποροῦμε νὰ τὴν ὑπερτιμοῦμε ἀπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς καὶ νὰ τὴν ἐξετάζουμε ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὰ Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀπὸ τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας γνωρίζουμε ὅτι τὰ Πρόσωπα-Υποστάσεις τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἔχουν κοινὰ καὶ ἀκοινώνητα γνωρίσματα. Τὰ κοινὰ εἶναι ἡ οὐσία-φύση καὶ ἡ ἐνέργεια, ἐνῷ τὰ ἀκοινώνητα εἶναι τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα, ἤτοι ὁ τρόπος ὑπάρξεως τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ ἀγέννητο τοῦ Πατρός, τὸ γεννητὸ τοῦ Υἱοῦ καὶ τὸ ἐκπορευτὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι, ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι κοινὴ καὶ στὰ Τρία Πρόσωπα.

Τὸ θέμα αὐτὸ δὲν εἶναι φιλοσοφικό, ἀλλὰ ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν θεούμενο ἄνθρωπο ποὺ μετέχει τῆς θεοποιοῦ ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ δι' αὐτῆς τῆς γνώσεως ἀποκτᾶ καὶ τὴν γνώση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἀντιλαμβανόμαστε, ὅπως τὸ συναντοῦμε στὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐνυπόστατη. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἐνεργῶν εἶναι τὸ Πρόσωπο-Υπόσταση, ἡ οὐσία-φύση εἶναι τὸ ἐνεργητικὸ καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ οὐσιώδης κίνηση τῆς φύσεως. Ἔτσι, οὔτε ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ διαχωρίζεται ἀπὸ τὰ Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, οὔτε θεωρεῖται ὅτι ὑπερέχει ἡ διακρίνεται διαλεκτικὰ ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐπισήμανση αὐτὴ εἶναι σημαντική, γιατί εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ ἑρμηνευθῇ ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ περὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀπρόσωπη, πρᾶγμα ποὺ δὲν εἶναι ἀληθές.

Ἔπειτα, ὅταν ὁμιλοῦμε γιὰ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, κάνουμε λόγο καὶ γιὰ ἐνέργειες. Βεβαίως, μία εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ λαμβάνει διάφορα ὀνόματα ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματά της. Ἔτσι, γίνεται λόγος γιὰ οὐσιοποιὸ ἐνέργεια ποὺ δίνει ὀντότητα στὰ ὄντα, γιὰ ζωοποιὸ ἐνέργεια ποὺ δίνει ζωή, γιὰ σοφοποιὸ ἐνέργεια ποὺ προσφέρει σοφία, λογικὴ καὶ αὐτεξουσιότητα, γιὰ θεοποιὸ ἐνέργεια ποὺ θεώνει τὸν ἄνθρωπο. Ἐπίσης, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴν τὴν διάκριση, γίνεται λόγος γιὰ δημιουργικὴ καὶ προνοητικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, γιὰ καθαρτική, φωτιστικὴ καὶ θεοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἐπὶ πλέον ἡ ἀγάπη, ἡ δικαιοσύνη, ἡ εἰρήνη, ἡ φιλανθρωπία κλπ. τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ποὺ λαμβάνουν ὀνόματα ἀνάλογα μὲ τὰ ἀποτελέσματά τους.

Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μερικὲς φορές, ὅταν θέλη ὁ Θεὸς καὶ ὑπάρχουν ἀπαραίτητες προϋποθέσεις, θεᾶται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὡς Φῶς, δηλαδὴ ἐκεῖνος ποὺ ἀξιώνεται τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, βλέπει τὴν ἐνέργειά Του ὡς Φῶς. Καὶ αὐτὸ τὸ Φῶς εἶναι ἄκτιστον, δηλαδὴ εἶναι θεῖο. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι γίνεται σαφέστατη διάκριση μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου Φωτός. Ὅπως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πορευόμενος στὴν Δαμασκὸ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς μεσημβρίας, ἔβλεπε τὴν λάμψη τοῦ ἡλίου καὶ συγχρόνως ἔβλεπε ἕνα ἄλλο Φῶς, λαμπρότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ ἔκανε τὴν διάκριση μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου φωτός, τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν θεόπτη ἄνθρωπο.

Ἔπειτα, αὐτὴ ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς δὲν εἶναι συμβολική, ἠθικὴ καὶ ἐξωτερική, ἀλλὰ κοινωνία καὶ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος βλέπει τὸν Θεό, διὰ τῆς ἑνώσεώς του μαζί Του. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἑνώνεται μὲ τὸν Θεὸ καὶ βλέπει τὸν Θεό. Ἀκόμη αὐτὴ ἡ ἕνωση προσφέρει τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὁ θεούμενος σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση ἀποκτᾶ τὴν ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, γνωρίζει τί εἶναι ὁ Θεός, διακρίνει τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, γνωρίζει τὴν διαφορὰ μεταξὺ τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ καὶ τὴν ἑνότητα μεταξύ τους. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἶχαν αὐτὴν τὴν ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἀντιμετωπίσουν διαφόρους φιλοσόφους χρησιμοποίησαν τὴν φιλοσοφικὴ ὁρολογία καὶ ἔκαναν λόγο γιὰ οὐσία καὶ ἐνέργεια, γιὰ κοινὴ οὐσία - φύση καὶ ἰδιαίτερα πρόσωπα, γιὰ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ὑποστατικὰ ἰδιώματα κλπ. Αὐτὲς οἱ διατυπώσεις τῶν Πατέρων δὲν εἶναι φιλοσοφικοὶ ὅροι γιὰ νὰ κατανοηθῇ λογικὰ ἡ ὕπαρξη καὶ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐκφράσεις τῆς προσωπικῆς τους ἐμπειρίας γιὰ νὰ ἀπαντήσουν στὰ διάφορα φιλοσοφικὰ ρεύματα τῆς ἐποχῆς τους.

Καὶ βεβαίως, αὐτὴ ἡ ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ὑπερτέρα τῆς ἐγκεφαλικῆς καὶ κοσμικῆς γνώσης. Ἄλλη εἶναι ἡ γνώση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ μαθήματα καὶ τὴν μελέτη τῶν φιλοσοφικῶν καὶ θεολογικῶν θεμάτων, διὰ τῆς λογικῆς, τὴν ὁποία κανεὶς δὲν ἀρνεῖται ὅταν πρόκειται γιὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου, ἄλλη ὅμως εἶναι ἡ γνώση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς καὶ τὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεό. Ἔτσι, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ἡ ἀληθινὴ θεολογία εἶναι ἡ θεοπτία. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε στὸ ὅρος τοῦ Θαβὼρ ποὺ οἱ Μαθητὲς ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ δεχθοῦν τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ γίνουν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί, βεβαίως, μέλη τῆς Ἐκκλησίας.

2. Ἡ μεθοδολογία τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας

Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας θέλει νὰ ἀποκτήση τὴν ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πρέπει νὰ μάθη καὶ τὴν ἀληθινὴ μέθοδο πορείας πρὸς αὐτὴν τὴν γνώση. Αὐτὴν τὴν μέθοδο ἔχει ἀναλύσει ἐκτενῶς στὰ κείμενά του ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο φαίνεται ἡ ἐπικαιρότητα τῆς διδασκαλίας του.

Ἡ μέθοδος αὐτὴ διαφέρει ἀπὸ τὴν λογικὴ ἐπεξεργασία καὶ ἀπὸ τὸν ὑπερβατικὸ διαλογισμό. Δηλαδή, πολλοὶ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας προκειμένου νὰ γνωρίσουν τὸν Θεό, χρησιμοποιοῦν τὴν λογικὴ καὶ τὸν στοχασμό, ἀλλὰ καταλήγουν σὲ φάσματα τῆς ἀληθείας. Καὶ ἄλλοι γιὰ νὰ ὑπερβοῦν τὸν στοχασμὸ καὶ τὴν λογικοκρατία, ποὺ συνδέεται μὲ τὴν φαντασία, ἀκολουθοῦν τὴν μέθοδο τοῦ ὑπερβατικοῦ διαλογισμοῦ ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ἕνα ὑπερπροσωπικὸ ἀπόλυτο, ποὺ καὶ αὐτὸ τελικὰ εἶναι προϊὸν τῆς φαντασίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀναλύει στὰ ἔργα του τὴν πραγματικὴ μέθοδο, ἡ ὁποία συναντᾶται στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ ἔργα τῶν Πατέρων καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἡσυχαστικὴ μέθοδος. Ἔτσι, ὁ ἡσυχασμὸς εἶναι διάφορος ἀπὸ τὴν λογικοκρατία καὶ τὸν ὑπερβατικὸ διαλογισμό, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ την γιόγκα γιὰ νὰ φθάση στὴν νιρβάνα. Στὰ ἔργα του ἀναλύει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπὸ νοῦ καὶ αἴσθηση. Μὲ τὸν νοῦ του ἔρχεται σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ἀφοῦ αὐτὸς (ὁ νοῦς) εἶναι τὸ κατάλληλο ὄργανο γιὰ τὴν κοινωνία αὐτή, καὶ μὲ τὴν αἴσθηση ἀποκτᾶ γνώση τῶν κτισμάτων καὶ τοῦ περιβάλλοντος κόσμου. Μεταξὺ νοῦ καὶ αἰσθήσεως ὑπάρχει ὁ λόγος, ἡ φαντασία καὶ ἡ δόξα. Μὲ τὸν λόγο κρίνει καὶ ἐρευνᾶ τὰ πράγματα, μὲ τὴν φαντασία ἀποκτᾶ αἴσθηση τῶν πραγμάτων ποὺ ἔρχονται μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῶν αἰσθήσεων, καὶ μὲ τὴν δόξα σχηματίζει γνώμη - ἄποψη γιὰ κάθε πρᾶγμα.

Οἱ ἐνέργειες αὐτὲς τῆς ψυχῆς πρέπει νὰ λειτουργοῦν κατὰ φύσιν καὶ ὑπὲρ φύσιν καὶ ὄχι παρὰ φύσιν. Καὶ μάλιστα, ὅπως ὁ ἴδιος ἅγιος διδάσκει, γιὰ νὰ φθάση κανεὶς στὴν γνώση τοῦ Θεοῦ θὰ πρέπη κατὰ τὸν καιρὸ ποὺ προσεύχεται νὰ ἀδρανοποίηση τὴν αἴσθηση, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐπηρεάζεται ἡ λογική, ἡ φαντασία καὶ ἡ δόξα, καὶ νὰ ἐνεργοποιήση τὸν νοῦ. Αὐτὸ γίνεται μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν νοερὰ ἡσυχία καὶ προσευχή. Ἔτσι, ἔρχεται σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ διά του νοός, ἀποκτᾶ τὴν ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν συνέχεια διατυπώνει αὐτὴν τὴν ἐμπειρία μὲ τὴν δόξα καὶ τὴν διάνοια. Ἀντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ διά του νοὸς καὶ ἔχει σχέση μὲ τὴν κτίση διὰ τῆς αἰσθήσεως καὶ τῆς λογικῆς. Ἡ σύγχυση μεταξὺ τῶν δυνάμεων αὐτῶν καὶ ἡ ταύτιση μεταξὺ τοῦ νοῦ καὶ τοῦ λόγου δημιουργεῖ ψυχικὲς καὶ πνευματικὲς ἀσθένειες, ἤτοι ἄγνοια Θεοῦ, εἰδωλοποίηση τῆς κτίσεως, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργοῦνται πολλὲς φυσικὲς θρησκεῖες, μὲ ὅλα τὰ παρεπόμενά τους.

Αὐτὴν τὴν μέθοδο ἀκολούθησε ἡ Παναγία στὰ ἅγια τῶν ἁγίων καὶ ἔφθασε στὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν θέωση καὶ ἔτσι ἀξιώθηκε νὰ γίνη Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὸν λόγο του στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου ἀναλύει μὲ καταπληκτικὸ τρόπο τὴν μέθοδο ποὺ ἀκολούθησε ἡ Παναγία ποὺ εἶναι ὁ ἡσυχασμός, ἤτοι νέκρωσε τὴν αἴσθηση καὶ τὴν λογική, τὴν δόξα καὶ τὴν φαντασία, ποὺ προέρχονται ἀπὸ αὐτήν, καὶ ἐπὶ πλέον ἐνεργοποίησε τὸν νοῦ - τὴν νοερὰ ἐνέργεια. Μέσα ἀπὸ τὰ πλαίσια αὐτὰ πρέπει νὰ δοῦμε τὴν ἑρμηνεία ποὺ δίνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὸν θεῖο σαββατισμό.

Μέσα στὰ δυὸ αὐτὰ σημεῖα (ἡσυχασμὸς καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ) βρίσκεται ἡ κεντρικὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅπως φαίνεται στὰ κείμενά του, κυρίως στὶς ὁμιλίες ποὺ ἔκανε στὸ ποίμνιο τῆς Θεσσαλονίκης. Πρέπει δὲ νὰ σημειωθῇ ὅτι αὐτὲς οἱ ὁμιλίες εἶναι δείγματα θεολογικοῦ λόγου, ἀφοῦ συνδέουν τὴν θεολογία μὲ τὴν ποιμαντική. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος δὲν ἀναπτύσσει μιὰ στοχαστικὴ θεολογία χωρὶς νὰ ποιμαίνη, οὔτε ποιμαίνει χωρὶς νὰ θεολογή. Στὶς ὁμιλίες αὐτὲς φαίνεται ἡ ἱκανότητά του νὰ θεολογή, νὰ ἐρμηνεύη τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ νὰ ποιμαίνη ὁδηγῶντας τοὺς πιστοὺς στὴν ἐλευθερία τοῦ πνεύματος.

3. Ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μέσα ἀπὸ σύγχρονη ἐμπειρία

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἦταν ἐκφραστὴς τῆς θεολογίας καὶ τοῦ ἡσυχασμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διατυπώθηκε στὰ ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων. Δὲν ἔκανε ἕνα δικό του φιλοσοφικό, θεολογικὸ καὶ ἡσυχαστικὸ σύστημα, ἀλλὰ ἐξέφρασε αὐτὸ ποὺ συνάντησε στοὺς γονεῖς του, ποὺ ζοῦσαν στὸ «πνεῦμα» τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, τοὺς πνευματικούς του διδασκάλους, ὅπως τοῦ Θεολήπτου Φιλαδελφείας, καὶ τὴν ζωὴ ποὺ βρῆκε στὸ Ἅγιον Ὅρος, ὅπου μαθήτευσε σὲ ἡσυχαστὲς Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν τὴν ἱερὰ ἡσυχία, ὅπως τὴν εἶχε ἐκφράσει καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης καὶ ἄλλοι Πατέρες.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν πρέπει νὰ διαβάζη κανεὶς τὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στοχαστικὰ καὶ σχολαστικά, ἀλλὰ νὰ ἐξετάζη παράλληλα καὶ τὴν ὅλη ἀτμόσφαιρα ποὺ τὰ δημιούργησαν. Καὶ εἶναι σημαντικὸ νὰ λεχθῇ ὅτι αὐτὴ ἡ παράδοση διασώζεται καὶ σήμερα ζωντανὴ στὸ Ἅγιον Ὅρος. Πολλοὶ Ἁγιορεῖτες Πατέρες τὴν ἐκφράζουν, ἀλλὰ κατὰ καιροὺς ἐμφανίζονται περισσότερο μερικοὶ ἀπὸ αὐτούς. Θὰ ἤθελα νὰ ἐπισημάνω τὰ ἔργα του Ἄρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, ἱδρυτοῦ τῆς Σταυροπηγιακῆς καὶ Πατριαρχικῆς Μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὸ Essex Ἀγγλίας, ὁ ὁποῖος ἀσκήθηκε ἡσυχαστικὰ στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀκόμη καὶ μέσα στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους γιὰ μιὰ εἰκοσιπενταετία καὶ ἐξέφρασε αὐτὴν τὴν ἐμπειρία στὰ βιβλία ποὺ κυκλοφοροῦν.

Ἀκόμη τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πρέπει νὰ τὴν ἐρμηνεύση κανεὶς μέσα ἀπὸ τὰ κείμενα ἱκανῶν θεολόγων τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν (νὰ θυμηθῶ τὸν πρωτεργάτη Καθηγητὴ Παναγιώτη Χρήστου καὶ τοὺς μαθητές του, τοὺς Καθηγητὲς π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, Γεώργιο Μαντζαρίδη, π. Γεώργιο Μεταλληνό, π. Θεόδωρο Ζήση κ.α.), οἱ ὁποῖοι μελέτησαν τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου μέσα ἀπὸ τὴν ζωντανὴ ἐμπειρία τῶν Πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἀλλὰ καὶ χρησιμοποιῶντας αὐθεντικὲς θεολογικὲς καὶ ἱστορικὲς πηγές. Μέσα ἀπὸ τὸ πνεῦμα αὐτὸ δημοσίευσα καὶ τὸ βιβλίο μου μὲ τίτλο: «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἁγιορείτης». Ἡ παράλληλη μελέτη τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ με, κατὰ τὸ πλεῖστον, σύγχρονη ἐμπειρικὴ ἑρμηνευτική, θὰ βοηθήση στὴν καλύτερη κατανόησή της. Καὶ αὐτὸ εἶναι σημαντικό, γιατί ἂν διαβάση κανεὶς τὰ ἔργα τοῦ ἁγιορείτου Ἁγίου, μέσα ἀπὸ ἄλλες προοπτικές –ὀρθολογιστικές, ἠθικιστικές, συντηρητικές– εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ τὰ παρερμηνεύση.

Ὁ κίνδυνος τῆς παρερμηνείας παρατηρήθηκε καὶ κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔζησε καὶ δίδαξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Πράγματι, ὑπῆρχαν τρεῖς τάσεις τὴν ἐποχή του ποὺ ἦλθαν ἀντιμέτωπες στὸν ἅγιο Γρηγόριο καὶ τὴν διδασκαλία του. Ἡ πρώτη τάση ἦταν ὁ ὀρθολογισμὸς (δυτικὸς ἡ ἀνατολικός), ὅπως ἐκφραζόταν μὲ τὴν ποικιλόμορφη σχολαστικὴ θεολογία ποὺ συνδεόταν μὲ τὴν κλασσικὴ μεταφυσική, μὲ τὸν πλατωνισμό, τὸν ἀριστοτελισμὸ καὶ τὸν νεοπλατωνισμό. Ἡ δεύτερη τάση ἦταν ὁ ἠθικισμός, ὅπως ἐκφραζόταν ἀπὸ τὸν οὑμανισμὸ ποὺ βιωνόταν καὶ στὴν Δύση καὶ τὴν Ἀνατολή. Ἄλλωστε ὑπῆρχε μιὰ ἀλληλεπίδραση Ἀνατολῆς καὶ Δύσης στὸ θέμα τοῦ οὑμανισμοῦ. Καὶ ἡ τρίτη τάση ἦταν ὁ συντηρητισμὸς (σὲ Δύση καὶ Ἀνατολὴ) ποὺ ἐκφραζόταν μὲ τὴν μηχανικὴ καὶ θεσμικὴ προσέγγιση καὶ βίωση τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, ποὺ στεκόταν σὲ τύπους καὶ σὲ λέξεις καὶ παραθεωροῦσε ὅλη τὴν ἐσωτερικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ποὺ περιλαμβάνεται στὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.

Αὐτὲς οἱ τρεῖς τάσεις –ὀρθολογισμός, ἠθικισμὸς καὶ συντηρητισμός– ὑπάρχουν καὶ σήμερα καί, ὅπως ἐλέχθη πιὸ πάνω, εἶναι ἐνδεχόμενο, ἂν διαβασθοῦν τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ αὐτή, νὰ παρερμηνευθοῦν, ἀκόμη δὲ χειρότερα νὰ πολεμηθοῦν. Πρέπει νὰ ἐντοπισθῇ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ δύο ἀπὸ τοὺς βασικοὺς μεταφραστὲς τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὴν ἰταλικὴ γλῶσσα (Μελέτης Μελετιάδης καὶ Ettore Perrella) δὲν εἶναι θεολόγοι καὶ φιλόσοφοι, ἀλλὰ ψυχαναλυτές. Αὐτὸ δείχνει ὅτι αὐτοὶ διέκριναν τὴν σημασία τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ τόσα ψυχολογικὰ ὑπαρξιακὰ προβλήματα ποὺ τὸν διακατέχουν.

Πράγματι, ὁ ἡσυχασμὸς δείχνει ὅτι ὁ Χριστιανισμός, ὅπως ἐκφράζεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρας καὶ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, καὶ ὅπως βιώνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὰ μυστήρια καὶ τὴν ἄσκηση, ἔχει ἔντονο «ψυχοθεραπευτικὸ» χαρακτῆρα, καὶ φανερώνει ὅτι ἂν ἐμφανιζόταν ὁ Χριστιανισμὸς στὴν ἐποχή μας, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, δὲν θὰ τὸν ἀντιλαμβανόμασταν ὡς θρησκευτικό, φιλοσοφικό, ἠθικό, κοινωνικὸ σύστημα, ἀλλὰ ὡς ψυχοθεραπεία-νευρολογία μὲ τὴν ἰδιαίτερη, βέβαια, ἀνθρωπολογία, σωτηριολογία καὶ θεολογία.

Ἑπομένως, δίνουμε μεγάλη σημασία ὄχι μόνον στὴν ἀνάγνωση τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀλλὰ καὶ στὴν αὐθεντικὴ ἑρμηνεία τους, βάσει τῆς σύγχρονης πραγματικῆς ἡσυχαστικῆς ἐμπειρίας.

4. Ἐπικαιρότητα τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ

Ἀπὸ ὅσα ἐλέχθησαν προηγουμένως φαίνεται ἡ ἀξία καὶ ἡ ἐπικαιρότητα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ σὲ πολλὰ ζητήματα. Μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ, τὸ ὑπαρξιακὸ κενό, τὰ κοινωνικὰ προβλήματα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία νοήματος γιὰ τὴν ζωή, οἱ διάφορες ψυχαναλυτικὲς σχολές, ἡ ταύτιση νοῦ καὶ λογικῆς, ποὺ συνδέεται μὲ τὴν ἑνιαία μεθοδολογία τῆς γνώσης, τὰ διάφορα φιλοσοφικὰ συστήματα, ὅπως καὶ τὰ ρεύματα τοῦ διαφωτισμοῦ, τοῦ ρομαντισμοῦ, τοῦ νεωτερισμοῦ καὶ τοῦ μετανεωτερισμοῦ, ὁ ἀνατολικὸς μυστικισμὸς μὲ τὸν ὑπερβατικὸ διαλογισμὸ καὶ τὸ ὑπερπροσωπικὸ ἀπόλυτο, ἡ ταύτιση ἐπιστήμης καὶ θεολογίας, καὶ πολλὰ ἄλλα.

Ἡ ἡσυχαστικὴ μέθοδος ποὺ ἀναλύεται στὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι ἐπίκαιρη περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά, γιατί ἡ λογικοκρατία, ὅπως φάνηκε μὲ τὸν διαφωτισμὸ καὶ τὴν νεωτερικότητα, δημιούργησε πολλὰ προβλήματα στὸν ἄνθρωπο, καὶ γι’ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος ἀναζητᾶ τὴν ἐσωτερικότητα, αὐτό το κάτι ἄλλο ποὺ βρίσκεται κάτω καὶ πέρα ἀπὸ τὴν λογική. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο σήμερα ἡ φιλοσοφία γίνεται ὑπαρξιακή, ἡ ψυχολογία ψυχαναλυτική, ἡ τέχνη σουρεαλιστικὴ κ.ο.κ.

Θὰ ἤθελα νὰ ἐντοπίσω δύο σημεῖα, στὰ ὁποῖα φαίνεται ἡ ἐπικαιρότητα τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.

Τὸ ἕνα εἶναι ὁ κλονισμὸς τῆς κλασσικῆς μεταφυσικῆς. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ κλασσικὴ μεταφυσική, μὲ τὶς διάφορες ἐκφράσεις της, τόνιζε τὴν ὕπαρξη ἑνὸς κόσμου πέρα ἀπὸ τὰ φυσικά, ἤτοι τὶς ἰδέες ἡ τὰ εἴδη, ὁ ὁποῖος κόσμος καθορίζει ὅλα τὰ φυσικά, τὶς ἐπιστῆμες καὶ τὸν ἄνθρωπο. Ὅταν, ὅμως, κατὰ τὴν Ἀναγέννηση καὶ κυρίως τὸν Διαφωτισμὸ κλονίσθηκαν τὰ θεμέλια τῆς μεταφυσικῆς κτυπήθηκε καὶ ἡ σχολαστικὴ θεολογία ποὺ συνδέθηκε μὲ τὴν μεταφυσική, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀναπτυχθῇ ἡ ἀθεΐα, ὁ δεϊσμὸς καὶ ὁ ἀγνωστικισμός.

Ὅμως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δίδαξε ὅτι ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας δὲν συνδέεται μὲ τὴν μεταφυσική –δὲν εἶναι μεταφυσική– ἀλλὰ κατ' ἐξοχὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, δὲν συνδέεται μὲ τὴν φιλοσοφία, ἀλλὰ μὲ τὴν ἰατρική, τὶς θετικὲς ἐπιστῆμες, ἤτοι τὴν ἰατρική, τὰ μαθηματικά, τὴν φυσική. Οἱ ἰατροὶ θεραπεύουν τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν στοχάζονται, οἱ φυσικοὶ κάνουν πειράματα καὶ φθάνουν στὴν θεωρία καὶ οἱ μαθηματικοὶ κάνουν πράξεις καὶ τὶς ἐπιβεβαιώνουν. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὴν θεολογία, ὅπως ἐκφράζεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, δηλαδὴ εἶναι ἰατρική του πυρῆνα τῆς προσωπικότητος τοῦ ἀνθρώπου, συνδέεται μὲ τὴν θεωρία (θέα) τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν πράξη, διδάσκει τὴν ἀλήθεια περὶ τοῦ Θεοῦ καὶ ὅποιος θέλει μπορεῖ νὰ τὴν ἐπιβεβαιώση.

Τὸ ἄλλο σημεῖο εἴνα ἡ ἐμφάνιση τῆς ψυχιατρικῆς καὶ τῆς ψυχανάλυσης. Βέβαια, γνωρίζουμε ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ ψυχιατρική - νευρολογία, ἄλλο ἡ ψυχοθεραπεία, ἄλλο ἡ ψυχανάλυση, ἄλλο ἡ ψυχολογία. Ἔχουν μεταξύ τους κοινὰ σημεῖα, ἀλλὰ καὶ σημαντικὲς διαφοροποιήσεις.

Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι ἡ ψυχανάλυση ἐμφανίσθηκε στὴν Δύση ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἐπικρατήσεως ἐκεῖ τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τοῦ ἠθικισμοῦ. Ὁ ὀρθολογισμός –ὄχι ἁπλῶς ὁ ὀρθὸς λόγος– θεώρησε κέντρο τοῦ ἀνθρώπου τὴν λογική, καὶ ὁ ἠθικισμὸς περιόρισε τὴν προσοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἐξωτερικὴ πλευρά του. Στὴν πραγματικότητα ὁ ὀρθολογισμὸς καὶ ὁ ἠθικισμὸς παραθεώρησαν τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ μηχανιστικὴ θεώρηση τῆς ἰατρικῆς δημιούργησε πολλὰ προβλήματα στὸν ἄνθρωπο, γιατί πέρα ἀπὸ τὸν ὀρθὸ λόγο καὶ τὸν τρόπο λειτουργίας τῶν ὀργάνων τοῦ σώματος, ὑπάρχει καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ ἀποτελεῖ τὸ πνευματικὸ στοιχεῖο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, ἡ ἐμφάνιση τῆς ψυχιατρικῆς καὶ τῆς ψυχανάλυσης ἦταν, χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιῇ κανείς, μιὰ ἀναζήτηση τοῦ ἡσυχασμοῦ. Αὐτὸ ἐξηγεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ δυτικοὶ κυρίως ψυχαναλυτὲς ἐνδιαφέρθηκαν καὶ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸν ὀρθόδοξο ἡσυχασμό.

Βεβαίως, εἶναι γνωστὸν ὅτι στὴν Δύση ἀναπτύχθηκαν πολλὲς ψυχαναλυτικὲς σχολὲς μὲ πατέρα τὸν Freud, ποὺ ἔδωσε σημασία στὸ libido, στὸ γενετήσιο ἔνστικτο στὴν διαμόρφωση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως, ὑπῆρξαν καὶ ἄλλοι συνεργάτες καὶ μαθητὲς τοῦ Freud ποὺ δὲν δέχθηκαν αὐτὴν τὴν ἄποψη, ὅπως οἱ δύο συνεργάτες του, ὁ Adler ποὺ διετύπωσε τὸν καθοριστικὸ ρόλο γιὰ τὴν διαμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου τῆς ὁρμῆς γιὰ κοινωνικὴ ἀναγνώριση, καὶ ὁ Jung ποὺ εἶδε αὐτὴν τὴν διαμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὶς πνευματικές-ἀρχετυπικὲς ἀρχὲς ποὺ εἶναι ἔμφυτες στὸν ἄνθρωπο. Ἐπίσης ὑπῆρξαν καὶ μαθητὲς τοῦ Freud, ὅπως ὁ Fromm, ποὺ ἐντόπισε τὶς κοινωνικὲς καὶ πολιτιστικὲς σχέσεις μέσα στὶς ὁποῖες ζῆ καὶ ἀναπτύσσεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὴν διαμόρφωση τῆς προσωπικότητός του, καὶ ὁ Frankl ποὺ ἀνεκάλυψε ὅτι τὰ ὑπαρξιακὰ προβλήματα ποὺ συνδέονται μὲ τὸ νόημα ζωῆς εἶναι ἐκεῖνα ποὺ καθορίζουν ἡ θεραπεύουν τὸν ἄνθρωπο. Ἐπίσης πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι σήμερα τὸ θέμα τῆς ψυχανάλυσης καὶ ψυχοθεραπείας ἀναπτύσσεται περισσότερο μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῆς «μοριακῆς ψυχολογίας» καὶ τὴν συνάντηση τῆς ψυχιατρικῆς μὲ τὴν ὑπαρξιακὴ φιλοσοφία.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ μπορεῖ κανεὶς νὰ δὴ καὶ τὴν ἀξία τῆς ἡσυχαστικῆς-νηπτικὴς παραδόσεως καὶ διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ὅπως φαίνεται στὰ ἔργα του, στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει διπλῆ γνωσιολογικὴ μεθοδολογία, δηλαδὴ ἄλλη εἶναι ἡ μέθοδος γνώσεως τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἐπιστημῶν, ποὺ γίνεται μὲ τὴν λογική, καὶ ἄλλη εἶναι ἡ μέθοδος γνώσεως τοῦ Θεοῦ ποὺ γίνεται διά του νοός. Νοῦς καὶ λόγος εἶναι δύο παράλληλες ἐνέργειες τῆς ψυχῆς. Ἡ σπουδὴ στὴν ἀνθρώπινη γνώση γίνεται μὲ τὴν λογική-διάνοια καὶ ἡ σπουδὴ στὴν θεία γνώση γίνεται μὲ τὸν νοῦ, διὰ τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας. Ἔτσι, οὔτε παρατηρεῖται σύγκρουση μεταξὺ θεολογίας καὶ ἐπιστήμης, ἀλλὰ καὶ οὔτε ὁ ἄνθρωπος καταλήγει σὲ φανατισμούς, ἐπιθετικότητες, ἀρνήσεις καὶ εἰδωλοποιήσεις.

Πάντως, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος πάσχει ἀπὸ ψυχολογικὰ καὶ ὑπαρξιακὰ προβλήματα, ἀναζητᾶ τὴν ἐσωτερικὴ ἠρεμία καὶ ἐλευθερία, καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ προσέξη τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος κάνει λόγο γιὰ τὰ θέματα αὐτὰ καὶ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν οὐσιαστικὴ ἐπίλυση αὐτῶν τῶν προβλημάτων.

Κατακλείοντας αὐτὴν τὴν σύντομη εἰσήγηση θὰ ἤθελα καὶ πάλι νὰ σημειώσω ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ δὲν εἶναι ἄσχετη καὶ ἀνεξάρτητη, στὰ βασικά της σημεῖα, ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Μεγάλου, τοῦ Διαλόγου, Πάπα Ρώμης. Εἶναι μιὰ θεολογία ποὺ ἀπαντᾶ στὶς ἀναζητήσεις τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος γιὰ νὰ βρῇ ἀπαντήσεις στὰ ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα καταλήγει στὴν ὑπαρξιακὴ φιλοσοφία καὶ τὸν ἀνατολικὸ διαλογισμό, χωρὶς νὰ ἀποφεύγη τὸν ἐγκλωβισμό του σὲ ἀνθρωποκεντρικὰ σχήματα. Ὅταν τὴν μελετήσουμε μὲ τὰ κατάλληλα ἑρμηνευτικὰ κλειδιὰ καὶ ὅταν βροῦμε τὸν τρόπο νὰ τὴν ἐφαρμόσουμε στὴν πράξη, τότε θὰ μπορέσουμε νὰ τὴν ἐκτιμήσουμε ἀκόμη περισσότερο καὶ νὰ βοηθήσουμε οὐσιαστικὰ τὸν ἀνήσυχο καὶ πονεμένο ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας, ὁ ὁποῖος ὑποδουλώνεται σὲ ἰδεολογίες, ἰδεοληψίες, φανατισμοὺς καὶ ποικίλες ἐξαρτήσεις.

Τελικὰ αὐτὴ ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι λόγος ἀληθινῆς ἐλευθερίας.

Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Τὰ ἑκατὸν πεντήκοντα κεφάλαια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (περίληψη)

Μητροπολίτου Ναυπάκτου &  Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Θὰ ἤθελα νὰ ἐκφράσω τὶς θερμότατες εὐχαριστίες μου στὸν Πρόεδρο καὶ τοὺς Καθηγητὲς τοῦ Τμήματος Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ ἀνηγόρευσαν ὁμοφώνως ἐπίτιμο διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς. Ἐπίσης εὐχαριστῶ τὸν Πρύτανη καὶ τὴν Σύγκλητο τοῦ Πανεπιστημίου ποὺ ἐνέκριναν τὴν πρόταση, τὴν Κοσμήτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς κ. Ἑλένη Χριστινάκη-Παπακώστα, τοὺς ὁμιλήσαντας στὴν σημερινὴ τελετή, ἤτοι τον Ἀντιπρύτανη τοῦ Ἐθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Ἰωάννη Καράκωστα γιὰ τὴν προσφώνησή του, τὸν Καθηγητὴ Παναγιώτη Χριστινάκη γιὰ τὴν παρουσίαση, τὸν Θεοφιλέστατο Ἐπίσκοπο Ἀβύδου καὶ Καθηγητὴ κ. Κύριλλο γιὰ τὴν ἀνάγνωση τῶν κειμένων τοῦ ψηφίσματος τοῦ Τμήματος, τῆς Ἀναγόρευσης καὶ τοῦ Διδακτορικοῦ Διπλώματος, καθὼς καὶ τοὺς παρόντας στὴν παροῦσα ἐπίσημη τελετή, Σεβασμιωτάτους Μητροπολῖτες, Καθηγητὲς καὶ ἀγαπητοὺς φίλους. Ἰδιαιτέρως, θὰ πρέπει νὰ εὐχαριστήσω ὁλοκαρδίως τὸν Παναγιώτατο Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Κύριο Βαρθολομαῖο, ποὺ ἐκπροσωπεῖται στὴν τελετὴ αὐτὴ ἀπὸ τὸν Σέβ. Μητροπολίτη Νέας Ἰωνίας καὶ Φιλαδελφείας κ. Κωνσταντῖνο, καθὼς ἐπίσης νὰ εὐχαριστήσω ὀφειλετικὼς τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο, μὲ τὸν ὁποῖο γνωριζόμαστε πολλὰ χρόνια, μὲ ἐκτιμᾶ καὶ μὲ στήριξε σὲ κρίσιμες στιγμὲς τῆς ζωῆς μου.

Αἰσθάνομαι ἰδιαίτερη τιμή. Καὶ ἐπειδὴ μὲ τὸν γραπτὸ καὶ προφορικὸ λόγο προσπαθῶ νὰ ἐκφράζω τὴν θεολογία, ποὺ εἶναι ἡ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας, γι' αὐτὸ καὶ θεωρῶ ὅτι ἡ τιμὴ ἀνάγεται στὴν ἴδια τήν Ἐκκλησία καὶ τὴν Ἱεραρχία, τῆς ὁποίας εἶμαι μέλος.

Βαθειά μου πεποίθηση εἶναι ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχουν αὐτονομήσεις, ἀλλ' ὁ καθένας μὲ τὸ χάρισμά του ὑπηρετεῖ τὴν ἑνότητά της. Καὶ γιὰ νὰ θυμηθῶ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας οἱ Ἐπίσκοποι ἐπέχουν θέση «ὀφθαλμῶν», ποὺ βλέπουν καὶ ποιμαίνουν, οἱ μοναχοί, λόγῳ τῆς νεκρώσεως, ἐπέχουν θέση «τριχώματος»-κόμης ποὺ κοσμοῦν τὴν Ἐκκλησία, καὶ οἱ Καθηγητὲς θεολόγοι ἐπέχουν θέση «ὀδόντων», οἱ ὁποῖοι λιώνουν τὴν τροφὴ καὶ τὴν προσφέρουν στὸν λαό. Ἔτσι θεωρῶ καὶ τὴν θέση τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν στὴν Ἐκκλησία. Ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω αὐτὴν τὴν ἐκκλησιολογικὴ ἀλήθεια.

Ἐπειδὴ στὴν παροῦσα πανηγυρικὴ τελετὴ πρέπει νὰ καταθέσω λόγο κατάλληλο γιὰ τὴν περίσταση, ἐπέλεξα νὰ παρουσιάσω περιληπτικὰ ὡς θέμα τὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ποὺ ἐπιγράφεται «Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα», νὰ ἐκθέσω μιὰ ἄποψη ποὺ ἔχει διατυπωθῇ γι' αὐτὸ καὶ νὰ καταθέσω μιὰ ὑπόθεση, πού, ἀπὸ ὅ,τι γνωρίζω, θὰ ἀκουσθῇ γιὰ πρώτη φορὰ στὸν ἐπιστημονικὸ κόσμο. Ἄλλωστε μὲ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ ἀσχολοῦμαι πάνω ἀπὸ σαράντα χρόνια.

***

1. Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς καὶ Αὐγουστῖνος

Τὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ «Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα» εἶναι ἕνα συνοπτικὸ κείμενο, τὸ ὁποῖο ὡς πρὸς τὸν τρόπο συγγραφῆς ὑπενθυμίζει ἔργα ἄλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου κλπ. καὶ θεωρεῖται ὡς μιὰ σύνοψη τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου στὰ σημεῖα ποὺ εἶχε ἀναπτύξει προηγουμένως στὸν διάλογό του μὲ τὸν Βαρλαὰμ καὶ τὸν Ἀκίνδυνο. Σὲ παρόμοιες περιπτώσεις ὅλοι οἱ συγγραφεῖς κάποτε, ὕστερα ἀπὸ μερικὰ χρόνια, καταλήγουν στὸ νὰ κάνουν μιὰ εὐσύνοπτη περίληψη τῆς ἕως τότε διατυπωθείσης διδασκαλίας τους. Ὅμως, τὸ ἔργο αὐτὸ ἐσχάτως δημιούργησε ἕναν προβληματισμό.

Διατυπώθηκε ἡ ἄποψη ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος γιὰ νὰ συγγράψη τὸ κείμενο αὐτὸ χρησιμοποίησε τὸ ἔργο τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου De Trinitate, παρέλαβε αὐτούσιες ἐκφράσεις ἀπὸ αὐτό, ὡς πρὸς τὶς ἀριστοτελικὲς κατηγορίες στὸν Θεό, χωρὶς νὰ ἀναφέρη τὴν πηγή του, ἀκόμη δὲ παρέλαβε καὶ τὴν «αὐγουστίνεια ψυχοθεολογικὴ τριάδα "mens – notitia (ἡ cognitio ἡ scientia ἡ verbum) – amor"», δηλαδὴ νοῦς, λόγος, ἀγάπη-ἔρως. Μάλιστα δὲ παρατίθεται καὶ ἕνα χαρακτηριστικὸ χωρίο.

Βεβαίως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δὲν γνώριζε τὴν λατινικὴ γλῶσσα, ἀφοῦ ἦταν «μονόγλωσσος». Αὐτό, ὅμως, δὲν θεωρεῖται ἰδιαίτερο πρόβλημα, γιατί τὸ ἔργο τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου De Trinitate εἶχε μεταφρασθῇ στὰ ἑλληνικὰ πρὶν τὸ 1281 ἀπὸ τὸν Μάξιμο Πλανούδη. Κατὰ τὴν ἄποψη αὐτὴ ἕνα ἀντίγραφο καὶ μάλιστα τὸ παλαιότερο τοῦ κειμένου αὐτοῦ διασωζόταν στὴν Μονὴ Βατοπαιδίου, ὅπου καὶ τὸ βρῆκε ὁ Παλαμᾶς τὴν περίοδο ἀπὸ τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1347 καὶ τοὺς πρώτους μῆνες τοῦ 1348, ὅταν μετέβη στὸ Ἅγιον Ὅρος μετὰ τὴν ἄρνηση τῶν Θεσσαλονικέων νὰ τὸν δεχθοῦν ὡς Μητροπολίτη, μετὰ τὴν ἐκλογή του.

Διαβάζοντας τὴν ἄποψη αὐτὴ γιὰ τὴν σχέση μεταξὺ τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, αἰσθάνθηκα βαθυτάτη ἔκπληξη, γιατί γνώριζα ἀπὸ τὶς πολυχρόνιες, πάνω ἀπὸ σαράντα χρόνια, μελέτες μοῦ πάνω στὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ὅτι ὁ ἴδιος ἀντιμετώπισε τὸν Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος ἐξέφραζε τὶς δυτικὲς παραδόσεις τῆς σχολαστικῆς θεολογίας καὶ εἶχε ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὶς ἀπόψεις τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου. Πὼς εἶναι δυνατόν, διερωτόμουν, νὰ ἀντικρούη ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τὸν Βαρλαὰμ καί, συγχρόνως, νὰ ἀποδέχεται τὶς ἀπόψεις τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, στὶς ὁποῖες, κατὰ βάση, στηριζόταν ὁ Βαρλαάμ, ὡς νεοπλατωνιστὴς καὶ ὡς ἐκφραστὴς τοῦ δυτικοῦ σχολαστικισμοῦ;

Θεωρῶ ὅμως ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συμβαίνη κάτι τέτοιο γιὰ τοὺς ἑξῆς λόγους:

Πρῶτον, διότι τὰ ἔργα τοῦ Αὐγουστίνου ἦταν ἐν πολλοῖς ἄγνωστα στοὺς Ὀρθοδόξους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μέχρι τοῦ 13ου αἰῶνος «ὅτε ἐλάχιστα γραπτὰ δείγματα τῆς θεολογικῆς του σκέψεως μετεφράσθησαν».

Δεύτερον, διότι ὁ Βαρλαάμ, τὸν ὁποῖον ἀντέκρουσε ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἐξέφραζε τὴν δυτικὴ παράδοση, ὅπως εἶχε διαμορφωθῇ ἀπὸ τὶς ἀπόψεις τοῦ Αὐγουστίνου σὲ πολλὰ ζητήματα, ὅτι δηλαδὴ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γίνεται μέσῳ γινομένων καὶ ἀπογινομένων κτιστῶν συμβόλων τῆς θεότητος, ὥστε ὅταν ὁ Θεὸς δὲν δίνη τὴν ἀνώτερη ἀποκάλυψη ἀμέσως διά του νοός, τὴν δίνει μέσα ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες αἰσθήσεις• ὅτι δὲν ὑφίσταται διάκριση μεταξὺ θείας οὐσίας καὶ ἀκτίστου ἐνεργείας• ὅτι ἡ θεία Χάρη εἶναι μία κτιστὴ ἕξη ποὺ ἑνώνεται μὲ τὴν ψυχὴ καὶ κατευθύνει τὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ μεταβλητὰ στὸν ἀμετάβλητο Θεό, στὸν Ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τὴν εὐδαιμονία μὲ τὴν ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ• ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστὴ• καὶ γενικὰ οἱ ἀπόψεις τοῦ Βαρλαὰμ περὶ ἀποκαλύψεως, κολάσεως καὶ Βασιλείας εἶχαν διαμορφωθῇ μὲ τὴν ἐπίδραση τῆς αὐγουστίνειας θεολογίας.

Τρίτον, διότι οὔτε ὁ Βαρλαὰμ εἶχε κατανοήσει τὴν γνήσια πατερικὴ παράδοση, ὅπως ἐκφραζόταν ἀπὸ τοὺς ἡσυχαστὲς Πατέρες, ἐπειδὴ οἱ Φραγκολατίνοι εἶχαν καθυποτάξει ὁλόκληρη τὴν πατερικὴ παράδοση στὰ κατηγορήματα τοῦ Αὐγουστίνου –γι αὐτὸ καὶ ὁ Βαρλαὰμ ἄκουσε, ὅταν ἦλθε στὴν Θεσσαλονίκη γιὰ πρώτη φορὰ ἑρμηνεῖες διαφορετικὲς ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ γνώριζε καὶ προέρχονταν ἀπὸ τὸν Αὐγουστῖνο καὶ ἐξεπλάγη– ἀλλὰ οὔτε καὶ «ὁ Παλαμᾶς καὶ ὁ κύκλος του ἀντελήφθησαν τὴν Αὐγουστίνειον προέλευσιν τῶν κακοδοξιῶν τοῦ Βαρλαάμ». Ἄλλωστε, οἱ ἑλληνόφωνοι Ρωμαῖοι Πατέρες δὲν λάμβαναν ποτὲ ὑπ’ ὄψη τους τὰ ἔργα καὶ τὴν σκέψη τοῦ Αὐγουστίνου «τὰ ὁποῖα, ἐξ ἄλλου, οὐδέποτε ἀπετέλεσαν βάσιν τῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων».

Ἔτσι, ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Παλαμᾶς χρησιμοποίησε τὸ κείμενο τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, κατὰ μετάφραση τοῦ Μαξίμου Πλανούδη, δύσκολα μπορεῖ νὰ γίνη ἀποδεκτή, γιατί θεωρῶ ὅτι ὁ ὀξυνούστατος καὶ θεοπτικότατος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ποὺ εἶχε ἔκτακτα διανοητικὰ χαρίσματα ἀλλὰ καὶ προσωπικὴ ἐμπειρία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν βιογραφία ποὺ συνέταξε ὁ συμμοναστὴς τοῦ Πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος, ἂν εἶχε διαβάσει τὸ συγκεκριμένο κείμενο τοῦ Αὐγουστίνου, θὰ ἀντιλαμβανόταν τὴν στοχαστική του ὑποδομὴ καὶ τὶς ἀποκλίσεις του ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Δηλαδή, αὐτὸς ποὺ ἔκανε λεπτότατη κριτικὴ στὸν Βαρλαὰμ γιὰ σοβαρὰ δογματικὰ θέματα θὰ ἦταν ἀδύνατον νὰ εἶχε διαβάσει τὸ κείμενο τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου καὶ νὰ μὴν εἶχε ἀντιληφθῇ τὴν σχέση ποὺ ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν ἀπόψεων τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου καὶ τοῦ Βαρλαάμ.

Βεβαίως στὸ ἔργο «Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα» ἀναφέρονται καὶ ἑρμηνεύονται οἱ δέκα ἀριστοτελικὲς κατηγορίες ἤτοι, οὐσία, ποσόν, ποιόν, πρὸς τί, πού, ποτέ, ποιεῖν, πάσχειν, ἔχειν, κεῖσθαι. Εἶναι ἀκόμη γνωστὸν ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐγνώριζε ἀπὸ τὶς σπουδές του στὴν Κωνσταντινούπολη τὴν ἀριστοτελικὴ φιλοσοφία καὶ δὲν θὰ περίμενε κανεὶς νὰ μάθη τὶς ἀριστοτελικὲς κατηγορίες τοῦ Ἀριστοτέλη ἀπὸ τὸ σχετικὸ ἔργο τοῦ Αὐγουστίνου. Ἀπὸ τὸν ἅγιο Φιλόθεο Κόκκινο γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὑπῆρξε μελετητὴς τοῦ Ἀριστοτέλους. Μάλιστα γράφεται γι ἄ?τό τὸ θέμα ὅτι ὁ Γρηγόριος περάτωσε ἄριστα τὴν μελέτη τῆς γραμματικῆς καὶ τὴν ρητορική, ὥστε ἀπὸ ὅλους «καὶ αὐτῶν φημὶ τῶν τηνικαύτα καθηγητῶν τε καὶ κορυφαίων τοῦ λόγου καθ’ ὑπερβολὴν ἐν λόγοις τε καὶ συγγράμμασι θαυμασθῆναι, τοιοῦτος ἐν γὲ τοῖς φυσικοῖς τε καὶ λογικοῖς, καὶ ἁπλῶς πᾶσι τοῖς Ἀριστοτελικοῖς ὤφθη, ὡς καὶ τὸν ἐπὶ σοφία παντοδαπὴ καὶ μαθήμασι μάλιστα θαυμαζόμενον ὑπὸ πάντων τὸ τηνικαύτα....». Μάλιστα γράφεται ὅτι ὁ λογοθέτης καὶ διαπρεπὴς λόγιος Θεόδωρος Μετοχίτης, διαλεγόμενος μὲ τὸν Γρηγόριο ἐνώπιον τοῦ Βασιλέως γιὰ τὰ λογικὰ συγγράμματα τοῦ Ἀριστοτέλους, ἐξεπλάγη γιὰ ὅσα ἀνέλυσε ὁ Γρηγόριος καὶ εἶπε στὸν Βασιλέα: «Εἰ παρὼν ἀκροατὴς (ἐν. ὁ Ἀριστοτέλης) καθίστατο τούτου, ἐπήνεσεν ἂν οὐ μετρίως, ὡς ἐγὼ νομίζω. Ἐγὼ δ’ ἐκεῖνο», φησὶ «λέγω τέως, ὅτι τοιαύτας ἔδει τὰς ψυχὰς καὶ τὰς φύσεις εἶναι τῶν μετιόντων τοὺς λόγους, καὶ μάλιστα τὰ τῷ Ἀριστοτέλει τουτωὶ διὰ πολλῶν φιλοσοφηθέντα καὶ συγγραφέντα».

Ὡστόσο ὑπάρχουν δύο ἰδιαίτερα σημεῖα ποὺ χρήζουν ἰδιαίτερης μελέτης.

Τὸ ἕνα σημεῖο εἶναι ὅτι στὸ συγκεκριμένο ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὑπάρχει ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ De Trinitate ἔργο τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ἤτοι «θέσεις καὶ ἕξεις καὶ τόποι καὶ χρόνοι καὶ εἰ τί τοιοῦτον, οὐ κυρίως ἐπὶ θεοῦ λέγονται, ἀλλὰ μεταφορικῶς...». Νομίζω ὅτι αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἐλεγχθῇ ὡς παρέμβλητο, γιατί δὲν ἔχει καὶ μεγάλη ἐξάρτηση μὲ τὸ κείμενο. Τὸ μεγαλύτερο ἐπιχείρημα τὸ ὁποῖο δείχνει ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δὲν ἐγνώριζε τὸ συγκεκριμένο ἔργο τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, κατὰ τὴν μετάφραση τοῦ Μαξίμου Πλανούδη, εἶναι ὅτι δὲν θὰ δεχόταν νὰ λάβη μερικὲς ἀνώδυνες φράσεις ἀπὸ τὸ ἔργο αὐτό, ὅταν θὰ διαπίστωνε ὅτι ἀμέσως λίγο κάτω ὑπῆρχαν χωρία τοῦ ἱεροῦ Αὐγοστίνου ποὺ ὑποστήριζαν τὸ Filioque.

Συγκεκριμένα τὸ χωρίο αὐτὸ βρίσκεται στὸ πέμπτο βιβλίο De Trinitate τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου. Ὅμως τὸ θεωρῶ ἀπίθανον, ἕως ἀδύνατον, νὰ διάβασε τὸ συγκεκριμένο ἔργο ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ νὰ μὴ ἀντιλήφθηκε ὅτι ἡ σκέψη τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου εἶναι προβληματικὴ ἀπὸ ὀρθοδόξου προοπτικῆς. Καὶ αὐτὸ γιατί στὴν ἑπόμενη ἀκριβῶς παράγραφο ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος φαίνεται ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ κάνη τὴν διάκριση μεταξὺ οὐσίας καὶ ὑποστάσεως, ὅταν γράφη: «Οὐσίαν δὲ λέγω, ὡς οἱ Γραικοὶ λέγουσιν, ἢν ἡμεῖς οἱ Λατῖνοι συνηθέστερον ὑπόστασιν ὀνομάζομεν. Λέγουσιν μὲν γὰρ κακεῖνοι ὑπόστασιν, ἀλλ' οὐκ οἴδα τί βούλονται εἶναι τὸ μεταξὺ οὐσίας καὶ ὑποστάσεως...». Ἐπίσης, εἶναι ἀπίθανον νὰ μὴν ἀντιλήφθηκε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὅτι εὐθὺς ἀμέσως ἡ σκέψη τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου καταλήγει στὸ Filioque, ὅταν γράφη ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι δῶρο τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ ποὺ δίδεται στοὺς ἀνθρώπους καὶ ὅτι «τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον καὶ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ πνεῦμα ἐστιν». Καὶ βεβαίως ἐδῶ δὲν ἐννοεῖται ἡ ἐκ μόνου τοῦ Πατρὸς ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἡ ἐκ τοῦ Πατρὸς διὰ καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐν χρόνῳ πέμψη, ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Στὸ συγκεκριμένο χωρίο τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου ἀντιστρέφονται τὰ πράγματα, ἀφοῦ λέγεται ὅτι «ὁμολογητέον τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν ἀρχὴν εἶναι τοῦ ἁγίου Πνεύματος, οὐ δύο ἀρχάς», δηλαδὴ ἀναφορικῶς πρὸς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι μία ἀρχὴ (Πατήρ-Υιός), ἀναφορικῶς δὲ πρὸς τὴν κτίση ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι μία ἀρχή. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἐνῷ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κάνει διάκριση μεταξὺ ἀϊδίου ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ μόνου τοῦ Πατρὸς καὶ πέμψεώς του ἐν χρόνῳ διὰ καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος ἀντιθέτως ὁμιλεῖ γιὰ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, καθὼς ἐπίσης γιὰ ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὴν κτίση. Ἡ αἵρεση τοῦ Filioque φαίνεται καὶ σὲ ἄλλα βιβλία τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου.

Καὶ τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται εἶναι: Γιατί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς προσέλαβε ἀπὸ τὸ συγκεκριμένο ἔργο τοῦ Αὐγουστίνου ἕνα χωρίο ποὺ δὲν ἔχει καὶ τόση σημασία καὶ ἀμνήστευσε τὴν αἵρεση τοῦ Filioque ποὺ ὑπάρχει στὶς ἀμέσως ἑπόμενες σελίδες;

Τὸ ἄλλο σημεῖο εἶναι ὅτι ὑπάρχουν μερικὲς κοινὲς ἐννοιολογικὲς ὁμοιότητες μεταξὺ τοῦ ἔργου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ συγκεκριμένου ἔργου τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, κυρίως τὸ σχετικὸ μὲ τὴν αὐγουστίνεια ψυχολογικὴ θεώρηση περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ ἰδίως ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἔρως τοῦ Πατρὸς πρὸς τὸν Λόγο, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται ἡ αἵρεση τοῦ Filioque. Καὶ αὐτὸ ἐλέγχεται, γιατί πρόκειται γιὰ μιὰ εἰκόνα ποὺ τὴν χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἀλλὰ καταλήγει σὲ ἀντίθετα συμπεράσματα ἀπὸ ὅ,τι ὁ Αὐγουστῖνος καὶ βεβαίως δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κανεὶς βέβαιος ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς την διανείσθηκε ἀπὸ τὸν Αὐγουστῖνο.

Κατὰ συνέπειαν ὑπάρχουν τρεῖς θέσεις σχετικὰ μὲ τὴν πατρότητα τοῦ ἔργου «Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα». Ἡ πρώτη ὅτι εἶναι ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ποὺ χρησιμοποίησε χωρία τοῦ Αὐγουστίνου. Δὲν μπορῶ νὰ ἀποδεχθῶ αὐτὴν τὴν ὑπόθεση. Ἡ δεύτερη πιθανὴ θέση ὅτι εἶναι ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, στὸ κύριο μέρος του, ἀλλὰ κάποιος μεταγενέστερος θεολόγος ἔκανε σχετικὲς παρεμβάσεις. Καὶ ἡ τρίτη θέση, ἡ ὁποία κατὰ τὴν ἄποψή μου εἶναι ἡ πιθανότερη, εἶναι ὅτι τὸ ἔργο μὲ τίτλο «Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα» δὲν εἶναι ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀλλὰ μεταγενεστέρου συγγραφέα.

Μιὰ τέτοια ὑπόθεση μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐντοπίση καὶ στὰ ὅσα λέγει ὁ Καθηγητὴς Παναγιώτης Χρήστου, ὅτι δηλαδὴ τὰ «Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα» δὲν «ἀποτελοῦν ὁριστικὴν διατύπωσιν τῆς συνολικῆς θεολογικῆς καὶ πνευματικῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὡς συνήθως λέγεται» καὶ ὅτι ἡ χειρόγραφη παράδοση δὲν εἶναι πλούσια. Ἐπίσης, ἂν διαβάση κανεὶς τὸ κείμενο αὐτό, διαπιστώνει μιὰ διαφορετικὴ φρασεολογία καὶ σκέψη ποὺ δὲν παρατηρεῖ στὰ ἄλλα κείμενα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἰδίως στὰ θέματα τῆς κοσμολογίας.

Ἂν αὐτὸ ἔχη μιὰ βάση, τότε ἀπομένει ἡ ἄποψη ὅτι τὸ ἔργο «Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα» εἶναι γραμμένο ἀπὸ μεταγενέστερο θεολόγο ποὺ γνώριζε τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τὴν θεολογία τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου καὶ ἔκανε τὴν σύνοψη μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο, καθὼς ἐπίσης γνώριζε καὶ τὴν λατινικὴ γλῶσσα. Μιὰ τέτοια ὑπόθεση μπορεῖ νὰ ἀποκαθάρη καὶ τὰ ὅσα ἀποδίδονται στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, δεδομένου ὅτι σὲ ἄλλα κείμενά του καταδικάζει μὲ ὀρθόδοξα ἐπιχειρήματα τὴν αἱρετικὴ διδασκαλία περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ.

Τὸ ἐρώτημα, ὅμως, ποὺ δημιουργεῖται εἶναι, ὅτι ἂν εὐσταθῆ μιὰ τέτοια ὑπόθεση, τότε ποιός θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ὁ συνθέτης τοῦ ἔργου «Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα» ποὺ γνώριζε καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τὶς ἀπόψεις τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ἀλλὰ καὶ τὴν λατινικὴ γλῶσσα;

Μελετῶντας τὸ θέμα αὐτὸ καὶ συζητῶντας μὲ διαφόρους ἐντόπισα δύο τέτοια πιθανὰ πρόσωπα.

Ὁ πρῶτος μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ Μητροπολίτης Νικαίας Θεοφάνης, ὁ ὁποῖος εἶναι σύγχρονος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, καὶ κατὰ πᾶσαν πιθανότητα γεννήθηκε μεταξὺ 1315 καὶ 1320, ἔγινε Μητροπολίτης Νικαίας τοὐλάχιστον τὸ 1366 καὶ ἀπέθανε τὸ 1380 ἡ 1381. Συνδεόταν προσωπικὰ μὲ τὸν Αὐτοκράτορα Ἰωάννην Στ’ τον Καντακουζηνό, φίλο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, καὶ ἔλαβε μέρος στὴν διένεξη ὑπὲρ τοῦ ἡσυχασμοῦ. Ὁ Γεννάδιος Σχολάριος τὸν θεωροῦσε ὡς τὸν καλύτερο ἀντιρρητικὸ τοῦ Βυζαντίου. Τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ἔργα του παραμένουν ἀνέκδοτα. Μπορεῖ ἐδῶ νὰ σημειώση κανεὶς τὰ ἔργα του «Κατὰ βαρλααμιτὼν καὶ ἀκινδυνιστών, περὶ θαβωρείου φωτὸς» καὶ «κατὰ Λατίνων, εἰδικῶς περὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος».

Ὁ Σπύρος Λάμπρου, ποὺ συνέταξε κατάλογο τῶν χειρογράφων τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἀπέδωσε στὸν Νικαίας Θεοφάνη τὴν πατρότητα τῶν ἔργων ποὺ ἀποδίδονται στὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ «Διάλεξις ὀρθοδόξου μετὰ Βαρλααμίτου κατὰ μέρος ἀνασκευάζουσα τὴν βαρλααμίτιδα πλάνην» καὶ «τοῦ αὐτοῦ ὀρθοδόξου Θεοφάνους διάλεξις πρὸς τὸν ἀπὸ Βαρλααμιτὼν ἐπιστρέψαντα Θεότιμον». Ὅμως, ὁ Καθηγητὴς Παναγιώτης Χρήστου μὲ ἐπιχειρήματα καταλήγει, χωρὶς καμμιὰ ἀμφιβολία, ὅτι καὶ τὰ δύο αὐτὰ ἔργα, καίτοι στοὺς κώδικες παραμένουν μὲ ἀνωνυμία συγγραφέως, πλὴν τοῦ κώδικος τῆς Μονῆς Διονυσίου ποὺ δίνει τὸ ὄνομα τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἐν τούτοις ἀνήκουν στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Ἡ χρησιμοποίηση τοῦ ὀνόματος Θεοφάνης ἀναφέρεται στὸν συγγραφέα, ἐπειδὴ κηρύσσει τὴν Θεοφάνεια, τὴν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός.

Ὁ δεύτερος ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι, καθ’ ὑπόθεσιν, ὁ συνθέτης τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ ἔργου εἶναι ὁ Γεννάδιος Σχολάριος ποὺ γεννήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1398-1405 καὶ ἀπέθανε μετὰ τὸ 1472. Πρόκειται γιὰ ἕναν ἀξιόλογο θεολόγο, ποὺ ὑπῆρξε καὶ ὁ πρῶτος Πατριάρχης μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος ἐγνώριζε τὴν λατινικὴ γλῶσσα καὶ μετέφρασε κείμενα τοῦ Θωμᾶ του Ἀκινάτου στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. Ὡς ἔργα τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου φέρονται τα: «Μετάφρασις τοῦ "περὶ τοῦ εἶναι καὶ τῆς οὐσίας" τοῦ Θωμᾶ», «Ὑπόμνημα εἰς τὸ "Περὶ τοῦ εἶναι καὶ τῆς οὐσίας" τοῦ Θωμᾶ», «Μετάφρασις τοῦ ὑπομνήματος τοῦ Θωμᾶ εἰς τὸ περὶ ψυχῆς ἔργον τοῦ Ἀριστοτέλους».

Μπορεῖ κανεὶς νὰ μελετήση ἐπισταμένως τὰ ἔργα του Γενναδίου Σχολαρίου, γιὰ νὰ ἐπιχειρήση νὰ ἐντοπίση ἐσωτερικὲς μαρτυρίες, δηλαδὴ σημεῖα τὰ ὁποῖα ἐνδεχομένως συμπίπτουν μὲ φράσεις ποὺ ὑπάρχουν στὸ ἔργο «Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα». Ἔχω κατὰ νοῦν νὰ κάνω αὐτὸ τὸ ἔργο, κατὰ τὸν ἐλεύθερο χρόνο ποὺ μοῦ ἐπιτρέπουν τὰ ἀρχιερατικά μου καθήκοντα καὶ ἄλλες πειρασμικὲς καταστάσεις.

Ἀπὸ ὅσα παρετέθησαν προηγουμένως ἐξάγονται τρία συμπεράσματα.

Πρῶτον, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δὲν ἐγνώριζε τὸ κείμενο τοῦ Αὐγουστίνου De Trinitate οὔτε δανείσθηκε ἀποσπάσματα καὶ ἰδέες ἀπὸ αὐτὸ καί, βεβαίως, ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου διαφέρει σαφέστατα ἀπὸ τὴν θεολογία τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου.

Δεύτερον, τὰ «Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα», κατὰ τὴν πιθανότερη ἐκδοχή, εἶναι ἔργο μεταγενεστέρου συγγραφέως, ποὺ γνώριζε τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ Αὐγουστίνου καὶ ἐπεχείρησε αὐτὴν τὴν σύνθεση. Ἔλαβε δηλαδὴ ὁλόκληρα χωρία ἀπὸ κείμενα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, χρησιμοποίησε καὶ τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, καὶ ὅλο τὸ ἔργο τὸ ἀπέδωσε στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Μεταξὺ τῶν συγγραφέων ποὺ πιθανὸν ἐπεχείρησαν αὐτὸ τὸ ἔργο συγκαταλέγονται ὁ Νικαίας Θεοφάνης καὶ ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, μὲ πιθανότερον τὸν δεύτερο. Χρειάζεται, ὅμως, περαιτέρω ἔρευνα.

Τρίτον, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθῇ ὅτι τὸ σημαντικὸ αὐτὸ ἔργο, στὰ βασικά του σημεῖα, ἐκφράζει τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ποὺ εἶναι διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἄλλωστε παρατίθενται ὁλόκληρα κείμενά του. Στὴν πραγματικότητα, ἐκτὸς ἀπὸ μιὰ εἰκόνα ποὺ χρησιμοποιεῖται ὀρθόδοξα γιὰ νὰ δηλώση τὶς σχέσεις τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ τὴν παράθεση ἑνὸς κειμένου τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου ποὺ ἀναφέραμε πιὸ πάνω, πρόκειται γιὰ ἕνα παλαμικὸ ἔργο, ποὺ εἶναι ὀρθόδοξο καὶ πατερικό. Δὲν παύει ἀπὸ τοῦ νὰ ἔχη μεγάλη ἀξία, ἀφοῦ παρατίθενται κείμενα καὶ θεολογικὰ σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ ἐκφράζει τὴν δογματικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ διαφέρει σαφέστατα ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου.

Θὰ πρέπει νὰ δεχθοῦμε τὸν ἡσυχασμὸ ποὺ διαφέρει ἀπὸ τὸν σχολαστικισμὸ τοῦ Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος στηρίζεται στὸν Θωμᾶ τον Ἀκινάτη, καὶ αὐτὸς στὸν νεοπλατωνιστὴ Αὐγουστῖνο καὶ τὸν Ἀριστοτέλη, ὅπως σαφέστατα φαίνεται στὸ ἔργο τοῦ Θωμᾶ Suma theologika.

2. Θεολογία καὶ ποιμαντική

Ἂς μοῦ ἐπιτραπῇ στὸ τέλος τῆς ὁμιλίας μου νὰ ἀναφερθῶ σὲ ἕνα ἄλλο σημεῖο, ποὺ εἶναι κατὰ τὴν γνώμη μου ἀξιοσημείωτο.

Τὰ «κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα» εἶναι σημαντικὰ καὶ συνιστοῦν μιὰ ὀρθόδοξη δογματικὴ διδασκαλία, ποὺ συνδέει κατὰ τρόπο θαυμαστὸ τὴν θεολογία, δηλαδὴ τὰ περὶ Θεοῦ, τὴν κοσμολογία, τὴν ἀνθρωπολογία, τὴν οἰκονομία, δηλαδὴ τὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν σωτηριολογία ἡ ὁποία βιώνεται ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετέχη τῆς ἀκτίστου θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, τὸ περιεχόμενο τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ κειμένου προσδιορίζει τὸ ἔργο τῆς ὀρθοδόξου ποιμαντικῆς.

Πράγματι, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δὲν εἶναι σχολαστικὴ καὶ ἰδεολογική, δὲν εἶναι ἠθικιστικὴ καὶ οὐμανιστική, ἀλλὰ εἶναι κατ' ἐξοχὴν ποιμαντική, ποὺ ἐξασκεῖται στὸν «χῶρο» τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ σύγχρονος θεολόγος, πρέπει νὰ κάνη ἔρευνα στὰ κείμενα τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καὶ Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, γιατί αὐτὰ εἶναι τὰ κτιστὰ ρητά, νοήματα καὶ εἰκονίσματα τῆς ἀρρήτου καὶ ἀκτίστου πραγματικότητος. Παράλληλα, ὅμως, πρέπει νὰ κάνη ἔρευνα σὲ ζωντανοὺς ὀργανισμούς, ποὺ βιώνουν καὶ μετέχουν τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, καὶ εἶναι οἱ μάρτυρες τοῦ Θεοῦ σὲ κάθε συγκεκριμένη ἐποχή. Στὴν συνέχεια πρέπει νὰ εἰσέλθη στὸν ἅδη τῆς ἀνθρώπινης ἀποτυχίας, δηλαδὴ νὰ μεταφέρη τὰ πορίσματα τῆς θεολογικῆς ἔρευνας καὶ ἐμπειρίας στοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶναι τραυματισμένοι καὶ πληγωμένοι.

Κάπως ἔτσι ἐργάζεται καὶ ὁ ἐπιστήμονας ἰατρὸς ἐρευνητής. Ἐρευνᾶ τὰ δεδομένα τῆς κτιστῆς πραγματικότητας, προσπαθεῖ νὰ ἀντιληφθῇ τὸν τρόπο καὶ τὴν συμπεριφορὰ μιᾶς ἀρρώστιας, ἐρευνᾶ τὸ γονιδίωμα μέσα στὸ ἐπιστημονικὸ ἐργαστήριο, ἀγωνίζεται νὰ ἀνακαλύψη τὸ κατάλληλο φάρμακο, κάνει δοκιμὲς καὶ κλινικὲς ἐφαρμογὲς καὶ στὴν συνέχεια διοχετεύει τὸ φάρμακο στὴν ἀγορὰ προκειμένου νὰ ἀντιμετωπισθῇ ὁ ἀνθρώπινος πόνος. Τὸ ἴδιο πρέπει νὰ συμβαίνη καὶ μὲ τὴν πνευματκὴ ἀσθένεια καὶ τοὺς θεολόγους ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου. Πέρα ἀπὸ τὴν ἔρευνα σὲ μνημειακὲς καὶ βιβλικὲς καὶ ζωντανὲς πηγές, τὸν ἀπασχολεῖ ὁ ἀνθρώπινος πόνος.

Σήμερα ἐπικρατεῖ βαθύτατος πόνος, ὑπαρξιακὸς καὶ κοινωνικός. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος εἶναι πληγωμένος καὶ τραυματισμένος καὶ γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Κληρικοὶ καὶ θεολόγοι πρέπει νὰ βοηθήσουμε, μὲ τοὺς τρόπους ποὺ ὑποδεικνύουν τα κείμενα τῶν πεπειραμένων, ἀλλὰ καὶ ἡ ζωὴ τῶν συγχρόνων μεγάλων ζωντανῶν θεολόγων τῆς ἐποχῆς μας. Ἔτσι συνδυάζεται ἡ θεολογία μὲ τὴν ποιμαντικὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ σὲ αὐτὸ τὸ θέμα βλέπω τὸν σύνδεσμο μεταξὺ τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν καὶ τῆς Διοικήσεως καὶ ποιμαντικῆς τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο γνώρισα καὶ τοὺς Καθηγητές μου στὴν Θεολογικὴ Σχολή, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ μὲ διαφόρους τρόπους μας ὁδηγοῦσαν στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἔτσι σπουδάσαμε τὴν θεολογικὴ ἐπιστήμη, μὲ τὶς ἀναλύσεις τῶν πατερικῶν κειμένων, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ζωντανὴ παράδοση ποὺ βρίσκαμε στὸ Ἅγιον Ὅρος.

Δὲν εἶναι δυνατὸν σήμερα νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα ἀποκεκομμένα ἀπὸ τὰ κτιστὰ ρήματα καὶ νοήματα τῶν θεουμένων, ἀλλὰ καὶ ἀποξενωμένα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν ἁγίων ποὺ βίωσαν τὰ ἄρρητα-ἄκτιστα ρήματα. Ἀλλὰ καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξασκῆται μιὰ ἠθικολογικὴ καὶ ἀθεολόγητη ποιμαντικὴ στὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι ψυχικὰ καὶ ὑπαρξιακὰ τραυματισμένος καὶ πληγωμένος.

Αὐτὴν τὴν ἀγωνία τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου τὴν διάβασα γραμμένη μὲ ρεαλιστικὸ τρόπο στὸ γνωστὸ μυθιστόρημα τοῦ Νοστογέφσκι μὲ τίτλο: «Τὸ ὑπόγειο». Στὸ στόμα τοῦ ἥρωά του ἡ μᾶλλον του ἀντί-ἥρωά του ὁ Νοστογιέφσκι βάζει τὰ ἑξῆς καταπληκτικὰ λόγια:

«Γιατί κάνουμε τόσες ἀνοησίες; Τί ζητᾶμε; οὔτε κι οἱ ἴδιοι ξέρουμε! Θὰ ὑποφέραμε περισσότερο ἂν οἱ τρελλοί μας πόθοι πραγματοποιοῦνταν. Σταθεῖτε, προσπαθῆστε, γιὰ παράδειγμα, νὰ μᾶς δώσετε περισσότερη ἀνεξαρτησία• βγάλτε ἀπὸ τὴ μέση τὰ ἐμπόδια, μεγαλῶστε τὸν κύκλο τῆς δράσης σᾶς• χαλαρῶστε τὴν κηδεμονία, ε λοιπὸν ναὶ σᾶς διαβεβαιώνω, ἐμεῖς ὅλοι.... θὰ ξαναζητήσουμε ἀμέσως τὴν κηδεμονία....

Ἀφῆστε μας μόνους, χωρὶς βιβλία, κι ἀμέσως θὰ πελαγώσουμε, θὰ τὰ μπερδέψουμε• δὲν θὰ ξέρουμε ποὺ νὰ στηριχθοῦμε καὶ σὲ τί νὰ ἀφοσιωθοῦμε, δὲ θὰ ξέρουμε τί πρέπει νὰ ἀγαπήσουμε ἡ νὰ μισήσουμε, τί πρέπει νὰ ἐκτιμήσουμε ἡ νὰ περιφρονήσουμε. Βαριόμαστε ἀκόμη καὶ ποὺ εἴμαστε ἄνθρωποι, ἄνθρωποι μὲ σάρκα καὶ ὀστᾶ ἀληθινά, ντρεπόμαστε γι’ αὐτὸ καὶ τὸ θεωροῦμε ἀτιμία μας. Γυρεύουμε νὰ γίνουμε ἕνας τύπος γενικοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν ὑπῆρξε ποτέ. Εἴμαστε πεθαμένοι μόλις γεννηθοῦμε καὶ χρόνια καὶ χρόνια μας γεννοῦν πατέρες ποὺ δὲν εἶναι ζωντανοί, μιὰ κατάσταση ποὺ μᾶς εὐχαριστεῖ ὅλο καὶ πιὸ πολύ. Μᾶς ἀρέσει. Σὲ λίγο, θὰ ἐπινοήσουμε κάποιο τρόπο νὰ γεννιόμαστε ἀπὸ μιὰ ἰδέα. Μὰ δὲ θέλω πιὰ νὰ γράφω μέσα ἀπ' τὸ "ὑπόγειο"».

Πολὺ ἐνδιαφέρουσα ἡ ἄποψη τοῦ Ντοστογιέφσκι ποὺ βιώνεται τόσο ἀνάγλυφα στὴν ἐποχή μας ὅτι «θὰ ὑποφέραμε περισσότερο ἂν οἱ τρελλοί μας πόθοι πραγματοποιοῦνταν». Ἐντυπωσιακὴ ἀκόμη ἡ ἄποψή του ὅτι, ἂν μείνουμε μόνοι μας, χωρὶς τὰ βιβλία θὰ πελαγώναμε. Καὶ πολὺ ἀξιοπρόσεκτη ἡ ἄποψή του ὅτι «εἴμαστε πεθαμένοι μόλις γεννηθοῦμε καὶ χρόνια καὶ χρόνια μας γεννοῦν πατέρες ποὺ δὲν εἶναι ζωντανοί».

Νομίζω ὅτι αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ ἐκπέμψη σήμερα ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν θεολογία της καὶ ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μὲ τοὺς ὀρθοδόξους θεολόγους εἶναι ὁ λόγος τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ ὁ τρόπος τοῦ ἡσυχασμοῦ. Ὁμιλῶ σὲ Πανεπιστημιακοὺς Δασκάλους ποὺ γνωρίζουν ἐπαρκῶς τὰ θέματα αὐτά, καὶ γνωρίζουν ἀσφαλῶς ὅτι ἡ θεολογία ὡς χαρισματικὴ κατάσταση εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἡσυχία εἶναι ὁ τρόπος καὶ ἡ μέθοδος διὰ τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὶς ποικίλες ἐξαρτήσεις, γίνεται ἐλεύθερος καὶ πορεύεται πρὸς τὴν ἐμπειρία τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ. Βεβαίως, ὑπάρχουν καὶ σήμερα μερικοὶ (Κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ) ποὺ ζοῦν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἔχουν σαφέστατα ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὸν σχολαστικισμὸ καὶ τὸν ἠθικισμὸ τῆς Δύσεως καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἐννοήσουν τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ θεολογία ποὺ κινεῖται πέρα ἀπὸ σχολαστικὰ καὶ ἠθικιστικὰ πρότυπα, γι' αὐτὸ σκανδαλίζονται ἀπὸ τὸ κάθε τι ὀρθόδοξο ποὺ ἀκοῦν καὶ διαβάζουν.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὁρίζει τὴν ἡσυχία ὡς «τὴν νοῦ καὶ κόσμου στάσιν, τὴν λήθη των κάτω, τὴν μύησιν τῶν ἄνω, τὴν τῶν νοημάτων ἐπὶ τὸ κρεῖττον ἀπόθεσιν• αὕτη πρᾶξις ὡς ἀληθῶς, ἐπίβασις τῆς ὡς ἀληθῶς θεωρίας ἡ θεοπτίας, εἰπεῖν οἰκειότερον ἡ μόνη δεῖγμα της ὡς ἀληθῶς εὐεκτούσης ψυχῆς».

Αὐτὴ εἶναι ἡ θεολογικὴ μέθοδος γνώσεως τοῦ Θεοῦ καὶ ταυτόχρονα ἐπιλύσεως τῶν ὑπαρξιακῶν, πνευματικῶν καὶ κοινωνικῶν προβλημάτων. Καὶ αὐτὴν τὴν οὐσιαστικὴ πλευρὰ τῆς Ἐκκλησίας ἀναζητᾶ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος.

Προσπαθῶ νὰ πορεύομαι «κατὰ τὰς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα» καὶ νὰ συντονίζομαι στὰ ὅσα μοῦ ἔχουν προσφέρει οἱ ἀείμνηστοι Καθηγητές μου στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ καὶ οἱ σύγχρονοι Καθηγητὲς τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν, ἐκ τῶν ὁποίων πολλοὶ εἶναι παρόντες καὶ τῶν ὁποίων τὰ ἔργα διαβάζω, ἀλλὰ καὶ οἱ Πνευματικοὶ Πατέρες μου, Ἐπίσκοποι, Ἱερομόναχοι καὶ Μοναχοί, οἱ ὁποῖοι γνώριζαν καὶ βίωναν ἐμπειρικὰ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Μέσα στὴν ὕπαρξή μου εἶναι στενὰ συνδεδεμένα τὰ Σπουδαστήρια τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, μὲ τὰ ἱερὰ Φροντιστήρια τῆς ἐρήμου τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ τὰ «ὑπόγεια» τοῦ ἀνθρώπινου πόνου, μὲ τὸν ὁποῖο ἀσχολοῦνται οἱ Πνευματικοὶ Πατέρες.

Πάντως, ἡ τιμὴ ποὺ μοῦ προσφέρατε σήμερα μὲ τὴν ἀναγόρευσή μου εἰς ἐπίτιμο διδάκτορα τοῦ Τμήματος Κοινωνικῆς Θεολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν μὲ ἐνδυναμώνει καὶ μὲ ἐνθαρρύνει τόσο στὴν ἐρευνητική μου προσπάθεια ὅσο καὶ στὴν ποιμαντικὴ διακονία καὶ γι’ αὐτό σας εὐχαριστῶ θερμά.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἐκφραστὴς τῆς ἁγιορειτικῆς ζωῆς

Εἰσήγηση στὸ Διεθνές Συνέδριο γιὰ τὸ Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ (βλέπε σχετική ἀναφορά, σελ. 4).

Ὑπάρχουν πολλοὶ τρόποι γιὰ νὰ ἐρμηνεύση κανεὶς τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, χρησιμοποιῶντας δηλαδὴ κριτήρια φιλοσοφικά, σχολαστικά, ἱστορικά, ἠθικιστικὰ κλπ. Νομίζω ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς τρόπους τὸν ἀδικεῖ καὶ τὸν παρερμηνεύει. Προσωπικά, προτιμῶ νὰ τὸν ἑρμηνεύσω μέσα ἀπὸ τὸ φυσικὸ καὶ πνευματικὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο ἔζησε καὶ ἀνδρώθηκε πνευματικά, δηλαδὴ τὸ Ἅγιον Ὅρος. Τὸ θέμα «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς Ἁγιορείτης» πάντοτε μὲ προκαλοῦσε, γιατί ἀντιλήφθηκα ὅτι μόνον μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προϋπόθεση μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐρμηνεύση αὐθεντικὰ τὸ πρόσωπο, τὸ ἔργο καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Γι’ αὐτὸ καὶ στὸ παρελθὸν ἔγραψα ἕνα βιβλίο μὲ τὸν τίτλο αὐτόν.

Εἶχα τὴν ἐξαιρετικὴ εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἀρχίσω τὶς μελέτες μοῦ πάνω στὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, κατὰ τὴν διαμονή του στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ νὰ τὴν βλέπω μέσα ἀπὸ τὴν ζωντανὴ παράδοση ποῦ συνάντησα σὲ αὐτὸν τὸν ἱερὸ τόπο. Ἡ συχνὴ ἐπικοινωνία μου μὲ ἐρημῖτες καὶ κοινοβιάτες μοναχούς, ποῦ ζοῦσαν κατὰ διαφόρους βαθμοὺς τὴν ἡσυχαστικὴ καὶ θεοπτικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, μοῦ ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ τὴν ἀντιπαραβάλω μὲ ἐκεῖνα ποῦ διάβαζα στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ ἔβλεπα τὴν ὁμοιότητά τους. Θεωρῶ ὅτι εἶναι βασικὴ ἀρχή, ἀκόμη καὶ ἐπιστημονική, ὅτι ἡ μελέτη ἑνὸς ἔργου καὶ ἑνὸς προσώπου πρέπει νὰ ἐνταχθῇ μέσα στὸ ζωντανὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο ἔζησε καὶ διαμορφώθηκε ἀπὸ αὐτό. Ἔτσι, τὸ θέμα «ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἐκφραστὴς τῆς ἁγιορείτικης ζωῆς» εἶναι σημαντικὸ καὶ δείχνει τὴν προϋπόθεση ἑρμηνείας ὅλου τοῦ ἔργου του.

Ἔχουν διατυπωθῇ διάφορες θεωρίες γιὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅτι δῆθεν ἦταν ἕνας βιβλικὸς θεολόγος, ἕνας νομιναλιστὴς φιλόσοφος, ἕνας μασσαλιανιστὴς κλπ. Θεωρῶ, ὅμως, ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἦταν ἕνας αὐθεντικὸς ἁγιορείτης καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὸ πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ ἡ προσωπικότητα, ἡ διδασκαλία καὶ τὸ ἔργο του.

1. Ἁγιορείτης κατὰ τὴν καρδία πρὶν γίνη ἁγιορείτης μοναχός

Τὸ Ἅγιον Ὅρος στὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἀσκοῦσε μεγάλη ἐπίδραση στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου γεννήθηκε ὁ ἅγιος, δοθέντος, μάλιστα, ὅτι ἁγιορεῖτες πήγαιναν πολλὲς φορὲς στὴν Βασιλεύουσα. Αὐτοκράτορες καὶ Ἐπίσκοποι μόναζαν στὸ Ἅγιον Ὅρος, ὁπότε καὶ ὅλη ἡ ἀτμόσφαιρα τῶν Ἱερῶν Μονῶν τῆς Βασιλεύουσας, ἀλλὰ καὶ ἡ ζωὴ τῶν κατοίκων της εἶχαν ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὴν ζωὴ ποῦ ἐπικρατοῦσε στὸ Ἅγιον Ὅρος.

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

Ὁ πρῶτος Πνευματικὸς Πατέρας ποῦ ἐπηρέασε τὸν μικρὸ Γρηγόριο ἦταν ὁ Θεόληπτος Φιλαδελφείας, ὁ ὁποῖος πρὶν ἀναδειχθῇ Ἐπίσκοπος ἀσκοῦνταν στὴν ἡσυχία τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ὁ Θεόληπτος, κατὰ τὸν ἅγιο Φιλόθεο Κόκκινο, ἔγινε γιὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο «πατὴρ καὶ μυσταγωγὸς τῶν καλλίστων ἐκ Πατέρων ἄνωθεν» καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἁγιορείτη «τὴν νῆψιν καὶ τὴν νοερὰν ἄριστα μυηθεῖς προσευχήν, εἰς ἕξιν θαυμαστῶς αὐτῆς ἐληλάκει, ἐν τοὶς θορύβοις ἔτι καὶ τὼ κόσμῳ διάγων».

Οἱ λόγοι τοῦ Θεολήπτου Φιλαδελφείας τὸν ἀποδεικνύουν πραγματικὸ διδάσκαλο τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς, ἀφοῦ κάνει λόγο γιὰ «τὴν ἐν Χριστῷ κρυπτὴν ἐργασίαν» καὶ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ νοῦ πρὸς τὸν ἑαυτό του. Γενικά, στὰ κείμενά του διδάσκει γιὰ τὴν εὐγένεια καὶ τὴν λαμπρότητα τοῦ Βαπτίσματος, ἡ ὁποία ἀποβλήθηκε μὲ τὴν φιλία πρὸς τὸν κόσμο γιὰ τὴν ἀμαύρωση τοῦ ἐσόπτρου τῆς ψυχῆς μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀλλοίωση τῶν θείων χαρακτήρων ποῦ προσλάβαμε μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν πράξη καὶ θεωρία γιὰ τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία καλεῖται θεωρία καὶ ἡ ὁποία ἑλκύει τὴν ὅραση καὶ τὴν ἔφεση τοῦ νοῦ πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν ὅραση τοῦ Φωτὸς γιὰ τὸ ἀφάνταστο τοῦ νοῦ καὶ τὴν σύνδεσή του μὲ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν κόπο ποῦ πρέπει νὰ καταβάλλη ὁ μοναχὸς γιὰ νὰ ἀναπτύξη αὐτὴν τὴν κρυπτὴ ἔργασίά κλπ. Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ λόγος τοῦ Θεολήπτου: «Πρῶτον ὁ νοὺς ζητεῖ καὶ εὑρίσκει εἶτα ἑνοῦται τὼ εὑρεθέντι καὶ τὴν μὲν ζήτησιν ποιεῖται διὰ τοῦ λόγου, τὴν δὲ ἕνωσιν διὰ τῆς ἀγάπης. Καὶ ἡ μὲν διὰ τοῦ λόγου ζήτησις γίνεται διὰ τὴν ἀλήθειαν ἡ δὲ τῆς ἀγάπης ἕνωσις διὰ τὸ ἀγαθόν».

Ὅποιος εἶναι ἐξοικειωμένος μὲ τὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, διαβάζοντας τὰ κείμενα τοῦ Θεολήπτου καταλαβαίνει πόσο τὸν ἐπηρέασαν ὄχι μόνον στὸ νὰ ζὴ ὡς ἁγιορείτης ἀπὸ τὴν νεότητά του, πρὶν ἀκόμη εἰσέλθη στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀλλὰ καὶ στὴν φρασεολογία ποῦ συναντᾶμε στὰ δικά του ἔργα. Πρόκειται γιὰ τὴν ἴδια θεολογία, ἀκόμη καὶ στὶς λέξεις. Φαίνεται ὅτι ἡ μετέπειτα διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιὰ τὴν νοερὰ ἐργασία εἶναι περαιτέρω ἀνάπτυξη –καὶ μὲ τὴν δική του προσωπικὴ πεῖρα– τῆς διδασκαλίας τοῦ πρώτου Πνευματικοῦ του Πατρός, τοῦ Θεολήπτου Φιλαδελφείας, ὁ ὁποῖος ἄσκησε μεγάλη ἐπίδραση στὴν εὔπλαστη ψυχὴ τοῦ νεαροῦ Γρηγορίου.

Ἔτσι, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἦταν κατὰ πνεῦμα ἁγιορείτης πρὶν ἀκόμη εἰσέλθη στὸ Ἅγιον Ὅρος. Ὁ ἴδιος μνημονεύει τὸν Θεόληπτο στὰ κείμενά του. «Τὸν φερωνύμως Θεόληπτον ἐκεῖνον ἀκούεις, τὸν Φιλαδελφείας πρόεδρον, μᾶλλον δ’ ἀπὸ ταύτης ὡς ἀπὸ λυχνίας τὸν κόσμον φωτίσαντα».

2. Οἱ βάσεις τῆς ἁγιορείτικης ζωῆς

Σὲ ὅλα τὰ θέματα ἀπαιτοῦνται προϋποθέσεις καὶ νόμιμη ἄθληση γιὰ νὰ ἐπιτευχθῇ κάποιο ἀποτέλεσμα. Δὲν μπορεῖ νὰ ἐξετάζεται ἡ ἐπιστημονικὴ κατάρτιση ἑνὸς ἐρευνητοῦ, ἂν δὲν ἐξετασθοῦν τὰ κέντρα στὰ ὁποία σπούδασε καὶ ἐργάσθηκε, ἀλλὰ καὶ ὁ τρόπος καὶ ἡ μέθοδος τῆς ἐργασίας του. Τὸ ἴδιο πρέπει νὰ γίνη καὶ στὴν περίπτωσή μας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐξετάζεται ὡς ἕνας ἐπιστήμονας θεολόγος, ἀλλὰ ὡς ἕνας ἐμπειρικὸς θεολόγος. Καὶ αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἐρευνηθῇ μέσα ἀπὸ τὴν σύγχρονη ἁγιορείτικη ἡσυχαστικὴ παράδοση. Ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, ὁ αὐθεντικὸς βιογράφος του, μᾶς δίνει πολλὰ στοιχεῖα γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ποῦ θὰ δοῦμε στὴν συνέχεια.

Ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ γίνη μοναχὸς στὸ Ἅγιον Ὅρος πρέπει νὰ ἐπιλέξη τὸν Πνευματικό του Πατέρα, στὸν ὁποῖο θὰ κάνη τελεία καὶ ἀδιάκριτη ὑπακοή, προκειμένου νὰ βοηθηθῇ γιὰ νὰ καθαρισθῇ ὁ νούς του ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὴν φαντασία, νὰ μεταμορφωθῇ τὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς του καὶ νὰ στραφῆ ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεό. Ἡ πνευματικὴ πεῖρα τοῦ πνευματικοῦ ὁδηγοῦ καὶ ἡ ἀδιάκριτη ὑπακοὴ τοῦ ὑποτακτικοῦ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν μύηση στὰ μυστήρια τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

Αὐτὴν τὴν ὁδὸ ἀκολούθησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Κατὰ τὸν ἅγιο Φιλόθεο τὸν Κόκκινο, ἐπέλεξε ὡς πνευματικό του ὁδηγὸ τὸν μοναχὸ Νικόδημο καὶ «φοιτᾶ τὼ γενναίῳ ἀνδρὶ θαυμαστῷ κατὰ τὴν πρᾶξιν καὶ θεωρίαν», ποῦ ἑορτάζεται ὡς ἅγιος, γνωστὸς σὲ ὅλους σχεδὸν τοὺς μοναχοὺς τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος «κείρεται παρ’ αὐτοῦ, καὶ πρὸς ὑποταγὴν ἑαυτὸν τελείως ἐκδίδωσιν». Μὲ τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὴν ἀποταγὴ ἔγινε «θαυμάσιος» «καὶ λόγῳ καὶ πράξει καὶ τοὶς τοῦ νοῦ θεωρήμασι». Ἡ ἀποταγή, ἡ τελεία ὑπακοή, ἡ τήρηση τῶν ὑποσχέσεων ποῦ ἔδωσε κατὰ τὴν μοναχικὴ κουρὰ ἦταν οἱ ἀπαραίτητες προϋποθέσεις τῆς πνευματικῆς τοῦ ἀνόδου στὴν θεωρία τοῦ Φωτός, διὰ τῆς καθάρσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοῦ.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος μνημονεύει καὶ τὸν ὁμολογητὴ Νικηφόρο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἰταλικῆς καταγωγῆς καὶ ἀφοῦ καταδίκασε τὴν κακοδοξία, προσχώρησε στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Πῆγε στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἐπέλεξε «βίον ἀκριβέστερον, δηλαδὴ τὸν μονήρη», παρέλαβε ἀπὸ τοὺς ἐγκρίτους Πατέρες, διὰ τῆς ὑποταγῆς, «τῆς ἡσυχίας τὴν πεῖραν» καὶ ἔγινε ἀρχηγὸς γι’ αὐτοὺς ποῦ ἀγωνίζονται στὸν κατὰ τὴν διάνοια κόσμο πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας. Ὁ Νικηφόρος ἔκανε συλλογὴ πατερικῶν διδασκαλιῶν καὶ πρότεινε εἰδικὸ τρόπο, ὥστε οἱ ἀρχάριοι ποῦ δὲν μποροῦσαν νὰ συγκρατήσουν «τὴν ἀστασίαν τοῦ νοῦ», νὰ συστείλουν μετρίως «τὸ πολυπόρευτον καὶ φαντασιῶδες» τοῦ νοῦ.

Ἅγιον Ὅρος

Πρόκειται γιὰ τὸν λόγο «Περὶ νήψεως καὶ φυλακῆς τῆς καρδίας» ποῦ εἶναι «μεστὸς οὐ τῆς τυχούσης ὠφελείας». Στὴν εἰσαγωγὴ προτρέπονται ὅσοι θέλουν νὰ ἀποκτήσουν τὴν πνευματικὴ πεῖρα τῆς κοινωνίας τους μὲ τὸν Θεό, νὰ βροὺν τὸν θησαυρὸ μέσα στὴν καρδιά τους, νὰ ὑποδεχθοῦν τὸ ὑπερουράνιο πὺρ καρδιακῶς ἐν αἰσθήσει καὶ νὰ φθάσουν στὴν θεϊκὴ φωτοφανεία. Ἔπειτα, παρατίθενται κείμενα Πατέρων ποῦ κάνουν λόγο γιὰ τὴν νοερὰ προσευχή. Καὶ τέλος περιγράφεται ἡ μέθοδος μὲ τὴν ὁποία ὁ νοὺς θὰ εἰσέλθη «πρὸς τὸν καρδιακὸν τόπον». Μὲ τὴν εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ», ποῦ γίνεται μὲ τὸν κατάλληλο τρόπο, ὅπως γράφει ὁ Νικηφόρος, «ἀνοιχθήσεταί σοι διὰ τοῦτο καὶ ἡ καρδιακὴ εἴσοδος, καθὼς σοὶ γεγράφαμεν, ἐκτὸς πάσης ἀμφιβολίας καθὼς καὶ ἡμεῖς πεῖρα ἐγνώκαμεν». Καὶ μὲ αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς ἔρχεται ὁ χορὸς τῶν ἀρετῶν. Ὁ λόγος καὶ ὁ τρόπος τῆς νοερᾶς προσευχῆς βεβαιώνεται ἀπὸ τὴν προσωπικὴ πεῖρα, δὲν εἶναι ἕνας θεωρητικός, φανταστικὸς βίος.

Ὁ Νικηφόρος στὸν Ἄθωνα εἶχε ἱδρύσει «φροντιστήριον», στὸ ὁποῖο εἶχε ἀφοσιωμένους μαθητὲς καὶ στοὺς ὁποίους ἀπηύθυνε καὶ τὴν θεολογική του διαθήκη. Ἡ διδασκαλία τοῦ Νικηφόρου τοῦ ἡσυχαστὴ ἐπηρέασε ὄχι μόνον τοὺς συγχρόνους του μοναχούς, ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴν μεταγενέστερη φιλοκαλικὴ καὶ νηπτικὴ παράδοση. Τὸ ἐμπειρικό του ἔργο, ποῦ διασώζεται στὴν Φιλοκαλία, καθόρισε τὴν ζωὴ τῶν ἑπομένων γενεῶν.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει στὰ εἰσαγωγικά του ὅτι «ὁ Νικηφόρος ὁ ὀσιώτατος Πατὴρ ἡμῶν... καθηγητὴς καὶ μυσταγωγὸς τῶν ὑψηλῶν τῆς ἀσκητικῆς φιλοσοφίας μαθημάτων ἐγένετο Γρηγορίου τοῦ Θεσσαλονίκης».

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀποδέχθηκε αὐτὴν τὴν μέθοδο τοῦ ὁσίου Νικηφόρου. Ἔχω δὲ τὴν ἐντύπωση ὅτι ὄχι μόνον ἀποδέχθηκε αὐτὸ τὸ ἔργο, ἀλλὰ τὰ ὅσα γράφει στὸ σύγγραμμά του «Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων» γιὰ τὴν ἐπάνοδο τοῦ νοῦ στὴν καρδιά, τὶς κοινὲς ἐνέργειες ψυχῆς καὶ σώματος, τὴν ἀξία τοῦ σώματος στὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση, τὴν ὅραση τοῦ ἀκτίστου Φωτός, εἶναι ἀναλύσεις εὐρύτερες τῶν ὅσων εἶχε διδαχθῇ ἀπὸ τοὺς Πνευματικούς του Πατέρες, τὸν Θεόληπτο Φιλαδελφείας, τὸν ὅσιο Νικόδημο καὶ τὸν Νικηφόρο τὸν Μονάζοντα. Στὴν πραγματικότητα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἑρμήνευσε θεολογικὰ τὴν οὐσία καὶ τὴν μέθοδο τοῦ ἡσυχασμοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων, καὶ τὴν κατοχύρωσε συνοδικά. Ἔχω δὲ τὴν βεβαιότητα, ὅπως φαίνεται ἄλλωστε καὶ στὴν βιογραφία τοῦ ἁγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶχε ἀποκτήσει καὶ δική του προσωπικὴ πεῖρα τῆς νοερᾶς προσευχῆς καὶ τοῦ θείου Φωτός, ἡ ὁποία ταυτιζόταν μὲ τὴν πεῖρα τοῦ ὁσίου Νικηφόρου καὶ γι’ αὐτὸ τὴν ὑποστήριξε μὲ θεολογικὸ τρόπο, ἀναιρῶντας τὴν ἀντίθετη διδασκαλία τοῦ Βαρλαάμ.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, μετὰ τὴν ἐκδημία τοῦ Πνευματικοῦ τοῦ Πατρὸς Νικοδήμου, ἐξῆλθε στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ ἔζησε καθ’ ὁλοκληρίαν ἡσυχαστικά. Νομίζω ὅτι στὸν λόγο ποῦ συνέταξε γιὰ τὸν ὅσιο Πέτρο τὸν Ἀθωνίτη, ποῦ ἦταν τὸ πρῶτο κείμενο ποῦ ἔγραψε, κατέγραψε τὶς ἐμπειρίες τῆς δικῆς του ζωῆς, τὶς ὁποῖες βίωσε στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ μάλιστα στὴν ἔρημο. Εἶναι φυσικὸ ὅτι, ὅταν κανεὶς ἐρμηνεύη ἕνα γεγονός, ἐκφράζει τὴν βαθύτερη προσωπική του πεῖρα. Ἔτσι, διαβάζοντας τὸν λόγον αὐτὸ αἰσθάνομαι ὡσὰν νὰ αὐτοβιογραφῆται ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, γιὰ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸ Ἅγιον Ὅρος, γιὰ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἡσυχία τοῦ στὴν ἔρημο, γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ νοῦ στὴν καρδιά, γιὰ τὴν παραδείσια ζωὴ στὴν ἔρημο, γιὰ τοὺς πειρασμοὺς ποῦ δέχθηκε καὶ πολλὰ ἄλλα.

Κυρίως, ἐκεῖνο ποῦ ἐκφράζει τὸν ἴδιο τὸν ἅγιο Γρηγόριο καὶ τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὴν κύρια ἐμπειρία του εἶναι τὰ ὅσα περιγράφει γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ νοῦ στὸν ἐντὸς ἄνθρωπο, ἀπὸ τὴν περιπλάνησή του στὰ αἰσθητά, ὁ ὁποῖος νοὺς βλέπει «τὸ προσγενόμενον εἰδεχθὲς προσωπεῖον ἐκ τῆς κάτω περιπλανήσεως». Αὐτὸ τὸ κάλυμμα, ποῦ ἐμποδίζει τὴν ἔλευση τοῦ νοῦ στὴν καρδιά, ἐκδιώκεται μὲ τὸ πένθος, ὁπότε ὁ ἀσκητὴς ἀποκτᾶ εἰρήνη καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ.

3. Μυστήρια καὶ ἡσυχασμός

Ὁ ἁγιορείτης μοναχὸς ἐντάσσεται ὀργανικὰ μέσα στὴν ζωὴ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἢ μιᾶς μοναχικῆς κοινότητας προκειμένου νὰ ἐπιτύχη τὴν θέωσή του, γιατί αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Ἡ καθημερινὴ ζωὴ τῆς Μονῆς εἶναι οἱ πολύωρες ἀκολουθίες, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατερικῶν κειμένων καὶ ἡ καθημερινὴ συμμετοχὴ στὴν θεία Λειτουργία. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀναπτύσσεται στὴν πνευματική του ζωή. Αὐτὸν τὸν δρόμο ἀκολούθησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ποῦ συνίσταται στὸν συνδυασμὸ θείας Λειτουργίας καὶ ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Δὲν ὑπερτόνιζε τὴν θεία Εὐχαριστία σὲ βάρος τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς, ὅπως ἔκαναν οἱ δυτικόφρονες, οὔτε ὑπερτόνιζε τὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ σὲ βάρος τῆς θείας Λειτουργίας, ὅπως ἔκαναν οἱ μασσαλιανοί.

Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ περιγραφὴ ποῦ κάνει ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος γιὰ τὴν περίοδο ποῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἦταν Ἡγούμενος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἐσφιγμένου στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ συνδύαζε τὶς ἀκολουθίες στὸν Ναό, τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση.

Γιὰ τὴν συμμετοχὴ τοῦ στὶς ἀκολουθίες καὶ τὴν θεία Λειτουργία γράφει ὁ Φιλόθεος ὁ Κόκκινος: «τὴν δὲ περὶ τὸν θεῖον νεῶν καὶ τοὺς ὑπηρέτας καὶ ὑμνωδοὺς ἐκείνου σπουδὴν καὶ φιλοκαλίαν, τὰς δὲ μυστικὰς τῶν ὑπερφυῶν καὶ ὑψηλοτάτων ἱερουργίας καὶ τελετὰς ἔτι τε τὴν εὐκοσμίαν περὶ τὸ ἱερὸν βῆμα καὶ τὴν τῶν εἰς ἱερέας τελούντων ἐπιμέλειαν καὶ ἀνάβασιν, ἥν ἐκεῖνος καὶ μόνον ὁρώμενος ἐν τὼ τὰ θεῖα καὶ μυστικὰ τελεῖν ὑπερφυῶς τοὶς κοινωνοῖς ἐνεποίει, τί χρὴ λέγειν;». Ἡ τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας μέσα σὲ μιὰ τέτοια κατάσταση, ὥστε νὰ ἐμπνέη τοὺς συλλειτουργούς του καὶ μόνον ποῦ τὸν ἔβλεπαν, ἦταν ἀποτέλεσμα καὶ καρπὸς τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς καὶ τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τὴν ὁποία ἀσκοῦσε, ἀλλὰ καὶ τῶν θεοπτικῶν ἐμπειριῶν ποῦ εἶχε ἀξιωθῇ νὰ γνωρίση.

Παράλληλα δίδασκε τοὺς μοναχούς. Γράφει ὁ ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος: «Τὰς δὲ συνεχεῖς καὶ παντοδαπὰς ὁμιλίας τε καὶ διδασκαλίας, καὶ τὸ χρυσοῦν καὶ ἀκάθεκτον ρεῦμα τοῦ λόγου.... τί χρὴ καὶ λέγειν;». Ἡ διδασκαλία ποῦ εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «τὸ ἀκάθεκτον ρεῦμα τοῦ λόγου», ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐσωτερικὴ ζωή, ἀφοῦ ὁ ἅγιος ἔλαβε τὸ χάρισμα τῆς μετατροπῆς τοῦ ἠθικοῦ λόγου σὲ θεολογικὸ λόγο, ὡς καρπὸ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς κοινωνίας του μὲ τὸν Θεό.

Ἡ ἀκριβὴς τέλεση τῆς λατρείας καὶ τῆς θείας Λειτουργίας, ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς, ποῦ ζὴ ὁ μοναχὸς στὸ κελλί του, ἀλλὰ καὶ καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νύκτας. Ἡ προσπάθειά του νὰ ξεχωρισθῇ ὁ νοὺς ἀπὸ τὴν ταύτισή του μὲ τὴν λογική, τὰ πάθη καὶ τὸ περιβάλλον καὶ νὰ ἐπιστρέψη στὴν καρδιὰ φαινόταν ἔκδηλα κατὰ τὴν διάρκεια τῆς θείας Εὐχαριστίας ποῦ γινόταν μὲ τρόπο νηπτικὸ καὶ μυσταγωγικό.

Αὐτὴν τὴν ζωὴ ποῦ ἔζησε στὸ Ἅγιον Ὅρος τὴν ἀποτύπωσε σὲ πολλὰ κείμενά του. Ὅποιο ἔργο του κι ἂν διαβάση κανεὶς διαπιστώνει ἀμέσως τὸ ἁγιορείτικο πνεῦμα του καὶ εἶναι μιὰ αὐτοβιογραφία του. Θὰ μνημονεύσω τρία παραδείγματα.

Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ δεύτερη ὁμιλία του στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου καὶ ἡ περιγραφὴ τῆς ζωῆς τῆς Παναγίας στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ὅταν τὴν παρουσιάζη ὡς πρότυπο τοῦ ἡσυχαστοῦ καὶ στὴν πραγματικότητα περιγράφη θεολογικὰ τὴν δική του ἡσυχαστικὴ ἐμπειρία. Νομίζω ὅτι εἶναι μιὰ αὐτοβιογραφία τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ δείχνει πῶς ζοῦσε στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν νοῦ καὶ τὴν αἴσθηση καὶ μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο ὑπάρχει ἡ φαντασία, ἡ δόξα καὶ ἡ διάνοια. Τὰ τρία αὐτὰ (φαντασία, δόξα, διάνοια) συνδέονται μὲ τὴν αἴσθηση καὶ εἶναι ἄλογες δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Ἡ συνουσία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ δὲν γίνεται μὲ τὴν αἴσθηση, τὴν φαντασία, τὴν δόξα καὶ τὴν διάνοια, ἀλλὰ μόνον μὲ τὸν νοῦ. Ὁπότε, ὁ νοὺς πρέπει νὰ καθαρισθῇ, νὰ ἐνεργοποιηθῇ γιὰ νὰ δοξασθῇ ἀπὸ τὸ Φώς. Αὐτὴ ἡ ἐνεργοποίηση γίνεται μὲ τὴν ἡσυχία τῶν αἰσθήσεων. Πρέπει νὰ προηγηθῇ ἡ λήθη τῶν κάτω, ἡ ἀπόθεση ὅλων τῶν νοημάτων καὶ ἡ μύηση τῶν ἄνω. Τότε ὁ νοὺς συνάπτεται μὲ τὴν στροφὴ πρὸς τὸν ἑαυτό του μὲ τὴν προσοχὴ καὶ τὴν ἀδιάλειπτη θεία προσευχή, ὁπότε καὶ «δόξαν ὁρᾶ Θεοῦ καὶ θείαν ἐποπτεύει χάριν».

Τὸ δεύτερο παράδειγμα εἶναι τὸ ἔργο τοῦ ποῦ τιτλοφορεῖται «Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων», οἱ γνωστὲς Τριάδες, τὸ ὁποῖο στὴν πραγματικότητα δείχνει τὴν τριάδα τῆς πορείας τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἤτοι τὴν κάθαρση μὲ τὴν ἄσκηση, τὸν φωτισμὸ μὲ τὴν προσευχή, καὶ τὴν θέωση μὲ τὴν θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Αὐτὸ εἶναι τὸ περιεχόμενο στὶς δύο πρῶτες Τριάδες, ἀλλὰ καὶ στὴν τρίτη Τριάδα. Συγχρόνως, σὲ αὐτὸ τὸ ἔργο του δείχνει καὶ τὸν δυτικὸ τρόπο μοναχικῆς καὶ χριστιανικῆς ζωῆς, ποῦ δὲν στηρίζεται σὲ αὐτὴν τὴν ἀποδεδειγμένη πατερικὴ μέθοδο, καὶ ὁ ὁποῖος δυτικὸς μοναχισμὸς ἀντὶ τῆς ἡσυχαστικῆς ἐμπειρίας στηρίζεται στὴν φιλοσοφία, τὸν στοχασμό, τὴν λογικὴ καὶ τὴν ἠθική.

Τὸ τρίτο παράδειγμα εἶναι ἡ ἑρμηνεία διαφόρων χωρίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων ποῦ γίνεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία ποῦ ἀπέκτησε στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρικὴ ζωὴ τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων. Αὐτὸ πρέπει, ἰδιαιτέρως, νὰ προσεχθῇ καὶ ἀπὸ ἐπιστημονικῆς πλευρᾶς. Γιὰ παράδειγμα ἀναφέρω τὴν ἑρμηνευτικὴ ἀνάλυση τοῦ Τελώνου τῆς σχετικῆς παραβολῆς τοῦ Χριστοῦ (Λούκ. ἰη', 10-14) ὡς τύπου ἡσυχαστοῦ τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ τῆς περιφήμου παραβολῆς τοῦ Χριστοῦ (Λούκ. ἰε', 11-32) ὡς τοῦ νοῦ ποῦ φεύγει ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ στὴν συνέχεια ἐπιστρέφει σὲ αὐτὴν τοῦ σαββατισμοῦ καὶ τῆς καταπαύσεως κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Ἐβρ. δ', 9-11) ὡς τὴν βίωση τοῦ ἱεροῦ ἡσυχασμοῦ. Ἐπίσης, ἕνας καταπληκτικὸς συνδυασμὸς μεταξὺ ἡσυχαστικῆς καὶ λειτουργικῆς ζωῆς παρατηρεῖται στὴν ἑρμηνεία τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς κατὰ τὴν Δευτέρα Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ὅταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐρμηνεύη τὴν θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Καπερναούμ.

Μὲ ὅσα ἐγράφησαν στὴν ἑνότητα αὐτὴ φαίνεται καθαρὰ ἡ μεγάλη σχέση ποῦ ὑπάρχει μεταξὺ τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας, τῆς λατρείας καὶ τῶν βιβλικοπατερικῶν κειμένων. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δὲν στηρίζεται μόνον στὴν θεία Λειτουργία, ἀλλὰ καὶ στὴν ἱερὰ ἡσυχία καὶ τὴν Ἁγία Γραφή - πατερικὰ κείμενα καὶ αὐτὸ συνιστᾶ τὴν ἁγιορείτικη ζωή.

4. Τὸ δόγμα, καρπὸς πράξεως καὶ θεωρίας

Τὸ δόγμα δὲν εἶναι μιὰ προσπάθεια τῶν Πατέρων νὰ ἀνυψώσουν τὴν ἁπλὴ πίστη τῶν πρώτων Χριστιανῶν σὲ φιλοσοφία οὔτε εἶναι καρπὸς μιᾶς φιλοσοφούσης διάνοιας, ἀλλὰ καρπὸς ἐμπειρίας. Ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ ποῦ ἀποκτοῦν οἱ ἅγιοι διατυπώνεται μὲ ὅρους τῆς ἐποχῆς τους, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπισθοῦν οἱ αἱρετικοὶ καὶ νὰ καθοδηγηθοῦν οἱ πιστοί. Οἱ ἁγιορεῖτες δὲν στοχάζονται, δὲν πολυπραγμονοὺν γύρω ἀπὸ τὸ δόγμα, ἀλλὰ μετέχουν τῆς ἀκτίστου καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καὶ θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ γι’ αὐτὸ ἡ θεολογία τους δὲν εἶναι φιλοσοφικὸς στοχασμός, ἀλλὰ διήγημα, δηλαδὴ ὅσοι ἔχουν τὴν ἐμπειρία διηγοῦνται αὐτὰ ποῦ εἶδαν, ἄκουσαν καὶ βίωσαν. Αὐτὸ τὸ συναντᾶμε καὶ σὲ ἁγιορεῖτες Πατέρες ποῦ ὁμιλοῦν μὲ ἁπλότητα γιὰ ὑψηλὰ θεολογικὰ ζητήματα.

Οἱ δογματικοὶ ἀγῶνες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στηρίζονται στὴν βίωση τῆς νηπτικής-ἡσυχαστικῆς παραδόσεως ποῦ συνάντησε καὶ ἔζησε στὸ Ἅγιον Ὅρος. Δὲν ὁμιλεῖ στοχαστικῶς, ἀλλὰ ἐμπειρικῶς. Φυσικά, γνώριζε καὶ τὴν ἀριστοτελικὴ φιλοσοφία, ἀλλά, τελικά, ὁμιλοῦσε ἀπὸ τὴν πεῖρα του, καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν πεῖρα ἑρμήνευε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων. Θὰ δοῦμε δύο συγκεκριμένα σημεῖα γιὰ τὸ θέμα αὐτό.

Τὸ πρῶτο εἶναι ὅσα γράφει σχετικὰ περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀντιμετωπίζοντας τὸ Filioque τῶν Δυτικῶν, στὴν πρώτη φάση τοῦ ἀντιαιρετικοῦ τοῦ ἀγῶνος. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι στὸν δυτικόφρονα ἀγνωστικισμὸ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀντέταξε τὴν ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Δίδασκε ὅτι γνωρίζουμε τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ γενικὰ τὶς ἐνέργειες τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὄχι, ὅμως, τὴν οὐσία Του. Αὐτὸ δὲν εἶναι θέμα λογικὸ καὶ φιλοσοφικό-φανταστικό, ἀλλὰ καθαρὰ ἐμπειρικό. Κατὰ τὴν θεοπτία ὁ θεόπτης βλέπει ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ πέμπεται καὶ διὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ ὅτι ὁ ἴδιος μετέχει τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ ποῦ προχέονται διὰ τῶν προσώπων.

Τὸ δεύτερο θέμα ἀναφερόταν στὰ περὶ τῆς μεθέξεως τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ ποῦ ἀντιπαρατασσόταν στὸ actus purus τῶν Δυτικῶν. Ὁ Βαρλαάμ, ἀκολουθῶντας τὴν δυτικὴ παράδοση, ταύτιζε τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ (actus purus) μὲ τὴν οὐσία Τοῦ καὶ ἔθετε κτιστὲς ἐνέργειες στὴν σχέση Τοῦ μὲ τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸ διαστρέβλωνε ὅλη τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας περὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ φιλοσοφῶν θεολόγος μπορεῖ νὰ καταλήξη σὲ ἕνα τέτοιο συμπέρασμα γιὰ νὰ διασώση τὴν «ὑπερβατικότητα» τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γνώριζε ἀπὸ τὴν ἐμπειρία του ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θεοπτία δὲν μετέχει τῶν δῆθεν κτιστῶν, ἀλλὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.

Καὶ τὰ δύο αὐτὰ θέματα ἀντιμετωπίσθηκαν ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρικὴ θεολογία ποῦ ἔζησε ὁ ἴδιος στὸ Ἅγιον Ὅρος. Ἔτσι πρέπει νὰ δοῦμε τὴν διάκριση μεταξὺ θεοπτίας καὶ στοχαστικῆς ἀναλογίας. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ χωρίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ποῦ κάνει λόγο γιὰ τὸ σοβαρὸ αὐτὸ θέμα. Γράφει: «Θεωρία δὲ ἐστι τῆς ὑγιαινούσης ὁ καρπός, οἷον τί τέλος οὖσα καὶ εἶδος θεουργὸν δι’ αὐτῆς γὰρ θεοποιεῖται ἄνθρωπος, οὐ ἀπὸ τῆς τῶν λόγων ἢ τῆς τῶν ὁρωμένων στοχαστικῆς ἀναλογίας, ἄπαγε (χαμαίζηλος γὰρ αὕτη καὶ ἀνθρωπίνη), ἀλλὰ τῆς ἀπὸ τῆς καθ’ ἡσυχίαν ἀγωγῆς».

Τὸ χωρίο αὐτὸ εἶναι σημαντικὸ γιατί δείχνει τὴν διαφορὰ μεταξὺ τῆς βαρλααμικὴς θεολογίας καὶ τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας. Ἡ ὁμιλία αὐτὴ εἶναι μιὰ πραγματεία ποῦ ἀναλύει ἀκόμη περισσότερο τὴν πρώτη ὁμιλία του στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου ποῦ εἶχε συντάξει ὅταν ἀσκεῖτο στὸ Ἅγιον Ὅρος. Αὐτὴν τὴν δεύτερη ὁμιλία-πραγματεία στὰ Εἰσόδια ἀσφαλῶς τὴν διαμόρφωσε μετὰ τοὺς πρώτους διαλόγους του μὲ τὸν Βαρλαὰμ καὶ ἡ πιθανὴ συγγραφή της πρέπει νὰ ἔγινε τὸ 1341 σὲ Μονὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὅπου καὶ διέμεινε.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος κάνει τὴν διάκριση μεταξὺ τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ, τῆς θέας τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ποῦ εἶναι καρπὸς «τῆς καθ’ ἡσυχίαν ἀγωγῆς», ἀπὸ «τῆς τῶν λόγων ἢ τῆς τῶν ὁρωμένων στοχαστικῆς ἀναλογίας». Ἡ στοχαστικὴ ἀναλογία μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν δυτικὴ ἀντίληψη περὶ τῆς ἀποκαλύψεως, ὅτι ὑπάρχει ἀναλογία μεταξὺ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ κόσμος εἶναι ἀντίγραφο τῶν ἀγέννητων ἰδεῶν (τὸ γνωστὸ analogia entis) καὶ ὅτι ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτό Του εἴτε μὲ τὴν λογικὴ ποῦ εἶναι τὸ εὐγενέστερο στοιχεῖο τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἀντίγραφο τῶν ἰδεῶν («λόγων», «στοχαστικῆς») εἴτε μὲ τὴν ὅραση τοῦ κόσμου («ὁρωμένων») καὶ αὐτὰ γίνονται μέσα στὴν φιλοσοφία-μεταφυσική («ἀναλογία»). Ὅμως, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι καρπὸς τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς ποῦ γίνεται μὲ τὸν φωτισμένο νοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποδεσμεύεται ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῆς λογικῆς καὶ τὸ περιβάλλον.

Εἶναι ἑπόμενο ὅτι μὲ τὴν δύναμη αὐτὴ τῆς ἐμπειρικῆς ζωῆς κατοχυρώθηκε συνοδικῶς καὶ ὁ ἡσυχασμὸς ὡς μέθοδος γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ τὰ δύο αὐτὰ θέματα (Filioque καὶ actus purus) ἀντιμετωπίσθηκαν ἀπὸ τὶς Ἡ’ καὶ Θ’ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ παρουσιασθῇ ἡ ἀξία τῶν δύο αὐτῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

5. Ἡ ἐξάσκηση τῆς ποιμαντικῆς

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅταν ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ἐξάσκησε τὴν ὀρθόδοξη ποιμαντική, ὅπως τὴν βλέπουμε, κυρίως, στὶς ὁμιλίες του. Πρόκειται γιὰ τὴν ποιμαντικὴ ποῦ εἶναι ἁγιορείτικη καὶ ἐξασκεῖται καὶ σήμερα ἀπὸ ἁγιορεῖτες Πατέρες. Εἶναι σημαντικὸς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον εἰσῆλθε ὁ ἅγιος Γρηγόριος στὴν Θεσσαλονίκη μετὰ τὴν ἐκλογή του καὶ τὴν ἐλευθέρωσή της ἀπὸ τοὺς Ζηλωτές. Μᾶς ἐνθυμίζει ἁγιορείτικες τελετὲς μὲ τὶς εἰκόνες, ψαλμωδίες, καὶ εὐχές, μὲ εἰρηνικὴ διδασκαλία. Ἡ βασική του διακονία, ὅπως καὶ κάθε Ἐπισκόπου, ἦταν ἡ τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας καὶ τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, ὅπως τὸ διαπιστώνουμε σὲ πολλὲς ὁμιλίες ποῦ κάνει, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας σὲ μεγάλες Δεσποτικὲς ἑορτές, στὶς μνῆμες τῶν ἁγίων, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες καθημερινὲς ἀκολουθίες. Ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁμολογεῖ ὅτι οἱ περισσότεροι ἀκροατὲς χαρακτήριζαν τὶς πάνδημες ἑορτὲς καὶ συνάξεις, τὶς ἱερὲς πομπὲς καὶ λιτανεῖες, τὶς φωνές του καὶ τὶς διδασκαλίες ὡς «Θεοῦ φωνὰς καὶ ρήματα ζωῆς».

Τὸ κήρυγμα ἦταν ἀπὸ τὶς πιὸ βασικές του ἐνέργειες. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, κατὰ τὸν ἅγιο Φιλόθεο Κόκκινο, διακρινόταν γιὰ «τὴν ἀκάματον σπουδήν τε καὶ προθυμίαν» «περὶ τὸ λέγειν καὶ δημηγορεὶν καὶ διδάσκειν ἐπ' Ἐκκλησίας». Ἐπίσης, δίδασκε εἴτε δημοσίως εἴτε ἰδιωτικῶς, ὅπως γράφει: «τὰ δὲ κοινὴ καὶ ἰδία, νὺν μὲν πρὸς πολλούς, νὺν δὲ πρὸς ὀλίγους, ἔστι δ’ ὅτε καὶ πρὸς τοὺς καθ’ ἕνα διαλέξεις καὶ ὁμιλίας». Ὅλοι θαύμαζαν «τὸ κάλλος τοῦ λόγου, τὸ δὲ πολυειδὲς καὶ πυκνὸν καὶ ὑψηλὸν καὶ ὑπερφυὲς τῶν θείων ἐκείνων θεωρημάτων καὶ νοημάτων». Τὸ περιεχόμενο τοῦ λόγου του ἀναφερόταν στὴν θεραπεία τῶν ἀνθρώπων. Κάθε λόγος, ὁμιλία καὶ διάλεξη «παιδαγωγία ψυχῆς ἄντικρυς ἥν καὶ διόρθωσις ἤθους καὶ ἁμαρτίας ἀνατροπὴ καὶ διδασκάλιον ἀρετῆς καὶ φιλοσοφία παντὸς ἀγαθοῦ». Ἡ ὁμιλία του ἐξέπεμπε τὴν γλυκύτητα καὶ τὴν δύναμη τοῦ λόγου του, ἐνῷ χυνόταν ἤρεμα στὶς ψυχὲς καὶ εἰσερχόταν, κατὰ «τὸν ἐλαίου καὶ μέλιτος τρόπον». Τόση ἐντύπωση προκαλοῦσαν οἱ λόγοι του, ὥστε γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουν καὶ νὰ τὸν βλέπουν ὅλοι ἔσπρωχνε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἀπωθοῦσαν καὶ φιλονικοῦσαν, ποιός θὰ ἔλθη πρῶτος γι’ αὐτά.

Στὶς ὁμιλίες του συνέδεε τὸν Χριστὸ μὲ τοὺς ἁγίους, τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν κοινωνία, τὸ δόγμα μὲ τὸ ἦθος, τὴν θεολογία μὲ τὴν προσευχή, τὴν πράξη μὲ τὴν θεωρία, τὰ Μυστήρια μὲ τὴν ἄσκηση, τὴν λατρεία μὲ τὸ κήρυγμα, τὴν ἔγγαμη μὲ τὴν ἀσκητικὴ ζωή. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ποικιλοτρόπως εὐεργετοῦσε τὸ ποίμνιό του, ἀκόμη καὶ μὲ θαύματα. Κατὰ τὸν ἅγιο Φιλόθεο, πολλοὶ ἔρριπταν τοὺς ἀσθενεῖς μπροστὰ στὰ πόδια του καὶ γίνονταν καλά. Τελικά, ὅλοι τὸν ἔβλεπαν «ὡς ἕνα τῶν πάλαι θεοφόρων καὶ ἀποστολικῶν ἀνδρῶν καὶ διδασκάλων» καὶ φιλοτιμοῦνταν νὰ αὐξάνουν καθημερινὰ τὴν ἀγάπη τους καὶ τὴν θερμὴ πίστη τους πρὸς αὐτόν. Τελικά, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐνεργοῦσε ὡς ἕνας ἐμπειρικὸς θεολόγος, ὡς ἕνας θαυμάσιος ἁγιορείτης Πατέρας.

Ἐπίλογος

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μὲ τὴν ζωή του καὶ τὴν διδασκαλία του ἐκφράζει τὴν ζωὴ τοῦ Ἁγίου Ὅρους, τὸ ὁποῖο ἀνέδειξε πολλοὺς θεόπτες, μάρτυρες καὶ ἁγίους. Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἀλλὰ καὶ ὁ θεολόγος αὐτοῦ, ποῦ τὸ ἀνέδειξε καὶ τὸ ἑρμήνευσε θεολογικά. Φυσικά, μὲ αὐτὸ ποῦ λέγω δὲν ἐννοῶ ὅτι τὸ Ἅγιον Ὅρος εἶναι κάτι ξένο πρὸς τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ εἶναι ὁ ἁγιασμένος χῶρος τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ἱερὸ Βῆμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ὅλα τὰ κείμενα ποῦ ἔχει γράψει ὄχι μόνον παρουσιάζουν τὴν θεολογικὴ καὶ ἐμπειρικὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἀλλά, συγχρόνως, εἶναι καὶ ἡ αὐτοβιογραφία τοῦ ὡς ἁγιορείτου μοναχοῦ καὶ θεολόγου. Αἰσθάνομαι τὸν ἅγιο Γρηγόριο ὡς ἕναν ἁγιορείτη, ποῦ εἶναι συνισταμένη πολλῶν ἁγιορειτῶν, οἱ ὁποῖοι διέπρεψαν καὶ διαπρέπουν στὸ Ἅγιον Ὅρος, μὲ μεγάλη ἐμπειρία Θεοῦ, μὲ χωρητικότητα νοὸς καὶ ἀτρόμητο χαρακτῆρα.

Τὸν τελευταῖο καιρὸ γράφεται καὶ λέγεται ὅτι στὴν ἐποχή μας παρουσιάσθηκαν πολλὲς θεολογικὲς τάσεις, ποῦ ἐκφράζουν διαφορετικὲς παραδόσεις, οἱ ὁποῖες ἀντιστοιχοῦν σὲ μιὰ ἐπὶ μέρους πλευρὰ τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ τελικὰ πρέπει νὰ γίνη ἡ σύνθεση ὅλων αὐτῶν. Αὐτὸ δημιουργεῖ τὴν αἴσθηση ὅτι ἀναζητᾶμε νὰ βροῦμε τὴν ἀλήθεια καὶ ὅτι πρέπει νὰ βρεθῇ τὸ κατάλληλο πρόσωπο γιὰ νὰ κάνη τὴν σύνθεση αὐτή. Νομίζω, ὅμως, ὅτι ὅσοι ἀναζητοῦν τὴν σύνθεση δὲν πρέπει νὰ ἀποβλέπουν στὸ μέλλον, γιατί αὐτὴ ἡ σύνθεση ἔγινε καὶ εὑρίσκεται στὸ πρόσωπο, τὸ ἔργο καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐπίκαιρος καὶ μὲ τὴν διδασκαλία του ἀπαντᾶ τόσο στὸν σχολαστικισμὸ ὅσο καὶ στὸν ἠθικισμό. Ὁ ἅγιος ἐξέφρασε τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὴν συνάντησε στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ὅπως μπορεῖ νὰ τὴν συναντήση κανεὶς καὶ σήμερα στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἂν ὅμως διαθέτη ταπείνωση, ἔμπνευση, προσευχή, εὐαισθησία καὶ πραγματικὴ ἀναζήτηση. Ὅποιος ἑρμηνεύει τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ ἔξω ἀπὸ αὐτὸ τὸ πλαίσιο τὸν ἀδικεῖ.

Τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ σήμερα εἶναι ἡ ζωντανὴ κοινότητα τῆς προφητικῆς, ἀποστολικῆς καὶ πατερικῆς ζωῆς, δηλαδὴ εἶναι τὸ «φροντιστήριο» τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ ἀναμένει μαθητές, γιὰ νὰ μαθητεύσουν στὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ὡς ποιμένας»

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος μόναζε στὸ Ἅγιον Ὅρος, ὕστερα ἀπὸ πρόσκληση τῶν Χριστιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης ὑπερμάχησε στὴν ἀντίκρουση τοῦ ἀντιησυχασμοῦ τὸν ὁποῖο δίδασκε ὁ Βαρλαάμ. Μὲ τὴν Σύνοδο τοῦ 1341 καταδικάσθηκε ὁ Βαρλαὰμ καὶ ἡ διδασκαλία του. Ἡ ἐκλογὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου σὲ Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ἔγινε στὴν Σύνοδο τοῦ 1347, ἡ ὁποία κατaδίκασε τὴν συνέχιση τῆς ἀντιησυχαστικὴς διδασκαλίας. Ἤδη ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶχε ἀποκτήσει μεγάλο κῦρος στὴν Ἐκκλησία καὶ κλήθηκε νὰ ποιμάνη τοὺς Θεσσαλονικεῖς, ἐκεῖ ὅπου ξέσπασε ἡ ἀντιησυχαστικὴ αἵρεση. Μετὰ τὴν ἐκλογή του, πῆγε στὴν Θεσσαλονίκη, ἀρχὲς τοῦ Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1347, γιὰ νὰ ἀναλάβη τὴν διαποίμανση τοῦ ποιμνίου του σὲ μιὰ τραγικὴ περίοδο, ἀφοῦ ἡ πόλη κυβερνιόταν ἀπὸ τὴν ἡγεσία τῶν Ζηλωτῶν καὶ ὑπῆρχε μεγάλη κοινωνικὴ ἀναταραχή.

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ὡς ποιμένας»Οἱ Ζηλωτὲς τῆς Θεσσαλονίκης ἦταν ἕνα καινούριο στοιχεῖο, ξένο πρὸς τὶς παραδοσιακὲς δομὲς τῆς πόλεως, ἐμπνέονταν ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὴν Δύση καὶ ἐξελίχθηκαν σὲ ἕνα κόμμα ποῦ ἀποτελεῖτο, κυρίως, ἀπὸ τοὺς πρόσφυγες καὶ τοὺς πτωχοὺς τῆς πόλεως, μὲ μεταρρυθμιστικὲς καὶ ἀντιμοναχικές-ἀντιησυχαστικὲς ἀρχές, ἐνῷ εἶχαν διατηρήσει τὴν ἀπέχθεια πρὸς τὴν ἰδιοκτησία. Εἶχαν ἐνεργήσει βίαια καὶ κατέλαβαν τὴν διοίκηση τῆς πόλεως τὸ ἔτος 1345 καὶ παρέμειναν στὴν ἐξουσία μέχρι τὸ ἔτος 1350. Οἱ Ζηλωτὲς τῆς Θεσσαλονίκης ποῦ διοικοῦσαν τὴν πόλη –ὄχι ὁ λαός– δὲν δέχθηκαν τὸν ἅγιο Γρηγόριο ὡς Μητροπολίτη, ὅταν πῆγε νὰ ἐνθρονισθῇ τὸ ἔτος 1347.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος δὲν ἐπέμεινε νὰ παραμείνη στὴν Θεσσαλονίκη, ἀλλὰ κατέφυγε στὸ Ἅγιον Ὅρος. Δὲν θέλησε νὰ δημιουργήση ἔριδες καὶ διαιρέσεις στὸ ποίμνιό του. Συγχρόνως, ἀρνήθηκε τὶς προτάσεις τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν Σέρβων Στεφάνου Δουσὰν νὰ τὸν ὑποστηρίξη μὲ ἄλλους ἀπώτερους σκοπούς.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔκανε καὶ μιὰ δεύτερη προσπάθεια νὰ εἰσέλθη στὴν Θεσσαλονίκη, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε ἐπισκεφθῇ τὴν Κωνσταντινούπολη. Αὐτὸ πρέπει νὰ ἔγινε τὸ φθινόπωρο τοῦ 1348. Τὸν παρακίνησαν τόσο ὁ Πατριάρχης Ἰσίδωρος ὅσο καὶ οἱ Βασιλεῖς, οἱ ὁποῖοι, βέβαια, τότε εἶχαν συμφιλιωθῇ μεταξύ τους. Δυστυχῶς, καὶ πάλι δὲν κατόρθωσε νὰ ἀναλάβη τὴν ποιμαντικὴ διακονία τοῦ λαοῦ. Αὐτὸ ἔγινε γιατί οἱ ἡγέτες τῶν Ζηλωτῶν ζητοῦσαν ἀπὸ τοὺς Βασιλεῖς μεγάλα καὶ ὑπεράνω τῆς τάξεώς τους «ἔπαθλα τῆς ἀταξίας καὶ τῆς στάσεως».

Ἡ ἐνθρόνιση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου στὴν Θεσσαλονίκη ἔγινε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1350, μετὰ τὴν ἐκδίωξη τῶν Ζηλωτῶν καὶ τὴν ἐλευθέρωση τῆς πόλεως ἀπὸ τὴν κατοχή τους, δηλαδὴ τρία χρόνια μετὰ τὴν ἐκλογή του καὶ ἀφοῦ ἀπέτυχε δύο φορὲς νὰ ἀναλάβη τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ἄσκησε τὴν ποιμαντική του διακονία φαίνεται σὲ τρία σημεῖα.

Τὸ πρῶτο ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς τῆς ἐνθρονίσεώς του. Εἶναι σημαντικὰ τὰ ὅσα λέγει ὁ ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, γιὰ τοὺς στασιαστές, τὴν ἀπομάκρυνσή τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἄνοδο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου στὸν Μητροπολιτικὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης. Κατ' ἀρχὰς λέγει ὅτι ἦταν ἐλάχιστοι ἐκεῖνοι ποῦ δὲν δέχθηκαν τὸν ἅγιο Γρηγόριο κατὰ τὴν πρώτη εἴσοδό του στὴν Θεσσαλονίκη καὶ αὐτοὶ ἦταν πονηροί, φθορεῖς καὶ ἀνάξιοι. Στὴν συνέχεια λέγει ὅτι ἡ ἴδια ἡ πόλη ἐξεγέρθηκε ἐναντίον τοὺς καὶ ἄλλους μὲν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς «κακούργους καὶ μιαροὺς» τοὺς ἐξωθεῖ καὶ ἀποβάλλει καὶ ἄλλους τοὺς σωφρονίζει καὶ ἀναστέλλει ἀπὸ τὴν κάκιστη ὁρμὴ καὶ τὶς μοχθηρὲς πράξεις μὲ τὰ κατάλληλα θεραπευτικὰ φάρμακα. Οἱ χαρακτηρισμοὶ αὐτοὶ εἶναι ἐνδεικτικοὶ τῆς νοοτροπίας καὶ τοῦ ἔργου τῶν Ζηλωτῶν.

Ἡ ὑποδοχὴ τὴν ὁποία ἐπεφύλαξε ὁ λαὸς στὸν ἅγιο Γρηγόριο ἦταν μεγαλειώδης καὶ δὲν μπορεῖ νὰ παραβληθῇ καθόλου «βασιλικοῖς ἐπινικίοις καὶ θριάμβοις καὶ πομπαῖς εἰσοδίοις». Ἐνεδύθη ποδήρη χιτῶνα καὶ τὴν ἱερὴ στολὴ γιὰ νὰ εἰσέλθη στὴν Θεσσαλονίκη. Ἡ ποιμαντικὴ δράση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἄρχισε ἀμέσως μὲ τὴν τελετὴ τῆς ἐνθρόνισής του. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ἐνήργησε δείχνει ὅτι συμπεριφερόταν ὡς Πνευματικὸς Πατέρας. Στὰ πρόθυρα τῆς πόλεως ἀπηύθυνε εὐχὴ στὸν Χριστό. Ἦταν μιὰ προσευχὴ μετανοίας γιὰ ὅσα προηγήθηκαν στὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης, προσευχὴ ἐκζητήσεως τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ καὶ εἰρηνεύσεως τοῦ λαοῦ. Τὸ περιεχόμενο τῆς προσευχῆς δείχνει ἀφ' ἑνὸς μὲν τὴν τραγικὴ κατάσταση τῆς πόλεως, ποῦ προηγήθηκε, ἀφ' ἑτέρου δὲ τὴν πνευματικὴ προσωπικότητα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος συμπεριφέρεται ὡς μεγάλος Πνευματικὸς ἡγέτης. Διερχόμενος τὴν πόλη γιὰ νὰ ἐνθρονισθῇ, ὅλοι οἱ ψάλτες ἔψαλαν ὕμνους ἀναστασίμους, ὡσὰν νὰ ἔβλεπαν τὸν ἀναστάντα Χριστό. Ἔψαλαν: «Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις, καὶ ὀψόμεθα τὼ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς ἀναστάσεως Χριστὸν ἐξαστράπτοντα».

Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶναι τὸ πῶς ἄρχισε τὴν ποιμαντική του διακονία καὶ αὐτὸ δείχνει τὶς ὀρθὲς βάσεις τοῦ ποιμαντικοῦ του ἔργου. Τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τὴν εἴσοδό του στὴν πόλη ὅρισε πάνδημη πομπὴ καὶ λιτανεία μὲ ἱερὲς εἰκόνες, ψαλμωδίες καὶ εὐχές. Στὴν λιτανεία αὐτὴ παρευρέθηκαν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Θεσσαλονίκης. Διῆλθε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς πόλεως «εὐχόμενος, εὐλογῶν, ὑπὲρ τῶν παρελθόντων εὐχαριστῶν, ὑπὲρ τῶν μελλόντων δεόμενος». Στὸ τέλος δὲ τῆς λιτανείας ὁμίλησε στὸν λαὸ γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ὁμόνοια. Ὁ πρῶτος αὐτὸς λόγος τοῦ μεγάλου Ἱεράρχου εἶναι ὑπόδειγμα λόγου καὶ εἰρηνευτικῆς ἀποστολῆς καὶ δείχνει πῶς αἰσθανόταν ὡς Ἐπίσκοπος.

Στὴν ἀρχὴ τοῦ λόγου θέτει τὶς ἀληθινὲς θεολογικὲς προϋποθέσεις τῆς κοινωνίας. Ὁμιλεῖ γιὰ τὸν κοινὸ Πατέρα καὶ γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ἀδελφότητα. Μᾶς δημιούργησε ὁ Θεός, καὶ εἴμαστε ἀδελφοί, λόγῳ τοῦ ?Ἀδάμ, τοῦ κοινοῦ γενάρχου. Ἐπίσης, ἡ ἀδελφότητα εἶναι ἰσχυρότερη, λόγῳ τῆς ὁμογένειας καὶ τῆς κοινῆς μητέρας, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Χριστιανοὶ εἶναι ἕνα σῶμα, ἔχουν κεφαλὴ τὸν Χριστό. Βαπτίσθηκαν σὲ ἕνα Βάπτισμα, ἔχουν μία πίστη, μία ἐλπίδα, ἕναν Θεό. Ἔτσι, πρέπει νὰ εἶναι στενὰ συνδεδεμένοι μὲ τὴν ἀγάπη. Στὴν συνέχεια ἀναφέρεται στὰ συγκεκριμένα γεγονότα ποῦ τάραξαν τὴν Θεσσαλονίκη. Ἐνῷ ἔπρεπε νὰ εἶχαν ἀγάπη, ἐν τούτοις εἰσῆλθε μὲ τὴν συνέργεια τοῦ πονηροῦ τὸ μῖσος. Ἔτσι, μὲ αὐθεντικὸ τρόπο ὁ ἅγιος Γρηγόριος περιγράφει τὴν κατάσταση ποῦ ἐπικρατοῦσε κατὰ τὴν κατοχὴ τῆς πόλεως ἀπὸ τοὺς Ζηλωτές. Οἱ πληροφορίες εἶναι ἀξιόλογες.

Γράφει ὅτι τὸ μῖσος ποῦ εἰσῆλθε διέσπασε τὴν κοινωνία καὶ τὴν ἑνότητα μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς, ἔκανε τὴν πόλη παράλυτη, δημιούργησε ἐχθρικὲς μερίδες, συγχύσεις, ταραχές, δίνοντας τὴν εἰκόνα ὅτι ἡ πόλη κυριεύθηκε ἀπὸ ἐχθρούς. Οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως ἔτρεχαν σὲ ὅλη τὴν πόλη, ἄλλοι καταστρέφοντας τὰ σπίτια, ἄλλοι ἁρπάζοντας τὰ εὑρισκόμενα σὲ αὐτὰ καὶ μὲ μεγάλη μανία ἀναζητοῦσαν τοὺς οἰκοδεσπότες γιὰ νὰ τοὺς φονεύσουν «ἀνηλεῶς τε καὶ ἀπανθρώπως». Ὡς πραγματικὸς ποιμὴν καὶ ἀληθινὸς ἰατρὸς παρουσίασε τὸ πάθος, τὴν πληγὴ τῆς πόλεως.

Δὲν ἀρκεῖται, ὅμως, μόνον σὲ αὐτό, ἀλλὰ προχωρεῖ καὶ στὴν θεραπεία. Ὁ ἰατρὸς δὲν ἀρκεῖται στὴν ἀποκάλυψη τῆς πληγῆς, ἀλλὰ καὶ θεραπεύει. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ ὁ ἅγιος μὲ τὸν θεραπευτικὸ καὶ εἰρηνευτικό του λόγο. Τονίζει ὅτι δὲν ἐπιδιώκει νὰ τοὺς ὀνειδίση, ἀλλά, ἀφοῦ γνωρίσουν τὴν νόσο, στὴν συνέχεια πρέπει νὰ τὴν θεραπεύσουν. Τοὺς προτείνει νὰ ἀναζητήσουν τὴν αἰτία ἀπὸ τὴν ὁποία ἔπεσαν, νὰ ζητήσουν τὴν θεραπεία καὶ νὰ τὴν διαφυλάξουν. Ἡ αἰτία τοῦ μίσους καὶ τῶν ταραχῶν εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος γνωρίζει ὅτι ἡ πρόθεση τῶν ἐπαναστατῶν δὲν ἦταν ἁπλῶς οἱ κοινωνικὲς μεταρρυθμίσεις καὶ μεταβολές, ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία. Ὅλα αὐτὰ ὑποκινοῦνται ἀπὸ τὸν διάβολο. Ἀναλύει πολὺ παραστατικὰ ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ αἰτία τῆς στάσεως αὐτῆς. Οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου δείχνουν τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο, ἐργάσθηκε ποιμαντικὰ στὴν Θεσσαλονίκη.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος δὲν εἶναι ἕνας ξηρὸς κοινωνιολόγος, ἀλλὰ πραγματικὸς πατέρας καὶ ποιμένας, δηλαδὴ ἰατρὸς τῶν νοσούντων ἀνθρώπων, ἀφοῦ προσπαθεῖ νὰ τοὺς θεραπεύση. Συγκρίνοντας τὴν περίπτωση τῶν κατοίκων τῆς Θεσσαλονίκης μὲ τὸν παραλυτικὸ τοῦ Εὐαγγελίου, ποῦ καθόταν στὴν Κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, λέγει ὅτι ὑπάρχουν δύο ὁμοιότητες. Ὅπως ὁ παραλυτικὸς παρέμεινε στὴν Κολυμβήθρα χωρὶς νὰ ἀπομακρύνεται, ἔτσι καὶ αὐτοὶ δὲν ἔφυγαν τελείως ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος δὲν εἶχε ἄνθρωπο νὰ τὸν βοηθήση, ἔτσι καὶ αὐτοὶ δὲν εἶχαν ποιμένα τόσον καιρὸ γιὰ νὰ τοὺς εἰρηνεύση.

Μετὰ προχωρεῖ στὶς παραινέσεις καὶ τὶς προτροπές. Δὲν εἶχαν ποιμένα, τώρα ὅμως ἔχουν. Αὐτὸς θὰ τοὺς παρηγορήση καὶ θὰ τοὺς θεραπεύση. Τοὺς συνιστᾶ συμφιλίωση μὲ τὸν Θεό, ἐπίγνωση τῆς συγγένειας ποῦ ἔχουν μεταξύ τους, ἀνάμνηση τῶν παλαιῶν ἡμερῶν τῆς εἰρήνης. Τοὺς προτρέπει νὰ μὴ σκέπτωνται τὸ κακό, οὔτε νὰ ἀνταποδώσουν τὸ κακό, ἀλλὰ νὰ νικήσουν τὸ κακὸ μὲ τὸ ἀγαθό. Νὰ ἐνστερνισθοῦν τὴν ἀγάπη, νὰ κάνουν ὑπακοὴ στὸν εὐαγγελισμὸ τῆς εἰρήνης καὶ μάλιστα νὰ συνεργασθοῦν μαζί του στὸ θέμα τῆς εἰρηνεύσεως. Ἡ διακονία του ὡς Ποιμένος εἶναι διακονία ἀγάπης καὶ εἰρήνης. Εἶναι ὑπηρέτης αὐτῆς τῆς διακονίας. Πρέπει νὰ εἶναι συμφιλιωμένοι καὶ ὁμονοοῦντες, ἔχοντες στὸ μέσον τὸν Χριστό. Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν πρώτη ἐκείνη ὁμιλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ἀφ' ἑνὸς μὲν προσδιορίζεται ἡ νόσος καὶ ἡ θεραπεία τῶν στασιαστῶν καὶ ὁλοκλήρου τῆς πόλεως, ἀφ' ἑτέρου δὲ προτρέπονται οἱ ἀδικηθέντες νὰ μὴν ἀνταποδώσουν τὸ κακό, ἀλλὰ νὰ εἰρηνεύσουν καὶ νὰ ἀγαπήσουν τοὺς ἐχθρους τους. Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ κρύπτεται ὅλο τὸ εἰρηνευτικὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὴν Θεσσαλονίκη. Μετὰ ἀπὸ μεγάλες ἀνωμαλίες ἀπαιτεῖται αὐτοσυγκράτηση καὶ ἰσχυρὴ προσωπικότητα γιὰ νὰ θεραπεύση τὴν ὀργὴ τοῦ λαοῦ.

Ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος διασώζει τὴν πληροφορία ὅτι μετὰ τὴν ὁμιλία ἐκείνη ἔκανε φίλους καὶ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς ὑβριστὲς τοῦ καὶ τοὺς προηγουμένους ἐχθροὺς καὶ στασιαστές. Ὄχι μόνον τοὺς ἔκανε φίλους, ἀλλὰ καὶ δούλους, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἔπεσαν στὰ πόδια του, τὰ ἀσπάζονταν, ἐξομολογοῦνταν τὰ ἁμαρτήματα ποῦ ἔπραξαν καὶ ζητοῦσαν συγγνώμη. Ὁ ἅγιος ὄχι μόνον τοὺς συγχώρησε, ἀλλὰ ἔκανε καὶ κάτι μεγαλύτερο, τοὺς ἐνέγραψε στοὺς φίλους του καὶ τοὺς εὐεργετοῦσε μὲ λόγια καὶ ἐνέργειες. Ἔκανε καὶ σύναξη ἱερέων, στοὺς ὁποίους ὑπενθύμισε τὰ καθήκοντά τους. Καὶ μὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς τρόπους ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔφερε τὴν εἰρήνη καὶ θεράπευε τοὺς Χριστιανούς.

Τὸ τρίτο σημεῖο ποῦ δείχνει τὸν τρόπο τῆς ποιμαντικῆς του διακονίας φαίνεται στὸ περιεχόμενο τῶν ὁμιλιῶν τοῦ ποῦ διασώθηκαν. Παρέμεινε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης μέχρι τὴν κοίμησή του ποῦ συνέβη τὴν 14η Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1359, δηλαδὴ ὑπῆρξε Μητροπολίτης γιὰ δώδεκα χρόνια (1347-1359), ἀλλὰ σχεδὸν τὰ μισὰ ἀπὸ αὐτὰ παρέμεινε στὸν ἀρχιερατικό του θρόνο. Ἤδη εἴδαμε ὅτι ἐνθρονίσθηκε τρία χρόνια μετὰ τὴν ἐκλογή του, καθὼς ἐπίσης ἕνα χρόνο πέρασε αἰχμάλωτος στοὺς Ὀθωμανούς. Ὅταν διαβάζη κανεὶς τὶς ὁμιλίες αὐτὲς παρατηρεῖ ὅτι ὁμιλοῦσε ὡς θεολόγος, ἡσυχαστὴς καὶ Πνευματικὸς Πατέρας ποῦ ἀντιμετώπιζε τὰ προβλήματα τοῦ λαοῦ, ἀκόμη καὶ τὰ κοινωνικά, μέσα ἀπὸ τὴν θεολογικὴ προοπτικὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλη τὴν θεολογία, τὴν ὁποία ἀνέπτυξε προηγουμένως ἐναντίον τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τῶν διαδόχων του, τὴν πέρασε μὲ ἀνάλογη προσαρμογὴ στὸ ποίμνιό του στὴν Θεσσαλονίκη. Στὰ κηρύγματά του συνδέει στενὰ τὴν θεοπτικὴ θεολογία μὲ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση, τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ἄσκηση, τὴν λειτουργικὴ ζωὴ μὲ τὴν φιλανθρωπία.

Ἔτσι, βλέπουμε θαυμάσιες ἀναλύσεις γιὰ τὸν σκοπὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν θέα-θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός, γιὰ τὴν βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, γιὰ τὴν ἀξία καὶ σημασία τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως τοῦ πολιούχου τῆς Θεσσαλονίκης ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου, γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς πτωχοὺς κλπ. Γενικά, ἀπὸ τὶς ὁμιλίες αὐτὲς καταλαβαίνουμε πῶς γίνεται μιὰ ἐκκλησιαστική, ποιμαντικὴ διακονία ἀπὸ ἕναν μεγάλο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, ἕναν θεολόγο καὶ ἡσυχαστή. Ἀκόμη καὶ ἡ κοινωνική του διδασκαλία εἶναι ἀπόρροια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, τῆς φιλοθεΐας καὶ τῆς φιλανθρωπίας. Ὁ τρόπος τῆς ποιμαντικῆς τοῦ διακονίας φαίνεται καὶ σὲ μιὰ ἐπιστολὴ ποῦ ἔστειλε στὸ ποίμνιό του, τὴν ὁποία ἔγραψε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ στοὺς Ὀθωμανοὺς καὶ στὴν ὁποία ἐνημερώνει τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ ὅσα συνέβησαν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας του, ποῦ δείχνει τὴν στενὴ ἐπικοινωνία ποῦ εἶχε μαζί τους. Ἔχει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ὁ ἐπίλογος τῆς ἐπιστολῆς, γιατί δείχνει πῶς ἐργαζόταν στὸ ποίμνιό του, πῶς ἐξασκοῦσε τὴν ποιμαντική του διακονία.

Γράφει ὅτι, ὅπως διδάσκει τοὺς Θεσσαλονικεῖς τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας μὲ θυσία καὶ παρρησία, ἔτσι τὸ κάνει καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας του. Οἱ Θεσσαλονικεῖς δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦν ὅτι ἔχουν ζωντανὸ καὶ ἀληθινὸ Θεὸ ποῦ μαρτυρεῖται ἀπὸ τοὺς ἁγίους, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ πρέπει νὰ ἔχουν ζωντανὴ καὶ ἀληθινὴ πίστη, γιατί ἡ πίστη ποῦ δὲν μαρτυρεῖται ἀπὸ τὰ ἔργα εἶναι νεκρή. Εἶναι ἀδύνατον κάποιος ἄπιστος νὰ ἐμπιστευθῇ τὸν Χριστιανό, ὅταν, ἐνῷ πιστεύη στὸν Χριστὸ ποῦ γεννήθηκε ἀπὸ παρθένο Πατέρα ἀχρόνως καὶ ἀπὸ παρθένο Μητέρα ἐν χρόνῳ, ἐν τούτοις ὅμως δὲν ἀσκῇ τὴν παρθενία (ὁ μοναχὸς) καὶ τὴν σωφροσύνη (ὁ ἔγγαμος), ἀλλὰ ζὴ τὴν ἀκολασία. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ γίνη κατὰ Χάρη υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὅταν δὲν κάνη ὅ,τι ἔκανε καὶ ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός. Στὸ τέλος προτρέπει τοὺς Χριστιανοὺς νὰ κάνουν αὐτοὶ τὴν ἀρχὴ καὶ ὁ Θεὸς θὰ βοηθήση. Γιὰ νὰ σωθῇ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὴν κακία, νὰ ἀποκτήση τὴν ἀρετή, νὰ ἀναλάβη τὰ ἔργα τῆς μετανοίας, καὶ νὰ προσμένη τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται στὴν πρόσκτηση τῶν θεϊκῶν ἀρετῶν «διὰ τῆς τοῦ θείου πνεύματος ἐνοικήσεως» καὶ θεοποιεῖται.

Ἑπομένως, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ὁμιλία ποῦ ἔκανε ὁ ἅγιος Γρηγόριος κατὰ τὴν εἴσοδό του στὴν Θεσσαλονίκη καὶ τὴν ἀνάληψη τῶν ἐπισκοπικῶν του καθηκόντων, οἱ ὁμιλίες στὸ ποίμνιό του, καὶ ἡ ἐπιστολὴ ποῦ ἔστειλε στὴν Ἐκκλησία του ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς αἰχμαλωσίας του φανερώνουν τὸ πῶς ἐνεργοῦσε ὡς Ποιμένας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἦταν μεγάλος ἡσυχαστὴς Πατέρας, ἀλλὰ καὶ ἕνας μεγάλος ποιμένας ποῦ καθοδηγοῦσε ὀρθόδοξα τὸ ποίμνιό του. Στὴν περίπτωσή του φαίνεται εὐδιάκριτα πῶς ἕνας ἡσυχαστὴς μπορεῖ νὰ ποιμαίνη τοὺς ἀνθρώπους, πῶς ἕνας ποιμένας ὀρθοτομεὶ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας μὲ τὴν βίωση τοῦ ἀληθινοῦ ἡσυχαστοῦ καὶ πῶς πρέπει νὰ θεολογὴ καὶ νὰ ποιμαίνη ἕνας Ἐπίσκοπος.

Συνέντευξη «Familia Orthodoxa»: Γιὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Συνέντευξη στὸ ρουμανικὸ περιοδικὸ «Familia Orthodoxa»

Ἐρώτηση:Στό βιβλίο σας «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ὡς Ἁγιορείτης» γράφετε ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι ἕνας ἅγιος, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ βοηθήση πάρα πολὺ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο. Τί θὰ μπορούσαμε νὰ μάθουμε ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι ζοῦμε σ’ ἕναν κόσμο πολὺ διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦ δεκάτου τετάρτου αἰῶνα;

Ἰάσιο Ρουμανία, Ναυπάκτου Ἱερόθεος αυτόγραφα.

Ἀπάντηση: Πέρα ἀπὸ αὐτὸ ποῦ λέτε, στὸ βιβλίο μου γράφω ὅτι ἡ ἐποχή μας εἶναι παράλληλη μὲ τὴν ἐποχὴ στὴν ὁποία ἔζησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, δηλαδὴ ὑπάρχουν τὰ ἴδια ρεύματα καὶ οἱ ἴδιες παραδόσεις. Δηλαδή, τὸν 14ο αἰῶνα στὴν Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, τὸ λεγόμενο Βυζάντιο, ὑπῆρχε μιὰ ζωντανὴ Ὀρθόδοξη Παράδοση, ποῦ ἐξέφραζε ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἀλλὰ ταυτόχρονα ὑπῆρχαν καὶ πολλὰ στοιχεῖα οὐμανιστικά, ποῦ σημαίνει ὅτι οἱ οὐμανιστὲς στηρίζονταν πολὺ στὸν ἀνθρώπινο παράγοντα. Ἔτσι, ὑπῆρχαν Χριστιανοὶ ποῦ ζοῦσαν μυστηριακὰ καὶ ἀσκητικά, ἀλλὰ παράλληλα καὶ Χριστιανοὶ ποῦ ἐπηρεάζονταν ἀπὸ ἄλλες παραδόσεις καὶ στὴν πραγματικότητα ἦταν οὐμανιστές, δηλαδὴ στηρίζονταν στὸν ἀνθρώπινο παράγοντα.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀντιμετώπισε δύο πειρασμούς, ὁ ἕνας προερχόταν ἀπὸ τὴν Δύση μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Βαρλαὰμ ποῦ σαφῶς ἦταν ἕνας ἐκκοσμικευμένος Χριστιανισμὸς καὶ ὁ ἄλλος πειρασμὸς προερχόταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ ποῦ ἐκφραζόταν ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς, στοὺς ὁποίους παρέμεινε αἰχμάλωτος ἕνα σχεδὸν χρόνο καὶ εἶχε συζητήσεις μαζί τους. Καὶ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι σήμερα δεχόμαστε προκλήσεις καὶ ἀπὸ τὴν ἐκκοσμικευμένη χριστιανικὴ Δύση καὶ ἀπὸ τὴν ἀνθρωποκεντρικὴ θρησκευτικότητα –μουσουλμανισμό– τῆς Ἀνατολῆς.

Ἔτσι, τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ παρατηρεῖτο ἕνας σχολαστικισμὸς ποῦ κέντρο ἔχει τὴν λογικὴ καὶ ἕνας ἠθικισμὸς ποῦ κέντρο ἔχει τὸ συναίσθημα καὶ τὴν ἐξωτερικὴ συμπεριφορά. Σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὑπεγράμμιζε τὸν ὀρθόδοξο ἡσυχασμὸ ποῦ εἶναι ἀναίρεση καὶ τοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ τοῦ ἠθικισμοῦ. Ἐπίσης, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὑπῆρχαν δύο παραδόσεις, στὴν μία ὑπερτονίζονταν τὰ Μυστήρια σὲ βάρος τῆς προσευχῆς, ὅπως δίδασκε ὁ Βαρλαὰμ καὶ στὴν ἄλλη ὑπερτονιζόταν ἡ προσευχὴ σὲ βάρος τῶν Μυστηρίων, ὅπως πίστευαν οἱ Μασαλιανοί.

Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι ἡ ἐποχή μας εἶναι παράλληλη μὲ τὴν ἐποχὴ τοῦ 14ου αἰῶνος, ὅπου ἐπικρατοῦν οἱ ἴδιες παραδόσεις καὶ οἱ ἴδιες ἐπιρροὲς ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴν Δύση, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐσωτερικὲς ἐγγενεῖς οὐμανιστικὲς παραδόσεις. Πρόκειται γιὰ ἕναν ἀνθρωποκεντρισμό, μιὰ φιλαυτία καὶ εὐδαιμονία ποῦ εἶναι ἀντίθετα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι θὰ πρέπει νὰ γνωρίζουμε πολὺ καλὰ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὅπως τὴν ἐκφράζουν οἱ ἅγιοί μας παλαιοὶ καὶ νεώτεροι ποῦ ἔχει τὸ πνεῦμα τῆς προσευχῆς, τῆς λατρείας, τῆς θείας Κοινωνίας, τῆς φιλοθεΐας καὶ τῆς φιλανθρωπίας. Νὰ μάθουμε νὰ διακρίνουμε τί εἶναι καὶ τί δὲν εἶναι ὀρθόδοξο, τί εἶναι καὶ τί δὲν εἶναι ἐκκλησιαστικό. Διότι, ὁ βασικὸς κίνδυνος εἶναι ὁ συγκρητισμός, δηλαδὴ νὰ θεωροῦμε ὅτι ὅλες οἱ παραδόσεις εἶναι ἴδιες καὶ ὅλες οἱ θρησκεῖες μιλᾶνε γιὰ τὸν ἴδιο Θεό.

 

Ἐρώτηση: Σκεπτόμενοι τὸν Κωνσταντῖνο, τὸν πατέρα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, στὸ ὅτι βίωνε ὁσίως, παρ’ ὅλο ποῦ βρισκόταν μέσα στὸν κόσμο καὶ κατεῖχε ὑπεύθυνο ἀξίωμα, –λόγῳ τοῦ ὁποίου μᾶλλον ἐστερεῖτο τὴν εἰρήνη, ἐφόσον ἦταν καὶ αὐλικός– νομίζετε ὅτι ἐμεῖς ὡς σύγχρονοι ἄνθρωποι, θὰ μπορούσαμε σ’ αὐτοὺς τοὺς καθόλου ἥσυχους καιροὺς νὰ βιώσουμε παρόμοια ζωὴ μέσα στὴν ἀναταραχὴ τοῦ κόσμου; Σὲ τί ἔγκειται τέτοια ζωή;

Ἀπάντηση: Πράγματι, ὁ πατέρας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, καίτοι ἦταν συγκλητικός, ζοῦσε μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, εἶχε ἀπόλυτη πίστη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ ἔκανε νοερὰ προσευχὴ καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῶν συνεδριάσεων τῆς συγκλήτου. Ὅλοι τὸν θεωροῦσαν ἅγιο, γι' αὐτὸ ὅταν συναντοῦσαν τὰ παιδιά του, ὅπως καὶ τὸν Γρηγόριο, ἔλεγαν «τὰ παιδιὰ τοῦ ἁγίου». Καὶ ὅταν βρισκόταν στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου, στὴν παράκληση τῆς γυναίκας τοῦ νὰ ζητήση ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα νὰ παραλάβη ὑπὸ τὴν προστασία του τὰ παιδιά του, ἐκεῖνος ἀπάντησε ὅτι τὰ ἀφήνει στὴν Παναγία, τὴν Μητέρα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ δείχνει τὴν μεγάλη πίστη τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου.

Ἡ χριστιανικὴ ζωή, ὅπως μᾶς τὴν παρέδωσε ὁ Χριστὸς καὶ τὴν ἔζησαν οἱ ἅγιοι διὰ μέσου τῶν αἰώνων, μπορεῖ νὰ βιωθῇ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, σὲ ὅλους τοὺς χρόνους καὶ τοὺς τόπους. Δὲν ἔδωσε ὁ Χριστὸς ἄλλο Εὐαγγέλιο γιὰ τοὺς μοναχοὺς καὶ ἄλλο Εὐαγγέλιο γιὰ τοὺς ἐγγάμους, οὔτε ἄλλο Εὐαγγέλιο γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καὶ ἄλλο γιὰ τοὺς μεταγενεστέρους. Ὅλοι πρέπει νὰ τηροῦμε τὴν ἴδια εὐαγγελικὴ ζωή. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι θὰ πρέπει νὰ ἐκκλησιαζόμαστε τακτικά, νὰ συμμετέχουμε στὰ Μυστήρια τῆς μετανοίας καὶ τῆς θείας Εὐχαριστίας, νὰ προσευχόμαστε στὶς τακτικές, ἀλλὰ καὶ ἄλλες ὧρες τῆς ἡμέρας, νὰ χρησιμοποιοῦμε τὴν εὐχή, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», ὅπου καὶ ἂν βρισκόμαστε, καὶ νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ.

Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸς ὁ ἐπίλογος μιᾶς ἐπιστολῆς, τὴν ὁποία ἀπέστειλε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Θεσσαλονίκης, ὅταν ὁ ἴδιος ἦταν αἰχμάλωτος στοὺς Ὀθωμανούς. Τοὺς λέγει ὅτι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ ἔχουμε ζωντανὸ καὶ ἀληθινὸ Θεὸ καὶ πρέπει νὰ ἔχουμε ζωντανὴ καὶ ἀληθινὴ πίστη ἡ ὁποία θὰ ἐκφράζεται μὲ ἔργα, γιατί ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει νεκρὰ πίστη μὲ τὴν ἀπραξία τῶν ἀγαθῶν ἔργων εἶναι νεκρὸς καὶ δὲν ζὴ κατὰ Θεό. Ἐπίσης, τοὺς συνιστᾶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον θὰ γίνουν υἱοὶ τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν κακία, παραμένη στὴν χώρα τῆς ἀρετῆς, ἐπιλαμβάνεται τῶν ἔργων τῆς μετανοίας καὶ προσμένη τὸν Θεό, δὲν θὰ λάβη μόνον τὴν τελείωση τῆς ἀνθρώπινης ἀρετῆς, ἀλλὰ θὰ ἀποκτήση καὶ τὶς ὑπερφυεῖς θεϊκὲς ἀρετές, διὰ τῆς ἐνοικήσεως μέσα τοῦ τοῦ θείου Πνεύματος. Καὶ καταλήγει: «Οὕτω γὰρ θεοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος». Αὐτὸν τὸν λόγο ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς προσφέρει καὶ σὲ μᾶς οἱ ὁποῖοι θέλουμε νὰ εἴμαστε μαθητές του.

Καὶ κάτι ἀκόμη. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὡς μοναχὸς στὸ Ἅγιον Ὅρος προσευχόταν μὲ τὴν κραυγή: «Φώτισόν μου τὸ σκότος, φώτισόν μου τὸ σκότος». Ἂν αἰσθανόμαστε ὅτι ὁ νούς μας –ὄχι ἡ λογική, ἀλλὰ ἡ νοερὰ ἐνέργεια– εἶναι ἐσκοτισμένος, ἅς προσευχόμαστε στὸν Θεὸ νὰ τὸν φωτίση, γιὰ νὰ βλέπουμε τὴν ζωὴ μέσα ἀπὸ ἄλλη προοπτική, μέσα ἀπὸ τὴν καθαρὴ καρδιά μας.

 

Ἐρώτηση: Τί εἶναι ἡ καρδιά, κατὰ τὴν Πατερικὴ θεολογία; Πῶς μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε τὸν Θεὸ μὲ τὴν καρδιά, ὄχι μὲ τὴν διανόηση, γιὰ νὰ μὴν πέσουμε στὸ λάθος ποὺ ἔκανε ὁ Βαρλαάμ;

Ἀπάντηση: Ἡ καρδιὰ κατὰ τὴν βιβλικοπατερικὴ παράδοση εἶναι τὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ὁ χῶρος, ὁ ὁποῖος ἀνακαλύπτεται μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἄσκηση, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ στὸν ὁποῖον χῶρο ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός. Αὐτὸ λέγεται πνευματικὴ καρδιὰ καὶ εἶναι στὸ βάθος τῆς σωματικῆς καρδιᾶς, καὶ βεβαίως δὲν εἶναι τὸ συναίσθημα. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε: «μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδία, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Μάτθ. ε', 8).

Στὴν Πατερικὴ Παράδοση φαίνεται ὅτι, ὅταν οἱ Πατέρες κάνουν λόγο γιὰ τὴν καρδιά, ἐννοοῦν κυρίως τὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ ἐπιθυμητικὸ καὶ τὸ θυμικό. Ἑπομένως, καρδιὰ εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης καὶ ἡ δύναμη τοῦ θυμοῦ. Μὲ τὴν ἀγάπη ἐπιθυμοῦμε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ὁ θυμὸς εἶναι ἡ δύναμη ἐκείνη ποὺ ἐνεργοποιεῖ αὐτὴν τὴν ἐπιθυμία. Δυστυχῶς, αὐτὸ τὸ ἐπιθυμητικὸ καὶ τὸ θυμικὸ τὸ προσφέρουμε στὴν κτίση καὶ ἀναπτύσσονται τὰ πάθη, ἀλλὰ ὅταν τὸ ἐπαναφέρουμε πρὸς τὸν Θεό, τότε ἡ καρδιὰ καθαρίζεται. Ἔτσι ἡ καρδιὰ λειτουργεῖ παρὰ φῦσιν μὲ τὰ πάθη καὶ ὑπὲρ φῦσιν, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προσευχή.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν καρδιὰ ὑπάρχει στὸν ἄνθρωπο τὸ λεγόμενο λογιστικὸ τῆς ψυχῆς, ποὺ ἐνεργεῖ στὸν ἐγκέφαλο. Μὲ τὴν λογικὴ ἀποκτοῦμε γνώση τοῦ περιβάλλοντος κόσμου, μελετοῦμε βιβλία, σχηματίζουμε σκέψεις γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦμε, ἀλλὰ μὲ τὴν καρδιὰ ἀγαπᾶμε τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἔτσι ὑπάρχει ἡ λογικὴ ἐνέργεια ποὺ δραστηριοποιεῖται στὸν ἐγκέφαλο καὶ ὑπάρχει ἡ νοερὰ ἐνέργεια, ἡ ὁποία στὴν φυσιολογική της κατάσταση ἐνεργοποιεῖται μέσα στὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς, αὐτῆς ποὺ οἱ Πατέρες ὀνομάζουν βαθεῖα καρδία ἢ πνευματικὴ καρδιά.

Τὸ πῶς γνωρίζουμε τὸν Θεὸ μὲ τὴν καρδιὰ καὶ ὄχι μὲ τὴν λογικὴ εἶναι ἡ οὐσία τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Συνήθως, ὅταν πονᾶμε ἀπὸ ἕνα συγκλονιστικὸ γεγονός, τότε ζοῦμε μὲ τὴν καρδιά. Ἔτσι, ὅταν ἔχουμε μετάνοια καὶ ἀναπτύσσεται ἕνας πόνος ἐπειδὴ ἔχουμε ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸν Θεό, μαθαίνουμε νὰ ζοῦμε μὲ τὴν καρδιά. Αὐτὸ θὰ μᾶς τὸ δείξη ἡ πορεία τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι, ὅταν συνδεθοῦμε μὲ κάποιον ἄνθρωπο ποὺ ζῆ μὲ τὴν καρδιά, ποὺ ὁ νους του ἔχει ἀποδεσμευθῇ ἀπὸ τὴν λογική, μπορεῖ νὰ μάθουμε νὰ συμπεριφερόμαστε καὶ ἐμεῖς καρδιακά. Αὐτὸ γίνεται μὲ ὅλες τὶς ἐπιστῆμες, ἀφοῦ χωρὶς καθοδηγό, χωρὶς δάσκαλο, εἶναι δύσκολο κανεὶς νὰ μυηθῇ στὰ μυστικὰ μιᾶς ἐπιστήμης. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ στὰ πνευματκὰ θέματα.

Θὰ πρέπει νὰ ὑπενθυμίσω τὴν πορεία τῶν δύο Μαθητῶν πρὸς Ἐμμαοὺς μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τὸ περιγράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. Οἱ μαθητὲς διακατέχονταν ἀπὸ πολλοὺς λογισμοὺς ἀπελπισίας καὶ ἀπογνώσεως, ἐπειδὴ εἶχε σταυρωθῇ ὁ Χριστός, ἐνῷ αὐτοὶ ἤλπιζαν ὅτι θὰ ἦταν ὁ Μεσσίας ποὺ θὰ τοὺς ἐλευθέρωνε ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῶν Ρωμαίων. Τότε τοὺς πλησίασε ὁ Χριστὸς καὶ ἄρχισε νὰ ἐρμηνεύη τὶς Γραφές, ποὺ ὁμιλοῦσαν γιὰ τὸ ὅτι ἔτσι ἔπρεπε νὰ γίνουν τὰ πράγματα. Καὶ σιγά-σιγά ἄρχισε νὰ φλέγεται ἡ καρδιά τους, ὅπως οἱ ἴδιοι ὁμολόγησαν: «οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἥν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς;» (Λούκ. κδ', 32).

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ λογισμοὶ ποὺ ἐνεργοῦν στὸν ἐγκέφαλο δημιουργοῦν φόβο, ἀπελπισία καὶ ἀπόγνωση, ἐνῷ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐνεργεῖ στὴν καρδιὰ δημιουργεῖ ἀγάπη, πίστη, πόθο γιὰ τὸν Χριστό. Καὶ τὸ θέμα εἶναι πῶς θὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τῆς ἀπογνώσεως καὶ τῆς ἀπελπισίας, πῶς θὰ φλεχθῇ ἡ καρδιά μας ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό. Αὐτὸ γίνεται ὅταν ἀποκτήσουμε ὁδηγὸ τὸν Χριστὸ ἢ καθοδηγὸ κάποιον φίλο τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ μάθουμε πῶς νὰ ζοῦμε ἐκκλησιαστικά.

 

Ἐρώτηση: Μὲ τὴν προοπτικὴ τῆς παλαμικῆς διδασκαλίας, θὰ μπορούσατε, σὲ λίγα λόγια, νὰ μᾶς πῆτε ποιά εἶναι ἡ οὐσία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως;

Ἀπάντηση: Ἡ βάση τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Φῶς οἱ Πρωτόπλαστοι ζοῦσαν στὸν Παράδεισο μέσα στὸ Φῶς, μὲ τὴν ἁμαρτία ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸ Φῶς καὶ σκοτίσθηκε ὁ νοὺς οἱ ἅγιοι ὅταν βλέπουν τὸν Θεό, τὸν βλέπουν μέσα στὸ Φῶς τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του ἔγινε πηγὴ τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς οἱ ἄνθρωποι ἐν Χριστῷ πρέπει νὰ φθάσουν σὲ μιὰ τέτοια κατάσταση ὥστε νὰ βλέπουν τὸν Χριστὸ ὡς Φῶς, ὅπως οἱ τρεὶς Μαθητὲς πάνω στὸ Ὅρος Θαβὼρ μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρῖσμα καθαρίζεται ἡ καρδιὰ καὶ φωτίζεται ὁ νοὺς καὶ μὲ τὴν θεία Κοινωνία λαμβάνουμε Φῶς, γι' αὐτὸ ψάλλουμε «εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν...». Τὸ Φῶς αὐτὸ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἄκτιστη ἐνέργειά Του, ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν ἔχει ἀρχὴ καὶ τέλος, δὲν ἔχει δημιουργηθῇ, ὁπότε ἡ μέθεξη αὐτοῦ τοῦ Φωτὸς εἶναι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

Στὴν συνέχεια ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διδάσκει γιὰ τὴν ἀξία τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ καὶ τῆς νηπτικὴς ζωῆς. Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ ἔκανε λόγο γιὰ τὴν προσευχή, τὴν νήψη, τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, τὴν μετάνοια, κλπ. Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ διαβάση κανεὶς τὶς ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ποὺ ἔκανε στὸ ποίμνιό του στὴν Θεσσαλονίκη. Σὲ αὐτὲς συνδυάζεται ὁ μεγάλος θεολόγος μὲ τὸν μεγάλο Πατέρα, ὁ θεόπτης διδάσκαλος μὲ τὸν ἡσυχαστὴ μοναχό, ὁ ἀντιρρητικὸς θεολόγος μὲ τὸν πνευματικὸ καθοδηγητὴ κλπ. Στὴν πραγματικότητα μὲ τὶς ὁμιλίες αὐτὲς ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μετέφερε ὅλη τὴν θεοπτικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ θεολογία στὴν ζωὴ τῶν πιστῶν.

Φυσικά, δὲν πρόκειται γιὰ δική του διδασκαλία, γι' αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς «παλαμικὴ» διδασκαλία, ἀλλὰ εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπὸ τὸν Ἴδιο, διὰ τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Αὐτὴν τὴν διδασκαλία τὴν συναντᾶμε μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, τὰ κείμενα τῶν Πατέρων, τὶς εὐχὲς τῶν Μυστηρίων, καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἔτσι συνδέεται σαφέστατα ὁ lex credendi (νόμος πίστεως) καὶ ὁ lex orandi (νόμος προσευχῆς). Δηλαδή, συνδέεται τὸ δόγμα μὲ τὴν προσευχή.

Τὸ σημαντικὸ εἶναι νὰ καταλάβουμε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Χριστό, λαμβάνοντας τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὅτι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶναι πολὺ λίγος καὶ μέσα σὲ αὐτὸν πρέπει νὰ θεραπευθοῦμε γιὰ νὰ δοῦμε τὸν Θεὸ ὡς Φῶς καὶ ὅτι ἡ μέλλουσα ζωὴ εἶναι αἰώνια καὶ θὰ πρέπει μέσα στὸν λίγο χρόνο ποὺ θὰ ζήσουμε νὰ εἰσέλθουμε στὸν δρόμο τῆς μετανοίας. Θὰ πρέπει νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε ὡς Χριστιανοί, ὅπως τὸ συνιστᾶ τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ ἂν δὲν μπορέσουμε νὰ ζήσουμε τέλεια ὡς Χριστιανοί, τοὐλάχιστον νὰ πεθάνουμε ὡς Χριστιανοί, μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ζωῆς.