Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Θὰ ἤθελα νὰ ἐκφράσω τὶς θερμότατες εὐχαριστίες μου στὸν Πρόεδρο καὶ τοὺς Καθηγητὲς τοῦ Τμήματος Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ ἀνηγόρευσαν ὁμοφώνως ἐπίτιμο διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς. Ἐπίσης εὐχαριστῶ τὸν Πρύτανη καὶ τὴν Σύγκλητο τοῦ Πανεπιστημίου ποὺ ἐνέκριναν τὴν πρόταση, τὴν Κοσμήτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς κ. Ἑλένη Χριστινάκη-Παπακώστα, τοὺς ὁμιλήσαντας στὴν σημερινὴ τελετή, ἤτοι τον Ἀντιπρύτανη τοῦ Ἐθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Ἰωάννη Καράκωστα γιὰ τὴν προσφώνησή του, τὸν Καθηγητὴ Παναγιώτη Χριστινάκη γιὰ τὴν παρουσίαση, τὸν Θεοφιλέστατο Ἐπίσκοπο Ἀβύδου καὶ Καθηγητὴ κ. Κύριλλο γιὰ τὴν ἀνάγνωση τῶν κειμένων τοῦ ψηφίσματος τοῦ Τμήματος, τῆς Ἀναγόρευσης καὶ τοῦ Διδακτορικοῦ Διπλώματος, καθὼς καὶ τοὺς παρόντας στὴν παροῦσα ἐπίσημη τελετή, Σεβασμιωτάτους Μητροπολῖτες, Καθηγητὲς καὶ ἀγαπητοὺς φίλους. Ἰδιαιτέρως, θὰ πρέπει νὰ εὐχαριστήσω ὁλοκαρδίως τὸν Παναγιώτατο Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Κύριο Βαρθολομαῖο, ποὺ ἐκπροσωπεῖται στὴν τελετὴ αὐτὴ ἀπὸ τὸν Σέβ. Μητροπολίτη Νέας Ἰωνίας καὶ Φιλαδελφείας κ. Κωνσταντῖνο, καθὼς ἐπίσης νὰ εὐχαριστήσω ὀφειλετικὼς τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο, μὲ τὸν ὁποῖο γνωριζόμαστε πολλὰ χρόνια, μὲ ἐκτιμᾶ καὶ μὲ στήριξε σὲ κρίσιμες στιγμὲς τῆς ζωῆς μου.
Αἰσθάνομαι ἰδιαίτερη τιμή. Καὶ ἐπειδὴ μὲ τὸν γραπτὸ καὶ προφορικὸ λόγο προσπαθῶ νὰ ἐκφράζω τὴν θεολογία, ποὺ εἶναι ἡ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας, γι' αὐτὸ καὶ θεωρῶ ὅτι ἡ τιμὴ ἀνάγεται στὴν ἴδια τήν Ἐκκλησία καὶ τὴν Ἱεραρχία, τῆς ὁποίας εἶμαι μέλος.
Βαθειά μου πεποίθηση εἶναι ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχουν αὐτονομήσεις, ἀλλ' ὁ καθένας μὲ τὸ χάρισμά του ὑπηρετεῖ τὴν ἑνότητά της. Καὶ γιὰ νὰ θυμηθῶ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας οἱ Ἐπίσκοποι ἐπέχουν θέση «ὀφθαλμῶν», ποὺ βλέπουν καὶ ποιμαίνουν, οἱ μοναχοί, λόγῳ τῆς νεκρώσεως, ἐπέχουν θέση «τριχώματος»-κόμης ποὺ κοσμοῦν τὴν Ἐκκλησία, καὶ οἱ Καθηγητὲς θεολόγοι ἐπέχουν θέση «ὀδόντων», οἱ ὁποῖοι λιώνουν τὴν τροφὴ καὶ τὴν προσφέρουν στὸν λαό. Ἔτσι θεωρῶ καὶ τὴν θέση τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν στὴν Ἐκκλησία. Ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω αὐτὴν τὴν ἐκκλησιολογικὴ ἀλήθεια.
Ἐπειδὴ στὴν παροῦσα πανηγυρικὴ τελετὴ πρέπει νὰ καταθέσω λόγο κατάλληλο γιὰ τὴν περίσταση, ἐπέλεξα νὰ παρουσιάσω περιληπτικὰ ὡς θέμα τὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ποὺ ἐπιγράφεται «Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα», νὰ ἐκθέσω μιὰ ἄποψη ποὺ ἔχει διατυπωθῇ γι' αὐτὸ καὶ νὰ καταθέσω μιὰ ὑπόθεση, πού, ἀπὸ ὅ,τι γνωρίζω, θὰ ἀκουσθῇ γιὰ πρώτη φορὰ στὸν ἐπιστημονικὸ κόσμο. Ἄλλωστε μὲ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ ἀσχολοῦμαι πάνω ἀπὸ σαράντα χρόνια.
***
1. Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς καὶ Αὐγουστῖνος
Τὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ «Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα» εἶναι ἕνα συνοπτικὸ κείμενο, τὸ ὁποῖο ὡς πρὸς τὸν τρόπο συγγραφῆς ὑπενθυμίζει ἔργα ἄλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου κλπ. καὶ θεωρεῖται ὡς μιὰ σύνοψη τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου στὰ σημεῖα ποὺ εἶχε ἀναπτύξει προηγουμένως στὸν διάλογό του μὲ τὸν Βαρλαὰμ καὶ τὸν Ἀκίνδυνο. Σὲ παρόμοιες περιπτώσεις ὅλοι οἱ συγγραφεῖς κάποτε, ὕστερα ἀπὸ μερικὰ χρόνια, καταλήγουν στὸ νὰ κάνουν μιὰ εὐσύνοπτη περίληψη τῆς ἕως τότε διατυπωθείσης διδασκαλίας τους. Ὅμως, τὸ ἔργο αὐτὸ ἐσχάτως δημιούργησε ἕναν προβληματισμό.
Διατυπώθηκε ἡ ἄποψη ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος γιὰ νὰ συγγράψη τὸ κείμενο αὐτὸ χρησιμοποίησε τὸ ἔργο τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου De Trinitate, παρέλαβε αὐτούσιες ἐκφράσεις ἀπὸ αὐτό, ὡς πρὸς τὶς ἀριστοτελικὲς κατηγορίες στὸν Θεό, χωρὶς νὰ ἀναφέρη τὴν πηγή του, ἀκόμη δὲ παρέλαβε καὶ τὴν «αὐγουστίνεια ψυχοθεολογικὴ τριάδα "mens – notitia (ἡ cognitio ἡ scientia ἡ verbum) – amor"», δηλαδὴ νοῦς, λόγος, ἀγάπη-ἔρως. Μάλιστα δὲ παρατίθεται καὶ ἕνα χαρακτηριστικὸ χωρίο.
Βεβαίως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δὲν γνώριζε τὴν λατινικὴ γλῶσσα, ἀφοῦ ἦταν «μονόγλωσσος». Αὐτό, ὅμως, δὲν θεωρεῖται ἰδιαίτερο πρόβλημα, γιατί τὸ ἔργο τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου De Trinitate εἶχε μεταφρασθῇ στὰ ἑλληνικὰ πρὶν τὸ 1281 ἀπὸ τὸν Μάξιμο Πλανούδη. Κατὰ τὴν ἄποψη αὐτὴ ἕνα ἀντίγραφο καὶ μάλιστα τὸ παλαιότερο τοῦ κειμένου αὐτοῦ διασωζόταν στὴν Μονὴ Βατοπαιδίου, ὅπου καὶ τὸ βρῆκε ὁ Παλαμᾶς τὴν περίοδο ἀπὸ τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1347 καὶ τοὺς πρώτους μῆνες τοῦ 1348, ὅταν μετέβη στὸ Ἅγιον Ὅρος μετὰ τὴν ἄρνηση τῶν Θεσσαλονικέων νὰ τὸν δεχθοῦν ὡς Μητροπολίτη, μετὰ τὴν ἐκλογή του.
Διαβάζοντας τὴν ἄποψη αὐτὴ γιὰ τὴν σχέση μεταξὺ τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, αἰσθάνθηκα βαθυτάτη ἔκπληξη, γιατί γνώριζα ἀπὸ τὶς πολυχρόνιες, πάνω ἀπὸ σαράντα χρόνια, μελέτες μοῦ πάνω στὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ὅτι ὁ ἴδιος ἀντιμετώπισε τὸν Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος ἐξέφραζε τὶς δυτικὲς παραδόσεις τῆς σχολαστικῆς θεολογίας καὶ εἶχε ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὶς ἀπόψεις τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου. Πὼς εἶναι δυνατόν, διερωτόμουν, νὰ ἀντικρούη ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τὸν Βαρλαὰμ καί, συγχρόνως, νὰ ἀποδέχεται τὶς ἀπόψεις τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, στὶς ὁποῖες, κατὰ βάση, στηριζόταν ὁ Βαρλαάμ, ὡς νεοπλατωνιστὴς καὶ ὡς ἐκφραστὴς τοῦ δυτικοῦ σχολαστικισμοῦ;
Θεωρῶ ὅμως ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συμβαίνη κάτι τέτοιο γιὰ τοὺς ἑξῆς λόγους:
Πρῶτον, διότι τὰ ἔργα τοῦ Αὐγουστίνου ἦταν ἐν πολλοῖς ἄγνωστα στοὺς Ὀρθοδόξους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μέχρι τοῦ 13ου αἰῶνος «ὅτε ἐλάχιστα γραπτὰ δείγματα τῆς θεολογικῆς του σκέψεως μετεφράσθησαν».
Δεύτερον, διότι ὁ Βαρλαάμ, τὸν ὁποῖον ἀντέκρουσε ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἐξέφραζε τὴν δυτικὴ παράδοση, ὅπως εἶχε διαμορφωθῇ ἀπὸ τὶς ἀπόψεις τοῦ Αὐγουστίνου σὲ πολλὰ ζητήματα, ὅτι δηλαδὴ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γίνεται μέσῳ γινομένων καὶ ἀπογινομένων κτιστῶν συμβόλων τῆς θεότητος, ὥστε ὅταν ὁ Θεὸς δὲν δίνη τὴν ἀνώτερη ἀποκάλυψη ἀμέσως διά του νοός, τὴν δίνει μέσα ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες αἰσθήσεις• ὅτι δὲν ὑφίσταται διάκριση μεταξὺ θείας οὐσίας καὶ ἀκτίστου ἐνεργείας• ὅτι ἡ θεία Χάρη εἶναι μία κτιστὴ ἕξη ποὺ ἑνώνεται μὲ τὴν ψυχὴ καὶ κατευθύνει τὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ μεταβλητὰ στὸν ἀμετάβλητο Θεό, στὸν Ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τὴν εὐδαιμονία μὲ τὴν ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ• ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστὴ• καὶ γενικὰ οἱ ἀπόψεις τοῦ Βαρλαὰμ περὶ ἀποκαλύψεως, κολάσεως καὶ Βασιλείας εἶχαν διαμορφωθῇ μὲ τὴν ἐπίδραση τῆς αὐγουστίνειας θεολογίας.
Τρίτον, διότι οὔτε ὁ Βαρλαὰμ εἶχε κατανοήσει τὴν γνήσια πατερικὴ παράδοση, ὅπως ἐκφραζόταν ἀπὸ τοὺς ἡσυχαστὲς Πατέρες, ἐπειδὴ οἱ Φραγκολατίνοι εἶχαν καθυποτάξει ὁλόκληρη τὴν πατερικὴ παράδοση στὰ κατηγορήματα τοῦ Αὐγουστίνου –γι αὐτὸ καὶ ὁ Βαρλαὰμ ἄκουσε, ὅταν ἦλθε στὴν Θεσσαλονίκη γιὰ πρώτη φορὰ ἑρμηνεῖες διαφορετικὲς ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ γνώριζε καὶ προέρχονταν ἀπὸ τὸν Αὐγουστῖνο καὶ ἐξεπλάγη– ἀλλὰ οὔτε καὶ «ὁ Παλαμᾶς καὶ ὁ κύκλος του ἀντελήφθησαν τὴν Αὐγουστίνειον προέλευσιν τῶν κακοδοξιῶν τοῦ Βαρλαάμ». Ἄλλωστε, οἱ ἑλληνόφωνοι Ρωμαῖοι Πατέρες δὲν λάμβαναν ποτὲ ὑπ’ ὄψη τους τὰ ἔργα καὶ τὴν σκέψη τοῦ Αὐγουστίνου «τὰ ὁποῖα, ἐξ ἄλλου, οὐδέποτε ἀπετέλεσαν βάσιν τῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων».
Ἔτσι, ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Παλαμᾶς χρησιμοποίησε τὸ κείμενο τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, κατὰ μετάφραση τοῦ Μαξίμου Πλανούδη, δύσκολα μπορεῖ νὰ γίνη ἀποδεκτή, γιατί θεωρῶ ὅτι ὁ ὀξυνούστατος καὶ θεοπτικότατος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ποὺ εἶχε ἔκτακτα διανοητικὰ χαρίσματα ἀλλὰ καὶ προσωπικὴ ἐμπειρία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν βιογραφία ποὺ συνέταξε ὁ συμμοναστὴς τοῦ Πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος, ἂν εἶχε διαβάσει τὸ συγκεκριμένο κείμενο τοῦ Αὐγουστίνου, θὰ ἀντιλαμβανόταν τὴν στοχαστική του ὑποδομὴ καὶ τὶς ἀποκλίσεις του ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Δηλαδή, αὐτὸς ποὺ ἔκανε λεπτότατη κριτικὴ στὸν Βαρλαὰμ γιὰ σοβαρὰ δογματικὰ θέματα θὰ ἦταν ἀδύνατον νὰ εἶχε διαβάσει τὸ κείμενο τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου καὶ νὰ μὴν εἶχε ἀντιληφθῇ τὴν σχέση ποὺ ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν ἀπόψεων τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου καὶ τοῦ Βαρλαάμ.
Βεβαίως στὸ ἔργο «Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα» ἀναφέρονται καὶ ἑρμηνεύονται οἱ δέκα ἀριστοτελικὲς κατηγορίες ἤτοι, οὐσία, ποσόν, ποιόν, πρὸς τί, πού, ποτέ, ποιεῖν, πάσχειν, ἔχειν, κεῖσθαι. Εἶναι ἀκόμη γνωστὸν ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐγνώριζε ἀπὸ τὶς σπουδές του στὴν Κωνσταντινούπολη τὴν ἀριστοτελικὴ φιλοσοφία καὶ δὲν θὰ περίμενε κανεὶς νὰ μάθη τὶς ἀριστοτελικὲς κατηγορίες τοῦ Ἀριστοτέλη ἀπὸ τὸ σχετικὸ ἔργο τοῦ Αὐγουστίνου. Ἀπὸ τὸν ἅγιο Φιλόθεο Κόκκινο γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὑπῆρξε μελετητὴς τοῦ Ἀριστοτέλους. Μάλιστα γράφεται γι ἄ?τό τὸ θέμα ὅτι ὁ Γρηγόριος περάτωσε ἄριστα τὴν μελέτη τῆς γραμματικῆς καὶ τὴν ρητορική, ὥστε ἀπὸ ὅλους «καὶ αὐτῶν φημὶ τῶν τηνικαύτα καθηγητῶν τε καὶ κορυφαίων τοῦ λόγου καθ’ ὑπερβολὴν ἐν λόγοις τε καὶ συγγράμμασι θαυμασθῆναι, τοιοῦτος ἐν γὲ τοῖς φυσικοῖς τε καὶ λογικοῖς, καὶ ἁπλῶς πᾶσι τοῖς Ἀριστοτελικοῖς ὤφθη, ὡς καὶ τὸν ἐπὶ σοφία παντοδαπὴ καὶ μαθήμασι μάλιστα θαυμαζόμενον ὑπὸ πάντων τὸ τηνικαύτα....». Μάλιστα γράφεται ὅτι ὁ λογοθέτης καὶ διαπρεπὴς λόγιος Θεόδωρος Μετοχίτης, διαλεγόμενος μὲ τὸν Γρηγόριο ἐνώπιον τοῦ Βασιλέως γιὰ τὰ λογικὰ συγγράμματα τοῦ Ἀριστοτέλους, ἐξεπλάγη γιὰ ὅσα ἀνέλυσε ὁ Γρηγόριος καὶ εἶπε στὸν Βασιλέα: «Εἰ παρὼν ἀκροατὴς (ἐν. ὁ Ἀριστοτέλης) καθίστατο τούτου, ἐπήνεσεν ἂν οὐ μετρίως, ὡς ἐγὼ νομίζω. Ἐγὼ δ’ ἐκεῖνο», φησὶ «λέγω τέως, ὅτι τοιαύτας ἔδει τὰς ψυχὰς καὶ τὰς φύσεις εἶναι τῶν μετιόντων τοὺς λόγους, καὶ μάλιστα τὰ τῷ Ἀριστοτέλει τουτωὶ διὰ πολλῶν φιλοσοφηθέντα καὶ συγγραφέντα».
Ὡστόσο ὑπάρχουν δύο ἰδιαίτερα σημεῖα ποὺ χρήζουν ἰδιαίτερης μελέτης.
Τὸ ἕνα σημεῖο εἶναι ὅτι στὸ συγκεκριμένο ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὑπάρχει ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ De Trinitate ἔργο τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ἤτοι «θέσεις καὶ ἕξεις καὶ τόποι καὶ χρόνοι καὶ εἰ τί τοιοῦτον, οὐ κυρίως ἐπὶ θεοῦ λέγονται, ἀλλὰ μεταφορικῶς...». Νομίζω ὅτι αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἐλεγχθῇ ὡς παρέμβλητο, γιατί δὲν ἔχει καὶ μεγάλη ἐξάρτηση μὲ τὸ κείμενο. Τὸ μεγαλύτερο ἐπιχείρημα τὸ ὁποῖο δείχνει ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δὲν ἐγνώριζε τὸ συγκεκριμένο ἔργο τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, κατὰ τὴν μετάφραση τοῦ Μαξίμου Πλανούδη, εἶναι ὅτι δὲν θὰ δεχόταν νὰ λάβη μερικὲς ἀνώδυνες φράσεις ἀπὸ τὸ ἔργο αὐτό, ὅταν θὰ διαπίστωνε ὅτι ἀμέσως λίγο κάτω ὑπῆρχαν χωρία τοῦ ἱεροῦ Αὐγοστίνου ποὺ ὑποστήριζαν τὸ Filioque.
Συγκεκριμένα τὸ χωρίο αὐτὸ βρίσκεται στὸ πέμπτο βιβλίο De Trinitate τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου. Ὅμως τὸ θεωρῶ ἀπίθανον, ἕως ἀδύνατον, νὰ διάβασε τὸ συγκεκριμένο ἔργο ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ νὰ μὴ ἀντιλήφθηκε ὅτι ἡ σκέψη τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου εἶναι προβληματικὴ ἀπὸ ὀρθοδόξου προοπτικῆς. Καὶ αὐτὸ γιατί στὴν ἑπόμενη ἀκριβῶς παράγραφο ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος φαίνεται ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ κάνη τὴν διάκριση μεταξὺ οὐσίας καὶ ὑποστάσεως, ὅταν γράφη: «Οὐσίαν δὲ λέγω, ὡς οἱ Γραικοὶ λέγουσιν, ἢν ἡμεῖς οἱ Λατῖνοι συνηθέστερον ὑπόστασιν ὀνομάζομεν. Λέγουσιν μὲν γὰρ κακεῖνοι ὑπόστασιν, ἀλλ' οὐκ οἴδα τί βούλονται εἶναι τὸ μεταξὺ οὐσίας καὶ ὑποστάσεως...». Ἐπίσης, εἶναι ἀπίθανον νὰ μὴν ἀντιλήφθηκε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὅτι εὐθὺς ἀμέσως ἡ σκέψη τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου καταλήγει στὸ Filioque, ὅταν γράφη ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι δῶρο τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ ποὺ δίδεται στοὺς ἀνθρώπους καὶ ὅτι «τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον καὶ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ πνεῦμα ἐστιν». Καὶ βεβαίως ἐδῶ δὲν ἐννοεῖται ἡ ἐκ μόνου τοῦ Πατρὸς ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἡ ἐκ τοῦ Πατρὸς διὰ καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐν χρόνῳ πέμψη, ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Στὸ συγκεκριμένο χωρίο τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου ἀντιστρέφονται τὰ πράγματα, ἀφοῦ λέγεται ὅτι «ὁμολογητέον τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν ἀρχὴν εἶναι τοῦ ἁγίου Πνεύματος, οὐ δύο ἀρχάς», δηλαδὴ ἀναφορικῶς πρὸς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι μία ἀρχὴ (Πατήρ-Υιός), ἀναφορικῶς δὲ πρὸς τὴν κτίση ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι μία ἀρχή. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἐνῷ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κάνει διάκριση μεταξὺ ἀϊδίου ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ μόνου τοῦ Πατρὸς καὶ πέμψεώς του ἐν χρόνῳ διὰ καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος ἀντιθέτως ὁμιλεῖ γιὰ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, καθὼς ἐπίσης γιὰ ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὴν κτίση. Ἡ αἵρεση τοῦ Filioque φαίνεται καὶ σὲ ἄλλα βιβλία τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου.
Καὶ τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται εἶναι: Γιατί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς προσέλαβε ἀπὸ τὸ συγκεκριμένο ἔργο τοῦ Αὐγουστίνου ἕνα χωρίο ποὺ δὲν ἔχει καὶ τόση σημασία καὶ ἀμνήστευσε τὴν αἵρεση τοῦ Filioque ποὺ ὑπάρχει στὶς ἀμέσως ἑπόμενες σελίδες;
Τὸ ἄλλο σημεῖο εἶναι ὅτι ὑπάρχουν μερικὲς κοινὲς ἐννοιολογικὲς ὁμοιότητες μεταξὺ τοῦ ἔργου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ συγκεκριμένου ἔργου τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, κυρίως τὸ σχετικὸ μὲ τὴν αὐγουστίνεια ψυχολογικὴ θεώρηση περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ ἰδίως ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἔρως τοῦ Πατρὸς πρὸς τὸν Λόγο, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται ἡ αἵρεση τοῦ Filioque. Καὶ αὐτὸ ἐλέγχεται, γιατί πρόκειται γιὰ μιὰ εἰκόνα ποὺ τὴν χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἀλλὰ καταλήγει σὲ ἀντίθετα συμπεράσματα ἀπὸ ὅ,τι ὁ Αὐγουστῖνος καὶ βεβαίως δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κανεὶς βέβαιος ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς την διανείσθηκε ἀπὸ τὸν Αὐγουστῖνο.
Κατὰ συνέπειαν ὑπάρχουν τρεῖς θέσεις σχετικὰ μὲ τὴν πατρότητα τοῦ ἔργου «Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα». Ἡ πρώτη ὅτι εἶναι ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ποὺ χρησιμοποίησε χωρία τοῦ Αὐγουστίνου. Δὲν μπορῶ νὰ ἀποδεχθῶ αὐτὴν τὴν ὑπόθεση. Ἡ δεύτερη πιθανὴ θέση ὅτι εἶναι ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, στὸ κύριο μέρος του, ἀλλὰ κάποιος μεταγενέστερος θεολόγος ἔκανε σχετικὲς παρεμβάσεις. Καὶ ἡ τρίτη θέση, ἡ ὁποία κατὰ τὴν ἄποψή μου εἶναι ἡ πιθανότερη, εἶναι ὅτι τὸ ἔργο μὲ τίτλο «Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα» δὲν εἶναι ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀλλὰ μεταγενεστέρου συγγραφέα.
Μιὰ τέτοια ὑπόθεση μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐντοπίση καὶ στὰ ὅσα λέγει ὁ Καθηγητὴς Παναγιώτης Χρήστου, ὅτι δηλαδὴ τὰ «Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα» δὲν «ἀποτελοῦν ὁριστικὴν διατύπωσιν τῆς συνολικῆς θεολογικῆς καὶ πνευματικῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὡς συνήθως λέγεται» καὶ ὅτι ἡ χειρόγραφη παράδοση δὲν εἶναι πλούσια. Ἐπίσης, ἂν διαβάση κανεὶς τὸ κείμενο αὐτό, διαπιστώνει μιὰ διαφορετικὴ φρασεολογία καὶ σκέψη ποὺ δὲν παρατηρεῖ στὰ ἄλλα κείμενα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἰδίως στὰ θέματα τῆς κοσμολογίας.
Ἂν αὐτὸ ἔχη μιὰ βάση, τότε ἀπομένει ἡ ἄποψη ὅτι τὸ ἔργο «Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα» εἶναι γραμμένο ἀπὸ μεταγενέστερο θεολόγο ποὺ γνώριζε τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τὴν θεολογία τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου καὶ ἔκανε τὴν σύνοψη μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο, καθὼς ἐπίσης γνώριζε καὶ τὴν λατινικὴ γλῶσσα. Μιὰ τέτοια ὑπόθεση μπορεῖ νὰ ἀποκαθάρη καὶ τὰ ὅσα ἀποδίδονται στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, δεδομένου ὅτι σὲ ἄλλα κείμενά του καταδικάζει μὲ ὀρθόδοξα ἐπιχειρήματα τὴν αἱρετικὴ διδασκαλία περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ.
Τὸ ἐρώτημα, ὅμως, ποὺ δημιουργεῖται εἶναι, ὅτι ἂν εὐσταθῆ μιὰ τέτοια ὑπόθεση, τότε ποιός θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ὁ συνθέτης τοῦ ἔργου «Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα» ποὺ γνώριζε καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τὶς ἀπόψεις τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ἀλλὰ καὶ τὴν λατινικὴ γλῶσσα;
Μελετῶντας τὸ θέμα αὐτὸ καὶ συζητῶντας μὲ διαφόρους ἐντόπισα δύο τέτοια πιθανὰ πρόσωπα.
Ὁ πρῶτος μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ Μητροπολίτης Νικαίας Θεοφάνης, ὁ ὁποῖος εἶναι σύγχρονος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, καὶ κατὰ πᾶσαν πιθανότητα γεννήθηκε μεταξὺ 1315 καὶ 1320, ἔγινε Μητροπολίτης Νικαίας τοὐλάχιστον τὸ 1366 καὶ ἀπέθανε τὸ 1380 ἡ 1381. Συνδεόταν προσωπικὰ μὲ τὸν Αὐτοκράτορα Ἰωάννην Στ’ τον Καντακουζηνό, φίλο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, καὶ ἔλαβε μέρος στὴν διένεξη ὑπὲρ τοῦ ἡσυχασμοῦ. Ὁ Γεννάδιος Σχολάριος τὸν θεωροῦσε ὡς τὸν καλύτερο ἀντιρρητικὸ τοῦ Βυζαντίου. Τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ἔργα του παραμένουν ἀνέκδοτα. Μπορεῖ ἐδῶ νὰ σημειώση κανεὶς τὰ ἔργα του «Κατὰ βαρλααμιτὼν καὶ ἀκινδυνιστών, περὶ θαβωρείου φωτὸς» καὶ «κατὰ Λατίνων, εἰδικῶς περὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος».
Ὁ Σπύρος Λάμπρου, ποὺ συνέταξε κατάλογο τῶν χειρογράφων τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἀπέδωσε στὸν Νικαίας Θεοφάνη τὴν πατρότητα τῶν ἔργων ποὺ ἀποδίδονται στὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ «Διάλεξις ὀρθοδόξου μετὰ Βαρλααμίτου κατὰ μέρος ἀνασκευάζουσα τὴν βαρλααμίτιδα πλάνην» καὶ «τοῦ αὐτοῦ ὀρθοδόξου Θεοφάνους διάλεξις πρὸς τὸν ἀπὸ Βαρλααμιτὼν ἐπιστρέψαντα Θεότιμον». Ὅμως, ὁ Καθηγητὴς Παναγιώτης Χρήστου μὲ ἐπιχειρήματα καταλήγει, χωρὶς καμμιὰ ἀμφιβολία, ὅτι καὶ τὰ δύο αὐτὰ ἔργα, καίτοι στοὺς κώδικες παραμένουν μὲ ἀνωνυμία συγγραφέως, πλὴν τοῦ κώδικος τῆς Μονῆς Διονυσίου ποὺ δίνει τὸ ὄνομα τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἐν τούτοις ἀνήκουν στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Ἡ χρησιμοποίηση τοῦ ὀνόματος Θεοφάνης ἀναφέρεται στὸν συγγραφέα, ἐπειδὴ κηρύσσει τὴν Θεοφάνεια, τὴν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός.
Ὁ δεύτερος ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι, καθ’ ὑπόθεσιν, ὁ συνθέτης τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ ἔργου εἶναι ὁ Γεννάδιος Σχολάριος ποὺ γεννήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1398-1405 καὶ ἀπέθανε μετὰ τὸ 1472. Πρόκειται γιὰ ἕναν ἀξιόλογο θεολόγο, ποὺ ὑπῆρξε καὶ ὁ πρῶτος Πατριάρχης μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος ἐγνώριζε τὴν λατινικὴ γλῶσσα καὶ μετέφρασε κείμενα τοῦ Θωμᾶ του Ἀκινάτου στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. Ὡς ἔργα τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου φέρονται τα: «Μετάφρασις τοῦ "περὶ τοῦ εἶναι καὶ τῆς οὐσίας" τοῦ Θωμᾶ», «Ὑπόμνημα εἰς τὸ "Περὶ τοῦ εἶναι καὶ τῆς οὐσίας" τοῦ Θωμᾶ», «Μετάφρασις τοῦ ὑπομνήματος τοῦ Θωμᾶ εἰς τὸ περὶ ψυχῆς ἔργον τοῦ Ἀριστοτέλους».
Μπορεῖ κανεὶς νὰ μελετήση ἐπισταμένως τὰ ἔργα του Γενναδίου Σχολαρίου, γιὰ νὰ ἐπιχειρήση νὰ ἐντοπίση ἐσωτερικὲς μαρτυρίες, δηλαδὴ σημεῖα τὰ ὁποῖα ἐνδεχομένως συμπίπτουν μὲ φράσεις ποὺ ὑπάρχουν στὸ ἔργο «Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα». Ἔχω κατὰ νοῦν νὰ κάνω αὐτὸ τὸ ἔργο, κατὰ τὸν ἐλεύθερο χρόνο ποὺ μοῦ ἐπιτρέπουν τὰ ἀρχιερατικά μου καθήκοντα καὶ ἄλλες πειρασμικὲς καταστάσεις.
Ἀπὸ ὅσα παρετέθησαν προηγουμένως ἐξάγονται τρία συμπεράσματα.
Πρῶτον, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δὲν ἐγνώριζε τὸ κείμενο τοῦ Αὐγουστίνου De Trinitate οὔτε δανείσθηκε ἀποσπάσματα καὶ ἰδέες ἀπὸ αὐτὸ καί, βεβαίως, ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου διαφέρει σαφέστατα ἀπὸ τὴν θεολογία τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου.
Δεύτερον, τὰ «Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα», κατὰ τὴν πιθανότερη ἐκδοχή, εἶναι ἔργο μεταγενεστέρου συγγραφέως, ποὺ γνώριζε τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ Αὐγουστίνου καὶ ἐπεχείρησε αὐτὴν τὴν σύνθεση. Ἔλαβε δηλαδὴ ὁλόκληρα χωρία ἀπὸ κείμενα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, χρησιμοποίησε καὶ τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, καὶ ὅλο τὸ ἔργο τὸ ἀπέδωσε στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Μεταξὺ τῶν συγγραφέων ποὺ πιθανὸν ἐπεχείρησαν αὐτὸ τὸ ἔργο συγκαταλέγονται ὁ Νικαίας Θεοφάνης καὶ ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, μὲ πιθανότερον τὸν δεύτερο. Χρειάζεται, ὅμως, περαιτέρω ἔρευνα.
Τρίτον, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθῇ ὅτι τὸ σημαντικὸ αὐτὸ ἔργο, στὰ βασικά του σημεῖα, ἐκφράζει τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ποὺ εἶναι διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἄλλωστε παρατίθενται ὁλόκληρα κείμενά του. Στὴν πραγματικότητα, ἐκτὸς ἀπὸ μιὰ εἰκόνα ποὺ χρησιμοποιεῖται ὀρθόδοξα γιὰ νὰ δηλώση τὶς σχέσεις τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ τὴν παράθεση ἑνὸς κειμένου τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου ποὺ ἀναφέραμε πιὸ πάνω, πρόκειται γιὰ ἕνα παλαμικὸ ἔργο, ποὺ εἶναι ὀρθόδοξο καὶ πατερικό. Δὲν παύει ἀπὸ τοῦ νὰ ἔχη μεγάλη ἀξία, ἀφοῦ παρατίθενται κείμενα καὶ θεολογικὰ σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ ἐκφράζει τὴν δογματικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ διαφέρει σαφέστατα ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου.
Θὰ πρέπει νὰ δεχθοῦμε τὸν ἡσυχασμὸ ποὺ διαφέρει ἀπὸ τὸν σχολαστικισμὸ τοῦ Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος στηρίζεται στὸν Θωμᾶ τον Ἀκινάτη, καὶ αὐτὸς στὸν νεοπλατωνιστὴ Αὐγουστῖνο καὶ τὸν Ἀριστοτέλη, ὅπως σαφέστατα φαίνεται στὸ ἔργο τοῦ Θωμᾶ Suma theologika.
2. Θεολογία καὶ ποιμαντική
Ἂς μοῦ ἐπιτραπῇ στὸ τέλος τῆς ὁμιλίας μου νὰ ἀναφερθῶ σὲ ἕνα ἄλλο σημεῖο, ποὺ εἶναι κατὰ τὴν γνώμη μου ἀξιοσημείωτο.
Τὰ «κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα» εἶναι σημαντικὰ καὶ συνιστοῦν μιὰ ὀρθόδοξη δογματικὴ διδασκαλία, ποὺ συνδέει κατὰ τρόπο θαυμαστὸ τὴν θεολογία, δηλαδὴ τὰ περὶ Θεοῦ, τὴν κοσμολογία, τὴν ἀνθρωπολογία, τὴν οἰκονομία, δηλαδὴ τὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν σωτηριολογία ἡ ὁποία βιώνεται ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετέχη τῆς ἀκτίστου θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, τὸ περιεχόμενο τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ κειμένου προσδιορίζει τὸ ἔργο τῆς ὀρθοδόξου ποιμαντικῆς.
Πράγματι, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δὲν εἶναι σχολαστικὴ καὶ ἰδεολογική, δὲν εἶναι ἠθικιστικὴ καὶ οὐμανιστική, ἀλλὰ εἶναι κατ' ἐξοχὴν ποιμαντική, ποὺ ἐξασκεῖται στὸν «χῶρο» τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ σύγχρονος θεολόγος, πρέπει νὰ κάνη ἔρευνα στὰ κείμενα τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καὶ Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, γιατί αὐτὰ εἶναι τὰ κτιστὰ ρητά, νοήματα καὶ εἰκονίσματα τῆς ἀρρήτου καὶ ἀκτίστου πραγματικότητος. Παράλληλα, ὅμως, πρέπει νὰ κάνη ἔρευνα σὲ ζωντανοὺς ὀργανισμούς, ποὺ βιώνουν καὶ μετέχουν τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, καὶ εἶναι οἱ μάρτυρες τοῦ Θεοῦ σὲ κάθε συγκεκριμένη ἐποχή. Στὴν συνέχεια πρέπει νὰ εἰσέλθη στὸν ἅδη τῆς ἀνθρώπινης ἀποτυχίας, δηλαδὴ νὰ μεταφέρη τὰ πορίσματα τῆς θεολογικῆς ἔρευνας καὶ ἐμπειρίας στοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶναι τραυματισμένοι καὶ πληγωμένοι.
Κάπως ἔτσι ἐργάζεται καὶ ὁ ἐπιστήμονας ἰατρὸς ἐρευνητής. Ἐρευνᾶ τὰ δεδομένα τῆς κτιστῆς πραγματικότητας, προσπαθεῖ νὰ ἀντιληφθῇ τὸν τρόπο καὶ τὴν συμπεριφορὰ μιᾶς ἀρρώστιας, ἐρευνᾶ τὸ γονιδίωμα μέσα στὸ ἐπιστημονικὸ ἐργαστήριο, ἀγωνίζεται νὰ ἀνακαλύψη τὸ κατάλληλο φάρμακο, κάνει δοκιμὲς καὶ κλινικὲς ἐφαρμογὲς καὶ στὴν συνέχεια διοχετεύει τὸ φάρμακο στὴν ἀγορὰ προκειμένου νὰ ἀντιμετωπισθῇ ὁ ἀνθρώπινος πόνος. Τὸ ἴδιο πρέπει νὰ συμβαίνη καὶ μὲ τὴν πνευματκὴ ἀσθένεια καὶ τοὺς θεολόγους ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου. Πέρα ἀπὸ τὴν ἔρευνα σὲ μνημειακὲς καὶ βιβλικὲς καὶ ζωντανὲς πηγές, τὸν ἀπασχολεῖ ὁ ἀνθρώπινος πόνος.
Σήμερα ἐπικρατεῖ βαθύτατος πόνος, ὑπαρξιακὸς καὶ κοινωνικός. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος εἶναι πληγωμένος καὶ τραυματισμένος καὶ γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Κληρικοὶ καὶ θεολόγοι πρέπει νὰ βοηθήσουμε, μὲ τοὺς τρόπους ποὺ ὑποδεικνύουν τα κείμενα τῶν πεπειραμένων, ἀλλὰ καὶ ἡ ζωὴ τῶν συγχρόνων μεγάλων ζωντανῶν θεολόγων τῆς ἐποχῆς μας. Ἔτσι συνδυάζεται ἡ θεολογία μὲ τὴν ποιμαντικὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ σὲ αὐτὸ τὸ θέμα βλέπω τὸν σύνδεσμο μεταξὺ τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν καὶ τῆς Διοικήσεως καὶ ποιμαντικῆς τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο γνώρισα καὶ τοὺς Καθηγητές μου στὴν Θεολογικὴ Σχολή, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ μὲ διαφόρους τρόπους μας ὁδηγοῦσαν στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἔτσι σπουδάσαμε τὴν θεολογικὴ ἐπιστήμη, μὲ τὶς ἀναλύσεις τῶν πατερικῶν κειμένων, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ζωντανὴ παράδοση ποὺ βρίσκαμε στὸ Ἅγιον Ὅρος.
Δὲν εἶναι δυνατὸν σήμερα νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα ἀποκεκομμένα ἀπὸ τὰ κτιστὰ ρήματα καὶ νοήματα τῶν θεουμένων, ἀλλὰ καὶ ἀποξενωμένα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν ἁγίων ποὺ βίωσαν τὰ ἄρρητα-ἄκτιστα ρήματα. Ἀλλὰ καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξασκῆται μιὰ ἠθικολογικὴ καὶ ἀθεολόγητη ποιμαντικὴ στὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι ψυχικὰ καὶ ὑπαρξιακὰ τραυματισμένος καὶ πληγωμένος.
Αὐτὴν τὴν ἀγωνία τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου τὴν διάβασα γραμμένη μὲ ρεαλιστικὸ τρόπο στὸ γνωστὸ μυθιστόρημα τοῦ Νοστογέφσκι μὲ τίτλο: «Τὸ ὑπόγειο». Στὸ στόμα τοῦ ἥρωά του ἡ μᾶλλον του ἀντί-ἥρωά του ὁ Νοστογιέφσκι βάζει τὰ ἑξῆς καταπληκτικὰ λόγια:
«Γιατί κάνουμε τόσες ἀνοησίες; Τί ζητᾶμε; οὔτε κι οἱ ἴδιοι ξέρουμε! Θὰ ὑποφέραμε περισσότερο ἂν οἱ τρελλοί μας πόθοι πραγματοποιοῦνταν. Σταθεῖτε, προσπαθῆστε, γιὰ παράδειγμα, νὰ μᾶς δώσετε περισσότερη ἀνεξαρτησία• βγάλτε ἀπὸ τὴ μέση τὰ ἐμπόδια, μεγαλῶστε τὸν κύκλο τῆς δράσης σᾶς• χαλαρῶστε τὴν κηδεμονία, ε λοιπὸν ναὶ σᾶς διαβεβαιώνω, ἐμεῖς ὅλοι.... θὰ ξαναζητήσουμε ἀμέσως τὴν κηδεμονία....
Ἀφῆστε μας μόνους, χωρὶς βιβλία, κι ἀμέσως θὰ πελαγώσουμε, θὰ τὰ μπερδέψουμε• δὲν θὰ ξέρουμε ποὺ νὰ στηριχθοῦμε καὶ σὲ τί νὰ ἀφοσιωθοῦμε, δὲ θὰ ξέρουμε τί πρέπει νὰ ἀγαπήσουμε ἡ νὰ μισήσουμε, τί πρέπει νὰ ἐκτιμήσουμε ἡ νὰ περιφρονήσουμε. Βαριόμαστε ἀκόμη καὶ ποὺ εἴμαστε ἄνθρωποι, ἄνθρωποι μὲ σάρκα καὶ ὀστᾶ ἀληθινά, ντρεπόμαστε γι’ αὐτὸ καὶ τὸ θεωροῦμε ἀτιμία μας. Γυρεύουμε νὰ γίνουμε ἕνας τύπος γενικοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν ὑπῆρξε ποτέ. Εἴμαστε πεθαμένοι μόλις γεννηθοῦμε καὶ χρόνια καὶ χρόνια μας γεννοῦν πατέρες ποὺ δὲν εἶναι ζωντανοί, μιὰ κατάσταση ποὺ μᾶς εὐχαριστεῖ ὅλο καὶ πιὸ πολύ. Μᾶς ἀρέσει. Σὲ λίγο, θὰ ἐπινοήσουμε κάποιο τρόπο νὰ γεννιόμαστε ἀπὸ μιὰ ἰδέα. Μὰ δὲ θέλω πιὰ νὰ γράφω μέσα ἀπ' τὸ "ὑπόγειο"».
Πολὺ ἐνδιαφέρουσα ἡ ἄποψη τοῦ Ντοστογιέφσκι ποὺ βιώνεται τόσο ἀνάγλυφα στὴν ἐποχή μας ὅτι «θὰ ὑποφέραμε περισσότερο ἂν οἱ τρελλοί μας πόθοι πραγματοποιοῦνταν». Ἐντυπωσιακὴ ἀκόμη ἡ ἄποψή του ὅτι, ἂν μείνουμε μόνοι μας, χωρὶς τὰ βιβλία θὰ πελαγώναμε. Καὶ πολὺ ἀξιοπρόσεκτη ἡ ἄποψή του ὅτι «εἴμαστε πεθαμένοι μόλις γεννηθοῦμε καὶ χρόνια καὶ χρόνια μας γεννοῦν πατέρες ποὺ δὲν εἶναι ζωντανοί».
Νομίζω ὅτι αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ ἐκπέμψη σήμερα ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν θεολογία της καὶ ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μὲ τοὺς ὀρθοδόξους θεολόγους εἶναι ὁ λόγος τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ ὁ τρόπος τοῦ ἡσυχασμοῦ. Ὁμιλῶ σὲ Πανεπιστημιακοὺς Δασκάλους ποὺ γνωρίζουν ἐπαρκῶς τὰ θέματα αὐτά, καὶ γνωρίζουν ἀσφαλῶς ὅτι ἡ θεολογία ὡς χαρισματικὴ κατάσταση εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἡσυχία εἶναι ὁ τρόπος καὶ ἡ μέθοδος διὰ τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὶς ποικίλες ἐξαρτήσεις, γίνεται ἐλεύθερος καὶ πορεύεται πρὸς τὴν ἐμπειρία τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ. Βεβαίως, ὑπάρχουν καὶ σήμερα μερικοὶ (Κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ) ποὺ ζοῦν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἔχουν σαφέστατα ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὸν σχολαστικισμὸ καὶ τὸν ἠθικισμὸ τῆς Δύσεως καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἐννοήσουν τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ θεολογία ποὺ κινεῖται πέρα ἀπὸ σχολαστικὰ καὶ ἠθικιστικὰ πρότυπα, γι' αὐτὸ σκανδαλίζονται ἀπὸ τὸ κάθε τι ὀρθόδοξο ποὺ ἀκοῦν καὶ διαβάζουν.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὁρίζει τὴν ἡσυχία ὡς «τὴν νοῦ καὶ κόσμου στάσιν, τὴν λήθη των κάτω, τὴν μύησιν τῶν ἄνω, τὴν τῶν νοημάτων ἐπὶ τὸ κρεῖττον ἀπόθεσιν• αὕτη πρᾶξις ὡς ἀληθῶς, ἐπίβασις τῆς ὡς ἀληθῶς θεωρίας ἡ θεοπτίας, εἰπεῖν οἰκειότερον ἡ μόνη δεῖγμα της ὡς ἀληθῶς εὐεκτούσης ψυχῆς».
Αὐτὴ εἶναι ἡ θεολογικὴ μέθοδος γνώσεως τοῦ Θεοῦ καὶ ταυτόχρονα ἐπιλύσεως τῶν ὑπαρξιακῶν, πνευματικῶν καὶ κοινωνικῶν προβλημάτων. Καὶ αὐτὴν τὴν οὐσιαστικὴ πλευρὰ τῆς Ἐκκλησίας ἀναζητᾶ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος.
Προσπαθῶ νὰ πορεύομαι «κατὰ τὰς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα» καὶ νὰ συντονίζομαι στὰ ὅσα μοῦ ἔχουν προσφέρει οἱ ἀείμνηστοι Καθηγητές μου στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ καὶ οἱ σύγχρονοι Καθηγητὲς τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν, ἐκ τῶν ὁποίων πολλοὶ εἶναι παρόντες καὶ τῶν ὁποίων τὰ ἔργα διαβάζω, ἀλλὰ καὶ οἱ Πνευματικοὶ Πατέρες μου, Ἐπίσκοποι, Ἱερομόναχοι καὶ Μοναχοί, οἱ ὁποῖοι γνώριζαν καὶ βίωναν ἐμπειρικὰ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Μέσα στὴν ὕπαρξή μου εἶναι στενὰ συνδεδεμένα τὰ Σπουδαστήρια τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, μὲ τὰ ἱερὰ Φροντιστήρια τῆς ἐρήμου τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ τὰ «ὑπόγεια» τοῦ ἀνθρώπινου πόνου, μὲ τὸν ὁποῖο ἀσχολοῦνται οἱ Πνευματικοὶ Πατέρες.
Πάντως, ἡ τιμὴ ποὺ μοῦ προσφέρατε σήμερα μὲ τὴν ἀναγόρευσή μου εἰς ἐπίτιμο διδάκτορα τοῦ Τμήματος Κοινωνικῆς Θεολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν μὲ ἐνδυναμώνει καὶ μὲ ἐνθαρρύνει τόσο στὴν ἐρευνητική μου προσπάθεια ὅσο καὶ στὴν ποιμαντικὴ διακονία καὶ γι’ αὐτό σας εὐχαριστῶ θερμά.