Κωνσταντίνου Γρηγοριάδη: Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἀνθρωπολογίας τῆς νοερᾶς προσευχῆς
Κωνσταντίνου Γρηγοριάδη, Ἄναπλ. Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Πατρῶν
Ὁμιλία στὸ Συνέδριο γιὰ τὸν ἀείμνηστο Γέροντα Θεόκλητο Διονυσιάτη (βλ. τεύχ. 129, Φέβρ. 2007).
Εὐχηθήκαμε ἐν Ἐκκλησίᾳ καὶ ἐκ βαθέων ὑπὲρ ἀναπαύσεως τοῦ ἀοιδίμου Γέροντος Θεοκλήτου Διονυσιάτου. Πρέπει ἄλλωστε νὰ αἰσθάνεται ἰδιαίτερη χαρά, ὅταν διαπιστώνη πὼς οἱ φορεῖς τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακονίας δὲν ἀσχολοῦνται τόσον μὲ τὴν προβολὴ τοῦ ἔργου του, ἄλλωστε ἕνας μοναχὸς δὲν τὴν χρειάζεται οὔτε ἐν ζωῇ, οὔτε πολλῷ μᾶλλον ἐν ἀναπαύσει, ἀλλὰ ἀγκαλιάζουν τὴν ὀρθόδοξη θεολογικὴ προσφορά του, ὥστε νὰ τὴν προωθήσουν ἐπ’ ἀγαθῷ της διαποιμάνσεως τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Στὴν εἰσήγησή μας θὰ ἀποτολμήσουμε τὴν προώθηση ὁρισμένων ἀληθειῶν τῆς ἐν Χριστῷ ἀνθρωπολογίας, ὅπως ἐξάγονται μὲ ἄμεσο ἡ καὶ ἔμμεσο τρόπο ἀπὸ τὰ γραπτὰ τοῦ Γέροντος Θεοκλήτου καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν θεολογία τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἡ διασύνδεση τῆς ἐν Χριστῷ λειτουργίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν νοερὰ προσευχὴ εἶναι οὐσιαστικὴ καὶ χαρακτηριστική. Ἡ ἐκ μέρους τῶν Ἡσυχαστῶν προσωρινὴ ἔστω ἀναστολὴ τῆς φυσικῆς ἀναπνοῆς κατὰ τὴν νοερὰ προσευχὴ δημιουργεῖ μιὰ παράπλευρη λειτουργία, ὥστε «ὁ ἔσω κρυπτὸς τῆς καρδίας ἄνθρωπος» νὰ ἀναπνέη μέσα στὸ φῶς τῆς παρουσίας καὶ τῆς ἐπενεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε νὰ μεταλλάσσεται ἡ φθοροποιὸς βιολογικότητα σὲ πνευματικὴ ἀναγέννηση. Ὁ π. Θεόκλητος ἀκολουθοῦσε το τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Μνημονευτέον μᾶλλον τοῦ Θεοῦ ἡ ἀναπνευστέον» καὶ τοῦ Ἁγ. Νείλου τοῦ Ἀσκητοῦ: «Εἰ ἀληθῶς προσεύχη θεολόγος εἰ καὶ εἰ θεολόγος εἰ, προσεύξη ἀληθῶς». Στὸ χῶρο τοῦ ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε ἀποκαλύπτεται ἡ ἐν Χριστῷ λειτουργίᾳ τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ μακαριστὸς Νῖκος Γαβριὴλ Πεντζίκης ἀναφερόμενος στὸ θέμα τῆς ἀναπνοῆς σημειώνει πὼς σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς θρησκεῖες ἡ ἀναπνοὴ εἶναι τὸ σύμβολο τοῦ θανάτου. Ἀναπνέουμε γιὰ νὰ ὡριμάσουμε βιολογικὰ καὶ νὰ πεθάνουμε. Ἐνῷ μὲ τὸ «μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ» διοχετεύεται στὸ ὀστράκινο σκεῦος μας ἡ ἀτελεύτητη πνοὴ τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν κατὰ φύσιν λειτουργία του. Ὡς σωτηριώδη γνωρίσματά της ἀναφέρονται τὰ ἀκόλουθα:
Ι. Ὁ θεανδρικὸς καὶ θεουργικὸς χαρακτῆρας τῆς ὑπάρξεως.
Ἡ σύσταση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι θεμελιωμένη στὴν Ἀρχέτυπη θεανδρικὴ παρουσία «τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου», δηλαδὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ μάλιστα ὑπὸ «μυστηρίου αἰωνίοις χρόνοις σεσιγημένου φανερωθέντος δὲ νῦν κατ’ ἐπιταγὴν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ» (Ρώμ. ἰδ 25), «τοῦ καὶ ἐκλέξαντος ἡμᾶς ἐν Χριστῷ πρὸ καταβολῆς κόσμου εἶναι ἐν ἀγάπῃ καὶ υἱοθεσία διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς αὐτὸν» (Ἔφεσ. α 3-5). Σὲ μιὰ τέτοια «θεοείδεια» φανερώνεται ὁ ὑπερβατικὸς προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ τὸν ἀνυψώνει ἀπὸ τὸ βιολογικὸ ἐπίπεδο στὸν χῶρο τῆς κατὰ χάριν μετοχῆς του στὴν ἄκτιστη ζωὴ τοῦ Θεοῦ, ὥστε μέσα ἀπὸ τὴν ὕπαρξή του νὰ ἀποκαλύπτη τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι τοῦ ἑαυτοῦ του «Ἀποδώμεν τη εἰκόνι τὸ κατ’ εἰκόνα. Γνωρίσωμεν ἡμῶν τὸ ἀξίωμα, τιμήσωμεν τὸ Ἀρχέτυπον. Γενώμεθα ὡς Χριστός, ἐπεὶ καὶ Χριστὸς ὡς ἡμεῖς. Γενώμεθα θεοὶ δι’ αὐτόν, ἐπειδὴ κακεῖνος δι’ ἡμᾶς ἄνθρωπος» (Γρηγόριος Θεολόγος). Σ’ αὐτὸν τὸ χῶρο κινεῖται ἀδιάκοπα στὰ γραπτά του ὁ π. Θεόκλητος. Ἡ ἀπεικόνιση τῆς Ἀρχετύπου εἰκόνος «ὡς πληρώματος τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη εἶναι ὁλοκληρωμένη στὴν παρουσία της καὶ ὄχι μόνον ἐν σπέρματι δοθεῖσα. Τὸ Ἀρχέτυπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι «τὸ Ἄ, καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος». Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πᾶν, ἔλεγε ὁ Γέρων Πορφύριος. «Καὶ γὰρ ἄτοπον ὡς ἀληθῶς χάρισμα κεκλῆσθαι τοῦ Θεοῦ τὸ μὴ πεπληρωμένον• τέλειος δὲ ὤν τέλεια χαριεῖται δήπουθεν• ὡς δὲ ἅμα τὸ κελεῦσαι αὐτὸν πάντα γίνεται, οὕτως ἕπεται τῷ χαρίσασθαι, μόνον βουληθῆναι αὐτὸν τὸ πεπληρῶσθαι τὴν χάριν» (Κλήμης Ἀλεξανδρείας). «Οὐ δι’ ἄλλο τί κτίζει τὴν ἀνθρωπίνην ζωὴν ἡ διὰ τὸ ἀγαθὸς εἶναι... οὐκ ἂν ἡμιτελῆ τὴν τῆς ἀγαθότητος ἐνεδείξατο δύναμιν, ἀλλὰ τὸ τέλειον τῆς ἀγαθότητος εἶδος ἐν τούτῳ ἐστὶν ἐκ τοῦ παραγαγεῖν τὸν ἄνθρωπον ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς γένεσιν ἐν τῷ εἰπεῖν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ γεγενῆσθαι τὸν ἄνθρωπον» (Γρηγόριος Νύσσης).
Τὰ πεπληρωμένα χαρίσματα τοῦ Θεοῦ ἀγκαλιάζουν τὸν ἄνθρωπον χωρὶς ὅμως νὰ τοῦ ἐπιβάλλονται. Ἀναμένουν τὴν ἐκ μέρους τοῦ αὐτεξούσια ἀποδοχή, ὥστε διὰ τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος νὰ ἀποκτᾶ ἡ ὕπαρξη τὴν ἐμπειρία τῆς ὁλοκληρωμένης διαμονῆς τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ διὰ τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀγάπης. Ὁ π. Θεόκλητος μᾶς παραπέμπει ἀδιάκοπα στὴν καθημερινότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὅταν μᾶς προβάλλη τὰ πρόσωπα τῆς Παναγίας καὶ τῶν Ἁγίων, γιὰ νὰ μᾶς δείξη πὼς «σωτηρία ἐστὶ τὸ ἕπεσθαι Χριστῷ» καὶ ὄχι ὁποιαδήποτε στοχαστικῆς φύσεως θεωρία.
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο βοηθεῖται ὁ ἄνθρωπος νὰ ξεπεράση τὸν κίνδυνο ἀπὸ ὁποιαδήποτε μορφὴ ἀριστοτελικῆς ἐντελεχείας, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐμφιλοχωρήση στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται γιὰ τὴν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου -δυστυχῶς ἐπικρατεῖ-, ποὺ δείχνει πὼς ἀποδέχεται τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ σφετερίζεται «καυχώμενος ὡς μὴ λαβῶν» καὶ τὰ ἀναπτύσσει στηριζόμενος στὸν ἐγωτικὸ ἑαυτό του καὶ χωρὶς τὴν σχέση καὶ τὴν κοινωνία τοῦ μὲ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἐγκλωβίζεται στὸν ἐνδοκοσμικὸ χῶρο τῆς ἠθικῆς καὶ τῆς ἐναρέτου τελειοποιήσεως, ποὺ μὲ κανέναν τρόπο δὲν ὑπερβαίνει τὸν θάνατο «ὡς ὀψώνιον τῆς ἁμαρτίας».
ΙΙ. Ἡ ἐν Χριστῷ ὀντολογικὴ καὶ ὑπαρξιακὴ σύσταση τῆς ὑπάρξεως.
Συνιστᾶ κατὰ τὸν π. Θεόκλητο τὴν κατ’ ἐξοχὴν πεπληρωμένην δωρεὰ τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὴν πραγμάτωση τοῦ ὑπερβατικοῦ προορισμοῦ του, δηλ. στὴν κατὰ χάριν θέωσή του. Γι’ αὐτὸ καὶ χρησιμοποιεῖ πολὺ συχνά τον ἀγαπημένο τοῦ Ἁγ. Μάξιμο Ὁμολογητή: «Εἰς τοῦτο γὰρ καὶ ἡμᾶς πεποίηκεν, ἵνα γενώμεθα θείας κοινωνοὶ φύσεως καὶ τῆς αὐτοῦ ἀϊδιότητος μέτοχοι καὶ φανῶμεν αὐτῷ ὅμοιοι κατὰ τὴν ἐκ χάριτος θέωσιν». Μάλιστα εἶναι θεμελιωμένη στὸ «αἰωνίοις χρόνοις σεσιγημένον μυστήριον τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου», ὥστε ὁ σκοπὸς τῆς κτίσεως καὶ τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἔχη ὁλοκληρωθῇ ἀπὸ τὸν Χριστὸ πρὶν ἡ ἐκκληθῇ (Ἐκκλησία) ὁ ἄνθρωπος «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι». «Ὅλος ὁ ἄνθρωπος θεοῦται τη τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ χάριτι θεουργούμενος. Θεώσεως γὰρ οὐδὲν γεννητὸν κατὰ φύσιν ἐστὶ ποιητικόν. Οὐ γὰρ ἔχομεν δεκτικὴν φύσει τῆς θεώσεως δύναμιν» (Μάξιμος Ὁμολογητής). «Ἐκεῖνο γινόμεθα θεωθέντες, ὅπερ τῆς κατὰ φύσιν δυνάμεως οὐδαμῶς ὑπάρχει κατόρθωμα».
Σὲ μιὰ τέτοια σωστικὴ λειτουργία τῆς ὑπάρξεώς του ὁ ἄνθρωπος ὑπερβαίνει τὴν δικανική, θρησκευτικὴ καὶ ἠθικὴ θεώρηση τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Ἡ θρησκευτικὴ καὶ ἠθικὴ ἀντιμετώπιση συνιστᾶ ἔκπτωση τῆς ἐν Χριστῷ θεώσεως, γιατί ἐξαντλεῖται στὰ κατορθώματα τῆς φύσεως. «Δυνάμεθα ποιεῖν τὰς ἀρετάς, ἀλλ’ οὐχὶ καὶ τὴν θέωσιν• εἰς τὸν μέλλοντα αἰῶνα συγκαταπαύσωμεν τοῖς φύσει πεπερασμένοις τὰς οἰκείας δυνάμεις» (Μάξιμος Ὁμολογητής). Ἡ θρησκευτικότητα καὶ δικανικότητα τῆς σωτηρίας στηρίζεται στὴν βεβαιότητα τοῦ ἀνθρώπου πὼς μπορεῖ μόνος του νὰ ἐπανορθώση τὴν ἐνοχὴ τῆς ἁμαρτίας ὡς νομικῆς φύσεως παράβαση. Ὁ π. Θεόκλητος σημειώνει: «Ἐκεῖνοι οἱ ἐξ ἀξιώματος ποιμένες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, οἵτινες ἀγνοοῦντες καὶ θεωρητικῶς τὴν ὀρθόδοξον πνευματικότητα, μεταβάλλουν την πρὸς Θαβώριον μεταμόρφωσιν ὁδηγοῦσαν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, εἰς ἕνα σύνηθες ἠθοπλαστικὸν ὀν, ὑποκείμενον εἰς νομικὰς τινας διατάξεις....ουχί ὡς τέκνον Θεοῦ, ποὺ ζῆ εἰς τὴν θείαν ἐλευθερίαν "ἡ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσεν" μὲ τὰς ἀπείρους δυνατότητας θεώσεως».
ΙΙΙ. Ἡ ἐν Χριστῷ ἀνακεφαλαίωση καὶ καθολικότητα τοῦ ἀνθρώπου.
Στὸ Ἀρχέτυπο τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ διαλαμβάνεται ἡ προαιώνια βουλὴ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποκαλύπτει πὼς ὁ «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» πλασθεὶς ἄνθρωπος, ὡς δυνάμει θεάνθρωπος (π. Ι. Πόποβιτς) εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ ἐμπεριέχη στὴν θεόπλαστη ὕπαρξή του ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ὁ Γέρων Θεόκλητος μᾶς παραπέμπει σχετικὰ στὸν Ἁγ. Γρηγόριο Νύσσης: «Ὄνομα τῷ κτισθέντι ἀνθρώπῳ οὐχ ὁ τις, ἀλλ’ ὁ καθόλου ἐστιν ὁ?κο?ν τὴ καθολικὴ τῆς φύσεως κλήσει... πᾶσα ἡ ἀνθρωπότης ἐν τῇ πρώτῃ κατασκευῇ περιείληπται. Οὐ γὰρ ἐν μέρει τῆς φύσεως ἡ εἰκῶν, ἀλλ’ ἐφ’ ἅπαν τὸ γένος ἡ τοιαύτη διήκει δύναμις. Πᾶσα τοίνυν ἡ φύσις ἡ ἀπὸ τῶν πρώτων μέχρι τῶν ἐσχάτων διήκουσα, μία τις του ὄντος ἐστὶν εἰκῶν» (Γρηγόριος Νύσσης).
Ἡ καθολικότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως διαφαίνεται μέσα ἀπὸ τὴν δωρεὰ τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, παρ' ὅλο ποὺ στὴ διαδρομὴ τοῦ ἀνθρώπου παρεμβάλλεται τὸ ἐπεισόδιο τῆς ἁμαρτίας. «Ἄπρακτον τί ἐστιν ἡ κακία καθ’ ἑαυτὴν καὶ ἑπομένως οὐδεμία κακοῦ γένεσις ἐκ τοῦ θείου βουλήματος τὴν ἀρχὴν ἔσχεν» (Γρηγόριος Νύσσης). Ἡ ἀνθρώπινη φύση παρ' ὅλο ποὺ φορτώνεται τὸν τεμαχισμὸ τῆς ἁμαρτίας, ὅμως στὴν ὀντολογία της παραμένει μία καὶ ἑνιαία. «Ὦσπερ γὰρ ἐν τῷ Ἀδὰμ πάντες ἀποθνήσκουσιν, οὕτω καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται» (Ρώμ. στ` 12-19). Ἄλλωστε ἡ συλλογικότητα τῆς ἁμαρτίας ἑδράζεται στὸ ἑνιαῖο τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ ἡ συμμετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἐν Χριστῷ σωτηρίᾳ ἐκφράζεται μὲ τὴν ἄρση τῶν ἀλλοτρίων ἁμαρτιῶν -κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ αἴροντος τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου- μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθρούς, ὅπου τὸ ἐνυπόστατο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, δηλ. ὁ Χριστός, ἀναιρεῖ τὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο. Καὶ στὴν περίπτωση ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἐμμένει στὴν ἐγωκεντρικότητά του, ὡς διαβολὴ καὶ διαιρετικότητα, ὅμως διεκδικεῖ γιὰ τὸν ἐγωτικὸ ἑαυτό του τὰ πάντα, ἐνῷ ἀρνεῖται τὰ πάντα γιὰ τοὺς ἄλλους (=ἐπιβαλλόμενος ὁλοκληρωτισμὸς μὲ ποικίλες μορφὲς ἀνελεύθερες ἡ ὡς δῆθεν δημοκρατικές).
Ὁ Ἀπ. Παῦλος θεμελιώνει τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρίᾳ μας στὸν ἀντιπροσωπευτικὸ καὶ ἀνακεφαλαιωτικὸ χαρακτῆρα τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Κυρίου. «Ἡ γὰρ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συνέχει ἡμᾶς, κρίναντας τοῦτο, ὅτι εἰ εἰς ὑπὲρ πάντων ἀπέθανεν, ἄρα οἱ πάντες ἀπέθανον• καὶ ὑπὲρ πάντων ἀπέθανεν, ἵνα οἱ ζῶντες μηκέτι ἑαυτοῖς ζῶσιν, ἀλλὰ τῷ ὑπὲρ αὐτῶν ἀποθανόντι καὶ ἐγερθέντι» (Β Κόρ. ε 14-15). Κατὰ συνέπειαν ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ μετέχη ἐκκλησιαστικὰ στὴν ἀναστημένη ζωὴ τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ἐξακολουθῇ νὰ παραμένη στὴν ἀπομόνωση τῆς ἐγωκεντρικότητας καὶ τοῦ ἀτομισμοῦ. Κίνδυνος ποὺ εὔκολα ἐμφιλοχωρεῖ στὸν ἐκκλησιαστικό μας χῶρο. Τὸ ποιμαντικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ ἀντισταθῇ στὴν διογκούμενη διεκδίκηση τῆς ἀτομικῆς σωτηρίας.
Χαρακτηριστικὸ ὅμως δεῖγμα ἐκκλησιαστικῆς προβολῆς καὶ συμμετοχῆς στὴν ἐν Χριστῷ σωτηρίᾳ εἶναι ἡ εὐχὴ τῆς ἀναφορᾶς τοῦ Μ. Βασιλείου στὴν Λειτουργία του. «Οἱ πάντες παρελαύνουν στὸ ἀναίμακτο Θυσιαστήριο τῆς Ἁγίας Τραπέζης, οἱ πονηροὶ καὶ ὀλιγόψυχοι, οἱ πεπλανημένοι αἱρετικοί, οἱ δαιμονισμένοι, οἱ ἐν ἐξορίαις καὶ πικραῖς δουλείαις, οἱ θλιβόμενοι καὶ οἱ μισοῦντες ἡμᾶς. Τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας στὸν λειτουργικὸ χῶρο ἐκπροσωπεῖ τοὺς πάντες καὶ διαμνημονεύοντας τὰ ὀνόματά τους προσφέρει τὴν ἐσχατολογικὴ δυνατότητα τῆς κοινωνίας τους μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό.
ΙV. Τὸ ἀνούσιον τῆς ἁμαρτίας, ὡς ἐπεισόδιο καὶ ὄχι ὡς γεγονός.
Ὑπογραμμίζεται ἀπὸ τὸν Γέροντα Θεόκλητο, ποὺ χρησιμοποιεῖ τοὺς ἀγαπημένους του Πατέρας: Διάδοχο Φωτικής, Γρηγόριο Νύσσης, Μάξιμο Ὁμολογητή, Γρηγόριο Παλαμᾶ. «Τὸ κακὸν οὔτε ἐν τῇ φύσει ἐστίν, οὔτε μὲν φύσει τὶς ἐστὶν κακὸς• κακὸν γὰρ ὁ Θεὸς οὐκ ἐποίησεν. Ὅτε δὲ ἐν τῇ ἐπιθυμίᾳ τῆς καρδίας εἰς εἶδος φέρει τις τὸ οὐκ ὀν ἐν οὐσίᾳ, τότε ἄρχεται εἶναι, ὅπερ ἂν τοῦτο ποιῶν ἐθέλοι• δεῖ οὗν ἀεὶ τὴ ἐπιμελεία τῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ ἀμελεῖν τῆς ἕξεως τοῦ κακοῦ• ἐπειδὴ τὸ μὲν ἐστί, τὸ δὲ οὐκ ἐστι, εἰ μὴ μόνον ἐν τῷ πράττεσθαι» (ἁγ. Διάδοχος Φωτικής). Παρόλη τὴν ἐσφαλμένη αἴσθηση τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου περὶ «αὐτοφυΐας» καὶ ὅτι «τὰ ὁρώμενα αὐτόματα εἰσὶν καὶ οὐκ ἔστιν ὑπὸ Δεσπότην ὦ προσήκει αὐτὸν πείθεσθαι» (ἁγ. Ἰωάν. Χρύσ.), ὅμως ἡ ἁμαρτία συνιστᾶ «ἀτευξίαν καὶ ἀπόπτωσίν τινα τοῦ προσήκοντος, αὐτὸ δὲ τὸ τῆς στερήσεως καλεῖ καὶ ἄσκοπον» (ἁγ. Μάξιμος).
Ὁ Γέρων Θεόκλητος ἀντιμετωπίζει ἁγιογραφικὰ καὶ πατερικὰ τὴν ἁμαρτία, ὡς ψυχοσωματικὴ ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου. «Ὡς ἀπώλειά τις ἐστὶ τοῦ πραγματικοῦ» κατὰ τὴν Πενθέκτην Ὄικ. Σύνοδον, δηλ. ἕνα εἶδος «σχιζοειδείας», ποὺ παραχαράσσει τὴν πραγματικότητα τῆς ἀληθείας. Ἡ θεραπεία τῆς ἁμαρτίας χρειάζεται μὲν τὴν χειρουργικὴ ἐπέμβαση τῆς μετανοίας, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔκχυση τοῦ ἐλαίου τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ δικανικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ τιμωρία τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου σὲ χρόνο μεταγενέστερο τῆς διαπραχθείσης ἁμαρτίας παραθεωρεὶ πὼς ἡ ἴδια ἡ ἁμαρτία συνιστᾶ τὴν «αὐτοτιμωρία» τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἐκ τῶν ἔξω (Θεός-ἄνθρωποι) τιμωρία τῆς ἁμαρτίας συνιστᾶ τὴν δικαίωση καὶ τὴν ἐπιβράβευση τοῦ ἁμαρτωλοῦ, γιατί ἔτσι ἀναγνωρίζεται μονομερῶς καὶ ἱκανοποιεῖται ἡ ἐπιδίωξή της, ποὺ εἶναι ἡ ὁριστικὴ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἑπομένως ὁ ἐκμηδενισμός του. Κάτι τέτοιο ζήτησε καὶ ὁ Κάϊν ἀπὸ τὸν Θεό: «εἰ ἐκβάλλεις μὲ σήμερον ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἔσται πᾶς ὁ εὑρίσκων με, ἀποκτενεὶ με. Καὶ Κύριος ὁ Θεὸς ἔθετο σημεῖον τῷ Κάϊν τοῦ μὴ ἀνελεῖν αὐτὸν πάντα τὸν εὑρίσκοντα αὐτὸν» (Γέν. δ 13 ἐξ.). Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη «τιμωρία» γιὰ τὸν ἀμετανόητο ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο, ποὺ μισεῖ τὸν Θεὸ καὶ ζητεῖ τὴν χειραφέτησή του ἀπὸ Αὐτόν, ὅταν βλέπη καὶ μάλιστα μὲ ἐπίταση νὰ τὸν περιφρουρῇ καὶ νὰ τὸν καταδιώκη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἐν τῷ ἐλέει Του ὁ Θεὸς ἐξολοθρεύει τὴν ἐχθρότητα τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ ἀγάπη Του ὡς ἄσβεστο πῦρ κατακαίει τὰ σωθικὰ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ποὺ τὴν ἀπωθεῖ καὶ τὴν ἀπορρίπτει, ἀλλὰ χωρὶς ἐπιτυχία.
V. Ἡ ἐσχατολογικὴ διάσταση τοῦ ἀνθρώπου:
Ἀναφέρεται κατὰ τὸν Γέροντα Θεόκλητο στὴν ὁλοκληρωμένη Χάρη καὶ προσφορὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ καὶ στὴν δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ διατηρῇ τὸν ἑαυτό του κατὰ τὴν ἀναπτυξιακὴ πορεία του διάφανο νὰ τὴν ἀποδέχεται καὶ νὰ τὴν ἀκτινοβολῇ σὲ ὅλους. Ἡ ἀποδοχὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ «ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος Ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν» (Ρώμ. ε 5) μᾶς συνδέει μὲ τὴν ἐσχατολογική μας διάσταση, ποὺ δίνει σὲ ὅλα τὰ ὄντα τὴν ἀληθινή τους ὑπόσταση, δηλ. τὴ θέση τους στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Ἀγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμὲν καὶ οὔπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα• οἴδαμεν ὅτι, ἐὰν φανερωθῇ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθὼς ἐστί. Καὶ πᾶς ὁ ἔχων τὴν ἐλπίδα ταύτην ἐπ’ αὐτῷ ἁγνίζει ἑαυτόν, καθὼς ἐκεῖνος ἁγνὸς ἐστί.» (Ἰωάν. γ 2-3) «Διὰ πίστεως περιπατοῦμεν, οὐ διὰ εἴδους (βιολογικοῦ καὶ τῶν αἰσθήσεων)». «Τὴ γὰρ ἐλπίδι ἐσώθημεν• ἐλπὶς δὲ βλεπομένη οὐκ ἔστιν ἐλπὶς• ὁ γὰρ καὶ βλέπει τις τί καὶ ἐλπίζει; εἰ ὁ οὐ βλέπομεν ἐλπίζομεν, δι’ ὑπομονῆς ἀπεκδεχόμεθα» (Ρώμ. ἡ 24).
Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπῃ δὲν εἶναι ἁπλὰ μιὰ ἀρετὴ ἡ μιὰ ἠθικὴ κατηγορία. Εἶναι ὀντολογικὸ γεγονός, ἡ φανέρωση τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ στὰ ἔσχατα, ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ». (Κολοσσαεὶς) Κατὰ τὸν παρόντα αἰῶνα τῶν πνευματικῶν ἐναντιώσεων καὶ μεταπτώσεων «ἡ ζωὴ ἡμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ καὶ ἑπομένως ἡ ὁποιαδήποτε ἀρνητικὴ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἦταν χθὲς ἡ σήμερα δὲν ἐκπροσωπεῖ τὴν ἐσχατολογική του φανέρωση. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ «κρίνων πρὸ τῆς Χριστοῦ παρουσίας ἀντίχριστός ἐστί, ὅτι τὸ ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ ἁρπάζει. Σὺ μὲν γὰρ ἴσως ὁρᾷς αὐτὸν ἁμαρτάνοντα, οὐκ οἴδας ἐν ποίῳ τέλει τὸν βίον παρέλθοι» (Ἄναστ. Σιναΐτης)
Στὸν εὐχαριστιακὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἀναστρεφόμαστε ἔστω καὶ φευγαλέα μὲ τὸν μέλλοντα αἰῶνα καὶ ἡ ἐλάχιστη αὐτὴ ἐμπειρία μας βοηθᾶ νὰ ὑπερβαίνουμε τὶς ἐπικίνδυνες ἐναντιώσεις τοῦ παρόντος, χωρὶς νὰ τὶς ἀπομακρύνουμε ὁριστικά. Στὴν Ἐκκλησία ἔχουμε τὴν αἴσθηση πὼς ὅλοι εἴμαστε οἱ μετανοοῦντες ἁμαρτωλοί. Τὸ ἐκζητούμενο ἔλεος τοῦ Θεοῦ μας συνδέει μὲ τὸ ἔσχατο τέλος τῆς ὑπάρξεώς μας, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, καὶ μᾶς βοηθᾶ μὲ τὴν μετάνοια νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν ἀρχή μας, δηλ. «τὴν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργία μας. «Οὐχὶ τὸ τέλος ἐκ τῆς ἀρχῆς, ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ ἐκ τοῦ τέλους» (Μάξιμος Ὁμολογητής).
Ἡ ἀγάπη στὸ πρόσωπο τοῦ ἐχθροῦ δὲν ἀπαιτεῖ τὴν ἄρση τῆς ἐχθρότητάς του γιὰ νὰ τοῦ προσφερθῇ ἀπὸ τὸν ἀγαπῶντα. Ἡ ἐσχατολογικὴ προοπτικὴ τῆς ἀγάπης βλέπει ἀπὸ τώρα τὸν ἐχθρὸ μεταμορφωμένο ἐν Χριστῷ, γι’ αὐτὸ «καὶ καλύπτει πλῆθος ἁμαρτιῶν καὶ σώζει ψυχὴν ἐκ θανάτου». Ἡ ἐκζητούμενη καὶ προσφερόμενη συγχώρηση φανερώνει πὼς ὁ ἀγαπῶν ἐν Χριστῷ μπορεῖ ἄνετα νὰ συνυπάρχη μὲ ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἔβλαψε καὶ μάλιστα ὄχι μόνο σὲ ἕνα ἀτέλειωτο μέλλον, ἀλλὰ καὶ στὸν παρόντα αἰῶνα. Μὲ τὸ ἐσχατολογικὸ τοῦ ἦθος ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἀδιάκοπα ὡς «πρόβατον ἀπολωλός», ἀλλὰ ἐμπιστεύεται τὴν ἀπολλυμένη ὕπαρξή του στὸν Καλὸ Ποιμένα καὶ στὴν διαβεβαίωσή Του: «ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ θλῖψιν ἔξετε, ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον».
Ὁ Θεάνθρωπος Κύριος εἶναι ὁ Νικητὴς τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου καὶ κατὰ συνέπειαν ὁλόκληρη ἡ Κτίση καὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι προορισμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ νὰ ζῆ «εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων ἔχοντας ὡς Κεφαλὴν τὸν ἔσχατον Ἀδάμ, ποὺ πραγματοποίησε ὅ,τι ἀρνήθηκε ὁ πρῶτος Ἀδάμ, δηλ. τὴν κοινωνία καὶ τὴν μετοχὴ τοῦ δημιουργήματος στὴν ἄκτιστη ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ φανερώνεται καὶ τὸ ὕψιστο σημεῖο τῆς αἰσιοδοξίας καὶ τῆς ἐλπίδος στὴν ἐν Χριστῷ ἀνθρωπολογίᾳ μας.–
- Προβολές: 3523