Skip to main content

Ἡ ἐπικοινωνία τοῦ Γέροντος Πορφυρίου μὲ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Εἰσήγηση στὸν Διορθόδοξο Μοναχικὸ Συνέδριο γιὰ τὸν Γέροντα Πορφύριο στὴν Ι.Μονή Χρυσοπηγὴς Χανίων Κρήτης, βλ. προηγούμενο τεῦχος.

Η επικοινωνία του Γέροντος Πορφυρίου με τον λαό του Θεού (Α)

Κάθε φορὰ ποὺ σκέπτομαι τὸν μακάριο Γέροντα π. Πορφύριο, τὸν αἰσθάνομαι ὡς ἕναν ἀββᾶ τοῦ Γεροντικοῦ.

Ὅπως εἶναι γνωστόν, τὸ «Γεροντικὸν» εἶναι συλλογὴ λόγων τῶν ἀββάδων – Γερόντων σὲ ἀνθρώπους ἀπογοητευμένους τόσο ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ πὼς ἐκφραζόταν καὶ βιωνόταν ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ στὸν κόσμο καὶ ἀναζητοῦσαν τοὺς αὐθεντικοὺς ἐκφραστὲς τῆς πνευματικῆς ζωῆς, γιὰ νὰ μυηθοῦν στὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ἄνθρωποι διαφόρων κατηγοριῶν, ἀρχιερεῖς καὶ αὐτοκράτορες, μοναχοὶ καὶ κοσμικοί, νέοι καὶ ἡλικιωμένοι, ἐπιστήμονες καὶ ἀγράμματοι, πλησίαζαν τοὺς Γέροντες γιὰ νὰ μυηθοῦν στὴν χριστιανικὴ ζωή.

Διαβάζοντας κανεὶς τὸ «Γεροντικόν», συναντᾶ κυρίως δύο φράσεις.

Ἡ πρώτη εἶναι: «Ἀββᾶ, εἰπὲ ρῆμα πὼς σωθῶ». Ἄνθρωποι ποικίλων ἡλικιῶν, ἐπαγγελμάτων, καὶ διανοητικῆς καταστάσεως, κατὰ μόνας ἡ καθ’ ὁμάδες πλησίαζαν τοὺς ἀββᾶδες καὶ ζητοῦσαν νὰ ἀκούσουν ἕνα «ρῆμα», πὼς νὰ σωθοῦν.

Τὸ «ρῆμα» εἶναι λόγος Θεοῦ ποὺ δίδεται σὲ ἁγίους ἀνθρώπους καὶ ἔχει μέσα του τὴν ἐνέργειά Του, ποὺ τοὺς δίδει μιὰ συγκεκριμένη παραγγελία καὶ τοὺς ἀναγεννᾶ πνευματικά. Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ: «ἐγένετο ρῆμα Θεοῦ ἐπὶ Ἰωάννην τὸν Ζαχαρίου υἱὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἦλθεν εἰς πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Λούκ. γ , 2). Ἀκόμη, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς μαθητάς Του: «τὰ ρήματα α ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμὰ ἐστι καὶ ζωὴ ἐστιν» (Ἴωαν. στ , 63). Ἔτσι ἀντιλαμβάνονταν οἱ Μαθητὲς τοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ, γι ἄ?τό καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος εἶπε: «Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις•» (Ἰω. στ , 68). Τὸ ρῆμα τοῦ Θεοῦ εἶναι μιὰ πνευματικὴ γεύση ποὺ αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀναγεννᾶται πνευματικά, γι’ αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «καὶ καλὸν γευσαμένους Θεοῦ ρῆμα δυνάμεις τε μέλλοντος αἰῶνος» (Ἔβρ. στ , 5).

Ἔτσι τὸ «ρῆμα», κατὰ τὸ «Γεροντικόν», εἶναι μιὰ φράση, μιὰ λέξη, ποὺ εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἡ καὶ ἀπόφθεγμα ποὺ περικλείει τὴν ἁγιοπνευματικὴ πεῖρα τοῦ Γέροντος. Αὐτὸ τὸ «ρῆμα» ἔχει δύο ἰδιότητες. Ἡ μία ὅτι εἶναι ἀπόσταγμα μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς τοῦ συγκεκριμένου Γέροντος. Ὁ ἀββᾶς ἀγωνίσθηκε σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ καὶ κατέληξε σὲ μιὰ πρόταση, ποὺ ἔχει μεγάλη ἐνέργεια, ἡ ἀκόμη ἐκείνη τὴν ὥρα ὁ ἀββᾶς φωτίζεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ προσφέρει τὸν ἀποκαλυπτικὸ λόγο σ’ αὐτὸν ποὺ τοῦ τὸν ζητᾶ. Μερικοὶ ἀββᾶδες ἔγιναν γνωστοὶ μὲ ἕνα «ρῆμα» ποὺ ἔχει ὅμως μεγάλη ἐνέργεια. Ἡ δεύτερη ἰδιότητα εἶναι ὅτι αὐτὸ τὸ «ρῆμα» προσφέρεται σὲ συγκεκριμένο ἄνθρωπο, ποὺ τὸ ἔχει ἀνάγκη, καὶ θὰ τὸν καθορίση σὲ ὁλόκληρη τὴν ζωή του, ἂν τὸ ἐφαρμόση. Καὶ συνήθως, ὅπως τὸ «ρῆμα» εἶναι ἀπόσταγμα μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς, ἔτσι καὶ ἡ ἐφαρμογὴ αὐτοῦ τοῦ «ρήματος», δηλαδή το νὰ περάση τὸ «ρῆμα» καὶ νὰ γίνη τροφὴ καὶ αἷμα στὸν ἄνθρωπο, ἀπαιτεῖ ἀγῶνα μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς. Ἔτσι, πολλὲς φορὲς ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται ἕνα «ρῆμα» γιὰ νὰ σωθῇ.

Ἡ δεύτερη φράση ποὺ συναντᾶ κανεὶς στὸ «Γεροντικὸν» εἶναι: «εἶπε Γέρων». Οἱ Γέροντες ποὺ ὁμιλοῦν μπορεῖ νὰ ἀνήκουν σὲ διάφορες ἡλικίες, εἶναι νέοι καὶ ἡλικιωμένοι, ἀλλὰ πάντα εἶναι καὶ λέγονται Γέροντες, ἀββᾶδες καὶ ἀμμάδες. Λέγονται Γέροντες γιατί ἀπέκτησαν τὴν σοφία τοῦ Θεοῦ, ὕστερα ἀπὸ ἐμπειρικὴ βιωματικὴ κατάσταση, ἀλλὰ καὶ ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ ἄλλους μοναχοὺς ποὺ εἶχαν τὴν σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἔζησαν στὴν ἔρημο, ἐμπνεύσθηκαν ἀπὸ τὸ «πνεῦμα» τῆς ἐρήμου, στὴν ὁποία ὅλα διδάσκουν - ἡ σιωπὴ καὶ ὁ λόγος, τὰ ἔμψυχα καὶ τὰ ἄψυχα, οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ ζῶα, ὁ ἄνεμος καὶ ἡ ἠρεμία - καὶ στὴν συνέχεια ἀνεδείχθηκαν καθηγητὲς τῆς ἐρήμου. Ἡ ἔρημος μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία μιλοῦσαν, ἡ κατὰ Θεὸν σχόλη, ἦταν ἡ θεολογική τους σχολή. Χαρακτηριστικὸς εἶναι ὁ λόγος τοῦ ἀββᾶ Ποιμένος, τὸν ὁποῖο εἶπε ἔχοντας ὑπ' ὄψη τὸ χωρίο τῶν Παροιμιῶν «α εἶδον οἱ ὀφθαλμοί σου, λέγε» (Παροιμ. κέ’, 7): «ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ὅτι ἐὰν καὶ ψηλαφήσητε ταῖς χερσὶν ὑμῶν, μὴ μαρτυρήσητε». Οἱ ἀββᾶδες, γιὰ νὰ ὁμιλήσουν δὲν στηρίζονταν στὶς σωματικὲς αἰσθήσεις, καὶ στὴν λογική τους, ποὺ συνήθως ἀπατοῦν, ἀλλὰ στὴν πνευματικὴ αἴσθηση καὶ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἀββᾶς λέγεται Γέρων, γιατί ὅσα ἔλεγε δὲν ἦταν δική του πεῖρα, ποὺ τὴν ἀπέκτησε σὲ ἕνα μικρὸ χρονικὸ διάστημα, ἀλλὰ ἦταν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἐφάμιλλη τοῦ λόγου τῶν Προφητῶν: «τάδε λέγει Κύριος». Ἐπίσης, αὐτὸ τὸ «ρῆμα» ἦταν ἐμπειρία ποὺ μεταδιδόταν ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, ἀπὸ Πνευματικοὺς Πατέρας στὰ πνευματικά τους παιδιά. Γιατί, ὅπως ἡ βιολογικὴ ζωή, μεταδίδεται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὴν μετάδοση τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὁπότε, ὁ συγκεκριμένος ἀββᾶς, παρὰ τὴν ἐνδεχόμενη νεαρὰ ἡλικία του, ἦταν Γέρων, ἀφοῦ δὲν διέκοπτε τὴν διαχρονικὴ παράδοση ποὺ ἀπέκτησε. Ὁ λόγος του εἶχε μιὰ συνέχεια, ἦταν φορτισμένος μὲ μιὰ διαχρονικὴ πεῖρα, τὴν ὁποία, δὲν ἀντικαθιστοῦσε μὲ δικούς του στοχασμοὺς καὶ προσωπικές του σκέψεις.

Τὰ ὅσα ἔλεγαν οἱ ἀββᾶδες ἀνῆκαν σὲ διάφορες κατηγορίες, ἤτοι ἀνέκδοτο - διήγηση, λόγιο, παραβολή, συμβολικὸ ὑπόδειγμα, διήγηση θαυματουργίας, ὁράματα. Χρησιμοποιοῦσαν κάθε φορὰ μιὰ διαφορετικὴ μορφὴ ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες τοῦ καθενὸς καὶ τὴν πνευματική τους ὠφέλεια.

Ἐλέχθησαν αὐτά, γιὰ νὰ καταλήξω στὸ ὅτι ἡ ἐπικοινωνία τοῦ Γέροντος Πορφυρίου μὲ τὸν κόσμο, τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἐκινεῖτο μέσα στὴν προοπτικὴ τῶν ἀββάδων τοῦ Γεροντικοῦ. Ἔζησε καὶ ζοῦσε μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα καὶ τὸ «πνεῦμα» τῆς ἐρήμου. Ἀκόμη καὶ ὅταν διακονοῦσε στὴν Πολυκλινικὴ Ἀθηνῶν καὶ κυκλοφοροῦσε στὴν Πλατεῖα Ὁμόνοιας, ἀνέπνεε ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἐρήμου, ζοῦσε καὶ τὴν ἤρεμη φύση τῆς ἐρήμου, ἡ ὁποία, κατὰ τὸν δικό του λόγο, εἶναι «τὸ μυστικὸ Εὐαγγέλιο». Ὑπῆρξε καθηγητὴς τῆς ἐρήμου, καὶ ἔλεγε «ρήματα» σὲ ἀνθρώπους ποὺ τὸν πλησίαζαν γιὰ νὰ σωθοῦν. Δηλαδή, οἱ ἄνθρωποι τὸν ρωτοῦσαν: «ἀββᾶ Πορφύριε, εἰπὲ ρῆμα πὼς σωθῶ». Καὶ ἐκεῖνος τὰ ὅσα ἔλεγε ἦταν ἔκφραση του: «εἶπε Γέρων».

1. Ἡ ἐπικοινωνία μου μὲ τὸν π. Πορφύριο

Δὲν εἶχα μεγάλη ἐπικοινωνία μὲ τὸν π. Πορφύριο, ὅπως εἶχαν πολλοὶ ἄλλοι Κληρικοὶ καὶ λαϊκοί. Συναντηθήκαμε μερικὲς φορές, καὶ αὐτὸ ἔγινε μὲ δική του πρωτοβουλία, ἀφοῦ ἐκεῖνος μοῦ τηλεφωνοῦσε. Δὲν εἶχα τὴν εὐλογία νὰ τὸν ἐπισκεφθῶ στὸν τόπο τῆς ἀσκήσεως καὶ διαμονῆς τοῦ κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια του, ἀλλὰ λίγες φορὲς ποὺ συναντηθήκαμε καὶ συνομιλήσαμε ἦταν πολὺ χαρακτηριστικὲς γιὰ τὴν ζωή μου. Αὐτὸ δείχνει καὶ τὸν τρόπο τῆς ποιμαντικῆς ποὺ ἀσκοῦσε. Ἕνας μικρὸς λόγος του ἦταν «ρῆμα» Θεοῦ.

Τὴν πρώτη φορὰ τὸν συνάντησα στὴν Ἱερὰ Μονή της Πεντέλης, στὰ διαλείμματα ἑνὸς Συνεδρίου Ἱεροκηρύκων στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ’70. Συζητοῦσε μὲ διαφόρους θεολόγους γιὰ τὴν σχέση μεταξὺ τῆς ψυχολογίας καὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἐκεῖ παρευρισκόταν καὶ ἕνας νεαρὸς θεολόγος ποὺ εἶχε σπουδάσει ψυχολογία καὶ ὁμιλοῦσε θετικὰ γι’ αὐτήν. Ὁ Γέροντας Πορφύριος μὲ μειλιχιότητα καὶ εὐγένεια ἀνέλυε ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ ἀνθρωπολογία τῆς ψυχολογίας καὶ ἄλλο ἡ ἀνθρωπολογία τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, καθὼς ἐπίσης ἄλλο εἶναι ἡ ψυχολογία – ψυχανάλυση καὶ ἄλλο ἡ νευρολογία. Γιὰ τὴν ψυχολογία εἶχε σοβαροὺς ἐνδοιασμοὺς ὡς πρὸς τὴν ὀρθόδοξη θεολογία, ἐνῷ γιὰ τὴν νευρολογία ἔλεγε ὅτι εἶναι ἐπιστήμη ποὺ μποροῦμε νὰ τὴν ἀποδεχθοῦμε γιὰ τὶς ἀσθένειες τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Αὐτὸ ἦταν καθοριστικὸ γιὰ τὴν ζωή μου, ὅπως φάνηκε ἀργότερα στὰ κείμενα ποὺ ἔγραψα γιὰ τὸ θέμα αὐτό. Τότε δὲν συνομίλησα καθόλου μαζί του, ἀλλὰ τὸν ἄκουγα νὰ συζητᾶ μὲ ἄλλους, ἐντυπωσιάσθηκα ἀπὸ τὶς ἀπόψεις του καὶ τὸν τρόπο ποὺ τὶς ἐξέφραζε καὶ ἀποδέχθηκα πλήρως τὸν λόγο του.

Τὴν δεύτερη φορὰ ποὺ εἶχα ἐπικοινωνία μαζὶ τοῦ ἔγινε μὲ δική του πρωτοβουλία, ὅταν ὁ ἴδιος μοῦ τηλεφώνησε γιὰ νὰ μὲ ρωτήση γιὰ τὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας. Μετὰ τὴν πρώτη μου ἐπίσκεψη στὴν Ἱερὰ Μονή, ἔγραψα τὶς ἐντυπώσεις μου γιὰ τὸν Γέροντα Σωφρόνιο καὶ τὴν Ἱερὰ Μονὴ καὶ ἐκεῖνος, ὅταν διάβασε τὸ κείμενο, ἐνθουσιάσθηκε. Ζήτησε, λοιπόν, νὰ τοῦ δώσω περισσότερες πληροφορίες ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ἐπικοινωνίας τοῦ Γέροντα Σωφρονίου καὶ τῶν Πατέρων μὲ τοὺς ἀνθρώπους, γιατί καὶ ὁ ἴδιος ἤθελε νὰ ἐφαρμόση τὸ ἴδιο στὴν Ἱερὰ Μονὴ ποὺ σχεδίαζε νὰ λειτουργήση. Καὶ αὐτὸ εἶναι σημαντικό, γιατί δείχνει τὸ τί πρότυπο ἐπικοινωνίας ἤθελε νὰ ἀναπτύξη μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ πὼς ἤθελε νὰ λειτουργήση ἡ Ἱερὰ Μονή του. Ὁ ἴδιος ἀφηγήθηκε γιὰ τὴν ἐπιθυμία του αὐτή:

«Ὄνειρὸ μοῦ παλιό, ὅπως σᾶς ἔχω πεῖ, ἦταν νὰ φτιάξω ἕνα μοναστήρι. Νὰ εἶναι πνευματικὸ ἐργαστήριο, ὅπου θ’ ἁγιάζονται καὶ θὰ καλλιεργοῦνται ψυχὲς καὶ θὰ δοξάζουν ἀδιαλείπτως τ’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Θὰ ἤθελα νὰ εἶναι τὸ κέντρο ποὺ θὰ καταφεύγουν πονεμένοι καὶ ταλαιπωρημένοι ἄνθρωποι καὶ θὰ βρίσκουν παρηγοριὰ κι ἐνίσχυση καὶ θεραπεία».

Τὴν τρίτη φορὰ ποὺ ἐπικοινωνήσαμε ἦταν ὅταν πάλι ὁ ἴδιος μοῦ τηλεφώνησε, μετὰ τὴν ἔκδοση τοῦ βιβλίου «Μιὰ βραδυὰ στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους», γιὰ νὰ μὲ ρωτήση ἂν εἴχαμε ποτὲ συζητήσει γιὰ τὴν νοερὰ προσευχή, γιατί μερικοὶ ποὺ διάβασαν τὸ βιβλίο αὐτὸ αἰσθάνθηκαν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Γέροντας μὲ τὸν ὁποῖο συζήτησα. Καὶ χαρακτηριστικά μου εἶπε: «Κουβεντιάσαμε ποτέ, π. Ἰερόθεε, γιὰ τὰ θέματα αὐτά; Διότι ὅσοι διάβασαν τὸ βιβλίο σου, μοῦ εἶπαν ὅτι ὁμοιάζουν μὲ αὐτὰ ποὺ τοὺς διδάσκω». Καὶ αὐτὸ τὸ περιστατικὸ δείχνει ὅτι ἦταν ἕνας ἀληθινὸς διδάσκαλος τοῦ ἡσυχασμοῦ. Ὅταν τοῦ εἶπα ὅτι δὲν συζητήσαμε ποτὲ οὔτε συναντηθήκαμε, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περίπτωση ἐκείνη ποὺ βρεθήκαμε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Πεντέλης ποὺ τὸν ἄκουγα νὰ συνομιλῇ μὲ ἄλλους, μοῦ εἶπε ὅτι ἐκεῖνος μὲ γνώριζε. Καὶ στὴν συνέχεια μοῦ ἀπεκάλυψε ὅτι μὲ συνάντησε γιὰ πρώτη φορά, πρὶν εἴκοσι χρόνια, ὅταν ἐγὼ νεαρὸς φοιτητὴς ἐπισκεπτόμουν τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἔτυχε στὸ καραβάκι ποὺ μᾶς μετέφερε ἀπὸ τὴν Δάφνη πρὸς τὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους, νὰ κάθομαι δίπλα του, χωρὶς νὰ συζητήσουμε καθόλου. Μοῦ εἶπε χαρακτηριστικά: «τότε εἶδα τὴν ψυχή σου». Ἀπὸ συστολὴ δὲν τὸν ρώτησα πὼς καὶ τί εἶδε. Ἀργότερα, διάβασα σὲ βιβλίο ποὺ περιεῖχε τοὺς λόγους του, ὅτι ὁ ἴδιος ἀφηγεῖτο τὸ ὅτι ἔβλεπε τὴν ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων τοὺς ὁποίους ἐξομολογοῦσε. «Τὴν ὥρα ποὺ ἐκεῖνος ἔλεγε πολλὰ κι ὄχι μόνο προσωπικά του, ἐγώ ‘’ἔβλεπα’’ τί ψυχὴ εἶναι αὐτή. Ἀπ’ ὅλη του τὴ στάση καταλάβαινα τὴν κατάστασή του καὶ στὸ τέλος του ἔλεγα κάτι, γιὰ νὰ τὸν ὠφελήσω».

Τὴν τέταρτη φορὰ ποὺ ἐπικοινωνήσαμε ἦταν πάλι μὲ δική του πρωτοβουλία, γιατί ἤθελε νὰ μοῦ συστήση μιὰ Γαλλίδα ποὺ ἤθελε νὰ γίνη μοναχὴ καὶ μάλιστα ἀγαποῦσε τὸν ἡσυχασμό. Μοῦ ἔπλεξε τὸ ἐγκώμιο τῆς ἐσωτερικῆς της ζωῆς. Καὶ πράγματι σήμερα εἶναι ἠσυχάστρια στὸ Ὅρος Σινᾶ μὲ μεγάλη ἄσκηση.

Δυστυχῶς, δὲν ἀνταποκρίθηκα σὲ μιὰ ἄλλη πρόσκλησή του νὰ τὸν ἐπισκεφθῶ στὸ Μήλεσι, ποὺ βρισκόταν ἐκεῖνον τὸν καιρό, ὅταν εἶχα προβλήματα στὴν Ἔδεσσα καὶ ἑτοιμαζόμουν νὰ ἀναχωρήσω ἀπὸ ἐκεῖ. Κάποιος γνωστὸς μοῦ πῆγε στὸν Γέροντα Πορφύριο νὰ τὸν παρακαλέση νὰ προσευχηθῇ γιὰ μένα ὥστε νὰ μὴν φύγω ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Νὰ πῇς στὸν π. Ἰερόθεο νὰ ἔλθη νὰ τοῦ πῶ κάτι, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ πῶ σὲ σένα νὰ τὸ μεταφέρης». Δυστυχῶς, οἱ μετέπειτα μετακινήσεις μου δὲν μοῦ ἐπέτρεψαν νὰ τὸν ἐπισκεφθῶ καὶ νὰ μάθω αὐτό το «κάτι».

Τὰ περιστατικὰ αὐτὰ δείχνουν τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐπικοινωνοῦσε ὁ Γέροντας Πορφύριος μὲ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὅτι τελικὰ τὶς λίγες αὐτὲς φορὲς ὁ Γέροντας μοῦ μετάγγισε «ρήματα ζωῆς», χωρὶς βία καὶ ἐξαναγκασμό, χωρὶς ἀνελευθερία, ἀλλὰ μὲ ἁπλότητα, ἁπαλότητα καὶ εὐαισθησία.

2. Θεολογία καὶ ποιμαντική

Μία ἀπὸ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἐποχῆς μας εἶναι νὰ συνδέεται ἡ θεολογία μὲ τὴν ποιμαντική, γιατί μιὰ θεολογία χωρὶς ποιμαντικὴ εἶναι σχολαστικισμὸς καὶ μιὰ ποιμαντικὴ χωρὶς θεολογία εἶναι ἕνας ἠθικισμὸς καὶ μιὰ ἐκκοσμικευμένη ἀντίληψη.

Φυσικά, ὅταν κάνω λόγο γιὰ θεολογία, δὲν ἐννοῶ τὶς ἐγκεφαλικὲς γνώσεις γύρω ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ γύρω ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀκτίστου Ἐκκλησίας, ὅπως θὰ ἔλεγε καὶ ὁ μακάριος Γέρων Πορφύριος. Θεολογία εἶναι νὰ διακρίνη - δοκιμάζη κανεὶς «τὰ πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν» (Α Ἰω. δ, 1). Ἡ διάκριση τῶν κτιστῶν ἀπὸ τὰ ἄκτιστα, τῶν ἐνεργειῶν τῆς θείας Χάριτος ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τῶν δαιμόνων καὶ τῶν παθῶν εἶναι αὐτὸ ποὺ χαρακτηρίζει τὴν θεολογικὴ γνώση. Χωρὶς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ διακρίνη τοὺς λογισμοὺς καὶ τὰ πάθη, πότε ἐνεργοῦν παρὰ φύσιν, κατὰ φύσιν καὶ ὑπὲρ φύσιν. Ὅποιος τρέφεται μὲ τὸ γάλα εἶναι νήπιος πνευματικὰ καὶ εἶναι «ἄπειρος λόγου δικαιοσύνης». Ὅσοι, ὅμως, εἶναι ὥριμοι πνευματικὰ καὶ τρώγουν τὴν στερεὰ τροφὴ τοῦ Πνεύματος ἔχουν ἀσκήσει τὰ πνευματικά τους αἰσθητήρια ὄργανα «πρὸς διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κακοῦ» (Ἔβρ. ε , 13-14). Καὶ ὅταν κανεὶς ἔχει αὐτὸ τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων, τότε ἀσκεῖ σωστὴ καὶ ἀπλανῆ ποιμαντικὴ διακονία στὸν λαό.

Ἐπίσης, μὲ τὸν ὅρο ποιμαντικὴ δὲν ἐννοεῖται ἁπλῶς ἡ διοίκηση, οὔτε ἁπλῶς τὸ κήρυγμα καὶ οἱ συμβουλές, ἀλλὰ τὸ νὰ βλέπη κανεὶς τὴν ψυχὴ τοῦ ἄλλου καὶ νὰ διακρίνη τὶς πνευματικὲς ἀσθένειες, νὰ ἀπαλλάσση τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ νὰ τὸν ὁδηγῇ ἀπλανῶς στὴν κατὰ Θεὸν πορεία. Ὁπότε, ἡ ποιμαντικὴ συνδέεται μὲ τὴν θεραπευτικὴ ἀγωγή, ὅπως τὴν συναντοῦμε στοὺς ἀββᾶδες τοῦ Γεροντικοῦ, στὰ κείμενα τῶν Φιλοκαλικῶν Πατέρων, ἀλλὰ καὶ τὶς ὁμιλίες τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, αὐτὸ τὸ συναντοῦμε στὶς ἐπιστολὲς τῶν Ἀποστόλων, ποὺ περιλαμβάνονται στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ὅταν διαβάση κανεὶς προσεκτικὰ τὶς ἀποστολικὲς αὐτὲς ἐπιστολές, μπορεῖ νὰ δὴ τί ἀκριβῶς εἶναι ποιμαντική, καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ ὀρθόδοξη ποιμαντικὴ δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὴν ποιμαντικὴ ποὺ ἀσκοῦν μερικοὶ Κληρικοὶ στὴν ἐποχή μας.

Μιὰ τέτοια ποιμαντικὴ ἐξασκοῦσε ὁ Χριστός, ὅπως φαίνεται σὲ πολλὰ παραδείγματα ποὺ εἶναι καταγεγραμμένα στὰ Εὐαγγέλια. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἡ πορεία τῶν δύο μαθητῶν πρὸς Ἐμμαούς.

Οἱ δύο μαθητές, Λουκᾶς καὶ Κλεόπας, πορεύονταν πρὸς Ἐμμαοὺς καὶ συζητοῦσαν σκυθρωποὶ γιὰ ὅσα εἶχαν γίνει στὰ Ἱεροσόλυμα. Ὁ Χριστὸς τοὺς πλησίασε καὶ συμπορευόταν μαζί τους, ἀλλὰ ταυτόχρονα τοὺς σεβόταν, γιατί οἱ ὀφθαλμοί τους κρατοῦνταν κλειστοὶ γιὰ νὰ μὴ Τὸν ἀναγνωρίσουν. Τότε τοὺς ρώτησε γιὰ τὸ ποιά ἦταν ἡ αἰτία τῆς στενοχωρίας τους, ποὺ τοὺς δημιουργοῦσε σκυθρωπότητα καὶ στὴν συνέχεια, ὅταν οἱ μαθητές του ἀνέφεραν τὰ γεγονότα τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα, ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ τοὺς ὑπενθυμίζει τοὺς λόγους τῶν Προφητῶν ὅτι ὅλα αὐτὰ ἔπρεπε νὰ συμβοῦν. Ἡ καρδιὰ τῶν μαθητῶν, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς συνομιλίας, ἦταν «καιομένη», γιατί ἡ θεία ἐνέργεια τὴν εἶχε ἀγγίξει. Πλησίον τῆς κώμης ὁ Χριστὸς προφασίσθηκε ὅτι ἤθελε νὰ πάη μακρύτερα.

Ἐκεῖνοι τὸν πίεσαν νὰ μείνη στὸ σπίτι τους. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς εὐλογήσεως καὶ κλάσεως τοῦ ἄρτου καὶ τῆς διανομῆς του, ἄνοιξαν τὰ μάτια τους «καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν». Ἀλλὰ καὶ τότε ποὺ τὸν γνώρισαν «αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ’ αὐτῶν» (Λούκ. κδ , 13—32).

Στὸ περιστατικὸ αὐτὸ φαίνεται ὅτι ὁ Χριστὸς πλησιάζει τὸν ἄνθρωπο μὲ πολὺ εὐαισθησία, τρυφερότητα, τὸν ἐρωτᾶ διακριτικὰ γιὰ τὸ πρόβλημά του, στὴν συνέχεια τοῦ ἀποστέλλει ἀνεπαίσθητα καὶ μυστικά την Χάρη Του ποὺ τοῦ θερμαίνει τὴν καρδιά. Τότε ὁ καιόμενος ἀπὸ τὴν θεία Χάρη ἄνθρωπος προσφέρει τὴν ἐλευθερία του στὸν Χριστό, τὸν τρυφερὸ αὐτὸν ἐπισκέπτη, τὸν δέχεται στὸν οἶκο του, ἔστω κι ἂν ἐκεῖνος μὲ εὐγένεια προσποιεῖται ὅτι θέλει νὰ μὴ τὸν ἐνοχλήση. Καὶ ὅταν ἡ καρδιὰ θερμαίνεται - καίγεται καὶ στὴν συνέχεια φωτίζεται, τότε ἀναγνωρίζει τὸν Χριστὸ καὶ μάλιστα κατὰ τὴν κλάση τοῦ ἄρτου, τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ὁπότε Αὐτὸς διακριτικὰ φεύγει καὶ ἀφήνει ἔντονη τὴν παρουσία Του, προκαλῶντας ἀκόρεστη δίψα. Ἔτσι, αὐτὴ ἡ ἐν σώματι ἀπουσία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐν Χάριτι παρουσία Του καὶ ἀκένωτη τροφὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο.

Αὐτὸ τὸ περιστατικὸ ἔζησαν πολλοὶ ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία τους μὲ τὸν Γέροντα Πορφύριο. Καθὼς ἦταν ἀπελπισμένοι καὶ περίλυποι, τοὺς πλησίαζε μὲ διαφόρους τρόπους, διακριτικά, τρυφερά, τοὺς ἄγγιζε μὲ τὴν ἀγάπη του, τοὺς θέρμαινε τὴν καρδιά, τοὺς φώτιζε τὸν νοῦ, τοὺς θεράπευε τὴν ἀρρώστια τους, τοὺς ὁδηγοῦσε στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ στὴν ἄκτιστη Ἐκκλησία καὶ ἐκεῖνος τοὺς ἄφηνε διακριτικά, μὲ ἀκόρεστη δίψα γιὰ τὸν Θεό.

Τὸ πλησίασμα αὐτὸ γινόταν μὲ τὸν λόγο καὶ τὴν σιωπή, μὲ τὴν διδαχὴ καὶ τὴν προσευχή, μὲ τὸ ψάλσιμο καὶ τοὺς ἀλαλήτους στεναγμούς, μὲ τὰ τηλέφωνα καὶ τὶς ἐπισκέψεις, μὲ τὶς θεραπεῖες καὶ τὰ θαύματα κλπ. Ὅταν διαβάση κανεὶς τὸ βίβλιο «Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, βίος καὶ λόγοι», καθὼς καὶ ἄλλα βιβλία στὰ ὁποῖα εἶναι κατατεθειμένες οἱ ἀναμνήσεις τῶν εὐεργετηθέντων ἀπὸ τὸν Γέροντα, τότε διακρίνει τὸν σύνδεσμο μεταξὺ τῆς θεολογίας καὶ τῆς ποιμαντικῆς στὴν ὕπαρξη τοῦ εὐλογημένου αὐτοῦ Γέροντος, ἐφάμιλλου μὲ τοὺς Γέροντες τῶν πρώτων αἰώνων. Πολλοὶ αἰσθάνθηκαν τὸν Γέροντα πλησίον τους, στὴν προσωπική τους πορεία πρὸς Ἐμμαούς, μὲ ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ σημεῖα ποὺ περιγράφονται στὸ περιστατικὸ αὐτὸ ποὺ ἀναφέραμε.

3. Ἐπικοινωνία μὲ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ

Ὁ Γέροντας Πορφύριος εἶχε ἀναγεννηθῇ πνευματικά, κατὰ τὴν περιγραφὴ τοῦ Χριστοῦ στὸν Νικόδημο (Ἰω. γ , 1-21) καὶ προσήλκυε κοντὰ τοῦ πολλοὺς ἀνθρώπους ποικίλων ἐνδιαφερόντων, ποὺ τὸν πλησίαζαν ἡ ἀπὸ ἐπιθυμία νὰ μαθητεύσουν στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ σωθοῦν ἡ ἀπὸ ἀνάγκη σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ἡ ἀπὸ περιέργεια νὰ γνωρίσουν ἕναν ἅγιο. Ὁ Γέροντας Πορφύριος ἀνταποκρινόταν σὲ ὅλους αὐτούς, ἄλλοτε μὲ τὸν λόγο καὶ ἄλλοτε μὲ τὴν σιωπή, ἄλλοτε μὲ διδασκαλίες καὶ ἄλλοτε μὲ θαυματουργικὲς παρεμβάσεις. Πολλὲς φορὲς ἀνταποκρινόταν καὶ σὲ ἀνθρώπους ποὺ τὸν ἀναζητοῦσαν, καίτοι βρίσκονταν πολλὰ χιλιόμετρα μακριά.

Ἐξεδόθησαν μερικὰ βιβλία ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἐπίδραση ποὺ ἀσκοῦσε ὁ Γέροντας Πορφύριος στὸν λαό, ἐξασκῶντας μιὰ πραγματικὴ ἱεραποστολὴ καὶ ἀναπτύσσοντας μιὰ ποιμαντικὴ διακονία. Θὰ πρέπη νὰ θυμήσω τὰ βιβλία:

  • –«Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν. Ὁ Γέρων Πορφύριος ἐμπνέει, διδάσκει, παρηγορεῖ, συμβουλεύει» (ἐκδ. Ι. Ἤσυχ. Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος),
  • –«Κοντὰ στὸν Γέροντα Πορφύριο (ἕνα πνευματικοπαίδι τοῦ θυμᾶται)» Κωνσταντίνου Γιαννιτσιώτη (ἐκδ. Ι. Ἤσυχ. Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Ἀθῆναι 1995),
  • –«Ὁ Γέρων Πορφύριος. Μαρτυρίες καὶ ἐμπειρίες» Κλείτου Ἰωαννίδη (ἐκδ. Ι. Ἤσυχ. Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος),
  • –«Ὁ Γέρων Πορφύριος• ὁ Πνευματικὸς Πατέρας καὶ Παιδαγωγὸς» Γεωργίου Κρουσταλάκη (ἐκδ. Ἰχνηλασία, 1997),
  • –«Ἡ θεϊκὴ φλόγα ποὺ ἄναψε στὴν καρδιά μου ὁ Γέρων Πορφύριος» Ἀγαπίου Μοναχοῦ (ἐκδ. Ι. Ἤσυχ. Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Ἀθῆναι 1999),
  • –«Ὁ Πατὴρ Πορφύριος ὁ Διορατικός, ὁ Προορατικός, ὁ Ἰαματικὸς» Ἀναργύρου Καλλιάτσου (ἐκδ. Ι. Ἤσυχ. Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Ἀθῆναι 2000),
  • –«Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸν Γέροντα Πορφύριο, τὸν Διορατικὸ καὶ Προορατικὸ πνευματικό μας πατέρα» Ἄναστ. Τζαβάρα (ἐκδ. Ι. Ἤσυχ. Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος)
  • –«Βίος καὶ λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου» (ἐκδ. Ι.Μ. Χρυσοπηγής, Χανιὰ 2004). Στὰ βιβλία αὐτὰ ὑπάρχουν πολλὰ περιστατικά, παρεμβάσεις καὶ βοήθειες τοῦ Γέροντας Πορφυρίου στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ.

Προσωπικὰ μὲ ἐντυπωσίασε ἕνα μικρὸ κείμενο μὲ τίτλο «Γέροντας Πορφύριος• δεκατέσσερα χρόνια κοντά του» (Περιοδικὸ Σύναξη), ποὺ γράφηκε ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο ἰατρὸ Γεώργιο Παπαζάχο καὶ δείχνει ἀνάγλυφα τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον βοηθοῦσε ἀποτελεσματικὰ ὁ Γέροντας Πορφύριος.

Ἐπίσης τὸ πιὸ σημαντικὸ βιβλίο εἶναι τὸ «Βίος καὶ λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου», στὸ ὁποῖο ρέει ὁ ἴδιος ὁ λόγος τοῦ Γέροντα. Ἀπὸ αὐτὸ θὰ ἤθελα νὰ ἐκθέσω μερικὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὶς ἀφηγήσεις τοῦ ἰδίου, γιατί διασώζουν τὸν χαρακτῆρα τῆς αὐθεντικότητας.

Κατ' ἀρχὰς ὁ Γέροντας Πορφύριος εἶχε προσωπικὴ πεῖρα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, γι' αὐτὸ καὶ ἀσκοῦσε μιὰ θετικὴ ἐπίδραση σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν πλησίαζαν. Ἔλεγε στοὺς συνομιλητάς του: «Ἔτσι εἶναι ποὺ σᾶς τὸ λέω. Εἶναι σωστό, ἀλήθεια αὐτό, πιστέψτε με». Καί, φυσικά, τὸν πίστευαν ὅσοι τὸν ἄκουγαν, γιατί ἔβλεπαν ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἀγαποῦσε τὸν Χριστό. Ἔλεγε: «Ἅμα ἀγαπάεις, ζεῖς στὴν Ὁμόνοια καὶ δὲν ξέρεις ὅτι βρίσκεσαι στὴν Ὁμόνοια. Οὔτε αὐτοκίνητα βλέπεις, οὔτε κόσμο βλέπεις, οὔτε τίποτε. Εἶσαι μέσα σου μὲ τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπάεις. Τὸ ζεῖς, τὸ εὐχαριστεῖσαι, σ' ἐμπνέει». Εἶχε πολὺ μεγάλη ἀγάπη στὸν Χριστὸ ποὺ τὸν ξεχείλιζε, γι' αὐτὸ ἔλεγε: «Ἔχω τρέλλα, μέθη, θεία μέθη. Δὲν τὰ χορταίνω». Ἐννοοῦσε ὅτι δὲν χορταίνει νὰ ψάλλη τὰ τροπάρια τοῦ Τριαδικοῦ Κανόνα. Ὁ ἴδιος ἦταν ἁπλὸς στοὺς τρόπους, λόγῳ τοῦ τρόπου ἀναστροφῆς του, γι' αὐτὸ ἀναφερόμενος στὴν ἀρχὴ τῆς ποιμαντικῆς διακονίας, ἔλεγε: «Ἤμουνα καὶ πολὺ ἁπλὸς καὶ χωρὶς γνώση τῶν ἐγκοσμίων καὶ τῆς κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς. Δὲν γνώριζα ἀπὸ τρόπους συμπεριφορᾶς, γιατί εἶχα μεγαλώσει στὸ βουνό». Αὐτή, ὅμως, ἡ ἁπλότητα τοῦ χαρακτῆρος του καὶ τῆς συμπεριφορᾶς του αὐξήθηκε ἀπὸ τὴν μεγάλη ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὶς πνευματικές του ἐμπειρίες. Μεθυσμένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ ἔλεγε: «Διαρκῶς ν’ ἀτενίζετε πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὸν Χριστό, νὰ ἐξοικειώνεστε μὲ τὸν Χριστό, νὰ ἐργάζεστε μὲ τὸν Χριστό, νὰ πονᾶτε μὲ τὸν Χριστό, νὰ χαίρεστε μὲ τὸν Χριστό. Νὰ εἶναι τὸ πᾶν γιὰ σᾶς ὁ Χριστός. Ἡ ψυχή σας νὰ ζητάει, νὰ φωνάζει τὸν Νυμφίο της: "Σὲ Νυμφίε μου, ποθῶ...". Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Νυμφίος. Εἶναι ὁ Πατέρας, εἶναι τὸ πᾶν». Αὐτὸ τὸν ὁδηγοῦσε καὶ στὸ σημεῖο νὰ προτρέπη νὰ αἰσθανόμαστε τὸν Χριστὸ ὡς φίλο: «Σὰν φίλο νὰ Τὸν ἀτενίζουμε καὶ νὰ Τὸν πλησιάζουμε. Πέφτουμε; Ἁμαρτάνουμε; Μὲ οἰκειότητα, ἀγάπη κι ἐμπιστοσύνη νὰ τρέχουμε κοντά Του, ὄχι μὲ φόβο ὅτι θὰ μᾶς τιμωρήσει, ἀλλὰ μὲ θάρρος, ποὺ θὰ μᾶς τὸ δίνει ἡ αἴσθηση τοῦ φίλου».

Μὲ τέτοιες σωστὲς προϋποθέσεις διακονοῦσε τοὺς ἀνθρώπους, ὄχι μὲ θεωρίες κοινωνιολογικὲς καὶ ἀναλύσεις ψυχολογικές. Μὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ἐργάσθηκε μέσα σὲ χώρους πόνου, ὅπως ἡ Πολυκλινικὴ Ἀθηνῶν. Ὁ ἴδιος ἀφηγεῖται: «Ὅποιος ἐρχόταν καὶ μοῦ ἔλεγε γιὰ ἕναν σωματικὸ πόνο, τὸ ἔκανα θέμα προσευχῆς». Ἀλλὰ αὐτὸ τὸν ἐξανάγκαζε νὰ μαθαίνη καὶ ἀπὸ ἐπιστημονικῆς πλευρᾶς τὴν ἀσθένεια γιὰ νὰ βοηθήση. Καθόταν ὁλόκληρες ὧρες στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Πολυκλινικῆς ἡ ἔξω ἀπὸ αὐτόν, ἕτοιμος νὰ συνδράμη σὲ κάθε βοήθεια. Μιὰ φορὰ ποὺ πέρασα ἀπὸ ἐκεῖ, τὸν ἐνθυμοῦμαι ἀλλὰ τότε (1963) δὲν τὸν γνώριζα καὶ δὲν ἔδωσα ἰδιαίτερη σημασία. Διηγεῖται ὁ ἴδιος: «Στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γερασίμου, στὴν Πολυκλινική, ἐρχόντουσαν πολλοὶ προσκυνητὲς ν’ ἀνάψουν τὸ κεράκι τους. Μερικοὶ ἔμεναν γιὰ ἐξομολόγηση, ἄλλοι ἔπαιρναν ἁπλῶς εὐχή, ἐνῷ ἄλλοι ἄναβαν τὸ κερί τους, ἔκαναν τὸ σταυρό τους κι ἔφευγαν. Ἐρχόντουσαν κάθε λογῆς ἄνθρωποι, ἄνδρες, γυναῖκες, μικροί, μεγάλοι, μορφωμένοι, ἁπλοϊκοὶ κ.λ.π.». Ἀνταποκρινόταν στὸν καθένα, ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες του.

Ἐπειδὴ ἡ Πολυκλινικὴ ἦταν στὴν Ὁμόνοια, ζοῦσε ὅλη τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς Ὁμόνοιας, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἐρήμου τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Διηγεῖται ὁ ἴδιος: «Μὲς στὸ πλῆθος, στὸν κόσμο καὶ στὸ θόρυβο τῆς Ὁμόνοιας ἐγὼ ὕψωνα τὰ χέρια μου στὸν Θεὸ καὶ ζοῦσα μέσα μου ὅπως στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους... Ὅλους τοὺς ἀγαποῦσα, γιὰ ὅλους πονοῦσα, ὅλα μὲ συγκινοῦσαν». Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ποὺ χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθῇ μπῆκε σὲ οἶκο ἀνοχῆς, ὅταν τὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων πήγαινε στὰ σπίτια γιὰ νὰ τὰ ἀγιάση. Ἔδωσε στὶς κοπέλες νὰ ἀσπασθοῦν τὸν Τίμιο Σταυρό, τὶς μίλησε πολὺ ζεστά, ἀνθρώπινα καὶ ἁπλὰ καὶ στὸ τέλος λέγει: «Κοιτάζανε ἀπορημένες. Κάτι πῆρε ἡ ψυχούλα τους ἡ ταλαιπωρημένη». Ἐδῶ παρατηροῦμε καὶ τὴν ἔκφραση τοῦ Γέροντα Πορφυρίου, ποὺ κάνει λόγο γιὰ «ταλαιπωρημένη» «ψυχούλα τους».

Αὐτὴ ἡ μεγάλη ἀγάπη ποὺ εἶχε σὲ κάθε ἄνθρωπο, ἰδιαιτέρως πονεμένο, τὸν ἔκανε νὰ λέγη μὲ ἀφοπλιστικὸ τρόπο: «Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ δὲν ἔχει ὅρια, τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Νὰ ἐκτείνεται παντοῦ, στὰ πέρατα τῆς γῆς. Παντοῦ, σ' ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἐγὼ ἤθελα νὰ πάω νὰ ζήσω μαζὶ μὲ τοὺς χίπηδες στὰ Μάταλα χωρίς, βέβαια, ἁμαρτίες, γιὰ νὰ τοὺς δείξω τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πόσο εἶναι μεγάλη καὶ πὼς μπορεῖ νὰ τοὺς ἀλλάξει, νὰ τοὺς μεταμορφώσει». Ἡ ἀγάπη του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἐκφραζόταν μὲ διαφόρους τρόπους. Ὁ Γέροντας Πορφύριος δὲν εἶχε ἕνα διανοητικό, ἰδεολογικό, ψυχολογικό, ἀκόμη καὶ θρησκευτικὸ σύστημα ποιμαντικῆς ἐργασίας, ἀλλὰ ὅλα τὰ ρύθμιζε ὁ μεγάλος πυρηνικὸς ἀντιδραστῆρας τῆς καρδιᾶς του, δηλαδὴ ἡ φλογισμένη καρδιὰ τοῦ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ πρὸς τὸν Χριστό. Θὰ ἀναφέρω μερικὰ παραδείγματα, ὅπως ὁ ἴδιος τὰ περιγράφει.

Εἶναι χαρακτηριστικὸ πὼς ἀπάντησε σὲ ἐρώτηση μιᾶς ξεναγοῦ ποὺ ἐξηγοῦσε σὲ ἕνα γκροὺπ τὸ ἄγαλμα τοῦ Δία. Διηγεῖται ὁ Γέροντας Πορφύριος:

«Ἐγὼ δὲν ξέρω ἀπ’ αὐτά, εἶπα. Μόνο ἔτσι ὅπως τὸ βλέπω, θαυμάζω τὸ ἔργο τοῦ καλλιτέχνη ἀλλὰ καὶ τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ τόσο τέλεια τὸ δημιούργησε. Καὶ καταλαβαίνω ὅτι ὁ καλλιτέχνης ποὺ τὸ ἔφτιαξε εἶχε μεγάλη αἴσθηση τοῦ θείου. Βλέπετε τὸν Δία, ἐνῷ ρίχνει τὸν κεραυνὸ στοὺς ἀνθρώπους, τὸ πρόσωπό του εἶναι γαλήνιο. Δὲν εἶναι ὀργισμένος. Εἶναι ἀπαθής. Πολὺ εὐχαριστήθηκε ἡ ξεναγὸς μὲ τὴ δική μου ἐξήγηση ἀλλὰ καὶ ὅλο τὸ γκρούπ. Τί μᾶς λέει αὐτό; Τί λέει; Ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει πάθος, κι ὅταν ἀκόμα τιμωρεῖ».

Ὁ ἴδιος περιγράφει πὼς τέλεσε τὴν ἀκολουθία τοῦ ἁγιασμοῦ σὲ «μορφωμένους» ἀνθρώπους καὶ τί διάκριση ἔδειχνε: «Τὰ ἔλεγα σὰ δεσπότης. Ὅταν τελείωσα τὸν ἁγιασμό, δὲν πῆγα νὰ τοὺς ἁγιάσω –πολλοὶ δὲν τὸ θέλουν αὐτό–, ἀλλὰ βάστηξα τὸν Σταυρὸ στὸ χέρι καὶ κοίταγα ποιός θὰ ἔλθει. Κι ἦλθε πρῶτος ὁ ὑπουργὸς καὶ μετὰ οἱ ἄλλοι». Σὲ ἀνθρώπους ποὺ τὸν πλησίαζαν δίδασκε, ἀφοῦ προηγουμένως ἔψαλαν. «Μὲ ἐπισκέφθηκαν στὸ κελλί μου σήμερα μερικὰ πνευματικοπαίδια καὶ ψάλαμε μαζὶ τρεῖς φορὲς τὸ "Χριστὸς ἀνέστη"». Ἔπειτα τοὺς εὐχήθηκε κατάλληλα.

Χρησιμοποιοῦσε ὡραῖο τρόπο. Ὁ ἴδιος διηγεῖται:

«Εἶχε ἔλθει ἕνας μιὰ φορὰ καὶ μοῦ ἔλεγε τὰ παράπονά του γιὰ τὴ γυναῖκα του. Τοῦ λέω, λοιπόν:

-Τόσο κουτὸς ἄνθρωπος εἶσαι;

-Κουταμάρες εἶναι αὐτὰ ποὺ λέω;

-Μεγάλες κουταμάρες, λέω. Ἐτούτη ἐδῶ, ἡ γυναῖκα σου, σ’ ἀγαπάει πολύ.

-Ναί, ἀλλὰ μοῦ κάνει αὐτά......

-Σοῦ τὰ κάνει αὐτά, γιὰ νὰ σ’ ἁγιάσει, ἀλλὰ ἐσένα δὲν κόβει τὸ μυαλό σου. Ἐξοργίζεσαι καὶ ἀντὶ ν’ ἁγιάζεις, κολάζεσαι.

Ἂν εἶχε, ὅμως, ὑπομονὴ καὶ ταπείνωση, δὲν θὰ ἔχανε τὶς εὐκαιρίες τοῦ ἁγιασμοῦ».

Διαβάζοντας τὶς ἀφηγήσεις του, θαύμασα πολὺ τὸν ὡραῖο καὶ ἔξυπνο τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο δίδαξε καὶ διόρθωσε ἕναν Ἐπίσκοπο. Διηγεῖται ὁ Γέροντας:

«Εἶχε ἔλθει ἕνας δεσπότης πρὶν ἀπὸ καιρὸ νὰ μιλήσουμε. Λέγαμε γιὰ τὴν προσευχή. Τοῦ λέω:

-Τί θὰ πεῖ νὰ προσευχόμαστε "ἐν ἁπλότητι καρδίας καὶ ἀφελότητι";

-Μὲ ἁπλότητα.

-Τὸ καταλαβαίνεις αὐτό, Σεβασμιώτατε;

-Τὸ καταλαβαίνω.

-Ἔ, ἐγὼ δὲν τὸ καταλαβαίνω, εἶναι μυστήριο. Αὐτὸ γίνεται μόνο μὲ τὴν θεία χάρι.

-Ἄ, οὔτε ἐγὼ τὸ καταλαβαίνω, μοῦ λέει. Σ’ εὐχαριστῶ ποὺ μοῦ λέεις ὅτι μόνο μὲ τὴν θεία χάρι κατανοεῖται καὶ κατορθοῦται ἡ ἁπλότητα καὶ ἀφελότητα».

Ἀλλὰ εἶναι σημαντικὸ καὶ πὼς ἀπάντησε καὶ δίδαξε ἕναν ἁγιορείτη μοναχό, ποὺ ἀναφερόμενος στὴν «καρδιακὴ προσευχὴ» εἶπε στὸν Γέροντα Πορφύριο ὅτι εἶχε πλάνη μὲ τὸν τρόπο ποὺ προσευχόταν. Ὁ Γέροντας Πορφύριος δὲν ἀντέδρασε, δὲν διαμαρτυρήθηκε, δὲν φώναξε, ἀλλὰ μὲ βαθειὰ ταπείνωση ἀπάντησε:

«Γέροντα, τοῦ λέω, ἄκου νὰ σοῦ πῶ. Ἐκεῖ ὅπου λέω τὴν εὐχὴ στὸ νοῦ μου, καμιὰ φορὰ ἡ χαρά μου δυναμώνει κι ὅταν δυναμώσει ἡ χαρά μου λέγοντας τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...», αἰσθάνομαι τὸ νοῦ μου νὰ σκιρτάει μαζὶ μὲ τὴν καρδιά. Δηλαδὴ αἰσθάνομαι τὸ νοῦ μου νὰ πέφτει στὴν καρδιὰ κι ἐκεῖ νιώθω ὅλη αὐτὴ τὴ χαρά, λέγοντας τὴν εὐχή. Ἀρχίζω νοερὰ καὶ μετὰ πηγαίνει μόνος του ὁ νοῦς μου, ὅταν ἔλθει ἡ χαρά».

Τελικὰ ὁ ἁγιορείτης εἶπε:

«Ἄ, ἔτσι, αὐτὸ εἶναι! μοῦ λέει. Μὲ συγχωρεῖς ποὺ εἶπα "πλάνη"».

Ἡ χαριτωμένη διήγηση τοῦ ἰδίου τοῦ Γέροντος Πορφυρίου γιὰ τὴν σωτηρία της Ἔφης ποὺ πήγαινε νὰ αὐτοκτονήση δείχνει καὶ ἕναν ἄλλον τρόπο ἐπεμβάσεώς του. Εὑρισκόμενος ὁ Γέροντας Πορφύριος σὲ ἕνα τέτοιο εὐλογημένο πνευματικὸ κλίμα συμβούλευε τοὺς χιλιάδες ἀνθρώπους ποὺ προσέτρεχαν κοντά του ὡς ἕνας ἀββᾶς τοῦ «Γεροντικοῦ» καὶ τοὺς βοηθοῦσε νὰ ἀντιμετωπίσουν τὰ προβλήματα τῆς ζωῆς τους, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὁδηγοῦσε ἀπλανῶς στὴν πνευματικὴ ζωή. Στὶς ἀφηγήσεις του μπορεῖ κανεὶς νὰ βρῇ πολλὰ τέτοια παραδείγματα, γιὰ νὰ φανῆ ὁ ὀρθόδοξος τρόπος καθοδηγήσεώς του πρὸς τοὺς Χριστιανούς. Θὰ σταχυολογήσω μερικὰ ἀπὸ αὐτά. 

Ἔλεγε: «Ν’ ἀπευθυνόμαστε στὸν Θεό, μὲ ὕφος ταπεινοῦ δούλου, μὲ φωνὴ παρακλητικὴ καὶ ἱκετευτική. Τότε ἡ προσευχή μας εἶναι εὐάρεστη στὸν Θεό. Νὰ στεκόμαστε μὲ εὐλάβεια ἐνώπιον τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ νὰ λέμε: "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με". Αὐτὸ τὰ λέει ὅλα».

Δίδασκε: «Δὲν γίνεστε ἅγιοι κυνηγῶντας τὸ κακό. Ἀφῆστε τὸ κακό. Νὰ κοιτάζετε πρὸς τὸν Χριστὸ κι Αὐτὸς θὰ σᾶς σώσει. Ἀντὶ νὰ στέκεστε ἔξω ἀπ’ τὴν πόρτα καὶ νὰ διώχνετε τὸν ἐχθρό, περιφρονῆστε τον. Ἔρχεται ἀπὸ δῶ τὸ κακό; Δοθεῖτε μὲ τρόπο ἁπαλὸ ἀπὸ κεῖ. Δηλαδὴ ἔρχεται νὰ σᾶς προσβάλει τὸ κακό, ἐσεῖς δῶστε τὴν ἐσωτερική σας δύναμη στὸ καλό, στὸν Χριστό. Παρακαλέστε: "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με". Ξέρει Ἐκεῖνος πὼς νὰ σᾶς ἐλεήσει, μὲ τί τρόπο. Κι ὅταν γεμίζετε ἀπ’ τὸ καλό, δὲν στρέφεστε πιὰ πρὸς τὸ κακό. Γίνεστε μόνοι σας, μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, καλοί. Ποὺ νὰ βρεῖ τόπο τότε τὸ κακό, ἐξαφανίζεται!».

Καθοδηγοῦσε: «Ὅλα νὰ τὰ ἀντιμετωπίζετε μὲ ἀγάπη, μὲ καλοσύνη, μὲ πραότητα, μὲ ὑπομονὴ καὶ μὲ ταπείνωση. Νὰ εἶστε βράχοι. Ὅλα νὰ ξεσπᾶνε πάνω σας καὶ σὰν τὰ κύματα νὰ γυρίζουν πίσω• ἐσεῖς νὰ εἶστε ἀτάραχοι. Ἀλλὰ θὰ πεῖτε: «Ἔ, γίνεται αὐτό;». Ναί, μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, γίνεται πάντοτε. Ἂν τὰ παίρνουμε ἀνθρώπινα, δὲν γίνεται. Ἀντί, ὅμως, νὰ σᾶς ἐπηρεάζουν δυσμενῶς, μποροῦν ὅλα νὰ σᾶς κάνουνε καλό, νὰ σᾶς στερεώνουνε στὴν ὑπομονή, στὴν πίστη».

Συμβούλευε: «Νὰ μὴν ἀγανακτοῦμε μ’ ἐκείνους ποὺ εἶναι βλάσφημοι, ἀντίθεοι, διῶκτες κλπ. Ἡ ἀγανάκτηση κάνει κακό. Τὰ λόγια τους, τὴν κακία τους νὰ μισήσουμε, τὸν ἄνθρωπο, ὅμως, ποὺ τὰ εἶπε νὰ μὴν τὸν μισήσουμε, οὔτε ν’ ἀγανακτήσουμε ἐναντίον του. Νὰ προσευχηθοῦμε γι’ αὐτόν. Ὁ χριστιανὸς ἔχει ἀγάπη καὶ εὐγένεια καὶ φέρεται ἀνάλογα».

Συνιστοῦσε: «Ἡ ἀγάπη πρέπει νὰ εἶναι ἀκραιφνὴς καὶ μόνο ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀκραιφνὴς ἀγάπη. Στὸ πρόσωπο ποὺ μᾶς κουράζει καὶ μᾶς δυσκολεύει ἡ ἀγάπη πρέπει νὰ προσφέρεται μὲ ἁπαλὸ τρόπο, χωρὶς ὁ ἄλλος νὰ καταλαβαίνει ὅτι κάνουμε προσπάθεια γιὰ νὰ τὸν ἀγαπήσουμε. Καὶ νὰ μὴν πολυεκδηλωνόμαστε ἐξωτερικά, γιατί τότε τὸν κάνουμε ν’ ἀντιδρᾶ. Ἡ σιωπὴ σώζει ἀπ’ ὅλα τὰ κακά. Ἐγκράτεια τῆς γλώσσης-μέγα πρᾶγμα! Κατὰ ἕνα μυστικὸ τρόπο, ἡ σιωπὴ ἀκτινοβολεῖ στὸν πλησίον».

Δίδασκε στὶς μητέρες: «Τὸ παιδὶ θέλει κοντά του ἀνθρώπους θερμῆς προσευχῆς. Ὄχι ν’ ἀρκεῖται ἡ μητέρα στὸ αἰσθητὸ χάδι γιὰ τὸ παιδί της, ἀλλὰ νὰ προσφέρει συγχρόνως καὶ τὸ χάδι τῆς προσευχῆς. Τὸ παιδὶ αἰσθάνεται στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του τὸ πνευματικὸ χάδι, ποὺ μυστικὰ στέλνει ἡ μητέρα του, καὶ ἕλκεται πρὸς αὐτήν. Νιώθει ἀσφάλεια, σιγουριά, ὅταν ἡ μητέρα μὲ τὴ συνεχῆ, τὴν ἐπίμονη καὶ θερμὴ προσευχή της ἀγκαλιάζει τὸ παιδί της μυστικὰ καὶ τὸ ἐλευθερώνει ἀπ’ ὅ,τι τὸ σφίγγει».

Καθοδηγοῦσε: «Σὲ καθετὶ ποὺ συμβαίνει, νὰ ρίχνετε τὸ βάρος στὸν ἑαυτό σας. Νὰ προσεύχεσθε μὲ ταπείνωση, νὰ μὴν αὐτοδικαιώνεστε. Βλέπετε, γιὰ παράδειγμα, ἀντιζηλία ἀπὸ ἀπέναντι; Προσευχὴ ἐσεῖς μὲ ἀγάπη, γιὰ νὰ ρίξετε ἀγάπη στὴν ἀντιζηλία. Ἀκοῦτε συκοφαντία ἐναντίον σας; Προσευχηθεῖτε. Προσέχετε, γιατί "καὶ θροῦς γογγυσμῶν οὐκ ἀποκρύπτεται". Ὁ παραμικρὸς γογγυσμὸς κατὰ τοῦ πλησίον ἐπηρεάζει τὴν ψυχή σας καὶ δὲν μπορεῖτε νὰ προσευχηθεῖτε. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὅταν βρίσκει ἔτσι τὴν ψυχή, δὲν τολμάει νὰ πλησιάσει».

Ἡ καθοδήγησή του ἦταν προσωπική, πνευματική, ὀρθόδοξη. Ἔλεγε:

«Χριστέ μου, εἶσαι ἡ ἀγάπη μου! Δὲν σκέφτομαι τὸν θάνατο. Ὅ,τι θέλει ὁ Κύριος. Ἐγὼ θέλω νὰ σκέφτομαι τὸν Χριστό. Ἀνοῖξτε καὶ σεῖς τὰ χέρια σας καὶ ριχτεῖτε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Χριστοῦ. Τότε ζεῖ μέσα σας. Κι ὅλο νομίζετε ὅτι δὲν Τὸν ἀγαπᾶτε πολὺ καὶ θέλετε πιὸ πολὺ νὰ Τὸν πλησιάσετε καὶ νὰ εἶστε ἕνα μαζί Του. Περιφρονῆστε τὰ πάθη, μὴν ἀσχολεῖσθε μὲ τὸν διάβολο. Στραφεῖτε στὸν Χριστό. Γιὰ νὰ γίνουν αὐτά, χρειάζεται νὰ ἔλθει ἡ χάρις».

Γνώριζε πνευματικὰ τὸ πρόβλημα τῶν ἀσθενῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀδυναμίες τους, γι' αὐτὸ μὲ πολλὴ διάκριση ἔλεγε:

«Ὅσο παρακαλεῖς νὰ φύγει ἡ ἀσθένεια, τόσο αὐτὴ κολλάει πάνω σου, σὲ ἀγκαλιάζει, σὲ σφίγγει καὶ δὲν χωρίζεται ἀπὸ κοντά σου. Ἄν, βέβαια, σὰν ἄνθρωπος αἰσθανθεὶς ἐσωτερικὴ δυσκολία καὶ ἀδυναμία, τότε ἂς παρακαλέσεις ταπεινὰ τὸν Κύριο νὰ σοῦ ἀφαιρέσει τὴν ἀσθένεια».

Ὁ Γέροντας Πορφύριος ἦταν ἕνας ἀληθινὸς διάκονος Χριστοῦ καὶ ἔκανε μιὰ ἐκκλησιαστικὴ καὶ θεολογικὴ ποιμαντική. Ἔτσι ἤθελε καὶ τὸν εὐλογημένο «χῶρο» τῆς Ἱερᾶς Μονῆς. Ἡ διακονία ποὺ θὰ ἐξασκόταν ἀπὸ τὸ Μοναστήρι ἤθελε νὰ κινῆται σὲ ὀρθόδοξα - ἐκκλησιαστικὰ πλαίσια. Ἀφηγεῖται πολὺ χαρακτηριστικά:

«Γιὰ τὸ μοναστήρι ἔχω ὀνειρευτεῖ μιὰ παραδεισιακὴ κατάσταση. Νὰ γίνονται ἀκολουθίες κι ἐξομολόγηση ὅλο τὸ εἰκοσιτετράωρο. Νὰ ὑπάρχουν πολλοὶ ἱερεῖς κι ἐξομολόγοι, γιὰ νὰ ἐναλλάσσονται, ὅπως στὰ νοσοκομεῖα ποὺ ἐφημερεύουν. Νὰ μποροῦν ἔτσι νὰ καταφεύγουν ὁποιαδήποτε ὥρα τῆς μέρας καὶ τῆς νύχτας ἄνθρωποι τραυματισμένοι ἀπὸ διάφορες θλίψεις, σωματικὲς ἡ ψυχικές, κι ἀπ’ τὴν ἁμαρτία. Νὰ ὑπάρχει ἐπίσης τηλέφωνο, ποὺ κι ἐκεῖνο νὰ λειτουργεῖ μέρα-νύχτα ἀπὸ ἀδελφές, ποὺ μποροῦν νὰ παρηγοροῦν τόσους ἀπελπισμένους τῆς ζωῆς ἀπ’ τὰ διάφορα τραύματα καὶ νὰ τοὺς ὁδηγοῦν μὲ τὰ λόγια τους στὸν μεγάλο Παρηγορητή, τὸν Χριστό, καὶ νὰ σώζονται ἔτσι οἱ ψυχὲς καὶ νὰ γεμίζουν φῶς οὐράνιο, ποὺ θὰ τοὺς δίνει ἡ θεία χάρις.

Κι ἐγὼ θὰ ἤθελα νὰ ἐξομολογῶ κόσμο, ποὺ θὰ ἔρχεται. Ὅταν θὰ ἔρχεται κανεὶς ἀσθενής, καὶ προπάντων ἀπὸ πειρασμικά, νὰ τὸν ἐξομολογῶ καὶ μετὰ νὰ ἔρχονται οἱ ἀδελφὲς καὶ νὰ τοῦ ψάλλουνε παράκληση μ’ εὐλάβεια. Δηλαδὴ νὰ τὸν ἔβαζα γονατιστὸ τὸν ἀσθενῆ κι ἐγὼ καθιστὸς στὴν καρέκλα μὲ τὸ ἐπιτραχήλιο νὰ τοῦ διάβαζα, ἐνῷ ὅλες οἱ μοναχὲς μ’ εὐλάβεια καὶ μ’ ἕνα στόμα νὰ ἔψαλλαν παράκληση. Πιστεύω ὅτι πολλὰ θαύματα θὰ ἔκανε ὁ Κύριος μὲ τὴν ἀγάπη μας αὐτή. Πολλοὶ ἀσθενεῖς μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ θὰ γινόντουσαν καλά. Ἔρχεται, γιὰ παράδειγμα, ἕνας πονεμένος πατέρας καὶ λέει: «Τὸ παιδί μου τὸ πιάνει ζάλη καὶ πέφτει κάτω». Τὸ κρατᾶς κάμποση ὥρα στὸ μοναστήρι. Ἐκεῖ γονατίζουν ὅλες οἱ ἀδελφές, ποὺ εἶναι ἕνα πνεῦμα, μιὰ ψυχή, μιὰ καρδιὰ μὲ τὸν γέροντα, κι ἡ προσευχὴ ὅλων ἐπηρεάζει τὴν κατάσταση. Μιὰ σύναξη ἀδελφῶν ποὺ προσεύχονται ἐπηρεάζει, θαύματα κάνει, κι αὐτὸ εἶναι ποὺ ζητῶ καὶ λαχταρῶ. Αὐτὸ θέλω νὰ κάνω μὲς στὸ μοναστήρι».

Τὸ βιβλίο «Βίος καὶ λόγοι» τοῦ Γέροντος Πορφυρίου εἶναι θαυμάσιο ἀπὸ κάθε πλευρά. Ἐκφράζει ὅλη τὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ τοῦ Γέροντος, τὴν ἀγάπη του στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ στὴν κτίση. Θὰ μποροῦσε νὰ λεχθῇ ὅτι εἶναι ἕνα καταπληκτικὸ βιωματικὸ ἐγχειρίδιο ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς ποιμαντικῆς ποὺ μπορεῖ νὰ διδαχθῇ ἀκόμη καὶ σὲ Ἐκκλησιαστικὲς καὶ Θεολογικὲς Σχολές.

Δυστυχῶς ἔχουμε συνηθίσει νὰ διδάσκουμε ἡ νὰ μελετοῦμε βιβλία περὶ ποιμαντικῆς μὲ λογικὴ διαίρεση τῶν περιεχομένων, μὲ ἀνάλυση τῆς ἱστορίας τῶν διαφόρων φαινομένων μὲ ἐπιστημονικὸ τρόπο καὶ παράθεση σχετικῆς βιβλιογραφίας. Ὅμως, στὸ βιβλίο αὐτὸ δίνεται τὸ στίγμα τῆς ὀρθόδοξης διακονίας στὸν λαὸ ποὺ ὑποφέρει καὶ ἀναζητᾶ ὀρθὴ λύση τῶν ἐσωτερικῶν καὶ ἐξωτερικῶν προβλημάτων.

Εἶναι σημαντικὸ ὅτι ὁ Γέροντας Πορφύριος θέλει νὰ ἐγκαταλείπουμε τὸν ἑαυτό μας «ἁπαλά, χωρὶς πίεση στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Τότε Ἐκεῖνος θὰ ἔρχεται στὶς ψυχές σας (μᾶς) καὶ θὰ τὶς χαριτώνει». Ὅλα πρέπει νὰ γίνωνται «ἁπλά, ταπεινά, ἁπαλά». Αὐτός, ὅπως ἔλεγε, «εἶναι ἕνας ἁγιότατος τρόπος, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν μάθεις ἀπ' ἔξω. Πρέπει νὰ μπεῖ μέσα στὴ ψυχὴ σὰν μυστικό, ὥστε νὰ τὸν ἐνστερνισθεῖς μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ». Εἶναι πολὺ ἁπλό, ἀλλὰ πολὺ δύσκολο τὸ μάθημα τοῦ Καθηγητοῦ τῆς ἐρήμου, τῶν πόλεων καὶ τῶν δασῶν, τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ τοῦ κόσμου, τοῦ πνευματέμφορου Γέροντος Πορφυρίου.

4. Ὁ τρόπος τῆς ποιμαντικῆς

Ἡ ποιμαντικὴ τοῦ Γέροντος Πορφυρίου δὲν εἶχε ὅρους καὶ ὅρια, γιατί προσφερόταν σὲ ὅλους ἀδιάκριτα, ἀλλὰ «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως». Ὁ ἴδιος ἀφηγεῖται: «Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ δὲν ἔχει ὅρια, τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Νὰ ἐκτείνεται παντοῦ, στὰ πέρατα τῆς γῆς. Παντοῦ, σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους». Ὡστόσο, ὅμως, μποροῦμε νὰ χαράξουμε μερικὰ χαρακτηριστικὰ σημεῖα τῆς ἐξασκήσεως αὐτῆς τῆς ποιμαντικῆς.

Κατ’ ἀρχὰς ὁ Γέροντας Πορφύριος ἦταν ἕνας εὐλογημένος ξηρός, ἀλλὰ καὶ χυμώδης καρπὸς τῆς ἐρήμου του Ἄθωνα. Ἡ ἡσυχία τῆς ἐρήμου, κυρίως ἡ ἠρεμία τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς ἀπὸ λογισμοὺς καὶ ἀπὸ τὴν ταραχὴ τῶν παθῶν, τὸ γλυκύτατο ἀηδονάκι καὶ ὁ Γερο – Δημᾶς, τὸν ἔκαναν νὰ ἀγαπήση τὴν ἔρημο, τὴν ἡσυχαστική της ζωή, νὰ ζῆ τὴν ἡσυχαστικὴ αὐτὴ ζωὴ ποὺ τὸν συνόδευε σὲ ὅλο του τὸν βίο.

Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀτμόσφαιρα μπορεῖ νὰ δὴ κανεὶς τὴν ἀγάπη τοῦ πρὸς τὸν Θεό, ποὺ λειτουργοῦσε θεραπευτικά, καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, μὲ ἐλευθερία, ἀφοῦ σὲ κάθε ἄνθρωπο ἔβλεπε τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Μὲ αὐτὴν τὴν ἀγάπη περιέλουζε ὅλην τὴν κτίση, καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀκόμη καὶ τὶς πόρνες καὶ τοὺς γυμνιστές. Αὐτὴ ἡ εὐλογημένη τρυφερότητα τὸν ἔκανε νὰ λέγη ὅτι «γιὰ νὰ γίνη κανεὶς χριστιανὸς πρέπει νὰ ἔχει ποιητικὴ ψυχή, πρέπει νὰ εἶναι ποιητής». Ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὴν ἐννοοῦσε ὡς τὴν ἄκτιστη Ἐκκλησία καὶ βεβαίως τὴν ἀντιδιέστειλε ἀπὸ τὴν Θρησκεία ποὺ μπορεῖ νὰ βλάψη τὸν ἄνθρωπο. Τὴν ἐπικοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ τὴν ἔβλεπε μέσα ἀπὸ «τὸν ἔρωτα», «τὸν ἐνθουσιασμό», «τὴν λαχτάρα τοῦ θείου», ἀπὸ τὴν «πνευματικὴ τρέλα».

Ὁ ἴδιος, κατὰ θεία παραχώρηση καὶ κατ εὐδοκία, πέρασε ἀπὸ διάφορες ἀσθένειες, ἀλλὰ ἡ καρδιά του δοξολογοῦσε συνεχῶς τὸν Θεό. Ἔτσι, δοκίμασε τὸν ἀνθρώπινο πόνο, καὶ μποροῦσε νὰ ἀντιλαμβάνεται τὴν ἀξία τοῦ πόνου γιὰ τὴν ζωή μας καὶ νὰ καταλαβαίνη τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πονοῦσαν καὶ ὑπέφεραν ἀπὸ τὴν θνητότητα καὶ τὴν φθαρτότητα τοῦ σώματος. Μὲ τὴν εὐαισθησία ποὺ τὸν διέκρινε εἶχε μεγάλη τρυφερότητα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὅλη τὴν κτίση, καὶ τὸ πλησίασμα γινόταν μὲ ἱλαρότητα καὶ εὐαισθησία. Γι’ αὐτὸ καὶ πολλοὶ ἀναπαυόταν ἀπὸ τὴν εὐλογημένη ὕπαρξή του.

Οἱ συμβουλές του γιὰ τὸν καθημερινὸ ἀγῶνα εἶναι μεγάλης ἀξίας. Ἀξίζει νὰ λάβη κανεὶς ἕνα λόγο καὶ νὰ τὸν ἐφαρμόση σὲ ὁλόκληρη τὴν ζωή του. Δίδασκε ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἀγωνίζεται «ἁπλά, ἁπαλά, χωρὶς βία», , νὰ μὴ κάνη κάτι μὲ «ἀγγάρια καὶ κλωτσάει ἡ ψυχή του», νὰ ἀσκῆται «στὰ βάθη τῆς ψυχῆς» καὶ ἡ ὅλη αὐτὴ ἐργασία «νὰ γίνεται μυστικά, νὰ μὴ γίνεται ἀντιληπτὴ ὄχι μόνο ἀπ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ οὔτε κι ἀπὸ σᾶς τοὺς ἴδιους». Μπορεῖ κανεὶς στὰ ὅσα ἔχουν γραφὴ γιὰ τὸν Γέροντα νὰ δὴ ἀναλυτικὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀσκοῦσε τὴν ποιμαντική του διακονία στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, κυρίως σὲ αὐτοὺς ποὺ ἀναζητοῦσαν τὴν θεραπεία τους καὶ τὴν σωτηρία τους.

Ὁ Γέροντας Πορφύριος εἶχε δοθῇ ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐξασκοῦσε μιὰ ἰδιότυπη καὶ ἀληθινὴ ποιμαντικὴ συνδεδεμένη μὲ τὴν θεολογία, ἦταν ἕνας πραγματικὸς καὶ ἀληθινὸς θεραπευτὴς τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Πολλοὶ ἔγραψαν γιὰ τὸ πρόσωπό του καὶ τὸ ἔργο του, γιὰ τὰ θαυμάσια ποὺ ἐπιτελοῦσε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ εὐλογημένου αὐτοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως, ἐμένα μοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση ἰδιαιτέρως ὁ τρόπος τῆς κοιμήσεώς του, καὶ νομίζω ὅτι αὐτὴ ἡ κοίμησή του καὶ ὁ τρόπος τοῦ ἐνταφιασμοῦ του στὸ Ἅγιον Ὅρος, μακρυὰ ἀπὸ τὰ βλέμματα τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν ἐνδεχόμενη λατρεία τοῦ κόσμου, ἄσκησε τὴν μεγαλύτερη ποιμαντική. Αὐτὸς ὁ τρόπος δείχνει καὶ τὴν πνευματική του ὡριμότητα καὶ τὴν ἀληθινότητα τῆς ζωῆς του. Δίδαξε στὸν λαὸ τὴν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου καὶ ὁ λαὸς αἰσθανόταν τὸν πλοῦτο τῆς ταπεινώσεώς του.

Ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι αὐτὸ τὸ τέλος τῆς βιολογικῆς του ζωῆς ἦταν συνέχεια τῆς ἀρχῆς τῆς ζωῆς του στὸ Ὅρος. Ἐννοῶ τὴν ἡσυχία ποὺ ἔζησε στὰ πρῶτα βήματα τῆς μοναχικῆς του ζωῆς, μὲ τὴν νοερὰ προσευχὴ καὶ τὴν καθαρότητα τοῦ νοὸς καὶ τῆς καρδίας, καὶ τὰ διδάγματα ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸ κελάηδημα τοῦ ἀηδονιοῦ ποὺ τόσο ὡραῖα περιγράφει ὁ ἴδιος. Ἄκουσε τὸ ἀηδονάκι «νὰ ξελαρυγγίζεται», καὶ νὰ ὑμνῇ τὸν Πλάστη του, χωρὶς νὰ γνωρίζη ἂν τὸ ἀκούη κανείς. Βέβαια, αὐτὸ τὸ διέκρινε γιατί ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὁ ἴδιος βρισκόταν σὲ μιὰ κατάσταση θεωρίας τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι ἔβλεπε ὅλη τὴν κτίση μέσα στὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἔβλεπε τοὺς λόγους τῶν ὄντων καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ διδάχθηκε ἀπὸ τὸ ἀηδονάκι ἐκεῖνο. Ἰσχύει καὶ ἐδῶ τὸ «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς». Καὶ λέγει ὁ ἴδιος: «Τὸ ἀγάπησα πολὺ τὸ ἀηδόνι. Τὸ ἀγάπησα καὶ μ’ ἐνέπνευσε. Σκέφθηκα: ‘’Γιατι ἐκεῖνο κι ὄχι κι ἐγώ; Γιατί ἐκεῖνο νὰ κρύβεται κι ὄχι κι ἐγώ;’’ Καὶ μοῦ ἦλθε στὸ νοῦ ὅτι πρέπει νὰ φύγω, πρέπει νὰ χαθῶ, πρέπει νὰ μὴν ὑπάρχω».

Πρότυπο σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ εἶχε τὸ ἀηδονάκι καὶ ζοῦσε ταπεινὰ καὶ ἔψαλλε στὸν Θεὸ κρυμμένος ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ὅσοι ἤθελαν νὰ ἀκούσουν ὑμνωδίες πνευματικοῦ ἀηδονιοῦ πήγαιναν καὶ τὸν συναντοῦσαν. Τὸ ἀηδονάκι τῆς ἐρήμου τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἦταν πρότυπό του καὶ στὸν τρόπο τῆς κοιμήσεώς του. Πῆγε καὶ πάλι στὸ Ἅγιον Ὅρος, στὰ βαθειά του γεράματα, γιὰ νὰ κρυφτῇ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ προσεύχεται μόνος στὸν Θεό. Ἔτσι, ὁ Γέροντας Πορφύριος ἔγινε ἕνα ἀηδονάκι τοῦ Θεοῦ ποὺ κρυβόταν συνεχῶς, ἀλλὰ τὸ κελάηδημά του εἶναι ἐξαίσιο, θεραπευτικό, ἐξυψωτικό, διδακτικὸ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο. Εἶναι ἕνα εὐλογημένο ἀηδονάκι μέσα στὸ κῆπο τοῦ Παραδείσου.

Μακάρι νὰ ἀκοῦμε τὶς ὑμνωδίες του καὶ μακάρι νὰ ἔχουμε τὶς προσευχές του καὶ τὴν ἀγάπη του.

ΑΓΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ

  • Προβολές: 2927