Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ὁσία Μακρίνα, 19 Ἰουλίου
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ἡ ὁσία Μακρίνα ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα μ. Χ. καὶ ἦταν ἀδελφὴ τοῦ Μ. Βασιλείου καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης. Ὁ δεύτερος συνέγραψε τὸν βίο της, τὸν ὁποῖο ἀξίζει νὰ μελετήσουμε ὅλοι, ἐπειδὴ ἔχουμε πολλὰ νὰ ὠφεληθοῦμε. Ἦταν ἡ πρώτη στὴν σειρὰ ἀπὸ τὰ δέκα παιδιὰ τῶν γονέων της καὶ ἀπετέλεσε πρότυπο καὶ στήριγμα γιὰ τὰ μικρότερα ἀδέλφια της. Τὴν ἀρραβώνιασε ὁ πατέρας της, ἀλλὰ πρὶν γίνει ὁ γάμος ὁ ἀρραβωνιαστικὸς τῆς ἐγκατέλειψε ξαφνικὰ τὰ γήινα. Τότε ἡ ἁγία ἐθεώρησε σωστὸ νὰ ἀφιερωθῇ στὸν Θεὸ καὶ «ἡ ἀπόφασή της ἦταν σταθερότερη ἀπὸ τὴν ἡλικία της».
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης τὴν ἀποκαλεῖ μεγάλη, ὄχι γιατί ἦταν ἡ μεγαλύτερη στὴν ἡλικία, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν μεγάλο πνευματικὸ ἀνάστημα. Ἦταν ὄντως μεγάλη σὲ ὅλα• στὴν ταπείνωση, τὴν ἀγάπη, τὴν διάκριση, τὴν σωφροσύνη, τὴν ἀνδρεῖα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀνεδείχθη διδάσκαλος καὶ πνευματικὸς ὁδηγὸς τῶν ἀδελφῶν τῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἴδιας τῆς μητέρας της, τῆς ἁγίας Ἐμμέλειας, ἡ ὁποία στὸ τέλος τοῦ ἐπιγείου βίου της ἔγινε μοναχὴ στὸ Μοναστήρι ποὺ ἦταν ἡγουμένη ἡ ὁσία Μακρίνα.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης περιγράφει παραστατικὰ τὴν συνομιλία ποὺ εἶχε μαζί της λίγο πρὶν ἐκείνη ἀναχωρήση ἀπὸ τὴν παροῦσα πρόσκαιρη ζωὴ καὶ ἐνῷ βρισκόταν ἄρρωστη στὸ στρῶμα, καθὼς καὶ τὰ γεγονότα ποὺ ἀκολούθησαν μετὰ τὴν ἔξοδό της. Δηλαδή, τὸ κλάμα τοῦ ἰδίου καὶ τῶν μοναχῶν, ποὺ ἦταν γεμᾶτο πόνο καὶ θλίψη, ἀλλὰ καὶ ἐλπίδα ζωῆς αἰωνίου.
Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία τῆς ὁσίας μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:
Πρῶτον. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετώπισε ἡ ὁσία Μακρίνα τὴν ἀσθένειά της, τὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ἐπίγειας ζωῆς της καὶ τὸν ἐπικείμενο θάνατο, δείχνουν τὴν μεγάλη ἀξία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἡ ὁποία εἶναι τρόπος ζωῆς. Εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς τῶν ἁγίων, ἀλλὰ καὶ ὅλων ἐκείνων ποὺ ἐπιθυμοῦν καὶ ἀγωνίζονται νὰ ἐπιτύχουν τὸν προσωπικό τους ἁγιασμό.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄρρωστος καὶ μάλιστα ὅταν βρίσκεται κοντὰ στὸ τέλος τοῦ ἐπιγείου βίου του, τότε ἀποκαλύπτεται ὁ ἐσωτερικός του κόσμος καὶ βγαίνουν στὴν ἐπιφάνεια ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἶχε ἐπιμελῶς κλεισμένα καὶ ἀφανέρωτα. Καὶ ἐὰν μὲν ἔχει ἐσωτερικὴ καθαρότητα καὶ αὐτὰ ποὺ ἔκρυβε εἶναι οἱ ἀρετές του, ποὺ δὲν τὶς φανέρωνε ἀπὸ ταπείνωση, τότε τὶς τελευταῖες στιγμὲς πρὶν τὴν ἔξοδό του θὰ εἶναι ἤρεμος, εἰρηνικὸς καὶ γαλήνιος καὶ θὰ φύγη προσευχόμενος. Ἐὰν ὅμως ἔχει περάσει τὴν ἐπίγεια ζωή του χωρὶς μετάνοια καὶ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὰ πάθη, τότε μπροστὰ στὸν ἐπικείμενο θάνατο θὰ εἶναι φοβισμένος, θλιμμένος, ταραγμένος καὶ ἀντὶ νὰ προσεύχεται καὶ νὰ ἑτοιμάζεται γιὰ τὸ μεγάλο ταξίδι, θὰ ἀσχολεῖται καὶ θὰ μιλᾶ γιὰ πράγματα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὸν παρόντα αἰῶνα «τὸν ἀπατεῶνα», ἤτοι μὲ τὰ πάθη καὶ τὴν ἁμαρτία, διότι «ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας λαλεῖ τὸ στόμα».
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ἐγκαταλείπουν τὰ ἐγκόσμια προσευχόμενοι καὶ προετοιμασμένοι κατάλληλα μὲ ἐξομολόγηση καὶ θεία Κοινωνία καὶ κυρίως μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς αἰωνίου θείας ζωῆς. Ἡ ἁγία Μακρίνα, τὶς τελευταῖες στιγμὲς τοῦ ἐπιγείου βίου της ἦταν ἤρεμη, προσευχόταν καὶ ἡ ὄψη της ἦταν τόσο φωτεινὴ ποὺ ἔμοιαζε μὲ ἄγγελο. «Μὲ ὑψηλὸ φρόνημα φιλοσοφεῖ γιὰ ὅσα τὴν ἀφοροῦσαν στὴ ζωὴ αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὴν τελευταία της ἀναπνοή... καὶ ἔλεγα πὼς θὰ ἦταν κάποιος ἄγγελος ποὺ κατ’ οἰκονομία εἶχε πάρει ἀνθρώπινη μορφή... καὶ ἔκανε γνωστὴ σὲ ὅλους τὴν διάθεσή της μὲ τὴν βιασύνη της πρὸς τὸν ποθητό της, γιὰ νὰ φθάση τὸ γρηγορότερο κοντὰ Τοῦ ἐλευθερωμένη ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ σώματος... κι ἀφοῦ σταμάτησε νὰ μιλᾶ σὲ μᾶς, μιλοῦσε πιὰ προσευχομένη στὸν Θεό... Ἡ προσευχή της ἦταν τέτοια, ὥστε νὰ μὴν ἀμφιβάλλομε ὅτι καὶ πρὸς τὸν Θεὸ ἀπευθυνόταν καὶ ὅτι ἐκεῖνος τὴν ἄκουε» (Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης).
Δεύτερον. Ὅπως ἀνεφέρθηκε πιὸ πάνω, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης εἶχε συνομιλία μὲ τὴν ἀδελφὴ τοῦ ἁγία Μακρίνα, ποὺ ἀναφερόταν κυρίως στὸ μυστήριο τοῦ θανάτου, τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς. Πρὶν ἀρχίση ὅμως αὐτὴ ἡ συνομιλία, ὁ ἅγιος Γρηγόριος τῆς ἀνέφερε «τὰ βάσανα ποὺ περνοῦσε, πρῶτα ποὺ ὁ βασιλιᾶς Οὐάλης τὸν κατεδίωκε γιὰ τὴν πίστη του καὶ ἔπειτα ποὺ ἡ σύγχυση τῶν Ἐκκλησιῶν τὸν καλοῦσε σὲ ἄθλους καὶ σὲ κόπους» καὶ τότε ἐκείνη τὸν ἔβαλε στὴν θέση του, κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενο, λέγοντάς του ὅτι δὲν πρέπει νὰ παραπονῆται, ἀλλὰ νὰ εὐγνωμονῇ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν Χάρη καὶ τὰ χαρίσματα ποὺ τοῦ ἔδωσε καὶ κατέληξε μὲ τὰ ἑξῆς: «Οὔτε καταλαβαίνεις τὴν αἰτία τόσο μεγάλων ἀγαθῶν, ὅτι εἶναι οἱ εὐχὲς τῶν γονέων μας ποὺ σὲ ἀνεβάζουν τόσο ψηλά, ἐνῷ ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου δὲν ἔχεις καμιὰ ἡ λίγη ἱκανότητα;».
Πράγματι, οἱ εὐχὲς τῶν γονέων εἶναι κάτι τὸ πολὺ σημαντικὸ καὶ διαδραματίζουν σπουδαῖο ρόλο στὴν ἐξέλιξη τῆς ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Σὲ μιὰ «εὐχὴ» τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου τονίζεται τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ συγκεκριμένα λέγεται ὅτι «εὐχαὶ γονέων στηρίζουσι θεμέλια οἴκων». Βέβαια, αὐτὸ γίνεται κυρίως ὅταν οἱ γονεῖς εἶναι σωστοὶ καὶ ἀληθινοί, ἐπειδὴ γονεῖς στὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἁπλῶς γεννοῦν βιολογικά, ἀφοῦ αὐτὸ τὸ κάνουν καὶ τὰ ἄλογα ζῶα, ἀλλὰ ἀληθινοὶ γονεῖς εἶναι ὅσοι ἀναγεννοῦν τὰ παιδιά τους, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι τὰ ἀνατρέφουν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου» καὶ φροντίζουν γιὰ τὴν πνευματική τους ἀναγέννηση, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἐνσωμάτωσή τους στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν οἰκείωση τοῦ τρόπου ζωῆς ποὺ Αὐτὴ προσφέρει. Αὐτῶν των γονέων ἡ εὐχὴ ἔχει ἄλλη βαρύτητα καὶ γίνεται πρόξενος μεγάλης Χάριτος καὶ πλουσίων δωρεῶν καὶ εὐλογιῶν ἀπὸ τὸν δωρεοδότη Κύριο.
Ἡ ὁσία Μακρίνα ἀνεδείχθη ἅγιο τέκνο ἁγίων γονέων, φωτεινὸς ὁδοδείκτης καὶ ἀληθινὸ πρότυπο γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ ποθοῦν τὸν προσωπικό τους ἁγιασμὸ καὶ ἐκζητοὺν ταπεινὰ τὶς πρεσβεῖες της.–
- Προβολές: 3854