Skip to main content

Κώστα Παπαδημητρίου: Μύρα τοῦ Δεκαπενταύγουστου

ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ «ΠΑΝΑΓΙΑ ΑΜΠΕΛΑΚΙΩΤΙΣΣΑ»

Του Κώστα Παπαδημητρίου

ΜΥΡΑ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Μπήκαμε στὸν Αὔγουστο. Καὶ τὸν μῆνα αὐτὸ τὸν ταυτίζουμε μὲ τὴν καπνισμένη εἰκόνα τῆς πεποικιλμένης Κόρης, ποὺ μαντηλοδεμένη περιστοιχίζεται ἀπὸ τὴν Δωδεκάδα τῶν Ἀποστόλων, ποὺ συναθροισμένοι σχίζοντας τοὺς αἰθέρες ἐκ περάτων πέταξαν νὰ κοιμήσουν τὴν Κόρη στὸ κατώφλι τῆς ἐκδημίας Της καὶ τῆς ἀνόδου Της στὰ οὐράνια. Παραστατικότατα ἐγκωμιάζει τὴν Κοίμησή Της ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός:

«Σὲ σήμερον πρὸς τὸν σὸν υἱὸν ἐκδημήσασαν

περιεῖπον ἄγγελοι, ψυχαὶ δικαίων, Πατριαρχῶν τε καί

Προφητῶν’ ἐδορυφόρουν Ἀπόστολοι, θεοφόρων τε

Πατέρων πλῆθος ἄπειρον, ἐκ τῶν τερμάτων τῆς γῆς

τῷ θείῳ του Σοῦ Υἱοῦ προστάγματι ὡς ἐν νεφέλῃ

πρὸς ταύτην τὴν θείαν καὶ ἱερὰν Ἱερουσαλὴμ ἀθροιζόμενοι

καὶ Σοὶ τὴ πηγὴ τοῦ ζωαρχικοῦ τοῦ Κυρίου σώματος,

ὕμνους ἐνθεαστικώτατα λέγοντες»

(Ἐγκώμιον εἰς τὴν Πάνσεπτον Κοίμησιν τῆς Θεομήτορος)

Μεγάλο τὸ γεγονός. Συνταράσσεται ἡ ψυχὴ τοῦ κάθε Χριστιανοῦ ποὺ ζῆ τὸν θρῆνο καὶ τὸν ἀλαλαγμὸ τῆς χαρᾶς ταυτόχρονα. Ἄλαλα μένουν τὰ χείλη του, καὶ τί μποροῦν ν’ ἀρθρώσουν, ποὺ τὴ φωνή τους κουκουλώνει ἡ τύρβη τῆς καθημερινότητας; Δυὸ μεγάλοι τεχνῖτες τοῦ λόγου, φωτισμένοι ἀπ’ τὸ θεϊκὸ φῶς, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Τάκης Παπατσώνης, ποὺ δὲν ξιπάστηκαν ἀπὸ τοὺς ψευτοπροφῆτες μὲ τὰ διαρκῆ κινούμενα καὶ στὴν οὐσία βουβὰ χείλη, ἀλλὰ κρεμάστηκαν ἀπ’ τὴν ἐλπίδα τῆς ζωῆς, τὴν Θεοτόκο, καὶ κράτησαν τὴν εἰκόνα Της, ὅπως τὴν πῆραν ἀπ’ τοὺς Πατέρες, καὶ τὴν γλίτωσαν ἀπὸ κάποιες συναισθηματικὲς διογκώσεις καὶ φιλολογικὲς συσχετίσεις, μίλησαν γιὰ τὸ συγκλονιστικὸ γεγονὸς τῆς Κοίμησής Της. Φανερὴ ἡ δοξολόγηση, ἀποκαλυπτικὴ ἡ ποίησή τους, μελωδίες αἰνέσεως τὰ ποιήματά τους.

Δὲν ἀμφιβάλλουν καὶ οἱ δυὸ πὼς ἡ Κοίμηση τῆς Θεομήτορος στάθηκε ἡ θεϊκὴ ἀγάπη γιὰ ὅλον τὸν κόσμο. Καὶ ὁ πρῶτος θὰ τὴν παρακαλέση:

«Δός μου κι ἐμένα ἄνεση, Παναγία μου,

πρὶν ν’ ἀπέλθω πλέον καὶ δὲν θὰ ὑπάρχω...»

(«Στὴν Παναγιὰ στὸ Πυργί»)

Καὶ ὁ Παπατσώνης θὰ ἐπαναλάβη τὴν παράκληση:

«Πάντα σιμά μου νὰ’ σαί. Θ’ ἀπαυδήσω

δίχως ἐσένα καὶ μετανοῶ...»

(«Τὸ ὑπὲρ χιόνα»)

Τοῦτο ὅμως τὸ συνταρακτικὸ γεγονὸς τῆς Κοίμησης τοὺς συγκίνησε. Ὁ Παπαδιαμάντης γράφει:

«(Θέλω) νὰ βλέπω, νὰ θαυμάζω τὴ μορφή σου

μὲ τὰ ματάκια τὰ κλειστά,

μὲ τὰ χεράκια σταυρωμένα,

κι ὁ Υἱός σου νὰ κρατεῖ τὴν ἄμωμη ψυχή σου

ὡς τρυγόνα στὰ χεράκια.

Οἱ ἀπόστολοι ἐκ περάτων

στὰ σύννεφα ἐπάνω πετῶντας,

οἱ Ἄγγελοι μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια

βλέπουν τὸ θαῦμα τὸ φριχτό!...

(«Στὴν Παναγιά την Κεχριά»)

Κι ὁ Παπατσώνης αἰσθάνεται ἀδύναμος νὰ περιγράψη τὸ μεγάλο θαῦμα καὶ σημειώνει:

«Ἐδῶ χρειάζεται κοντύλι ζωγράφου, στὴ μοναξιά, στὴν προσευχὴ καὶ στὴν προσήλωση, μὲ τὰ ζωογόνα χρώματα τὰ πρῶτα, νὰ ξαναγαλουχήσει τὸ βρέφος-Θεό, νὰ ξαναγράψει τὶς πηγὲς τῆς ἀγάπης, νὰ ξαναδροσίσει τὴ ρίζα τὴ συμπονετική, ν’ ἀποδείξει τί ἀπέραντη εἶναι ἡ ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας, νὰ συναθροίσει πάλι ἐκ περάτων ὅλους ἐκείνους ποὺ μὲ σέβας πολὺ θὰ σταυρώσουν τὰ χέρια τῆς Κόρης μὲ συνοδεία τῶν Ἀγγέλων, μὲ ἠχετικὲς ἁρμονίες καὶ θὰ ἐνεργήσουν ὅπως ἀξίζει ἡ ταφή της, ἀνοίγοντας τὸ δρόμο γιὰ τὴν καθέδρα τ’ οὐρανοῦ, ὅπου ἡ ἀδιάκοπη παράκληση, ἐνῷ τὰ δέντρα τὰ εὐσκιόφυλλα στὴ λιτάνευση, καθὼς τὸ σῶμα περνάει τῆς βασίλισσας, ριγοῦντα καὶ φρίττοντα, θὰ συγκλίνουν γιὰ προσκύνηση σκορπῶντας τὴ δροσιὰ τοὺς μὲ τὸ ἀνέμισμα, ριπίδια τῆς λατρείας, ἀναστυλώνοντας ὅσους μαραίνονται καὶ ἀσθμαίνουν στὶς προτροπὲς τὶς λαῦρες τοῦ καλοκαιριοῦ μας, μισοκαμένες θυμωνιὲς κοντὰ στὸ ἁλώνι, καπνοὶ ποὺ διαλύουν τὶς αὐγουστιάτικες ἁμαρτίες μας...»

(«Ρεμβασμοὶ Δεκαπενταύγουστου»)

Ἡ λατρεία ἀπὸ τοὺς δυὸ παραπάνω λογοτέχνες ἀποδίνεται ὑμνητικὰ στὴν Παναγία μέσῳ τῶν ἔργων τῶν χειρῶν τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ ὀμορφιὰ τῆς φύσης θαμπώνεται ἀπ’ τὴν ἀναφορὰ καὶ τὴ διακονία της στὸ ἀσύγκριτο κάλλος τῆς Κόρης. Στὴν ἐκκλησία μας πάντοτε «τὰ ἄνω τοῖς κάτω συγχορεύει». Καὶ στὶς γιορτὲς τῆς Παναγίας ὁ συγχορὸς αὐτὸς φαίνεται κατακάθαρα. Οἱ ὀμορφιὲς τῆς φύσης δὲν εἶναι ἀπαγορευμένες στὸν ἄνθρωπο. Οὔτε λάθεψαν οἱ πατέρες μας ποὺ γέμισαν τὶς ὄμορφες βουνοπλαγιὲς καὶ τὰ ρομαντικὰ ἀκρογιάλια τῆς πατρίδας μας μὲ μοναστήρια κι ἐξωκκλήσια.

Θὰ πῇ ὁ Παπατσώνης:

«Εἶσαι ἄσπρο ἑλληνικὸ ἐρημοκκλήσι δαρμένο ἀπ’ την ἀντηλιά. Γύρω, γύρω σου ἀμπέλια, μποστάνια, καρποφόρες συκιὲς καὶ κάπου μοναχικὴ καὶ κάποια ἐλιά. Χρυσοφρυγανισμένα τὰ χορτάρια ἀχνίζουνε, ἄχυρα πιὰ κι ἀντὶς γιὰ ἀγγέλους τὰ τζιτζίκια σου κανοναρχοῦν τὸ κάθε ἀπομεσήμερο ἕως ἀργὰ μὲ τὸ δικό τους τρόπο τὸν Παρακλητικὸ Κανόνα...»

(«Ρεμβασμοὶ τοῦ Δεκαπενταύγουστου»)

Καὶ ὁ Παπαδιαμάντης στὴν «Παναγιὰ ἡ Κανίστρα»:

«Κι ἡ χάρη σου ἐξαπλώθηκε ὡς τὰ πέρατα

τοῦ εἰρηνικοῦ νησιοῦ τῆς Σκιάθου

ὦ Παναγιά μου, κόρη πάναγνη, καλή...»

Γιὰ νὰ συνεχίση στὴν «Παναγιὰ στὸ Πυργί»:

«...Χαίρεται ὅλη ἡ ἔρημη ἀκρογιαλιά

κι ὁ βράχος κι ὁ γκρεμὸς ἀντίκρυ τοῦ πελάγου,

ποὺ τὴ χτυποῦν ἄγρια τὰ κύματα...»

Κι ὁ Φραγκούλης τοῦ «Ρεμβασμοὶ τοῦ Δεκαπενταύγουστου» ζωσμένος ἀπὸ τρικυμίες,

«ἐκαλεῖτο μεγάλη τὴ φωνή

τὸν «γλυκασμὸν τῶν Ἀγγέλων

τῶν θλιβομένων τὴν χαράν»

ὅπως ἔλθει εἰς αὐτὸν (ἡ Παναγία)

βοηθὸς καὶ σώτειρα:

«Ἀντιλαβοῦ μου καὶ ρύσαί με

τῶν αἰωνίων βασάνων...»

Τότε μόνον ἡμερώνουν τὰ θεριὰ καὶ τότε κατὰ τὸν παπατσωνικὸ ρεμβασμό:

«τότε μονάχα τ’ ἄλαλα τὰ χείλη

ἴσως ἔρθει ἡ στιγμὴ νὰ λαλήσουν...

Ἄλαλα μένουν τὰ χείλη μόνον ὅσων δὲν κοπιάσαν

γιὰ ν’ ἀκουμπήσουν τὰ ξαναμμένα κεφάλια τους

στὰ γόνατά σου τὰ μητρικὰ ποὺ καταλύουν τὸ μαῦρο πάθος...»

Σ’ ὅλες τὶς ἐκκλησιὲς καὶ σ’ ὅλα τὰ μοναστήρια θὰ γιορτασθῆ τὸ Δεκαπενταύγουστο ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Μὰ πιὸ ἐπίσημα τὸ ξόδι της θὰ ἀναπαρασταθῇ σὲ ἐπίσημη ἀρχιερατικὴ τελετὴ στὸ σπίτι ποὺ διάλεξε ἡ ἴδια καὶ εἶναι γιὰ τὴν Ναυπακτία τὸ μοναστήρι ποὺ φέρει τὸ ὄνομά της, «Παναγία Ἀμπελακιώτισσα». Ἐκεῖ ἐκεῖνες τὶς ὧρες τῆς παραμονῆς, καθὼς θὰ ζυγώνη τὸ γέρμα τῆς μέρας καὶ ἡ καμπάνα θὰ σημαίνη Ἑσπερινό, ἡ φύση θὰ ροδίζη ἀπὸ ὀμορφιά, θὰ λαμπυρίζουν παντοῦ θεϊκὰ ἀχνάρια, ἄψυχα καὶ ἔμψυχα θὰ βγάζουν φωνές, ὅλη ἡ δημιουργία θὰ σφιχτοδένεται μὲ τὴν ψυχή. Καὶ ἡ ὕπαρξή μας θὰ δέχεται συγκλονισμὸ τέτοιον ποὺ ποτὲ δὲ λησμονιέται. Ἐκεῖ κείνη τὴ νύχτα οἱ στιγμὲς γίνονται ἀποκαλυπτικὲς κι ἀκούονται πρωτάκουστες φωνές, γιατί ἡ ζωὴ γυμνώνεται τὴν ἀπάτη την ἠμερινὴ καὶ γεφυρώνεται τὸ ἀβυσσαλέο χάος ποὺ χωρίζει τὸ πλάσμα ἀπὸ τὸν Πλάστη. Καταπαύει ὁ θόρυβος τῆς ἀλαζονίας καὶ ἡ ψυχὴ σὲ κατάσταση παρθενικῆς καθαρότητας δέχεται ἀγγελικὰ μηνύματα.

Κάτι κρυφὸ ζυγιάζεται κεῖνες τὶς ὧρες στὰ ἐσώτατα τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε σὰν Ἥλιος, εἴτε σὰν Σελήνη, θρονιάζεται καταμεσῆς στὴν ψυχὴ σὺ καὶ σοῦ χαρίζει τὴ λάμψη ἑνὸς σκότους. («Ἡ Πέτρα»)

Θὰ τὸ πῇ κι ὁ Παπατσώνης:

«Μόλις τὸ βράδυ σιγοπέσει

συλλογισμὸς γλυκός, ἀόρατη ζέση

φαντασία γλυκύτατη μὲ παραλύει

ἀνθοπερίχυτο ὅραμα μὲ περιλούζει.

Σὲ λίγο τὸ ὅραμα πλαταίνει

καὶ κρατᾶ τὴ δροσιὰ ὅλο τὸ βράδυ.

Λιτανεία μελωδικὴ περνάει μπροστά μου.

Κάποιο μυστήριο συντελεῖται

ἀϋλώνεται ὁ τόπος. Ὅλα εἶναι θάμβος κι ἔκσταση.

Ἡ Σώτειρα ὅσων χωλαίνουν στὴν ψυχή

τῶν ἁμαρτωλῶν, τῶν ἁπλοϊκῶν καὶ τῶν δυστυχισμένων.

Κείνη τὴν ὥρα σηκώνεται τὸ δροσερὸ ἀεράκι

κι ὅλα τὰ ρίγη τῆς φύσης κι ὅλα τὰ κελαηδήματα τῶν πουλιῶν

ψιθυριστὰ ψέλνουν:

«Εὐφραίνονται τὰ οὐράνια κι ἀγάλλονται τὰ ἐπίγεια...»

Καὶ κλείνει μὲ τοὺς στίχους του «Γιὰ τὴν Κοίμηση τῆς Παναγίας»:

«....Μ’ αὐτὴν συμπαραστάτη τί νὰ φοβηθοῦμε πιά;

Νά την! Ἕτοιμη εἶναι στοργικὰ νὰ μᾶς φυλάξει

στὴν ἴδια τήν εὐρύχωρη ἀγκαλιά, ποὺ κι ἄλλοτε γιὰ μᾶς

βρέφος γαλούχησε Ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἀφήνει

νὰ πεινάσει οὔτε ἕνα πουλάκι.

Ψοφοειδεῖς ἐμεῖς κι ἀνήμποροι, ἂν καλυφτοῦμε,

μωρὰ περίφοβα, μὲς’ τὶς πτυχὲς τοῦ Μανδύα της

θὰ προχωρήσουμε, σερνάμενοι στὴν ἀρχή

κλαυθμηριστὲς καὶ λίγο λίγο ξεθαρρεμένοι

στό, ὅσο κι ἂν εἶναι φοβερό, τὸ Βῆμα. Ἡ Κόρη

αὐτή μας ἀνάλαβε, ποὺ ἔχει ταχτεί

νὰ σώσει τὸ ἀπολωλός...»

  • Προβολές: 2942