Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἡ φωτιὰ καὶ ἡ ἔχιδνα
Πρωτοπρεσβύτερου π. Θωμᾶ Βαμβίνη
Μὲ τὶς πληγὲς τῶν πυρκαγιῶν τοῦ Καλοκαιριοῦ ἀνοικτὲς μπήκαμε στὸ νέο ἐκκλησιαστικὸ καὶ σχολικὸ ἔτος. Τὰ σχολεῖα ἄνοιξαν καὶ ἡ Ἐκκλησία συνέχισε τὴν ἀδιάλειπτη λειτουργία της. Τέτοιες ἀφετηρίες –κυρίως ὅταν εἶναι πληγωμένες ἀπὸ τραγικὰ γεγονότα– δίνουν ἀφορμὴ γιὰ συζητήσεις οὐσιωδῶν θεμάτων. Στὸ σημείωμα αὐτὸ τὴν ἀφορμή μας δίνει μιὰ ἄποψη ποὺ ἀκούσθηκε σχετικὰ μὲ τὶς αἰτίες τῶν καταστροφικῶν πυρκαγιῶν. Σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψη αὐτὴ σημαντικὸς ὑπαίτιος τῶν πυρκαγιῶν εἶναι ἡ παιδεία τῶν Νεοελλήνων. Δὲν θὰ σχολιάσουμε τὸ ἂν εἶναι σωστὴ αὐτὴ ἡ ἄποψη ἡ ὄχι, μόνο θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἀπαντήσουμε στὸ ἐρώτημα: Ἐμεῖς τὰ θνητὰ λογικὰ πλάσματα ἀπὸ ποιά παιδεία ἔχουμε ἀνάγκη;
Ἀντὶ νὰ ποῦμε γενικὰ καὶ θεωρητικὰ πράγματα θὰ ἐκμεταλλευθοῦμε τὸν μεστὸ καὶ συνοπτικὸ λόγο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀνοίγει ἀπέραντους ὁρίζοντες, βάθη καὶ ὕψη, χωρὶς νὰ μᾶς ἀφήνη νὰ χάσουμε τὴν γῆ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μας. Στὴν συνέχεια θὰ παρουσιάσουμε τὸ περιεχόμενο τοῦ 23ου κεφαλαίου ἀπὸ τὴν τέταρτη ἑκατοντάδα τοῦ ἔργου τοῦ «Περὶ θεολογίας καὶ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ». Ὁ ἅγιος Μάξιμος στὸ κεφάλαιο αὐτὸ ἑρμηνεύει τὸ γεγονὸς τοῦ ναυαγίου του ἀπ. Παύλου, τὸ ὁποῖο συνέβη ὅταν ὁ Ἀπόστολος ὁδηγεῖτο στὴν Ρώμη διὰ θαλάσσης, μετὰ τὴν ἐπίκληση τοῦ Καίσαρος. Ὁ ἅγιος Μάξιμος βλέπει τὰ γεγονότα ἀπὸ τὴν ἐσωτερική τους ὄψη. Στὸ συγκεκριμένο κεφάλαιο ἐπικεντρώνει τὴν προσοχή του σὲ ὅσα συνέβησαν μετὰ τὴν ἀποβίβαση τοῦ ἀπ. Παύλου στὴ νῆσο Μελίτη.
Οἱ ἰθαγενεῖς τοῦ νησιοῦ δέχθηκαν ὅλους τοὺς ναυαγούς, 276 στὸν ἀριθμό, μὲ πολὺ καλὸ τρόπο, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὸ κείμενο τῶν Πράξεων τοὺς «παρεῖχον οὐ την τυχοῦσαν φιλανθρωπίαν». Τοὺς ἄναψαν φωτιὰ γιὰ νὰ ζεσταθοῦν, γιατί ἔκανε πολὺ κρύο καὶ ἔβρεχε. Στὸ ἄναμμα τῆς φωτιᾶς βοήθησε καὶ ἀπ. Παῦλος. Μάζεψε φρύγανα, ξερὰ ξύλα, καὶ τὰ ἔριξε πάνω στὴν φωτιά. Τότε συνέβη ἕνα γεγονὸς ποὺ ἔκανε τοὺς ἰθαγενεῖς νὰ ἐκπλαγοῦν. Μιὰ ὀχιὰ ἀπὸ τὴν θέρμη τῆς φωτιᾶς τινάχθηκε καὶ δάγκωσε τὸ χέρι του ἀπ. Παύλου. Τὸ θέαμα τῆς ὀχιᾶς, τῆς κρεμασμένης ἀπὸ τὸ χέρι του ἀπ. Παύλου, ἔκανε τοὺς ἰθαγενεῖς νὰ ποῦν: «πάντως φονεὺς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος οὗτος, ὀν διασωθέντα ἐκ τῆς θαλάσσης ἡ δίκη ζῆν οὐκ εἴασεν». Ἡ θεία δίκη, δηλαδή, μετὰ τὴν διάσωσή του ἀπὸ τὴν θάλασσα, δὲν τὸν ἄφησε νὰ ζήση. Καὶ περίμεναν νὰ πρησθῇ καὶ νὰ πέση κάτω νεκρός. Ὁ ἀπ. Παῦλος τίναξε ἀπὸ τὸ χέρι του τὸ φαρμακερὸ φίδι καὶ τὸ ἔριξε μέσα στὴν φωτιά, χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ πάθη τίποτε. Καθὼς περνοῦσαν οἱ ὧρες, βλέποντας οἱ ἰθαγενεῖς τον ἀπ. Παῦλο νὰ ζῆ, μετέβαλαν γνώμη καὶ ἔλεγαν «Θεὸν αὐτὸν εἶναι». Ὁ ἅγιος Μάξιμος παίρνει τὰ στοιχεῖα αὐτῆς τῆς ἱστορίας καὶ μᾶς δείχνει τὸ πνευματικό τους νόημα, μὲ τὸ ὁποῖο πιστεύουμε ὅτι σκιαγραφεῖται ἡ παιδεία, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῇ ὁλοκληρωμένη.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος γράφει ὅτι ὁ «ζοφερὸς χειμῶνας», ποὺ εἶχε ὡς συνέπεια τὸ ναυάγιο τοῦ πλοίου στὸ ὁποῖο ἐπέβαινε ὁ ἀπ. Παῦλος «τὸ βάρος εἶναι τῶν ἀκουσίων πειρασμῶν τεκμαίρομαι». Τὸ ναυάγιο ἦταν ὄντως ἕνας ἀκούσιος πειρασμός. Ἀκούσιοι πειρασμοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ δὲν ὀφείλονται στὴν δική μας ἐμπάθεια, ἀλλὰ εἶναι γεγονότα ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν θέληση καὶ τὴν ἐπιθυμία μας. Εἶναι γεγονότα ποὺ δοκιμάζουν τὴν πίστη μας στὴν πρόνοια καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Οἱ πειρασμοὶ αὐτοὶ συχνὰ δημιουργοῦν στὴν ψυχή μας κατήφεια. Γύρω μας ὅλα σκοτεινιάζουν. Ἡ χαρά, ποὺ εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν μένει μέσα μας. Αὐτὴ ἡ συχνὴ σὲ πολλοὺς βαριὰ κατάσταση, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Μάξιμο, θεραπεύεται ἀπὸ τὴν σταθερή, ἀδιάπτωτη γνώση τοῦ νοήματος τῶν θλιβερῶν γεγονότων, ἀλλὰ καὶ τοῦ νοήματος ὅλης τῆς ὁρατῆς κτίσεως, καθὼς καὶ τῆς ὑπάρξεώς μας. Τὴν χρησιμότητα, ἀλλὰ καὶ τὶς προϋποθέσεις αὐτῆς τῆς γνώσης, τὶς περιγράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος μέσα ἀπὸ τὴν περιπέτεια τοῦ ἀπ. Παύλου. Κάθε στοιχεῖο τῆς ἱστορίας τὸ μεταφέρει στὸ ἐπίπεδο τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας. Τὸ βλέπει μὲ ἄλλα μάτια. Τὰ νοήματα ποὺ διατυπώνει δείχνουν ὅτι τὸ βλέπει μὲ μάτια σὰν τῶν τριῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μεταμορφώθηκαν καὶ εἶδαν στὸ ὅρος Θαβὼρ τὸ φυσικὸ ἄκτιστο φῶς τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος, λοιπόν, στὸ νησὶ ποὺ ἔφθασε ὁ ἀπ. Παῦλος μὲ τοὺς συνταξιδιῶτες του, μετὰ τὸν βασανισμὸ ἀπὸ τὰ κύματα, βλέπει «τὴν παγίαν ἕξιν τῆς θείας ἐλπίδος». Ἡ ἐλπίδα στὸν Θεὸ εἶναι τὸ ἄσειστο σταθερὸ ἔδαφος, ποὺ μᾶς σώζει ἀπὸ τοὺς κλυδωνισμοὺς τῶν ἀκουσίων πειρασμῶν. Ἡ ἐλπίδα, βέβαια, εἶναι «παγία καὶ ἄσειστος» καὶ μᾶς σώζει ὅταν εἶναι «ἕξις», δηλαδὴ μόνιμη συνήθεια τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία σὲ κάθε πνιγηρὴ κατάσταση αὐτομάτως βρίσκει διέξοδο στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Στὴν συνέχεια ὁ ἅγιος Μάξιμος στὴν φωτιὰ ποὺ ἄναψαν οἱ ἰθαγενεῖς βλέπει «τὴν ἕξιν τῆς γνώσεως». Ἡ γνώση γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶ δὲν εἶναι μιὰ ψυχρὴ διανοητικὴ διαδικασία ἡ ἀδιάφορη μνήμη κάποιων πραγμάτων ποὺ διαβάσαμε ἡ πληροφορηθήκαμε. Εἶναι φωτιὰ ποὺ καίει στὸ νοῦ καὶ θερμαίνει ὅλη τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς δημιουργίας Του. Στὰ φρύγανα, κατόπιν, ποὺ μάζεψε ὁ ἀπ. Παῦλος γιὰ νὰ «θρέψη» τὴν φωτιὰ βλέπει ὁ Ἅγιος «τὴν τῶν ὁρωμένων φύσιν». Μάζεψε ἀπὸ τὴν φύση ποὺ ἔβλεπε γύρω του, ὄχι μόνο μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος, ἀλλὰ μὲ τὴν «ψηλαφητικὴ» δύναμη τοῦ νοῦ, τὰ νοήματα ἐκεῖνα ποὺ τρέφουν τὴν φωτιὰ τῆς γνώσεως. Τῆς γνώσεως ποὺ θεραπεύει την «προστριβείσαν» στὴν διάνοια κατήφεια.
Προχωρεῖ ὅμως ὁ ἅγιος Μάξιμος καὶ ἀσχολεῖται καὶ μὲ τὴν ὀχιὰ ποὺ δάγκωσε τὸ χέρι του ἀπ. Παύλου. Στὴν ὀχιά, λοιπόν, βλέπει «τὴν λανθανόντως ἐγκεκρυμμένην τὴ φύσει τῶν αἰσθητῶν πονηρὰν καὶ ὀλέθριον δύναμιν», ποὺ μᾶς κτυπᾶ «στὸ πρακτικὸ κίνημα τοῦ νοῦ». Ὁ πονηρὸς χρησιμοποιεῖ τὴν φύση τῶν αἰσθητῶν, τὰ πράγματα ποὺ βλέπουμε, προκειμένου νὰ μᾶς θανατώση πνευματικά. Κρύβεται μέσα σ’ αὐτά, ὥστε νὰ μὴν τὸν ἀντιλαμβανόμαστε. Δὲν εἶναι δικά του. Οὔτε αὐτὰ εἶναι ἀπὸ τὴν φύση τους βλαπτικὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ «καλὰ λίαν». Μέσα τους ὑπάρχει ὁ δημιουργικὸς λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ δημιουργικὴ Τοῦ δύναμη. Ὁ πονηρός τα σφετερίζεται. Διαστρέφει τὴν χρήση τους. Θέλει νὰ ὀδηγήση ὅλους τοὺς ἀνθρώπους στὴν παράχρησή τους. Νὰ τοὺς ἐγκλωβίση μέσα στὶς ὑλικὲς ἀπολαύσεις, μέσα στὸ κυνήγι ἐγκόσμιων ἐπιδιώξεων, χωρὶς ἀναζητήσεις ὑψηλότερες, πνευματικότερες, θειότερες.
Ὁ «διορατικὸς νοῦς», ὅμως, δὲν ἐγκλωβίζεται, δὲν νικιέται ἀπὸ τὸν πνευματικὸ θάνατο. Ὅπως ὁ ἀπ. Παῦλος πετᾶ ἀπὸ πάνω του τὴν προσβολὴ τοῦ πονηροῦ καὶ τὴν κατακαίει, σὰν σὲ φωτιά, μέσα στὸ φῶς τῆς γνώσεως, τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, ποὺ φωτίζει τὸν νοῦ, καὶ τὸν κάνει ἱκανὸ νὰ βλέπη τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ σ’ ὅλη τὴν κτίση, καὶ μὲ τὰ νοήματα ποὺ προσλαμβάνει ἀπ’ αὐτὴν νὰ ἀνάβη περισσότερο τὴν φωτιὰ τῆς θείας γνώσεως. Ὁλοκληρωμένη, λοιπόν, παιδεία εἶναι συνοπτικὰ αὐτὴ ποὺ μαθαίνει στὸν ἄνθρωπο τὴν ὑπομονὴ στοὺς ἀκούσιους πειρασμούς, τὴν ἑδραίωση στὴν «ἄσειστη» ἐλπίδα, τὴν ὀρθὴ χρήση τῶν πραγμάτων μὲ τὴν ἀπόκρουση τῶν πειρασμῶν τοῦ πονηροῦ. Εἶναι τὸ ἄναμμα μέσα στὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ τῆς «γνωστικῆς φωτιᾶς», μιᾶς φωτιᾶς διανοητικῆς καὶ ὑπαρξιακῆς γνώσεως, τὴν ὁποία τρέφουν, σὰν φρύγανα, τὰ νοήματα ποὺ ἀντλεῖ ἡ «ψηλαφητικὴ» δύναμη τοῦ νοῦ, ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ πράγματα. Στὴν παιδεία αὐτὴ ἡ ἐπιστήμη τῆς φύσης ποὺ μᾶς περιβάλλει, γενικὰ ἡ ἐπιστήμη τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἐμποτισμένη ἀπὸ τὸ νόημα καὶ τὴν προοπτικὴ τῆς πατερικῆς θεολογίας.
Γιὰ νὰ εἴμαστε ρεαλιστὲς αὐτὴν τὴν ὁλοκληρωμένη παιδεία δὲν πρέπει νὰ τὴν περιμένουμε ἀπὸ κανένα σχολεῖο, δημόσιο ἡ ἰδιωτικό, παρὰ μόνον ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅταν φυσικὰ οἱ ποιμένες της λειτουργοῦμε μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἀποστολικῆς καὶ πατερικῆς παραδόσεως.–
- Προβολές: 3166