Ἀπὸ τὸ ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ἅγιος μάρτυς Εὐψύχιος, 7 Σεπτεμβρίου
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ὁ ἅγιος Εὐψύχιος ἔζησε μεταξὺ 1ου καὶ 2ου αἰῶνα μ. Χ. στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Ἀνδριανοῦ. Ἀπὸ μικρὸς κατηχήθηκε στὴν ὀρθόδοξη πίστη, βαπτίσθηκε καὶ ἔγινε ζωντανὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Καταγόταν ἀπὸ εὔπορη οἰκογένεια, ἀλλά, κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων, μοίρασε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχοὺς καὶ ζοῦσε μὲ ἑκούσια φτώχεια καὶ ἁπλότητα.
Συνελήφθη, μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους, καὶ διετάχθη νὰ θυσιάση στὰ εἴδωλα. Ὅπως ἦταν φυσικό, ἀρνήθηκε νὰ τὸ κάνη καὶ γι’ αὐτὸ βασανίσθηκε ἀπάνθρωπα. Ἀφοῦ εἶδε ὁ εἰδωλολάτρης ἡγεμόνας ὅτι παρὰ τὰ σκληρὰ βασανιστήρια δὲν ἀρνήθηκε τὴν πίστη του ἀλλὰ ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὸν Χριστὸ ὡς Θεὸν καὶ Σωτῆρα τῶν ἀνθρώπων, διέταξε καὶ τὸν ἔριξαν αἱμόφυρτο στὴν φυλακή, ἀφοῦ προηγουμένως τὸν βασάνισαν ἀπάνθρωπα καὶ τοῦ ξέσκισαν τὰ πλευρά. Τέλος, ἐπειδὴ ἐξακολουθοῦσε νὰ ζῆ, τὸν ἀπεκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ μάρτυς Εὐψύχιος ἦταν προστάτης καὶ πολιοῦχος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Καισαρείας της Καππαδοκίας, ὅπως μπορεῖ κανεὶς νὰ διαπιστώση καὶ ἀπὸ τὴν ἀλληλογραφία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας. Σὲ ἐπιστολὴ τοῦ πρὸς τὸν ἅγιον Εὐσέβιο, Ἐπίσκοπο Σαμοσάτων, μεταξὺ τῶν ἄλλων, τὸν προσκαλεῖ στὴν Καισάρεια καὶ εὔχεται ἡ ἐπίσκεψή του νὰ συμπέση μὲ τὴν πανήγυρη τοῦ πολιούχου της Καισαρείας, μάρτυρος Εὐψυχίου. «Τοῦτο δὲ (ἡ ἐπίσκεψή σας) ἐὰν εἶναι δυνατὸν νὰ συμβῇ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς συνάξεως, τὴν ὁποία κατ’ ἔτος πραγματοποιοῦμεν ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς μνήμης τοῦ μακαρίου μάρτυρος Εὐψυχίου, κατὰ τὴν ἑβδόμη Σεπτεμβρίου, ἡ ὁποία ἤδη προσεγγίζει». Καὶ ἐπειδὴ πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Εὐψυχίου ἐτελεῖτο ἡ ἐπέτειος τῆς ἱδρύσεως τοῦ Πτωχοτροφείου, γι’ αὐτὸ καὶ πρὸς τὸν ἅγιον Ἀμφιλόχιο, Ἐπίσκοπο Ἰκονίου, γράφει: «Λοιπόν, γιὰ νὰ δοξασθῇ ὁ Κύριος καὶ οἱ λαοὶ νὰ εὐφρανθοῦν καὶ οἱ μάρτυρες νὰ τιμηθοῦν καὶ μεὶς οἱ γέροντες νὰ ἀπολαύσουμε τὴν τιμὴ ποὺ μᾶς ὀφείλεται ἀπὸ γνήσιο τέκνο, κάμε μας τὴν χάρη, χωρὶς δισταγμό, νὰ ἔλθης ὡς ἐδῶ, καὶ μάλιστα πρὶν ἀπὸ τὶς ἡμέρες τις συνόδου, οὕτως ὥστε νὰ συζητήσουμε μὲ ἄνεση καὶ νὰ παραμυθήσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον διὰ τῆς κοινωνίας τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων. Ἡ ἡμέρα δὲ εἶναι ἡ ἑβδόμη Σεπτεμβρίου. Γι’ αὐτὸ σὲ παρακαλοῦμεν νὰ φθάσης τρεῖς ἡμέρες νωρίτερα, γιὰ νὰ λαμπρύνης μὲ τὴν παρουσία σου καὶ τὴν ἐπέτειο τοῦ Πτωχοτροφείου».
Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία τοῦ ἐνδόξου μάρτυρος Εὐψυχίου μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:
Πρῶτον. Ὡς ἡμέρα μνήμης τῶν ἁγίων ὁρίζεται ἡ ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς τους, ἐπειδὴ εἶναι ἡ γενέθλιος ἡμέρα τους. Δηλαδή, ἡ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἐξῆλθαν ἀπὸ τὴν παροῦσα πρόσκαιρη ζωὴ καὶ εἰσῆλθαν στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι ἡμέρα πένθους, πόνου καὶ θλίψεως, ἀλλὰ ἡμέρα χαρᾶς, εὐφροσύνης καὶ πανηγύρεως γιὰ ὅλη τὴν Ἐκκλησία καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὴν Τοπικὴ Ἐκκλησία, ποὺ πανηγυρίζει καὶ τιμᾶ ἰδιαίτερα τὸν πολιοῦχο της. Καὶ κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτή, τῆς πανηγύρεως, πραγματοποιεῖται στὸν ἱερὸ Ναὸ ποὺ πανηγυρίζει, σύναξη τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, Κληρικῶν καὶ λαϊκῶν. «Σήμερον συγκαλεῖται ἡμᾶς ἡ τοῦ ἐνδόξου μάρτυρος πανήγυρις, εὐφραίνουσα πάντας τοὺς φιλεόρτους...».
Ἀξίζει ἐδῶ νὰ σημειωθῇ ὅτι καὶ στὶς μνῆμες τῶν ἁγίων προσκομίζονται κόλλυβα στοὺς Ἱεροὺς Ναούς, ἀλλὰ δὲν τελεῖται «Τρισάγιο» καὶ δὲν ἀναγινώσκεται ἡ εὐχὴ «Μετὰ πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων...», διὰ τῆς ὁποίας παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τους, ἀλλὰ ἡ εὐχὴ «Ὁ πάντα τελεσφορήσας τῷ λόγῳ σοῦ Κύριε καὶ κελεύσας τὴ γῆ παντοδαποὺς ἐκφύειν καρποὺς εἰς ἀπόλαυσιν καὶ τροφὴν ἡμετέραν...», διὰ τῆς ὁποίας ἐκζητοῦμε τὶς εὐχές, προσευχὲς καὶ πρεσβεῖες τῶν ἁγίων. Ἡ εὐχαριστιακὴ σύναξη τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ πάντοτε ἀφορμὴ χαρᾶς καὶ πανηγύρεως, ἰδιαίτερα ὅμως κατὰ τὶς πανευφρόσυνες ἡμέρες τῶν Δεσποτικῶν καὶ Θεομητορικῶν ἑορτῶν, ἀλλὰ καὶ στὶς μνῆμες τῶν ἁγίων καὶ μάλιστα τοῦ Πολιούχου ἁγίου τῆς ἐκκλησιαστικῆς Κοινότητος, ὁ ὁποῖος συγχαίρει καὶ συναγάλλεται μαζὶ μὲ τοὺς πιστοὺς καὶ «προεξάρχει τῆς πανηγύρεως». Ἡ συμμετοχὴ στὶς πανηγύρεις Κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ἀπὸ διάφορα μέρη εἶναι παλαιὰ συνήθεια καὶ ἀποτελεῖ εὐκαιρία πνευματικοῦ ἀνεφοδιασμοῦ, ἀλλὰ καὶ προσωπικῆς ἐπικοινωνίας μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Δεύτερον. Ὁ πρῶτος μακαρισμὸς τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται στὴν πνευματικὴ πτωχεία καὶ μακαρίζονται οἱ «πτωχοὶ τῷ πνεύματι». Πτωχοὶ τῷ πνεύματι δὲν εἶναι οἱ βλᾶκες καὶ οἱ ἀνόητοι, ὅπως νομίζουν πολλοί, ἀλλὰ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀναγνωρίζουν τὴν πνευματική τους ἔνδεια καὶ φτώχεια, δηλαδὴ οἱ ταπεινοί. Αὐτοὶ ἀγαποῦν καὶ τὴν ὑλικὴ φτώχεια καὶ μάλιστα σὲ τέτοιον βαθμό, οὕτως ὥστε ὅταν δὲν τὴν ἔχουν, φροντίζουν νὰ τὴν ἀποκτήσουν διὰ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐλεημοσύνης. Καὶ τὸ κάνουν αὐτὸ ἀπὸ μεγάλη ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ γιατί γνωρίζουν ἀπὸ τὴν πεῖρα τους ὅτι ἀληθινὸς πλοῦτος εἶναι ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία προσφέρει πλήρωμα καὶ νόημα ζωῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι, ὅπως ἀκριβῶς οἱ Ἀπόστολοι, πλούτισαν καὶ πλουτίζουν πολλούς, ἐπειδὴ εἶναι οἱ «μηδὲν ἔχοντες καὶ τὰ πάντα κατέχοντες» (Β Κόρ. στ 10).
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος γνώρισε ἐμπειρικὰ τὸν Χριστὸ αἰσθάνεται ἐσωτερικὴ πληρότητα καὶ γι’ αὐτὸ τὰ ὑλικὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου φαντάζουν μπροστά του σὰν ἄχρηστα ἀντικείμενα, σὰν σκύβαλα, ὅπως ἀκριβῶς συνέβαινε καὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι «ἡγοῦμαι πάντα ζημίαν εἶναι διὰ τὸ ὑπερέχον τῆς γνώσεως Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ Κυρίου μου, δι’ ὀν τὰ πάντα ἐζημιώθην, καὶ ἡγοῦμαι σκύβαλα εἶναι ἵνα Χριστὸν κερδήσω» (Φιλιπ. γ 8).
Οἱ διάφορες κοινωνικὲς ἀνωμαλίες καὶ τὰ μικρὰ ἡ μεγάλα προβλήματα στὴν κοινωνία προξενοῦνται ἀπὸ ἀνθρώπους ἄρρωστους πνευματικά, ποὺ κυριαρχοῦνται ἀπὸ τὸ πάθος τῆς φιλαυτίας, ἀπὸ τὸ ὁποῖο γεννοῦνται καὶ ὅλα τὰ ἄλλα πάθη ὅπως τῆς φιλαργυρίας, τῆς φιληδονίας, τῆς κενοδοξίας κ.λ.π. Οἱ ἅγιοι, ὡς κεκαθαρμένοι ἀπὸ τὰ πάθη καὶ πνευματικὰ ὑγιεῖς ἀποτελοῦν πηγὴ εὐλογίας γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν κτίση, γιὰ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη.–
- Προβολές: 3578