Skip to main content

Ἡ εὐγονικὴ καὶ εὐθανασιακὴ νοοτροπία τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Δημοσιεύουμε σὲ δύο τμήματα τὴν εἰσήγηση ποὺ ἔκανε ὁ Σεβασμιώτατος στὸ Ἱερατικὸ Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς, τὴν 7η Ἰουνίου ε.ε. (βλ. τεύχ. 133).

***

Παρατηροῦμε ὅτι ἡ ἐποχή μας διακρίνεται ἀπὸ μιὰ εὐγονικὴ καὶ εὐθανασιακὴ νοοτροπία, καὶ τὶς ἐκδηλώσεις αὐτῆς τῆς νοοτροπίας τὶς βλέπουμε καθημερινὰ στὴν ζωὴ τῶν συνανθρώπων μας, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς αὐτὸ ἐπηρεάζει καὶ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους.

Θεολογικὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τόσο ἡ εὐγονικὴ ὅσο καὶ ἡ εὐθανασιακὴ νοοτροπία συνδέεται μὲ τὸ πάθος τῆς φιλαυτίας καὶ τῆς εὐζωΐας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀπολυτοποίησης τῆς παρούσης ζωῆς, μὲ τὴν παραθεώρηση τῆς μετὰ τὸν θάνατον ζωῆς. Στὴν πραγματικότητα πρόκειται γιὰ μιὰ νοοτροπία ποὺ ἀρνεῖται τὴν θνητότητα καὶ παθητότητα, τὸν πόνο ποὺ συνδέεται μὲ αὐτές, ἀλλὰ παραθεωρεὶ καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἐνῷ ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος εἶναι δεδομένα καὶ συνδέονται μὲ τὸν Θεό, οἱ ἄνθρωποι τὰ ἰδιοποιοῦνται καὶ συμπεριφέρονται ὡς ἰδιοκτῆτες. Τὰ συνθήματα ποὺ ἐπικρατοῦν περὶ τῆς «διαχειρίσεως καὶ ἐπιλογῆς τῆς ζωῆς» καὶ τῆς «διαχειρίσεως τοῦ θανάτου» καὶ τοῦ δικαιώματος στὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο συνιστοῦν μιὰ διαφωτιστικὴ νοοτροπία ποὺ ἀπολυτοποιεῖ καὶ αὐτονομεῖ τὴν ἀνθρώπινη ζωή. Νομίζει κανεὶς ὅτι καὶ στὸ θέμα αὐτὸ ἐφαρμόζεται πρακτικὰ ἡ θεωρία τοῦ ὑπερανθρώπου του Νίτσε.

Ὅπως εἶναι γνωστὸν ὁ Νίτσε εἶναι ὁ ἐκφραστικότερος ἐκπρόσωπος μιᾶς τάσης ποὺ ἀναπτύχθηκε στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος ποὺ χαρακτηρίζεται ὡς «φιλοσοφία τῆς ζωῆς». Μεταξὺ τῶν ἄλλων ὁ Νίτσε διακηρύσσει ὅτι οἱ ἠθικὲς ἔννοιες δὲν εἶναι ἀντικειμενικές, ὅπως διατυπώνεται στὸ βιβλίο του «Ἀνθρώπινα, πάρα πολὺ ἀνθρώπινα» καὶ ἀκόμη ὅτι ὁ μόνος ὑπαρκτὸς κόσμος εἶναι ὁ φυσικὸς κόσμος ὅπως διατυπώνεται στὸ βιβλίο τοῦ «Πέραν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ». Στὰ βιβλία τοῦ «Τάδε ἔφη Ζαρατούστρας» καὶ «Ἡ θέλησις πρὸς δύναμιν» παρουσιάζεται ἡ δική του ἀξία, ποὺ εἶναι ἡ δύναμη, ἡ ὑγεία καὶ ἡ εὐτυχία. Γενικά, «ὁ ὑπεράνθρωπος» τοῦ Νίτσε διακρίνεται γιὰ τέσσερα γνωρίσματα, ἤτοι ὁ Θεὸς πέθανε, ἡ μὴ λύπη γιὰ τὸν πλησίον, ὁ ἀνεύθυνος καὶ ἀνελέητος πόθος γιὰ τὴν ἐξουσία καὶ ὅλα ἐπιτρέπονται. Ἡ ρήση του Ντοστογιέφσκι «δίχως Θεὸ ὅλα ἐπιτρέπονται» ἐκφράζει ἀπόλυτα τὴν νιτσεϊκὴ θεωρία. Νομίζει κανεὶς ὅτι μερικὲς ἀπολυτοποιημένες ἀπόψεις γύρω ἀπὸ θέματα τῆς γενετικῆς μηχανικῆς, τῆς εὐγονικῆς καὶ τῆς εὐθανασίας ἐκφράζουν ἀπόψεις τῆς νιτσεϊκῆς φιλοσοφίας.

Εἶναι εὐνόητον ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ ποιμαίνη τὸν συγκεκριμένο ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς καὶ νὰ τὸν βοηθᾶ νὰ ὑπερβαίνη τὰ προβλήματά του καὶ στὴν πραγματικότητα νὰ ἐπιλύη τὰ ὑπαρξιακά του ἐρωτήματα, ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο. Ὅσο κι ἂν προχωρῇ ἡ ἐπιστήμη καὶ ἀναπτύσσσεται ὁ τεχνολογικὸς πολιτισμός, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἴδιος, μὲ τὰ αἰώνια ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα ποὺ τὸν βασανίζουν. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία θὰ πρέπη νὰ ἀντιμετωπίζη ὅλα τὰ προβλήματα ποὺ ἀπασχολοῦν τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο μέσα ἀπὸ τὴν θεολογική της προοπτική, ποὺ εἶναι ἡ σωτηρία του. Ἔτσι, ἡ ποιμαντικὴ εἶναι ἡ προσπάθεια τῆς Ἐκκλησίας νὰ ὀδηγήση τὸν συγκεκριμένο ἄνθρωπο, κάθε ἐποχῆς καὶ κάθε νοοτροπίας, στὴν κατὰ Χάρη θέωση, τὴν ἐν-Χρίστωσή του.

Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια τὸ θέμα «ἡ ποιμαντικὴ τῆς Ἐκκλησίας στὴν εὐγονικὴ καὶ εὐθανασιακὴ ἐποχή μας» εἶναι σημαντικὸ καὶ ἀναγκαῖο.

1. Οἱ ὅροι εὐγονία καὶ εὐθανασία

Πρὶν προχωρήσουμε στὸ νὰ δοῦμε τὰ προβλήματα τῆς εὐγονικῆς καὶ τῆς εὐθανασιακῆς νοοτροπίας θὰ πρέπη, ὅπως γίνεται σὲ ὅλες τὶς ἐπιστῆμες, νὰ γίνη μιὰ ἀνάλυση τῶν ὅρων εὐγονία καὶ εὐθανασία, ὅπως χρησιμοποιοῦνται σήμερα, γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ πλαίσιο μέσα στὸ ὁποῖο θὰ κινηθοῦμε. Καὶ οἱ δυὸ αὐτὲς λέξεις εἶναι σύνθετες, τῶν ὁποίων τὸ πρῶτο συνθετικὸ εἶναι τὸ «εὖ», ποὺ σημαίνει καλῶς. Μὲ τὸ ἐπίρρημα εὖ στὶς λέξεις γόνος καὶ θάνατος προσδιορίζεται ὁ καλὸς γόνος-ἀπόγονος καὶ ὁ καλὸς θάνατος. Ὁ ὅρος «εὐγονία» παράγεται ἀπὸ τὸ εὖ καὶ τὸ γονία. Ἡ λέξη γονία προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξη γόνος, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖται καὶ ἡ λέξη γονίδιο. Διατυπώνεται, ὅμως, ἡ ἄποψη ὅτι ἀντὶ τῆς λέξεως γονίδιο θὰ ἦταν καλύτερο νὰ χρησιμοποιηθῇ ἡ λέξη γενίδιο, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξη γενεά, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχονται καὶ οἱ λέξεις γενετική, γενότυπος. Πάντως, ὁ ὅρος γονίδιο «ἀποδίδεται στὴν θεμελιώδη φυσικὴ κληρονομικὴ μονάδα, ἡ ὁποία ταυτοποιεῖται ἀπὸ τὶς ἀλληλόμορφες παραλλαγές της καὶ κατέχει ἕνα τόπο στὸ χρωμόσωμα».

Εἶναι γνωστὸν ὅτι μέσα σὲ κάθε κύτταρο ὑπάρχει τὸ DNA ποὺ εἶναι τὸ ἰδιαίτερο κληρονομικὸ ὑλικὸ κάθε ὄντος καὶ τὸ ὁποῖο βρίσκεται στὰ χρωματοσώματα. «Τὰ γονίδια εἶναι τμήματα τοῦ DNA κατὰ μῆκος των χρωματοσωμάτων καὶ περιέχουν τὶς ὁδηγίες ποὺ χρειάζεται ὁ ὀργανισμὸς γιὰ νὰ λειτουργεῖ». Γιὰ νὰ κατανοηθῇ καλύτερα ἡ σχέση ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ DNA, τῶν γονιδίων καὶ τῶν χρωματοσωμάτων, μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθῇ μιὰ εἰκόνα. «Ἐὰν τὰ χρωμοσώματα εἶναι μιὰ κασέτα ἤχου, τὸ DNA εἶναι ἡ ταινία της καὶ τὰ γονίδια εἶναι τὰ τραγούδια ποὺ εἶναι μαγνητοφωνημένα στὴν ταινία». Ἀπὸ τὴν λέξη γονίδιο παράγονται οἱ ὅροι ποὺ καθορίζουν τὶς ἰδιαίτερες ἐπιστῆμες, οἱ ὁποῖες ἀσχολοῦνται μὲ παρόμοια ζητήματα, ὅπως ἡ γενετική, ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὰ γονίδια καὶ τὴν δράση τους, ἡ γονιδιωματική, ποὺ ἐξετάζει ὁλόκληρο τὸ γενετικὸ ὑλικὸ τοῦ γονιδιώματος, ἡ ἐπιγενετική, ποὺ ἐξετάζει ὅλο το πολύπλοκο σύστημα τῶν ἀλληλεπιδράσεων στὰ γονίδια, ἡ συγκριτικὴ γονιδιωματική, ποὺ συγκρίνει τὰ γονιδιώματα μεταξὺ τῶν εἰδῶν, ἡ μεταγονιδιωματική, ποὺ μελετᾶ καὶ καταγράφει τὸ γονιδίωμα τῶν μικροβίων.

Κατ' ἐπέκταση εὖ-γονικὴ εἶναι «ἡ μελέτη μεθόδων εὑρισκομένων κάτω ἀπὸ κοινωνικὸ ἔλεγχο γιὰ τὴ γενετικὴ βελτίωση τοῦ εἴδους μας• διακρίνεται σὲ ἀρνητικὴ καὶ θετικὴ μὲ τὴν πρώτη νὰ ἀφορᾶ τὴν ἀπομάκρυνση βλαπτικῶν μεταλλάξεων καὶ τὴ δεύτερη τὴν αὔξηση τῶν ὠφελίμων• ἐφαρμόσθηκε ἀπὸ τοὺς Ναζὶ καὶ σήμερα ἐπανέρχεται ὡς Νέα Εὐγονική». Βέβαια στὸν παραπάνω ὁρισμὸ ὁ χαρακτηρισμὸς ἀρνητικὴ καὶ θετικὴ δὲν ἔχει ἀξιολογικό-ἠθικὸ χαρακτῆρα. Τὸ ὅλο θέμα καὶ τὸν προβληματισμὸ ποὺ δημιουργεῖ ἡ Νέα Εὐγονικὴ καὶ γενικὰ ἡ εὐγονικὴ νοοτροπία τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου σὲ σχέση μὲ τὴν σύγχρονη ἐπιστήμη τῆς μοριακῆς βιολογίας, τῆς γενετικῆς καὶ τῆς βιοτεχνολογίας θὰ τὸ δοῦμε πιὸ κάτω καί, βεβαίως, ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, σχετίζεται μὲ ὅλα τὰ βιοηθικὰ διλήμματα ποὺ ἀνακύπτουν ἀπὸ τὶς σύγχρονες ἐξελίξεις στοὺς παραπάνω τομεῖς καὶ κυρίως μὲ αὐτὲς ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς, ὅπως οἱ ἀναπαραγωγικὲς τεχνολογίες, καὶ πιθανὸν οἱ γονιδιακὲς καὶ κυτταρικὲς θεραπεῖες.

Ἡ λέξη εὐθανασία προέρχεται ἀπὸ τὴν τὸ «εὖ» καὶ τὸ «θνήσκειν», ποὺ δηλώνει τὸν καλὸ θάνατο. Καὶ αὐτὸ συνδέεται μὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ γεγονότα ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς. Ὑπάρχουν πολλὲς μορφὲς εὐθανασίας, ἀλλὰ θὰ παραμείνουμε σὲ δύο ἀπὸ αὐτές. Ἡ παθητικὴ εὐθανασία εἶναι ὅταν ἀπὸ τοὺς ἰατροὺς καὶ τὸ νοσηλευτικὸ προσωπικὸ ἐγκαταλείπεται ἡ θεραπευτικὴ νοσηλεία τοῦ ἀρρώστου, καθὼς ἐπίσης ἐγκαταλείπεται καὶ ἡ διαδικασία ἀνάνηψης. Ἡ ἐνεργητικὴ εὐθανασία εἶναι ὅταν διάφοροι παρεμβαίνουν μὲ διάφορες χημικὲς οὐσίες ποὺ τὶς θέτουν μέσα στὸν ὀργανισμὸ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐπέρχεται ἡ δηλητηρίαση καὶ ὁ θάνατος. Ἐπίσης, μὲ μιὰ εὐρύτερη ἔννοια, μέσα στὴν εὐγονικὴ (εὐζωΐα) καὶ τὴν εὐθανασιακὴ προοπτικὴ μποροῦμε νὰ ἐντάξουμε καὶ τὶς ἄλλες ἐνδιάμεσες καταστάσεις, μεταξὺ τῆς ἐνάρξεως καὶ τοῦ πέρατος τῆς βιολογικῆς ζωῆς, ὅπως εἶναι ἡ προσπάθεια παράτασης τῆς βιολογικῆς ζωῆς ποὺ γίνεται μὲ τὶς νέες σύγχρονες μορφὲς θεραπειῶν, ὅπως οἱ μεταμοσχεύσεις, οἱ κυτταρικὲς καὶ γονιδιακὲς θεραπεῖες κλπ. Γενικά, ὅμως, ἡ εὐγονικὴ ἀναφέρεται στὶς περιπτώσεις ἐκεῖνες ποὺ συνδέονται μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς βιολογικῆς ζωῆς καὶ ἡ εὐθανασία σὲ ἐκεῖνες ποὺ συνδέονται μὲ τὸ τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς.

2. «Ἕνας εὐγονικὸς πολιτισμός»

Πολλοὶ κάνουν λόγο γιὰ τὸ ὅτι εὑρισκόμαστε σὲ μιὰ εὐγονικὴ ἐποχὴ καὶ δημιουργεῖται ἕνας εὐγονικὸς «πολιτισμὸς» μὲ ὅλες τὶς συνέπειες καὶ τὶς θετικὲς πολὺ δὲ περισσότερο τὶς ἀρνητικὲς προεκτάσεις του. Ὁ ἀκτιβιστὴς Jeremy Rifkin στὸ βιβλίο τοῦ «Ὁ αἰῶνας τῆς βιοτεχνολογίας» ἀσχολεῖται, σὲ ἕνα κεφάλαιο μὲ τίτλο «Ἕνας εὐγονικὸς πολιτισμός», μὲ τὸ σημαντικὸ αὐτὸ θέμα. Θὰ παρατεθοῦν μερικὲς ἀπὸ τὶς ἀπόψεις του γιὰ νὰ φανῆ ἔκδηλα ἡ εὐγονικὴ νοοτροπία τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Στὴν ἀρχὴ γράφει ὅτι τὸν ὅρο «εὐγονικὴ» τὸν συνέλαβε τὸν 19ο αἰῶνα ὁ ἐξάδελφος τοῦ Κάρολου Δαρβίνου Φράνσις Γκάλτον καὶ διαιρεῖται, σύμφωνα μὲ τὸ Rifkin, σὲ δυὸ κατευθύνσεις. «Στὴν ἀρνητικὴ εὐγονικὴ ποὺ συνεπάγεται μιὰ συστηματικὴ ἐξάλειψη τῶν ἀποκαλούμενων ἀνεπιθύμητων γενετικῶν γνωρισμάτων καὶ στὴ θετικὴ εὐγονικὴ ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὴν χρησιμοποίηση τῆς ἐπιλεκτικῆς διασταύρωσης μὲ στόχο τὴ "βελτίωση" τῶν χαρακτηριστικῶν ἑνὸς ὀργανισμοῦ ἡ ἑνὸς εἴδους».

Στὴν ἐποχή μας μὲ τὴν χαρτογράφηση τοῦ ἀνθρωπίνου γονιδιώματος, τὴν δυνατότητα ἐλέγχου γιὰ ὅλο καὶ περισσότερες γενετικὲς ἀσθένειες, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνίχνευση προδιαθέσεων γιὰ διάφορες ἀσθένειες, τὶς νέες ἀναπαραγωγικὲς τεχνολογίες καὶ τὶς νέες τεχνικὲς γιὰ τὸν γενετικὸ χειρισμὸ τοῦ ἀνθρώπου τίθενται τὰ θεμέλια «γιὰ ἕναν ἐμπορικὸ εὐγονικὸ πολιτισμό». Πολλοὶ διαπιστώνουν ὅτι «ἡ σάρωση καὶ ἡ θεραπεία τῶν ἀνθρωπίνων γονιδίων» δημιουργοῦν τὴν δυνατότητα «νὰ εἴμαστε σὲ θέση νὰ ἐπανασχεδιάσουμε τὰ γενετικὰ σχεδιαγράμματα τοῦ εἴδους μας καὶ νὰ ἀλλάξουμε τὴν κατεύθυνση τῆς μελλοντικῆς πορείας τῆς βιολογικῆς μας ἐξέλιξης πάνω στὴν γῆ». Ἡ ἐπιδίωξη εἶναι νὰ δημιουργηθοῦν «εὐγονικοὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες».

Βεβαίως, ὑπάρχει προϊστορία ὡς πρὸς τὸ θέμα αὐτό, διότι, ὅπως περιγράφει ἀναλυτικὰ ὁ συγγραφεύς, ὑπάρχει τὸ λεγόμενο «εὐγονικὸ παρελθὸν τῆς Ἀμερικῆς». Πρόκειται γιὰ ἕνα κίνημα ποὺ παρατηρήθηκε στὴν δεκαετία τοῦ 1890 «καὶ ἡ γέννησή του ἦταν τὸ ἐπακόλουθο τοῦ πρώτου μαζικοῦ μεταναστευτικοῦ κύματος». Παρατίθεται μάλιστα ἕνα χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα τοῦ Προέδρου τῶν ΗΠΑ Θεοδώρου Ροῦσβελτ, ὁ ὁποῖος ἔλεγε: «Οἱ ἐγκληματίες θὰ ἔπρεπε νὰ στειρώνονται καὶ νὰ ἀπαγορεύεται στὰ διανοητικὰ καθυστερημένα ἄτομα νὰ ἀφήνουν ἀπογόνους... ἡ ἔμφαση πρέπει νὰ δοθῇ στὴν ἀναπαραγωγὴ τῶν ἐπιθυμητῶν ἀνθρώπων».

Πρὸ τοῦ Α Παγκοσμίου Πολέμου στὴν Ἀμερικὴ παρατηρήθηκε ἕνα εὐγονικὸ κίνημα καὶ ἱδρύθηκαν ἐπιτροπὲς καὶ ἑταιρεῖες εὐγονικῆς, τὸ θέμα τῆς εὐγονικῆς ἦταν τὸ ἀγαπημένο θέμα συζήτησης στὰ σχολεῖα, στὶς πολιτικὲς συναθροίσεις, στὶς λέσχες γυναικῶν, στὶς ἐκκλησιαστικὲς συνάξεις καὶ στὰ λαϊκὰ περιοδικά. Οἱ ὑπέρμαχοι τῆς εὐγονικῆς «στὴν προσπάθειά τους νὰ ξεριζώσουν τὸ βιολογικὰ κατώτερο στοιχεῖο ἀπὸ τὸν ἀμερικανικὸ πληθυσμὸ» θεωροῦσαν ὅτι τὸ καλύτερο μέσο ἦταν ἡ στείρωση. Ἔτσι, «μέχρι τὸ 1931, τριάντα Πολιτεῖες εἶχαν θεσπίσει νόμους γιὰ τὴ στείρωση καὶ δεκάδες χιλιάδες Ἀμερικανοὶ πολῖτες εἶχαν "ἐπιδιορθωθεῖ" χειρουργικά».

Μετὰ τὸν Α Παγκόσμιο Πόλεμο ἐκφράσθηκε ὁ μεγαλύτερος θρίαμβος τῶν ὀπαδῶν τῆς εὐγονικῆς «μὲ τὴν ἐπιτυχημένη τους καμπάνια γιὰ τὴ θέσπιση ἑνὸς μεταναστευτικοῦ νόμου βασισμένου στὶς προδιαγραφὲς τῆς εὐγονικῆς». Παρατηρήθηκε μιὰ ἐκστρατεία μὲ τὴν ὁποία ἡ μετανάστευση εἶχε σαφῶς βιολογικὲς κατευθύνσεις, ἀφοῦ δημοσιεύθηκαν μελέτες καὶ ἐκθέσεις «γιὰ νὰ ἀποδείξουν τὴν βιολογικὴ κατωτερότητα μερικῶν ὁμάδων μεταναστῶν». Ἔπειτα, ὅλο αὐτὸ τὸ εὐγονικὸ κίνημα ποὺ παρατηρήθηκε στὴν Ἀμερικὴ καὶ ἀναφέρεται σὲ ἕναν βιολογικὸ καθαρμὸ μεταφέρθηκε καὶ στὴν Γερμανία τοῦ Χίτλερ μὲ τὰ γνωστὰ ἀποτελέσματα.

Στὶς ἡμέρες μας ἡ εὐγονικὴ ἀπέκτησε ἄλλα ἐργαλεῖα τὰ ὁποῖα εἶναι πιὸ δυνατὰ καὶ πιὸ ἐπικίνδυνα. Πρόκειται γιὰ τὴν πρόοδο τῆς μοριακῆς βιολογίας καὶ τῆς γενετικῆς μηχανικῆς. Ὁ ἀνασυνδυασμὸς τοῦ DNA, οἱ γονιδιακὲς θεραπεῖες, οἱ νέες ἀναπαραγωγικὲς τεχνολογίες, εἶναι τὰ νέα ἐργαλεῖα τῆς εὐγονικῆς, ἡ ὁποία καλεῖται νέα εὐγονική. «Οἱ μοριακοὶ βιολόγοι ἐπιλέγουν καθημερινὰ ποιά γονίδια θὰ ἀλλοιώσουν, θὰ εἰσαγάγουν καὶ θὰ ἀκυρώσουν στὸν γενετικὸ κώδικα διαφόρων εἰδῶν». Οἱ ἐπιστήμονες, οἱ ἑταιρεῖες, τὸ Κράτος λαμβάνουν ἀποφάσεις «γιὰ τὸ ποιά εἶναι τὰ καλὰ γονίδια ποὺ πρέπει νὰ εἰσαχθοῦν καὶ νὰ διατηρηθοῦν καὶ ποιά εἶναι τὰ κακὰ γονίδια ποὺ πρέπει νὰ ἀλλοιωθοῦν ἡ νὰ ἀκυρωθοῦν». Εἶναι ἑπόμενο «ὅτι ἡ νέα τεχνολογία τῆς γενετικῆς μηχανικῆς εἰσάγει ξανὰ στὴν ζωή μας τὴν εὐγονική».

Ἡ σύγχρονη (νέα) εὐγονικὴ μὲ τὶς γονιδιακὲς θεραπεῖες ἐπεμβαίνει καὶ στὰ σωματικὰ κύτταρα καὶ στὴν ἀναπαραγωγικὴ σειρά, ἀφοῦ «οἱ γενετικὲς μεταβολὲς γίνονται στὸ σπέρμα, στὰ ὠάρια ἡ στὰ ἐμβρυακὰ κύτταρα» ποὺ περνοῦν στὶς ἑπόμενες γενεές. Οἱ σκοποὶ τῆς εὐγονικῆς ἐπιτυγχάνονται μὲ τὶς ἑξῆς μεθόδους: Τὴν τεχνητὴ γονιμοποίηση τοῦ ὠαρίου τῆς γυναικὸς μὲ σπέρμα ἀπὸ δότη, μὲ ὅλα ὅσα συνδέονται μὲ αὐτή, τὸν ὑβριδισμὸ κυττάρων διαφόρων εἰδῶν, τὴν εἰσαγωγὴ νέων γονιδίων στὸν ἄνθρωπο καὶ τὰ ζῶα γιὰ τὴν βελτίωση τοῦ εἴδους (τρανσγενετικὰ ζῶα), τὴν ἀναπαραγωγικὴ κλωνοποίηση.

Ἔτσι σήμερα ὑπάρχει δυνατότητα νὰ γίνονται ἐπεμβάσεις στὰ γονίδια, νὰ εἰσάγονται σὲ ἀσθενεῖς τροποποιημένα γονίδια, νὰ ἐπιχειροῦνται γενετικὲς μεταβολὲς στὴν ἀνθρώπινη ἀναπαραγωγικὴ σειρά, νὰ γίνονται διορθωτικὲς παρεμβάσεις στὰ κύτταρα τοῦ φύλου ἡ στὰ ἐμβρυακὰ κύτταρα κλπ. Οἱ ἐνέργειες αὐτὲς μπορεῖ νὰ ἔχουν ὁρισμένα θετικὰ ἀποτελέσματα, ἐνέχουν ὅμως κινδύνους καὶ γιὰ ἀρνητικὰ ἀποτελέσματα, ἀφοῦ δὲν γνωρίζουμε τὰ πλήρη καὶ μακροχρόνια ἀποτελέσματα αὐτῶν τῶν ἐπεμβάσεων, ὅπως ἐνέχουν καὶ τὸν κίνδυνο νὰ δημιουργηθοῦν ἀνωμαλίες ποὺ θὰ περάσουν στὶς ἑπόμενες γενεές. Στὰ πλαίσια τῆς εὐγονικῆς ἐντάσσεται καὶ ὁ προγεννητικὸς ἔλεγχος καὶ ἡ προεμφυτευτικὴ γενετικὴ ἐξέταση τῶν ἐμβρύων στὰ πρῶτα στάδια τῆς ἀναπτύξεώς τους γιὰ τὴν εὕρεση διαφόρων ἀτελειῶν.

Βεβαίως, ὅλα αὐτὰ ἐνέχουν πολλοὺς κινδύνους, ὅπως προαναφέραμε. Πέρα ἀπὸ τὸ ἄγνωστο τῆς συμπεριφορᾶς τῶν εἰσαχθέντων γονιδίων ἡ τοῦ νέου ἀνασυνδυασμένου DNA ποὺ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθῇ, δημιουργοῦνται πολλὰ καὶ μεγάλα διλήμματα, ὅπως τὸ ἂν οἱ γονεῖς θὰ κρατήσουν τὸ ἔμβρυο ἡ θὰ κάνουν ἄμβλωση, τὸ ἂν θὰ ἐπιλέξουν νὰ προχωρήσουν σὲ γονιδιακὲς θεραπεῖες ἡ ὄχι, τὸ ἂν θὰ ἀποφασίσουν νὰ κάνουν «παιδιὰ κατὰ παραγγελία», τὸ ἂν θὰ ἐπιλέξουν τὴν ἐνισχυτικὴ θεραπεία κλπ. Ἀκόμη ἀναφύονται καὶ ἄλλα προβλήματα, ὅπως τὸ ὅτι μποροῦν νὰ δημιουργηθοῦν ἐνοχὲς στοὺς γονεῖς ποὺ δὲν ἐπιθυμοῦν ἡ δὲν ἔχουν χρήματα νὰ προβοῦν σὲ τέτοιες τεχνικὲς τῆς εὐγονικῆς. Ἐπίσης δημιουργοῦνται καὶ ἄλλα ἠθικὰ καὶ κοινωνικὰ προβλήματα, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ κίνδυνος τοῦ γενετικοῦ στιγματισμοῦ, ἡ ἡ ὑποχρεωτικὴ ὑποβολὴ σὲ γενετικὸ ἔλεγχο τῶν μελλονύμφων προκειμένου νὰ προχωρήσουν σὲ γάμο. Μάλιστα τὸν τελευταῖο καιρὸ στὴν Ἀμερικὴ παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο νὰ ὑποβάλλονται ἀγωγὲς τῶν γονέων ἐναντίον τῶν ἰατρῶν καὶ τῶν νοσοκομείων γιὰ «ἀδικαιολόγητη ζωὴ» καὶ «ἀδικαιολόγητη γέννηση», ἐπειδὴ δὲν συμβούλευσαν τοὺς γονεῖς γιὰ τὸ πρόβλημα ποὺ εἶχε τὸ ἀγέννητο παιδὶ καὶ δὲν τοὺς ἔδωσαν τὶς ἀπαραίτητες πληροφορίες γιὰ νὰ ἐπιλέξουν ἂν θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ γεννήσουν ἡ ὄχι. Ἐνδεχομένως ἀργότερα θὰ παρατηρηθῇ τὸ φαινόμενο ἐλαττωματικὰ παιδιὰ νὰ ὑποβάλλουν ἀγωγὲς «γιὰ ἀδικαιολόγητη ζωὴ» ἐναντίον τῶν γονέων τους, διότι ἐπέδειξαν ἀμέλεια ὡς πρὸς τὸ θέμα αὐτὸ κλπ..

Ἀπὸ τὴν εὐσύνοπτη αὐτὴ ἀναφορὰ φαίνεται καθαρὰ ὅτι ἡ εὐγονικὴ νοοτροπία τῆς ἐποχῆς μας μπορεῖ νὰ ἀποβῇ μιὰ μεγάλη ἀπειλὴ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Βεβαίως, ὑπάρχει δυνατότητα θεραπείας διαφόρων ἀσθενειῶν, ἀλλὰ τὰ γενετικά, κοινωνικά, ἀνθρωπολογικά, ἠθικὰ διλήμματα καὶ προβλήματα θὰ εἶναι ἀρκετά. Παρατηρεῖται καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἕνας «βιοηθικὸς δυϊσμός».

3. Ἡ «διαχείριση τοῦ θανάτου»

Ἡ εὐθανασία εἶναι ἕνα θέμα ποὺ συνδέεται μὲ τὸ τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς. Πρόκειται γιὰ μιὰ εὐθανασιακὴ νοοτροπία ποὺ ἐπικρατεῖ στὶς ἡμέρες μας. Τὸ θέμα εἶναι εὐρύτερο καὶ δὲν θὰ περιορισθῇ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ἐπιλέγουμε νὰ περατωθῇ ὁ ἀνθρώπινος βίος, γι' αὐτὸ θὰ γίνη ἰδιαίτερος λόγος γιὰ τὸν θάνατο καὶ πὼς τὸν ἀντιμετωπίζει ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας. Ἔτσι θὰ ἐκτιμηθῇ ἀκόμη περισσότερο ἡ εὐθανασιακὴ νοοτροπία τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι πορεία πρὸς τὴν ἀνυπαρξία, ἀλλὰ πορεία πρὸς μιὰ συνάντηση. Ἀκόμη, ὁ θάνατος εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ ἀπασχολεῖ τοὺς φίλους καὶ τοὺς γνωστοὺς καὶ γενικὰ τὰ ἀγαπητὰ πρόσωπα, τὰ ὁποῖα περιβάλλουν μὲ ἀγάπη τὸν μελλοθάνατο. Ἡ ὥρα τοῦ θανάτου εἶναι καὶ μυστήριο, ἀλλὰ καὶ χρόνος τακτοποιήσεως πολλῶν θεμάτων καὶ χρόνος προετοιμασίας γιὰ τὴν μέλλουσα ζωὴ καὶ τρόπος τοῦ κατάλληλου ἀποχαιρετισμοῦ τῶν ἀγαπωμένων προσώπων μεταξύ τους.

Ὅμως, στὴν σημερινὴ ἐποχὴ ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὰ γνωρίσματα τῆς νεωτερικότητας ἔχουν διαφοροποιηθῇ οἱ συνθῆκες τοῦ θανάτου. Αὐτὴν τὴν πραγματικότητα ἀναλύει ἡ Μυρτὼ Ρήγου στὸ βιβλίο τῆς μὲ τίτλο «Ὁ θάνατος στὴν νεωτερικότητα». Σὲ ἕνα κεφάλαιο τοῦ βιβλίου μὲ τίτλο: «Ὁ κρατικοποιημένος θάνατος» ἀναλύεται ὅτι ὁ θάνατος στὴν περίοδο τῆς νεωτερικότητας δὲν εἶναι τόσο προσωπικὸς ἡ οἰκογενειακός, ἀλλὰ κυρίως κρατικοποιημένος, δηλαδὴ ξέφυγε ἀπὸ τὸν οἰκογενειακὸ χῶρο καὶ τὸν οἰκογενειακὸ ἰατρὸ καὶ πέρασε στὸ Κράτος μὲ τὴν «παρέμβαση τοῦ Κράτους-Πρόνοιας». Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ μπορεῖ νὰ ὑπάρξουν σοβαρὰ προβλήματα, ἀφοῦ παρατηροῦνται φαινόμενα «μειωμένης» ἠθικῆς «στοὺς κόλπους Κράτους-Πρόνοιας ἐξ αἰτίας τῶν "ἀνήθικων" καὶ "δελεαστικῶν" συμφωνιῶν ποὺ ἀπειλοῦν τὴν ἴδια τή ζωὴ καὶ ποὺ συνάπτονται ἀνάμεσα στὸν ἰδιωτικὸ καὶ δημόσιο τομέα μὲ μοναδικὸ σκοπὸ τὸ κέρδος τῶν ὀργανωμένων ὀλιγοπωλείων». Ὁ εὐαίσθητος χῶρος τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης στὶς περιπτώσεις αὐτὲς «ἀποτελεῖ τὸ κατ' ἐξοχὴν παράδειγμα συγκρότησης καὶ ἀλληλοδιαπλοκῆς τῆς γνώσης, τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς ἠθικῆς».

Μελετῶντας τὸ θέμα τοῦ «κρατικοποιημένου θανάτου», ἡ συγγραφεὺς ἀναλύει διεξοδικὰ τρεῖς μορφὲς ποὺ συνδέονται μὲ τὴν σχέση θανάτου καὶ νεωτερικότητας, ἤτοι την «ἀποεθιμοποίηση», τὴν «ἐμπορευματοποίηση» καὶ τὴν «νοσοκομειοποίηση». 

Ἡ πρώτη μορφὴ ποὺ συνδέεται μὲ τὸν θάνατο στὴν ἐποχὴ τῆς νεωτερικότητας, ἀλλὰ καὶ στὶς ἡμέρες μας, εἶναι ἡ «ἀποεθιμοποίηση». Ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχὴ στὴν ὁποία τὰ πάντα διαφοροποιοῦνται, ἀκόμη καὶ οἱ ταξικὲς σχέσεις καὶ οἱ πολιτιστικὲς ἀξίες. Αὐτὸ παρατηρεῖται καὶ στὰ θέματα ποὺ συνδέονται μὲ τὸν θάνατο. Ἡ στάση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν θάνατο τὴν περίοδο τῆς νεωτερικότητας ἐκφράζεται μὲ τὸ «ψέμμα», τὴν «ντροπή», καὶ τὴν «ἀποστροφή».

Ὁ θάνατος ἀποκρύπτεται ἀπὸ τὸν ἀσθενῆ καὶ ἡ σύγχρονη τεχνολογία προσπαθεῖ νὰ τὸν τιθασεύση, ὁπότε κυριαρχεῖ ἡ ἀπώθηση τοῦ θανάτου καὶ τὸ «ψέμμα» γύρω ἀπὸ αὐτόν. Ἀκόμη, ἡ ὕπαρξη τοῦ θανάτου καὶ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ συνδέονται μὲ αὐτὸν θεωροῦνται «ντροπὴ καὶ πρόκληση γιὰ τὴν τεχνολογικὴ ὑπεροψία». Οἱ ἄνθρωποι αἰσθάνονται ντροπὴ νὰ ἀναφέρωνται στὸν θάνατο, νὰ πενθοῦν, νὰ ἐκφράζωνται συναισθηματικά. Ἐπίσης, τὸν ρόλο τῆς οἰκογένειας στὸν ἑτοιμοθάνατο τὸν ἀναλαμβάνει τὸ Κράτος. Ὁ οἰκογενειακὸς ἰατρὸς ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὸ «ἀπρόσωπο τῆς ἰατρικῆς σχέσης». Δηλαδή, «ὁ ἄρρωστος πρέπει νὰ μεταφερθεῖ ἀμέσως σὲ ἵδρυμα ποὺ διαθέτει τὸν τεχνολογικὸ ἐξοπλισμὸ καὶ ποὺ ἐγγυᾶται τὴν ἐπέκταση τῆς ζωῆς, μέσῳ τῆς ἀποανθρωποποίησής του. Στὸ ἵδρυμα ἄλλωστε θὰ πρέπει νὰ ἀποβιώσει. Ἔτσι, ἡ οἰκογένεια δέχεται μὲ ἀνακούφιση τὴν ἀπαλλαγή της ἀπὸ τὶς φροντίδες ποὺ ἔπρεπε νὰ προσφέρει στὸν ἄρρωστο, τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ διαθέσιμος χρόνος γι' αὐτὲς εἶναι καὶ δυσεύρετος καὶ πολύτιμος. Μεταθέτει λοιπὸν τὴν εὐθύνη ἀλλὰ καὶ τὶς ἐνοχές της στὸ νοσοκομεῖο, ἀφαιρῶντας ἀπὸ τὸν ἑαυτό της ἕνα μέρος ἀπὸ την ίδια της τὴν "ἀξιοπρέπεια (ποὺ εἶναι) συνυφασμένη μὲ τὴν ἐπιθανάτια ἀγωνία τοῦ (ἑτοιμοθάνατου) νὰ πεθαίνει στὸ σπίτι του"».

Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ «ψέμμα» καὶ τὴν «ντροπὴ» ποὺ περιβάλλει τὸν θάνατο κατὰ τὴν περίοδο τῆς νεωτερικότητας, καὶ ἐν πολλοῖς καὶ σήμερα, ἐπικρατεῖ καὶ τὸ στοιχεῖο τῆς «ἀποστροφῆς» στὴν σχέση «μὲ τὸ σῶμα τοῦ ἀρρώστου καὶ τοῦ νεκροῦ». «Ἡ θέα τοῦ ἀρρώστου καὶ οἱ μυρωδιὲς ποὺ ἀναδύει τὸ σῶμα του γίνονται ἀνυπόφορες». Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ μὲ τὸν ἄρρωστο, ὁ ὁποῖος ἀντιμετωπίζει τὴν διαδικασία τοῦ θανάτου, ἐργάζεται κυρίως ἡ ἀποκλειστικὴ νοσοκόμα, τὰ νεκρὰ σώματα μπαίνουν στὸ ψυγεῖο γιὰ ὅσο καιρὸ χρειασθῇ νὰ γίνη ἡ κηδεία, τὰ σώματα ἀποτρεφρώνονται γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν ὅσον τὸ δυνατὸν μικρότερο χῶρο νὰ μὴ μᾶς θυμίζουν τὸν θάνατο.

Ἡ δεύτερη μορφὴ ποὺ συνδέεται μὲ τὸν θάνατο στὴν ἐποχὴ τῆς νεωτερικότητας εἶναι ἡ λεγομένη «ἐμπορευματοποίηση τοῦ θανάτου καὶ ἡ βιο-ἐξουσία». Ἡ ἐμπορευματοποίηση ἐκφράζεται κατ' ἀρχὰς μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ θάνατος πρέπει νὰ ἀπωθηθῇ στὸ περιθώριο, σὲ μιὰ κοινωνία ποὺ πολλοὶ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸ ἐμπόριο καὶ τὴν αὔξηση τοῦ κατὰ κεφαλὴν εἰσοδήματος. Ὁ θάνατος εἶναι «καταλύτης ὅλων τῶν ἀξιῶν ποὺ ἐπιστεγάζουν τὴν σύγχρονη κοινωνία» καὶ γι' αὐτὸ «ὁ νεκρὸς εἶναι ἄχρηστος τοὐλάχιστον ὁ ζωντανὸς ὑποψήφιος νεκρὸς δὲν πρέπει νὰ θυμᾶται». Καὶ δὲν πρέπει νὰ θυμᾶται, ἀφοῦ «ἡ μνήμη του πρέπει νὰ νεκρωθεῖ γιατί ὁτιδήποτε παραπέμπει σ' αὐτὴ τὴ μνήμη μιαίνει τὸν ἄσηπτο κόσμο τῆς ἰσχύος καὶ ἀνατρέπει τὴν λογικὴ τάξη τῶν πραγμάτων».

Ὅμως, ὄχι μόνον ἐξοβελίζεται ὁ θάνατος ἀπὸ τὴν κοινωνία καὶ τὴν ἀνάμνηση, ἐπειδὴ δὲν βοηθᾶ τὴν παραγωγικότητα τῆς κοινωνίας, ἀλλὰ θὰ πρέπη ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀπελευθερωθῇ καὶ ἀπὸ τὸ πένθος καὶ τὴν μελαγχολία ποὺ εἶναι συνέπεια τῆς ἀπώλειας ἑνὸς ἀγαπητοῦ προσώπου. Καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ γίνη, γιατί ἂν ὑπάρχη τὸ πένθος καὶ ἡ μελαγχολία, τότε διαταράσσεται ἡ ἰσορροπία τῶν κοινωνικῶν σχέσεων. «Ἡ θλίψη, ἡ ἀπελπισία, ἡ ἀπομόνωση τοῦ πενθοῦντα, ἡ ἀκινησία, ἡ ἀπραξία του, διαβάλλουν τὸ νόημα τῆς ζωῆς του, ἀλλοιώνουν τὴ μορφὴ τῆς πραγματικότητας, ὑποσκελίζοντας ἔτσι τὴν αὔξηση τοῦ παραγωγικοῦ πλούτου». Ἔτσι, ὁ θάνατος «ἐξορίζεται ἀπ' τὶς συνειδήσεις, τὶς ἀναπαραστάσεις καὶ τὰ σύμβολα καὶ ξενοδοχεῖται ἀπ' τοὺς διάφορους ἐπαγγελματίες τοῦ θανάτου». Δηλαδή, δὲν ἀσχολεῖται πιὰ ὁ μοντέρνος ἄνθρωπος μὲ τὸν νεκρό, ἀλλὰ γι' αὐτὸν ἐνδιαφέρονται οἱ εἰδικοὶ ἐπαγγελματίες. Ἔτσι ἀναπτύσσεται ἡ λεγόμενη «βιο-ἐξουσία». Πρόκειται γιὰ ἕναν ὅρο ποὺ ἐμφανίσθηκε τὸν 17ο αἰῶνα ὡς νέα μορφὴ «πολιτικῆς ὀρθολογικότητας», ποὺ σημαίνει «συνύπαρξη πρακτικῶν» μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε «νὰ ἀναδεικνύεται μιὰ τάξη πραγμάτων ποὺ ἀπαντᾶ μὲ ὅρους ὑγείας καὶ παραγωγικότητας».

Βεβαίως, ἡ «ἐμπορευματοποίηση τοῦ θανάτου» γίνεται ἐμφανὴς καὶ σὲ ἄλλες ἐκδηλώσεις τῆς «ἐμπορευματικῆς κοινωνίας» ποὺ «ἐκμεταλλεύεται ἀκόμη καὶ τὸν θάνατο ἐπωνύμων νεκρῶν της γιὰ νὰ τοὺς ἐνσωματώσει στὴν πραγμοποιημένη - καταναλωτική της συνείδηση». Στὴν ὀρθολογιστικὴ καὶ καταναλωτικὴ κοινωνία μας, ἐνῷ ὁ θάνατος κοντινῶν ἀνθρώπων ἀποκρύπτεται καὶ ἀπωθεῖται, παρατηροῦνται καὶ ἄλλα φαινόμενα, κατὰ τὰ ὁποῖα ὁ θάνατος μὴ συγγενικῶν προσώπων ὑπερ-προβάλλεται στὰ πλαίσια τῆς ἐμπορευματικοποίησής του, ἀφοῦ «ἄνισες εἰκόνες θανάτου, ἂν ὄχι μὲ ταξικό, ἀλλὰ μὲ θεαματικὸ διαφοροποιημένο δείκτη, εἰσβάλλουν καθημερινὰ ὡς θέαμα ἀπὸ τὰ μαζικὰ μέσα ἐνημέρωσης καὶ καταναλώνονται ἀπὸ τοὺς νεκροβόρους θεατές». Στὰ ΜΜΕ παρουσιάζονται καθημερινὰ «θάνατοι ἐπωνύμων», ἀλλὰ καὶ «θάνατοι ἀνωνύμων» ἀπὸ πολέμους καὶ πεῖνα στὸν τρίτο κόσμο, ἀπὸ ἐγκληματικότητα καὶ τερατογενέσεις λόγῳ τῶν πυρηνικῶν ἀτυχημάτων καὶ ἄλλες παράξενες ἀρρώστιες στὶς «ἀναπτυγμένες χῶρες».

Τρίτη μορφὴ θανάτου στὴν νεωτερικὴ ἐποχὴ εἶναι ἡ λεγόμενη «νοσοκομειοποίηση» ἡ «τὸ κράτος τῶν νοσοκομείων: ἡ ἰδρυματοποίηση τοῦ θανάτου».

Ἤδη ἔχουμε προαναφέρει ὅτι στὴν νεωτερικότητα ἡ οἰκογένεια μετέθεσε τὶς εὐθύνες της γιὰ τὸν θάνατο τῶν μελῶν της «σ' ἕνα ἀπρόσωπο καὶ ὁμοιόμορφο πεδίο, σὲ "ἕνα ναὸ τοῦ θανάτου", ὅπως ὀνομαζόταν παλαιότερα ὁ νοσοκομειακὸς θεσμός». Βέβαια, σήμερα τὸ νοσοκομεῖο θεραπεύει ἀσθένειες, ἀλλὰ εἶναι καὶ χῶρος ποὺ κυρίως πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι. Ἔτσι, ἀποποιεῖται ἡ οἰκογένεια «τὸ στάδιο τῆς ἀρρώστιας» τῶν βαρέως πασχόντων ἀσθενῶν ποὺ βρίσκονται στὸ λεγόμενο «προθανάτιο στάδιο», καὶ ἀναλαμβάνει μόνον τὴν κοινωνικὴ ἀντιμετώπιση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι οἱ μεταθανάτιες φροντίδες, τὰ ταφικὰ ἔθιμα, ἡ τύχη τῆς περιουσίας τοῦ νεκροῦ. Μὲ τὶς ἐξελίξεις τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης καὶ τοῦ ἰατροτεχνολογικοῦ ἐξοπλισμοῦ οἱ νέες ἐξελιγμένες διαγνωστικὲς καὶ θεραπευτικὲς μέθοδοι ἀπαιτοῦν ὀργάνωση, ἐξοπλισμὸ καὶ διαχείριση ποὺ μόνον τὸ νοσοκομεῖο μπορεῖ νὰ ἔχη καὶ τὸ ὁποῖο ἔτσι γίνεται μιὰ «ἑστία ἐξουσίας». Αὐτὸ μέσα στὰ πλαίσια τῆς καπιταλιστικῆς νοοτροπίας δίνει τὴν εὐκαιρία στὸν ἐπιχειρηματικὸ κόσμο νὰ βλέπη τὰ νοσοκομεῖα ὡς μιὰ «ἐπικερδῆ ἰδιωτικὴ πρωτοβουλία». Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἐπειδὴ τὸ Κράτος διαχειρίζεται τὴν πολιτικὴ τῆς ὑγείας ἀλλὰ καὶ τὰ Νοσοκομεῖα, μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἐμπλέκεται στὴν διαχείριση τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, μὲ τὰ Νοσοκομεῖα νὰ εἶναι ὁ κύριος χῶρος ὅπου παρατηρεῖται αὐτὴ «ἡ σχέση τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας μὲ τὸν ἰατρικὸ λόγο».

Τὰ Νοσοκομεῖα ἐπίσης ἀφοῦ εἶναι κέντρα θεραπείας καὶ ἔρευνας, ἀλλὰ κυρίως ἀφοῦ εἶναι ὁ χῶρος ὅπου ἀσκεῖται ἡ ἰατρική, εἶναι ὁ κατ' ἐξοχὴν χῶρος ὅπου τίθενται «ζητήματα δεοντολογικῆς καὶ ἠθικῆς τάξης ὅπως τὸ πρόβλημα τῆς εὐθανασίας, τῶν ἀμβλώσεων, τῆς "θεραπευτικῆς μανίας"». Ἔτσι γίνονται ὁ χῶρος ποὺ ἡ ἠθικὴ ἀπὸ φιλοσοφική, μεταφυσική, θεολογικὴ πρέπει νὰ γίνη καὶ πρακτική. Βέβαια, δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀρνηθῇ τὴν ἀξία τῶν νοσοκομείων στὴν θεραπεία ἀσθενῶν, ἀλλὰ πέρα ἀπὸ τὰ ἠθικὰ διλήμματα, ἡ «νοσοκομειοποίηση» μερικὲς φορὲς διευκολύνει τὴν ἐμφάνιση μορφῶν ἐκμετάλλευσης τοῦ ἀνθρώπινου πόνου καὶ τῆς ἀνθρώπινης ἀγωνίας μπροστὰ στὸν θάνατο.

Πάντως, ἐπειδὴ δημιουργοῦνται διάφορα προβλήματα ἀπὸ αὐτὴν τὴν λεγόμενη «βιο-ἐξουσία», γι' αὐτὸ τὴν δεκαετία τοῦ '70 ἀναπτύχθηκε ἡ «βιο-ἠθική», ἡ ὁποία «ἔρχεται ἀντιμέτωπη μὲ τὴν βιο-ἐξουσία». Ἐπίσης φαίνεται ὅτι ἡ «νοσοκομειοποίηση» ἐγκαθιδρύει ἕνα νέο ἐπικοινωνιακὸ καθεστὼς μεταξὺ τοῦ ἰατροῦ καὶ τοῦ ἀσθενοῦς, τοῦ ἀσθενοῦς καὶ τοῦ περιβάλλοντός του, τοῦ ἰατροῦ καὶ τοῦ περιβάλλοντος τοῦ ἀρρώστου. Στὰ μάτια τοῦ ἀσθενοῦς ὁ ἰατρὸς μπορεῖ νὰ εἶναι «φύλακας τῆς ζωῆς» ἡ «ἰατρὸς θανατοκράτης». Ὅταν ὁ θάνατος μεταφέρεται ἀπὸ τὴν οἰκογένεια στὸν νοσοκομειακὸ ἰατρό, τότε «ἀπομονώνεται καὶ ὁ θάνατος στὸ νοσοκομειακὸ ἵδρυμα», μὲ ἀποτέλεσμα ὁ θάνατος συχνὰ στὰ νοσοκομεῖα νὰ θεωρῆται μιὰ ἁπλὴ ὑπόθεση ρουτίνας.

Μὲ τὴν σύγχρονη τεχνολογία καὶ τὴν ἐξέλιξη τῆς ἰατρικῆς ἦταν ἑπόμενο αὐτὴ ἡ μεγαλύτερη δυνατότητα διαχείρισης τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος καὶ οἱ δυνατότητες ἐπιμήκυνσης τοῦ χρόνου ζωῆς, νὰ θέσουν καὶ τὴν ἀναγκαιότητα ἐπαναπροσδιορισμοῦ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ὁπότε καὶ ἄρχισε νὰ εἰσάγεται καὶ ἡ ἔννοια τῆς εὐθανασίας. Ὁ ἐπαναπροσδιορισμὸς τῆς ἐννοίας τοῦ θανάτου τὴν δεκαετία τοῦ '60 εἶχε σχέση μὲ τὴν «διευκόλυνση τῶν μεταμοσχεύσεων». Ὁπότε καὶ εἰσήχθη ἡ ἔννοια τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου. Ὅμως πέρα καὶ ἀπὸ τὸν καθορισμὸ τῶν ἐννοιῶν τοῦ θανάτου καὶ παρὰ τὶς ἀμφισβητήσεις ποὺ ὑπάρχουν καὶ στοὺς ὁρισμοὺς αὐτούς, «ἡ ἰατρικὴ κρίση γιὰ τὶς διαδικασίες διατήρησης στὴ ζωὴ ἡ καταδίκης σὲ θάνατο καθορίζεται ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν γραφειοκρατικὴ ὀργάνωση τοῦ νοσοκομειακοῦ χώρου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς τεχνικοὺς καὶ οἰκονομικοὺς προσδιορισμούς του. Ἐπειδὴ τὸ κόστος τῶν τεχνολογικῶν μέσων ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ νὰ κρατηθοῦν οἱ ἀσθενεῖς στὴ ζωή, εἶναι μεγάλο, ἑπόμενο εἶναι νὰ σώζεται πολὺ μικρότερος ἀριθμὸς ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν δυνάμενον τεχνικὰ νὰ σωθῇ. Ἔτσι, ἄνισα κριτήρια θανάτου, ἀπὸ πλευρᾶς ἡλικίας (οἱ ἡλικιωμένοι ἐντάσσονται στὴ κατηγορία τῶν μὴ παραγωγικῶν δυνάμεων) ἡ ἠθικὰ καὶ ταξικὰ (κοινωνικὴ θέση τῶν περιθωριακῶν: ἄποροι, πόρνες, ναρκομανεῖς, ἀλκοολικοὶ) καθορίζουν πολιτικὲς ἐπιλογὲς καὶ ἀσκοῦν μιὰ νέα μορφὴ εὐθανασίας: τὴν κοινωνική».

Ὅλα αὐτὰ τὰ προβλήματα εἶναι ἀντικείμενα τῆς βιο-ἠθικῆς, ποὺ ἀντιμετωπίζει την «βιο-ἐξουσία», ἡ ὁποία θέλει νὰ διαχειρίζεται τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο τῶν ἀνθρώπων. Ὡς συμπέρασμα αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου ἡ συγγραφεὺς παρατηρεῖ ὅτι ὁ τρόπος ἀντιμετωπίσεως τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου διακρίνεται σὲ τρεῖς περιόδους.

Στὴν πρώτη (τέλη 18ου αἰῶνος-ἀρχὲς 19ου αἰῶνος), μὲ τὴν ἐπίδραση τοῦ Διαφωτισμοῦ, κυριαρχοῦν δύο ἀρχές: «ἡ ζωὴ ὡς ὕψιστο ἀγαθὸ» καὶ «ἡ ἐπιστημονικὴ γνώση ποὺ ἐξετάζει τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο ὡς γνωστικὸ ἀντικείμενο». Κατὰ τὴν ἄποψη τῆς συγγραφέως, αὐτὴν τὴν περίοδο τὸ Κράτος «ἀποδέχεται τὴν εἴσοδο τοῦ ἀρρώστου στὸ νοσοκομεῖο γιὰ νὰ προφυλάξει τὸ φτωχὸ πληθυσμὸ ποὺ ἐκτίθεται στὶς μολυσματικὲς ἀσθένειες καὶ τὶς ἐπιδημίες καί, συγχρόνως, γιὰ νὰ οἰκειοποιηθεῖ τὴν ἰατρικὴ γνώση καὶ νὰ τὴν ἐλέγξει».

Στὴν δεύτερη περίοδο ποὺ φθάνει μέχρι τὴν δεκαετία τοῦ '60 τοῦ 20ου αἰῶνος, «ἡ μετάβαση στὸν ὥριμο καπιταλισμὸ καὶ ἡ αὔξηση τῆς ἐπεμβατικῆς δραστηριότητος τοῦ Κράτους» φαίνεται νὰ προωθῇ σὰν ἰδέα: «τὴν διαχείριση τῆς ζωῆς, διὰ μέσου τῆς τεχνολογίας καὶ τῶν δικτύων ἐξουσίας (νοσοκομεῖο)».

Στὴν τρίτη περίοδο, τὴν ἀρχὴ τῆς ὁποίας ἡ συγγραφεὺς τοποθετεῖ γύρω στὸ 1967, «ὁ ἐπαναπροσδιορισμὸς τοῦ θανάτου, ποὺ ἐμφανίζεται ἀπαραίτητος μετὰ τὶς πρῶτες καρδιακὲς μεταμοσχεύσεις» προβάλλει την «βιο-ἠθική».

Ἑπομένως, ἡ «ἀποεθιμοποίηση», ἡ «ἐμπορευματοποίηση» καὶ ἡ «νοσοκομειοποίηση» τοῦ θανάτου, δημιουργοῦν μιὰ νέα πραγματικότητα ποὺ χρειάζεται πολλὴ μελέτη καὶ ποιμαντικὴ ἀντιμετώπιση. Ἀπαιτεῖται μιὰ ποιμαντικὴ τοῦ ἀρρώστου, τοῦ ἰατροῦ, τοῦ περιβάλλοντος, τοῦ νοσοκομείου, σὲ ἀναφορὰ μὲ τὴν νοηματοδότηση τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.

4. Ἐκκλησιαστικὴ ποιμαντική

Ἡ Ἐκκλησία ὁμολογεῖ τὸν Χριστὸ καὶ τὰ ὅσα Ἐκεῖνος ἀπεκάλυψε γιὰ τὸν Θεό, τὸν ἄνθρωπο, τὴν κτίση καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ὁμολογία ποιμαίνει τὰ μέλη της. Μερικὲς φορὲς ἐργάζεται καὶ ἀντιαιρετικά, μέσα ὅμως στὴν προοπτικὴ τῆς ὁμολογίας καὶ τῆς ποιμαντικῆς. Ἡ Ἐκκλησία ἀσκεῖ ποιμαντικὴ διακονία στὰ μέλη της, ποὺ σημαίνει βλέπει τὰ προβλήματά τους καὶ καταγράφει τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἐπίλυσή τους, χωρὶς νὰ καταργῆται ἡ προσωπικὴ ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων. Ὅ,τι γίνεται, γίνεται μὲ ἐλευθερία, γιατί ἡ παραβίαση τῆς ἐλευθερίας συνιστᾶ τὴν ἀλλοίωση τῆς ἀνθρωπολογίας καὶ τῆς σωτηριολογίας.

Ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ ποιμαντικὴ διακονία, ἐννοοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία διαφυλάσσει τὰ βασικὰ σημεῖα τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας, περὶ τοῦ Θεοῦ, τοῦ κόσμου, τοῦ ἀνθρώπου, καὶ τῆς σωτηρίας καὶ μὲ αὐτὰ καθοδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ ἀποκτήση πνευματικά - χριστοκεντρικὰ βιώματα. Καί, βεβαίως, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ πορεύεται ἀπὸ τὸ κατ’ εἰκόνα στὸ καθ’ ὁμοίωση, στὴν θέωση, ποὺ εἶναι ὁ βαθύτερος σκοπός του. Ἀκόμη ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποτυγχάνη νὰ ζήση σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ μετανοῇ γι' αὐτό, τότε ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ τὸν θεραπεύει. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὲς τὶς σύντομες διευκρινίσεις θὰ τονισθοῦν μερικὰ κεντρικὰ σημεῖα γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τῆς εὐγονικῆς καὶ εὐθανασιακὴς νοοτροπίας τῆς ἐποχῆς μας.

α) Ὑπαρξιακὰ προβλήματα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.

Εἶναι δεδομένο ὅτι τὰ βασικὰ προβλήματα ποὺ ἀπασχολοῦν τὸν ἄνθρωπο εἶναι τὰ λεγόμενα ὑπαρξιακά, αὐτὰ ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο. Αὐτὴ εἶναι ἡ βαθύτερη αἰτία των βιο-ἠθικῶν προβλημάτων. Ὁ ἄνθρωπος δὲν δημιουργήθηκε γιὰ νὰ πεθαίνη, ἀλλὰ ὁ θάνατος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀπομακρύνσεώς του ἀπὸ τὸν Θεό. Μὲ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα ὁ ἄνθρωπος γυμνώθηκε ἀπὸ τὴν θεία Χάρη, σκοτίσθηκε ὁ νοῦς του καὶ εἰσῆλθε ὁ θάνατος μέσα στὴν ὕπαρξή του. Ἔτσι, ὁ θάνατος εἶναι συνάρτηση τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, εἶναι ὁ σκοτασμός του νοός. Ἔκτοτε τὸν ἄνθρωπο τὸν ἀπασχολεῖ ἔντονα τὸ γεγονὸς τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.

Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς ἡλικίας του ὁ ἄνθρωπος ἀναρωτιέται: τί εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος• γιατί γεννήθηκα χωρὶς νὰ γνωρίζω καὶ χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ προσδιορίζω τὸν τρόπο τῆς βιολογικῆς μου ζωῆς, γιὰ τὸ φῦλο, τὴν ἐθνικότητα, τὶς ἀτομικὲς διαφορὲς ἀπὸ τοὺς ἄλλους• γιατί νὰ μὴν ἔχω ἀπόλυτη ἐλευθερία• γιατί πεθαίνω καὶ τί γίνεται μετὰ τὸν θάνατο• τί εἶναι ἡ ἀρρώστια• ποιό εἶναι τὸ νόημα τοῦ πόνου κλπ. Στὴν θεολογικὴ γλῶσσα γίνεται λόγος γιὰ τὴν φθαρτότητα καὶ τὴν θνητότητα ποὺ ὑπάρχουν μέσα στὸν ἄνθρωπο καὶ πιστοποιεῖται ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν σύγχρονη μοριακὴ βιολογία.

Ἂν τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ ποὺ συνδέονται μὲ τὴν φθαρτότητα καὶ τὴν θνητότητα δὲν ἐπιλυθοῦν στὰ ὅρια τῆς προσωπικῆς ζωῆς, τότε δὲν θὰ μπορέση ὁ ἄνθρωπος, ὅσο κι ἂν προσπαθήση, νὰ δώση ἀπαντήσεις στὰ βιοηθικὰ ζητήματα ποὺ προκύπτουν σήμερα, στὸν αἰῶνα τῆς βιοτεχνολογίας, ἀπὸ τὶς ἐξελίξεις καὶ ἐφαρμογὲς τῆς μοριακῆς βιολογίας καὶ γενετικῆς, καὶ ἀφοροῦν τόσο στὴν ἔναρξη ὅσο καὶ στὸ τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς. Εἶναι δυνατὸν νὰ μπορέση νὰ λύση μεμονωμένες περιπτώσεις, ἀλλὰ συνεχῶς θὰ ἀναφύωνται ἄλλα προβλήματα. Ἔτσι, τὸ βαθύτερο πρόβλημα ποὺ πρέπει νὰ ἐπιλυθῇ εἶναι τὸ ὑπαρξιακὸ καὶ τὸ νὰ μπορέση ὁ ἄνθρωπος νὰ ὑπερβῇ τὸ γεγονὸς τῆς βιολογικῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, νὰ ἀποκτήση νόημα καὶ ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος.

β) Ποιμαντικὴ στὸν ἄρρωστο, τοὺς συγγενεῖς καὶ τὸν ἰατρό.

Πέρα ἀπὸ τὴν γενικὴ αὐτὴ θεώρηση ποὺ εἶναι ἡ βάση κάθε ποιμαντικῆς διακονίας σὲ ὅλες τὶς ἡλικίες, πρέπει νὰ ἐξασκῆται καὶ μιὰ εἰδικὴ ποιμαντικὴ γιὰ κάθε πρόβλημα ποὺ τίθεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων αὐτῶν χρειάζεται φωτισμένος καὶ διακριτικὸς Πνευματικὸς Πατέρας, ὁ ὁποῖος ἀφ’ ἑνὸς μὲν θὰ γνωρίζη τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ προβλήματα στὸ βάθος τους, ἀφ’ ἑτέρου δὲ θὰ πλησιάζη εὐαίσθητα καὶ διακριτικὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο, ποὺ θέλει τὸν ἰδιαίτερο λόγο γιὰ νὰ ἀποκτήση νόημα ζωῆς καὶ πρὸ παντὸς ἐσωτερικὴ ἐλευθερία. Βεβαίως, θὰ πρέπη νὰ τεθοῦν τὰ ἀπαραίτητα πλαίσια μέσα στὰ ὁποῖα θὰ κινῆται. Πάντως, εἶναι γνωστὸν ὅτι δὲν μᾶς δημιουργοῦν προβλήματα μόνον τὰ καθημερινὰ γεγονότα τῆς ζωῆς καὶ οἱ ἀσθένειες, ἀλλὰ ἡ ἐσωτερικὴ ἀκαταστασία, ἡ ἔλλειψη νοήματος γιὰ τὴν ζωή. Μπορεῖ ἕνας ἄρρωστος νὰ ἔχη νόημα ζωῆς καὶ νὰ δοξάζη τὸν Θεό, ἐνῷ ἕνας ὑγιὴς νὰ εἶναι δυστυχὴς λόγῳ τῆς ἀνυπαρξίας νοήματος γιὰ τὴν ζωή.

Ὡς πρὸς τὰ θέματα ποὺ ἐθίγησαν στὴν προηγούμενη ἑνότητα, ἡ ποιμαντικὴ τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ στραφῆ σὲ τρεῖς παράγοντες, ἤτοι στὸν ἄρρωστο, ποὺ ὑποφέρει, στοὺς συγγενεῖς τοῦ ἀρρώστου ποὺ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ ἀγαπητοῦ τους προσώπου καὶ τὸν ἰατρὸ ποὺ θὰ ἀσχοληθῇ μὲ τὴν θεραπεία τοῦ ἀρρώστου. Ὁ ἄρρωστος, ὅπως γνωρίζουμε, βρίσκεται σὲ μιὰ ἰδιαίτερη ὑπαρξιακὴ καὶ ψυχολογικὴ κατάσταση καὶ χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Τὸ βαθύτερο πρόβλημα ποὺ τὸν ἀπασχολεῖ εἶναι ὁ πόνος, ποὺ ἐκφράζεται ψυχικὰ καὶ σωματικά, ἀφοῦ ὑπάρχει ψυχικὸς καὶ σωματικὸς πόνος. Ἄλλοτε προηγεῖται ὁ ψυχικὸς πόνος καὶ ἀκολουθεῖ ὁ σωματικός, καὶ ἄλλοτε προηγεῖται ὁ σωματικὸς πόνος καὶ ἀκολουθεῖ ὁ ψυχικός. Πέρα ἀπὸ αὐτὰ ὁ πόνος προέρχεται ἀπὸ διάφορες ἐνοχὲς ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος μέσα του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ θανάτου, τὸν ὁποῖον θεωρεῖ ὅτι διασπᾶ τὴν ἑνότητα μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀγαπᾶ καὶ μὲ τὴν ἴδια τήν βιολογικὴ ζωή, καθὼς ἐπίσης ἀπὸ τὴν ἀγωνία τοῦ θανάτου, τὸν χρόνο καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον θὰ ἔλθη, ἀλλὰ καὶ τὸ τί θὰ ἐπακολουθήση.

Ψυχικὸς πόνος εἶναι ἡ ἀπουσία νοήματος γιὰ τὴν ζωή, ἀπουσία ἀγάπης ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του καὶ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ζωή. Σωματικὸς πόνος δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν ἀντανάκλαση τοῦ ψυχικοῦ πόνου στὸ σῶμα, ἀπὸ τὴν σωματοποίηση τῶν ὑπαρξιακῶν καὶ ψυχολογικῶν προβλημάτων, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ διάφορες ἀσθένειες ποὺ ἐκδηλώνονται σὲ διάφορες φάσεις τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Πρέπει νὰ γίνη ἀντιληπτὸ ὅτι ὁ πόνος εἶναι κλῆρος ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας. Ὅπως διδάσκουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὁ πόνος - ὀδύνη, ὅταν ἀντιμετωπίζεται σωστά, εἶναι θεραπεία τῆς ἡδονῆς. Ἡ δυαδικὴ σχέση ἡδονῆς καὶ ὀδύνης εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐπιλύει πολλὰ προβλήματα στὴν ζωή μας. Ἡ ἀρχική, ἀλλὰ καὶ ἡ καθημερινὴ ἡδονὴ ἐπιφέρει τὴν ὀδύνη καὶ ἡ βίωση τῆς ὀδύνης, μὲ τὸν ἀσκητικὸ τρόπο τῆς Ἐκκλησίας, θεραπεύει τὴν ἡδονή. Ἡ προσπάθεια νὰ ὑπερβοῦμε τὴν ὀδύνη μὲ νέα ἡδονή, δημιουργεῖ ἕναν φαῦλο κύκλο χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα.

Ἡ κατὰ Χριστὸν ἄσκηση, ὡς στροφὴ καὶ ἀπόλυτη πίστη στὸν Θεὸ καὶ στὴν Πρόνοιά Του, ἡ ἀνάληψη τοῦ σταυροῦ στὴν καθημερινὴ ζωή, ἡ ἀντιμετώπιση τῶν ἀσθενειῶν καὶ τῶν ποικίλων προβλημάτων μὲ πίστη στὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὅλες οἱ ἐκφράσεις τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς, εἶναι ἐκεῖνα ποὺ γίνονται μὲ πόνο καὶ θεραπεύουν τὴν ἡδονή. Οἱ ἀσκητικοὶ Πατέρες διδάσκουν ὅτι ἡ ἑκούσια ἄρση τοῦ σταυροῦ τῶν ποικίλων θλίψεων μᾶς θεραπεύει ἀπὸ τὴν ἀκούσια ἐπιφορὰ τῶν θλίψεων ποὺ δοκιμάζουμε καθημερινά. Ἄλλωστε, μιὰ ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἀποκαλύψεις ποὺ γνωρίσαμε μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀξία τοῦ πόνου. Ὁ Χριστός, ἂν καὶ ἀναμάρτητος, προσέλαβε τὴν ἁμαρτία ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ πέθανε ἐπάνω στὸν Σταυρό. Ἔτσι, μᾶς ὑπέδειξε ὅτι ὁ ἠθελημένος καὶ ἑκούσιος σταυρός, ἡ ἀνάληψη τοῦ ἑκούσιου πόνου θεραπεύει τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἡδονῆς καὶ ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν φυλακὴ τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν αἰσθητῶν.

Ὡς πρὸς τοὺς συγγενεῖς πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι ἡ ἀγάπη συνδέεται μὲ τὴν ἑκούσια σταύρωση, τὴν ἑκούσια προσφορὰ καὶ κένωση. Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι ἕνας συναισθηματικὸς λόγος ποὺ προσφέρεται σὲ ὑγιεῖς ἀνθρώπους, δὲν ἔχει ἀνταποδοτικὸ χαρακτῆρα, ἀλλὰ εἶναι θυσία καὶ ὑπέρβαση τοῦ ἀτομικοῦ ἐγώ, εἶναι ἀνάληψη τοῦ ὀδυνηροῦ σταυροῦ τοῦ ἄλλου, εἶναι τὸ πάσχειν ὑπὲρ αὐτοῦ, κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς ἀγάπησε τὸν ἄνθρωπο καὶ σταυρώθηκε γι’ αὐτόν. Δὲν ἀρκέσθηκε σὲ μιὰ διδασκαλία καὶ ἕναν ἀλτρουϊσμό, σὲ ἕνα βερμπαλιστικὸ κήρυγμα, ἀλλὰ προχώρησε στὴν δική του προσφορά, πέθανε Αὐτὸς γιὰ τοὺς ἄλλους.

Ἡ νοοτροπία ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν κοινωνία μας νὰ ἐπιδιώκουμε νὰ ἀπαλλασσόμαστε ἀπὸ τοὺς ἀρρώστους συγγενεῖς μας, προσφέροντας χρήματα καὶ κλείνοντάς τους σὲ Κρατικὰ ἡ ἰδιωτικὰ Ἱδρύματα, δὲν συνιστᾶ τὴν πραγματικὴ ἀγάπη. Βεβαίως, τὰ Ἱδρύματα –Νοσοκομεῖα καὶ Γηροκομεῖα– εἶναι ἀναγκαῖα, ὅταν χρειάζεται νὰ προσφερθῇ ἀποτελεσματικὴ ἐπιστημονικὴ βοήθεια, ὅταν αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσφερθῇ στὸ σπίτι, ἀλλὰ ὅταν ὁ ἐγκλεισμὸς στὰ Ἱδρύματα γίνεται γιὰ τὴν ἀπαλλαγή μας ἀπὸ τὴν φροντίδα, καὶ τὴν ἐξοικονόμηση χρόνου καὶ ἀνέσεως γιὰ νὰ ἐκτελέσουμε τὸ δικό μας πρόγραμμα δὲν εἶναι ὀρθό. Ὁ ἄρρωστος καὶ ἀνήμπορος ἄνθρωπος χρειάζεται πάνω καὶ ἀπὸ τὴν ἰατρικὴ καὶ τὴν νοσοκομειακὴ περίθαλψη τὴν ἀγάπη, τὴν στοργή, τὸ χάδι, τὴν παρουσία τοῦ ἀγαπητοῦ του προσώπου καὶ ὄχι τόσο τὶς ποικίλες σωματικὲς ἀνέσεις.

Ὡς πρὸς τοὺς ἰατροὺς καὶ τὸ νοσηλευτικὸ προσωπικὸ πρέπει νὰ γνωρίζουμε καὶ νὰ τονίζουμε ὅτι ὑπάρχει μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ ἐπαγγέλματος καὶ λειτουργήματος-διακονίας. Τὸ ἐπάγγελμα εἶναι τὸ ἔργο ποὺ ἐξασκοῦμε προκειμένου νὰ ζήσουμε, ἀλλὰ τὸ λειτούργημα–διακονία γίνεται μὲ ἀγάπη καὶ στοργή. Τὸ ἔργο τῶν ἰατρῶν καὶ τοῦ νοσηλευτικοῦ προσωπικοῦ δὲν εἶναι ἕνα συνηθισμένο ἐπάγγελμα, ἀλλὰ ἔργο διακονίας καὶ προσφορᾶς, ποὺ δὲν ἀναφέρεται ἁπλῶς στὶς σωματικὲς ἀσθένειες, ἀλλὰ στὸν ὑπαρξιακὸ πόνο καὶ τὰ ἐσωτερικὰ προβλήματα τῶν ἀσθενῶν. Ὅταν κανεὶς βλέπη μόνον τὸ σῶμα τοῦ ἀρρώστου, ἐπιδιώκοντας νὰ τὸ θεραπεύση καὶ ἀγνοῇ τὰ ψυχικὰ καὶ ψυχολογικά του προβλήματα, τότε τὸν ἐκλαμβάνει ὡς μιὰ ζωντανὴ μηχανὴ καὶ αὐτὸ τὸν πληγώνει βαθειά.

Προηγουμένως κάναμε λόγο γιὰ τὴν σχέση μεταξὺ τοῦ ψυχικοῦ καὶ σωματικοῦ πόνου καὶ μεταξὺ τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς ὀδύνης, γιὰ τὴν ἀπουσία νοήματος γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου. Ἂν κανεὶς δὲν δὴ αὐτὴν τὴν πραγματικότητα στὴν ὁλότητά του, ἀλλὰ ἀντιμετωπίζη μόνον ἕνα τμῆμα της, τότε ἀστοχεῖ στὸ ἔργο του. Ὁ ἄρρωστος ποὺ πλησιάζει τὸν ἰατρὸ ἡ εἰσέρχεται στὸ Νοσοκομεῖο, μαζὶ μὲ τὴν συγκεκριμένη ἀρρώστια, μεταφέρει καὶ μιὰ ζωὴ γεμάτη πόνο καὶ ὀδύνη, ἀπὸ προσωπικὲς ἐνοχές, ἀπὸ ἀπουσία ἀνθρώπων ἡ προδοσία καὶ ἐγκατάλειψη ἀγαπητῶν προσώπων, ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου. Πὼς μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀγνοήση αὐτὴν τὴν πραγματικότητα καὶ νὰ βλέπη τοὺς ἀνθρώπους ἐξωτερικὰ καὶ μηχανικά;

Ὅσοι ἀσχολοῦνται μὲ τὸν πόνο τῶν ἀνθρώπων σὲ ὁριακὲς καταστάσεις, ὅπως εἶναι οἱ ἀρρώστιες, αὐτοὶ γνωρίζουν καλὰ ὅτι ὁ ἄρρωστος περισσότερο ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ ἐὰν ἐπέρχεται τὸ τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν ἐρωτᾶ τὸν ἰατρὸ γιὰ κάποια ἀσθένειά του, στὴν πραγματικότητα ἐντείνει τὴν προσοχή του γιὰ νὰ διαπιστώση ὄχι τί θὰ τοῦ ἀπαντήση ὁ ἰατρός, ἀλλὰ τί θὰ τοῦ ἀποκρύψη. Ὁπότε, ὁ ἰατρὸς δὲν πρέπει νὰ ἀρκεσθῇ ἁπλῶς στὸ νὰ τὸν ἀντιμετωπίση ὡς ἀσθενῆ σωματικά, ἀλλὰ νὰ τὸν δὴ ὡς ἕναν πονεμένο ἄνθρωπο ποὺ ἀναζητᾶ ἀπάντηση γιὰ τὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, γιὰ τὸ πὼς μπορεῖ νὰ ὑπερβῇ τὸν θάνατο, καὶ ὄχι νὰ λάβη μιὰ παράταση τῆς βιολογικῆς ζωῆς. Ἡ μοναξιά, ἡ ἀνάγκη γιὰ ἀγάπη καὶ ὁ φόβος τῆς ἀνυπαρξίας εἶναι τὰ προβλήματα ποὺ διακατέχουν τοὺς ἀνθρώπους, ἰδιαιτέρως ὅμως τοὺς ἀρρώστους ποὺ πλησιάζουν πιὸ πολὺ σὲ αὐτὴν τὴν φλεγόμενη περιοχὴ τῶν ὑπαρξιακῶν προβλημάτων.

Γίνεται ἀντιληπτὸ ὅτι ἡ ποιμαντικὴ διακονία εἶναι ὁλόκληρη ἐπιστήμη, προϋποθέτει ὄχι μόνον γνώσεις, ἀλλὰ κυρίως ἀνθρωπιά, καὶ πρὸ παντός το νὰ ἔχη κανεὶς προσωπικὴ γνώση αὐτῶν τῶν προβλημάτων. Ἐκεῖνος ποὺ ἀντιμετώπισε ἡ ἀντιμετωπίζει τὶς συνέπειες τῶν ἀσθενειῶν στὴν προσωπική του ζωὴ καὶ βίωσε ἡ βιώνει τὸν πόνο ὡς προσωπικὸ γεγονός, ἐκεῖνος εἶναι κατάλληλος γιὰ νὰ πλησιάζη εὐαίσθητα τέτοιους πονεμένους ἀνθρώπους. Ἄλλωστε, κάθε πονεμένος εἶναι ἰδιόρρυθμος καὶ ἐκφράζει ποικιλοτρόπως αὐτὴν τὴν ἰδιορρυθμία του, ὁπότε χρειάζεται ἰδιαίτερη μεταχείριση μὲ ὑπομονὴ καὶ ἀγάπη.

γ) Εἰδικὴ ποιμαντική

Πέρα ἀπὸ τὴν γενικὴ ποιμαντική, προκειμένου κανεὶς νὰ ἀντιμετωπίση καὶ θέματα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν εὐγονικὴ καὶ τὴν εὐθανασιακὴ νοοτροπία τῆς ἐποχῆς μας, πρέπει νὰ ἐξασκήση καὶ μιὰ εἰδικὴ ποιμαντική. Ἡ γενικὴ ἄποψη εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ κηρύσση τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νὰ κάνη τὶς ἐπιλογές του καὶ ἡ Ἐκκλησία θεραπεύει τὶς ἐπιπτώσεις τῶν ἀρνητικῶν ἐπιλογῶν του. Τρία εἰδικὰ θέματα, ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὸ θέμα, θὰ θιγοῦν ἀκροθιγῶς στὴν συνέχεια.

Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἀπόκτηση παιδιῶν.

Σκοπὸς τοῦ γάμου εἶναι ἡ ἕνωση τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, ἡ ὑπέρβαση διαφόρων προβλημάτων –ἀτομικῶν καὶ κοινωνικῶν– ἡ ἀγάπη μεταξὺ τῶν συζύγων καὶ πρὸ παντὸς ἡ σωτηρία τους. Ἄλλωστε, ἡ πορεία τους πρέπει νὰ εἶναι κοινὴ πρὸς τὴν κοινὴ ἀνάσταση. Καρπὸς καὶ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀπὸ κοινοῦ πορείας εἶναι καὶ ἡ γέννηση τῶν παιδιῶν. Ὁπότε, ἡ γέννηση τῶν παιδιῶν δὲν ἀπολυτοποιεῖται. Κατὰ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἡ γέννηση τῶν παιδιῶν δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς φυσικῆς διαδικασίας, ἀλλὰ καρπὸς τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, διὰ τῆς συνεργείας τῶν συζύγων. Ἡ ζωοποιὸς ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ διὰ τῆς φυσικῆς διαδικασίας τῶν δερματίνων χιτώνων καὶ ἔτσι συλλαμβάνεται τὸ ἔμβρυο. Ὅταν ἐξετάζη κανεὶς προσεκτικά το πὼς γίνεται ἡ γονιμοποίηση καὶ ἡ ὀργανογέννηση τοῦ ἐμβρύου, τότε καταλαμβάνεται ἀπὸ δέος, καὶ ἐκπλήσσεται ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς δημιουργίας. Ἡ παρέμβαση τοῦ ἀνθρώπου, ὡς διορθωτικὴ στὰ ὄργανα τοῦ σώματος, μπορεῖ ὡς ἕνα σημεῖο νὰ εἶναι ἐπιτρεπτή, ὅταν πρόκειται γιὰ θεραπεία, ἀλλὰ ἡ ὑπερβολικὴ μέριμνα καὶ ἀγωνία, καθὼς καὶ ἡ ὑπερβολὴ στὶς χρησιμοποιούμενες μεθόδους, ὅταν μάλιστα γίνεται μέσα στὰ πλαίσια τῆς ὕβρεως, δὲν μπορεῖ νὰ γίνη ἀποδεκτή.

Ἔπειτα, ἡ ἀπουσία παιδιῶν δὲν μπορεῖ νὰ ἀναιρέση τὸν σκοπὸ τοῦ γάμου, ἀλλὰ καὶ ἡ παρουσία τους, δὲν μπορεῖ νὰ δώση νόημα ζωῆς στὸν γάμο καὶ νὰ ἀναπληρώση τὴν ἀγάπη, ὅταν δὲν ὑπάρχη. Ἡ ἀγωνιώδης ἀναζήτηση παιδιῶν πολλὲς φορὲς δείχνει ἕνα πρόβλημα στὶς προσωπικὲς σχέσεις τῶν συζύγων. Ὁπότε, τὸ πρόβλημα εἶναι βαθύτερο καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαντληθῇ μόνο στὴν ἐπιφάνεια καὶ στὴν ἐξωτερική του διάσταση. Ἐὰν ἐπιθυμῇ κανεὶς νὰ ἀποκτήση παιδιά, μπορεῖ νὰ ὑιοθετήση τόσα ὀρφανὰ καὶ ἐγκαταλελειμμένα παιδιὰ ἡ νὰ γίνη ἀνάδοχος οἰκογένεια, ὁπότε λύεται καὶ ἕνα κοινωνικὸ πρόβλημα. Ἡ ἐξωσωματικὴ γονιμοποίηση, ἡ λεγόμενη ἰατρικῶς ὑποβοηθούμενη ἀναπαραγωγή, ποὺ εἶναι νέα τεχνικὴ γιὰ τὴν σύλληψη ἐμβρύων, δημουργεὶ διάφορα ἠθικὰ προβλήματα. Μὲ ὁρισμένες προϋποθέσεις μποροῦν μερικὲς μέθοδοι νὰ γίνουν ἀποδεκτές, ὅπως ἡ ὁμόλογη σπερματέγχυση. Ὅμως μὲ γεγονότα ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ἐτερόλογη σπερματέγχυση, τὴν ὁμόλογη ἐξωσωματικὴ γονιμοποίηση, τὴν γονιμοποίηση πολλῶν ὠαρίων καὶ τὴν δημιουργία πολλῶν ἐμβρύων ποὺ καταψύχονται καὶ στὴν συνέχεια ἀγνοεῖται ἡ τύχη τῶν περισσοτέρων ἀπὸ αὐτά, τὴν «ἐπιλεκτικὴ μείωση τῶν ἐμβρύων» ποὺ σκοτώνονται μέσα στὴν μήτρα, δὲν μποροῦμε νὰ συμφωνήσουμε. Οὔτε ἀκόμη μποροῦμε νὰ ἀποδεχθοῦμε ἐνέργειες ποὺ καταλήγουν στὴν καταστροφή της βλαστοκύστης καὶ τοῦ ἐμβρύου. Μπορεῖ νὰ γίνη ἀποδεκτὴ ἡ ὁμόλογη ἐξωσωματικὴ γονιμοποίηση ποὺ δὲν ἀφήνει «πλεονάζοντα» ἔμβρυα.

Τὸ δεύτερο θέμα εἶναι ὁ προγεννητικὸς καὶ προεμφυτευτικὸς ἔλεγχος.

Τὰ τελευταῖα χρόνια εἰσήχθησαν νέες διαγνωστικὲς τεχνικὲς γιὰ τὸν ἔλεγχο τοῦ ἐμβρύου, ὅταν βρίσκεται στὴν μήτρα (in vivo), ὁ προγεννητικὸς ἔλεγχος, ἡ ὅταν συνελήφθη μὲ τὴν ἐξωσωματικὴ γονιμοποίηση (in vitro), ὁ προεμφυτευτικὸς ἔλεγχος. Ὁ προγεννητικὸς ἔλεγχος, παρ’ ὅ,τι δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαγορευθῇ, δημιουργεῖ πολλὲς ἐνοχὲς καὶ ὁδηγεῖ στὶς ἀμβλώσεις, ἂν οἱ γονεῖς δὲν μποροῦν νὰ ἀντέξουν τὴν γέννηση καὶ τὴν ἀνάπτυξη παιδιῶν μὲ γενετικὲς ἀνωμαλίες. Ἔπειτα, ὁ προεμφυτευτικὸς ἔλεγχος τῶν ἐμβρύων ἐνέχει τὸν κίνδυνο τῆς εὐγονικῆς προοπτικῆς, ὅπως τὴν προσδιορίσαμε πιὸ πάνω (ἐπιλογὴ φύλου, ἐξωτερικῶν γνωρισμάτων, εὐφυΐας κλπ.), ὁπότε ὁ ἄνθρωπος ἐπεμβαίνει ἀδιάκριτα μέσα στὸ μυστήριο τῆς ζωῆς. Ἀλλὰ καὶ ἡ καταστροφὴ τῶν μὴ ἐπιλεγμένων ἐμβρύων εἶναι φόνος, ἀφοῦ κατὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση τὸ ἔμβρυο ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς συλλήψεώς του εἶναι ἐμψυχωμένο (ἡ διδασκαλία περὶ τῆς «ἐξ ἄκρας συλλήψεως») καὶ ἡ ὑπάρχουσα ψυχὴ θὰ ἐκδηλώση τὴν παρουσία της, κατὰ τὴν ἀνάπτυξη τῶν ὀργάνων τοῦ σώματος.

Καὶ τὸ τρίτο θέμα εἶναι ἡ εὐθανασία.

Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἁρμοδιότητα σὲ αὐτὰ ποὺ κατασκευάζει καὶ ὄχι σὲ ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν ἔκανε ἀπολύτως τίποτε γιὰ νὰ τὰ φέρη στὴν ὕπαρξη καὶ ἑπομένως δὲν ἔχει καμμία ἁρμοδιότητα. Ἡ ὕπαρξή του εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, τὸ σῶμα του εἶναι ἑνωμένο μὲ τὴν ψυχὴ σὲ μιὰ ὑπόσταση. Ἡ εὐθανασία συνδέεται μὲ τὴν ἀπόγνωση καὶ τὴν ἀπελπισία, τὶς ψυχολογικὲς ἀσθένειες καὶ τὴν ἀπουσία νοήματος γιὰ τὴν ζωή. Ἀκόμη, ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου γιὰ εὐθανασία συνιστᾶ μιὰ ἄγνοια τῆς εὐεργετικῆς παρουσίας τοῦ πόνου στὴν ζωή μας, καθὼς ἐπίσης εἶναι καὶ μιὰ ἔκφραση δειλίας ἔναντι τῶν διαφόρων δυσκολιῶν. Εἰδικὰ ὁ Χριστιανὸς ποὺ θεωρεῖ τὸ σῶμα τοῦ ναὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, δὲν διανοεῖται νὰ προβῇ σὲ πράξη εὐθανασίας, ποὺ εἶναι μιὰ αὐτοκτονία, γιὰ τὸν ἐπιπρόσθετο λόγο, ὅτι ἀφοῦ εἶναι μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, κάθε ἁμάρτημα εἶναι ἁμάρτημα πρὸς τὸν Ἴδιο τὸν Χριστό. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ ἁμαρτία ἔχει πάντοτε θεολογικὸ καὶ χριστολογικὸ περιεχόμενο.

Ἑπομένως, ἡ εὐθανασία, κυρίως ἡ ἐνεργητική, εἶναι μιὰ «τεχνικοποίηση τοῦ θανάτου», μιὰ ἰδιοποίηση καὶ διαχείριση τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου ποὺ δὲν ὑπάγεται στὴν ἁρμοδιότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἀποτελεῖ «δικαίωμα» τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, δὲν μπορεῖ νὰ γίνη ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, οὔτε φυσικὰ μποροῦμε νὰ ἀποδεχθοῦμε τὶς «Διαθῆκες τοῦ θανάτου».

Ἐπίλογος

Στὴν εἰσήγηση αὐτὴ ἔγινε λόγος γιὰ τὸ πὼς ὁρίζονται σήμερα οἱ ὅροι εὐγονία-εὐγονικὴ καὶ εὐθανασία, πὼς ἐπικρατοῦν πρακτικὰ στὴν κοινωνία καὶ τὸν σύγχρονο πολιτισμὸ καὶ ποιά πρέπει νὰ εἶναι ἡ ποιμαντικὴ τῆς Ἐκκλησίας στὶς περιπτώσεις αὐτές.

Στὸ τέλος αὐτῆς τῆς εἰσηγήσεως θὰ ἤθελα νὰ δώσω καὶ μιὰ διαφορετική, δηλαδὴ ἐκκλησιαστικὴ ὁριοθέτηση αὐτῶν τῶν ὅρων. Κατὰ τὴν προοπτικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὀρθόδοξη εὐγονία δὲν εἶναι μόνον ἡ καλὴ βιολογικὴ γέννηση παιδιῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀνατροφή τους μὲ μιὰ παιδεία ποὺ ἀναφέρεται στὸν ὅλο ἄνθρωπο, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ ἀναγέννησή τους μὲ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν κατὰ Χριστὸν ἄσκηση. Δὲν ἀρκεῖ, δηλαδή, τὸ «ζῆν», ἀλλὰ πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐπεκταθῇ καὶ στὸ «εὖ ζῆν», μὲ τὴν ἐν Χριστῷ καὶ τὴν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ζωή. Ἐπὶ πλέον ἡ ὀρθόδοξη εὐθανασία δὲν εἶναι ἁπλῶς το νὰ πεθάνη κανεὶς χωρὶς ὀδύνη, ἀλλὰ νὰ πεθάνη καὶ χωρὶς αἰσχύνη καὶ μὲ εἰρήνη, καθὼς ἐπίσης νὰ δώση καὶ καλὴ ἀπολογία στὸν δημιουργό του, ἀφοῦ ἡ ζωὴ δὲν ἐξαντλεῖται στὴν βιολογικὴ ζωή. Ἔτσι, ἡ ὀρθόδοξη εὐθανασία ἐκφράζεται μὲ τὴν εὐχὴ τῆς Ἐκκλησίας: «Χριστιανὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικὰ καὶ καλὴν ἀπολογίαν την παρὰ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ αἰτησώμεθα».

Γενικά, ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ εὐγονία καὶ εὐθανασία εἶναι ἡ πλήρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ νὰ περνᾶ ὁ ἄνθρωπος διαδοχικῶς στὴν ζωή του, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν προσωπικό του ἀγῶνα, ἀπὸ τὴν κάθαρση, τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θέωση.–

  • Προβολές: 2811