Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, 18 Ὀκτωβρίου
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, «ὁ ἰατρὸς ὁ ἀγαπητός», ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι ὁ συγγραφέας τοῦ «κατὰ Λουκᾶν» Εὐαγγελίου καὶ τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων». Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καὶ ἀνῆκε στὸν χορὸ τῶν ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ. Ἦταν στενὸς συνεργάτης τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ τὸν συνόδευσε στὶς περιοδεῖες του στὴν Τρωάδα, τοὺς Φιλίππους, ἀπὸ τοὺς Φιλίππους στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ τὴν Καισάρεια στὴν Ρώμη. Ἐπίσης, ἦταν μαζί του καὶ τὶς δύο φορὲς ποὺ ἐκεῖνος φυλακίσθηκε. Μάλιστα, κατὰ τὴν δεύτερη φυλάκισή του, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει στὴν Β πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολὴ τοῦ ὅτι «Λουκᾶς ἐστι μόνος μετ’ ἐμοῦ».
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Δαλματία, τὴν Γαλλία καὶ τὴν Ἰταλία. Ἐπίσης στὴν Βοιωτία, καθὼς καὶ στὴν Ἀχαΐα ὅπου καὶ συνέγραψε, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, τὸ «κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον». Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ἦταν ζωγράφος καὶ ἱστόρησε τὴν Θεοτόκο. Εἶχε μαρτυρικὸ τέλος, ὅπως, ἄλλωστε, ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι. Μόνον ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης «ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ» καὶ αὐτὸ συνέβη, ἐπειδὴ ἐβίωσε τὸ μαρτύριο «παρὰ τῷ Σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ».
Τὸ λείψανο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ μετετέθη στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ 357 μ. Χ. Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:
Πρῶτον. Τὸ νὰ διακονῇ κάποιος ἕνα πρόσωπο ποὺ ἔχει δόξα καὶ ἐξουσία, αὐτὸ γιὰ τὴν λογικὴ τοῦ κόσμου εἶναι πολὺ φυσικὸ καὶ δικαιολογεῖται ἡ ὅποια ταλαιπωρία καὶ ὁ κόπος ποὺ ἐνδεχομένως καταβάλλει, ἐπειδὴ περιμένει ἀνταπόδοση. Τὸ νὰ κοπιάζη ὅμως καὶ νὰ ταλαιπωρῆται ὅταν ὁ διακονούμενος δὲν ἔχη κοσμικὴ ἐξουσία καὶ ἑπομένως δὲν περιμένει νὰ καρπωθῇ κάτι, καὶ τὸ κυριότερο νὰ παραμένη κοντὰ στὸ πρόσωπο αὐτὸ στὶς δοκιμασίες καὶ τοὺς πειρασμούς του, αὐτὸ ὑπερβαίνει τὴν πεπτωκυία ἀνθρώπινη λογική, ταυτόχρονα ὅμως ἀναδεικνύει τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης. Ἐπειδὴ κάθε τι ποὺ δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν πεπτωκυία ἀνθρώπινη λογικὴ δὲν εἶναι κατ’ ἀνάγκην παράλογο, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ὑπέρλογο, ὅπως εἶναι ἡ ἀληθινή, ἡ ἀνιδιοτελὴς ἀγάπη.
Κάποιος δέχθηκε σὲ χρονικὴ στιγμὴ τῆς ζωῆς του σημαντικὴ τιμή-διάκριση καὶ τότε γνωστό του πρόσωπο τὸν συνεχάρη λέγοντάς του: -Ὅταν ἀναβαίνετε, χαιρόμαστε καὶ ἀναβαίνουμε καὶ μεὶς μαζί σας. Καὶ ἡ ἀπάντηση ἦταν: -Ὅταν κατεβαίνω, πονᾶτε καὶ κατεβαίνετε καὶ σεῖς μαζί μου; Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τοῦ θέματος, γιατί τὸ πρῶτο γίνεται πολὺ εὔκολα καὶ ἀνώδυνα. Τὸ δεύτερο εἶναι δύσκολο νὰ πραγματοποιηθῇ, ἐπειδὴ ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη δὲν εἶναι ἕνα ἁπλὸ συναίσθημα, ἀλλὰ θυσία καὶ σταυρός.
Δεύτερον. Στὸ 24ο κεφάλαιο τοῦ «κατὰ Λουκᾶν» Εὐαγγελίου ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς τῆς συναντήσεώς του μὲ τὸν ἀναστάντα Χριστό, τρεῖς ἡμέρες μετὰ τὴν ταφή Του. Ἐνῷ πορευόταν στὴν κώμη Ἐμμαοὺς μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Κλεόπα καὶ συζητοῦσαν στὸν δρόμο λυπημένοι, γιὰ ὅσα συνέβησαν τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες, τοὺς πλησίασε ὁ ἀναστὰς Κύριος καὶ συμπορευόταν μαζί τους. Εἶναι γνωστὰ τὰ γεγονότα ποὺ ἀκολούθησαν, ὅτι δηλαδὴ τοὺς ἑρμήνευσε ἀπὸ τὶς Γραφὲς τὰ γεγονότα ποὺ ἀναφέρονταν στὰ Πάθη Του καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, ἐνῷ οἱ καρδιές τους φλέγονταν. Δὲν τὸν ἀνεγνώρισαν ὅμως. Αὐτὸ ἔγινε ἀργότερα «ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου». Δηλαδὴ τὴν ὥρα ποὺ εὐλόγησε τὸν ἄρτο, τὸν μετέβαλε σὲ Σῶμα του καὶ τοὺς τὸν προσέφερε πρὸς βρώση. Στὴν πραγματικότητα Τὸν ἀνεγνώρισαν, μᾶλλον ὁ Χριστὸς «ἐγνώσθη αὐτοῖς», δηλαδὴ ἀπεκάλυψε τὸν ἑαυτό Του σ’ αὐτούς, στὴν θεία Λειτουργία. Καὶ παρ’ ὅλο ποὺ τὴν ἴδια στιγμὴ ἔγινε ἄφαντος, ἐν τούτοις ἡ καρδιά τους, ποὺ νωρίτερα καιγόταν, πλημμύρισε ἀπὸ χαρά. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔφυγαν ἀμέσως πίσω στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ νὰ ἀναγγείλουν τὸ χαρμόσυνο γεγονὸς τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ στοὺς ἕνδεκα μαθητές Του.
Οἱ καρδιὲς ποὺ φλέγονται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἔχουν τὴν δυνατότητα, μὲ τὶς καταλληλες προϋποθέσεις, νὰ Τὸν γνωρίσουν στὴν θεία Λειτουργία, «ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου». Δὲν πρόκειται γιὰ γνωριμία συναισθηματικὴ καὶ ψυχολογική, ἀλλὰ ὑπαρξιακὴ καὶ ὀντολογική. Ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, Ἀρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας, λέγει ὅτι ὅσοι μεταλαμβάνουν τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἐννοεῖται μὲ τὶς κατάλληλες προϋποθέσεις, ἀνοίγονται τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους καὶ τὸν γνωρίζουν, ἐπειδὴ ἡ σάρκα τοῦ Κυρίου ἔχει μεγάλη δύναμη καὶ προξενεῖ μεγάλη χαρά. «Τοῖς μεταλαμβάνουσι τοῦ εὐλογημένου ἄρτου, διανοίγονται οἱ ὀφθαλμοὶ εἰς τὸ ἐπιγνῶναι αὐτόν. Μεγάλην γὰρ καὶ ἄφατον δύναμιν ἔχει ἡ τοῦ Κυρίου σάρξ... Οὕτω γὰρ ἐχάρησαν (οἱ δύο μαθηταί), ὥστε αὐτὴ τὴ ὥρα ἀναστῆναι καὶ ὑποστρέψαι εἰς Ἱερουσαλήμ».
Εἴδαμε πιὸ πάνω, στὴν συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς δύο μαθητές Του ποὺ πορεύονταν «εἰς Ἐμμαούς», ὅτι ἡ ἑρμηνεία τῶν θείων Γραφῶν προηγήθηκε τῆς θείας Μεταλήψεως. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ἐπαναλαμβάνεται σὲ κάθε θεία Λειτουργία. Προηγεῖται ἡ ἀνάγνωση καὶ ἑρμηνεία τῶν ἀποστολικῶν καὶ εὐαγγελικῶν Περικοπῶν καὶ ἀκολουθεῖ ὁ καθαγιασμὸς τῶν Τιμίων Δώρων καὶ ἡ θεία Κοινωνία. Καὶ πρὶν ἀπὸ τὰ ἀναγνώσματα προηγεῖται ἡ εὐχή, τὴν ὁποία διαβάζει μυστικῶς ὁ ἱερεύς, καὶ διὰ τῆς ὁποίας παρακαλεῖ τὸν Θεὸν νὰ λάμψη τὸ θεῖο Του Φῶς στὴν καρδιά του καὶ νὰ τοῦ ἀνοίξη τὸν νοῦν, γιὰ νὰ κατανοήση τὰ Ἀναγνώσματα, οὕτως ὥστε νὰ μπορέση νὰ τὰ ἐρμηνεύση καὶ νὰ τὰ μεταδώση στὸν λαὸ μὲ τρόπο κατανοητὸ καὶ κυρίως ὀρθόδοξο. Ἐπίσης, παρακαλεῖ τὸν Θεὸ νὰ ἐμφυτεύση στὴν ψυχή του τὸν θεῖο φόβο, γιὰ νὰ μπορέση νὰ καταπατήση τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες καὶ νὰ βιώση τὴν πνευματικὴ ζωή, ἡ ὁποία εἶναι δύσκολη καὶ χωρίς την Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀκατόρθωτη.
Ἡ διακονία «του πλησίον», τοῦ κάθε ἀνθρώπου χωρὶς διακρίσεις, καὶ ἰδιαιτέρως τῶν ἁπλῶν καὶ περιφρονημένων, «τῶν ἐλαχίστων», μὲ ἀνιδιοτέλεια, εἶναι χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῶν ἁγίων, ποὺ γνωρίζουν ὑπαρξιακὰ τὴν Αὐτοαγάπη, ἤτοι τὸν Τριαδικὸ Θεό, ἀλλὰ σὲ ἀνάλογο βαθμὸ καὶ ὅλων ἐκείνων, ποὺ ἀγωνίζονται νὰ ἐπιτύχουν τὸν προσωπικό τους ἁγιασμό.–
- Προβολές: 2877