Πρωτοπρεσβυτέρου Ἰωάννου Δένδια: Οἱ λόγοι περὶ Ἱερωσύνης τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Πρωτοπρεσβυτέρου Ἰωάννου Δένδια
Εἰσήγηση (ἀποσπάσματα) στὸ ΙΒ Ἱερατικὸ Συνέδριο τῆς Ι. Μητροπόλεως μας
Σεβασμιώτατε
Σεβαστοὶ Πατέρες καὶ Ἀδελφοί,
Τὸ θέμα ποὺ μοῦ δόθηκε νὰ ἀναπτύξω εἶναι: "Οἱ λόγοι περὶ Ἱερωσύνης τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου". Ἀπὸ τὶς πρῶτες γραμμὲς τῆς ὁμιλίας μου μπορῶ νὰ πῶ ὅτι οἱ ἕξι λόγοι τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου εἶναι ὀριοδεῖκτες, εἶναι το φῶς ποὺ φωτίζει τὸ δρόμο σὲ μᾶς ποὺ ὑπάρχουμε στὴν Ἱερωσύνη καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ ποθοῦν τὴν Ἱερωσύνη. Οἱ λόγοι αὐτοὶ στοχεύουν εἰς τὸ νὰ ἐμπλουτισθῇ ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ ἄξιους ἀνθρώπους. Ἀπὸ ἄξιους Ἐπισκόπους καὶ ἄξιους Ἱερεῖς γιὰ νὰ ἔχη καὶ νόημα αὐτὸ ποὺ μᾶς λέει ὁ πιστὸς λαός, ὅταν χειροτονούμαστε –ἄξιος! Ἡ Ἱερωσύνη δὲν εἶναι ἐπάγγελμα ποὺ ἀποκτιέται μὲ χαρτιὰ καὶ τίτλους σπουδῶν, χρειάζεται καὶ κάτι ἄλλο ποὺ λέγεται πνευματικὴ Συμμαρτυρία, ποὺ εἶναι ἡ ἐγγύηση ὅτι ἐμεῖς ποὺ ποθοῦμε τὴν Ἱερωσύνη δὲν ἔχουμε μόνο χαρτιὰ ἔχουμε καὶ κάτι ἄλλο πάνω ἀπὸ τὰ χαρτιὰ καὶ τοὺς τίτλους, ἔχουμε ἐκκλησιαστικὸ ἦθος, ἔχουμε ἀρετὲς χριστιανικές, ἔχουμε στὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς μας γνήσιο Ἱερὸ πόθο νὰ διακονήσουμε τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ χωρὶς σκοπιμότητες καὶ ὠφελιμισμοὺς ὑλικούς. Λαχταρᾶμε νὰ βρεθοῦμε ζευγολάτες στὸ χωράφι τοῦ Θεοῦ, λαχταρᾶμε τὴν ὥρα καὶ τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ βρεθοῦμε κάτω ἀπὸ τὰ ἁπλωμένα χέρια τοῦ Ἐπισκόπου, γιὰ νὰ πάρουμε τὴν χάρη τῆς Ἱερωσύνης, καὶ μυστικὰ νὰ παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ μὲ δακρυσμένα τὰ μάτια νὰ εἶναι κοντά μας, νὰ μᾶς χαριτώνη καὶ νὰ μᾶς καθοδηγῇ. Λαχταρᾶμε τὴν ὥρα ποὺ θὰ βρεθοῦμε μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα, γιὰ νὰ εἴμαστε τὸ κυρίαρχο πρόσωπο στὴ μυστικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, νὰ βρεθοῦμε μπροστὰ στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ τοῦ δώσουμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸν καθοδηγήσουμε πνευματικά.
Ἔτσι νιώθουμε ὅλοι μας τὶς πρῶτες ὧρες, τὶς πρῶτες μέρες, τὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἱερωσύνης μας. Ὁ χρόνος ἀλλάζει τὴ μορφὴ τοῦ καθετὶ ποὺ βρίσκεται σ’ αὐτόν, ἔτσι ἀλλάζει καὶ τὴ μορφὴ τὴ δικιά μας, καὶ αὐτὰ ποὺ λαχταρούσαμε, ποὺ αἰσθανόμασταν Ἱερὸ φόβο ὅταν τ’ ἀγγίζαμε, ποὺ ὅμως πλημμύριζε τὴν καρδιά μας ἀπὸ μιὰ ἀνεκλάλητη χαρά, γίνονται μιὰ συνήθεια ἀπρόσεκτη χωρὶς φόβο Θεοῦ, χωρὶς φόβο λαοῦ, χωρὶς χαρὰ καὶ ἐσωτερικοὺς κραδασμοὺς καὶ φτάνουμε στὸ σημεῖο ὁ Θεὸς καὶ ὁ λαὸς νὰ μᾶς φοβᾶται.
Οἱ περὶ Ἱερωσύνης λόγοι τοῦ Ι. Χρυσοστόμου εἶναι ὁ δικός μας καθρέφτης κι ἐμεῖς ποὺ φέρουμε τὴν Ἱερωσύνη θὰ πρέπη νὰ καθρεπτιζόμαστε κάθε ὥρα, κάθε στιγμή, ὄχι γιὰ νὰ δοῦμε τὴ σωματική μας ὀμορφιά, ἀλλὰ τὴν ὀμορφιὰ ἡ τὶς ἀτέλειες καὶ τὶς ἀσχήμιες τῆς Ἱερατικῆς μας ζωῆς, νὰ δοῦμε τὴ συνέπεια ἡ τὴν ἀσυνέπεια σ’ αὐτὸ ποὺ ταχθήκαμε νὰ κάνουμε, σ’ αὐτὸ ποὺ θέλει ὁ Θεὸς νὰ κάνουμε, σ’ αὐτὸ ποὺ περιμένει ὁ λαὸς ποὺ μᾶς ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεὸς νὰ κάνουμε.
Οἱ περὶ Ἱερωσύνης Λόγοι μας θυμίζουν αὐτὸ ποὺ ξεχάσαμε, τί εἶναι Ἱερωσύνη, μᾶς θυμίζουνν τὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἱερατικῆς μας ζωῆς καὶ μᾶς καλοῦν νὰ τὰ συγκρίνουμε μ’ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε σήμερα, μ’ αὐτὸ ποὺ ζοῦμε σήμερα. Σ ?κείνους ποὺ ἔχουν πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ Ἱερωθοῦν τοὺς θυμίζουν ὅτι ἡ ἀπόφαση αὐτὴ δὲν εἶναι ἡ ὁποιαδήποτε ἀπόφαση, εἶναι ἀπόφαση εὐθύνης ὄχι ἀπέναντι σὲ ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀπέναντι στὸ Θεό.
Οἱ περὶ Ἱερωσύνης Λόγοι ἔχουν χαρακτῆρα ἀπολογίας τοῦ Ι. Χρυσοστόμου πρὸς τὸν φίλο του Βασίλειο, οὐσιαστικὰ εἶναι ἕνας διάλογος μεταξύ τους. Καὶ οἱ δυὸ προτάθηκαν νὰ γίνουν ἐπίσκοποι καὶ μεταξύ τους ἔδωσαν τὸ λόγο νὰ ἔχουν κοινὴ ἀπόφαση. Ὁ Ι. Χρυσόστομος ξέροντας καλὰ τὶς ἀρετὲς καὶ τὸ ἦθος τοῦ φίλου τοῦ Βασιλείου, τὸν προέτρεψε νὰ γίνη Ἐπίσκοπος. Στὴν ἄρνησή του, γιὰ νὰ τὸν πείση τοῦ εἶπε ὅτι καὶ αὐτὸς θὰ τὸν ἀκολουθήση (νὰ γίνη Ἐπίσκοπος). Ὁ μὲν Βασίλειος πείστηκε καὶ κάμφθηκε στὶς προτροπὲς τοῦ Ι. Χρυσοστόμου καὶ ἔγινε Ἐπίσκοπος. Ὁ δὲ Ι. Χρυσόστομος ἐκρύβη εἰς τὴν ἔρημο διὰ νὰ μὴν γίνη Ἐπίσκοπος. Ὁ Βασίλειος ἀφοῦ συνάντησε τὸν Ι. Χρυσόστομο παραπονιέται ὅτι τὸν ἐξαπάτησε καὶ μάλιστα μὲ δόλο καὶ τὸν ἔρριψε στὴν Ἱερωσύνη, τὸν ἔρριψε στὶς ὑψηλὲς εὐθύνες τῆς Ἱερωσύνης. Ὁ Ι. Χρυσόστομος ἀνασκευάζει τὶς κατηγορίες τοῦ Βασιλείου.
Οἱ λόγοι ποὺ ἔκαναν τὸν Ι. Χρυσόστομο νὰ γράψη αὐτοὺς τοὺς λόγους εἶναι κυρίως δυό. Ὁ πρῶτος λόγος εἶναι ἡ ἀκαταστασία ποὺ ὑπῆρχε στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἐκτροπὲς τῶν Ἐπισκόπων καὶ τῶν Ἱερέων, τὰ μίση, τὰ πάθη, οἱ ἀλληλοκατηγορίες καὶ τὰ δόλια μέσα ἐπιλογῆς καὶ χειροτονιῶν Ἐπισκόπων ποὺ ἔβλαπταν τὴν Ἱερωσύνη καὶ ἔφεραν ἀμφισβήτηση στὸ λαό. Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι ὅτι ὁ Ι. Χρυσόστομος εὑρισκόμενος εἰς τὴν ἔρημο προετοιμαζόταν νὰ δεχθῇ τὴν Ἱερωσύνη, ἀφήνει λοιπὸν τὴν ψυχή του νὰ ἐκφραστῆ συνεπαρμένος ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τῆς Ἱερωσύνης ἀφ’ ἑνός, τὴν Ἱερότητα αὐτῆς ἀφ’ ἑτέρου, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐκπηγάζουν μύριοι φόβοι καὶ εὐθύνες ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπέναντι τοῦ λαοῦ. Ὅλα αὐτὰ ἀνάγκασαν τὸν Ι. Χρυσόστομο γιὰ νὰ γράψη τοὺς λόγους αὐτούς. Κατὰ πολλοὺς ἐρευνητὲς ὁ Βασίλειος δὲν εἶναι ὑπαρκτὸ πρόσωπο, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ ἐκφράση ὁ Ι. Χρυσόστομος αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος αἰσθανόταν διὰ τὴν Ἱερωσύνη. Καὶ πιθανότατα νὰ ἔχουν δίκιο.
Ἡ ἀγάπη διὰ τὴν Ἐκκλησία κάνει τὸν Ι. Χρυσόστομο νὰ μεταχειριστῇ τὸ τέχνασμα τῆς ἀπάτης διὰ νὰ πείση τὸν φίλο του Βασίλειο νὰ δεχθῇ τὸ Ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα. Ὁ ἰατρὸς χρησιμοποιεῖ τὴν ἀπάτη γιὰ νὰ δώση τὰ φάρμακα ἡ νὰ κάνη κάποια ἐπέμβαση ποὺ εἶναι σωτήρια γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ ἀσθενοῦς – γιὰ νὰ πείση τὸν ἀσθενῆ. Ὁ καλὸς στρατηγὸς χρησιμοποιεῖ τὴν ἀπάτη διὰ νὰ ἐπιτύχη ἀναίμακτη νίκη. Τὰ ἐπιχειρήματά του εἶναι καὶ ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Φτάνει σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὁ Ι. Χρυσόστομος νὰ θεωρήση τὴν ἀπάτη αὐτὴ ἐπιβεβλημένη προκειμένου νὰ σώσης ἀνθρώπους ἡ νὰ προφθάσης μεγάλο κακό, γι’ αὐτὸ τὴν ὀνομάζει θαυμαστὴ οἰκονομία καὶ ἐπιβεβλημένη. Ἀπὸ τὸ δεύτερο λόγο καὶ ἑξῆς τονίζεται τὸ μεγαλειῶδες τῆς Ἱερωσύνης, ἀνυπέρβλητο καὶ ἀσύγκριτο ἀξίωμα πρὸς ὁποιοδήποτε ἄλλο ἀξίωμα.
Ἡ Ἱερωσύνη πηγάζει ἀπὸ τὸν ἴδιο τόν Χριστὸ ποὺ ὅρισε τοὺς μαθητές του ὡς ἀντικαταστάτες Του στὴ γῆ. Ἡ Ἱερωσύνη εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη ἀγάπης πρὸς τὸν Χριστό. Ἡ σωστὴ διαποίμανση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη τοῦ κάθε Ἐπισκόπου, τοῦ κάθε Ἱερέως, τῆς ἀγάπης του πρὸς τὸν Χριστό. Ὁ Χριστὸς ρώτησε τὸν Πέτρο τρεῖς φορὲς ἂν τὸν ἀγαπᾶ. Δὲν εἶπε στὸν Πέτρο νὰ κάνη νηστεῖες ἡ νὰ τηρῇ κάποιους κανόνες, ἀλλὰ μονάχα τοῦ εἶπε "Ποίμαινε τὰ πρόβατα μου". Τὸν ἴδιο λόγο λέει ὁ Χριστὸς καὶ σὲ μᾶς Ἐπισκόπους καὶ Ἱερεῖς: "Δεῖξτε μου τὴν ἀγάπη σας μὲ τὴν καλὴ καὶ συνετὴ διαποίμανση τοῦ λαοῦ μου". Γι’ αὐτή μας τὴ φροντίδα προβάλλει τὴ δικιά Του θυσία, τόσο μᾶς ἀγάπησε ποὺ θυσιάστηκε καὶ μάλιστα διὰ σταυροῦ γιὰ νὰ σωθοῦμε ἐμεῖς.
Ὁ βοσκὸς ὅταν χάση τὰ πρόβατά του, μὲ χρήματα ἡ μὲ κάποια τιμωρία μπορεῖ νὰ πληρώση τὸ λάθος του στὸν κύριό του. Τὸ λάθος τὸ δικό μας δὲν πληρώνεται μὲ χρήματα, ὅταν χάσουμε ψυχὲς ποὺ μᾶς ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός, μιὰ πληρωμὴ ὑπάρχει καὶ μιὰ τιμωρία ὑπάρχει, τὸ χάσιμο τῆς δικιᾶς μας ψυχῆς, ἡ ἀποστέρηση τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς αἰωνιότητας. Ἀφοῦ ἡ τιμωρία εἶναι τόσο μεγάλη ἄρα καὶ ἡ προσοχὴ καὶ ἡ φροντίδα πρέπει νὰ εἶναι μεγάλη. Τί ὅμως νὰ φοβόμαστε; Τί νὰ κάνη ὁ ποιμήν; Πὼς νὰ προφυλάξη τὰ πρόβατά του; Πρῶτον, νὰ τοὺς ἐξασφαλίζη τροφὴ πνευματικὴ μὲ ἔργα καὶ λόγια πνευματικά, δεύτερον νὰ τὰ προστατεύη ἀπὸ τοὺς μαινόμενους λύκους ποὺ ἐφορμοῦν στὴ μάντρα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τρίτον νὰ τὰ φροντίζη ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες καὶ νὰ τὰ γιατρεύη ἀπὸ τὶς πληγές. Ἡ φροντίδα τοῦ καλοῦ ποιμένος γιὰ τὶς ἀρρωστημένες ψυχὲς εἶναι διαφορετική, εἶναι μιὰ ὑπόθεση δύσκολη... ποὺ κάθε λάθος μπορεῖ νὰ ὀδηγήση στὸ θάνατο τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἀμοιβὴ καὶ καμιὰ τιμωρία γι’ αὐτήν.
Ὁ βοσκὸς τῶν προβάτων χρησιμοποιεῖ βία γιὰ νὰ γιατρέψη τὰ πρόβατά του. Ὁ ποιμὴν τῶν ψυχῶν, δὲν ἔχει αὐτὸ τὸ προνόμιο οὔτε τὴν ἐξουσία ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὶς ἀρχές, πολὺ περισσότερο δὲν τὴν ἔχει ἀπὸ τὸ Θεό. Δὲν ἔχουμε τέτοια ἐξουσία νὰ ἐμποδίζουμε τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἁμαρτάνουν. Ὁ δικαστὴς ἔχει δικαίωμα νὰ φυλακίση κάποιον ποὺ διαπράττει παρανομία γιὰ νὰ τὸν ἐμποδίση νὰ ξαναδιαπράξη παράπτωμα ἡ ἀδικία. Μιὰ τέτοια συμπεριφορά, μιὰ τέτοια σωτηρία δὲν τὴν θέλει οὔτε τὴ βραβεύει ὁ Θεός, παρὰ μονάχα βραβεύει αὐτοὺς ποὺ ἀπὸ ἀγάπη καὶ χωρὶς βία ἐνεργοῦν γιὰ τὴν ἀρρώστια τῶν ψυχῶν καὶ αὐτοὺς ποὺ μὲ τὴ θέλησή τους προσέρχονται γιὰ νὰ θεραπευθοῦν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἡ προσέγγιση καὶ ἡ θεραπεία χρειάζονται ἀγάπη, προσευχὴ μὲ δάκρυα πολλά, ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονή. Κάθε βίαιη κίνηση μεγαλώνει τὸ τραῦμα ...
Οἱ πνευματικὲς τιμωρίες ἡ ποινὲς θὰ πρέπη νὰ δίνονται μὲ μεγάλη σύνεση καὶ μὲ φειδώ. Αὐτὸ ποὺ πρέπει, αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ ἀντέξη ὁ ἀσθενῆς, διαφορετικὰ θὰ πάθη αὐτὸ ποὺ παθαίνει ὁ ἀσθενής, ὅταν τὸν ὑποβάλλουν σὲ βαριὰ φαρμακευτικὴ ἀγωγὴ ἡ σὲ ἐπώδυνες πράξεις καὶ θεραπεῖες. Τότε ὁ ἀσθενὴς ἀπογοητευμένος σταματᾶ κάθε θεραπεία. Τὸ ἴδιο θὰ κάνη καὶ ὁ πνευματικὰ ἀσθενής, θὰ ἀπορρίψη τὰ πάντα, θὰ ἀπογοητευθῇ καὶ θὰ ἐπιστρέψη στὴν ἁμαρτωλὴ ζωή, μιὰ ζωὴ χωρὶς φραγμοὺς καὶ δισταγμούς. Ἐξίσου ὅμως ἐπικίνδυνη εἶναι ἡ ἀτιμωρησία, ποὺ σημαίνει χάσιμο τῆς ἀξίας τῆς ἀρετῆς καὶ ἐλαχιστοποίηση τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ Ι. Χρυσόστομος βάζει τὸ λειτούργημα τὴν Ἱερωσύνης πάνω ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἄσκηση τῶν μοναχῶν, διότι ὁ μοναχὸς ἔχει νὰ παλέψη μὲ τὶς κατώτερες ἐπιθυμίες τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ σώζει μόνο τὸν ἑαυτό του, ὁ ποιμὴν τῆς Ἐκκλησίας ἔχει πολυδιάστατο ἀγῶνα μὲ μύρια μέτωπα καὶ τὸ κέρδος ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν διαποίμανση ἁπλώνεται σὲ ὅλο τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ὁ ἀγῶνας τοῦ μοναχοῦ περιορίζεται στὸν ἀγῶνα τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ στὴν σωτηρία τοῦ ἑαυτοῦ του. Σ’ αὐτὴ τὴ σύγκριση χρησιμοποιεῖ ὁ Ι. Χρυσόστομος μία ὄμορφη εἰκόνα, τὴν εἰκόνα τοῦ καραβιοῦ. Ὁ μὲν Ἐπίσκοπος ἡ Ἱερεὺς πλέει σ’ ἕνα καράβι ποὺ βρίσκεται καταμεσῆς στὸ πέλαγος καὶ τὸ δέρνουν οἱ ἀγέρηδες καὶ τὰ κύματα ἀπ’ ὅλες τὶς μεριές, ἐνῷ ὁ μοναχὸς πλέει κι αὐτὸς σ’ ἕνα καράβι, ἡ διαφορὰ εἶναι ὅτι τὸ καράβι τοῦ μοναχοῦ πλέει σὲ ὑπήνεμα λιμάνια, ἀκρογιαλιὲς καὶ ἀκροποταμιές. Ὁ Ι. Χρυσόστομος μ’ ὅλες αὐτὲς τὶς δυσκολίες ποὺ ἔχει τὸ ποιμαντικὸ ἔργο φθάνει σ’ ἕνα κομβικὸ σημεῖο ποὺ ἀπασχολοῦσε τὸν ἴδιον καὶ πολλοὺς εὐσεβεῖς ἀνθρώπους. Δηλαδή, ἐνῷ ἔχουν τὴν ἀκατάσβεστη ἐπιθυμία καὶ ὅλες ἐκεῖνες τὶς προϋποθέσεις καὶ τὶς ἀρετὲς γιὰ νὰ εἰσέλθουν στὴν Ἱερωσύνη διστάζουν καὶ ἀναβάλλουν. Αὐτὸς ὁ δισταγμὸς γίνεται ἄρνηση, γίνεται φυγή, ἀποστερῶντας τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ ἄξιους Ἐπισκόπους, ἀπὸ ἄξιους Ἱερεῖς, ἀφήνοντας ἔτσι ὁλάνοιχτο τὸ δρόμο σ’ αὐτοὺς ποὺ σπρώχνουν ὅλους τοὺς ἄλλους γιὰ νὰ εἶναι πρῶτοι, χωρὶς συναίσθηση καὶ ἠθικοὺς φραγμούς ... Τὸ χρῆμα, ἡ δόξα, ἡ ἐπιφάνεια, οἱ κοινωνικὲς σχέσεις, αὐτά τους ἐνδιαφέρουν καὶ αὐτὰ ὑπηρετοῦν.
Μετὰ τὴν ταπείνωση ἔρχεται ὁ φόβος γιὰ τὴν μὴ ἀνταπόκριση στὶς εὐθύνες ἀπέναντι στὸ Θεὸ καὶ ἀπέναντι στὸν ποιμαινόμενο λαό. Στὸ ἐρώτημα τοῦ Βασιλείου "ἐσὺ δὲν ἀγαπᾶς τὸ Χριστό; ἀφοῦ διὰ τῆς Ἱερωσύνης φαίνεται ὅπως ἰσχυρίζεσαι καὶ μοῦ λές, ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Χριστό". Ὁ Ι. Χρυσόστομος ἀπαντᾶ " καὶ τὸν ἀγαπῶ καὶ ποτὲ δὲν θὰ πάψω νὰ τὸν ἀγαπῶ, φοβοῦμαι ὅμως μήπως παροργίσω αὐτὸν ποὺ τόσο ἀγαπῶ". Ποιός ἦταν αὐτὸς ὁ φόβος τοῦ Ι. Χρυσοστόμου ποὺ τὸν ἔτρεψε σὲ φυγὴ τὸ γράφει παρακάτω: "τρέμω μήπως παραλάβω στὰ χέρια μου τὴν ἀγέλη τοῦ Χριστοῦ, καλοδυναμωμένη καὶ ὀλόπαχη καὶ ὕστερα μὲ τὴν ἀπειρία μου καὶ τὰ λάθη μου τὴν ἀποδεκατίσω καὶ παροργίσω ἐναντίον μου τὸ Χριστὸ ποὺ τόσο ἀγάπησε ὥστε γιὰ τὴν σωτηρία της παρέδωσε τὸν ἴδιό του τὸν ἑαυτὸ στὸ θάνατο". Γιὰ νὰ μὴν ἀποδεκατίζεται ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ θὰ πρέπη νὰ εἶναι ἄξιοι Ἱερεῖς, ἄξιοι Ἱεράρχες ποὺ θὰ ἀγαπᾶνε τὴν Ἐκκλησία καὶ μόνο τὴν Ἐκκλησία. Πὼς ὅμως θὰ γίνη αὐτό; Ὁ ἴδιος ὁ Ι. Χρυσόστομος ἀπαντᾶ: "Κανένας δὲν βάζει νὰ κτίση τὸ σπίτι τοῦ αὐτοὺς ποὺ δὲν ξέρει ὅτι εἶναι τεχνῖτες, οὔτε κανένας ἀφήνει τὴν τύχη τοῦ δικοῦ του ἀσθενοῦς, ἂν δὲν γνωρίζη ὅτι αὐτὸς εἶναι γιατρὸς καὶ μάλιστα καλὸς γιατρός. Ἂν ἀγοράζης ἕνα ζῶο ρωτᾶς νὰ μάθης ἂν εἶναι καλὸ τὸ ζῶο, ἂν κάνη γιὰ τὴ δουλειά σου. Ὅταν ἄραγε χειροτονοῦν, αὐτοὶ ποὺ χειροτονοῦν, φροντίζουν νὰ ἔχουν ἰδίαν πληροφόρηση διὰ τὸ ἦθος καὶ τὸ ποιόν τοῦ χειροτονουμένου; Μὲ ποιό κριτήριο τὸν χειροτονοῦν; Δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα οὔτε νὰ χειροτονῇς οὔτε νὰ χειροτονεῖσαι, δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα νὰ κρατᾶς τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων στὰ χέρια σου, δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα νὰ ἔχης τὴν ἐξουσία νὰ συγχωρῇς καὶ νὰ λύης τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων καὶ νὰ κάνη ὁ Θεὸς αὐτὸ ποὺ ἐσὺ ἔκανες, νὰ συγχωρῇ τὶς ἁμαρτίες δηλαδή. ...Λέει ὁ Ι. Χρυσόστομος "ἂν μ’ ἔφερνε ἕνας σ’ ἕνα μεγάλο καράβι ποὺ εἶναι κατάμεστο ἀπὸ ἐπιβάτες καὶ φορτωμένο μὲ πολύτιμα ἀντικείμενα καὶ μοῦ ἔλεγε νὰ καθίσω στὸ τιμόνι καὶ νὰ πλοηγήσω τὸ καράβι στὸ Αἰγαῖο ἀπὸ τὴν πρώτη μου λέξη θὰ ἀρνιόμουνα, ἂν μὲ ρωτοῦσε κανεὶς γιατί ἀρνιέμαι θὰ τοῦ ἀπαντοῦσα, γιὰ νὰ μὴ βουλιάξω τὸ καράβι. Ἐκεῖ ποὺ ἡ ζημιὰ εἶναι σὲ χρῆμα ἡ καὶ σὲ σωματικὸ θάνατο κανένας δὲ θὰ μὲ κατηγορήση, τώρα ὅμως ποὺ οἱ ἐπιβάτες δὲν θὰ βυθιστοῦν στὸ πέλαγος, ἀλλὰ στὴν ἄβυσσο τῆς φωτιᾶς, στὴν αἰώνια κόλαση ἐξ αἰτίας μου ποιός θὰ μὲ κατηγορήση;»
Ὅλα αὐτὰ προβληματίζουν τὸν Ι. Χρυσόστομο καὶ ἀναβάλλει καὶ διστάζει καὶ φοβᾶται νὰ μπὴ στὴν Ἱερωσύνη.
Ἐκεῖνο ποὺ πραγματικὰ τὸν τρέπει σὲ φυγὴ καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὴν κορύφωση τῆς ἀγωνίας του εἶναι το πὼς θὰ σταθῇ μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ θὰ ἐπιχειρήση τὴν ὑπέρτατη ἀναίμακτη θυσία τοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ δὲ μιλάει ἡ γλῶσσα τοῦ Ι. Χρυσοστόμου, ἀφήνει τὴν ψυχή του, ὅπως αὐτὴ ξέρει καὶ θέλει νὰ ἐκφράση τὸ μεγαλεῖο τῆς Ἱερωσύνης. "Ὅταν ἰδῇς ἐμπρός σου τὸν Κύριο θυσιασμένο καὶ νεκρὸ καὶ τὸν Ἱερέα νὰ στέκεται ἐπάνω ἀπὸ τὸ θῦμα καὶ νὰ δέεται νομίζεις ἄραγε πὼς βρίσκεσαι ἀκόμα μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ πὼς πατᾶς στὴ γῆ; Ὄχι, λοιπόν, μεταφέρεσαι παρευθὺς στὰ ἐπουράνια" καὶ ἐδῶ ὁ Ι. Χρυσόστομος ἀναφωνεῖ: "Ω, τί θεϊκὴ ἀπόλαυση, ὦ, τί θαῦμα μεγάλο, τί θεϊκὴ φιλανθρωπία" καὶ ἀλλοῦ πάλι στὸν ἕκτο του λόγο λέει: "Ὅταν δὲ Ἱερουργῇ τὴν φρικοτάτη θυσία καὶ ἐπικαλεῖται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ βρίσκεται σὲ ἀδιάκοπη ἐπαφὴ μὲ τὸν κοινὸ Δεσπότη ὅλων μας πές μου ποὺ νὰ τὸν κατατάξουμε; Καὶ πόση καθαρότητα καὶ πόση εὐλάβεια δὲν θὰ ἀξιώσουμε νὰ ἔχη αὐτός; Γιὰ σκέψου τί χέρια πρέπει νά ’ναὶ αὐτὰ ποὺ διακονοῦν σ’ αὐτὸ τὸ μυστήριο; Ποιά πρέπει νά ’ναὶ ἡ γλῶσσα ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναβιώνει τὰ λόγια ἐκεῖνα καὶ πόσο ἀνυπέρβλητα καθαρότερη καὶ ἁγιότερη ἀπὸ κάθε τι πρέπει νά ’ναὶ ἐκείνη ἡ ψυχὴ ποὺ θὰ ὑποδεχθῇ τὸ ἀσύγκριτο πνεῦμα; καὶ συνεχίζει: "Ἐκείνη τὴ στιγμὴ παραστέκουν στὸν Ἱερέα πρὸς τιμὴν ἐκείνου ποὺ σφαγιάζεται ὁλόκληρον τὸ Ἅγιο Βῆμα, ὅλος ὁ τόπος γύρω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα γεμίζει ἀπὸ οὐράνιες δυνάμεις. Μοῦ εἶπε κάποιος Ἅγιος Γέροντας ποὺ ἦταν ἀξιοθαύμαστος ἄνθρωπος καὶ ἔβλεπε συχνὰ ὁράματα εἶχε καταξιωθῇ ἕνα τέτοιο φανέρωμα ὅτι κατὰ τὴ στιγμὴ ἐκείνη εἶδεν, ὅσο βαστοῦσαν τὰ μάτια του, πλῆθος ἀγγέλων, φοροῦσαν ἀστραφτερὲς στολὲς καὶ ποὺ περικύκλωναν τὸ Θυσιαστήριο μὲ χαμηλωμένη τὴν ὄψη, ὅπως κάνουν οἱ στρατιῶτες, ὅταν εἶναι παρὼν ὁ βασιλιᾶς. Καὶ ἐγὼ εἶμαι βέβαιος γι’ αὐτό".
Ὕστερα ἀπ’ ὅλα αὐτὰ κάθε λόγος δικός μου δὲν ἔχει κανένα νόημα. Κλείνω τὴν ὁμιλία μου αὐτὴ βουΐζοντας στὰ αὐτιά μου καὶ στὸ μυαλό μου ὅλα αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Ι. Χρυσοστόμου. Τέλος ἀναφέροντας τὶς τελευταῖες γραμμὲς τοῦ ἕκτου λόγου: "Ἐκεῖνος σηκώθηκε δακρυσμένος κι ἐγὼ ἀφοῦ ἐχύθηκα ἐπάνω του καὶ τὸν ἐφίλησα πολλὲς φορὲς στὸ κεφάλι του τὸν ἐσυνέβγαλα παρακαλῶντας τον νὰ ὑπομένη μὲ γενναιότητα αὐτὸ ποὺ τοῦ συνέβη (δηλαδή το νὰ γίνη Ἐπίσκοπος), γιατί τοῦ εἶπα πιστεύω στὸ Χριστὸ ποὺ σὲ κάλεσε σ’ αὐτὴν τὴν ἀποστολὴ καὶ σ’ ἔβαλε ἐπιστάτη στὰ πρόβατά του".
Σεβασμιώτατε, Σεβαστοὶ Πατέρες, τὸν καθένα μας τὸν κάλεσε ὁ Χριστὸς καὶ τὸν ἔβαλε ἐπιστάτη στὰ πρόβατά Του. Ἂς μὴν ἀπογοητευόμαστε γιὰ τὶς ἀτέλειές μας, γιὰ τὶς παραλείψεις μας. Ὁ Ι. Χρυσόστομος ἔγραψε αὐτοὺς τοὺς λόγους ὄχι γιὰ νὰ μᾶς ἀπογοητεύση καὶ νὰ μᾶς ἀποθαρρύνη, ἀλλὰ Ἐπίσκοποι καὶ Ἱερεῖς νὰ γίνουμε καλύτεροι διάκονοι στὴν θεία Ἀποστολή. Αὐτῆς τῆς Ἀποστολῆς ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς θέλησε καὶ μᾶς κάλεσε καὶ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ μένουμε.–
- Προβολές: 2892