Ὁ Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης, ἕνας λόγιος ἡσυχαστὴς
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Κείμενο τῆς ὁμιλίας στὸ Συνέδριο γιὰ τὸν π. Θεόκλητο Διονυσιάτη (βλέπε τεῦχος 129)
Ὁ Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης ἀναμφιβόλως ἀποτελεῖ μιὰ μεγάλη μορφὴ τοῦ συγχρόνου ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ. Ἔζησε καὶ ἐκοιμήθη στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀλλὰ ἐξέφρασε καὶ τὴν ζωὴ τῶν μυριπνόων ἀνθέων τοῦ Ἀγιωνύμου Ὅρους, καὶ γενικὰ τῶν ὀρθοδόξων ἡσυχαστῶν Πατέρων, ὄντας καὶ αὐτὸς ἕνα ἀπὸ τὰ μυρίπνοα ἄνθη τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ μάλιστα τοῦ κοινοβιακοῦ καὶ κελλιώτικου μοναχισμοῦ. Μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα αὐτὸ πρέπει νὰ ἐξετάζωνται ὅλες οἱ ἄλλες πλευρές του π. Θεοκλήτου, ὅπως τὸ συγγραφικὸ καὶ ἀντιαιρετικό του ἔργο. Ἄλλωστε μιὰ ἀγαπητή του ἔκφραση ποὺ χρησιμοποιοῦσε σὲ κείμενα καὶ βιβλία του ἦταν ἡ φράση «Ἀθωνικὰ ἄνθη».
Θὰ ἐπιδιώξω μέσα στὸν περιορισμένο χρόνο ποὺ ἔχω στὴν διάθεσή μου νὰ παρουσιάσω αὐτὴν τὴν πλευρά του π. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ὥστε νὰ ἐξηγηθοῦν καὶ μερικὲς «ἔμμονες» ἀπόψεις του πάνω σὲ διάφορα θέματα ἐκκλησιαστικῆς καὶ θεολογικῆς ζωῆς.
1. Προσωπικὴ ἐπικοινωνία μαζί του
Στὴν δεκαετία τοῦ ’60 ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ προσήγγιζα τὸ Ἅγιον Ὅρος, στὴν ἀρχὴ ὡς ἐρευνητὴς στὶς Βιβλιοθῆκες τῶν Ἱερῶν Μονῶν καὶ στὴν συνέχεια ὡς προσκυνητῆς καὶ ἀναζητητὴς τῶν πνευματικῶν μελισσῶν, ποὺ καλλιεργοῦσαν τὸ εὐλογημένο μέλι τῆς ἡσυχίας, στὰ σπήλαια, τὰ καθίσματα καὶ τὰ κελλιὰ στὴν ἔρημο καὶ τὰ Μοναστήρια, ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ συνάντησα ἦταν ὁ π. Θεόκλητος. Ἦταν μιὰ σημαντικὴ καὶ ἀξιοπρόσεκτη φυσιογνωμία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ συνετέλεσε ὅσο λίγοι στὴν ἐπάνδρωση τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ μὲ τὸν ἰδιαίτερο τρόπο του, ἀλλὰ καὶ τὴν θεολογικὴ θεμελίωση τοῦ ἡσυχαστικοῦ ἀθωνιτικοῦ μοναχισμοῦ. Ἀγαποῦσε τὴν ἱερὰ ἡσυχία καὶ τὴν ἐξέφραζε χρησιμοποιῶντας την λογιότητά του καὶ τὸν πλοῦτο τῆς διανοίας του. Ἦταν τρόπον τινὰ πνευματικὸς διάδοχος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου καὶ τῶν λεγομένων κολλυβάδων – φιλοκαλικῶν Πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὅρους.
Ὅταν ἐπισκεπτόμουν τὸ Ἅγιον Ὅρος δὲν παρέλειπα νὰ τὸν συναντῶ καὶ νὰ ὠφελοῦμαι ἀπὸ τὸν χειμαρρώδη, ἀλλὰ κυρίως προφητικό του λόγο. Ἔβλεπε τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ κοινωνικὰ πράγματα μέσα ἀπὸ τὸν ἡσυχαστικὸ τρόπο σκέψεως καὶ ζωῆς ποὺ εἶχε συναντήσει στοὺς ἐρημῖτες καὶ ἡσυχαστὲς μοναχούς, ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος εἶχε ζήσει στὴν προσωπική του ζωή, καὶ τὰ ἔκρινε μὲ ἐκρηκτικὸ λόγιο λόγο. Ὁ λόγος του ἦταν στυπτικὸς καὶ προφητικός.
Αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὅταν ἔγραψα τὸ βιβλίο γιὰ τὸν Προφήτη Σαμουὴλ μὲ τίτλο «Ὁ Bλέπων» τὸ ἀφιέρωσα σὲ τρεῖς μεγάλες σύγχρονες μορφὲς τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ ποὺ καὶ ἐμένα μὲ βοήθησαν, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν ἀείμνηστο π. Θεόκλητο. Ἔγραφα στὴν ἀφιέρωση: «Προσφορὰ στοὺς Bλέποντας τῶν χρόνων τῆς ἐξόδου καὶ τῆς εἰσόδου μου, π. Σωφρόνιο, π. Ἐφραίμ, π. Παΐσιο καὶ π. Θεόκλητο». Μὲ τὴν φράση «ἐξόδου μου καὶ εἰσόδου μου» ἐννοοῦσα τὴν ἔξοδό μου ἀπὸ τὸν σχολαστικὸ καὶ ἠθικιστικὸ τρόπο σκέψεως καὶ ζωῆς καὶ τὴν εἴσοδό μου στὸν ἡσυχαστικὸ τρόπο σκέψεως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Τὴν πρώτη ἐποχὴ ποὺ ἐπισκεπτόμουν τὸ Ἅγιον Ὅρος ζοῦσαν ἐκεῖ ἡσυχαστὲς Πατέρες, ποὺ περνοῦσαν τὴν νύκτα μὲ ἡσυχία καὶ προσευχή, ἀλλὰ ἐμεῖς, ὡς φοιτητὲς τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὸν κοινωνικὸ καὶ ἀκαδημαϊκὸ τρόπο σκέψεως καὶ ζωῆς, δὲν μπορούσαμε νὰ τοὺς ἐκτιμήσουμε πολύ. Ἔτσι, ὁ Γέρων Θεόκλητος, μὲ τὸν διαλεκτικὸ τρόπο σκέψεώς του, μᾶς ἄνοιγε ὅλη αὐτὴν τὴν μοναχικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ προοπτικὴ καὶ ἀποτελοῦσε, κατὰ τὴν μεταβατικὴ ἐκείνη περίοδο, τὴν πνευματικὴ γέφυρα γιὰ νὰ περάσουμε ἀπὸ τὶς ἀκαδημαϊκὲς θεολογικὲς σπουδὲς στὴν ἐρημικὴ ζωὴ τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας. Ἀποτελοῦσε τὴν γέφυρα μεταξὺ τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας καὶ τῆς χαρισματικῆς θεολογίας τῆς ἐρήμου.
Ὅταν τὸ 1975 κυκλοφόρησε τὸ βιβλίο τοῦ μὲ τίτλο «Ἀθωνικοὶ διάλογοι» καὶ ὑπότιτλο «ἡ θεολογία τῆς νοερᾶς προσευχῆς» μου τὸ ἀπέστειλε μὲ ἀφιέρωση καὶ μὲ ἕνα μικρὸ καρτάκι ὅπου ἔγραφε: «διαδώσατε τὴν εὐχὴ μεταξὺ τῶν πνευματικῶν σας τέκνων». Αὐτὸ ἀπετέλεσε πράγματι ἕνα προσωπικό μου ἔναυσμα ἀφ’ ἑνὸς μὲν γιὰ τὴν περαιτέρω μελέτη σχετικὰ μὲ τὴν νοερὰ προσευχή, ἀφ’ ἑτέρου δὲ γιὰ τὴν διάδοση τῆς ἱερᾶς αὐτῆς ἐργασίας μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων τοὺς ὁποίους καθοδηγοῦσα ὡς νέος Κληρικός. Μπορῶ δὲ νὰ προσθέσω ὅτι ἀποτελοῦσε καὶ τὸ ἔναυσμα γιὰ τὴν συγγραφή, σὲ διαλογικὴ μορφή, κατὰ μίμηση τοῦ Γέροντος Θεοκλήτου, τοῦ βιβλίου μου «Μιὰ βραδυὰ στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους». Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι μετὰ τὴν κυκλοφορία τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, ὅταν ἐπισκέφθηκα τὸν Γέροντα Θεόκλητο συζητήσαμε ἐπὶ τρεῖς ὧρες διάφορα θέματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ στὸ τέλος μου ἀφιέρωσε ἕνα καινούριο του βιβλίο ὡς ἑξῆς: «τρεῖς ὧρες συζήτηση στὴν ἔρημο τοῦ καθίσματός μου. Θεόκλητος Μοναχὸς Διονυσιάτης».
Μερικὰ δείγματα τῆς ἐπικοινωνίας μου θὰ ἤθελα στὴν συνέχεια νὰ παραθέσω.
Παρὰ τὸ ὅτι εἶχε ἀσχοληθῇ μὲ τὴν θεολογία τῆς νοερᾶς προσευχῆς καὶ γνώριζε ὅλα τὰ μυστικὰ αὐτῆς τῆς ἱερᾶς ἐργασίας, ἐν τούτοις βρῆκε εὐκαιρία νὰ ἐπαινέση τὸ σχετικὸ γιὰ τὴν εὐχὴ βιβλίο μου, γράφοντας:
«Νέο βιβλίο νηπτικὴς πνευματικότητος μᾶς χάρισε ἡ ἐν Θεσσαλονίκῃ «Ὀρθόδοξος Κυψέλη» μὲ τὸν παραπάνω τίτλο. Πρόκειται γιὰ ἕνα «ἐκ τοῦ φυσικοῦ» διάλογο ἑνὸς ἱερομονάχου καὶ ἑνὸς ἡσυχαστοῦ τοῦ Ἁγίου Ὅρους.
Στὸν διάλογο θίγονται πνευματικὰ προβλήματα μὲ κέντρο τὴν νοερὰ προσευχή, τὰ διάφορα στάδιά της, τοὺς τρόπους ἐνεργείας της, τοὺς πολέμους τοῦ διαβόλου, τὶς ἐνδεχόμενες πλάνες, τὴν ἐπίσκεψη τῆς χάριτος καὶ γίνεται λόγος γιὰ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς καὶ γιὰ τὴν πατερικὴν ἀπάθεια.
Σὲ γλῶσσα ρέουσα δημοτική, ὁ διάλογος γίνεται ζωντανὸς καὶ εὐχάριστος κι’ ἔτσι ἐπενδύεται ἑλκυστικὰ ἡ τραχειὰ καὶ βαθειὰ πνευματικὴ ἐμπειρία τοῦ ἡσυχαστοῦ, ποὺ φαίνεται καθαρά, ὅτι ἔμαθε «διὰ μακαρίου πάθους» τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Ἄξιος ὁ μισθὸς τοῦ συγγραφέως ἱερομονάχου, ποὺ καλύπτεται ταπεινοφρόνως ὑπὸ τὰ στοιχεῖα Α.Ι.Β.» (Ἀθωνικοὶ Διάλογοι τόμ. 53-54 σελ. 30).
Τὴν ἄνοιξη τοῦ 1994 τοῦ ἀπέστειλα ἕνα μικρὸ κείμενο μὲ τίτλο «Ἡ ἐμπειρία καὶ ἡ ὁρολογία τοῦ προσώπου» καὶ ἐκεῖνος μοῦ ἀπάντησε μὲ ἐπιστολὴ ποὺ φέρει τὴν ἡμερομηνία: «α ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν 1994». Ὁ π. Θεόκλητος στὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ βρίσκει τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκφράση τὰ αἰσθήματα ποὺ τρέφει ἀπέναντί μου, μὲ τὴν μεγάλη του ἀγάπη ποὺ τὸν διακατεῖχε, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐντοπίση καὶ τοὺς κινδύνους:
«Ἔλαβα προχθὲς τὸ δοκίμιόν σου, ποὺ συνώψισες στοιχεῖα δογματικῆς καὶ πνευματικότητος γιὰ ν' ἀναδείξης τὴν θεμελιώδη ἀρχὴ τῆς ἐν Χριστῷ ἐμπειρίας, ὡς τῆς μόνης ὁδοῦ εὑρέσεως καὶ βιώσεως τῆς Ἀληθείας, καὶ σ' εὐχαριστῶ καὶ συγχαίρω.
Σὲ μετέφερε ὁ Κύριος ἀπὸ τὸ μόδιον τῆς Ἐδέσσης σὲ κέντρον, ἀπ' ὅπου ἀναχωροῦν ὅλες οἱ γραμμὲς τῆς δραστηριότητος τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν δαιμόνων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων, «ἵνα λάμπης ἐν ὅλῃ τὴ οἰκία». Σὲ παρακολουθῶ μακρόθεν καὶ ἐγγὺς μὲ χαρὰ καὶ ἀνησυχία, ἀπὸ τὴν ὕψωση τῶν μετοχῶν σου. Διο καὶ προσεύχομαι ἐκτενῶς νὰ σὲ σκεπάζει ὁ Κύριος, ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων, ἐξαιρέτως δὲ τοῦ συνωνύμου σου, τοῦ μεγάλου καὶ τοῦ μείζονος μαθητοῦ Του».
Εἶναι ἔμπειρος καθοδηγὸς καὶ γράφει μὲ διάκριση καὶ προσοχὴ ὡς Γέρων σοφός, ποὺ προβλέπει πειρασμοὺς ἐκ μέρους τοῦ διαβόλου καὶ γι' αὐτὸ συμβουλεύει μὲ πατερικὸ φρόνημα:
«Τοῖς φρονίμοις ὀλίγα. Πρόσεχε ἀπὸ τόν, κατὰ τὸν μέγαν Σιναΐτην, "τρίβολον", ὅσον μάλιστα εἶσαι νέος. Εἶχες ἀπὸ τὸν Θεὸν σκανδαλώδη εὔνοιαν καὶ ἤδη προκαλεῖς τὸν "ὠρυώμενον ὡς λέοντα...". Μνημόνευε Παύλου λέγοντος "ὤν πρῶτος εἰμι..." καὶ τοῦ ἐμοῦ Νικοδήμου βιοῦντος τὸ "κύων τεθνηκὼς" "κεχριαῖος"».
Ἐπίσης, δὲν γράφει τὰ ἀνωτέρω ἐκ καθέδρας, ἀλλὰ ταπεινώνεται ἐνώπιόν μου, ζητῶντας προσευχές. «Σὲ ἀσπάζομαι ἐν Χριστῷ καὶ εὔχου ὑπὲρ τῆς ἀθλιότητός μου». Ἀκόμη σὲ ὑστερόγραφο φαίνεται ὅτι τὸν ἀπασχολεῖ ἡ κατάσταση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ποὺ δημιουργοῦσε σκανδαλισμὸ στοὺς πιστούς, γι' αὐτὸ γράφει, ὑπενθυμίζοντας σχετικὸ χωρίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Τί γίνονται τὰ τῆς Ἐκκλησίας ἐκεῖ; Πάντα ἀκυβέρνητα; Ὁ πλοῦς ἐν νυκτί;».
Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1994 τοῦ ἔστειλα διάφορα βιβλία μου, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ «Τὸ πρόσωπο στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση». Στὴν ἐπιστολή μου αὐτὴ ἐξεδήλωνα τὸν σεβασμό μου πρὸς τὸ πρόσωπό του. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔγραφα:
«Ἀσφαλῶς γνωρίζετε ὅτι Σᾶς σέβομαι πάρα πολύ, γιατί ἔχετε, ἐκτὸς τῶν πολλῶν γνώσεων, καὶ μεγάλη θεολογικὴ καὶ μοναχικὴ εὐαισθησία. Εἶσθε ἀπὸ τοὺς πρώτους ἁγιορείτας μοναχοὺς ποὺ γνώρισα στὴ ζωή μου, ὅταν ὡς δευτεροετὴς φοιτητὴς τὸ 1966 ἐπισκέφθηκα γιὰ πρώτη φορὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ διατηρῶ ἔντονα στὴ μνήμη μου τὴν εἰκόνα Σας, ὡς ὕπαρξη ἑνὸς παραδοσιακοῦ μοναχοῦ, ἱκανοῦ θεολόγου, ἀλλὰ καὶ εὐαισθήτου ἀνθρώπου. Ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω ὅτι μὲ ἔχετε ἐπηρεάσει σὲ πολλὰ πράγματα. Ἡ προσφορά Σας εἶναι ἀνεκτίμητη καὶ Σᾶς ὀφείλω πολλά.
Μὲ νοσταλγία ἀναπολῶ τὰ χρόνια ἐκεῖνα, τὶς συζητήσεις ποὺ κάναμε, ἀφοῦ Σᾶς θεωρούσαμε καὶ Σᾶς θεωροῦμε, ὡς διδάσκαλο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ ὡς τὸν τύπο τοῦ πραγματικοῦ ἀθωνίτου μοναχοῦ ποὺ συναντούσαμε στὰ Μοναστήρια. Θὰ ἤθελα πολὺ νὰ σᾶς συναντήσω πάλι.
Σᾶς εὐγνωμονῶ γιὰ τὴν καλὴ ἰδέα ποὺ ἔχετε γιὰ μένα καὶ τὸ ἔργο μου. Μπορεῖ σὲ μερικὰ σημεῖα νὰ κάνω λάθη, ἀλλὰ ὅμως ἀσφαλῶς γνωρίζετε ὅτι ἀγαπῶ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν νηπτική της παράδοση, ζῶντας σὲ μιὰ πραγματικὴ Βαβέλ. Ἐσεῖς μοῦ μάθατε ὅτι τὸ κριτήριο τοῦ ὀρθοδόξου ἤθους εἶναι ὁ σωστὸς μοναχισμός. Μερικοὶ ἐδῶ μοῦ λένε ὅτι στὰ βιβλία μου ἀντὶ νὰ θεολογῶ, ἀσχολοῦμαι μὲ τὴν μοναχικὴ ζωή. Τοὺς ἀπαντῶ ὅτι μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ προσπαθῶ νὰ θεολογῶ, ὁπότε ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ «καλογερικὴ» εἶναι ἡ ἀληθινὴ θεολογία.
Παρακαλῶ νὰ εὔχεσθε γιὰ μένα γιατί οἱ κίνδυνοι εἶναι πολλοί. Πάντως ἐπιθυμῶ νὰ παραμένω στὴν Ἐκκλησία, νὰ εἶμαι τέκνο της, καὶ νὰ μὲ ἀξιώση ὁ Θεὸς νὰ κοιμηθῶ ἐν μέσῳ τῶν Πατέρων καὶ μὲ τὶς εὐλογίες τους νὰ φύγω ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό.
Καὶ πάλι Σᾶς παρακαλῶ νὰ εὔχεσθε γιὰ μένα καὶ Σᾶς ἱκετεύω νὰ εἶσθε ἐπιεικὴς μαζί μου.
Ὁ Θεὸς νὰ Σᾶς ἔχει καλά, γιατί Σᾶς θεωρῶ ἕνα ἀπὸ τὰ παλαιὰ καὶ βασικὰ στηρίγματα τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Γιὰ μᾶς τοὺς παλαιοὺς προσκυνητὰς τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἀποτελεῖτε ζωντανὴ ἱστορία, σύμβολο, ἀνάμνηση τῶν ἐφηβικῶν ἀναζητήσεων ἀλλὰ καὶ τῶν ἐκπλήξεων» (7-10-1994).
Ὁ Γέρων Θεόκλητος μοῦ ἀπάντησε μὲ μιὰ κάρτα καὶ σύντομο λόγο, ἀλλὰ ἀργότερα τὸ Πάσχα τοῦ 1995, ἀφοῦ διάβασε τὸ βασικὸ βιβλίο ποὺ τοῦ ἔστειλα μοῦ ἀπέστειλε μιὰ πολὺ ὡραία ἰδιόχειρη ἐπιστολή, ὅπως πάντα, ἀποκαλῶντας μὲ «σεβαστὸν καὶ ἀγαπητόν», καίτοι ἤμουν Πρεσβύτερος, πρᾶγμα ποὺ δείχνει τὴν ταπείνωσή του. Μερικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ εἶναι χαρακτηριστικά.
Στὴν ἀρχὴ ἀναφέρεται στὸ βιβλίο ποὺ τοῦ ἀπέστειλα γιὰ τὸ «Τὸ πρόσωπο στὴν ὀρθόδοξη παράδοση».
«Φίλτατέ μου, εὔχομαι, ὅπως ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς σὲ φωτίζει ἀδιαλείπτως. Ἔλαβα τὸ ὡραῖον βιβλίον σου, ποὺ καινοτομήτως, ἐτύπωσες ἔγχρωμον καὶ μὲ ἐναρμόνηση τοῦ συνόλου. Βέβαια εὑρίσκεται κι αὐτὸ μέσα στὰ πλαίσια τῆς σπουδῆς σου, γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τοῦ λαοῦ μας. Πάντως θὰ ὠφελήση, ὅπως καὶ τὰ ἄλλα..... Πάντως χαίρω καὶ συγχαίρω γιὰ τὸν ζῆλον καὶ τὴν διδασκαλία στὸν πιστὸν λαὸν ὅλων τῶν ἐπιπέδων».
Ἔπειτα, ἀναφερόμενος σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα βιβλία μου τὸ «Μιὰ βραδυὰ στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους» μου κάνει μιὰ πρόταση.
«Μιὰ πρόταση. Δὲν θὰ ἠύξανε τὸ κῦρος τοῦ βιβλίου, ἂν σὲ νέα ἔκδοση ἐγράφετο στὴν συνέχεια τοῦ προλόγου: ‘’Τωρα ποὺ ἐκοιμήθη ὁ μέγας θεολόγος ρῶσος ἱερομόναχος Σωφρόνιος, αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκην νὰ ἀποκαλύψω, ὅτι τὸ βιβλίον δὲν παρήχθη σὲ μιὰ νύχτα στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀλλὰ σὲ δύο νύχτες• στὴν δεύτερη στὸ Essex’’. Γνώμην δίδωμι καὶ νὰ γραφεῖ ὡς ὑπότιτλος: "καὶ μιὰ νύχτα στὸ Essex , μὲ τὸν Γέροντα Σωφρόνιον"».
Μαζὶ μὲ τὰ ἀνωτέρω κάνει λόγο γιὰ τὰ δικά του βιβλία μὲ μιὰ ἔκφραση ταπεινώσεως καὶ αὐτομεμψίας.
«Τώρα ποὺ ἔφθασα στὰ 80 καὶ διαβάζω τὰ πρωτόλειά μου, σκέπτομαι ἂν δὲν θὰ ἦταν καλύτερα νὰ ἀνέβαλλα γιὰ μιὰ εἰκοσαετία τὴν συγγραφή, ὥστε νὰ γράφωνται μὲ μεγαλυτέραν εὔροιαν, μὲ πλείονα φωτισμὸν καὶ μὲ ἐντονώτερη μέθεξη; Δὲν σοῦ κάνει ἐντύπωση ὅτι ἕνας μέγας Σωφρόνιος ἔγραψε ἐλάχιστα βιβλία; Ἂς εἶναι. Ὁ Θεὸς βλέπει τὶς καρδιὲς καὶ ἀνταποδίδει κατὰ τὴν προαίρεση ἑκάστου».
Τὰ δύο αὐτὰ προηγούμενα ἀποσπάσματα δείχνουν τὸν μεγάλο σεβασμὸ ποὺ ἔτρεφε πρὸς τὸν Ἄρχιμ. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, τὸν ὁποῖο θεωροῦσε μεγάλο ἡσυχαστὴ καὶ θεολόγο, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνον εἶχε ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ εἶχε καὶ τὴν δυνατότητα νὰ γράφη γιὰ τὸν ἡσυχασμό.
Ἐπειδὴ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἡ Ἑλλάδα εἶχε συνταραχθῇ ἀπὸ τὰ γεγονότα τῆς Ἀττικῆς καὶ τῆς Λάρισας καὶ εἶχαν σκανδαλισθῇ πολλοὶ ἄνθρωποι, ὁ Γέρων Θεόκλητος κάνει λόγο καὶ γιὰ τὸ θέμα αὐτό. Τὸν ἐνδιαφέρει ἡ δική μου ἄποψη, καὶ θέλει νὰ μάθη πὼς ἀντιμετώπιζα τὰ γεγονότα αὐτά, μιὰ ποὺ βρισκόμουν μέσα στὸ κέντρο τῶν καταστάσεων αὐτῶν, ἀφοῦ τότε ὑπηρετοῦσα ὡς Ἱεροκῆρυξ καὶ Διευθυντὴς Νεότητος τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν. Γράφει:
«Εὑρισκόμενος εἰς τὰ πρόσω τοῦ πυρός των ἐκκλ.(σιαστικών) ἐρίδων, δὲν γνωρίζω πὼς ἀντιμετωπίζεις τὸ ὅλον πρόβλημα καὶ ἀγνοῶ ἂν διάβασες τὸ βιβλίον μου σχετικῶς. Πάντως ἔχω παράπονο ποὺ δὲν σχολιάσθηκε καὶ δὲν εἶχε κίνηση, ὅπως μοῦ γράφουν ἀπὸ τήν ’’Χριστιανικην’’ ποὺ τὸ διακινοῦν. Εἶεν. Τὸ θεωρῶ ὠφέλιμον».
Καὶ τελειώνοντας αὐτὴν τὴν ἐπιστολή του αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ ἐκφράση κάτι ποὺ αἰσθανόταν μέσα στὴν καρδιά του καὶ ποὺ δείχνει ὅτι ἤθελε ἡ καρδιά του νὰ εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε παράπονο ἀδελφοῦ του. Στὸ κομμάτι αὐτὸ ποὺ θὰ παραθέσω φαίνεται τὸ ἡσυχαστικὸ κλίμα μέσα στὸ ὁποῖο ζοῦσε καὶ παρὰ τὴν λογιότητά του ἦταν ἕνας γνήσιος ἡσυχαστής.
«Σὲ τρισέλιδο γράμμα σου ἀπήντησα μὲ μιὰ κάρτα - εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ὅμως μοῦ ἔμεινε ἕνα ἐρωτηματικόν: γιατί ἔγραψες τὴν ἐπιστολὴ αὐτή; μήπως ὑπάρχει κάποια λανθάνουσα δυσαρέσκεια καὶ δὲν γνωρίζω τὸν λόγον; Μήπως νομίζεις ὅτι πρέπει ν’ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴν ἰδέα, ὅτι ἔχω λυπήσει τὸν προσφιλέστατόν μου ἱερομόναχον Ἰερόθεον;»
Καὶ τὴν ἐπιστολή του κατακλείει: «Ἀσπάζομαί σε ἐν φιλήματι Ἁγίῳ ὁ πάντοτε φιλῶν σὲ Θεόκλητος μοναχὸς Διονυσιάτης» (Πάσχα 1995).
Ἡ θαυμάσια αὐτὴ ἐπιστολή, ἡ ὁποία ἀποτυπώνει καθαρὰ τὴν προσωπικότητα τοῦ π. Θεοκλήτου, μὲ προκάλεσε νὰ ἀπαντήσω στὸν σεβαστὸ Γέροντα. Θὰ παραθέσω τὸ κείμενο τῆς ἀπαντητικῆς αὐτῆς ἐπιστολῆς, γιὰ νὰ φανῆ πὼς ἐκτιμοῦσα ἀπὸ τότε τὴν προσωπικότητά του καὶ ποιά ἐπίδραση ἄσκησε στὴν ζωή μου ἀπὸ τὰ φοιτητικά μου ἀκόμη χρόνια, ὡς ἡγετικὴ μορφὴ τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἀλλὰ καὶ ποιά γνώμη ἐξακολουθῶ νὰ τρέφω γιὰ τὸν ἀείμνηστο Γέροντα:
«Ἔλαβα τὸ γράμμα σας καὶ εὐχαριστῶ θερμότατα γιὰ τὰ γραφόμενα. Κατ’ ἀρχὰς πρέπει νὰ Σᾶς διαβεβαιώσω ὅτι θεωρῶ ἰδιαίτερη τιμὴ ποὺ ἀξιώθηκα νὰ Σᾶς γνωρίσω ἀπὸ τὰ φοιτητικά μου χρόνια καὶ ἀκόμη περισσότερο ποὺ τιμᾶτε τὴν μικρὴ καὶ πτωχὴ προσφορά μου στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἔχω τὴν γνώμη ὅτι κάνω κάτι σπουδαῖο, ἁπλῶς προσπαθῶ νὰ παρουσιάσω τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας στὴν σύγχρονη ταραχώδη ἐποχή. Καὶ αὐτὸ τὸ κάνω μὲ τὰ κριτήρια ποὺ πῆρα ἀπὸ Σᾶς καὶ ἄλλους μοναχοὺς ποὺ συνάντησα στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἀλλοῦ.
Αὐτὸ τὸ γράφω γιατί δὲν πρέπει νὰ ἔχετε κανένα λογισμὸ ὅτι ἔχω κάποια δυσαρέσκεια γιὰ Σᾶς καὶ κάποιο παράπονο μαζί Σας. Δὲν αἰσθάνομαι ὅτι μὲ ἀδικήσατε. Ἀντίθετα μάλιστα αἰσθάνομαι ὅτι ἀπὸ παλαιοτέρους χρόνους μέχρι σήμερα μὲ βοηθᾶτε ποικιλοτρόπως. Καὶ ἂν κάποτε διατυπώνετε τὶς σκέψεις Σας καὶ δίδετε μιὰ συμβουλὴ ἔχετε ὅλο τὸ δικαίωμα νὰ τὸ κάνετε. Ἄλλωστε, ἡ ἡλικία Σας, ἡ θεολογικὴ Σᾶς κατάρτιση, ἡ ἁγιορείτική Σας συνείδηση, ἡ πνευματικὴ Σᾶς ὡριμότητα καὶ ἡ πολυχρόνια ἄσκησή Σας, ἐπιβάλλουν τέτοιες παρεμβάσεις.
Ἑπομένως, δὲν ἔχω κάποιο παράπονο μαζί Σας. Ἀντίθετα μάλιστα, ὅπως ἔλεγα προηγουμένως, χαίρομαι κάθε σκέψη σας καὶ κάθε συμβουλή Σας, γιατί γνωρίζω ὅτι προέρχεται ἀπὸ καρδιὰ ἀπηλλαγμένη ἀπὸ ποικίλα πάθη.
Πιθανὸν μιὰ φράση μου, διὰ τῆς ὁποίας Σᾶς παρακαλοῦσα νὰ κρίνετε μὲ ἐπιείκεια ἕνα ἔργο μου, ποὺ Σᾶς εἶχα στείλει, Σᾶς ὁδήγησε στὸ συμπέρασμα ὅτι ἔχω μιὰ δυσαρέσκεια μαζί Σας. Ὅμως, αὐτὸ τὸ ἔγραφα μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ ἀνεγνώριζα τὴν προσωπικότητά Σας καὶ τὴν θεολογικὴ Σᾶς κατάρτιση. Ὑπῆρχε μέσα μου ἡ αἴσθηση ὅτι εἶμαι ἕνα μειράκιο μπροστά Σας. Αἰσθανόμουν δέος γιὰ τὸ ἔργο ποὺ ἔχετε ἐπιτελέσει. Δὲν μπορῶ ποτὲ νὰ ξεχάσω τὶς στιγμὲς ἐκεῖνες, ποὺ Σᾶς συναντούσαμε, πρὶν ἀπὸ τριάντα περίπου χρόνια, στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀνώριμα τότε παιδιὰ καὶ μέναμε μὲ ἀνοικτὸ τὸ στόμα μπροστὰ στὸν πλοῦτο τῆς σοφίας Σας. Ἄλλωστε, ὁ Χριστὸς τὸ εἶπε: «Ὄυκ ἔστι μαθητὴς ὑπὲρ τὸν διδάσκαλον οὐδὲ δοῦλος ὑπὲρ τὸν κύριον αὐτοῦ. ἀρκετὸν τῷ μαθητὴ ἵνα γένηται ὡς ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ,...» (Μάτθ. ἰ , 24-25).
Βέβαια καλὸ θὰ ἦταν νὰ μὴ γράφω βιβλία. Ὅμως, ὑπάρχει μιὰ πραγματικότητα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοηθῇ. Βρίσκομαι μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ στὴν Ἀθήνα καὶ εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ ὁμιλῶ, νὰ διοργανώνω συνέδρια, νὰ κάνω ἐκπομπὲς στὸν Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ τῆς Ἐκκλησίας κλπ. Συνηθίζω δὲ νὰ μὴ προχειρολογῶ. Ἔτσι, ἀφοῦ τὰ κείμενα αὐτὰ εἶναι ἕτοιμα, ἀντὶ νὰ παραμένουν στὴν ἀφάνεια, δημοσιεύονται. Μπορεῖ μερικὰ νὰ εἶναι ἀτελῆ, ἀλλὰ ὅμως στὴ βάση τους δὲν ἀφίστανται τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Νομίζω ὅτι ὁ Θεὸς βλέπει τὴν ἐσωτερικὴ διάθεση. Πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου θὰ ἀπορρίψη τὰ ἡμιτελῆ καὶ ἀτελῆ ἔργα καὶ θὰ κρατήση τὰ ὠφέλιμα. Πιθανόν, ἂν εἶχα κάποια ἄλλη διακονία στὴν Ἐκκλησία, νὰ μὴν ἔγραφα. Τώρα αὐτὸ τὸ αἰσθάνομαι ὡς καθῆκον.
Τὰ δικά Σας κείμενα, δημιούργησαν προβληματισμὸ σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους, προκάλεσαν ζυμώσεις πνευματικὲς καὶ ἐτάραξαν τὰ λιμνάζοντα ὕδατα. Ἐγὼ ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι, Σᾶς ὀφείλουμε πολλὴ εὐγνωμοσύνη. Μπορεῖ Ἐσεῖς μὲ τὴν ταπείνωση ποὺ Σᾶς χαρακτηρίζει νὰ ὁμιλῆτε διαφορετικὰ διὰ τὸ ἔργο Σας, ἀλλὰ νομίζω ἡ Ἐκκλησία θὰ τὸ ἐκτιμήση, ὅπως καὶ τὸ ἐκτιμᾶ. Πιστέψτε με, π. Θεόκλητε, ὅτι μιλῶ εἰλικρινά. Σᾶς θεωρῶ ὡς ἀπὸ τοὺς τελευταίους μεγάλους Γέροντες ποὺ ζοῦν στὴν ἐποχή μας.
Μὲ ρωτᾶτε γιὰ τὸ σύγχρονο ἐκκλησιαστικὸ πρόβλημα καὶ πὼς τὸ ἀντιμετωπίζω. Θὰ ἤθελα νὰ σᾶς πῶ ὅτι συμφωνῶ μὲ ὅσα γράψατε γι’ αὐτό. Μερικοὶ δὲν καταλαβαίνουν τὰ γραπτὰ Σᾶς γιατί μιλοῦν ἄλλες γλῶσσες καὶ διακατέχονται ἀπὸ ἄλλα «πνεύματα». Ὅποιος ἔχει ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα διακρίνει τὴν ὀρθότητα τῶν σκέψεών Σας. Τὸ ὅτι, ὅπως λέτε, δὲν σχολιάζω τὶς προτάσεις σας, καὶ δὲν κυκλοφοροῦν τὰ βιβλία ποὺ ἔχετε γράψει γιὰ τὸ θέμα αὐτό, εἶναι γιατί ὑπάρχει μεγάλη σύγχυση μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν. Κάποτε εἴχατε πῇ ὅτι σήμερα γίνεται λόγος γιὰ τὴν θεολογία τῶν Πατέρων, καὶ τί λέγουν οἱ Πατέρες, ἀλλὰ δὲν μιλοῦν πολὺ γιὰ τὸ πὼς θεολογοῦν οἱ Πατέρες. Αὐτὸ εἶναι τὸ βαθύτερο πρόβλημα τῆς ἐποχῆς μας.
Σχετικὰ μὲ τὸ λεγόμενο ἐκκλησιαστικὸ πρόβλημα πρέπει νὰ Σᾶς πῶ ὅτι βλέπω ὅλες τὶς τραγικότητές του. Δὲν θέλησα ὅμως νὰ γράψω κάτι, ἂν καὶ σὲ ὅλα τὰ γραπτὰ μοῦ ὑπάρχουν θετικὲς κρίσεις, γιατί ἤμουν βέβαιος ὅτι θὰ παρεξηγηθῇ ἡ προσπάθειά μου αὐτή. Ἐπειδὴ εἶμαι Ἀρχιμανδρίτης - Πρεσβύτερος πολλοὶ θὰ ἐκλάμβαναν αὐτὴν τὴν ἐνέργεια ὡς προσπάθεια ἀναδείξεώς μου στὴν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας. Πολλὲς φορὲς θέλησα νὰ Σᾶς γράψω καὶ νὰ Σᾶς ἐπαινέσω γιὰ τὴν προσπάθεια αὐτή, ἀλλὰ καὶ πάλι ἀνέβαλα γιὰ νὰ μὴ παρεξηγηθῇ ἡ ἐνέργειά μου αὐτή.
Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο δέχομαι ἐν σιωπῇ ἕνα μαρτύριο, ἐκκλησιαστικὸ καὶ προσωπικό. Γιατί ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε δέχομαι κρίσεις πανταχόθεν. Ἔτσι, τηρῶ τὴν στάση ποὺ τήρησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σὲ μερικὲς κρίσιμες στιγμὲς κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἀγῶνος του. Ζῶ οὐσιαστικὰ ἐν ἀπομονώσει, ἀσχολούμενος μὲ θεολογικὰ θέματα, καὶ μελετῶντας τὴν διδασκαλία τῶν θεουμένων ἁγίων μας.
Ἀπὸ ὅσα Σᾶς ἔγραψα εἴδατε λίγο τὸν ἀγῶνα μου. Μακάρι νὰ ἤμουν μακρυὰ ἀπὸ τὴν δίνη τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐρίδων, μακάρι νὰ βρισκόμουν πολλὲς βραδυὲς στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἡ ἔστω καὶ μιὰ βραδυὰ στὸ ESSEX. Ἀλλά, τελικά, ὁ Θεὸς μὲ ὁδήγησε σὲ αὐτὸν τὸν «δυσώνυμο κόσμο». Παρακαλῶ εὔχεσθε γιὰ μένα. Θεωρῶ τὴν προσευχή Σας ὡς πολυτιμώτατο θησαυρὸ» (12-5-1995)
Ὅταν ἐξελέγην Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου, στὸν τόπο τῆς γενετείρας του, ἐκτὸς τοῦ ὅτι τὸν ἐμνημόνευσα στὸν χειροτονητήριο λόγο μου, τοῦ ἀπέστειλα ἐπιστολὴ γιὰ νὰ ζητήσω τὴν εὐλογία του καὶ τὶς προσευχές του. Καὶ ὅταν ἀργότερα τοῦ ζητοῦσα τὴν γνώμη του γιὰ διάφορα θέματα, ἐκεῖνος αἰσθανόταν ὅτι εἶναι εὐλογία τοῦ Θεοῦ, τὸ ὅτι συνεχίζεται ὁ διάλογος δι’ ἐπιστολῶν ποὺ γινόταν μεταξὺ τοῦ Ἐπισκόπου Εὐρίπου Ἱεροθέου καὶ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καὶ ἔγινε ἀφορμὴ νὰ γραφῆ τὸ «Συμβουλευτικὸν ἐγχειρίδιον, ἤτοι περὶ φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων».
Ὅταν τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1998 μοῦ ἀπέστειλε ἕνα βιβλίο του, μοῦ τὸ ἀφιέρωσε μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Στὸν πολυσέβαστό μου ἀρχιερέα καὶ Ἐπίσκοπον τῶν Χριστιανῶν τῆς γενετείρας μου Ναυπάκτου κυρ Ἰερόθεον, ἰσχυρόν την φρένα, νεαρὸν τὴν ἡλικίαν, λαμπρὸν θεολόγον καὶ σεμνὸν τοὺς τρόπους μὲ τὴν εὐχὴν καὶ παράκλησιν τὸ μὲν νὰ προβαίνει ὑψούμενος καὶ τελειούμενος, τὰ δὲ νὰ προσεύχεται καὶ ὑπὲρ τῆς ταπεινότητός μου, ἵνα καγὼ χαίρομαι καὶ δοξάζω τὸν Κύριον. Θεόκλητος Μοναχὸς Διον.».
Παρέθεσα αὐτὴν τὴν ἀφιέρωση κυρίως γιὰ νὰ φανῆ τὸ ταπεινὸν καὶ ἀνεπίφθονον ἦθος του, ὁ σεβασμός του στὴν ἀρχιερατικὴ χάρη καὶ τὸ ἐκκλησιαστικό του φρόνημα. Μὲ τὴν μεγάλη ἀγάπη ποὺ εἶχε σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ταπείνωσή του ὑπερεκτιμοῦσε τὰ δικά μου προσόντα καὶ χαρίσματα. Ἔτσι οἱ «μεγάλοι» μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἀφήνουν χῶρο νὰ ἀναπτυσσόμαστε καὶ ἐμεῖς.
Ὅταν τοῦ ἀπέστειλα τὸ βιβλίο μου γιὰ τὸν ἀείμνηστο Μητροπολίτη Ἐδέσσης, Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας κυρὸ Καλλίνικο μοῦ ἔγραψε μεταξὺ τῶν ἄλλων:
«Ἔχω μίαν ἀναπαλαιωθεῖσαν ι(εράν) εἰκόνα τῆς Παναγίας, δῶρον τοῦ τότε Δημητριάδος, ἀνηρτημένην στὸ κελλίον μοῦ μεταξὺ ἄλλων 18 τῆς Παναγίας, διαφόρων τύπων. Καὶ δὶς τῆς ἡμέρας ἀσπαζόμενος ὅλες ἔλεγα: Θεοτόκε φώτιζε τὸν Ἐπίσκοπον. Τώρα λέγω φώτιζε, ἐνίσχυε καὶ κατεύθυνε τὸν Ἀρχιεπίσκοπον.
Τί προοιμιάζουν ταῦτα; Ὅτι ὅταν θὰ βλέπω τὸ ὀγκῶδες βιβλίον σας, λησμονῶντας ὅσα καθ’ ὑπερβολὴν ὡς ἀφιέρωση γράψατε, θὰ λέγω εὐχὲς ἀνάλογες. Καὶ μίαν σύσταση στὸν φίλον Ἐπίσκοπον, δι’ ὀν λόγον ‘’δεκάπηχυς γίνομαι’’: Νὰ διαβάζετε μίαν φορὰν τὴν ἡμέραν τὴν ἐπιστολὴν τοῦ ὁμωνύμου σας ἐξαδέλφου τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου καὶ τὴν ἀπάντηση» (Δ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν 1999).
Τὸ ἀπόσμασμα αὐτὸ δείχνει τὴν ἀγάπη τοῦ ἀείμνηστου Γέροντος στὴν Παναγία ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ παιδικότητα καὶ ἁπλότητα, τὴν ἀγάπη του στοὺς ἐπιστολογράφους του καὶ τοὺς φίλους του, γιὰ τοὺς ὁποίους διαρκῶς προσευχόταν καὶ τὴν ἡσυχαστική του παράδοση ὅπως ἐκφράζεται στὴν ἀλληλογραφία μεταξὺ τοῦ ἐπισκόπου Εὐρίπου Ἱεροθέου καὶ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Ὁ ἀείμνηστος Γέροντας ἤθελε οἱ Ἐπίσκοποι νὰ ζοῦν μέσα στὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.
Στὴν ἴδια ἐπιστολὴ ἀναφερόμενος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεταμορφώσεως, πρὶν ἀκόμη ἀνακύψουν τὰ γνωστὰ προβλήματα, δίνει πάλι μιὰ ἄλλη ἡσυχαστικὴ πλευρὰ τῆς ζωῆς του. Γράφει: «Μὲ τὸ ἱερὸν Μοναστήριον πὼς πᾶτε; Εἶναι γιὰ Σας ὁ ἐκγυμνάζων τὴν ψυχὴν Σας πειρασμός».
Μιὰ ἐπιστολή του μοῦ ἔδωσε ἀφορμὴ νὰ ἀντιληφθῶ κάπως διαφορετικά τα γραφόμενά του. Γι’ αὐτὸ ὁ Γέροντας Θεόκλητος μὲ πολὺ ὡραῖο τρόπο μου ἔγραψε: (9/22.5.1999):
«Εὐλογημένε Ἱεράρχα, μὲ κάνατε καὶ ἐγέλασα γιὰ νὰ μὴν ἐκπλαγῶ. Πὼς ἐσεῖς ὁ τοιοῦτος καὶ τηλικοῦτος συγγραφεὺς ὑπέστητε αὐτὴν τὴν παρανόηση;». Καὶ ὕστερα ἀπὸ τὶς ἀπαραίτητες ἐξηγήσεις ἔγραφε: «Ἀπήντησα στὴν ἀπὸ 2.3.99 ἐπιστολὴ Σᾶς περισσότερον νὰ ἐπικαλεσθῶ τὶς ἅγιες εὐχές Σας καὶ νὰ ὑποβάλω τα βαθύτατα σέβη μου, παρὰ νὰ Σᾶς διορθώσω».
Αὐτὸ δείχνει τὴν εὐαίσθητη καρδιά του καὶ τὴν εὐγένειά του.
Γενικά, ὅπως φαίνεται στὰ ἀποσπάσματα ποὺ παρέθεσα, ὁ Γέρων Θεόκλητος ἦταν ἕνας ἁγιορείτης Μοναχὸς μὲ καλογερικὴ καρδιὰ καὶ εὐαισθησία. Δίδασκε, διόρθωνε, ἔδειχνε ἀγάπη, διακατεχόταν ἀπὸ αὐτομεμψία, ἀγαποῦσε τὸν Θεὸ καὶ τὴν Παναγία, τὴν ἔφορο τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ζοῦσε ἡσυχαστικὰ καὶ μερικὲς φορὲς ἐκδηλωνόταν καὶ δυναμικά. Συγχρόνως σὲ μερικὲς περιπτώσεις συμπεριφερόταν ὡς ἕνα μεγάλο ἁγιορείτικο παιδί. Δὲν εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ θὰ μετρήση τὰ μέτρα ἀρετῆς στὰ ὁποῖα ἔφθασε, ἀλλὰ σίγουρα ἀγαποῦσε τὸν Θεό, τὴν Παναγία, τὴν Ἐκκλησία, τοὺς ἁγίους καὶ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση, ποὺ εἶναι ἡ ἀπλανὴς μέθοδος θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου.
Σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς τελευταῖες τηλεφωνικὲς ἐπικοινωνίες ποὺ εἴχαμε, ὕστερα ἀπὸ κάποια περιπέτεια τῆς ὑγείας του, μοῦ εἶπε ἀποκαλυπτικά: «Σεβασμιώτατε, ὁ Θεὸς μὲ λυπήθηκε καὶ μὲ ἄφησε ἀκόμη νὰ ζήσω γιὰ νὰ μετανοήσω. Παρακαλῶ νὰ εὔχεσθε γιὰ μένα νὰ μετανοήσω».
- Προβολές: 2927