Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: Σεβασμός στην Ιεραρχία

Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

(δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 16-12-2007)

Κατά καιρούς με αφορμή διάφορα γεγονότα, και ιδίως τελευταία, γίνονται αναλύσεις των τάσεων που επικρατούν στην Ιεραρχία, και μεταξύ των άλλων οι Ιεράρχες χωρίζονται σε ομάδες, στις οποίες δίνονται διάφοροι χαρακτηρισμοί, ανάλογα με τις απόψεις αυτών που τις χαρακτηρίζουν.

Χωρίς να αμφισβητώ την ύπαρξη διαφόρων τάσεων μέσα στην Ιεραρχία, που είναι φυσικό, εν τούτοις θεωρώ ότι γίνονται διάφορες παρερμηνείες του γεγονότος αυτού που αλλοιώνουν την πραγματικότητα. Οι Ιεράρχες είναι ελεύθερα πρόσωπα, που σκέπτονται αντικειμενικά και κατά βάση εκκλησιολογικά. Μόνον που υπάρχουν επί μέρους αποχρώσεις αυτής της εκκλησιολογίας, αφού άλλωστε μέσα στην Εκκλησία η ζωή μας δεν είναι μαζοποιημένη, αλλά διακρίνεται από ποικίλες πνευματικές διαβαθμίσεις, ανάλογα με την προσωπική πείρα του καθενός. Αυτό το βλέπουμε και όταν μελετήσουμε τον βίο και τα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας.

1. «Ομάδες» Ιεραρχών

Οι κατά καιρούς αναλύσεις χωρίζουν τους Ιεράρχες σε διάφορες ομάδες-κατηγορίες.

Ένας χωρισμός γίνεται με βάση την ηλικία τους. Έτσι, χωρίζονται στην λεγομένη «Πρεσβυτέρα» και την λεγομένη «Νεωτέρα» Ιεραρχία. Μέσα από αυτήν την προοπτική επιζητούνται διάφορα δικαιώματα και ιδιαίτερα προνόμια από κάθε «ομάδα».

Ο όρος «Πρεσβυτέρα Ιεραρχία» για πρώτη φορά, απ' ο,τι γνωρίζω, εισήχθη επισήμως στο εκκλησιαστικό λεξιλόγιο το έτος 1974 και με αυτόν εννοούσαν τους Ιεράρχες που είχαν εκλεγή προ δικτατορικά (προ του Ιερωνύμου) και διακρίνονταν από εκείνους που εξελέγησαν κατά την περίοδο της δικτατορίας, (επί Ιερωνύμου), και η λεγομένη «Πρεσβυτέρα Ιεραρχία» είχε λόγο για την εκλογή νέου Αρχιεπισκόπου, ενώ οι άλλοι αποκλείστηκαν.

Οι χαρακτηρισμοί αυτοί, με τις συγκυρίες της εποχής εκείνης, δεν μπορούν να μεταφερθούν στην σημερινή εποχή. Κάτι τέτοιο θα ήταν εκκλησιαστικό ατόπημα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον είναι απορριπτέος σήμερα ο όρος «Πρεσβυτέρα Ιεραρχία», η οποία, κατά μερικούς, παραγκωνίζεται η κατ' άλλους, θέλει να αποκτήση υπερεξουσίες μέσα στην Εκκλησία. Κατά τους ιερούς Κανόνας, οι Ιεράρχες που συγκροτούν την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας είναι ίσοι μεταξύ τους, ο δε εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος είναι πρώτος μεταξύ ίσων. Δεν είναι δυνατόν να επικρατήση αυτή η αντιεκκλησιαστική ορολογία, με αφορμή άλλοτε την περιφρόνηση των πρεσβυτέρων Ιεραρχών και άλλοτε την υποτίμηση των νεωτέρων Ιεραρχών. Τέτοιες εμπαθείς διαιρέσεις είναι απαράδεκτες εκκλησιολογικά.

Ένας άλλος χωρισμός είναι μεταξύ των λεγομένων «Ιερωνυμικών», «Σεραφειμικών» και «Χριστοδουλικών», χωρισμός που αφορμάται από τον χρόνο που εξελέγησαν οι συγκεκριμένοι Ιεράρχες και ανέλαβαν διαποίμανση στις Μητροπόλεις τους. Καίτοι υφίσταται μια τέτοια πραγματικότητα, εν τούτοις και αυτός ο χωρισμός είναι εντελώς εξωτερικός, εσφαλμένος και δεν μπορεί να ανταποκριθή στο εσωτερικό εκκλησιαστικό φρόνημα των Ιεραρχών.

Ούτε βέβαια μπορεί να ισχύση η διάκριση μεταξύ των λεγομένων «Οργανωσιακών» και «Εκκλησιαστικών», από τον χρόνο εκλογής κάθε Ιεράρχου η από τις λεγόμενες «καταβολές» του. Το μέτρο αξιολόγησης κάθε Ιεράρχου και γενικά κάθε προσώπου εξαρτάται από την θεολογία και την εκκλησιολογία που τον διακρίνει και που τον έχει διαμορφώσει. Το εκκλησιαστικό φρόνημα καθενός συνδέεται με το κατά πόσον συντονίζεται στην διδασκαλία των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας, τόσο στην σκέψη όσο και στο βίωμα, τόσο στην θεολογία όσο και στην προσωπική του ζωή.

Τελευταία γίνεται και μια άλλη διάκριση με βάση έναν κοινωνικό-γεωγραφικό «ρατσισμό» με ονόματα περιφερειών της Χώρας. Αλλά στην Εκκλησία, που υπερβαίνονται τέτοιες «ρατσιστικές» διακρίσεις, δεν μπορεί να ισχύουν τέτοιοι χωρισμοί.

Θεωρώ ότι τέτοιοι χωρισμοί είναι προσβλητικοί για τους Ιεράρχες της Εκκλησίας μας.

2. Η Σύνοδος των Επισκόπων

Η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και κοινωνία θεώσεως κατά την βιβλικοπατερική παράδοση. Μέλη της Εκκλησίας είναι οι «βεβαπτισμένοι» και οι «βεβαιόπιστοι», Κληρικοί και λαϊκοί, ηλικιωμένοι και νέοι, άνδρες και γυναίκες, έγγαμοι και μοναχοί. Κατά τον βαθμό μεθέξεως στο Σώμα του Χριστού, υπάρχουν πνευματικές διαβαθμίσεις στην Εκκλησία.

Οπότε, η Ιεραρχία της Εκκλησίας δεν είναι ένα ιδιαίτερο «σώμα», το «σώμα των Επισκόπων», ωσάν να υπάρχη ένα ιδιαίτερο σώμα μέσα στο Σώμα της Εκκλησίας, ένα «κράτος εν κράτει». Ούτε οι Επίσκοποι είναι το Σώμα της Εκκλησίας η η Εκκλησία, αφού δεν ταυτίζεται απόλυτα η Εκκλησία με την Σύνοδο των Επισκόπων. Οι Επίσκοποι όταν συνέρχονται σε Σύνοδο για να ασχοληθούν με θέματα διοικητικά και να επιλύσουν θέματα ποιμαντικά που απασχολούν τις κατά τόπους Μητροπόλεις δεν αποτελούν ένα «Σώμα», αλλά την Σύνοδο των Ιεραρχών, που πρέπει να συντονίζεται στην θεολογία της Εκκλησίας και να εκφράζη το Σώμα της Εκκλησίας, όχι απλώς τον λαό, αλλά την όλη παράδοση του Σώματος της Εκκλησίας, όπως διατυπώνεται στα κείμενα των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων και τα κείμενα των θεουμένων Πατέρων.

Είναι, λοιπόν, αδόκιμος εκκλησιαστικά ο όρος «το σώμα της Ιεραρχίας», γιατί τότε οδηγούμαστε και στην αποδοχή άλλων όρων, όπως «το σώμα των Πρεσβυτέρων», «το σώμα των μοναχών», «το σώμα των λαϊκών», «το σώμα των θεολόγων» κ.ο.κ. Όταν οι Επίσκοποι συνέρχονται σε Σύνοδο, εκφράζουν το Συνοδικό πολίτευμα της Εκκλησίας, το οποίο είναι Ιεραρχικό. Δηλαδή, η συνοδικότητα συνδέεται αναπόσπαστα με την ιεραρχικότητα.

«Κεφάλαιον επί τοις λεγομένοις»

Δεν είναι δυνατόν να χωρίζονται οι Αρχιερείς σε διάφορες ομάδες με κοσμικά κριτήρια, ηλικίας, χρόνου εκλογής, εδαφικής καταγωγής, αλλά και ούτε να αυτοχαρακτηρίζονται στην πράξη οι ίδιοι οι Αρχιερείς με διάφορα ονόματα (Πρεσβυτέρα και Νεωτέρα Ιεραρχία η Ιερωνυμικοί, Σεραφειμικοί, Χριστοδουλικοί η Πελοποννήσιοι, Ρουμελιώτες, Θεσσαλοί, Ηπειρώτες, Μακεδόνες, Θρακιώτες, Νησιώτες) και να επιδιώκουν να έχουν τον πρώτο λόγο σε συγκεκριμένες αποφάσεις και να καθορίζουν σημαντικά θέματα της εκκλησιαστικής ζωής. Μια τέτοια νοοτροπία συνιστά ένα εκκοσμικευμένο ήθος. Δεν πρέπει να υπάρχη σύγκρουση μεταξύ τάξεων και ηλικιών μέσα στην Ιεραρχία. Μια τέτοια σύγκρουση γίνεται μεταξύ εφήβων και ωρίμων, πράγμα το οποίο δεν μπορεί να αποδώση κανείς στους Ιεράρχες.

Έτσι, λοιπόν, απαιτείται σεβασμός σε όλους τους Ιεράρχες, οιασδήποτε ηλικίας και χρόνου αναδείξεώς τους στον επισκοπικό βαθμό. Ο διαχωρισμός των Ιεραρχών σε «ομάδες και ομαδόπουλα» δεν εκφράζει το ήθος των Επισκόπων στο σύνολό τους και δεν συνιστά εκκλησιαστικό φρόνημα, αφού τα μέλη της Ιεραρχίας αισθάνονται την αδελφότητα και την ισότητα μεταξύ τους.

Επί πλέον απαιτείται σεβασμός στην παράδοση της Εκκλησίας, πως το δόγμα μετατρέπεται σε ήθος ζωής, πως η θεωρητική διδασκαλία της Εκκλησίας γίνεται προσωπικό βίωμα και πως η Εκκλησία θα εξασκήση το έργο της που κινείται σε άλλο επίπεδο από την κρατική εξουσία και δεν συνδέεται με την ιδεολογία, την εκκοσμίκευση και την κοσμοφοβία. Αυτό αναμένει ο λαός του Θεού και όχι μηχανισμούς εξουσίας που γίνονται εν ονόματι της «Πρεσβυτέρας και Νεωτέρας Ιεραρχίας» η τους λεγομένους διαφόρους πόλους μέσα στον χώρο της Εκκλησίας.

 

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ

  • Προβολές: 3376