Ὁ Ἀμερικάνος (Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη)
Χριστίνας Καρανικόλα, Φιλολόγου
Διαβάζοντας κανεὶς κάποιο ἀπὸ τὰ διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη δὲν τὸ ξεχνᾶ ποτέ. Χαράσσεται στὴν ψυχή του, ὅπως χαράσσεται τὸ αὐθεντικὸ βίωμα, ὁ μεγάλος πόνος, τὸ συναξάρι τοῦ ἁγίου, τὸ δημοτικὸ μοιρολόϊ. Γιατί αὐτὸς εἶναι ὁ κόσμος του. Ἡ πραγματικότητα τῆς ζωῆς μὲ τὶς καλὲς καὶ τὶς δύσκολες στιγμές της, τὴ φτώχεια καὶ τὴ μιζέρια της, τὶς πίκρες καὶ τοὺς καημοὺς ποὺ βιώνουν καρτερικὰ οἱ ἥρωές του. Ἄνθρωποι ἁπλοῖ, ἀφτιασίδωτοι, μὲ τὶς ἀδυναμίες καὶ τὶς ἁμαρτίες τους, ποὺ πάσχουν καὶ σιωποῦν μαρτυρικά, ἀγωνιοῦν καὶ ἐλπίζουν πὼς πίσω ἀπὸ τὸ σκληρὸ παρὸν ὑπάρχει μιὰ μακρινὴ ὑπόσχεση καλύτερης μοίρας. Ὁ πόνος κι ὁ καημὸς εἶναι ἄρρηκτα συνυφασμένα μὲ τὴ ζωή τους καὶ ἡ ὀδύνη τῆς βιοπάλης δὲν ἀφήνει κανένα περιθώριο σὲ αἰσθήματα «πολυτελείας», ὅπως ἡ πλήξη καὶ ἡ ἀνία.
Ὁ Ἀμερικάνος, ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη, εἶναι ἕνας νέος ποὺ θέλησε νὰ ἀνατρέψη τὶς ἀνελέητες ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς του στὸ νησί. Ὁ Γιάννης του Μοθωνιοῦ εἶχε φύγει μικρὸς γιὰ τὴν «Ἀμέρικα», ἀκολουθῶντας κάποιο ἀκαθόριστο ὄνειρο γιὰ καλύτερη ζωὴ μακριὰ ἀπὸ τὴ φτώχεια καὶ τὴ μιζέρια. Βλέπετε ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ χρόνια ὁ λαός μας ζοῦσε τὸ δρᾶμα τῆς ξενιτιᾶς, ποὺ τόσο ταλάνισε τὸν τόπο μας καὶ ἀπομύζησε ἀχόρταγα τὴν ἰκμάδα του. «Εἶχε γυρίσει πολλὰ μέρη εἰς τὸν Νέον Κόσμον, εἶχεν ἐργασθῇ ὡς ὑπεργολάβος εἰς μεταλλεῖα καὶ ὡς ἐπιστάτης εἰς φυτείας».
Εἴκοσι χρόνια ἔλειπε ἀπὸ τὸ νησί του. Γιὰ εἴκοσι χρόνια, ποὺ δούλευε σκληρά, δὲν εἶχε συναντήσει πατριώτη καὶ δὲν εἶχε μιλήσει ἑλληνικά. Εἶχε φτάσει στ’ αὐτιά του πὼς οἱ γέροι γονεῖς του πέθαναν μαραζωμένοι ἀπὸ τὸν καημὸ τοῦ χωρισμοῦ τους. Καὶ τὸ «σπιτάκι ἀπόμεινε ρείπιο καὶ χάλασμα, μὲ δυὸ μισοὺς τοίχους... καὶ μ’ ἕνα μαῦρο βαθούλωμα στὴ γωνία, ποὺ ἦταν ἕναν καιρὸν ἡ παραστιά τους».
Τὸ σούρουπο τῆς 24ης Δεκεμβρίου 1878 φτάνει στὸ νησὶ ἕνας ἄγνωστος. «Ἅμα ἀποβιβασθεῖς εὑρέθη εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγορὰν κι ἐκοίταζε δεξιά-ἀριστερά, ὡς νὰ μὴ ἐγνώριζε ποὺ εὑρίσκετο... Ἐκοίταξεν ἐντὸς εἰς δύο ἡ τρία καπηλεῖα καὶ καφενεῖα... Ἀλλὰ δὲν ἐφάνη εὐχαριστημένος, ὡς μὴ ἀναγνωρίσας αὐτά... Ἀνέβη εἰς τὴν μικρὰν πλατεῖαν, ἔμπροσθεν τοῦ ναοῦ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν... Καὶ δὲν ἔκαμε μὲν τὸν σταυρόν του, ἅμα εἶδε τὴν ἐκκλησίαν, ἀλλ’ εἰς τὸ σκότος ἔβγαλεν τὸ καπέλλον του, καὶ πάλιν τὸ ἐφόρεσεν, ὡς νὰ συνήντα παλαιὸν φίλον καὶ τὸν ἐχαιρέτα. Εἶτα προσέβλεψεν ἀριστερά, εἶδε τὸ μικρὸν οἰνοπαντοπωλεῖον του Μπέρδε κι ἐπλησίασεν. Ἐστάθη ἐπ' ὀλίγας στιγμὰς κι ἐκοίταξεν ἐντός. Τέλος εἰσῆλθεν».
Ὅλοι τὸν κοιτοῦν περίεργα. Τοὺς ξενίζει τὸ «ξουρισμένο του μουστάκι καὶ τὰ γένεια». Προσπαθοῦν νὰ κατανοήσουν τὰ σπαστὰ ἑλληνικά του καὶ παραξενεύονται μὲ τὰ «σελλίνια» ποὺ πληρώνει γιὰ τὸ ρούμι του. Ποιός τάχα νάναι;
Ὡστόσο ὁ ξένος φαίνεται σὰν κάτι νὰ γυρεύη ἐπίμονα. Περπατῶντας στὸ δρομάκι τῆς πολίχνης κοιτᾶ ἐρευνητικὰ γύρω του καὶ μοιάζει νὰ ἀναμοχλεύη τὶς ἀναμνήσεις του καὶ νὰ προσπαθῆ νὰ ἀνασύρη ἀπ' αὐτὲς κομμάτια ποὺ νὰ ταίριαζαν μὲ ὅ,τι ἔβλεπε στὸ σκοτάδι. Τέλος φτάνει σ’ ἕνα σημεῖο «ὅπου μεταξὺ δύο οἰκιῶν ἐσχηματίζετο κενὸν τί, ἐν μέρει θαπτόμενον ἀπὸ λείψανα δύο τοίχων. Ἐφαίνετο ὅτι ἦτο χάλασμα, ἐρείπιον οἰκίας τινός, οὐ πρὸ πολλοῦ κατεδαφισθείσης. Ὁ ξένος ἀφοῦ ἐκοίταξε τριγύρω νὰ ἴδη μήπως τὸν παρετήρει τις, εἰσῆλθεν δειλῶς εἰς τὸ χάλασμα ἐκεῖνο, ὅπου, εἰς τὴν γωνίαν τῶν δύο τοίχων, ἐφαίνετο κόγχη τις μαυρισμένη, ὡς νὰ ὑπῆρχε ἑστία ἐκεῖ τὸ πάλαι. Εἰσῆλθεν ἀσκεπής, κρατῶν τὸν πῖλον εἰς τὰς χεῖρας, ἐγονάτισε κι ἐστήριξεν τὸ μέτωπον ἐπὶ τῶν ψυχρῶν λίθων τῆς γωνίας ἐκείνης, καὶ ἀφοῦ ἔμεινεν ἐπὶ τρία λεπτὰ γονυκλινής, ἠγέρθη, ἐσπόγγισε τοὺς ὀφθαλμούς του καὶ ἀπεμακρύνθη βραδέως».
Ἦταν ὁ Γιάννης του Μοθωνιοῦ. Ὁ Ἀμερικάνος, ποὺ ὕστερα ἀπὸ εἴκοσι χρόνια ξενιτιᾶς ξαναγύρισε προσκυνητῆς στὸν τόπο ποὺ γεννήθηκε. Εἶναι προσωποποίηση τῆς σκληρῆς μοίρας τοῦ ξενιτεμένου. Ἔφυγε μικρὸς καὶ γυρίζει γέρος. Πῆγε νὰ πλουτίση στὴν Ἀμέρικα καὶ τὰ κατάφερε. Ὕστερα ἀπὸ σκληρὴ δουλειὰ «ἐπανῆλθε μὲ χιλιάδας τινὰς ταλλήρων εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς του». Τὸ ἀντίτιμο ὅμως αὐτῆς τῆς «σερμαγιᾶς» ἦταν πολὺ ἀκριβό. Ἔχασε τὴ νιότη του, τὴ γλῶσσα του, τοὺς γονεῖς του, τοὺς φίλους, τὴν ἀρραβωνιαστικιά του...Η σκληρὴ βιοπάλη τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὰ πιὸ ἱερά, ἀγαπημένα κι ἀξέχαστα γιὰ κάθε ἄνθρωπο. Γυρίζει στὸν τόπο του ξένος, ἄγνωστος, ξεχασμένος ἀπὸ ὅλους. Καὶ ψάχνει νὰ βρῇ τὴν ψυχή του καὶ τὴ χαμένη του ζωὴ μέσα στὰ ἐρείπια στὴν παλιά του γειτονιά, στὸ πατρικό του σπίτι. Αὐτὴ ἡ ἀναζήτηση μέσα στὰ χαλάσματα, ὅπως μᾶς τὴ δίνει ὁ συγγραφέας, εἶναι μιὰ σκηνὴ μὲ πολλὴ ἔνταση καὶ δραματικότητα.
Ἡ ψυχή του εἶναι γεμάτη συγκίνηση, πόνο κι εὐλάβεια ἀλλὰ καὶ μιὰ κρυφή, ἀμυδρὴ ἐλπίδα ὅτι ἴσως τὸν περιμένει ἡ ἀρραβωνιαστικιά του, ἡ Μελαχρώ. Εἴκοσι χρόνια ἀπουσίας εἶναι βέβαια πάρα πολλά. Ἀλλά.... ἴσως... Τὸν καίει ἡ ἀγωνία νὰ μάθη τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ φοβᾶται πολύ. Ἐντοπίζει τὸ σπίτι της. Ὅλα του φαίνονται ἀγνώριστα καὶ τὸ σπίτι εἶναι κλειστὸ κι ἔρημο. Τὰ παιδιά, ποὺ ἔψαλλαν χαρούμενα τὰ κάλαντα τῶν Χριστουγέννων, ἔρχονται κι ἐδῶ νὰ «τραγουδήσουν». Μιὰ γρια μὲ μαύρη μαντήλα τὰ ἀποπέμπει: «Ὄχι, παιδάκια μ’ . Τί νὰ τρὰγ’δήστε ἀπὸ μᾶς; Ἔχουμε καὶ κανέναν; Καλὴ χρονιὰ νάχετε κι σῦρτε ἀλλοῦ νὰ τράγ’δήστε». Ὁ Ἀμερικάνος κατασυγκινημένος μαθαίνει ἀπὸ ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιὰ βάζοντάς του «εἰς τὴν χείραν ἕνα τάλληρον», ὅτι ἡ καλή του ζεῖ ἐκεῖ ἀνύπαντρη καὶ μόνη μαζὶ μὲ τὴ μάνα της. Δὲν ἡσυχάζει. Γεμᾶτος ἀγωνία μέσα στὴ νύχτα προσπαθεῖ νὰ δὴ ἀπὸ τὸ παράθυρο στὸ φωτισμένο δωμάτιο. Καὶ βλέπει τὴ Μελαχρὼ νὰ κάθεται θλιμμένη καὶ σκεφτικὴ καὶ νὰ σιγοτραγουδὰ ἕνα λυπητερὸ τραγούδι. Λίγο ἀργότερα θὰ μάθη κατάπληκτος ὅτι δὲν παντρεύτηκε αὐτὰ τὰ εἴκοσι χρόνια, ἂν καὶ τὴ ζήτησαν πολλοὶ γαμπροί, ἀλλὰ ἔμεινε πιστὴ στὸν ἀρραβῶνα της καὶ μαράζωσε ἀπὸ τὴ λύπη τῆς ἐγκατάλειψης.
Μιὰ ἀκόμη Πηνελόπη ποὺ ὑπομονετικὰ περιμένει. Κι ἂς περνοῦν τὰ χρόνια, κι ἂς κυλᾶ σὰ νερὸ κι ἡ δική της ζωή, ἀφαιρῶντας ἀπὸ τὴν ὄψη της τὰ ρόδα τῆς νιότης. Ἦταν ὄμορφη, ἄξια, προκομένη καὶ θὰ μποροῦσε νὰ φτιάξη τὴ ζωή της. Ὅμως προτίμησε νὰ μείνη πιστὴ σὲ μιὰ ὑπόσχεση, ποὺ ὅλο καὶ ξεθώριαζε μὲ τὸ πέρασμα τῶν χρόνων καὶ γέμιζε θλίψη τὴν ψυχή της καὶ πόνο στὴν καρδιὰ τῆς μάνας της, ποὺ τὴν ἔβλεπε νὰ μαραίνεται μέσα στὴ μοναξιά της.
Ὁ Ἀμερικάνος πηγαίνει στὸ σπίτι τῆς καλῆς του καὶ ὅλα φωτίζονται, ὅλα ἀνοίγουν, λάμπουν, ξανανιώνουν. Σὲ τρεῖς μέρες γίνεται ὁ γάμος κι ἔτσι δικαιώθηκαν ἡ πιστὴ Μελαχρὼ καὶ ὁ Γιάννης του Μοθωνιοῦ, ποὺ ἀντιμετώπισαν τὴ σκληρότητα τῆς ζωῆς μὲ μεγαλειώδη καρτερία καὶ ὑπομονή, χωρὶς νὰ χάσουν τὴν ἀνθρωπιὰ καὶ τὴν ἀρετή τους:
«Μετὰ τρεῖς ἡμέρας, τὴ Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν, ἐτελοῦντο, ἐν πάσῃ χαρὰ καὶ σεμνότητι, οἱ γάμοι τοῦ Ἰωάννου Εὐσταθίου Μοθωνιοῦ μετὰ τῆς Μελαχροινῆς Μιχαὴλ Κουμπουρτζῆ.
Ἡ θεία-Κυρατσώ, μετὰ τόσα ἔτη, ἐφόρεσεν, ἐπ' ὀλίγας στιγμάς. χρωματιστὴν «πολίτικην» μανδήλαν, διὰ νὰ ἀσπασθῇ τὰ στέφανα. Καὶ τὴν παραμονὴν τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ἑσπέρας, ἱσταμένη εἰς τὸν ἐξώστην, ἠκούσθη φωνοῦσα πρὸς τοὺς διερχομένους ὁμίλους τῶν παίδων:
Ἐλᾶτε, παιδιά, νὰ τράγ’δήστε!».–
- Προβολές: 2628