Skip to main content

Η Χριστιανοσύνη του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου

Κώστα Δ. Παπαδημητρίου

Είναι ο πολύτροπος, ο πολυδύναμος, ο πολυγράφος συγγραφέας. Είναι μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, ποιητής, κριτικός, περιπαθής ταξιδιώτης, βαθυσόχαστος ομιλητής. Τον έζησα από κοντά παρακολουθώντας για αρκετούς μήνες τα λογοτεχνικά του μαθήματα στο «Αθήναιο». Και το διαπίστωσα πως ήταν ένας άνθρωπος πλασμένος για να μιλά και να γράφη. Το λέει ο ίδιος: «Ο λόγος, ο προφορικός, ο γραπτός, ήταν μοίρα μου»( «Αυτογραφική διαδρομή» περιοδικό «Συνεργασία», 1974, τ. 52) Και στο «Τετράδια Ευθύνης» 8/1979) θα προσθέση: «Ο άνθρωπος που θα επιθυμήσει να με ιδεί σωστά, θα πρέπει να με αναζητήσει μέσα στην πολλαπλότητά μου». Μια πολλαπλότητα όχι μόνο συγγραφική η ποιητική μα και συνειδησιακή και συναισθηματική και υπαρξιακή. Ο αγώνας και η αγωνία του δημιουργούν, γεμίζουν όλη τη ζωή του. Ο πυρετός της δημιουργίας με τη διαβρωτική του φλόγα του αποπνευματώνει το κορμί, τον μεθάει και τον βασανίζει ταυτόχρονα. Την πολλαπλότητά του εκφράζει ο ίδιος με τους στίχους:

«...Γιατ’ είμαι απ’ όλα: ένας λυγμός στο πέρασμα του χρόνου, μια φλόγα, μια σταλαγματιά, κι ένα φτερό απ’ τα φτερά του θυμωμένου Αρχάγγελου που στέκει απάνωθέ μου...» (ΤΠ. 67,68)

Ξεκίνησε τη ζωή του με πρώτο βιος του τα βιώματα των παιδικών του χρόνων. «Η ζωή μου, θα πη ο ίδιος, τριχοτομήθηκε ανάμεσα στο σπίτι, στο σχολείο και στην Εκκλησία, που ήταν ο μαγικός κόσμος και η μόνιμη ανακούφισή μου, με την κατάνυξη και την ολοένα πληθυνόμενη γνώση» (Ν. Δαφνή. Ι.Μ.Π. σελ. 147-148). Τα χρόνια που ήρθαν έπειτα, ήταν τα χρόνια του στοχασμού και της αμφιβολίας. Χρόνια αμφιβολίας και χρόνια απιστίας. «Αναποδογυρίζαμε με θλιμμένη καρδιά το σύμπαν, για να πλάσουμε ένα σύμπαν καινούργιο, χωρίς να είμαστε βέβαιοι πως θα είχαμε την ικανότητα να το βάλουμε στη θέση του παλιού. Σπουδάσαμε όλες τις επιστήμες καθώς ο Φάουστ και σκύψαμε μέσα μας και βρήκαμε το οδυνηρότατο άδειο...Τίποτα δε μας βοηθούσε να στερεωθούμε στην πέτρα της πίστης. Η ψυχή μας διψούσε το «ύδωρ το ζων». Τα πάντα ήταν φρυγμένα, πυρίκαυστα και φοβερά διψασμένα. Καθώς προχωρούσαμε απ’ τα άγουρα στα ώριμα χρόνια αφήναμε ένα πλήθος φλούδια στο δρόμο μας» (« Ώρα απολογισμού» «Τετράδια Ευθύνης» σελ. 148)

Αυτός όμως στάθηκε απόμερα προς τις ιδέες που υποδουλώνουν το πνεύμα σε πολιτικές και κοινωνικές σκοπιμότητες. Και η στάση του αυτή έμεινε σταθερή, αναλοίωτη, δίχως δισταγμούς. «Ολοένα μέσα μου, θα εξομολογηθή ο ίδιος, ένας χαλασμός κι ένας χτίστης, αυτό το καταλυτικό και χαρούμενο δαιμόνιο του αιώνα, γκρέμιζε κι έσκαβε και χτυπούσε τη βαριά του στο πυρωμένο αμόνι κι ήταν τόσο το σύννεφο θολερό και τόσο σπαραχτική η αγκούσα, που μονομιάς άνθιζε το τραγούδι στ’ αυτιά μου, ένα τραγούδι απ’ τους ανοιχτούς κι ερημωμένους κάμπους. Κι ήθελα να τραγουδήσω κείνη την ώρα. Οι άλλοι μου φώναζαν: «Πες μας ποιός είσαι;» Αυτό μου φώναζαν. Τι είμαι; Ας έρθει ένας που να ξέρει, για τον εαυτό του θέλω να πω, να τον στήσω μπροστά μου και να του φιλήσω τα χέρια. Και επιτέλους αυτό το γίγνεσθαι είμαι. Ένας άνθρωπος που έχει πονέσει πολύ, που έχει διψάσει πολύ, που έχει παλέψει με πολλά σκοτάδια, που μέσα του κι έξω του άλλο δεν ποθεί παρά λευτεριά κι ανθρωπιά και γαλήνη.. Η γνώση, η συνείδηση της ομορφιάς και της αρετής συνάμα, μια ηθική τελείωση μου είχε γίνει ανάγκη και μοίρα...»(Ώρα απολογισμού», «Τετράδια Ευθύνης» σελ. 148,149)

Το σαράκι του δισταγμού και της αμφιβολίας, που πρόσβαλε τους διανοούμενους της εποχής του με τα ξενόφερτα φιλοσοφικά ρεύματα και τις φανταχτερές ιδέες του άκρατου υλισμού, δεν τον ξέρανε. Είχε μέσα του δυνατά αντισώματα και τον κράτησαν όρθιο. Το λέει ο ίδιος: «Πάλεψα για να μπορέσω να στεριώσω στα πόδια μου, πέφτοντας από λαγούμι σε λαγούμι και διαμορφώνοντας τη ζωή σε διαδοχικά πεσίματα και διαδοχικές εγέρσεις» (Ώρα απολογισμού»). Και αλλού: «...Αναζητώντας στεγανούς χώρους, ρωγμές μέσα στη νύχτα το φως των μακρινών άστρων». Καταφύγιο γαλήνης έβρισκε στην Εκκλησία. «Η άμεση επαφή με τον κόσμο της εκκλησιαστικής τελετουργίας και των θρησκευτικών κειμένων με προίκισε με πολλή κατάνυξη, που τη νιώθω ακόμα και τώρα την κατάλληλη κάθε φορά περίσταση. Δεν μπορώ να κάμω τον αναγνώστη μου να εννοήσει τι χαλασμό αισθάνομαι μέσα μου, τι γόνιμη συντριβή, ακούγοντας στην εκκλησία την Κυριακή των Βαΐων το βράδυ: «Εκ νυκτός ορθρίζει το πνεύμα μου προς σε ο Θεός, διότι φως τα προστάγματά σου επί της γης..» η σιγοψέλνοντας το τροπάρι της Κασσιανής, η παρακολουθώντας τη Μεγάλη Παρασκευή το καταμεσήμερο την Αποκαθήλώωση και τους θρήνους της: «Σε τον αναβαλλόμενον το φως ώσπερ ιμάτιον...»

Έχει την δύναμη ν’ ανοίγη δρόμους στη φαντασία και να φανερώνη την ψυχή του παρ’ όλα τα υλικά βαρίδια που τον βαραίνουν και ν’ αποδείχνη πως ο άνθρωπος πέρα από τις καθορισμένες θυμικές καταστάσεις, πέρα από τις αδυναμίες και τα πάθη του, είναι πλασμένος και από μια άλλη ουσία που «ξεφεύγει την αίσθηση που είναι αστάθμητη και ακαθόριστη, που δεν είναι λιγότερο πραγματική». Ανθρωποκεντρικός αυτός ένιωθε πόση δύναμη χρειάζεται ν’ ανασύρη από μέσα του την αιώνια ανθρώπινη αγωνία για να ερμηνεύσης τον άνθρωπο σε ο,τι ουσιαστικά τον αποτελεί, για ν’ απαρνηθή την πρόσκαιρη χαρά της επιφάνειας και να εισχωρήση στο βάθος».

«Θέλω να ζήσω μέσα στους ανθρώπους τον άνθρωπο», θα πη στο ποίημά του «Το παράθυρο του κόσμου». «Οι άλλοι άνθρωποι δεν είναι η κόλαση. Είναι η πύλη της σωτηρίας μας. Μα πως να τη διαβούμε αυτή τη σωτήρια πύλη, που είναι όλο αγκάθια στρωμένη, κι εμείς γυμνοί και τετραχηλισμένοι και ξυπόλυτοι;».

Η Βίβλος θέλγει την ψυχή του και αντλεί από τη δεξαμενή της μνήμης του βιώματα και είδωλα της ψυχής. Στο έργο του «Τα εφτά κοιμισμένα παιδιά» παραθέτει στίχους και ψαλμούς από την εκκλησιαστική υμνολογία: «Εν όρεσιν και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης»... «Ενύσταξεν η ψυχή μου από ακηδίας»κλπ. Είναι και αυτό μια ένδειξη της προσπάθειάς του να διεισδύση στα βιβλικά κείμενα και τις ιερές γραφές και να οικοιοποιηθή τα νοήματά τους. Όμως κάτι τον κρατά σε απόσταση. Κι έρχεται τότε η τύψη και στήνει τη σκηνή της μέσα του. Και δε μένει τίποτα άλλο παρά η αναζήτηση του εξιλασμού. Στο ποίημά του «Ο Άσωτος» γράφει:

«Και συλλογιέμαι την ώρα του Κυρίου.

Πονηρός δούλος, το τάλαντο το προσφερόμενο δαπάνησα

στην άγονη πείρα, στη στεγνή σοφία και σε τούτη δω

την ακατανόητη συγκομιδή της θερμής καμπύλης.

Κύριε των οικτιρμών, επίβλεψε στην ασωτία μου..»

Πλημμύρα θρησκευτικών συναισθημάτων κατακλύζει την ψυχή του στις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης. Αναφερόμενος στα Χριστούγεννα γράφει:

«Μακάριοι όσοι κατορθώνουν τη νύχτα τούτη των Αγγέλων και των ποιμένων να ξαναγυρίζουν στους παραδείσους των παιδιάτικων χρόνων, και να γεμίζουν από το φως του λαμπρού άστρου της Βηθλεέμ τα λαίμαργα μάτια τους! Γι’ αυτούς όλους τα Χριστούγεννα δεν είναι το πανάρχαιο εξαντλημένο θέμα. Γιατί θέματα εξαντλημένα γι’ αυτούς δεν υπάρχουν! Υπάρχουν μόνο οι εξαντλημένοι άνθρωποι, οι απογοητευμένοι, οι δύσπιστοι και οι υστερόβουλοι, οι κουρασμένοι και οι καθυστερημένοι, όλοι όσοι σταμάτησαν μεσοστρατίς και δεν παλεύουν για να βρουν τη δύναμη που υπάρχει κοιμισμένη μέσα τους, για να βρουν την προθυμία, που θα τους φέρει αντίκρυ στους αγαθούς συντρόφους της Φάτνης»

Στοχασμοί μιας γαλήνιας χριστουγεννιάτικης νύχτας τον κυκλώνουν και σκέφτεται τα βρέφη «που κοιμούνται στις κούνιες τους, χωρίς να υποψιάζονται πόση κακία υπάρχει στη γη» και πως κι αυτός θα επιθυμούσε να κοιμηθή «κάτω απ’ τα χιονάτα φτερά των αγγέλων της φάτνης»

Μια λυρική έξαρση, έναν ψυχικό κραδασμό της εκστατικής ψυχής του συναντούμε στα ταξιδιωτικά του που έχουν εξομολογητικό χαρακτήρα. Σε ώρες που αναζητά να στηριχθή στην «πέτρα της πίστης», παίρνει το δρόμο για ιερά προσκυνήματα, όχι σαν τουρίστας, ούτε σαν «επηρμένος ασεβής και ανιστόρητος». Αγαπά την ομορφιά και την ιερότητα των μεγαλουργημάτων της τέχνης. Και στην ιερότητα ταιριάζει η ενατένιση και η κατάνυξη, γιατί «η σιωπή είναι η κατοικία του Θεού»

Συμπορευόμαστε με τον ποιητή και συγγραφέα για το μοναστήρι του Μπρουσού: «Ύστερα απ’ τ’ αέναο σκαμπανεύασμα στις αγκαλιές των βράχων και στα χείλη των αβύσσων, η Παναγίτσα η βουνίσια κ’ η χωριάτισσα...Ο τόπος είναι σα να ημερεύει και να γαληνεύει εκεί δα χάμου...Από την παραμονή της μεγάλης γιορτής ίσαμε την Απόδοση, που είναι η καθαυτό γιορτή του Μπρουσού, τα χείλη των αβύσσων γεμίζουν κοπάδια ανθρώπων και ζώων, που πορεύονται χωρίς παράπονο, με ζεστή ευλάβεια και άδολη σκέψη, προς τη μαυρισμένη σπηλιά, όπου φεγγοβολεί με την ανέσπερη αναλαμπή της η πανάρχαια μελαγχολική και μελαχρινή Παναγίτσα, καταποντισμένη στη θάλασσα των πολύτιμων αφιερωμάτων..» («Ελληνικοί ορίζοντες» σελ. 24-26).

Τον ακούμε να ψιθυρίζη την Παράκληση: «Παθών με ταράττουσι προσβολαί...Από των πολλών μου αμαρτιών ασθενεί το σώμα ασθενεί μου και η ψυχή...»

Τον ακολουθούμε και στην Αγιά Σοφιά «που είναι το σταυροδρόμι σε δυό οδοιπορίες εξίσου επίπονες: στην οδοιπορία του Θεού που κατεβαίνει στον άνθρωπο και στην οδοιπορία του ανθρώπου που αποθεώνεται» («Πολιτείες της Ανατολής» σελ. 14)

Ύστερα στην Πάτμο. Ριγμένος ο ποιητής σε μια παραληρηματική έκσταση, ανάμεσα σε αναρίθμητα επιφωνήματα και ανείπωτους καθαρμούς σε σκιερές μοναστηρίσιες γωνιές. «Το ταξίδι της Πάτμου, θα γράψη, είναι μια άσκηση. Άσκηση αντίκρυ σε μια έκφραση κάλλους που δεν εξαντλείται στη λιτότητα και την ευγένεια της γραμμής και στην ιδιορρυθμία του σχήματος, αλλά πηγαίνει βαθύτερα, στους μυστικούς χώρους, όπου οι βιοτικές μέριμνες αποσύρονται ντροπιασμένες...»

Κάπου όμως στα βαθύτερα στρώματα του εγώ του υπάρχει μια αξεδιάλυτη καταχνιά. Είναι η ανησυχία του. Βλέπει και ζη με πάθος και με ήθος την ομορφιά του κόσμου και φοβάται μην τη χάση. Τρομάζει μπροστά στο μυστήριο του θανάτου. Είναι ο άνθρωπος που είναι γερά δεμένος με τη γη. Βλέπει την ατελεύτητη νύχτα του θανάτου να τα σκεπάζη όλα και θέλει να την ξορκίση: «Θεέ μου! Ολοένα τη νιώθω που έρχεται τούτη η Νύχτα, τούτος ο Θάνατος! Ας ανάψουμε τα φώτα, τα φώτα!»

Η ιδέα του θανάτου τον εκμηδενίζει, του δίνει την αίσθηση πως δεν μπορεί ν’ αντισταθή στην παντοδυναμία του κι αυτός είναι ένας αποσυνάγωγος, ένας ουδείς. Και ο πόνος είναι ο αδυσώπητος κλήρος του ανθρώπου και η χαρά είναι στο βάθος θλιβερή, γιατί είναι εύθραυστη και περαστική.

Ο δεσμός του με την ορθόδοξη πίστη δεν ήταν πάντα ιδιαίτερα στενός και θέλοντας κάπως να δικαιολογηθή γράφει: «Δεν είμαι από κείνους που υποτιμούν τη βυζαντινή τέχνη. Το ελάττωμά μου είναι ίσως μονάχα που δίπλα της και πέρα απ’ αυτήν, κοιτάζω με την ίδια αγάπη και κάθε άλλη καλλιτεχνική δημιουργία προσπαθώντας να μπω στο νόημά της» («Το φιλί του Ιούδα»)

Ξεκίνησε από γερές και ιερές ρίζες. Πάλεψαν μέσα του χίλιες δυό ιδέες για να τον τραβήξουν η καθεμιά προς το μέρος της. Θαμπώνεται από όλες μα σε καμιά δεν σκλαβώνεται. Δεν ακολουθεί καμιά συστηματική φιλοσοφία. Απεγχθάνεται τις όποιες αισθητικές εντάξεις και μόνο νοητικά προσεγγίζει τον κόσμο του Πλάτωνα. Η ορθόδοξη παράδοση όμως κυλάει στο αίμα του και μιλάει στην ψυχή του με την πιο σφιχτή και μεστή έκφραση. Η γλώσσα του δεν είναι θεολογική, η αύρα της όμως μοιάζει να’ ρχεται κατευθείαν από τους θεολογικούς πατερικούς λειμώνες. Και ο λογισμός του, ακούραστος στρατοκόπος, πορεύεται σε μια τραγική κι αξημέρωτη νύχτα κι άλλο δεν ονειρεύεται κι άλλο δεν λαχταράει παρά τον Όρθρο, που θα ζωντανέψη τους δρόμους της γης. Ο δρόμος του, μια δραματική και αγωνιώδης πορεία, που του αναγκάζει την ψυχή να προσευχηθή στο Θεό. Δεν είναι τυχαίο που συγκλονίζεται και θολερά δάκρυα βρέχουν τα μάτια του κάθε φορά που ακούει τους θεσπέσιους ύμνους της Εκκλησίας.

Έλεγε κάποτε στο φίλο του Π.Β.Πάσχο: «Ζηλεύω την αράγιστη πίστη σου που εμένα μου λείπει ακόμα. Θα ήθελα κι εγώ να γίνω ένα με τους θείους υμνωδούς μας και να ψάλω μαζί σου τα εξαίσια τροπάριά τους. Φοβούμαι όμως πως είμια καταδικασμένος να μην ιδώ να καταλαγιάζουν μέσα μου τα μεταφυσικά προβλήματα» («Αίμα και Πνεύμα» σελ.172). Ήθελε να πιστέψη πάλι, όπως τότε που ήταν παιδί, μα κάτι τον εμπόδιζε και λυπόταν γι’ αυτό. Και οδηγούσε τα μικρά παιδιά του στις γιορτές, στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, νύχτα ακόμα, όπως κι αυτόν ο φιλακόλουθος πατέρας του, για ν’ ακούνε «Τραγούδια του Θεού», όπως έλεγε τους ψαλμούς ο στενός του φίλος Αλ. Παπαδιαμάντης.

Ο Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος είναι ένα πνευματικό μεγαθήριο και, όπως κάθε ανθρώπου, το μονοπάτι της ψυχής του είναι χωριστό και στενό και δυσκολοπερπάτητο. Δεν έχω την κριτική ικανότητα να το περπατήσω μαζί του. Γι’ αυτό αρκέστηκα σ’ έναν περίπατο στο λειμώνα των σελίδων των βιβλίων του, να μαζέψω λίγα λουλούδια, που έχουν τις ρίζες τους στον ουρανό. Και διεπίστωσα πως, όσες φορές πλησιάσης το έργο του δε γίνεται να μην ξεδιψάσης. Δεν είναι ένα μετρημένο νερό που θα πιής, είναι η κελαριστή πηγή, που όσο πίνεις, τόσο δυναμώνει το ανάβρυσμά της.

  • Προβολές: 2587