Skip to main content

Ἡ Χριστιανοσύνη τοῦ Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου

Κώστα Δ. Παπαδημητρίου

Εἶναι ὁ πολύτροπος, ὁ πολυδύναμος, ὁ πολυγράφος συγγραφέας. Εἶναι μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, ποιητής, κριτικός, περιπαθὴς ταξιδιώτης, βαθυσόχαστος ὁμιλητής. Τὸν ἔζησα ἀπὸ κοντὰ παρακολουθῶντας γιὰ ἀρκετοὺς μῆνες τὰ λογοτεχνικά του μαθήματα στὸ «Ἀθήναιο». Καὶ τὸ διαπίστωσα πὼς ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πλασμένος γιὰ νὰ μιλᾶ καὶ νὰ γράφη. Τὸ λέει ὁ ἴδιος: «Ὁ λόγος, ὁ προφορικός, ὁ γραπτός, ἦταν μοῖρα μου»( «Αὐτογραφικὴ διαδρομὴ» περιοδικὸ «Συνεργασία», 1974, τ. 52) Καὶ στὸ «Τετράδια Εὐθύνης» 8/1979) θὰ προσθέση: «Ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ ἐπιθυμήσει νὰ μὲ ἰδεῖ σωστά, θὰ πρέπει νὰ μὲ ἀναζητήσει μέσα στὴν πολλαπλότητά μου». Μιὰ πολλαπλότητα ὄχι μόνο συγγραφικὴ ἡ ποιητικὴ μὰ καὶ συνειδησιακὴ καὶ συναισθηματικὴ καὶ ὑπαρξιακή. Ὁ ἀγῶνας καὶ ἡ ἀγωνία του δημιουργοῦν, γεμίζουν ὅλη τὴ ζωή του. Ὁ πυρετὸς τῆς δημιουργίας μὲ τὴ διαβρωτική του φλόγα του ἀποπνευματώνει τὸ κορμί, τὸν μεθάει καὶ τὸν βασανίζει ταυτόχρονα. Τὴν πολλαπλότητά του ἐκφράζει ὁ ἴδιος μὲ τοὺς στίχους:

«...Γιατ’ εἶμαι ἀπ’ ὅλα: ἕνας λυγμὸς στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, μιὰ φλόγα, μιὰ σταλαγματιά, κι ἕνα φτερὸ ἀπ’ τὰ φτερὰ τοῦ θυμωμένου Ἀρχάγγελου ποὺ στέκει ἀπάνωθέ μου...» (ΤΠ. 67,68)

Ξεκίνησε τὴ ζωή του μὲ πρῶτο βιός του τὰ βιώματα τῶν παιδικῶν του χρόνων. «Ἡ ζωή μου, θὰ πῇ ὁ ἴδιος, τριχοτομήθηκε ἀνάμεσα στὸ σπίτι, στὸ σχολεῖο καὶ στὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἦταν ὁ μαγικὸς κόσμος καὶ ἡ μόνιμη ἀνακούφισή μου, μὲ τὴν κατάνυξη καὶ τὴν ὁλοένα πληθυνόμενη γνώση» (Ν. Δαφνή. Ι.Μ.Π. σελ. 147-148). Τὰ χρόνια ποὺ ἦρθαν ἔπειτα, ἦταν τὰ χρόνια τοῦ στοχασμοῦ καὶ τῆς ἀμφιβολίας. Χρόνια ἀμφιβολίας καὶ χρόνια ἀπιστίας. «Ἀναποδογυρίζαμε μὲ θλιμμένη καρδιὰ τὸ σύμπαν, γιὰ νὰ πλάσουμε ἕνα σύμπαν καινούργιο, χωρὶς νὰ εἴμαστε βέβαιοι πὼς θὰ εἴχαμε τὴν ἱκανότητα νὰ τὸ βάλουμε στὴ θέση τοῦ παλιοῦ. Σπουδάσαμε ὅλες τὶς ἐπιστῆμες καθὼς ὁ Φάουστ καὶ σκύψαμε μέσα μας καὶ βρήκαμε τὸ ὀδυνηρότατο ἄδειο...Τίποτα δὲ μᾶς βοηθοῦσε νὰ στερεωθοῦμε στὴν πέτρα τῆς πίστης. Ἡ ψυχή μας διψοῦσε τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν». Τὰ πάντα ἦταν φρυγμένα, πυρίκαυστα καὶ φοβερὰ διψασμένα. Καθὼς προχωρούσαμε ἀπ’ τὰ ἄγουρα στὰ ὥριμα χρόνια ἀφήναμε ἕνα πλῆθος φλούδια στὸ δρόμο μας» (« Ὥρα ἀπολογισμοῦ» «Τετράδια Εὐθύνης» σελ. 148)

Αὐτὸς ὅμως στάθηκε ἀπόμερα πρὸς τὶς ἰδέες ποὺ ὑποδουλώνουν τὸ πνεῦμα σὲ πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς σκοπιμότητες. Καὶ ἡ στάση του αὐτὴ ἔμεινε σταθερή, ἀναλοίωτη, δίχως δισταγμούς. «Ὁλοένα μέσα μου, θὰ ἐξομολογηθῇ ὁ ἴδιος, ἕνας χαλασμὸς κι ἕνας χτίστης, αὐτὸ τὸ καταλυτικὸ καὶ χαρούμενο δαιμόνιο τοῦ αἰῶνα, γκρέμιζε κι ἔσκαβε καὶ χτυποῦσε τὴ βαριά του στὸ πυρωμένο ἀμόνι κι ἦταν τόσο τὸ σύννεφο θολερὸ καὶ τόσο σπαραχτικὴ ἡ ἀγκοῦσα, ποὺ μονομιᾶς ἄνθιζε τὸ τραγούδι στ’ αὐτιά μου, ἕνα τραγούδι ἀπ’ τοὺς ἀνοιχτοὺς κι ἐρημωμένους κάμπους. Κι ἤθελα νὰ τραγουδήσω κείνη τὴν ὥρα. Οἱ ἄλλοι μοῦ φώναζαν: «Πές μας ποιός εἶσαι;» Αὐτό μου φώναζαν. Τί εἶμαι; Ἂς ἔρθει ἕνας ποὺ νὰ ξέρει, γιὰ τὸν ἑαυτό του θέλω νὰ πῶ, νὰ τὸν στήσω μπροστά μου καὶ νὰ τοῦ φιλήσω τὰ χέρια. Καὶ ἐπί τέλους αὐτὸ τὸ γίγνεσθαι εἶμαι. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔχει πονέσει πολύ, ποὺ ἔχει διψάσει πολύ, ποὺ ἔχει παλέψει μὲ πολλὰ σκοτάδια, ποὺ μέσα του κι ἔξω τοῦ ἄλλο δὲν ποθεῖ παρὰ λευτεριὰ κι ἀνθρωπιὰ καὶ γαλήνη.. Ἡ γνώση, ἡ συνείδηση τῆς ὀμορφιᾶς καὶ τῆς ἀρετῆς συνάμα, μιὰ ἠθικὴ τελείωση μοῦ εἶχε γίνει ἀνάγκη καὶ μοῖρα...»(Ώρα ἀπολογισμοῦ», «Τετράδια Εὐθύνης» σελ. 148,149)

Τὸ σαράκι τοῦ δισταγμοῦ καὶ τῆς ἀμφιβολίας, ποὺ πρόσβαλε τοὺς διανοούμενους τῆς ἐποχῆς τοῦ μὲ τὰ ξενόφερτα φιλοσοφικὰ ρεύματα καὶ τὶς φανταχτερὲς ἰδέες τοῦ ἄκρατου ὑλισμοῦ, δὲν τὸν ξέρανε. Εἶχε μέσα του δυνατὰ ἀντισώματα καὶ τὸν κράτησαν ὄρθιο. Τὸ λέει ὁ ἴδιος: «Πάλεψα γιὰ νὰ μπορέσω νὰ στεριώσω στὰ πόδια μου, πέφτοντας ἀπὸ λαγούμι σὲ λαγούμι καὶ διαμορφώνοντας τὴ ζωὴ σὲ διαδοχικὰ πεσίματα καὶ διαδοχικὲς ἐγέρσεις» (Ὥρα ἀπολογισμοῦ»). Καὶ ἀλλοῦ: «...Ἀναζητῶντας στεγανοὺς χώρους, ρωγμὲς μέσα στὴ νύχτα το φῶς τῶν μακρινῶν ἄστρων». Καταφύγιο γαλήνης ἔβρισκε στὴν Ἐκκλησία. «Ἡ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο τῆς ἐκκλησιαστικῆς τελετουργίας καὶ τῶν θρησκευτικῶν κειμένων μὲ προίκισε μὲ πολλὴ κατάνυξη, ποὺ τὴ νιώθω ἀκόμα καὶ τώρα τὴν κατάλληλη κάθε φορὰ περίσταση. Δὲν μπορῶ νὰ κάμω τὸν ἀναγνώστη μου νὰ ἐννοήσει τί χαλασμὸ αἰσθάνομαι μέσα μου, τί γόνιμη συντριβή, ἀκούγοντας στὴν ἐκκλησία τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων τὸ βράδυ: «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμα μου πρὸς σὲ ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς..» ἡ σιγοψέλνοντας τὸ τροπάρι της Κασσιανῆς, ἡ παρακολουθῶντας τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ τὸ καταμεσήμερο τὴν Ἀποκαθήλώωσή καὶ τοὺς θρήνους της: «Σέ τον ἀναβαλλόμενον τὸ φῶς ὦσπερ ἱμάτιον...»

Ἔχει τὴν δύναμη ν’ ἀνοίγη δρόμους στὴ φαντασία καὶ νὰ φανερώνη τὴν ψυχὴ τοῦ παρ’ ὅλα τὰ ὑλικὰ βαρίδια ποὺ τὸν βαραίνουν καὶ ν’ ἀποδείχνη πὼς ὁ ἄνθρωπος πέρα ἀπὸ τὶς καθορισμένες θυμικὲς καταστάσεις, πέρα ἀπὸ τὶς ἀδυναμίες καὶ τὰ πάθη του, εἶναι πλασμένος καὶ ἀπὸ μιὰ ἄλλη οὐσία ποὺ «ξεφεύγει τὴν αἴσθηση ποὺ εἶναι ἀστάθμητη καὶ ἀκαθόριστη, ποὺ δὲν εἶναι λιγότερο πραγματική». Ἀνθρωποκεντρικὸς αὐτὸς ἔνιωθε πόση δύναμη χρειάζεται ν’ ἀνασύρη ἀπὸ μέσα του τὴν αἰώνια ἀνθρώπινη ἀγωνία γιὰ νὰ ἐρμηνεύσης τὸν ἄνθρωπο σὲ ὅ,τι οὐσιαστικὰ τὸν ἀποτελεῖ, γιὰ ν’ ἀπαρνηθῇ τὴν πρόσκαιρη χαρὰ τῆς ἐπιφάνειας καὶ νὰ εἰσχωρήση στὸ βάθος».

«Θέλω νὰ ζήσω μέσα στοὺς ἀνθρώπους τὸν ἄνθρωπο», θὰ πῇ στὸ ποίημά του «Τὸ παράθυρο τοῦ κόσμου». «Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι δὲν εἶναι ἡ κόλαση. Εἶναι ἡ πύλη τῆς σωτηρίας μας. Μὰ πὼς νὰ τὴ διαβοῦμε αὐτὴ τὴ σωτήρια πύλη, ποὺ εἶναι ὅλο ἀγκάθια στρωμένη, κι ἐμεῖς γυμνοὶ καὶ τετραχηλισμένοι καὶ ξυπόλυτοι;».

Ἡ Βίβλος θέλγει τὴν ψυχή του καὶ ἀντλεῖ ἀπὸ τὴ δεξαμενὴ τῆς μνήμης του βιώματα καὶ εἴδωλα τῆς ψυχῆς. Στὸ ἔργο του «Τὰ ἑφτὰ κοιμισμένα παιδιὰ» παραθέτει στίχους καὶ ψαλμοὺς ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὑμνολογία: «Ἐν ὄρεσιν καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς»... «Ἐνύσταξεν ἡ ψυχή μου ἀπὸ ἀκηδίας»κλπ. Εἶναι καὶ αὐτὸ μιὰ ἔνδειξη τῆς προσπάθειάς του νὰ διεισδύση στὰ βιβλικὰ κείμενα καὶ τὶς ἱερὲς γραφὲς καὶ νὰ οἰκοιοποιηθὴ τὰ νοήματά τους. Ὅμως κάτι τὸν κρατᾶ σὲ ἀπόσταση. Κι ἔρχεται τότε ἡ τύψη καὶ στήνει τὴ σκηνή της μέσα του. Καὶ δὲ μένει τίποτα ἄλλο παρὰ ἡ ἀναζήτηση τοῦ ἐξιλασμοῦ. Στὸ ποίημά του «Ὁ Ἄσωτος» γράφει:

«Καὶ συλλογιέμαι τὴν ὥρα τοῦ Κυρίου.

Πονηρὸς δοῦλος, τὸ τάλαντο τὸ προσφερόμενο δαπάνησα

στὴν ἄγονη πεῖρα, στὴ στεγνὴ σοφία καὶ σὲ τούτη δῶ

τὴν ἀκατανόητη συγκομιδὴ τῆς θερμῆς καμπύλης.

Κύριε τῶν οἰκτιρμῶν, ἐπίβλεψε στὴν ἀσωτία μου..»

Πλημμύρα θρησκευτικῶν συναισθημάτων κατακλύζει τὴν ψυχή του στὶς μεγάλες γιορτὲς τῆς Χριστιανοσύνης. Ἀναφερόμενος στὰ Χριστούγεννα γράφει:

«Μακάριοι ὅσοι κατορθώνουν τὴ νύχτα τούτη τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν ποιμένων νὰ ξαναγυρίζουν στοὺς παραδείσους τῶν παιδιάτικων χρόνων, καὶ νὰ γεμίζουν ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ λαμπροῦ ἄστρου τῆς Βηθλεὲμ τὰ λαίμαργα μάτια τους! Γι’ αὐτοὺς ὅλους τὰ Χριστούγεννα δὲν εἶναι τὸ πανάρχαιο ἐξαντλημένο θέμα. Γιατί θέματα ἐξαντλημένα γι’ αὐτοὺς δὲν ὑπάρχουν! Ὑπάρχουν μόνο οἱ ἐξαντλημένοι ἄνθρωποι, οἱ ἀπογοητευμένοι, οἱ δύσπιστοι καὶ οἱ ὑστερόβουλοι, οἱ κουρασμένοι καὶ οἱ καθυστερημένοι, ὅλοι ὅσοι σταμάτησαν μεσοστρατὶς καὶ δὲν παλεύουν γιὰ νὰ βροῦν τὴ δύναμη ποὺ ὑπάρχει κοιμισμένη μέσα τους, γιὰ νὰ βροῦν τὴν προθυμία, ποὺ θὰ τοὺς φέρει ἀντίκρυ στοὺς ἀγαθοὺς συντρόφους τῆς Φάτνης»

Στοχασμοὶ μιᾶς γαλήνιας χριστουγεννιάτικης νύχτας τὸν κυκλώνουν καὶ σκέφτεται τὰ βρέφη «ποὺ κοιμοῦνται στὶς κούνιες τους, χωρὶς νὰ ὑποψιάζονται πόση κακία ὑπάρχει στὴ γῆ» καὶ πὼς κι αὐτὸς θὰ ἐπιθυμοῦσε νὰ κοιμηθῇ «κάτω ἀπ’ τὰ χιονάτα φτερὰ τῶν ἀγγέλων τῆς φάτνης»

Μιὰ λυρικὴ ἔξαρση, ἕναν ψυχικὸ κραδασμὸ τῆς ἐκστατικῆς ψυχῆς του συναντοῦμε στὰ ταξιδιωτικά του ποὺ ἔχουν ἐξομολογητικὸ χαρακτῆρα. Σὲ ὧρες ποὺ ἀναζητᾶ νὰ στηριχθῇ στὴν «πέτρα τῆς πίστης», παίρνει τὸ δρόμο γιὰ ἱερὰ προσκυνήματα, ὄχι σὰν τουρίστας, οὔτε σὰν «ἐπηρμένος ἀσεβὴς καὶ ἀνιστόρητος». Ἀγαπᾶ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν ἱερότητα τῶν μεγαλουργημάτων τῆς τέχνης. Καὶ στὴν ἱερότητα ταιριάζει ἡ ἐνατένιση καὶ ἡ κατάνυξη, γιατί «ἡ σιωπὴ εἶναι ἡ κατοικία τοῦ Θεοῦ»

Συμπορευόμαστε μὲ τὸν ποιητὴ καὶ συγγραφέα γιὰ τὸ μοναστήρι του Μπρουσοῦ: «Ὕστερα ἀπ’ τ’ ἀέναο σκαμπανεύασμα στὶς ἀγκαλιὲς τῶν βράχων καὶ στὰ χείλη τῶν ἀβύσσων, ἡ Παναγίτσα ἡ βουνίσια κ’ ἡ χωριάτισσα...Ο τόπος εἶναι σὰ νὰ ἡμερεύει καὶ νὰ γαληνεύει ἐκεῖ δὰ χάμου...Από τὴν παραμονὴ τῆς μεγάλης γιορτῆς ἴσαμε τὴν Ἀπόδοση, ποὺ εἶναι ἡ καθαυτὸ γιορτή του Μπρουσοῦ, τὰ χείλη τῶν ἀβύσσων γεμίζουν κοπάδια ἀνθρώπων καὶ ζώων, ποὺ πορεύονται χωρὶς παράπονο, μὲ ζεστὴ εὐλάβεια καὶ ἄδολη σκέψη, πρὸς τὴ μαυρισμένη σπηλιά, ὅπου φεγγοβολεὶ μὲ τὴν ἀνέσπερη ἀναλαμπή της ἡ πανάρχαια μελαγχολικὴ καὶ μελαχρινὴ Παναγίτσα, καταποντισμένη στὴ θάλασσα τῶν πολύτιμων ἀφιερωμάτων..» («Ἑλληνικοὶ ὁρίζοντες» σελ. 24-26).

Τὸν ἀκοῦμε νὰ ψιθυρίζη τὴν Παράκληση: «Παθῶν μὲ ταράττουσι προσβολαί...Από τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν ἀσθενεῖ τὸ σῶμα ἀσθενεῖ μου καὶ ἡ ψυχή...» Τὸν ἀκολουθοῦμε καὶ στὴν Ἀγιὰ Σοφιὰ «ποὺ εἶναι τὸ σταυροδρόμι σὲ δυὸ ὁδοιπορίες ἐξίσου ἐπίπονες: στὴν ὁδοιπορία τοῦ Θεοῦ ποὺ κατεβαίνει στὸν ἄνθρωπο καὶ στὴν ὁδοιπορία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀποθεώνεται» («Πολιτεῖες τῆς Ἀνατολῆς» σελ. 14)

Ὕστερα στὴν Πάτμο. Ριγμένος ὁ ποιητὴς σὲ μιὰ παραληρηματικὴ ἔκσταση, ἀνάμεσα σὲ ἀναρίθμητα ἐπιφωνήματα καὶ ἀνείπωτους καθαρμοὺς σὲ σκιερὲς μοναστηρίσιες γωνιές. «Τὸ ταξίδι της Πάτμου, θὰ γράψη, εἶναι μιὰ ἄσκηση. Ἄσκηση ἀντίκρυ σὲ μιὰ ἔκφραση κάλλους ποὺ δὲν ἐξαντλεῖται στὴ λιτότητα καὶ τὴν εὐγένεια τῆς γραμμῆς καὶ στὴν ἰδιορρυθμία τοῦ σχήματος, ἀλλὰ πηγαίνει βαθύτερα, στοὺς μυστικοὺς χώρους, ὅπου οἱ βιοτικὲς μέριμνες ἀποσύρονται ντροπιασμένες...»

Κάπου ὅμως στὰ βαθύτερα στρώματα τοῦ ἐγώ του ὑπάρχει μιὰ ἀξεδιάλυτη καταχνιά. Εἶναι ἡ ἀνησυχία του. Βλέπει καὶ ζῆ μὲ πάθος καὶ μὲ ἦθος τὴν ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου καὶ φοβᾶται μὴν τὴ χάση. Τρομάζει μπροστὰ στὸ μυστήριο τοῦ θανάτου. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι γερὰ δεμένος μὲ τὴ γῆ. Βλέπει τὴν ἀτελεύτητη νύχτα τοῦ θανάτου νὰ τὰ σκεπάζη ὅλα καὶ θέλει νὰ τὴν ξορκίση: «Θεέ μου! Ὁλοένα τὴ νιώθω ποὺ ἔρχεται τούτη ἡ Νύχτα, τοῦτος ὁ Θάνατος! Ἂς ἀνάψουμε τὰ φῶτα, τὰ φῶτα!»

Ἡ ἰδέα τοῦ θανάτου τὸν ἐκμηδενίζει, τοῦ δίνει τὴν αἴσθηση πὼς δὲν μπορεῖ ν’ ἀντισταθῇ στὴν παντοδυναμία του κι αὐτὸς εἶναι ἕνας ἀποσυνάγωγος, ἕνας οὐδείς. Καὶ ὁ πόνος εἶναι ὁ ἀδυσώπητος κλῆρος τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ χαρὰ εἶναι στὸ βάθος θλιβερή, γιατί εἶναι εὔθραυστη καὶ περαστική. Ὁ δεσμὸς τοῦ μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη δὲν ἦταν πάντα ἰδιαίτερα στενὸς καὶ θέλοντας κάπως νὰ δικαιολογηθῇ γράφει: «Δὲν εἶμαι ἀπὸ κείνους ποὺ ὑποτιμοῦν τὴ βυζαντινὴ τέχνη. Τὸ ἐλάττωμά μου εἶναι ἴσως μονάχα ποὺ δίπλα της καὶ πέρα ἀπ’ αὐτήν, κοιτάζω μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη καὶ κάθε ἄλλη καλλιτεχνικὴ δημιουργία προσπαθῶντας νὰ μπῶ στὸ νόημά της» («Τὸ φιλὶ τοῦ Ἰούδα»)

Ξεκίνησε ἀπὸ γερὲς καὶ ἱερὲς ρίζες. Πάλεψαν μέσα του χίλιες δυὸ ἰδέες γιὰ νὰ τὸν τραβήξουν ἡ καθεμιὰ πρὸς τὸ μέρος της. Θαμπώνεται ἀπὸ ὅλες μὰ σὲ καμιὰ δὲν σκλαβώνεται. Δὲν ἀκολουθεῖ καμιὰ συστηματικὴ φιλοσοφία. Ἀπεγχθάνεται τὶς ὅποιες αἰσθητικὲς ἐντάξεις καὶ μόνο νοητικὰ προσεγγίζει τὸν κόσμο τοῦ Πλάτωνα. Ἡ ὀρθόδοξη παράδοση ὅμως κυλάει στὸ αἷμα του καὶ μιλάει στὴν ψυχή του μὲ τὴν πιὸ σφιχτὴ καὶ μεστὴ ἔκφραση. Ἡ γλῶσσα του δὲν εἶναι θεολογική, ἡ αὔρα της ὅμως μοιάζει νὰ’ ρχεται κατ' εὐθεῖαν ἀπὸ τοὺς θεολογικοὺς πατερικοὺς λειμῶνες. Καὶ ὁ λογισμός του, ἀκούραστος στρατοκόπος, πορεύεται σὲ μιὰ τραγικὴ κι ἀξημέρωτη νύχτα κι ἄλλο δὲν ὀνειρεύεται κι ἄλλο δὲν λαχταράει παρὰ τὸν Ὄρθρο, ποὺ θὰ ζωντανέψη τοὺς δρόμους τῆς γῆς. Ὁ δρόμος του, μιὰ δραματικὴ καὶ ἀγωνιώδης πορεία, ποὺ τοῦ ἀναγκάζει τὴν ψυχὴ νὰ προσευχηθῇ στὸ Θεό. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ συγκλονίζεται καὶ θολερὰ δάκρυα βρέχουν τὰ μάτια του κάθε φορὰ ποὺ ἀκούει τοὺς θεσπέσιους ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔλεγε κάποτε στὸ φίλο τοῦ Π.Β.Πάσχο: «Ζηλεύω τὴν ἀράγιστη πίστη σου ποὺ ἐμένα μοῦ λείπει ἀκόμα. Θὰ ἤθελα κι ἐγὼ νὰ γίνω ἕνα μὲ τοὺς θείους ὑμνωδούς μας καὶ νὰ ψάλω μαζί σου τὰ ἐξαίσια τροπάριά τους. Φοβοῦμαι ὅμως πὼς εἴμια καταδικασμένος νὰ μὴν ἰδῶ νὰ καταλαγιάζουν μέσα μου τὰ μεταφυσικὰ προβλήματα» («Αἷμα καὶ Πνεῦμα» σέλ.172). Ἤθελε νὰ πιστέψη πάλι, ὅπως τότε ποὺ ἦταν παιδί, μὰ κάτι τὸν ἐμπόδιζε καὶ λυπόταν γι’ αὐτό. Καὶ ὁδηγοῦσε τὰ μικρὰ παιδιά του στὶς γιορτές, στὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, νύχτα ἀκόμα, ὅπως κι αὐτὸν ὁ φιλακόλουθος πατέρας του, γιὰ ν’ ἀκοῦνε «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», ὅπως ἔλεγε τοὺς ψαλμοὺς ὁ στενός του φίλος Ἀλ. Παπαδιαμάντης.

Ὁ Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος εἶναι ἕνα πνευματικὸ μεγαθήριο καί, ὅπως κάθε ἀνθρώπου, τὸ μονοπάτι τῆς ψυχῆς του εἶναι χωριστὸ καὶ στενὸ καὶ δυσκολοπερπάτητο. Δὲν ἔχω τὴν κριτικὴ ἱκανότητα νὰ τὸ περπατήσω μαζί του. Γι’ αὐτὸ ἀρκέστηκα σ’ ἕναν περίπατο στὸ λειμῶνα τῶν σελίδων τῶν βιβλίων του, νὰ μαζέψω λίγα λουλούδια, ποὺ ἔχουν τὶς ρίζες τους στὸν οὐρανό. Καὶ διεπίστωσα πώς, ὅσες φορὲς πλησιάσης τὸ ἔργο του δὲ γίνεται νὰ μὴν ξεδιψάσης. Δὲν εἶναι ἕνα μετρημένο νερὸ ποὺ θὰ πιής, εἶναι ἡ κελαριστὴ πηγή, ποὺ ὅσο πίνεις, τόσο δυναμώνει τὸ ἀνάβρυσμά της.

  • Προβολές: 2693