Κύριο θέμα: Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἔτη 1998 καὶ 2008 - Παράλληλες ἐποχές
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ἐκλέχθηκα Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου, τὸ 1995, ὅταν εἶχε ἀρχίσει ἀπὸ μερικοὺς δειλὰ ὁ ἀγῶνας γιὰ τὴν διαδοχὴ τοῦ τότε ἀσθενοῦντος καὶ ἡλικιωμένου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κυροῦ Σεραφείμ. Μάλιστα ἕνα ἔτος μετὰ τὴν ἐκλογή μου καὶ συγκεκριμένα τὸ 1996 ἤμουν μέλος τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, ὡς τὸ νεώτερο μέλος της, καὶ στὴν ὁποία συμμετεῖχαν ὅλοι οἱ γηραιοὶ Μητροπολῖτες μὲ πεῖρα, γνώση καὶ σοφία, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ Μεσσηνίας Χρυσόστομος, Κορίνθου Παντελεήμων, Ἰωαννίνων Θεόκλητος, Νικοπόλεως Μελέτιος, Ἰερισσοῦ Νικόδημος κλπ.
Τὴν συνοδικὴ ἐκείνη περίοδο γίνονταν συζητήσεις, στὸ περιθώριο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, γιὰ τὴν διαδοχὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ, ἀλλὰ ἐπικρατοῦσε καὶ ἀναταραχὴ στὴν Ἐκκλησία γιὰ τὰ τότε φερόμενα ὡς οἰκονομικὰ σκάνδαλα, γιὰ τὰ ὁποῖα ἀργότερα ὅσοι εἶχαν κατηγορηθῇ ἀθωώθηκαν. Ἦταν μιὰ κατάσταση στενόχωρη γιὰ μένα, καὶ καθὼς ἤμουν νεοσσὸς στὴν Διαρκῆ Ἱερὰ Σύνοδο καὶ τὴν Ἱεραρχία μου δημιουργοῦσε πολὺ πόνο καὶ ἔπρεπε κατὰ τὶς Συνεδριάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου νὰ λάβω θέση στὰ διάφορα ἀναφυόμενα θέματα. Πέρα ἀπὸ τὶς συζητήσεις στὴν Διαρκῆ Ἱερὰ Σύνοδο, συγκλήθηκε γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ πολλὲς φορὲς ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στὴν ὁποία ἔγιναν θυελλώδεις συζητήσεις.
Ἔτσι, τὸ ἔτος 1997, ἕνα ἔτος πρὶν τὴν κοίμηση τοῦ Σεραφείμ, ποὺ ἔγινε τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1998 καὶ τὴν ἐκλογὴ τοῦ νέου Ἀρχιεπισκόπου, ἔγραψα διάφορα ἄρθρα στὸ «Βῆμα» καὶ ἀναδημοσιεύθηκαν στὴν Ἐφημερίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως μοῦ μέσα στὰ ὁποῖα κατέθετα τὸν προβληματισμό μου γιὰ ὅσα γίνονταν στὸ προσκήνιο καὶ τὸ παρασκήνιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Αὐτὸ γινόταν μὲ εὐπρέπεια, σεβασμό, ἀλλὰ καὶ προσωπικὸ κόστος.
Θὰ ἤθελα νὰ παραθέσω μερικὰ χαρακτηριστικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ ἄρθρα ἐκεῖνα, χωρὶς νὰ τὰ σχολιάσω, γιατί δείχνουν τὴν κατάσταση ποὺ ἐπικρατοῦσε τότε, ποὺ ἔχει καὶ μιὰ ἀντιστοιχία μὲ τὴν ἐποχή μας. Ἀφήνω τὸν ἀναγνώστη νὰ ἐξαγάγη τὰ σχετικὰ συμπεράσματα.
1. Παράκαιρη καὶ ἀπρεπὴς διαδοχολογία
«Τὸ τραγικὸ τῆς ὑποθέσεως εἶναι ὅτι γίνεται τέτοια συζήτηση, ἐνῷ εἶναι γνωστὸ ὅτι ἀκόμη ζῆ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, καθὼς ἐπίσης, τὸ ἐκκλησιαστικὸ δίκαιο δὲν προβλέπει ὅριο ἡλικίας. Καί, βέβαια, μερικοὶ μπορεῖ νὰ ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ κλονισθεῖσα ὑγεία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου φουντώνει την ἐκλογολογία γιὰ τὸν θρόνο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς. Ὅμως τὸ θλιβερὸ εἶναι ὅτι ὁ λόγος γιὰ τὴν διαδοχὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν ἐμμέσως ἡ ἀμέσως ξεκίνησε πρὶν πολλὰ χρόνια. Τρομάζω στὴν σκέψη μήπως ὅλο αὐτὸν τὸν θόρυβο τὸν ὑποθάλπουν μερικοὶ Κληρικοί, καὶ μήπως τοὺς δημοσιογράφους ὑποκινοῦν μερικοὶ λεγόμενοι "ἐκκλησιαστικοὶ παράγοντες"» (Ἰούνιος 1997).
«Ὁ Ἀρχιεπισκοπικὸς θρόνος εἶναι κατειλημμένος καὶ βέβαια δὲν ὑπάρχουν οἱ κανονικὲς προϋποθέσεις νὰ γίνουν τώρα ἐκλογὲς γιὰ τὴν πλήρωσή του. Ὁ θόρυβος γιὰ ἐκλογὲς ἐκφράζει σαφῶς μιὰ κοσμικὴ νοοτροπία, ἡ μᾶλλον γιὰ νὰ εἶμαι περισσότερο εἰλικρινής, θὰ ἔλεγα ὅτι εἶναι κατώτερη καὶ ἀπὸ τὴν λεγομένη κοσμικὴ νοοτροπία. Γιατί σὲ ἄλλους ἀνθρωποκεντρικοὺς ὀργανισμοὺς στέκονται μὲ μεγαλύτερο σεβασμὸ σὲ ἕνα ἐπιζών, ἔστω καὶ ἐν ἀδυναμίᾳ, πρόσωπο, καὶ δὲν γίνεται λόγος γιὰ ἀντικατάστασή του φανερὰ πρὶν ἀκόμη ὁ ἴδιος ἀποφασίσει περὶ τοῦ πρακτέου.
Δὲν γνωρίζω ἂν οἱ ἐνδιαφερόμενοι Ἀρχιερεῖς αἰσθάνονται τὸν πόνο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ὅταν βλέπη καὶ ἀκούη τὶς δηλώσεις τους, καὶ μάλιστα διατυπωμένες καὶ ἐκφρασμένες μέσα ἀπὸ τὰ Μεσα Μαζικῆς Ἐνημέρωσης μὲ ἀνοίκειο τρόπο.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ἐξάρω τὸ ὕψος τῶν ἀρχιερέων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχικοῦ θρόνου, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν Πατριαρχία τοῦ ἀειμνήστου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Δημητρίου, τὸν περιέβαλαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος μὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ τὸν βοηθοῦσαν ἀποτελεσματικὰ στὸ ἔργο του, προβάλλοντας τὸ πρόσωπό του. Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ἁπλῶς προσωπικό, ἀλλὰ θεσμικό. Εἶναι κρῖμα νὰ κλονίζονται οἱ θεσμοὶ ἀπὸ προσωπικὰ κίνητρα καὶ ἀπαθεῖς ἡ ἐμπαθεῖς φιλοδοξίες. Παντως, ἡ στάση τοῦ Χὰμ ἀπέναντι στὴν γύμνωση τοῦ πατέρα τοῦ Νῶε καὶ ἡ κατάρα ποὺ ἀκολούθησε (Γέν. θ , 20-27) δείχνει τὴν ἀπρέπεια τῆς ὑποψηφιότητος γιὰ τὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο, μὲ ὅλα ὅσα συνδέονται μὲ αὐτὴν τὴν ὑπόθεση, ὅταν αὐτὸς ὁ θρόνος εἶναι κατειλημμένος» (Σεπτέμβριος 1997).
2. Ὑποψηφιότητες γιὰ τὴν Ἀρχιεπισκοπικὴ ἐκλογή
«Κατὰ καιροὺς ἐμφανίζονται στὰ Μεσα Μαζικῆς Ἐνημέρωσης Ἀρχιερεῖς οἱ ὁποῖοι εἴτε θέτουν ἀμέσως ὑποψηφιότητα γιὰ τὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο, εἴτε ἀπαντοῦν σὲ ἐρωτήσεις δημοσιογράφων ποὺ ἀναφέρονται σὲ αὐτὸ τὸ θέμα, εἴτε μὲ κείμενά τους κάνουν προγραμματικὲς δηλώσεις, ὡσὰν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος νὰ εἶναι κοσμικὸς ἄρχοντας» (Σεπτέμβριος 1997).
«Τὸ ὅτι ἐπιλέγεται ὁ τρόπος τῆς γνωστοποιήσεως τῶν ὑποψηφιοτήτων τους μέσα ἀπὸ τὶς ἐφημερίδες, αὐτὸ μὲ ὁδηγεῖ σὲ δύο πιθανὲς ἐκδοχές. Ἡ ὑποτιμοῦν τοὺς ἐκλέκτορες Ἀρχιερεῖς, ἀφοῦ ἐπιθυμοῦν νὰ πληροφοροῦνται αὐτοὶ ἐμμέσως τὰ περὶ τῶν προσωπικῶν τους ἐπιδιώξεων, ἡ ἐπιδιώκουν νὰ προσελκύσουν τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴν προτίμηση ἀνθρώπων τῆς πνευματικῆς, πολιτικῆς καὶ οἰκονομικῆς ἐξουσίας, γιὰ νὰ ἀσκήσουν πίεση ἐπάνω στοὺς ἐκλέκτορες. Καὶ οἱ δυὸ αὐτὲς πιθανότητες συνιστοῦν «ἄηθες ἦθος» καὶ γίνονται τελικὰ σὲ βάρος τους, γιατί ὑπάρχουν πολλοὶ Ἀρχιερεῖς οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι διατεθειμένοι νὰ ὑποκύψουν σὲ πολυποίκιλες πιέσεις» (Σεπτέβριος 1997).
3. Τὸ «ποιός» καὶ τὸ «πὼς» τῆς ἐκλογῆς
«Θεωρῶ πολὺ σημαντικὸ τὸν τρόπο ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθηθῇ, ὅταν προκύψη, κατὰ φυσικὸ καὶ ὄχι τεχνικὸ τρόπο, θέμα ἐκλογῆς γιὰ τὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο. Νομίζω πρέπει νὰ προετοιμασθοῦμε ἀπὸ τώρα, ὄχι τόσο γιὰ τὸ ποιός θὰ ἔχει τὰ ἐκκλησιαστικὰ προσόντα γιὰ τὴν ἄνοδο στὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο, ὅσο γιὰ τὸ πὼς θὰ πρέπει νὰ ἐπιτευχθῇ ἡ ἐκλογή, ὅταν ἔλθη ἡ στιγμὴ ποὺ θὰ προσδιορίση ὁ Θεός, γιατί ὅλα μέσα στὴν Ἐκκλησία πρέπει νὰ γίνονται μὲ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα» (Ἰούνιος 1997).
«...Δὲν παραθεωρὼ τὸ «ποιός» θὰ γίνη Ἀρχιεπίσκοπος, ἀλλὰ ἐπιμένω στὸν τρόπο τὸν ὁποῖο κάθε ὑποψήφιος χρησιμοποιεῖ γιὰ τὴν ἄνοδό του στὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο προσδιορίζει κατὰ πόσο ἔχει τὰ κατάλληλα ἐκκλησιαστικὰ προσόντα γιὰ νὰ κάνη αὐτὸ τὸ ἔργο» (Ἰούνιος 1997).
«Παντως, πιστεύω ἀκράδαντα ὅτι ὁ πλέον χαρισματοῦχος ἄνθρωπος, ὅταν δὲν χρησιμοποιῇ τοὺς κατάλληλους τρόπους γιὰ νὰ καταλάβη μιὰ θέση, δημιουργεῖ μεγάλα προβλήματα στὴν κοινωνία. Γι αὐτὸ ἐπιμένω στὸ "πώς", χωρὶς νὰ παραγνωρίζω τὸ "ποιός", γιατί τὸ "πὼς" προσδιορίζει καὶ τὸ "ποιός"» (Ἰούνιος 1997).
«Ἀκόμη πρέπει νὰ στιγματήσω ἀπὸ τώρα την λασπολογία ἡ ὁποία ἐνδεχομένως νὰ ἐμφανισθῇ, δείγματα τῆς ὁποίας λάβαμε ἤδη ἀπὸ μερικὲς μεμονωμένες ἐνέργειες. Θεωρῶ ὅτι θὰ εἶναι μεγάλος τραυματισμὸς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος, ὅταν σὲ τέτοιες ἐνέργειες θὰ εἶναι φυσικοὶ ἡ ἠθικοὶ αὐτουργοὶ Κληρικοὶ ὅλων τῶν βαθμίδων» (Ἰούνιος 1997).
«Θελω νὰ πιστεύω ὅτι Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας ὄχι μόνο δὲν κρύπτονται κάτω ἀπὸ τέτοια δημοσιεύματα, ἀλλὰ καὶ τὰ στιγματίζουν. Ἂν δὲν τὸ κάνουν αὐτό, τότε προξενοῦν μεγάλη ζημιὰ στὸν ἑαυτό τους, στὸ ἔργο τους καὶ πρὸ παντὸς στὴν Ἐκκλησία» (Ἀπρίλιος 1997).
4. Οἱ ψηφορόροι Ἀρχιερεῖς
«Μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν Ἱεράρχες ποὺ ἔχουν κάποια συγκεκριμένη προτίμηση, αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι ἀνήκουν σὲ ὁμάδες ποὺ συγκρούονται μεταξύ τους, οὔτε ὅτι ὑποτιμοῦν τοὺς ἄλλους Ἀρχιερεῖς οἱ ὁποῖοι κάνουν κάποια διαφορετικὴ ἐπιλογή. Δὲν μποροῦμε νὰ εἰσάγουμε τὸ κοσμικὸ πνεῦμα καὶ τὸν κομματικὸ μηχανισμὸ μέσα στὴν Ἱεραρχία» (Ἀπρίλιος 1997).
«Παντως, ὅποιος γνωρίζει ἀπὸ κοντὰ τὰ πράγματα μπορεῖ νὰ διαπιστώση ὅτι ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος διαθέτει ἱκανὰ στελέχη τὰ ὁποῖα ἔχουν φόβο Θεοῦ, βαθειὰ κρίση, μεγάλη πεῖρα καί, βέβαια, ἱκανὴ παιδεία καὶ θεολογικὴ μόρφωση. Τετοιες προσωπικότητες δὲν μποροῦν νὰ κλειστοῦν σὲ «ὁμάδες» καὶ δὲν διακρίνονται ἀπὸ σκοπιμότητες. Αὐτοὶ οἱ Ἱεράρχες ὅταν κληθοῦν νὰ κάνουν τὴν ἐπιλογή τους, θὰ τὸ πράξουν μὲ φόβο Θεοῦ, σεβασμὸ στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν λαο τοῦ Θεοῦ, ἀπηλλαγμένοι ἀπὸ τὴν προβληματικὴ τῶν δημοσιογράφων οἱ ὁποῖοι πράγματι ἔχουν μιὰ ἰδιαίτερη σκοπιμότητα, ὅταν κάνουν τὰ ἐκκλησιαστικὰ ρεπορτάζ. Πιστεύω ἀπόλυτα ὅτι οἱ σοβαροὶ καὶ ὑπεύθυνοι Ἱεράρχες τὴν κατάλληλη ὥρα θὰ ψηφίσουν αὐτοὺς ποὺ δὲν ὑποκινοῦν τέτοιες ἐνέργειες, δὲν κάνουν τέτοιους διαχωρισμοὺς καὶ δὲν μετέρχονται κοσμικοὺς τρόπους γιὰ νὰ ἐπιβληθοῦν» (Ἀπρίλιος 1997).
«Ἡ πραγματικότητα εἶναι ὅτι οἱ Ἀρχιερεῖς εἶναι ἐλεύθεροι ἄνθρωποι, πού, ὅταν θὰ ἔλθη ἡ κατάλληλη στιγμή, θὰ ἐκφρασθοῦν ἀναλόγως, καί, μάλιστα, θὰ ἐπιβραβεύσουν αὐτοὺς ποὺ διαπνέονται ἀπὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα, καὶ δὲν συμμετέχουν σὲ τέτοιες παρασυναγωγὲς μὲ σαφῶς ἀντιεκκλησιαστικὲς σκοπιμότητες» (Ἰούνιος 1997).
«Συμπερασματικά, πιστεύω ὅτι ὁ τρόπος ἐκλογῆς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ὅταν θὰ ἔλθη ἡ ὥρα, θὰ φανερώση τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὑγεία ἡ ἀσθένεια τῶν Ἀρχιερέων, καθὼς ἐπίσης καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὑγεία ἡ ἀσθένεια τῶν ὑποψηφίων γιὰ τὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο. Πρέπει νὰ μείνουμε σὲ ὑψηλὸ ἐπίπεδο, γιὰ νὰ δώσουμε μαθήματα ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος καὶ νὰ γίνουμε παράδειγμα γιὰ τὴν ὑπόλοιπη κοινωνία, ὅταν θὰ κληθῇ νὰ κάνη τὶς δικές της πολιτικὲς ἐπιλογές. Γιατί "ἐὰν τὸ ἅλας μωρανθῇ ἐν τίνι ἀλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων" (Μάτθ. ε , 13)» (Ἰούνιος 1997).
5. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καὶ τὸ Συνοδικὸ σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας
«Στὶς διάφορες ἀναλύσεις ποὺ γίνονται γιὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου δημιουργεῖται ἐσφαλμένα ἡ ἐντύπωση ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ μοναδικὸ πρόβλημα ποὺ βασανίζει καὶ ἀπασχολεῖ τὴν Ἐκκλησία. Δὲν παραγνωρίζω τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ παρουσία ἑνὸς ἡγέτου εἶναι ἕνα σοβαρὸ ζήτημα γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλά, ὅμως, ἡ λύση αὐτοῦ τοῦ προβλήματος δὲν εἶναι ἡ πανάκεια ὅλων τῶν ἄλλων προβλημάτων. Τρομάζω μὲ τὴν σκέψη ὅτι εἶναι ἐνδεχόμενο ἡ Ἐκκλησία νὰ μετατραπῇ σὲ Βατικανό, σὲ μιὰ κοσμικὴ ὀργάνωση, καθὼς ἐπίσης τρομάζω στὴν δυνατότητα νὰ ἐξομοιωθῇ ἡ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ παρουσία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου μὲ τὴν διοίκηση τὴν ὁποία ἐξασκεῖ ὁ Πρωθυπουργὸς στὴν Κυβέρνηση. Πράγματι, ὁ Πρωθυπουργὸς εἶναι ὑπεύθυνος γιὰ τοὺς ὑπουργοὺς ποὺ ἐπιλέγει καὶ τοὺς ἀπολύει, ὅταν διαπιστώση ὅτι εἶναι ἀνεπαρκεῖς. Αὐτὸ δὲν ἰσχύει μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ Διοίκηση, ἀφοῦ κάθε Μητρόπολη, ἐνῷ εἶναι ἑνωμένη μὲ τὶς ἄλλες Μητροπόλεις, καὶ κάθε Μητροπολίτης, ἐνῷ εἶναι συνοδικὸ μέλος τόσο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅσο καὶ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, ἐν τούτοις ἔχει μιὰ αὐτονομία.
Ἐκεῖνο ποὺ θέλω νὰ ὑπογραμμίσω εἶναι ὅτι τὸ διοικητικὸ σύστημα τῆς Ἐκκλησίας συνδέεται μὲ τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ σύστημα τῶν πόλεων καὶ ὄχι μὲ τὸ φεουδαλιστικὸ σύστημα τῆς Δυσεως. Ἔτσι, ὁ πιὸ δραστήριος Ἀρχιεπίσκοπος δὲν μπορεῖ νὰ ἐνεργοποιήση ἕναν ἀδρανῆ Μητροπολίτη, καθὼς ἐπίσης, ἕνας δραστήριος Μητροπολίτης δὲν ἐνοχλεῖται καθόλου στὴν διοίκηση τῆς ἐπαρχίας του, ἀπὸ τὴν ἀδράνεια ἑνὸς Ἀρχιεπισκόπου. Βεβαια, δὲν θέλω νὰ ὑποστηρίξω ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὴν καλύτερη ἐπιλογὴ Ἀρχιεπισκόπου, ἀπὸ πλευρᾶς ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος καὶ γνώσεως, γιατί θὰ ἐνδιαφερθῇ γιὰ τὰ γενικότερα θέματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ κυρίως ὅτι δὲν πρέπει νὰ διακατεχόμαστε ἀπὸ ἐκκλησιαστικοὺς μεσσιανισμούς, οἱ ὁποῖοι καταλήγουν σὲ ὁλοκληρωτισμοὺς» (Ἰούνιος 1997).
«Τὴν ἀποκέντρωση ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτύχη τὸ σύγχρονο Κράτος τὴν ζῆ ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὶς Μητροπόλεις, τὶς Ἐνορίες καὶ τὰ Μοναστήρια. Καί, βέβαια, ἡ ἐξουσία τοῦ ἑκάστοτε Ἀρχιεπισκόπου διαφέρει σαφῶς ἀπὸ τὶς ἐξουσίες τοῦ Πρωθυπουργοῦ.
Καθε Μητρόπολη ἔχει δική της αὐτοτέλεια, δική της ὀργάνωση, καὶ κάθε Μητροπολίτης ἐνεργεῖ κατὰ ἐλεύθερο τρόπο, μέσα βέβαια στὰ πλαίσια τῶν ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχει καὶ ἡ Συνοδος τῶν Μητροπολιτῶν γιὰ νὰ λύνη τὰ γενικότερα θέματα ποὺ ἀπασχολοῦν τὴν Ἐκκλησία. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ὡς ὑπεύθυνος στὴν Πρωτεύουσα τῆς Ἑλλάδος προεδρεύει τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δὲν μπορεῖ, βάσει τῶν ἱερῶν Κανόνων νὰ κάνη καμμιὰ ἱεροπραξία καὶ στὴν μικρότερη Μητρόπολη, ἄνευ ἀδείας τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου.
Ἔτσι, ὁ ἰσχυρότερος Ἀρχιεπίσκοπος δὲν μπορεῖ νὰ ἐνεργοποιήση τὸν πλέον ἀνήμπορο Μητροπολίτη, ποὺ δὲν ἔχει ὄρεξη νὰ ἐργασθῇ. Καὶ ὁ πιὸ ἀδύνατος Ἀρχιεπίσκοπος δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίση καθόλου τὸν Μητροπολίτη ποὺ θέλει νὰ ἐργασθῇ στὴν περιφέρειά του. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἂν κάποιος Ἀρχιεπίσκοπος δὲν μπορῇ νὰ ἀνταποκριθῇ στὰ καθήκοντά του, γιὰ διαφόρους λόγους, δὲν ἀδρανοποιεῖται ἡ Ἐκκλησία στὸ σύνολό της, ὅπως θὰ μποροῦσε νὰ γίνη μὲ τὸν Πρωθυπουργὸ τῆς χώρας, οὔτε ἔχει εὐθύνη γιὰ ὅ,τι γίνεται σὲ κάθε Μητρόπολη» (Φεβρουάριος 1997).
«Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος παίζει σπουδαῖο ρόλο στὰ γενικότερα θέματα καὶ προβλήματα, τὰ διεκκλησιαστικά, τὰ ἐθνικὰ κλπ. Ἀλλὰ σὲ αὐτὰ ἔχει μεγάλη εὐθύνη ἡ Συνοδος τῶν Μητροπολιτῶν, τόσο ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Συνοδος, ὅσο καὶ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ὅταν αὐτὰ τὰ Σωματα λειτουργοῦν σωστά, καὶ σὲ αὐτὸ ἔχουν εὐθύνη ὅλοι οἱ Μητροπολῖτες, τότε δὲν θὰ ὑπάρχουν προβλήματα, παρὰ τὴν ἐνδεχόμενη ἀδυναμία κάποιου Ἀρχιεπισκόπου. Καὶ ὅταν αὐτὰ τὰ ὄργανα μὲ τὴν εὐθύνη τῶν Μητροπολιτῶν δὲν λειτουργοῦν σωστά, τότε δὲν μποροῦμε νὰ ἀποδίδουμε εὐθύνες στὸν Ἀρχιεπίσκοπο.
Τὸ θέμα, βέβαια, ἔχει πολλὲς προεκτάσεις ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἀντιμετωπισθοῦν ἐδῶ, ὅπως τὸ γεγονὸς ὅτι γιὰ νὰ λειτουργῇ σωστὰ τὸ συνοδικὸ σύστημα στὸ ἐπίπεδο τῶν Ἱεραρχῶν πρέπει νὰ λειτουργῇ ὀρθόδοξα τὸ συνοδικὸ σύστημα καὶ ἱεραρχικὸ πολίτευμα στὸ ἐπίπεδο τῶν Μητροπόλεων καὶ τῶν Ἐνοριῶν. Ἐκεῖνο ποὺ ἤθελα νὰ τονίσω, καὶ εἶναι ἡ βασική μου σκέψη, εἶναι ὅτι δὲν πρέπει νὰ συγχέουμε τὴν πολιτικὴ διοίκηση μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ δὲν μποροῦμε νὰ βλέπουμε τὸ ἔργο τοῦ ἑκάστοτε Ἀρχιεπισκόπου μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τοῦ ἑκάστοτε Πρωθυπουργοῦ, γιατί εἶναι ἄλλης τάξης καὶ προέλευσης, ἀφοῦ ἡ σύγχρονη κρατικὴ ἐξουσία εἶναι καθαρὰ δυτική, ἐνῷ ἡ ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση εἶναι ἑλληνορθόδοξη» (Φεβρουάριος 1997).
«Ἡ σύναξη τῶν Μητροπολιτῶν ἐν Συνόδῳ, ἀλλὰ καὶ ὁ τρόπος τῆς συγκλήσεως αὐτῆς, καθὼς καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον οἱ Ἐπίσκοποι διαβουλεύονται γιὰ τὰ σοβαρὰ ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα, φανερώνουν ὅλη τὴν ὑπάρχουσα κατάσταση μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τὴν ἀσθένεια ἡ τὴν ὑγεία, τὴν ἐκκοσμίκευση ἡ τὴν αὐθεντία.
Σιγουρα ἡ σύναξη τῶν Ἐπισκόπων ποὺ ἀποτελοῦν τὴν Τοπικὴ Ἐκκλησία εἶναι ἔκφραση τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀπαραίτητος γιὰ τὴν συγκρότηση τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως, ἡ συνοδικότητα δὲν ἐξαντλεῖται ἁπλῶς στὴν παρουσία τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλὰ καὶ στὸ κατὰ πόσον οἱ συμμετέχοντες στὴν Συνοδο διακρίνονται ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα. Ἑπομένως, ἡ συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐξαρτᾶται, σὲ μεγάλο βαθμό, ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ἐκκλησιολογικὴ συνείδηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν. Ἄλλωστε, ἡ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας δὲν συνδέεται ἁπλῶς μὲ ἕναν θεσμό, ἀλλὰ μὲ τὴν παρουσία Πνευματικῶν Πατέρων» (Σεπτέμβριος 1997).
«Τὸ πρώτιστο ἔργο τῶν ἐκκλησιαστικῶν συνάξεων γιὰ νὰ καθορίζουν ὀρθοδόξως τὸν συνοδικὸ θεσμό, εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ πάντα πρέπει νὰ ἀποβλέπουν σὲ αὐτήν, καὶ αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι ἡ μοναδικὴ προσδοκία τῶν Ἐπισκόπων. Μεσα ἀπὸ τὸ πρίσμα αὐτὸ πρέπει νὰ ἐξετάζονται ὅλα τὰ ζητήματα. Ἡ προσπάθεια βελτίωσης τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, ποὺ γίνεται ὅμως μὲ τὴν καταστρατήγηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος, δὲν εὐοδώνεται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Μὲ ἄλλα λόγια, τέλεια προγράμματα, θαυμάσιες ἐπιδιώξεις γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων, ὅταν δὲν προϋποθέτουν καὶ δὲν συντελοῦν στὴν ἑνότητα, εἶναι καταδικασμένα σὲ ἀποτυχία. Γιὰ ἐκείνους ποὺ συντελοῦν στὴν διασάλευση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος ἰσχύει τὸ χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; εἰ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεὸς» (Α Κόρ. γ , 16-17). Ἂν ἐντάξη κανεὶς τὸ χωρίο αὐτὸ μέσα στὴν ὅλη προοπτική του, τότε θὰ διαπιστώση ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δὲν ἀναφέρεται στὸ σῶμα κάθε πιστοῦ, ὅπως τὸ παρουσιάζει μία ἠθικολογικὴ ἑρμηνεία, ἀλλὰ στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία» (Σεπτέμβριος 1997).
6. Θεὸς καὶ Ἐκκλησία
«Τελικὰ πρέπει νὰ τὸ πιστεύσουμε ὅτι τὴν Ἐκκλησία τὴν διευθύνει ὁ Θεὸς διὰ μέσου τῶν ἀνθρώπων, καὶ θὰ γίνη τὸ θέλημά Του. Εἶναι δυστύχημα, ὅμως, ὅταν ἐργαζόμαστε ἀνθρωποκεντρικὰ καὶ σπέρνουμε ζιζάνια μέσα στὸν ἅγιο καὶ σεβάσμιο χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι κακὸ ὅταν καλλιεργοῦμε ἔντονα ἕναν ἰδιότυπο μεσσιανισμὸ» (Ἀπρίλιος 1997). σελ. 81
***
Ὅλα αὐτὰ ἀπηχοῦσαν τὸν προβληματισμό μου ποὺ εἶχα τὸ ἔτος 1997, ὅταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφεὶμ ἦταν ἀσθενής, ἀλλὰ προήδρευε τῶν Συνεδριάσεων τόσο τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, ὅσο καὶ τῆς Ἱεραρχίας καὶ πολλοὶ προετοιμάζονταν γιὰ τὴν ἐκλογὴ νέου Ἀρχιεπισκόπου. Καὶ οἱ ἀπόψεις αὐτὲς δὲν ἀπέχουν ἐν πολλοῖς καὶ ἀπὸ τὸ κλίμα ποὺ ἐπικρατεῖ σήμερα, γιατί ἐκφράζουν, ὅπως θεωρῶ, τὶς βασικὲς ἐκκλησιολογικὲς ἀρχὲς ποὺ διέπουν (ἡ πρέπει νὰ) διέπουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νὰ ἐξαγάγη τὰ συμπεράσματά του, κατὰ πόσον οἱ τότε ἐπισημάνσεις μου βρῆκαν ἀπήχηση καὶ δικαιώθηκαν ἡ ἀπαξιώθηκαν.
Τελικά, πρέπει ὅλοι μας νὰ διαποτιζόμαστε ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα, ποὺ εἶναι τὸ ἀπαραίτητο στοιχεῖο ὅλων ὅσων ζοῦν μέσα στὴν Ἐκκλησία εἴτε εἶναι Κληρικοὶ εἴτε εἶναι λαϊκοί, ποὺ προσδιορίζει το πὼς πρέπει νὰ ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ συνιστᾶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὸν μαθητή του Τιμόθεο: «ἵνα εἰδὴς πὼς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι, ἥτις ἐστὶν ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α Τίμ. γ , 15)
Κατὰ τὸν Ἔριχ Φρὸμ τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι νὰ «ἔχει» κανεὶς κάτι (τὴν ἐξουσία), ἀλλὰ νὰ «εἶναι» ὡς πρόσωπο. Γράφει: «Ἕνα ἄλλο παράδειγμα τῆς διαφορᾶς ἀνάμεσα στοὺς τρόπους τῆς ζωῆς μὲ βάση τὸ ἔχειν καὶ μὲ βάση το εἶναι, εἶναι ἡ ἄσκηση τῆς ἐξουσίας. Τὸ κρίσιμο σημεῖο βρίσκεται στὴ διαφορά του νὰ ἔχει κανεὶς ἐξουσία ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι ἐξουσία... Ἡ ἐξουσία μὲ βάση το εἶναι, δὲν βασίζεται μόνο στὴν ἱκανότητα τοῦ ἀτόμου νὰ ἐκπληρώση ὁρισμένες κοινωνικὲς λειτουργίες, ἀλλὰ καὶ στὴν ἴδια τήν οὐσία μιᾶς προσωπικότητας, ποὺ ἔχει πετύχει ἕνα μεγάλο βαθμὸ ἀνάπτυξης καὶ ὁλοκλήρωσης. Αὐτὰ τὰ ἄτομα ἀκτινοβολοῦν ἐξουσία καὶ δὲν χρειάζεται κἂν νὰ δώσουν διαταγές, νὰ ἀπειλήσουν, νὰ δωροδοκήσουν. Εἶναι ἄτομα μὲ βαθιὰ ἀνάπτυξη ποὺ ἀποδεικνύουν μὲ τὴν ὕπαρξή τους -καὶ ὄχι μόνο μὲ τὰ λόγια ἡ τὶς πράξεις τους- αὐτὸ ποὺ μποροῦν νὰ γίνουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι».
Ἂν ὁ ἄνθρωπος σὲ τέτοιες σημαντικὲς καταστάσεις στὴν ζωή του ποὺ πρέπει νὰ ἀποφασίζη ὑπεύθυνα, συμπεριφέρεται ἀνάρμοστα καὶ ἀνώριμα, τότε ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ σοφοῦ Ἀριστίππου, ποὺ μοῦ τὸν ἀνέφερε ἕνας ἀγαπητὸς φίλος αὐτὲς τὶς ἡμέρες: «ὁ ἐν ἁμίλλαις πονηραῖς ἀθλιώτερος ὁ νικήσας».–
- Προβολές: 3091