Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, 21 Ἰανουαρίου

Πρωτοπρεσβύτερου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς γεννήθηκε τὸ 580 μ. Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ οἰκογένεια εὐγενῆ καὶ ἔκανε λαμπρὲς θεολογικὲς καὶ φιλοσοφικὲς σπουδές. Γύρω στὸ 610 ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὴν θέση τοῦ πρώτου γραμματέα του, τὴν ὁποία ὁ ἅγιος ἐτίμησε καὶ ἐλάμπρυνε μὲ τὴν ἐντιμότητα καὶ ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτῆρα του. Μετὰ ἀπὸ τρία – τέσσερα χρόνια, ὅμως, ἐγκατέλειψε αὐτὴν τὴν περιζήτητη θέση καὶ ἔγινε μοναχὸς σὲ Μοναστήρι στὴν Χρυσούπολη (Σκούταρι), στὴν ἄλλη ὄχθη τοῦ Βοσπόρου, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Τὸ 618 ἀπέκτησε ἕναν ἀφοσιωμένο μαθητή, τὸν μοναχὸ Ἀναστάσιο, ὁ ὁποῖος ἔμεινε κοντά του σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ κι ἀκόμα εἶχε τὸν ἴδιο μὲ αὐτὸν μαρτυρικὸ θάνατο.

Ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, 21 Ἰανουαρίου

Ὁ ἅγιος Μάξιμος πέρασε ὅλη τὴν ζωή του ὡς ἁπλὸς μοναχός, παρὰ τὸ ὅτι ὑπῆρξε ἡ πιὸ λαμπρὴ διάνοια τῆς ἐποχῆς του. Ἀγωνίστηκε μὲ ἀνδρεῖα καὶ ζῆλο ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν μονοθελητών. Ἡ σύγκληση τῆς Συνόδου τοῦ Λατερανοῦ τὸ 649 ἀπὸ τὸν πάπα Μαρτίνο τὸν Α , ποὺ κατεδίκασε τὸν μονοθελητισμό, ὀφείλεται στὸν ἀγῶνα καὶ τὶς προσπάθειες τοῦ ἁγίου Μαξίμου, ὁ ὁποῖος πῆγε στὴν Ρώμη γι’ αὐτὸν τὸν σκοπό. Οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου αὐτῆς στάλθηκαν σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Ὁ ἅγιος Μάξιμος, ὅμως, συνελήφθη, βασανίσθηκε σκληρὰ καὶ ἐξορίσθηκε στὴν Βιζύη τῆς Θράκης. Στὴν συνέχεια, τοῦ ἔκοψαν τὴν γλῶσσα καὶ τὸ δεξί του χέρι καὶ τὸν ἔστειλαν σὲ καινούργια ἐξορία στὴν Λαζική, στὴν ἀνατολικὴ παραλία τῆς Μαύρης θάλασσας. Ἐκεῖ ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ σὲ ἡλικία 82 ἐτῶν, ἐξαντλημένος ἀπὸ τὰ μαρτύρια καὶ τὰ γεράματα. Ἐξακολουθεῖ ὅμως νὰ διδάσκη καὶ νὰ ἐμπνέη μὲ τὰ συγγράμματά του, τὰ ὁποῖα ἀποπνέουν την εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σημαντικότερα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι: «Λόγος ἀσκητικός», «400 Κεφάλαια Περὶ Ἀγάπης», «Ἐρωτήσεις καὶ Ἀποκρίσεις», «100 Γνωστικὰ Κεφάλαια», «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν τῶν Ἁγίων Διονυσίου καὶ Γρηγορίου», «Εἰς τὴν Προσευχὴ τοῦ Πάτερ ἡμῶν», «Μυσταγωγία» καὶ ἄλλα.

Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Σημαντικὰ καὶ ἀξιοπρόσεκτα εἶναι τὰ ὅσα γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος στὸν πρόλογο τοῦ λόγου τοῦ περὶ ἀσκητικοῦ βίου καὶ περὶ ἀγάπης, ποὺ ἀπευθύνει πρὸς «Ἐλπίδιον Πρεσβύτερον», ὁ ὁποῖος, ὅπως φαίνεται, τοῦ ἐζήτησε αὐτὸν τὸν λόγο? «παρακαλῶ δὲ τοῦτο? μὴ εἰς ὄχλησιν ἡγεῖσθαι τα εἰρημένα? ἐπιταγὴν γὰρ πεπλήρωκα».

Στὴν ἀρχή, διασαφηνίζει ὅτι ὅλα ὅσα ἀναφέρονται σ’ αὐτὸ τὸ κείμενο δὲν εἶναι στοχασμοὶ τῆς διανοίας του, ἀλλὰ ἀπόσταγμα τῆς σοφίας τῶν ἁγίων Πατέρων, τῶν ὁποίων ἐμελέτησε τοὺς λόγους καὶ στὴν συνέχεια, ὑποδεικνύει στὸν παραλήπτη τοῦ λόγου τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ πρέπη νὰ μελετᾶ, γιὰ νὰ ὠφελῆται πνευματικά. Μελετῶντας, θὰ πρέπη νὰ προσπαθῆ νὰ θηρεύη τὴν ὠφέλεια ποὺ προέρχεται ἀπὸ τοὺς λόγους παραβλέποντας τὸ ἀκαλλὲς τῶν λέξεων καὶ νὰ εὔχεται καὶ γιὰ τὸν συγγραφέα. Ἀπὸ ταπείνωση δὲ προσθέτει ὅτι ὁ συγγραφέας τοῦ ἐν λόγῳ πονήματος εἶναι ἔρημος πάσης πνευματικῆς ὠφελείας. Ἐπίσης, τονίζει ὅτι ἡ μελέτη τῶν πνευματικῶν πονημάτων πρέπει νὰ γίνεται ὄχι ἀπὸ περιέργεια, ἀλλὰ μὲ φόβο Θεοῦ καὶ ἀγάπη, ἐπειδὴ χωρίς την Χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ μπορέση νὰ ἀντιληφθῇ τὸ βάθος τῶν ἀναγινωσκομένων, προκειμένου νὰ ὠφεληθῇ ἀπὸ αὐτά. «Ἐὰν κάτι τὸ ὁποῖο ἀνακαλύπτεται ἀπὸ τὰ ἀναγινωσκόμενα φανὴ χρήσιμο στὴν ψυχή, θὰ φανῆ σίγουρα χρήσιμο μόνον μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ σὲ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος μελετᾶ μὲ φόβο Θεοῦ, ἀγάπη καὶ χωρὶς περιέργεια. Ὅποιος, ὅμως, μελετᾶ αὐτὸ τὸ πόνημα ἡ καὶ ὁποιοδήποτε ἄλλο, ὄχι γιὰ νὰ ὠφεληθῇ πνευματικά, ἀλλὰ γιὰ νὰ θηρεύση λέξεις προκειμένου νὰ κατηγορήση αὐτὸν ποὺ τὸ συνέγραψε καὶ νὰ παραστήση, ὡς ὑπερήφανος, τὸν ἑαυτό του σοφότερο τοῦ συγγραφέως, αὐτὸς δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ βρῇ κάτι ὠφέλιμο ἀπὸ ὁποιοδήποτε βιβλίο».

Τὸ ἴδιο, φυσικά, συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς ἀκροατὰς τῶν πνευματικῶν λόγων. Ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ τραφοῦν πνευματικά, νὰ στηριχθοῦν καὶ νὰ παρηγορηθοῦν, θὰ πρέπη νὰ ἀκροῶνται μὲ ταπείνωση καὶ φόβο Θεοῦ. Ἐπίσης, θὰ πρέπη νὰ προσεύχονται γιὰ τὸν ἐξ ὕψους φωτισμὸ τοῦ ὁμιλητῆ, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἀνοίξη ὁ Θεὸς τὸν νοῦν τους, οὕτως ὥστε νὰ καταλάβουν ὅσα θὰ ἀκούσουν. Ἀντίθετα, ἐὰν προσπαθοῦν νὰ θηρεύσουν λέξεις, νὰ τὶς ἀπομονώσουν καὶ νὰ κατακρίνουν τὸν ὁμιλητή, δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ ὠφεληθοῦν.

Δεύτερον. Χαρακτηριστικὰ εἶναι καὶ τὰ ὅσα ἀναφέρει ὁ ἅγιος Μάξιμος, σχετικὰ μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, στὸ τέλος τῆς πρώτης ἑκατοντάδος τῶν Κεφαλαίων περὶ Θεολογίας. «Τὸ μάννα, ποὺ δόθηκε στὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ στὴν ἔρημο εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπαρκεῖ πρὸς κάθε ἡδονὴ αὐτῶν οἱ ὁποῖοι τὸν τρώγουν καὶ ἀλλάζει γεύση ἀνάλογα μὲ τὴν διαφορὰ τῆς ἐπιθυμίας τους, ἐπειδὴ ἔχει ποιότητα κάθε πνευματικῆς τροφῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἀναγεννημένοι πνευματικὰ γίνεται λογικὸ ἄδολο γάλα. Στοὺς ἀσθενεῖς γίνεται λάχανο καὶ ἐνισχύει τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς ποὺ ἀσθενεῖ. Σὲ αὐτοὺς δέ, ποὺ ἔχουν γυμνασμένα τὰ αἰσθητήρια τῆς ψυχῆς πρὸς διάκριση καλοῦ καὶ κακοῦ, δίδει στερεὰ τροφή». Καὶ καταλήγοντας λέγει ὅτι «τὰ χαρίσματα, τὰ ὁποῖα λαμβάνει κανεὶς στὴν παροῦσα ζωή, ἔστω καὶ ἂν τὰ λάβη σὲ τέλειο βαθμό, καὶ πάλι εἶναι κάτι τὸ ἐλάχιστο καὶ μέτριο σὲ σύγκριση μὲ τὰ μελλοντικὰ ἀγαθά».

Ἀπὸ τὰ παραπάνω φαίνεται καθαρὰ ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ πνευματικὸ μάννα, τὸ ὁποῖο ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ τρέφη ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ μεταβάλλεται σὲ γάλα ἡ στερεὰ τροφή, ἀνάλογα μὲ τὴν πνευματικὴ κατάσταση αὐτοῦ ποὺ τὸν μελετᾶ ἡ τὸν ἀκούει.

Τοὺς ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι ἑρμηνεύουν ἀλάνθαστα τὴν Ἁγία Γραφή, δὲν τοὺς κρίνουμε, ἀλλὰ ἀκροώμεθα ἡ μελετοῦμε τοὺς λόγους τους μὲ ταπείνωση, φόβο Θεοῦ καὶ ἀγάπη. Ἔτσι, ἔχουμε τὴν δυνατότητα νὰ τραφοῦμε πνευματικά, νὰ στηριχθοῦμε, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀποκτήσουμε πνευματικὰ ἀντισώματα, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ἀντέχουμε στὰ δύσκολα.–

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 3155