Skip to main content

Μητροπολίτης εὐρυτανίας & Ναυπακτίας Χριστόφορος - «Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος»

Ἀρχιμανδρίτου Δοσιθέου Κανέλλου,

Ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τατάρνης Εὐρυτανίας

Ἐκ τοῦ βίου τοῦ Μητροπολίτου Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας κυροῦ Χριστοφόρου (+1958), τὰ παραλειφθέντα. Ἐπὶ τὴ συμπληρώσει πεντηκονταετίας ἀπὸ τῆς κοιμήσεως αὐτοῦ.

***

Πολλοὶ τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν, ἀναγνώσαντες τὸ ἄρθρον «νοσταλγίες καὶ ἀναμνήσεις» («Ρίζα Ἀγρινιωτών, τεῦχος 64, Ἰανουάριος-Μάρτιος 2007 ὡς καὶ τὸ περιοδικὸν Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου «Ἐκκλησιαστικὴ Παρέμβασις», 2007, ἀρ. Τεύχ. 131), περὶ τοῦ ἀοιδίμου μητροπολίτου Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας κυροῦ Χριστοφόρου, ἐζήτησαν περισσοτέρας πληροφορίας γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὴν δρᾶσι τοῦ μακαρίου ἐκείνου ἀνδρός.

Πολλὰ κατέγραψα εἰς τὸ μνημονευθὲν ἄρθρον, πλὴν ἐν συντομίᾳ καὶ δίκην τηλεγραφημάτων. Ἐλησμόνησα δὲ καὶ τὸ σπουδαιότερον. Αὐτὸ καταγράφεται εἰς τὸ τέλος τοῦ παρόντος. Τώρα ἀντιλαμβάνομαι ὅτι τὰ ὅσα τότε ἀνέφερα ἤξιζαν ἐκτενεστέρας περιγραφῆς καὶ μάλιστα ὅπως ὁ ἴδιος ὁ μητροπολίτης ἐκεῖνος τὰ ἐδιηγήθη στὸν γράφοντα, νέον τότε δόκιμον μοναχὸν εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Προυσοῦ. Τὰ καταγράφω στὸ χαρτί, ὅπως ἀκριβῶς τὰ ἤκουσα. Καίτοι παρῆλθεν ἥμισυς αἰών, ἠχοῦσιν ἔναυλα εἰς τὰς ἀκοάς μου καὶ ἔχουν ἀποτυπωθῇ στὴν καρδιά μου ὡς εἰς μαγνητόφωνον.

Πὼς ἔγινε κληρικός

Ὁ κατὰ κόσμον Γεώργιος Ἀλεξανδρόπουλος διέπρεπεν ὡς θεολόγος λαϊκὸς Ἱεροκῆρυξ καὶ ὡς καθηγητὴς εἰς τὰ οκτατάξια γυμνάσια καὶ τὶς ἐκκλησιαστικὲς σχολές. Δὲν ἐσκέπτετο νὰ εἰσέλθη εἰς τὸν κλῆρον. Ἐπεπόλαζεν τότε ὁ «θεσμὸς» τῶν ἀγάμων λαϊκῶν ἱεροκηρύκων. Δὲν περιφρονοῦσε τοὺς κληρικοὺς ἡ τὴν ἱερωσύνην, ἄπαγε! Εἶχε βαθειὰ τὴν συναίσθησι τῆς ἀναξιότητός του. Θεωροῦσε τοὺς ὤμους του πολὺ ἀδυνάτους γιὰ νὰ σηκώσουν τὸ βάρος τῆς ἱερωσύνης. Ὅμως ἦλθαν καιροὶ δίσεκτοι, καιροὶ πανεσπεροπαννυξίας. Μετὰ τὴν ἄρνησι τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσάνθου νὰ ὀρκίση τὴν κυβέρνησι Τσολάκογλου καὶ τὴν ὑπὸ τῶν κατακτητῶν ἀποπομπή του, ἀνέρχεται εἰς τὸν θρόνον ὁ ἕως τότε ἐξόριστος ἐν τῇ Μονῇ Φανερωμένης Σαλαμῖνος, ὁ ἀπὸ Κορίνθου καὶ ὑπὸ τῆς κυβερνήσεως Ι. Μεταξᾶ μὴ γενόμενος ἀποδεκτός, Ἀρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός.

Αἱ Ἀθῆναι ἐθερίζοντο τότε ὑπὸ λοιμοῦ. Ὁ χειμῶνας 1941-1942 εἶχε μείνει ἀνεξίτηλος εἰς τὴν μνήμην ἡμῶν τῶν παλαιοτέρων. Ζούσαμε τότε ἐν μέσῳ νεκρῶν καὶ ἐτοιμαθανάτων. Κατὰ ἑκατοντάδες ἀπέθνησκον καθημερινῶς. Οἱ νεκροὶ ἐστοιβάζοντο δίκην θημωνιὼν πρὸ τῶν εἰσόδων τῶν κοιμητηρίων. Κοινοτάφια ἐσκάπτοντο καὶ σωρηδὸν ἐθάπτοντο, πολλάκις ἄνευ ἐξοδίου ἀκολουθίας.

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Δαμασκηνὸς ἀνέλαβε τότε τὸ τιτάνειον ἔργον ἱδρύσεως συσσιτίων. Ἐδημιούργησεν τὴν Ἐθνικὴν Ὀργάνωσιν Χριστιανικῆς Ἀλληλεγγύης (Ε.Ο.Χ.Α.) καὶ ἔσωσεν ἐκ τοῦ ἐκ τῆς πείνης θανάτου μυριάδας καὶ ἐν Ἀθήναις καὶ ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ. Τῶν συσσιτίων τούτων ἐγεύθη καὶ ὁ ταῦτα, πενταετὴς τότε, γράφων, διασωθεῖς ἐκ τοῦ τῆς ἀσιτίας θανάτου.

Ποὺ εὑρέθησαν οἱ πόροι, ποὺ τὰ τόσα ἀπαιτούμενα χρήματα; Ὑπομονὴ καὶ θὰ τὸ μάθετε εἰς τὸ τέλος.

Μητροπολίτης Ναυπακτίας και Ευρυτανίας κυρὸς Χριστόφορος (+1958)Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ὅμως ἐχρειάζετο διὰ συνεργάτας ἱκανοὺς καὶ ἀφοσιωμένους κληρικούς. Ἡ σκέψις του ἐστράφη εἰς τὸν καθηγητὴν Γεώργιον Ἀλεξανδρόπουλον. Ἦτο γνωστὴ εἰς αὐτὸν ἡ ἀρετὴ τοῦ ἀνδρός. Ἦσαν καὶ κοντοχωριανοί. Ἀπὸ τὴν Δορβιτσὰ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ἀπὸ τὸν Πλάτανο ὁ Ἀλεξανδρόπουλος (ἐκ τῆς μητρὸς ἂν δὲ μὲ ἀπατᾶ ἡ μνήμη). Ἐπίσης ὁ πατριωτισμὸς τοῦ καθηγητοῦ ἦτο ἀδιαμφισβήτητος. Εἶχεν ἠρωϊκὼς πολεμήσει εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν καὶ λόγῳ ἀνδραγαθιῶν εἶχε πολλάκις παρασημοφορηθή. Ἀλλά, ποιός θὰ ἦτο ἱκανὸς νὰ πείση τὸν Γεώργιον, ὥστε νὰ περιβληθῇ τὸ μοναχικὸν ράσον καὶ τὴν ἱερατικὴν ἀμπεχόνην; Εὑρέθη ὁ κατάλληλος.

Διηγεῖται μοὶ ὁ ἴδιος

«Κάποια μέρα ἔρχεται νὰ μὲ ἐπισκεφθῇ ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι ὁ Αὐγουστῖνος Καντιώτης. Ἦτο τότε πρωτοσύγγελος τῆς ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλοακαρνανίας. Ἦλθεν ἐντελῶς ξαφνικά. Μετὰ τὶς πρῶτες φιλοφρονήσεις καὶ τὸ «πὼς ἀπὸ δῶ», μπαίνει κατ’ εὐθεῖαν στὸ θέμα: «Γεώργιε, σοῦ βρῆκα νύφη, νὰ νυμφευθῇς ἐπί τέλους». Ἀπαντῶ: «Καὶ ποιός σοῦ εἶπε, πάτερ Αὐγουστῖνε, ὅτι θέλω νὰ νυμφευθῶ;» Μὲ μεγαλύτερο ἐνθουσιασμὸ συνεχίζει ὁ πρωτοσύγγελος: «Ἔχει κάλλος, ἔχει προῖκα, εἶναι μοναδική. Τέτοια νύφη δὲν θὰ βρῇς ποτὲ καὶ πουθενά». Ἀπελπίσθηκα καὶ γιὰ νὰ σταματήσω τὴν συζήτησι τὸν ἐρωτῶ: «Καὶ ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ πολύφερνος νύμφη, Αὐγουστῖνε;».

«Ἡ Ἐκκλησία», μοῦ ἀπαντᾶ. «Δὲν ὑπάρχει νύφη ὅμοια μ’ αὐτή, ἡ περιβεβλημένη τὸν ἥλιον καὶ ἡ σελήνη ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτῆς (Ἄποκ. ΙΒ`,1). Ἡ Ἐκκλησία σὲ περιμένει, ὁ ἀρχιεπίσκοπος σὲ ἀναμένει. Οἱ καιροὶ οὐ μενετοί. Ἀποφάσισε τώρα. Ξεκίνα τώρα». Ἦτο τόσος ὁ ἐνθουσιασμός του ποὺ μὲ συνεπῆρε. Εἶπα τὸ ναί. Ἔρχομαι.

Κείρεται μοναχὸς καὶ ἐγγράφεται στὰ μοναχολόγια τῆς μονῆς Ἀμπελακιωτίσσης. Χειροτονεῖται ἀμέσως διάκονος καὶ τὴν ἑπομένην πρεσβύτερος. Λαμβάνει δὲ καὶ τὸ ὀφφίκιον τοῦ ἀρχιμανδρίτου (1942 κατὰ μῆνα Μάρτιον). Κατὰ δὲ τὰ Πατριαρχικὰ πρότυπα ἀναγορεύεται εἰς Μεγάλον Πρωτοσύγγελον. Πανθομολογουμένως ὑπῆρξεν ὁ καλύτερος πρωτοσύγγελος ποὺ ἐγνώρισεν ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν καὶ δὴ εἰς καιροὺς δυσχειμέρους καὶ ἄκρως ἐπικινδύνους.

Μία μικρὰ παρέκβασις

Γιατί ὠνομάσθη Χριστοφόρος κατὰ τὴν κουρὰν αὐτοῦ; Ἐνταῦθα χρειάζεται μίτος. Ἀκολουθήσατε.

Κατὰ τὸν ΙΘ` αἰῶνα πολλοὶ ἐκ τῆς ὀρεινῆς Ναυπακτίας ἤρχοντο καὶ ἐμόναζον εἰς τὴν ἱερὰν ἡμῶν Μονήν της Τατάρνης. Εἰς ἐξ αὐτῶν ἦτο καὶ ὁ Χριστοφόρος Παπανδρεόπουλος, θεῖος τοῦ εἶτα Ἀρχιεπισκόπου καὶ Ἀντιβασιλέως. Αὐτὸς περὶ τὸ τέλος τοῦ αἰῶνος ἐγένετο ἡγούμενος εἰς αὐτὴν τὴν Μονήν. Καλεῖ πλησίον τὸν Δημήτριον τὸν ἀνεψιόν του. Ἦτο μείραξ διο καὶ μαθητεύει εἰς τὴν α` τάξιν τοῦ Δημοτικοῦ σχολείου Τατάρνης (Τριποτάμου ἀργότερον). Εἰς τὰ τῆς μονῆς κτήματα γίνεται ἕνας φόνος. Ὕποπτος θεωρεῖται ὁ ἡγούμενος καὶ γίνεται μέγας σάλος. Ὁπότε αὐτὸς λαμβάνει μεθ’ ἑαυτοῦ τον μικρὸν Δημήτριον καὶ νύκτωρ καὶ λάθρα ἀναχωρεῖ καὶ μεταβαίνει εἰς τὴν μονὴν Κορώνης. Ἐκεῖ συνεχίζει τὴν μαθητείαν του ὡς προστατευόμενος τοῦ θείου του.

Καὶ ὁ Δημητράκης γίνεται κάποτε Δαμασκηνὸς καὶ ὁ Δαμασκηνὸς γίνεται Ἀρχιεπίσκοπος. Δὲν λησμονεῖ τὸν πρὸ πολλοῦ κεκοιμημένον θεῖον αὐτοῦ. Ἐξ εὐγνωμοσύνης δίδει τὸ ὄνομά του Χριστοφόρος εἰς τὸν Γεώργιον.

Ἀλλὰ περὶ τὴν νύσσαν τὸν πῶλον κεντῶ.

Πρωτοσύγκελλος λοιπὸν ὁ Χριστοφόρος καὶ δὴ μέγας. Ἀλλὰ καὶ μέγας πατριώτης. Ἀρχίζει τὴν συνεργασίαν του μὲ γνησίους πατριώτας ποὺ ἠγωνίζοντο ἀφανῶς πρὸς ἀποτίναξιν τοῦ γερμανοϊταλικοῦ ζυγοῦ.

Διηγεῖται καὶ πάλιν ὁ αὐτός:

Στὴν βόρεια πλευρὰ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, στὸν αὔλειο χῶρο ὅπου εὑρίσκεται τὸ Συνοδικὸ Μέγαρο (σημ. τότε ἦτο ὁμοροῦν τῆ Ἀρχιεπισκοπή, ἀργότερον πολύ, μετεφέρθη εἰς τὴν Μονὴν Ἀσωμάτων Πετράκη) εὑρίσκεται μία πλὰξ μαρμαρίνη. Αὕτη ἔχει γεγλυμένη τὴν ἐπιγραφή: ΑΡΧΑΙΑ ΚΡΥΠΤΗ (σημ. ὑπάρχει εἰσέτι κατὰ χώραν). Ὅταν σηκώση κανεὶς αὐτὴν τὴν πλάκα κατέρχεται σὲ μιὰ σκοτεινὴ κατακόμβη. Ἐκεῖ συγκεντρώναμε ρουχισμὸ γιὰ τοὺς γυμνητεύοντας. Ὅμως οἱ ἀντιστασιακοὶ ἔκριναν ὅτι εἶναι κατάλληλος χῶρος γιὰ κρύπτη ὅπλων. Δέχθηκα τὴν πρότασί τους. Ἔφεραν ὁπλισμὸν πολύν. Τὸν ἐτοποθέτησαν ὄπισθεν τοῦ ἱματισμοῦ.

Δὲν πέρασαν πολλὲς ἡμέρες. Ἀκούω βάρβαρο κτύπημα στὴν πόρτα τοῦ γρφείου μου. Πρὶν προλάβω νὰ πῶ «ἐμπρὸς» ἡ πόρτα ἀνοίγει διάπλατα καὶ μπαίνει μέσα ἕνας γερμανὸς ἀξιωματικός τῆς Γκεστάπο. Πίσω του ἀκολουθοῦσαν τρεῖς, τέσσαρες -ἀπὸ τὴν ταραχή μου δὲν ἐνθυμοῦμαι πόσοι ἦσαν- στρατιῶτες, μὲ τὰ ὅπλα τους προτεταμένα. Ὁ ἀξιωματικὸς μὲ ὕφος αὐστηρὸ ὁμιλεῖ γερμανιστί. Μεταφράζει ὁ διερμηνεύς. «Ποὺ ἔχετε κρυμμένα τὰ ὅπλα;». Πάγωσα. Κατάλαβα ἀμέσως ὅτι μᾶς εἶχαν προδώσει. «Δὲν ἔχουμε ὅπλα ἐμεῖς ἐδῶ», τόλμησα νὰ ἀπαντήσω. «Καλά, καλὰ θὰ τὰ βροῦμε ἐμεῖς. Προχώρα μπροστά». Μὲ ὁδήγησε κατ’ εὐθεῖαν στὴν πλάκα. Τὴν σήκωσαν. Μὲ διέταξαν νὰ κατέβω πρῶτος. «Ἐδῶ ἔχουμε μόνον ρουχισμό», ἐπανελάμβανα συνεχῶς, μὴ ἔχοντας τί ἄλλο νὰ πῶ. Ἡ καρδιά μου πῆγε νὰ σπάση. Ὄχι γιὰ τὰ ὅπλα, ἀλλὰ γιὰ τοὺς πατριῶτες ποὺ θὰ ἐκτελοῦσαν ἀμέσως στὸ σκοπευτήριο τῆς Καισαριανῆς. Ἄρχισαν νὰ ψάχνουν μὲ φακούς. Ὅσες προσευχὲς ἤξερα τὶς εἶπα. «Θεέ μου, τύφλωσέ τους» ἔλεγα καὶ ξανάλεγα μέσα μου, αὐτὴν τὴ στιγμὴ κρέμονται πολλὲς ζωές. Προσπαθοῦσα ὅμως νὰ μένω ἀπαθής. Ἀνακάτεψαν ὅλον τον ρουχισμό. Ἔκαναν τὰ πάντα ἄνω κάτω. Δὲν ἄφησαν σπιθαμὴ ἀνεξερεύνητη. Καὶ ὅμως τὰ ὅπλα δὲν τὰ βρῆκαν. Καὶ ἦσαν πολλά. Ἀνέβηκαν, εἶπαν ἕνα ξερὸ «aufviederschen» καὶ ἐξαφανίστηκαν. Ἄκουα τὴν καρδιά μου νὰ χτυπᾶ δυνατά. Ξανάσανα. Αὐτὸ τὸ συμβὰν τὸ θεωρῶ θαῦμα καὶ θαῦμα μέγα».

«Καὶ εἶναι, Σεβασμιώτατε», τόλμησα νὰ πῶ. Καὶ ὀσάκις περνῶ τὴν ὁδὸ τῆς Ἁγίας Φιλοθέης, ρίχνω ἕνα βλέμμα σ’ αὐτὴν τὴν πλάκα. Καὶ διερωτῶμαι: Ποιός ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς ποὺ μπαινοβγαίνουν σ’ αὐτὰ τὰ κτίρια καὶ πατοῦν ἀδιάφοροι αὐτὴν τὴν πλάκα γνωρίζουν κάτι γιὰ τὴν ἱστορία αὐτή;

Ὡς πρωτοσύγκελλος ἦτο ὑποχρεωμένος νὰ διατηρῇ ἔστω ψυχρὲς καὶ τυπικὲς σχέσεις μὲ τὶς ἀρχὲς κατοχῆς.

 

Διηγεῖται λοιπόν καὶ πάλιν:

«Κάποτε μὲ ἔστειλεν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος στὴν Κομαντατούρα (σημ. εὑρίσκετο, ἂν ἐνθυμοῦμαι καλῶς, πέρασαν χρόνια πολλὰ ἀπὸ τότε, στὴν ὁδὸ Πανεπιστημίου). Ἀνεκοίνωσα στὸν διερμηνέα τὸν λόγο τῆς παρουσίας μου. Μοῦ πρόσφερε κάθισμα ἕως ὅτου μὲ καλέση εἰς τὰ ἐνδότερα ὁ διοικητής. Περιμένοντας ἄκουσα ἄθελά μου κάποιες ἔντονες συνομιλίες μεταξὺ γερμανῶν ἀξιωματικῶν. Δὲν ἐγνώριζα τὴν γλῶσσα τους, οὔτε ἐπιθυμοῦσα νὰ τὴν μάθω. Ὅμως μέσα στὸν διάλογό τους ἠκούετο συχνὰ πυκνὰ ἡ λέξις «Καντιώτης». Ἀπόρησα. Ἐρωτῶ τὸν διερμηνέα. «Τί συμβαίνει, γιὰ ποιόν Καντιώτη ὁμιλοῦν;» Μοῦ ἀπαντᾶ: «Γιὰ κάποιον κληρικὸ ποὺ ὑπηρετεῖ στὴν Κοζάνη ὡς ἱεροκῆρυξ». «Γιὰ τὸν Αὐγουστῖνο;», ξαναρωτῶ. «Ναί, μοῦ λέγει, καὶ ἑτοιμάζονται νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν ἐκτελέσουν. Ἔχουν καταγγελίες ὅτι ξεσηκώνει τὸ λαὸ σὲ ἀνταρσία». Ἔμεινα ἐμβρόντητος. «Αὐτὸ εἶναι δεινὴ καὶ κακοήθης συκοφαντία, εἶπα, θὰ ἀναφερθῶ στὸν διοικητή». Εἰσῆλθα στὸ γραφεῖο τοῦ διοικητοῦ συνοδεία τοῦ διερμηνέως. Ἀφοῦ ἐξέθεσα τὶς ὑποθέσεις γιὰ τὶς ὁποῖες εἶχα ἀποσταλεῖ, ἔφθασα στὸν Καντιώτη.

«Εἶναι ἐπαναστάτης», μοῦ φωνάζει νευριασμένος ὁ διοικητής. «Θὰ συλληφθῇ καὶ θὰ ἐκετελεσθὴ μὲ συνοπτικὲς διαδικασίες». «Εἶναι καθαρὴ συκοφαντία», ἀπήντησα. «Ὁ Καντιώτης εἶναι ἐκλεκτὸς κληρικὸς καὶ ἐνδιαφέρεται μόνον γιὰ τὸ ποίμνιο. Ἔχει ὀργανώσει συσσίτια γιὰ τοὺς λιμοκτονοῦντας καὶ τίποτε ἄλλο».

Μὲ ἄκουσε μὲ πολλὴ προσοχή, ὁμολογουμένως. Στὸ τέλος μου λέγει: «Ἐγγυᾶσθε ἐσεῖς γι’ αὐτόν;» «Καὶ βεβαίως ἐγγυῶμαι» ἀπάντησα. «Τότε λαμβάνω σοβαρῶς ὑπ’ ὄψη τὴν ἐγγύησίν σας. Διατάσσω ἀμέσως τὴν ἀκύρωσι τῆς συλλήψεώς του». Περιχαρὴς ἀπάντησα μὲ ἕνα «εὐχαριστῶ πολύ», μὲ χαιρέτησε χιτλερικὰ καὶ διὰ χειραψίας. Ἔφυγα πετῶντας.

Προσθέτω ἐγώ: Καὶ ἔτσι ζῆ ἕως τῆς σήμερον ὑπερεκατονταετὴς ὁ πρώην Φλωρίνης Αὐγουστῖνος....

Ἄλλο τώρα: Διηγεῖται μοὶ αὐτός...

«Κάποιο πρωΐ μὲ εἰδοποιοῦν ὅτι οἱ κύριοι τάδε, τάδε καὶ τάδε, ἀξιοπρεπεῖς κατὰ πάντα, ἐπιθυμοῦσαν νὰ μὲ ἐπισκεφθοῦν εἰς τὸ γραφεῖον μου διακριτικῶς καὶ πρὸς ἑσπέραν μετὰ τὰς λύχνων ἁφάς.

Ἐδέχθην τὸ αἴτημά των, μὴ γνωρίζων ὅμως καὶ τὰς προθέσεις των. Τὴν κεκανονισμένην ὥραν ἐμφανίζονται τρεῖς κύριοι καλῶς ἐνδεδυμένοι καὶ καλοταϊσμένοι, συνιστοῦν ἑαυτοὺς καὶ κάθονται, κατόπιν προσκλήσεώς μου, πλησίον τοῦ γραφείου μου. Ἄρχεται ἡ συζήτησις περὶ τοῦ καιροῦ, περὶ τοῦ κακοῦ μας τοῦ καιροῦ, περὶ τῆς ἐνεστώσης κρισίμου καταστάσεως καὶ περὶ ἄλλα παρεμφερῆ. Ἦλθαν κατόπιν εἰς ἐπαίνους διὰ τὸ πρόσωπόν μου, διὰ τὴν προσφορὰν μοῦ εἰς τὴν Ἀρχιεπισκοπὴν καὶ εἰς ἄλλα παρόμοια. Ἀντελαμβανόμην ὅμως ὅτι ἄλλος ἦτο ὁ σκοπὸς τῆς ἐπισκέψεώς των. Ὁπότε καὶ μεθ’ ὥραν πολλὴν μετὰ τὴν πρώτην ἀλεκτοροφωνίαν, ἔρχονται στὸ θέμα:

«Ξέρετε ἐρχόμεθα ἐκ μέρους τῆς Τεκτονικῆς Στοᾶς (σημ. 3ης Σεπτεμβρίου καὶ Σουρμελῆ γωνία, διά τους μὴ εἰδότας, καὶ μὲ πορτοπαράθυρα κλειστά. Νυκτικόρακες γάρ). Εἴμεθα καὶ ἡμεῖς τέκτονες (σημ. γράφε μασῶνοι) καὶ ἐπειδὴ ἔχουμε ὡς μέλη πολλοὺς κληρικοὺς ἀρχιερεῖς καὶ ἀρχιμανδρίτας, σκεφθήκαμε μήπως καὶ σεῖς θὰ ἐπιθυμούσατε...Θα ἔχετε βοήθεια..Θα προαχθῆτε συντόμως...Θα γνωρίσετε πράγματα ἄγνωστα σὲ σᾶς..Θα μυηθῆτε στοὺς μεγάλους μύστες..Θα γίνετε καὶ σεῖς μύστης... Θὰ γνωρίσετε το φῶς τῆς ἀληθοῦς γνώσεως...Θα ζῆτε στὸ φῶς...Θα γίνετε καὶ ἐσεῖς φῶς...»

Εἶπαν, εἶπαν καὶ τί δὲν εἶπαν...Τους ἄκουα μὲ ὑπομονή. Ἄρχισε νὰ ξημερώνη. Τέλος σηκώθηκαν νὰ φύγουν. Τοὺς χαιρέτησα ψυχρὰ καὶ τοὺς εἶπα: «Εὐχαριστῶ γιὰ ὅσα κάνατε τὸν κόπο νὰ μοῦ πῆτε. Μοῦ εἴπατε ὅτι θὰ δῶ το φῶς. Σᾶς διαβεβαιῶ ὅμως ὅτι ἐμένα μοῦ ἀρκεῖ το Φῶς τοῦ Χριστοῦ! Χαίρετε!».

Καὶ δὲν εἶναι αὐτὸ ὁμολογία πίστεως; Καὶ δὲν εἶναι ὁ Μητροπολίτης αὐτὸς ὁμολογητής;

Κάποτε τὸν ρώτησα: «Καὶ ποὺ βρήκατε τόσα χρήματα, ὥστε νὰ μπορῆτε νὰ δημιουργῆτε τόσα συσσίτια σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα; Σώσατε τότε ἀπὸ τὸν ἐκ πείνης θάνατο παμπληθὺν ἀνθρώπων. Πόθεν;».

Καὶ τότε μοῦ ἀπεκάλυψεν ἕνα μυστικό. Μυστικὸ τρομερό, ποὺ ἂν ἀπεκαλύπτετο τότε, ἀπὸ τὸν κατακτητὴ γιὰ πολλὰς ἡμέρας θὰ κροτάλιζαν τὰ πολυβόλα.

«Μέσα στὸ Νομισματοκοπεῖον ὑπῆρχαν δικοί μας ἄνθρωποι. Χριστιανοὶ μὲ καρδιά, ἀποφασισμένοι γιὰ ὅλα. Δούλευαν ἀσταμάτητα, γιατί ἡ ἀξία τοῦ χαρτονομίσματος ἔπεφτε συνεχῶς (σημ. ἦσαν χρήματα ἄνευ ἀξίας, διότι δὲν εἶχαν ἀντίκρυσμα εἰς χρυσόν. Ὁ χρυσὸς εἶχε φυγαδευθῇ εἰς τὴν Μέσην Ἀνατολήν). Ἑκατομμύρια, δισεκατομμύρια, τρισεκατομμύρια (σημ. διὰ νὰ ἀγοράσης ἕνα κουτὶ σπίρτα, ἂν εὕρισκες, ἤθελες ἕνα καρότσι χαρτονομίσματα, τὰ λεγόμενα ράλληκα, ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ τότε «πρωθυπουργοῦ» Ι. Ράλλη.) Αὐτοί, λοιπόν, ἔκαμαν τὸ ἑξῆς τέχνασμα. Κανόνισαν οἱ μηχανὲς νὰ τυπώνουν μὲ τὸν ἴδιο ἀριθμὸ δύο χαρτονομίσματα. Τὰ μὲν πήγαιναν στὴν κυβέρνησι, τὰ δὲ λάθρα καὶ κρυφὰ διωχετεύοντο στὴν Ἀρχιεπισκοπή. Οὕτω πὼς ὑπῆρχαν χρήματα γιὰ τὴν Ε.Ο.Χ.Α. Ὅμως ὁ κίνδυνος ἀποκαλύψεως ὑπερέκειτο τῆς κεφαλῆς ἡμῶν ὡς δαμόκλειος σπάθη»

Ἐνθυμοῦμαι ὅτι, ὅταν ἦτο συνοδικὸς τό ‘55 ἡ τό ‘56 παρηκολούθει τακτικῶς χωρὶς διακριτικὰ ἀξιώματος, ἄνευ δηλαδὴ ἐγκολπίου καὶ μπαστούνας, τὰ κηρύγματα τοῦ π. Αὐγουστίνου Καντιώτη, ἱεροκήρυκος τότε τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, εἰς τὴν ὁδὸν Μενάνδρου, στὴν αἴθουσα τοῦ συλλόγου «Τρεῖς Ἱεράρχαι», τοῦ ἀειμνήστου Βαρυμπομπιώτη. Ἀγαποῦσε τὸν Αὐγουστῖνο καὶ τὸν ὑπελήπτετο, καίτοι δὲν συμφωνοῦσε μὲ τὶς πολλές του ἀκρότητες. Αὐτὸς ἦτο ἤπιος, διαλλακτικός, νηφάλιος. Ὁ Αὐγουστῖνος ἦτο ἐκρηκτικός, ἀπόλυτος, μακκαβαῖος (μακάμπα, ἐβραϊστὶ ἡ σφῦρα).

Τώρα ποὺ σύρω αὐτὲς τὶς γραμμές μου ἔρχεται στὸ νοῦ καὶ κάτι ἄλλο.

Ἦτο συνοδικὸς στὴν Ἀθήνα. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ ἀνέθεσε νὰ κάμη μίαν εἰσήγησι γιὰ τὸ βιβλίο τοῦ Καζαντζάκη «Ὁ τελευταῖος πειρασμός». Κατὰ συγκυρίαν τὸν ἐπεσκέφθην στὸ σπίτι του στὴν Ἠλιούπολι γιὰ κάποια ὑπόθεσι τῆς Μονῆς Προυσοῦ, ἂν δὲν ἀπατῶμαι. Εἶχε πυρετὸ καὶ ἦτο κλινήρης. Βαστοῦσε τὸ βιβλίο καὶ μὲ κόκκινο μολύβι ἔσυρε γραμμὲς ὅπου ἔβλεπε κάτι μεμπτόν. Μοῦ λέγει: «Ἀηδιάζω ποὺ τὸ διαβάζω. Εἶμαι ὅμως ἀναγκασμένος. Δὲν ὑπάρχει φράσις ποὺ νὰ μὴν ἔχω τραβήξει κόκκινη γραμμή. Κοκκίνισα ὅλο τὸ βιβλίο. Οὔτε κἂν ὑποπτευόμουν ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπάρχη τέτοιο βλάσφημο βιβλίο...» Καὶ ὅμως ἡ Ι. Σύνοδος δὲν ἐτόλμησε νὰ προχωρήση.....

Καὶ μία παράκλησις ἐκ μέρους τοῦ γράφοντος. Τὸ 1958 ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ. Κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν αὐτοῦ ἐτάφη ἐν Ἀγρινίῳ. Κατὰ τὴν ὥραν τῆς ταφῆς καὶ πρὶν τὸ φέρετρον καταβιβασθῇ εἰς τὸν τάφον, ὁ τότε ἱεροκῆρυξ ἐν Ἀγρινίῳ Ἄρχιμ. Βενέδικτος ἀφαιρεῖ αὐτοβούλως ἀπὸ τοῦ τραχήλου τὸ ἐγκόλπιον τοῦ Μητροπολίτου λέγων: «Αὐτὸ εἶναι γιὰ τὴν Χριστιανικὴ Ἕνωσι». Ἤμουν παρὼν καὶ εἶδα αὐτοψεὶ τὴν βιαίαν αὐτὴν κίνησιν τὴν ταράξασαν τὸ λείψανον. Ἔχει μείνει εἰς τὴν μνήμην μου αὕτη ἡ οὐχὶ καὶ τόσον εὐγενὴς χειρονομία.

Παρακαλῶ ὅθεν τους ἐν τῇ Χριστιανικῇ Ἑνώσει Ἀγρινίου, ὅπως διὰ τὴν ἀνάπαυσιν τῶν ψυχῶν ἀμφοτέρων, παραδοθῇ τὸ ἐν λόγῳ ἐγκόλπιον, ἐὰν ὑπάρχη, εἰς τὴν Ἱερὰν Μητρόπολιν Ναυπάκτου, ὅπου δικαιωματικῶς ἀνήκει. (σ.Ε.Π.: Σύμφωνα μὲ τὴν συνήθεια, τὰ ἀρχιερατικὰ διάσημα, μήτρα, ἐγκόλπιο κλπ., τὰ παραλαμβάνη ὁ προεξάρχων τῆς ἐξοδίου Ἀκολουθίας Ἀρχιερεύς, ὅστις ἂν εἴη).

Αὐτὰ εἶναι ὅσα ὁ γεροντικός μου νοῦς διατηρεῖ. Καὶ ὅταν ψάλλουμε τὶς Παρακλήσεις τῆς Παναγίας, μοῦ ἔρχεται πάντα στὸ νοῦ ἡ μορφή του καὶ στὰ αὐτιά μου ἠχεῖ ὁ τρόπος ποὺ ἔψαλλε: «Ἐν ταῖς ζάλαις ἐφεῦρον σὲ λιμένα, ἐν ταῖς λύπαις χαρὰν καὶ εὐφροσύνην...».

Προσπαθοῦσα σ’ ὅλη μου τὴν ζωὴ νὰ τὸν μιμηθῶ, πλὴν ὅμως εἰς μάτην...

Μετ’ οὐ πολὺ ἔρχομαι, ἅγιε μοῦ Δεσπότη, νὰ σὲ ἀκούσω στὸν οὐρανό..

Ἀπαρχαί του ,βῇ` ἔτους. (2008)

Πενῆντα χρόνια μετά....

  • Προβολές: 2738