Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν
Πρωτοπρεσβύτερου π. Θωμᾶ Βαμβίνη
Σὰν ἀπόηχος τῶν γεγονότων ποὺ προηγήθηκαν τῆς ἐκλογῆς τοῦ νέου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου ἔχουν μείνει στὴν ἀκοή μας κάποιοι ἦχοι, ποιμαντικὰ παράτονοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουμε τὴν γνώμη ὅτι δὲν πρέπει νὰ καλυφθοῦν ἀπὸ τὴν «πάντα στέγουσα» εἰρήνη καὶ νηνεμία ποὺ διοχετεύει στὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα ἡ ποιμαντικὴ καὶ θεολογικὴ προσωπικότητα τοῦ νέου Μακαριωτάτου.
Ὁ ἑκάστοτε Ἀρχιεπίσκοπος παίζει σημαντικὸ ρόλο στὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα. Ἡ προσωπικότητά του, ἡ ποιότητα τῆς θεολογικῆς καὶ ποιμαντικῆς του ἐμπειρίας, ἑλκύουν ἡ ἀπωθοῦν, εἰσάγουν στὴν Ἐκκλησία ἡ ἐξάγουν ἀπ’ τὸν περίβολό της πολλοὺς ἀνθρώπους ποὺ διακατέχονται ἀπὸ ποικίλα πνεύματα καὶ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ ἰδιαίτερη μέριμνα. Ὅμως, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, οὔτε τὸ σῶμα τῆς Ἱεραρχίας τὸ ἀπαρτίζει μόνος του. Ἄλλωστε, ὁ Μακαριώτατος κ. Ἱερώνυμος, πιστὸς στὸν τόμο τοῦ 1850 καὶ τὴν Πατριαρχικὴ Πράξη τοῦ 1928, ἐμφαντικὰ ἔχει τονίσει, ὅτι δὲν εἶναι κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἐπισκόπους. Εἶναι Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ λόγῳ τῆς ἕδρας του, εἶναι καὶ Πρόεδρος τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας. Εἶναι πρῶτος μεταξὺ ἴσων. Δὲν διοικεῖ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μόνος του. Ἀποφασίζει συνοδικὰ καὶ δρᾶ «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις [ἀδελφοῖς]». Ὁπότε οἱ θεολογικὲς ἡ οἱ ποιμαντικὲς «παρατονίες» ὁποιουδήποτε ὑπεύθυνου ἐκκλησιαστικοῦ προσώπου φθείρουν τὸ «ἐναρμόνιο μέλος» τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς καὶ διδασκαλίας, ἀφοῦ ἐπιδροῦν στὸν λαό, γι’ αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἐπισημαίνονται γιὰ νὰ διορθώνονται ἡ, ἔστω, νὰ διαχωρίζονται ἀπὸ τὴν «ὑγιαίνουσα διδασκαλία» καὶ πρακτική.
Κατὰ τὴν σύντομη, εὐτυχῶς, προεκλογικὴ περίοδο γιὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ νέου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν ἕνα θέμα στὸ ὁποῖο ἀκούστηκαν κάποιες ποιμαντικὲς παρατονίες, ἦταν ἡ δράση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὶς ἐκλογὲς τῶν Ἀρχιερέων καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Ὅταν γινόταν ἀναφορὰ σ’ αὐτὸ τὸ θέμα οἱ πιὸ πολλοὶ δημοσιογράφοι ἀντιδροῦσαν εἰρωνικά. Αὐτοὶ ἔψαχναν νὰ βροῦν ἀριθμοὺς ψήφων, ἐπιρροὲς καὶ συμμαχίες τῶν ὑποψηφίων Ἀρχιεπισκόπων, ὁπότε κάθε ἀναφορὰ στὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ, στὴν «ὑπόδειξη τοῦ Θεοῦ» γιὰ τὸ ποιός πρέπει νὰ ψηφισθῇ, ἀντιμετωπιζόταν ὡς μεταφυσικὴ ὑπεκφυγὴ ποὺ δὲν πείθει τὸν ἐλεύθερο καὶ ἔξυπνο ἄνθρωπο τοῦ 21ου αἰῶνα.
Ἔτσι, ἕνα μυστήριο ποὺ τελεσιουργεῖται μέσα στὴν Ἐκκλησία –ὁ φωτισμὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ὁδηγεῖ τὰ μέλη της «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν»– ἔγινε πολλὲς φορὲς ἀντικείμενο σκωπτικῶν σχολίων σὲ τηλεοπτικὲς συζητήσεις ἀλλὰ καὶ σατιρικὲς ἐκπομπές. Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ στὴν ὁποία συνεργεῖ ὁ ἄνθρωπος, γενικὰ ὁ θεανθρώπινος χαρακτῆρας ὅλων τῶν ἐκκλησιαστικῶν γεγονότων θεωρήθηκε ὡς ἐπικάλυμμα, σὰν ἕνα θρησκευτικὸ περιτύλιγμα σὲ καθαρὰ ἀνθρώπινες ἐπιδιώξεις. Μὲ αὐτὴν τὴν νοοτροπία, ἡ ἐκλογὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἀντιμετωπίσθηκε ἀπὸ πολλοὺς σὰν ἕνα πολιτικὸ γεγονός, μὲ ὅλες τὶς παραμέτρους ποὺ παρουσιάζουν οἱ ἀντίστοιχες διαδικασίες μέσα στὸν πολιτικὸ βίο. Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ καθαυτὸ ρόλος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἀγνοήθηκαν.
Βέβαια, τὰ πράγματα περισώθηκαν ἀπὸ τὴν σιγὴ καὶ τὸν διακριτικὸ λόγο τῆς πλειοψηφίας τῶν Ἱεραρχῶν καὶ ἀποκαταστάθηκαν πλήρως μὲ τὸ πρῶτο κήρυγμα καὶ τὸν ἐνθρονιστήριο λόγο τοῦ Μακαριωτάτου Ἱερωνύμου.
Εἶναι χρήσιμο, ὅμως, νὰ ἐπισημάνουμε δύο ἀπὸ τοὺς λόγους τῆς «ἀπιστίας» ἀρκετῶν δημοσιογράφων στὰ λεγόμενα γιὰ τὴν δράση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ πρῶτος ἔχει σχέση μὲ ἕνα βασικὸ στοιχεῖο τῆς ὀρθόδοξης ποιμαντικῆς. Ἡ πίστη ἔχει προϋποθέσεις. Οἱ θεολογικὲς ἀλήθειες, ἰδιαίτερα τὰ ἐσωτερικότερά τους στοιχεῖα, δὲν εἶναι γιὰ τὸν καθένα. Εἶναι ἰσχυρὴ τροφὴ ποὺ ἀπαιτεῖ ἀνάλογη ἀφομοιωτικὴ ἱκανότητα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὴν δέχεται. Μὲ λίγα λόγια δὲν εἶναι κατάλληλο θέμα γιὰ δημοσιογραφικὲς συζητήσεις, τὶς ὁποῖες παρακολουθοῦν ἄνθρωποι διαφόρων πνευματικῶν ἡλικιῶν. Στὰ τηλεοπτικὰ παράθυρα –ἰδιαιτέρως τῶν ἰδιωτικῶν τηλεοπτικῶν σταθμῶν– ἡ θεολογία, ὁ ἐκκλησιαστικὸς λόγος πρέπει νὰ μεταδίδεται μὲ «κοινὲς ἔννοιες», μὲ λέξεις καὶ νοήματα ποὺ καταλαβαίνουν οἱ πολλοί, χωρὶς νὰ παραχαράζεται ἡ ἀλήθεια. Δὲν τὰ λέμε ὅλα σὲ ὅλους, γιατί δὲν μποροῦν ὅλοι νὰ τὰ σηκώσουν. Θὰ τὰ ἀπορρίψουν, πιθανῶς θὰ τὰ εἰρωνευθοῦν καὶ ἐξ αἰτίας μας θὰ βλαφθοῦν. Ὁ Χριστὸς μᾶς δίδαξε αὐτὴ τὴν διακριτικὴ διδασκαλία ὅταν εἶπε στοὺς μαθητές Του: «Ἔτι πολλὰ ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ’ οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι». Τοὺς εἶπε ἀκόμη, ὅτι ἀργότερα, ὅταν θὰ ἔλθη «τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας» Ἐκεῖνο θὰ τοὺς ὁδηγήσει «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν». Δὲν ἤθελε νὰ τοὺς κρύψη τίποτε. Ἔπρεπε, ὅμως, νὰ ὡριμάσουν πνευματικὰ γιὰ νὰ προσλάβουν πληρέστερα τὴν διδασκαλία Του, ὅπως ὁ μικρὸς μαθητὴς ποὺ χρειάζεται νὰ μάθη καλὰ τὰ μαθήματα τῆς τάξης του, ὥστε τὴν ἑπόμενη χρονιὰ νὰ μπορέση νὰ παρακολουθήση χωρὶς δυσκολίες τὰ μαθήματα τῆς ἀνώτερης τάξης.
Ὁ δεύτερος λόγος τῆς δημοσιογραφικῆς «ἀπιστίας» εἶναι κατὰ τὴν γνώμη μας ὁ μηχανικὸς καὶ σχεδὸν μονοφυσιτικὸς τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο παρουσιάσθηκε ὅτι δρᾶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μέσα στὰ πλαίσια τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, γεγονὸς ποὺ δημιούργησε εὔλογες ἀντιδράσεις (εὐτυχῶς σὲ λίγες τηλεοπτικὲς παρουσιάσεις...). Δόθηκε ἡ ἐντύπωση ὅτι ξαφνικὰ καθοδηγεῖ τὸν πορευόμενο πρὸς τὴν ψηφοδόχο Ἀρχιερέα καὶ τοῦ ὑποδεικνύει μὲ «ξαφνικὸ» λογισμὸ ποιόν νὰ ψηφίση, χωρὶς προηγούμενη «δοκιμασία» τῶν ὑποψηφίων, χωρὶς δική του ἔρευνα γιὰ τὸ ποιός εἶναι ὁ κατάλληλος γι’ αὐτὴν τὴν θέση καὶ ἀνεξάρτητα ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὶς πιθανὲς δεσμεύσεις του, πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκλογή.
Ὅμως, τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δὲν παραβιάζει τὴν θέληση τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε την παραθεωρεί. Ἡ ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση εἶναι στὸ θέμα αὐτὸ σαφέστατη. Δύο παραδείγματα πιστεύουμε ὅτι θὰ μᾶς δείξουν το πὼς ἡ Ἐκκλησία ἀντιλαμβάνεται τὰ πράγματα.
Στὴν χειροτονία τῶν Ἀρχιερέων ὁ πρῶτος τῇ τάξει Ἀρχιερέας ἐκφωνεῖ: «Ψήφω καὶ δοκιμασία τῶν ἁγιωτάτων Μητροπολιτῶν τῶν συγκροτούντων τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ θεία Χάρις... προχειρίζεται...». Ἡ θεία Χάρις «προχειρίζεται» τὸν πρεσβύτερο σὲ Μητροπολίτη, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τὴν ψῆφο καὶ τὴν δοκιμασία τῶν Μητροπολιτῶν. Καὶ ἐννοεῖται ὅτι ἡ ψῆφος τῶν Μητροπολιτῶν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς «δοκιμασίας» τῶν ὑποψηφίων. Διότι, κανονικά, ὅπως σημειώνει ὁ Μητροπολίτης μᾶς κ. Ἰερόθεος: «προηγεῖται τῆς ψηφοφορίας συζήτηση, ἔρευνα καὶ ἐξέταση τῶν ὑποψηφίων μεταξὺ τῶν Ἀρχιερέων ποὺ πρόκειται νὰ ψηφίσουν» (Θρησκεία καὶ Ἐκκλησία στὴν κοινωνία, σ. 216). Δὲν καταργεῖται, δηλαδή, στὶς συνοδικὲς διαδικασίες ὁ ἀνθρώπινος παράγοντας, ἡ ἔρευνα καὶ συζήτηση μεταξὺ τῶν Ἀρχιερέων.
Τὸ δεύτερο παράδειγμα εἶναι ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλαν οἱ ἀπόστολοι πρὸς τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανοὺς μετὰ τὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο τῶν Ἱεροσολύμων. Ἐκεῖ γράφουν: «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν» (Πράξεις, 15, 28). Δηλαδή, «ἀποφασίστηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἀπὸ μᾶς». Ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, οὔτε μόνο ἀπὸ μᾶς. Ὁ Ἄρχιμ. Βασίλειος σημειώνει, ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὁδηγεῖ τὴν Ἐκκλησία εἰς πᾶσαν τὴν Ἀλήθειαν, ὅμως, «δὲν τῆς τὴν ἐπιβάλλει, δὲν δογματίζει ἄνευ τῆς συναινέσεώς της... γιατί τότε παύει νὰ εἶναι ἀλήθεια ποὺ ἐλευθερώνει, καὶ γίνεται τυραννία ποὺ θανατώνει. Ἄνευ τῆς συναινέσεως τοῦ ἀνθρώπου οὔτε τὴν σωτηρία δὲν δίνει ὁ Θεὸς» (Εἰσοδικό, σ. 68).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὸ συγκεκριμένο χωρίο ρωτᾶ: Γιὰ ποιό λόγο εἶπε ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν» καίτοι ἦταν ἀρκετὸ νὰ πῇ μόνο: «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι»; Καὶ ἀπαντᾶ: Εἶπε «τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι» γιὰ νὰ μὴ νομίσουν, οἱ ἐξ ἐθνῶν, ὅτι εἶναι ἀνθρώπινη ἡ ἀπόφασή τους καὶ τὸ «ἡμῖν» γιὰ νὰ διδαχθοῦν ὅτι καὶ αὐτοὶ ἀποδέχονται τὴν ἀπόφαση, ἂν καὶ ἔχουν λάβει περιτομή.
Τὸ τέλειο εἶναι μὲ τὴν δοκιμασία καὶ τὴν συζήτηση στὶς συνοδικὲς διαδικασίες νὰ ἐπικρατοῦν οἱ γνῶμες αὐτῶν ποὺ ἔχουν ἐνεργοῦσα μέσα τους τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ γνωρίζουν τί σημαίνει συμφωνία τῆς ἀνθρώπινης θέλησης μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ• ποὺ γνωρίζουν ἐμπειρικὰ τὸ νόημα τῆς φράσης: «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν».
- Προβολές: 3303