Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ὅσιος Λουκᾶς ὁ ἐν Στειρίω, 7 Φεβρουαρίου
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ὁ ὅσιος Λουκᾶς γεννήθηκε τὸ 896 μ. Χ. στὴν Αἴγινα, ἀλλὰ μεγάλωσε στὴν Φωκίδα ὅπου μετακόμισε ἡ οἰκογένειά του. Ἦταν φιλότιμος καὶ ἐργατικὸς καὶ βοηθοῦσε τοὺς γονεῖς του στὶς ἀγροτικὲς ἐργασίες. Μετὰ τὴν φοίτησή του στὸ σχολεῖο βοηθοῦσε τὸν πατέρα του στὶς ἀγροτικὲς ἐργασίες. Βόσκοντας δὲ τὰ ζῶα τοῦ πατέρα του διάβαζε διάφορα πνευματικὰ βιβλία, κυρίως δὲ τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ προσευχόταν. Μετὰ τὴν ἔξοδο τοῦ πατέρα τοῦ ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη αὐτὴν ζωή, ὑπῆρξε τὸ στήριγμα καὶ ἡ παρηγοριὰ τῆς μητέρας του, τὴν ὁποία φρόντισε μὲ τρόπον ὑποδειγματικὸ μέχρι τὸ τέλος τοῦ ἐπιγείου βίου της. Μετὰ τὴν κοίμησή της, ἔκανε πράξη τὸν πόθο τῆς ψυχῆς του, ποὺ ἦταν ἡ βίωση τῆς ἀγγελομίμητης ζωῆς. Ἀφοῦ πρῶτα μοίρασε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχούς, στὴν συνέχεια ἔστησε μιὰ καλύβα σὲ ἐρημικὸ μέρος κοντὰ στὴν θάλασσα καὶ ζοῦσε μὲ ἄσκηση καὶ προσευχή.
Ὅταν εἰσέβαλαν οἱ Βούλγαροι στὴν Στερεὰ Ἑλλάδα, ὁ ὅσιος κατέφυγε στὴν Πελοπόννησο. Ἐπανῆλθε, ὅμως, στὴν στερὰ Ἑλλάδα, τὸ 927, καὶ ἐγκαταστάθηκε ὁριστικὰ στὸ ὅρος Στείρι τῆς Βοιωτίας. Ἡ φήμη τοῦ ὁσίου Λουκᾶ ἔκανε πολλοὺς νὰ ἔλθουν κοντά του καὶ νὰ γίνουν μοναχοὶ κάτω ἀπὸ τὴν ἐμπνευσμένη καθοδήγησή του καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὸν ἀνάγκασε νὰ ἰδρύση Μοναστήρι.
Ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τὴν 7η Φεβρουαρίου 953.
Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:
Μελετῶντας κανεὶς προσεκτικὰ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων διαπιστώνει, μεταξὺ τῶν ἄλλων, ὅτι ἦσαν ἄνθρωποι μὲ μεγάλη εὐαισθησία καὶ συμπόνοια γιὰ τοὺς συνανθρώπους τους, στοὺς ὁποίους συμπαραστέκονταν καὶ παρηγοροῦσαν μὲ κάθε τρόπο. Καὶ αὐτὸ εἶναι, θὰ ἔλεγε κανείς, πολὺ φυσικό, γιατί ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Θεό, αὐτὸς ἀγαπᾶ καὶ τοὺς συνανθρώπους του, οἱ ὁποῖοι εἶναι εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἀφοῦ οἱ ἅγιοι ἀγαποῦν τοὺς πάντες, καὶ αὐτοὺς ἀκόμα τοὺς ἐχθρούς τους, εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴ ἀγαποῦν καὶ νὰ μὴν ἐνδιαφέρονται γιὰ τοὺς οἰκείους τους καὶ κυρίως γιὰ τοὺς γονεῖς τους. Πράγματι, τρέφουν πρὸς αὐτοὺς βαθὺ σεβασμὸ καὶ μεγάλη ἀγάπη, ποὺ ἐκδηλώνονται σὲ κάθε περίσταση καὶ κυρίως στὶς δύσκολες στιγμὲς τῆς ζωῆς τους, ὅπως εἶναι οἱ ἀρρώστειες καὶ τὰ γεράματα. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος φρόντισε τὴν μητέρα του, τὴν ἁγία Ἀνθοῦσα, καὶ μετὰ τὴν κοίμησή της ἔκανε πράξη τὴν ἐπιθυμία του νὰ ἀποσυρθῇ στὴν ἔρημο καὶ νὰ ἀφιερωθῇ στὴν λατρεία τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος συμπαραστάθηκε στὴν μητέρα του καὶ τὴν φρόντιζε ὁ ἴδιος προσωπικὰ ὅταν ἐκείνη ἀσθενοῦσε. Ἔγραφε σὲ ἐπιστολὴ τοῦ πρὸς τὸν Μ. Βασίλειο τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικά: «προσεδρεύομεν γὰρ τὴ κυρία, τὴ μητρί, πολὺν ἤδη καμνούση χρόνον ἐξ ἀρρωστίας».
Πολλὰ παραδείγματα θὰ μποροῦσε νὰ ἀναφέρη κανείς, ἀλλὰ πιστεύουμε ὅτι τὰ παραπάνω εἶναι ἀρκετὰ γιὰ νὰ φανερώσουν τὸ ὅτι ἡ συμπεριφορὰ τῶν ἁγίων πρὸς τοὺς γονεῖς τους εἶναι ἀξιοθαύμαστη καὶ ἀποκαλύπτει ὅλο τὸ μεγαλεῖο τῆς εὐαίσθητης καὶ γεμάτης ἀληθινὴ ἀγάπη καρδιᾶς τους.
Ἡ συμπεριφορὰ αὐτὴ τῶν ἁγίων πρὸς τοὺς γονεῖς τους, θὰ πρέπη νὰ ἀποτελῇ τὸ πρότυπο καὶ τὸν γνώμονα καὶ τῆς δικῆς μας συμπεριφορᾶς πρὸς τοὺς γονεῖς μας. Ἄλλωστε, ἡ ἀγάπη τῶν παιδιῶν πρὸς τοὺς γονεῖς τους, καθὼς καὶ τῶν γονέων πρὸς τὰ παιδιά τους καὶ γενικότερα πρὸς τοὺς κατὰ σάρκα συγγενεῖς τους, δὲν εἶναι κάτι τὸ ἰδιαίτερα σημαντικό, ἀφοῦ εἶναι φυσικὴ ἀγάπη καὶ τὴν ἔχουν καὶ αὐτὰ τὰ ἄλογα ζῶα, τὰ ὁποῖα, μάλιστα, τὴν δείχνουν, πολλὲς φορές, κατὰ τρόπο ὑποδειγματικὸ καὶ ἀξιοθαύμαστο. Δηλαδή, ἡ ἀγάπη αὐτὴ εἶναι μέσα στὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἀπαιτεῖται ἀγῶνας καὶ κόπος γιὰ τὴν ἀπόκτησή της καὶ γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι οὔτε κατακριτέα οὔτε ἄξια ἐπαίνου.
Κατακριτέα εἶναι ἡ ἀγάπη ἐκείνη ποὺ στηρίζεται στὰ πάθη καὶ κυρίως στὸ πάθος τῆς φιλαυτίας, ἀπὸ τὸ ὁποῖο πηγάζουν καὶ ὅλα τὰ ἄλλα πάθη, ἤτοι τῆς φιληδονίας τῆς φιλαργυρίας, τῆς κενοδοξίας κλπ. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ εἶναι ψεύτικη, ἰδιοτελὴς καὶ ἔχει ἡμερομηνία λήξης, ἀφοῦ διαρκεῖ ὅσο καὶ ἡ ἱκανοποίηση τῶν παθῶν. Δηλαδή, ὅταν τὸ ἀγαπώμενο πρόσωπο, γιὰ διαφόρους λόγους, παύη νὰ ἱκανοποιῇ τὸ πάθος ἡ τὰ πάθη, τότε, στὴν καλύτερη περίπτωση, παύει νὰ ἀγαπᾶται. Ὑπάρχει δὲ τὸ ἐνδεχόμενο, καὶ δὲν εἶναι λίγα τὰ παραδείγματα, ἡ ἐμπαθὴς ἀγάπη νὰ μεταβληθῇ σὲ ἐκδικητικότητα καὶ μῖσος.
Ἄξια ἐπαίνου εἶναι ἡ ἀνιδιοτελὴς ἀγάπη, ἡ ὁποία εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ χαρίζεται σὲ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται μὲ πόνο καὶ κόπο νὰ τὴν ἀποκτήσουν. Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ζῆ μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀγωνίζεται μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ θεραπεύση τὰ πάθη του καὶ νὰ κυριαρχήση πάνω σ’ αὐτά, ἀποκτᾶ τὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, ἡ ὁποία κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ «εἶναι ἔκγονος ἀπαθείας» καὶ ἑπομένως εἶναι ἀληθινὴ καὶ χωρὶς ἡμερομηνία λήξης. Ὁ φορέας τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης, ἀφοῦ ἀγαπᾶ τοὺς πάντες, ἀκόμα καὶ τοὺς ἐχθρούς, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἀγαπᾶ καὶ τοὺς γονεῖς του, καθὼς καὶ ὅλους τοὺς οἰκείους του.
Θὰ πρέπη νὰ γνωρίζουμε, καὶ νὰ τὸ ἔχουμε πάντα κατὰ νοῦν, ὅτι λειτουργεῖ ὁ πνευματικὸς νόμος, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖον ὅ,τι κάνει κανείς, ἀργὰ ἡ γρήγορα, τὸ βρίσκει μπροστά του. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ ἡ συμπεριφορὰ τῶν παιδιῶν μας πρὸς ἐμᾶς, θὰ εἶναι ἀνάλογη μὲ τὴν δική μας συμπεριφορὰ πρὸς τοὺς γονεῖς μας, ἀφοῦ, ἄλλωστε, τὰ παιδιά, κατὰ κανόνα, μιμοῦνται τὸ παράδειγμα τῶν γονέων τους. Βέβαια, δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀγνοήση τὶς συνθῆκες ζωῆς, τὶς δυσκολίες καὶ τὰ προβλήματα τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου, καὶ κυρίως αὐτοῦ ποὺ ζῆ στὶς μεγαλουπόλεις, ὡστόσο ὅμως ὑπάρχουν λύσεις γιὰ ὅλα τὰ προβλήματα, ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχη θέληση καὶ ἀγαθὴ διάθεση. Ὅποιος ἀγαπᾶ ἀληθινά, αὐτὸς βρίσκει πάντοτε τρόπους γιὰ νὰ ἐκφράση τὴν ἀγάπη του, τὴν καλωσύνη καὶ τὴν ἀνθρωπιά του.
- Προβολές: 3367