Γεγονὸς καὶ Σχόλιο: Ἡ σύγχρονη κοινωνικὴ μοναξιά
Ὅταν συζητήση κανεὶς μὲ ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας, θὰ διαπιστώση ὅτι βιώνουν ἄλλος λίγο καὶ ἄλλος πολὺ ἕνα περίεργο αἴσθημα μοναξιᾶς. Ἀκούει φράσεις σὰν κι αὐτές: «δὲν ἔχω φίλους», «δὲν μὲ ἀγαπᾶνε», «δὲν μὲ καταλαβαίνουν», «δὲν μπορῶ νὰ χαρῶ», «δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω τοὺς ἄλλους» κλπ. Ὅλα αὐτὰ εἶναι δείγματα βιώσεως τῆς μοναξιᾶς.
Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι λένε τέτοιες φράσεις καὶ αἰσθάνονται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἐνῷ ζοῦν μέσα σὲ πολυπρόσωπες κοινωνίες καὶ ἐπιδιώκουν νὰ ἔρχωνται σὲ ἐπικοινωνία μὲ πολλοὺς ἀνθρώπους. Ὁπότε, ὑπάρχει πολλὴ ἐπικοινωνία, ἀλλὰ γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἔρημο τῶν πόλεων καὶ γιὰ τὴν «ἔρημη χώρα».
Αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμβαίνη καὶ μέσα στὶς οἰκογένειες. Ἡ Δουβλινέζα Ἂνν Ἐνράϊτ ποὺ πῆρε τὸ βραβεῖο τῶν «Μπροῦκερ», τὸ ὁποῖο εἶναι τὸ ἐγκυρότερο βραβεῖο τῆς ἀγγλόφωνης λογοτεχνίας, μὲ τὸ βιβλίο ποὺ ἔγραψε μὲ τίτλο «The Gathering» (ἡ συγκέντρωση) καὶ στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὶς δύσκολες οἰκογενειακὲς σχέσεις, σὲ μιὰ συνέντευξή της εἶπε ὅτι «ἡ οἰκογένεια μπορεῖ νὰ εἶναι κι ἕνα πολὺ μοναχικὸ τοπίο» (Ἐλευθεροτυπία 14 Δεκεμβρίου 2007).
Εἶναι φοβερὸς αὐτὸς ὁ λόγος ὅτι «ἡ οἰκογένεια εἶναι ἕνα μοναχικὸ τοπίο». Ἡ οἰκογένεια ἀπὸ τὴν φύση της εἶναι τὸ κύτταρο τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, εἶναι ὁ πρῶτος ἐκεῖνος κοινωνικὸς χῶρος ποὺ προετοιμάζει τὸν ἄνθρωπο νὰ εἰσέλθη στὴν μεγάλη οἰκογένεια τῆς κοινωνίας. Ἡ οἰκογένεια εἶναι μιὰ διαρκὴς ἀγκαλιά, τὴν ὁποία θυμᾶται ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ στὴν ὁποία ἐπιστρέφει πολλὲς φορὲς εἴτε μὲ τὴν μνήμη του εἴτε μὲ τὴν πράξη του, ἀκόμη καὶ τότε ποὺ ἡ κοινωνία τον ἀποστρέφεται, καὶ τότε ποὺ διαπράττει τις πιὸ ἀποτροπιαστικὲς πράξεις. Κανονικὰ θὰ ἔπρεπε μέσα στὴν οἰκογένεια, λόγῳ τοῦ ὅτι ὑπάρχουν ἰσχυροὶ βιολογικοὶ δεσμοί, νὰ ἐπικρατῆ ἡ εἰρήνη, ἡ ἀγάπη, ἡ εἰλικρίνεια στὶς σχέσεις.
Ὅμως, στὴν σύγχρονη ἐποχὴ καὶ ἡ οἰκογένεια διέρχεται μεγάλη κρίση. Ἡ ἴδια ἡ οἰκογένεια συρρικνώνεται, χαλαρώνει τοὺς δεσμούς, δημιουργεῖ ἐντάσεις καὶ μεγαλώνει τὸν πόνο. Ὅταν αὐξάνωνται τὰ πάθη καὶ τὰ κοινωνικὰ ἐρεθίσματα, τότε ἐπηρεάζεται καὶ ὁ οἰκογενειακὸς βίος. Εἶναι φοβερό, ὅμως, νὰ αἰσθάνεται κανεὶς τὴν οἰκογένεια ὡς ἕνα χῶρο ἐντάσεων, διαπληκτισμῶν, μερικὲς φορὲς καὶ βιαίων ἀνατριχιαστικῶν πράξεων.
Ἡ ἴδια, ὅμως, συγγραφέας λέγει σὲ ἕνα ἄλλο σημεῖο: «Περισσότερο μὲ ἐνδιαφέρει ἡ διαφορὰ μεταξὺ "κληρονομημένης σχέσης" καὶ τῆς σχέσης ποὺ ἐπιλέγεις». Αὐτὸ ἔχει τὴν ἔννοια ὅτι ἡ κληρονομική-βιολογικὴ σχέση ἔχει τὸ στοιχεῖο τῆς ἀναγκαιότητας τῆς φύσης, ποὺ δεσμεύει, ἐνῷ ἡ σχέση ποὺ ἐπιλέγεται ἀπὸ τὸν καθένα ἄνθρωπο συνδέεται μὲ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν κατὰ ποικίλους βαθμοὺς ἀγάπη. Εἶναι κάτι ποὺ δὲν ἐπιβάλλεται, ἀλλὰ ἐπιλέγεται. Ἂν δὲ ἡ ἐπιλογὴ γίνεται μὲ σωστὰ κριτήρια, τότε αὐτὴ ἡ σχέση ἀναπληρώνει τὸν πόνο ποὺ δημιουργεῖ ἡ βιολογικὴ σχέση.
Αὐτὸ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ ἐννοῇ μὲ διαφορετικὸ τρόπο. Ὅμως ἐγὼ θὰ ἤθελα νὰ τὸ μεταφράσω μὲ τὴν ἔννοια ὅτι πέρα ἀπὸ τὴν βιολογικὴ οἰκογένεια ὑπάρχει καὶ ἡ πνευματικὴ οἰκογένεια, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Βέβαια, στὴν Ἐκκλησία ἐντασσόμαστε ἀπὸ τὴν μικρή μας ἡλικία, ἀλλὰ στὸ τέλος-τέλος αὐτὴ ἡ ἔνταξη ἔχει τὸ στοιχεῖο τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς καὶ τῆς ἀγάπης, ποὺ ὑπερβαίνει τὰ ὅρια. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ἔχει κανεὶς τὴν δυνατότητα νὰ ἔχη ἀδελφούς, πέρα ἀπὸ τοὺς διαφόρους περιορισμοὺς αἵματος, γένους, χρώματος, χρόνου. Ἀποκτοῦμε ἀδελφοὺς ζῶντας καὶ κεκοιμημένους, καὶ οἱ σχέσεις μεταξύ μας κινοῦνται σὲ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο, ἀσφαλῶς ἀνώτερο ἀπὸ τὸ βιολογικό. Ἔτσι, δὲν μποροῦμε νὰ ζοῦμε μόνοι, ἐγκαταλελειμμένοι, ἀνάδελφοι.
Τελικά, τὸ θέμα τῆς μοναξιᾶς, προσωπικῆς καὶ κοινωνικῆς, εἶναι θέμα προσωπικὸ τοῦ καθενὸς ἀνθρώπου. Ὅταν κανεὶς αἰσθάνεται τὸν πλησίον του ὡς ἀπειλὴ τῆς ὕπαρξής του, ὅταν τὸν ἄλλο τον αἰσθάνεται ὡς κόλασή του, τότε ἀναγκαστικὰ περιορίζεται στὸν ἑαυτό του, κλείνεται ἐσωτερικὰ καὶ πονάει ὑπαρξιακά, ζῆ τὴν μοναξιά, δὲν καταλαβαίνει τοὺς ἄλλους, δὲν τὸν καταλαβαίνουν οἱ ἄλλοι. Ὁ καθένας ἔχει τὴν δυνατότητα τῆς τελικῆς ἐπιλογῆς, καὶ τῆς βελτίωσης τῶν προσωπικῶν του σχέσεων. Ἡ μοναξιὰ εἶναι προσωπικὸ καὶ ὄχι ἕνα ἁπλῶς κοινωνικὸ γεγονός.
Ν.Ι.
- Προβολές: 2999