Ἀφιέρωμα: ἐκλογὴ νέου Ἀρχιεπισκόπου - Ἐλπίδες καὶ προσδοκίες
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
(Δημοσιεύθηκε στὴν «Κυριακάτικη Ἐλευθεροτυπία», 10-2-2008)
Μετὰ ἀπὸ διάστημα τόσων μηνῶν ἀπὸ τὴν ἐκδηλωθεῖσα ἀσθένεια τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χριστοδούλου καὶ μιὰ ἑβδομάδα ἀπὸ τὴν κηδεία του, ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐξέλεξε νέον Ἀρχιεπίσκοπο καὶ τὸν φόρτισε μὲ χρηστὲς ἐλπίδες καὶ πολλὲς προσδοκίες. Ἐλπίζουμε νὰ φανῆ ἀντάξιος τῶν προσδοκιῶν, Κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, καὶ νὰ ἀνταποκριθῇ στὸ ἔργο του μὲ ἔμπνευση καὶ ζωντάνια. Κάθε πνευματικὸς ἄνθρωπος πρέπει νὰ κάνη τὸ ἔργο του, ὅπως ὁ καλλιτέχνης. Ἔλεγε ὁ μακαριστὸς π. Πορφύριος ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κανεὶς καλὸς Χριστιανός –καὶ Κληρικός– ἂν δὲν εἶναι ποιητής, μὲ ὅλη τὴν σημασία τῆς λέξεως.
Μὲ τὴν ἐκλογὴ τοῦ νέου Ἀρχιεπισκόπου θυμήθηκα ἕνα παλαιότερο γεγονός, τὴν σύγκριση μεταξὺ τῶν ἀειμνήστων Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν Ἀθηναγόρου καὶ Δημητρίου. Ὅταν κοιμήθηκε ὁ Ἀθηναγόρας, ὁ τόσο μεγαλοπρεπὴς καὶ ἐπικοινωνιακός, ὅλοι σκέφτονταν ὅτι ὁ διάδοχός του θὰ φανῆ κατώτερος, ἀφοῦ ἡ σύγκριση θὰ ἀποβῇ σὲ βάρος του. Ὅμως ὁ μακαριστὸς Δημήτριος μὲ τὴν ταπείνωσή του καὶ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ ξεπέρασε ἐν πολλοῖς τὸν Ἀθηναγόρα καὶ ἀποδείχθηκε ὁ καλύτερος Πατριάρχης, ὅπως ἐγράφη, τοῦ 20ου αἰῶνα. Τελικὰ τὰ πνευματικὰ χαρίσματα ἔχουν μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ τὰ ὀντολογικά.
Ἐν ὄψει τῆς ἐκλογῆς νέου Ἀρχιεπισκόπου ἔγραψα διάφορα κείμενα καὶ ἔδωσα συνεντεύξεις, στὶς ὁποῖες ὑποστήριζα πὼς πρέπει νὰ εἶναι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος σήμερα. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔλεγα ὅτι πρέπει νὰ ἔχη ὀρθόδοξο ἦθος, ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα, νὰ γνωρίζη τὴν θεολογία καὶ νὰ ἐκφράζεται θεολογικά, νὰ σέβεται καὶ νὰ ἐνεργοποιῇ τὸ συνοδικὸ καὶ ἱεραρχικὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἀσκῇ τὴν ποιμαντική του διακονία μὲ ταπείνωση καὶ ἀγάπη, νὰ μὴν ἔχη πολιτικὸ λόγο, νὰ μὴν ἀσχολῆται μὲ τὴν ἐξωτερικὴ πολιτικὴ τῆς Ἑλλάδος, νὰ σέβεται καὶ νὰ συνεργάζεται ἄριστα μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ἐδῶ θὰ ἤθελα νὰ ἐντοπίσω τὸν τρόπο τῆς ποιμαντικῆς του διακονίας στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο.
Ὁ Victor Frankl κάνει λόγο στὰ κείμενά του γιὰ τὴν τραγικὴ τριάδα ποὺ μαστίζει τὸν ἄνθρωπο σὲ ὅλες τὶς ἐποχές. Πρόκειται γιὰ τὶς ἐνοχές, τὸν πόνο καὶ τὸν θάνατο. Κάθε ἐποχὴ ἔχει τὶς ἰδιαιτερότητές της, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος παραμένει ὁ ἴδιος διὰ μέσου τῶν αἰώνων.
Οἱ ἐνοχές-τύψεις δὲν εἶναι μόνον ἠθικές, ἀλλὰ κυρίως ὑπαρξιακὲς ποὺ εἶναι σύμφυτες μὲ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, εἶναι ἡ ἀνυπαρξία νοήματος γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸ ὑπαρξιακὸ κενό. Ὁ πόνος, ποὺ καὶ αὐτὸς εἶναι σύμφυτος μὲ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, συνδέεται μὲ τὴν ἀρρώστεια καὶ τὴν ἀνεστιότητα καὶ ἡ ἀντιμετώπισή του ἔχει σχέση ὄχι μὲ τὴν ἄρνησή του, διὰ τῆς ἡδονῆς, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ πόνου καὶ τὴν ὑπέρβασή του, ἀπὸ τὴν νοηματοδότηση τοῦ πόνου. Καὶ ὁ θάνατος, ποὺ εἶναι ἕνα ὀντολογικὸ καὶ ὑπαρξιακὸ γεγονός, ἀποτελεῖ τὸ μεγαλύτερο κοινωνικὸ πρόβλημα, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ μάθη ὄχι πὼς νὰ ζῆ, ἀλλὰ πὼς νὰ πεθάνη, ἀφοῦ τὸ «νὰ ξέρης νὰ πεθαίνης, σημαίνει πὼς καταλαβαίνεις γιατί πεθαίνεις».
Ὅταν ἕνας Κληρικὸς εἶναι εὐαίσθητος ἀπέναντι στὰ τρία αὐτὰ παγκόσμια ὑπαρξιακὰ καὶ κοινωνικὰ προβλήματα, τότε μπορεῖ νὰ βοηθήση τὸν σύγχρονο πονεμένο, τραυματισμένο καὶ βασανισμένο ἄνθρωπο, κυρίως τὸν νέο. Διαφορετικὰ θὰ μιλᾶ μιὰ ἄλλη ξύλινη καὶ ἀκαταλαβίστικη γλῶσσα καὶ θὰ προσπαθῆ νὰ γεμίζη τὴν ἀνεπάρκειά του μὲ τὸ νὰ ἀναμειγνύεται στὴν πολιτικὴ καὶ νὰ ἀναζητᾶ πολιτικὸ καὶ ἐθνικὸ ρόλο. Δὲν πρέπει νὰ ἐξαντλούμαστε σὲ ἕναν ἠθικισμὸ καὶ σὲ ἕνα ἀφυδατωμένο κοινωνικὸ ἔργο ποὺ δὲν ἀγγίζει τὶς ἀγωνίες τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου.
Ἡ κοινωνία μας διαθέτει λαμπροὺς κοινωνιολόγους, πολιτειολόγους, διεθνολόγους, ποὺ κάνουν τὸ ἔργο τους καλύτερα ἀπὸ μᾶς. Ὁ λαὸς ἀπὸ τὸν Κληρικὸ θέλει τὴν πατρότητα καὶ τὴν μητρότητα. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι πάσχουν ἀπὸ ψυχολογικὴ καὶ ὑπαρξιακὴ ὀρφάνεια καὶ ἀναζητοῦν πατέρα. Ὑπῆρξαν περιπτώσεις ποὺ νέοι σταματοῦσαν στοὺς σταθμοὺς τῆς Νέας Ὑόρκης μεγαλυτέρους στὴν ἡλικία καὶ τοὺς ἔλεγαν: «Θέλεις νὰ γίνης πατέρας μου;».
Πολλοὶ μὲ ἐρωτοῦσαν αὐτὴν τὴν περίοδο πὼς θέλει ὁ κόσμος τὸν νέο Ἀρχιεπίσκοπο. Τοὺς ἀντέστρεφα τὴν ἐρώτηση, λέγοντας πὼς ἡ Ἐκκλησία θέλει τοὺς Κληρικούς, τὸν Ἀρχιεπίσκοπο καὶ τὸν κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει μιὰ παράδοση ποὺ ἀπαντᾶ καὶ θεραπεύει τὶς ὑπαρξιακὲς ἀγωνίες τῶν ἀνθρώπων, τὴν ἐνοχή, τὸν πόνο καὶ τὸν θάνατο καὶ εἶναι ἀντιεκκλησιαστικὸ ἂν ὁ Κληρικὸς δὲν μπορῇ νὰ ἀνταποκριθῇ σὲ αὐτὸν τὸν ρόλο. Τὸν τελευταῖο καιρὸ ὁ κόσμος ἄκουσε τὸ σιωπηλὸ κήρυγμα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀσθενείας του, παρὰ τὸν βροντώδη λόγο του, ὅταν ἐξασκοῦσε ἐξουσία.
Ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως καὶ ἡ ποιμαντικὴ τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου στὸν ὑπαρξιακὸ καὶ καθημερινό του βίο, εἶναι τὸ ἔργο ὅλων μας καὶ τοῦ νέου Ἀρχιεπισκόπου. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος χρειάζεται Κληρικοὺς εὐαίσθητους-ποιητές, μὲ τὴν ἔννοια ποὺ εἴπαμε προηγουμένως, δηλαδὴ μὲ ἔμπνευση, ταπείνωση καὶ «συμπάσχουσα καρδία».
- Προβολές: 2799