Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: Παραίτηση Ἀρχιερέως ἀπὸ τὸν θρόνο του ἢ ὅριον ἡλικίας

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

(Δημοσιεύθηκε στὴν Ἐφημερίδα "Ὀρθόδοξος Κόσμος", στὶς 17-3-2008)

Κατὰ καιροὺς ἀναφύεται τὸ θέμα τῆς θεσπίσεως ὁρίου ἡλικίας γιὰ τοὺς ἡλικιωμένους Ἀρχιερεῖς ἡ ἀκόμη γίνεται λόγος γιὰ παραίτηση Ἀρχιερέως ἀπὸ τὴν Μητρόπολη τὴν ὁποία διαποιμαίνει. Τελευταῖα, μάλιστα, τὸ θέμα αὐτὸ ἐτέθη κατὰ ὀξύτερο τρόπο, ποὺ προκάλεσε ποικίλες συζητήσεις.

Ἡ θέσπιση ὁρίου ἡλικίας κατὰ τρόπο ἔμμεσο συνδέεται καὶ μὲ τὴν παραίτηση τῶν ἡλικιωμένων Ἀρχιερέων ἀπὸ τὸν μητροπολιτικὸ θρόνο. Μιὰ τέτοια ἐνέργεια, δυστυχῶς, γίνεται μὲ ἐπιπόλαιο καὶ συνθηματολογικὸ τρόπο. Δυστυχῶς εἴδαμε στὸ πρόσφατο παρελθὸν διάφορους ἐκβιασμοὺς καὶ πιέσεις γιὰ παραιτήσεις Μητροπολιτῶν, καθὼς ἐπίσης Ἀρχιερεῖς ποὺ τελείωσαν τὴν ζωὴ τοὺς τελοῦντες σὲ ἀγανάκτηση γιὰ ὅσα ἐκβιαστικὰ ὑπέστησαν.

Μερικοὶ θὰ ἀντιτάξουν τὸ ἐπιχείρημα ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν στὴν σύγχρονη ἐποχὴ μὲ τόσες προκλήσεις καὶ τὰ ἔντονα ποιμαντικὰ ἐνδιαφέροντα, νὰ παραμένουν Μητροπόλεις ἀποίμαντες ἀπὸ ὑπέργηρους Ἀρχιερεῖς. Πρόκειται γιὰ ἕναν ἔντονο προβληματισμό, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία διευθύνεται ἀπὸ τὸ Κανονικὸ τῆς Δίκαιο καὶ εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ σεβόμαστε τοὺς ἱεροὺς Κανόνας της, γιὰ τοὺς ὁποίους δώσαμε ἱερὴ ὑπόσχεση πρὸ τῆς χειροτονίας μας ὅτι θὰ τοὺς διαφυλάσσουμε, καθὼς ἐπίσης δὲν πρέπει νὰ παραβλέπουμε τὴν προσφορὰ τῶν πρεσβυτέρων ἀδελφῶν μας στὴν Ἐκκλησία. Ἐπὶ πλέον ὅσοι ὑποστηρίζουν τέτοιες θέσεις, ἀγνοοῦν τὴν οὐσία τῆς ὀρθοδόξου ποιμαντικῆς ἑνὸς Ἐπισκόπου καὶ τὴν ταυτίζουν μὲ ἕναν ἀκτιβισμό, γιὰ τὸν ὁποῖον χρειάζονται τὰ γνωρίσματα τῶν νέων ἀνθρώπων.

Ἐπειδὴ τὸ θέμα τῆς ἀπομακρύνσεως ἑνὸς Ἀρχιερέως ἀπὸ τὸν θρόνο του ἀντιμετωπίσθηκε στὸ παρελθὸν ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀποτελοῦν τὸ κανονικὸ πλαίσιο διακυβερνήσεώς της, γι' αὐτὸ μελέτησα τὸ θέμα. Περίληψη ὅλου τοῦ προβλήματος ἀπὸ θεολογικῆς καὶ ἐκκλησιολογικῆς πλευρᾶς συναντᾶ κανεὶς στὸν κανονολόγο Ματθαῖο Βλάσταση. Σχετικὸ ὑλικὸ βρίσκει στὸν 10ο Κανόνα τοῦ Πέτρου Ἀλεξανδρείας, στὴν ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου στὸν Δόμνο, στὴν ἐπιστολὴ τῆς Γ Ὁ?κουμενικ?ς Συνόδου πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Παμφυλίας καὶ στὸν 16ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Συνεκτιμῶντας κανεὶς τὰ κείμενα αὐτά, μὲ τὶς σχετικὲς ἑρμηνεῖες των Κανονολόγων, μπορεῖ νὰ καταλήξη στὰ ἑξῆς βασικὰ σημεῖα:

1. Ὑπάρχει στενὴ σχέση τοῦ Ἐπισκόπου-Μητροπολίτου μὲ τὴν Ἐπισκοπή-Μητρόπολή του καὶ δὲν νοεῖται Ἐπίσκοπος ἄνευ Ἐπισκοπῆς. Οἱ ἱεροὶ Κανόνες προϋποθέτουν γιὰ μὲν τὸν Ἐπίσκοπο συγκεκριμένο ποίμνιο, γιὰ δὲ τὸν Πρεσβύτερο θυσιαστήριο. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ παραιτεῖται ἀπὸ τὸ ποίμνιο τῆς πόλεως στὸ ὁποῖο «ἐπεκηρύχθη», «πὼς ἐπίσκοπος κληθήσεται τοῦ λοιποῦ, τίνας ἐπισκοπῶν;». Ἔτσι, ὁ Ἐπίσκοπος ποιμαίνει λαὸ καὶ δὲν νοεῖται νὰ ἔχη τίτλο, χωρὶς ποίμνιο: «Πὼς δὲ καὶ ἱεράρχης κληθήσεται ὁ κλῆρον μὴ κεκτημένος ὑφ' ἑαυτοῦ, μήτε μὴν ἄρχων ἱερωμένων;».

2. Ὁ Μητροπολίτης εἶναι ἰσόβιος καὶ δὲν παραιτεῖται ἡ δὲν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν θρόνο του, χωρὶς καταδικαστικὴ κανονικὴ ἀπόφαση. «Τὸ παραιτεῖσθαι τους ἱερουργοῦντας τὰς ἑαυτῶν Ἐκκλησίας οὐκ ἀρέσκει θεσμοῖς», διότι ὅσοι εἶναι ἄξιοι νὰ λειτουργοῦν «οὐδεὶς ποιεῖσθαι παραίτησιν». Ἐὰν εἶναι ἀνάξιοι νὰ λειτουργοῦν, τότε δὲν ἀπομακρύνονται διὰ τῆς παραιτήσεως, «ἀλλ' ἐκ τῶν ἀποδειχθέντων κατ' αὐτῶν ἐγκλημάτων», διότι ἐὰν κανεὶς δὲν εἶναι ἄξιος νὰ προΐσταται τοῦ θυσιαστηρίου, τότε «μηδὲ ἐπίσκοπον λέγεσθαι». Καί, φυσικά, δὲν ἐκλέγεται νέος Μητροπολίτης σὲ μιὰ Μητρόπολη, ζῶντος τοῦ προηγουμένου Μητροπολίτου, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει καταδικασθῇ κανονικῶς. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ καθίσταται Ἐπίσκοπος στὴν Ἐκκλησία «ᾖς ἔτι ὁ προεστὼς ζῆ», ἐκτὸς καὶ ἐὰν «αὐτὸς ἑκὼν τὴν ἐπισκοπὴν παραιτήσεται».

3. Ὁ Ἐπίσκοπος δέχεται τὴν ἀρχιερωσύνη, ἀλλὰ συγχρόνως ἀναλαμβάνει καὶ τὸ ἐπίμοχθο ἔργο τῆς ἐπισκοπικῆς διακονίας καὶ δὲν νοεῖται νὰ ἀποποιῆται τὴν διακονία αὐτή. Αὐτὸ εἶναι «ἄγνωμον» καὶ «οὐκ ἂν εἴη δίκαιον». Θεωρεῖται δὲ «ἄνοια» τὸ νὰ μποροῦν οἱ Ἀρχιερεῖς «τὰς μὲν ἐπισκοπὰς παραιτεῖσθαι, τὴν δὲ ἱερωσύνην καὶ αὔθις παρακατέχειν». Μάλιστα χαρακτηρίζονται «ἀναίσθητοι» «οἱ ζητοῦντες τὴν λειτουργίαν, ᾖς ἐθελοντὶ ἐκπεπτώκασι». Διότι «τὸ τῆς ἐπισκοπῆς ὄνομα, πράγματός ἐστι καὶ ἐνεργείας δηλωτικόν, ὁ δ' ἀποσεισάμενος ἐκοντὶ τὴν ἐνέργειαν, ἐκπέπτωκε δηλαδὴ καὶ τῆς κλήσεως».

4. Δικαιολογεῖται γιὰ διαφόρους λόγους, λόγῳ «νόσου χαλεπῆς» ἡ πατριαρχικῆς διακονίας, νὰ ἀπέχη ἀπὸ τὴν Ἐπαρχία του καὶ πέραν τῶν ἕξι μηνῶν. Ὅταν ὅμως ἕνας Ἐπίσκοπος παραμένη μακρὰν τῆς Ἐπισκοπῆς του «καὶ ὑπὲρ τοῦ ἐξαμηνιαίου χρόνου» χωρὶς νὰ ὑπάρχουν οἱ λόγοι ποὺ προαναφέρθησαν, τότε «της τοῦ ἐπισκόπου τιμῆς τε καὶ ἀξίας ἀλλοτριωθήσεται παντελῶς». Ἑπομένως, ὁ Κανόνας ἐπιτρέπει στοὺς Ἀρχιερεῖς καὶ «πλέον τοῦ ἐνιαυτοῦ ἀποδημεῖν, παρὰ βασιλέων ἡ πατριαρχῶν κατεχομένοις ἡ διὰ νόσον βαρεῖαν κωλυομένοις».

5. Ἐπίσκοπος ποὺ παραιτεῖται τῆς προεδρίας τῆς Ἐπισκοπῆς γιὰ τὸ μοχθηρὸν καὶ ἐπίπονον τῆς ἐπισκοπικῆς διακονίας καὶ κρατᾶ τὴν ἱερωσύνη, δηλαδὴ τὴν «τιμὴν» καὶ τὸ «σέβας», δὲν μπορεῖ νὰ δικαιολογηθῇ κανονικῶς. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι παραίτηση Ἐπισκόπου ἀπὸ τὸν θρόνο του γίνεται γιὰ κανονικοὺς λόγους, ἀλλὰ συνδέεται ἀπαραιτήτως καὶ μὲ τὴν ἐγκατάλειψη τῆς Ἀρχιερωσύνης. Παραιτεῖται, δηλαδή, ἀπὸ τὸν θρόνο, λόγῳ κανονικῶν παραπτωμάτων, καὶ συγχρόνως στερεῖται καὶ τῆς Ἀρχιερωσύνης. «Οὐ δεκτέον ἁπλῶς τὴν παραίτησιν, εἰ μὴ ἀνάξιόν τις ἑαυτόν της ἱερωσύνης ὁμολογήσει• τούτου δὲ ἀποδεδειγμένου, ἅμα τῇ παραιτήσει, καὶ πάσης ἱερατικῆς ἀξίας ὁ παραιτούμενος ἐκπεσεῖται». Ἐκεῖνος ποὺ παραιτεῖται τοῦ θρόνου, ἀλλὰ ἐπιθυμεῖ νὰ λειτουργῇ, τὸ κάνει ἀπὸ κενοδοξία. «Τὸ γὰρ τὴν λειτουργίαν διὰ κενοδοξίαν γίνεται».

6. Ὁ παραιτούμενος τοῦ ἀρχιερατικοῦ θρόνου, χωρὶς κανονικοὺς λόγους, ἐπιτιμᾶται ἀπὸ τὴν Σύνοδο. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Εὐσταθίου Παμφυλίας, ὁ ὁποῖος ὅταν παραιτήθηκε «ἀπὸ μικροψυχίας καὶ ἀπραγμοσύνης» ἀπὸ τὴν Ἐπισκοπή του, ἡ τοπικὴ Σύνοδος τοῦ ἐπέβαλε τὴν ἔκπτωση καὶ τῶν δύο, καὶ τῆς Ἐπισκοπῆς καὶ τῆς Ἱερωσύνης. Αὐτὴ ἦταν ἀρχαία συνήθεια, διότι ὅσοι παραιτοῦνταν ἀπὸ τὶς Ἐπισκοπές τους «πάντων ἐξέπιπτον, καὶ οὔτε ἀρχιερατικὸν τί δίκαιον μετὰ τὴν παραίτησιν εἶχον, οὔτε ἐπίσκοποι ὠνομάζοντο». Ἔτσι, στὴν θέση τοῦ Εὐσταθίου ἐξελέγη ἄλλος Ἐπίσκοπος, διότι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ διατελοῦν «τοῦ Σωτῆρος τὰ ποίμνια» «ἐπιστάτου δίχα».

Ὅμως, ὁ Εὐστάθιος προσῆλθε στοὺς Πατέρας ποὺ συγκροτοῦσαν τὴν Γ Ὁ?κουμενική Σύνοδο κλαίγοντας καὶ ζήτησε «τέως την τοῦ ἐπισκόπου τιμὴν καὶ κλῆσιν». Οἱ Πατέρες συνήλγησαν γιὰ τὴν περίπτωση αὐτή, πληροφορήθηκαν ὅτι παραιτήθηκε ἀπὸ ἀμέλεια καὶ ἀπὸ ἐπιπολαιότητα καὶ ἀγάπη στὴν ἡσυχία καὶ ὄχι ἀπὸ κάποιο κανονικὸ παράπτωμα, καὶ ἀπεφάσισαν κατ' οἰκονομίαν νὰ ἔχη τὸ ὄνομα τῆς ἐπισκοπῆς, τὴν τιμὴ καὶ τὴν κοινωνία, ἀλλὰ νὰ μὴ χειροτονῇ οὔτε νὰ ἱερουργῇ μὲ δική του αὐθεντία, χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου. Καὶ ἡ ἀπόφαση αὐτὴ «οὐ κανονικῶς εἴρηται τοῖς ἁγίοις, ἀλλ' οἰκονομία χρησαμένοις καὶ ἀσυνήθει συγκαταβάσει». Τοῦ ἔδωσαν τὴν δυνατότητα νὰ ἱερουργῇ, κατὰ ἀσυνήθιστη συγκατάβαση.

7. Ἐπειδὴ προβάλλεται ἡ ἄποψη ὅτι ἐπιτρέπεται ἡ παραίτηση ἑνὸς Ἐπισκόπου-Μητροπολίτου γιὰ λόγους ὑγείας, χωρὶς νὰ καθαιρῆται τῆς Ἀρχιερωσύνης του, διότι αὐτὸ ἔχει καθιερωθῇ ἀπὸ τὴν μετέπειτα ἐπικρατήσασα παράδοση, πρέπει νὰ σημειωθῇ μιὰ κανονικὴ ἀρχή, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία «μακρὰ συνήθεια ἄγραφος, οὐ κρατεῖ ἔνθα ἀγράφως νόμῳ ἡ κανόνι ἐναντιοῦται».

Ἑπομένως, ἐπιτρέπεται κανονικῶς ἡ παραίτηση τοῦ Ἐπισκόπου-Μητροπολίτου ἀπὸ τὸν θρόνο του ἡ μπορεῖ νὰ δικαιολογηθῇ καὶ ἡ θέσπιση ὁρίου ἡλικίας, μὲ τὴν ἀπαραίτητη ὅμως προϋπόθεση ὅτι ὁ παραιτηθεὶς ἡ ἐκδιωχθεὶς θὰ στερῆται συγχρόνως κανονικῶς καὶ τῆς Ἀρχιερωσύνης καὶ δὲν θὰ μπορῇ νὰ ἱερουργῇ καὶ νὰ ἱεροπράττη.

Ἐπειδὴ ἡ κανονικὴ αὐτὴ ἀκρίβεια μπορεῖ νὰ φανῆ αὐστηρή, ἂν καὶ εἶναι συνεπὴς μὲ τοὺς ἱεροὺς Κανόνας, θὰ μποροῦσε νὰ ἐφαρμοσθῇ ἀπὸ τὴν Διαρκῆ Ἱερὰ Σύνοδο μὲ διάκριση καὶ σύνεση κατ' οἰκονομίαν ἡ παράγραφος 2 τοῦ ἄρθρου 34 τοῦ Νόμου 590/1977 «Περὶ τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», ποὺ διαλαμβάνει: «Μητροπολίτης μὴ δυνάμενος νὰ ἐκτελῇ τὰ καθήκοντα αὐτοῦ διὰ νόσον ἡ γῆρας δικαιοῦται νὰ ὑποβάλη κανονικὴν παραίτησιν. Ἡ παραίτησις ὑποβάλλεται ἐγγράφως εἰς τὴν Δ.Ι.Σ. ἥτις, ἀποδεχομένη τὴν παραίτησιν, ἀνακοινεὶ ταύτην τῷ Ὑπουργείῳ Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων διὰ τὴν ἔκδοσιν τοῦ σχετικοῦ Προεδρικοῦ Διατάγματος. Μητροπολίτης δύναται νὰ παραιτηθῇ καὶ διὰ πάντα ἄλλον σοβαρὸν λόγον, περὶ τοῦ ὁποίου ἀποφαίνεται ἡ Δ.Ι.Σ. δι' ἀπολύτου πλειονοψηφίας τῶν παρόντων μελῶν αὐτῆς».

Στὴν περίπτωση αὐτὴ ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος ἀποφασίζει σχετικῶς καὶ ὡς πρὸς τὸ κατὰ πόσον θὰ τοῦ ἐπιτραπῇ νὰ ἱερουργῇ.

Προσωπικὰ εἶμαι ἐναντίον κάθε ἀντικανονικῆς παρεμβάσεως στὰ ἐσωτερικὰ τῆς Ἐκκλησίας, κάθε ἐπιβολῆς ὁρίου ἡλικίας καὶ ἐξασκήσεως ἐκβιασμῶν ἐναντίον ἡλικιωμένων Ἀρχιερέων, ὅπως καὶ δὲν συμφωνῶ μὲ ἐνέργειες κάθε Κληρικοῦ ποὺ εἰσβαίνει ἀπαράδεκτα καὶ ἄκριτα στὴν κανονικὴ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐν ὀνόματι τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ τὴν ἐκκοσμικεύει. Ἐπίσης, δὲν μπορῶ νὰ ἀποδεχθῶ τὴν συνθηματολογία σὲ τέτοια σοβαρὰ θεολογικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ

  • Προβολές: 4412