Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Τὰ «ἀπ' ἀρχῆς» καὶ οἱ νόμοι της σκληροκαρδίας
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θωμᾶ Βαμβίνη
Πὼς μπορεῖ ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς νὰ ζήση τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὴν ἐπικράτεια ἑνὸς σύγχρονου δυτικοευρωπαϊκοῦ κράτους; Πὼς μπορεῖ μέσα στὸ πλαίσιο τῶν νόμων του –ποὺ νομιμοποιοῦν ἀκόμη καὶ ἀκραῖες ἐγωκεντρικὲς ἰδιαιτερότητες– νὰ ἐμπνευστῆ καὶ νὰ ἐπιλέξη τὴν «στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδό» την «ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν»;
Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἐρώτημα καίριο, ἐσωτερικὸ καὶ οὐσιαστικό, πιὸ ἀναγκαῖο ἀπὸ ἄλλα ἐρωτήματα, ποὺ ζητοῦν ἀπάντηση στὸ πὼς θὰ ἐπιβάλλουμε στὴν κοσμικὴ ἐξουσία τοὺς νόμους τοῦ Εὐαγγελίου ἡ στὸ πὼς θὰ πολεμήσουμε ἀποτελεσματικὰ τοὺς ἀγνωστικιστές, τοὺς ἀθέους καὶ τοὺς προκλητικοὺς διαστροφεὶς τῶν ἠθῶν.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἐπιδιώκει νὰ ἐπιβάλλη τὴν διδασκαλία Της ὡς νόμο σὲ κανέναν. Προσφέρει τὴν ἀλήθεια της –ποὺ ἐλευθερώνει– σὲ ὅσους τὴν ἀναζητοῦν καὶ τὴν δέχονται. Στοὺς ἄλλους μαρτυρεῖ, μέσῳ τῶν ποιμένων της τὴν ἀλήθεια της, ἡ ὁποία σὲ κάποιους μπορεῖ νὰ φαίνεται σκληρή, ὅμως δὲν τὴν ἐπιβάλλει. Κι’ αὐτὴ ἡ ἄρνηση ἐπιβολῆς δὲν εἶναι πράξη ἀδυναμίας ἡ καιροσκοπισμοῦ ἡ, ἀκόμη, συσχηματισμοῦ μὲ τὸν κόσμο. Εἶναι μίμηση τοῦ Προτύπου της• πορεία ἐπὶ τὰ ἴχνη τοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν κάποτε ὁ Χριστὸς ἀποκάλυψε γιὰ τὸν Ἑαυτό του, ὅτι εἶναι «ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβὰς» καὶ ὅτι «ὁ τρώγων τοῦτον τὸν ἄρτον –δηλαδή, τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα Του– ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάν. 6, 58), κάποιοι ἀπὸ τοὺς μαθητές Του εἶπαν: «σκληρὸς ἐστὶν οὗτος ὁ λόγος• τὶς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν»; Καὶ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔφυγαν «καὶ μηκέτι μετ’ αὐτοῦ περιεπάτουν». Ὁ Χριστὸς τότε, οὔτε ἄλλαξε τὰ λόγια Του, οὔτε τοὺς ὑποχρέωσε νὰ μείνουν μαζί Του, ἀλλὰ στράφηκε στοὺς δώδεκα στενότερους μαθητές Του καὶ τοὺς εἶπε: «μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν»; Αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο δρᾶ καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία «δὲν ἔχει δυνατότητα –ἐφόσον θέλει νὰ διασώζη τὴν γνησιότητά Της– οὔτε ἐκπτώσεων οὔτε παρεκκλίσεων», ἀλλά, ὅμως, οὔτε καὶ ἐπιβάλλη μὲ ἀστυνομικὰ μέσα τὴν ἀλήθεια Της, σύμφωνα μὲ σχετικὴ δήλωση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου. Τὴν ἀστυνομία τὴν ἀφήνει στὴν δικαιοδοσία τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, τῆς ὁποίας οἱ νόμοι εἶναι ὑποχρεωτικοὶ γιὰ ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς ἐπικράτειάς της, ἐνῷ στὴν Ἐκκλησία μετέχει κανεὶς μόνον ἐφόσον τὸ θέλει.
Πὼς μπορεῖ, λοιπόν, ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς νὰ ζήση τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὴν ἐπικράτεια ἑνὸς σύγχρονου δυτικοευρωπαϊκοῦ κράτους, στὸ ὁποῖο εἶναι πλέον θεσμοθετημένες πολλὲς «ἐκπτώσεις» καὶ «παρεκκλίσεις» ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ ζωή;
Ἡ σύντομη ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα εἶναι: ζῶντας διαρκῶς τὴν ἀνυπακοὴ πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου. Κρατῶντας τὸν ἑαυτό του ἀνεπηρέστο ἀπὸ τὴν λεγόμενη κοσμικὴ νοοτροπία.
Γιὰ νὰ γίνη σαφέστερη αὐτὴ ἡ «ἀνυπακοὴ» θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ δυὸ πτυχὲς τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα, οἱ ὁποῖες θεωροῦμε ὅτι ἀξίζουν ἰδιαίτερης προσοχῆς. Πρῶτον, ὁ Χριστιανὸς μὲ τὴν ζωή του πρέπει νὰ ὑπερβαίνη τοὺς νόμους τοῦ Κράτους, διότι οἱ νόμοι τοῦ Κράτους δὲν σώζουν. Ρυθμίζουν ἁπλῶς τὴν ζωὴ τῆς κοινωνίας, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχουν σ’ αὐτὴν κραυγαλέες ἀδικίες. Οἱ σύγχρονοι Χριστιανοί, λοιπόν, χρειάζεται νὰ μιμοῦνται μὲ συνέπεια τοὺς πρώτους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι, σύμφωνα μὲ τὴν πρὸς Διόγνητον ἐπιστολή, πείθονταν «τοῖς ὁρισμένοις νόμοις», ἀλλὰ «τοῖς ἰδίοις βίοις» νικοῦσαν τοὺς νόμους. Δὲν παρέβαιναν τοὺς «ὁρισμένους νόμους». Τοὺς ὑπερέβαιναν. Ζοῦσαν μιὰ ζωὴ ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ περιγραφῆ ἀπὸ καμμιὰ ἀνθρώπινη νομοθεσία. Οἱ πολιτικοὶ νόμοι περιγράφουν ἕνα πλαίσιο ζωῆς ποὺ δὲν εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν ἰδιοτέλεια. Εἶναι ἐν πολλοῖς νόμοι προσαρμοσμένοι στὴν «σκληροκαρδία» τῶν ὑπηκόων. Ἔτσι ὁ Χριστιανὸς δὲν ἀλλάζει τὸ πλαίσιο τῆς ζωῆς του, ὅταν ἀλλάζη ἡ Πολιτεία τοὺς νόμους της. Γιὰ παράδειγμα, δὲν συνάπτει «Σύμφωνο Ἐλεύθερης Συμβίωσης» ἐπειδὴ τὸ ἐπιτρέπει ἡ Πολιτεία. Ξέρει ὅτι «ἀπ' ἀρχῆς οὐ γέγονεν οὕτω». Κι’ αὐτὸς τηρεῖ τα «ἀπ' ἀρχῆς», τὰ δεδομένα ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς Προφῆτες καὶ τοὺς Ἀποστόλους.
Δεύτερον, ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ διακρίνεται ἀπὸ ἀνύστακτη προσοχὴ ὥστε νὰ μὴν ἐπηρεάζεται ἀπὸ τοὺς ψευδοπροφῆτες καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ παρομοίασε ὁ Χριστὸς μὲ σκύλους καὶ χοίρους, ὅταν εἶπε: «Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (Μάτθ. 7,6). Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο σκύλους ἐδῶ ὀνομάζει ὁ Χριστὸς «τοὺς ἐν ἀσεβείᾳ ζῶντας ἀνιάτως», οἱ ὁποῖοι μάλιστα δὲν ἔχουν καμμιὰ ἐλπίδα ἀλλαγῆς πρὸς τὸ καλύτερο, καὶ χοίρους «τους ἐν ἀκολάστῳ βίῳ διατρίβοντας διαπαντός». «Ψευδοπροφῆτες», ἐπίσης, ὀνομάζει τοὺς ὑποκριτές. Ἀναφέρθηκε σ’ αὐτοὺς ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν ὁμιλία Του γιὰ τὴν «τεθλιμμένη ὁδό», ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ζωή, τὴν ὁποία εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ τὴν βρίσκουν. Τότε εἶπε: «Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δὲ εἰσὶ λύκοι ἅρπαγες» (Μάτθ. 7,15). Σύμφωνα μὲ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο μὲ τὸν ὅρο «Ψευδοπροφῆτες» ἐδῶ δὲν ὑπαινίσσεται ὁ Χριστὸς τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ αὐτοὺς ποὺ ἐνῷ ζοῦν διεφθαρμένη ζωή, δείχνονται πρὸς τὰ ἔξω ἐνάρετοι. Χρειάζεται, δηλαδή, ὁ Χριστιανὸς ἰδιαίτερη προσοχὴ γιὰ νὰ μὴ βλαβῇ ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς, τοὺς ἀκόλαστους καὶ τοὺς ὑποκριτές. Ὅταν εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ τοὺς ἐπηρεσμοὺς τῶν τριῶν αὐτῶν ἐπιβούλων του, τότε ἡ «τεθλιμμένη ὁδὸς» τῆς ζωῆς γίνεται εὔκολη. Τότε ὁ ζυγὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐλαφρός.
Μιὰ ἀκόμη παρατήρηση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι πολὺ σημαντικὴ γιὰ τὸ θέμα μας. Ἀφοῦ, λοιπόν, εἶπε στοὺς ἀκροατές του ὅτι δὲν πρέπει νὰ θορυβοῦνται βλέποντας πολλοὺς νὰ ἀνήκουν στοὺς ψευδοπροφῆτες ἡ στὶς ἄλλες δυὸ κατηγορίες ποὺ προαναφέραμε, τοὺς ἐπισημαίνει, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς εἶπε: «κολάσατε αὐτούς, ἀλλά, μὴ βλαβῆτε παρ’ αὐτῶν, μὴ ἀφύλακτοι αὐτοῖς περιπέσητε». Δηλαδή, δὲν μᾶς εἶπε: «νὰ τοὺς τιμωρήσετε», ἀλλὰ «νὰ μὴ βλαβῆτε ἀπὸ αὐτούς, μὴ τυχὸν πέσετε σ’ αὐτοὺς ἀφύλακτοι».
Ὁ κρίσιμος πόλεμος τοῦ Χριστιανοῦ μὲ τὸν κόσμο δὲν εἶναι ἐξωτερικός. Εἶναι ἐσωτερικός. Ἡ ποιότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς Πολιτείας ἡ τὴν κατατρόπωση τῶν ἀσεβῶν καὶ ἀκόλαστων, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν δική μας εἰλικρίνεια καὶ σταθερότητα στὴν ὑπακοὴ τοῦ Χριστοῦ.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι χρήσιμο νὰ θυμηθοῦμε τὸν διάλογο τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς Φαρισαίους, ποὺ εἶχε ἀντικείμενο τὸ διαζύγιο καὶ τὸν ὁποῖο ὑπαινιχθήκαμε προηγουμένως. Ὁ διάλογος αὐτὸς δείχνει τὸν προσανατολισμὸ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ὑπέρβασης ἀπὸ τοὺς πιστοὺς τῶν νόμων ποὺ προσαρμόζονται στὶς ἀδυναμίες τῶν ἀνθρώπων. Δείχνει το πὼς μπορεῖ ἕνας σύγχρονος Χριστιανὸς νὰ ζήση τὴν Ἐκκλησία κάνοντας ἀνυπακοὴ στὸ πνεῦμα τῆς νομοθετικὰ κατοχυρωμένης σκληροκαρδίας τοῦ κόσμου.
Οἱ Φαρισαῖοι ρώτησαν τὸν Χριστὸ «πειράζοντες αὐτόν»: «Ἐπιτρέπεται νὰ χωρίζη κανεὶς τὴν γυναῖκα του γιὰ κάθε αἰτία»; Ὁ Χριστός, ἀφοῦ ἀνέφερε το πὼς ὁ Θεὸς «ἀπ' ἀρχῆς» δημιούργησε τὸν ἄνδρα καὶ τὴν γυναῖκα, κατέληξε στὸ «ὁ οὗν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω». Τότε οἱ Φαρισαῖοι του προέβαλαν τὸν Μωυσῆ λέγοντας: «Γιατί λοιπὸν ὁ Μωυσῆς διέταξε νὰ δίνουν ἕνα ἔγγραφο διαζυγίου [βιβλίον ἀποστασίου] καὶ νὰ χωρίζουν;». Κι ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε: Αὐτὸ ἔγινε γιὰ τὴν σκληροκαρδία σας, «ἀπ' ἀρχῆς οὐ γέγονεν οὕτω». Ἡ σκληροκαρδία τοῦ λαοῦ μετέβαλε τὸν ἀπαρχῆς νόμο.
Ὁ Μωυσῆς ἦταν ἡγέτης ἑνὸς λαοῦ σκληροτράχηλου. Ἦταν ἡγέτης καὶ προφήτης. Ἡ νομοθεσία του ἦταν δοσμένη ἀπὸ τὸν Θεό. Ἦταν μιὰ νομοθεσία προσαρμοσμένη στὴν σκληροκαρδία τοῦ λαοῦ, τὸν ὁποῖο ὅμως παιδαγωγοῦσε γιὰ νὰ τὴν ξεπεράση. Ὁ Χριστὸς δὲν θέλησε νὰ δράση ὡς ἡγέτης λαοῦ, παρὰ τὴν ἐπιθυμία κάποιων ζηλωτῶν Ἑβραίων. Δὲν θέλησε ὑπηκόους. Ἐπέλεξε μαθητές. Κάλεσε στὴν Ἐκκλησία Τοῦ ὅλους, χωρὶς νὰ ὑποχρεώση κανένα. Γι’ αὐτὸ ὁ λόγος του δὲν εἶναι προσαρμοσμένος στὴν σκληροκαρδία τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ στὰ «ἀπ' ἀρχῆς», καθὼς καὶ στὴν μέλλουσα δόξα.
Οἱ νομοθεσίες τῶν ἡγετῶν τοῦ κόσμου τούτου διαρκῶς προσαρμόζονται στὴν σκληροκαρδία τοῦ λαοῦ, ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία ὡς τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι προσανατολισμένη στὰ «ἀπ' ἀρχῆς» καὶ στὰ μέλλοντα.–
- Προβολές: 2924