Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ὅσιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος, 12 Ἀπριλίου

Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Ο όσιος Νεόφυτος γεννήθηκε στα Λεύκαρα της Κύπρου το 1134. Οι γονείς του ήσαν πτωχοί, αλλά ευσεβείς και ενάρετοι. Απέκτησαν οκτώ παιδιά, στα οποία, λόγω της οικονομικής τους κατάστασης, δεν μπόρεσαν να προσφέρουν άλλην μόρφωση πάρα μόνον εκείνην της ευσέβειας. Ο άγιος Νεόφυτος, όμως, λόγω της μεγάλης του φιλομάθειας, μπόρεσε να μάθη γράμματα στην Ιερά Μονή της μετανοίας του, μάλιστα δε έγινε και συγγραφεύς. Στην ηλικία των δεκαεπτά η δεκαοκτώ ετών οι γονείς του τον αρραβώνισαν, όπως συνήθιζαν τότε. Τελικά, όμως, υπέκυψαν στην επιμονή του και τον άφησαν ελεύθερο να γίνη μοναχός στην Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Κουτζοβέντη.

Πήγε στα Ιεροσόλυμα, για να προσκυνήση τους αγίους εκείνους Τόπους, αλλά και για να μονάση εκεί, κοντά σε ησυχαστή μοναχό, επειδή αγαπούσε την ησυχία και τον ησυχαστικό τρόπο ζωής. Ο Θεός, όμως, είχε γι’ αυτόν άλλα σχέδια. Με τρόπο θαυμαστό τον οδήγησε στο Μελισσόβουνο της Πάφου, όπου στο άκρο μιας κατάφυτης κοιλάδας λάξευσε σπηλιά (εγκλείστρα) στην οποία παρέμεινε.

Πολλοί ήσαν εκείνοι που ζήτησαν να μονάσουν κοντά του και έτσι αναγκάσθηκε να ιδρύση Μοναστήρι. Έγραψε δε και την περίφημη «Τυπική Διαθήκη», που είναι ένα είδος Κανονισμού για την εύρυθμη λειτουργία του. Αργότερα, σε ηλικία 65 ετών, λάξευσε στα ανώτερα μέρη του κρημνού την λεγομένην Ανωτέραν Εγκλείστρα, για περισσότερη ησυχία.

Από τα αποφθέγματά του χαρακτηριστικά είναι, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

-«Πλουσίους ονομάζω εκείνους, που έχουν τον πλούτο της αρετής και είναι αυτάρκεις στα αναγκαία».

-«Η μνήμη του θανάτου και ο φόβος του Θεού είναι αγαθά υπέρτερα παντός άλλου αγαθού».

«Ετελειώθη εν ειρήνη» την 12η Απριλίου 1219, σε ηλικία 85 ετών. Ο βίος και η πολιτεία του μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα:

Πρώτον. Ο ησυχαστικός τρόπος ζωής που διδάσκει η Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι η ασφαλής και βεβαία οδός που οδηγεί απλανώς στην Θεοκοινωνία, επειδή βοηθά τον άνθρωπο να κυριαρχήση στα πάθη του. Έτσι, φωτίζεται ο νους του και βλέπει την δόξα του Θεού και τότε αντιλαμβάνεται ότι αληθινός πλούτος δεν είναι τα υλικά αγαθά, αλλά η άκτιστη Χάρις του Θεού, που είναι η γενεσιουργός αιτία όλων των αρετών. Και ακόμη διαπιστώνει ότι αληθινός άνθρωπος είναι εκείνος ο οποίος κατέχει αυτόν τον πνευματικό θησαυρό, επειδή αυτό που προσδιορίζει την προσωπικότητα και την αξία του ανθρώπου δεν είναι αυτά που έχει, αλλά αυτό που είναι.

Ο πνευματικός πλούτος αυξάνεται όσο μειώνεται ο υλικός πλούτος, προσφερόμενος ως θυσία στον βωμό της αγάπης. Όσο κανείς, με την ελεημοσύνη και την αγάπη για την εκούσια φτώχεια, ελευθερώνεται από το πλήθος των υλικών αγαθών, τόσο περισσότερο αυξάνεται στην πνευματική ζωή και βιώνει την ουράνια μακαριότητα, η οποία υπερβαίνει την ανθρώπινη διάνοια. «Της μακαριότητος της υπέρ νουν ορεγόμενος ελογίσω θεσπέσιε, τρυφήν την εγκράτειαν την πτωχείαν πλούτον». Ο υλικός πλούτος είναι εφήμερος, αφού εγκαταλείπει τον άνθρωπο η μάλλον ο άνθρωπος τον εγκαταλείπει, επειδή εδώ στην γη ο άνθρωπος δεν είναι πολίτης, αλλά οδίτης, δηλαδή περαστικός διαβάτης, και τα παρόντα είναι σκια, όπως τονίζει χαρακτηριστικά ο ιερός Χρυσόστομος. «Ουκ οίσθα, ότι αποδημία ο παρών βίος; Μη γαρ πολίτης ει; Οδίτης ει... ουκ ει πολίτης αλλ’ οδίτης ει και οδοιπόρος... Η πόλις άνω εστι. Τα παρόντα οδός εστιν... Άδηλος η έξοδος, άστατος η κτήσις...Τι μαίνη περί τας σκιας; Τι αφείς την αλήθειαν κατατρέχεις επί τας σκιας;». Επομένως, σκοπός της ζωής του ανθρώπου δεν είναι η πρόσκαιρη καλοπέραση, αλλά η θέωση, ήτοι η υπαρξιακή κοινωνία με τον Ζώντα Τριαδικό Θεό.

Δεύτερον. Δεν μπορεί να υπάρξη πνευματική ζωή χωρίς τα δύο μεγάλα αγαθά, ήτοι τον φόβο του Θεού και την μνήμη του θανάτου, τα οποία, κατά τον όσιο Νεόφυτο είναι «αγαθά υπέρτερα παντός άλλου αγαθού». Ο φόβος του Θεού, δηλαδή ο σεβασμός και η αγάπη για τον Θεό, αυξάνεται με την μνήμη του θανάτου, η οποία δεν είναι φυσικό γεγονός, αλλά πνευματικό χάρισμα. Δηλαδή, μνήμη του θανάτου δεν σημαίνει απλώς το να σκέφτεται κανείς τον θάνατο και ότι ασφαλώς κάποια μέρα θα πεθάνη. Βέβαια, και αυτό μπορεί να ωφελήση τον άνθρωπο και να τον προφυλάξη από σοβαρά αμαρτήματα, όταν συνδυάζεται με την μετάνοια και την προετοιμασία για την έξοδο από αυτήν την πρόσκαιρη ζωή, αλλά η μνήμη του θανάτου είναι κάτι άλλο ανώτερο, είναι μια κατάσταση χαρισματική. «Η μνήμη του θανάτου όπως την έζησαν οι Πατέρες και κάνουν λόγο γι’ αυτήν, δεν είναι μια εξωτερική γνώση ότι κάποτε θα πεθάνουν. Αυτό το έχουν και οι ηλικιωμένοι και το λένε συχνά. Αλλά είναι μια χαρισματική κατάσταση, είναι η συναίσθηση της εσωτερικής νεκρώσεως. Ο άνθρωπος βλέπει την εσωτερική του ερήμωση από την Χάρη του Θεού και την ύπαρξη των παθών. Γνωρίζει ότι ο Θεός είναι Θεός ζώντων, αλλά αυτός είναι πνευματικά νεκρός, έχασε τον Θεό. Αυτό το ζουν οι άνθρωποι στην Δύση, γι’ αυτό και λένε ότι ο Θεός απέθανε. Δεν πέθανε ο Θεός, αλλά πέθανε ο άνθρωπος ως προς τον Θεό. Όταν ο άνθρωπος εν Χάριτι βλέπει αυτήν την εσωτερική νέκρωση, τότε βλέπει την νέκρωση και σε όλη την δημιουργία. Τα αισθάνεται όλα νεκρά, πεθαμένα. Βλέπει παντού τον θάνατο. Αυτό προξενεί βαθύ πόνο, επιδίδεται στο κλάμα και αναζητά την Ζωή, τον Ζώντα Θεό, την ανάστασή του. Αυτό είναι χάρισμα, πνευματικό γεγονός, που γεννά την προσευχή» (Αρχιμ. Σωφρόνιος Σαχάρωφ).

Η απεξάρτηση από τα υλικά αγαθά, ήτοι η απελευθέρωση από την προσκόλληση σ’ αυτά, αυξάνει τον φόβο του Θεού και αναζωπυρώνει το χάρισμα της μνήμης του θανάτου. Ο άνθρωπος προσκολλάται στον Θεό, δια της ασκήσεως, της προσευχής, της μυστηριακής ζωής, και γενικώς δια της κατά Χριστόν ζωής, και αποκτά πλήρωμα και νόημα ζωής, αληθινή ελευθερία και ανιδιοτελή αγάπη, αφού απελευθερώνεται από την δουλεία των παθών και τον φόβο του θανάτου.–

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 3271