Skip to main content

Αναστάσιμες έξοδοι

Την γιαγιά μου την έλεγαν Μαρία. Έφυγε στις 20 Φεβρουαρίου 1971, ήταν 85 ετών. Από καιρό είχε φροντίσει και την παραμικρή λεπτομέρεια του θανάτου της, αν και ο τρόπος ζωής της ήταν μια συνεχής προετοιμασία.

Τελευταία δεν έβγαινε έξω γιατί την ταλαιπωρούσε το άσθμα που είχε. Δεν ήταν όμως σε τόσο άσχημη κατάσταση. Μέσα στο σπίτι κυκλοφορούσε άνετα και αυτοεξυπηρετούνταν.

Ήταν Ψυχοσάββατο. Εκείνο το πρωϊνό ξύπνησε γύρω στις έξι. Παρά την γκρίνια μου με ξύπνησε, γιατί, όπως μου είπε, με ήθελε ξύπνια. Η μητέρα μου άναψε τη σόμπα και της έφτιαξε τον καφέ της. Αφού ήπιε ρώτησε για τον καιρό και ζήτησε να πιή δυό γουλιές κρασί, ασυνήθιστο πράγμα για την ώρα.

Είμασταν οι τρεις μέσα στο δωμάτιο και πολύ σοβαρά μας είπε ότι εκείνη την ημέρα ήθελε να κοιμηθή. Ζήτησε από την μητέρα μου να την βοηθήση να πλυθή και να την ντύση με τα ρούχα που είχε φυλαγμένα μέσα στο σεντούκι. Ακόμη ζήτησε να ειδοποιήσουμε τα παιδιά της να έρθουν στο σπίτι και μια γειτόνισσα να βοηθήση στην τακτοποίηση του σπιτιού, γιατί μετά θα ερχότανε κόσμος.

Βέβαια ακολούθησαν πολλοί διάλογοι, όπως δεν γίνονται αυτά τα πράγματα, ακόμα δεν τρελλαθήκαμε κ.α. Η γιαγιά όμως επέμενε. Κρατούσε το σφυγμό της και συνεχώς έλεγε στη μητέρα μου: "Βιάσου, γιατί θέλω να κοιμηθώ. Βιάσου γιατί δεν θα προλάβουμε". Όταν ο αδελφός μου ετοιμάσθηκε να πάη στη δουλιεά του, τον αποχαιρέτησε φιλώντας τον και του ευχήθηκε προκοπή και ευτυχία γιατί δεν θα τον ξανάβλεπε πια.

Σιγά σιγά αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε ότι κάτι συνέβαινε με τη γιαγιά. Θυμήθηκα ότι την τελευταία Δευτέρα εκείνης της εβδομάδας μου ζήτησε να της γράψω ένα καινούριο ψυχοχάρτι. Ενώ μέχρι τότε γράφαμε τρεις Μαρίες εκείνη τη μέρα μου ζήτησε να γράψω και μια τέταρτη. Της έλεγα πως μπερδεύτηκε, πως έκανε λάθος, αλλά επέμενε να της γράψω και πως αργότερα θα καταλάβαινα.

Την Πέμπτη το απόγευμα είχε καλέσει όλους τους συγγενείς στο σπίτι, έκανε Ευχέλαιο και μετάλαβε.

Έτσι αποφασίσαμε να ενδώσουμε στις επιθυμίες της και ειδοποιήθηκαν τα παιδιά της και η γειτόνισσα.

Η μητέρα μου την έπλυνε, την χτένισε, της έκοψε τα νύχια. Της ήταν δύσκολο να της φορέση τα νεκρικά ρούχα και τότε η ίδια προσπάθησε να τα φορέση λέγοντάς μας : "Εγώ έχω νεύσει τα παιδιά μου, δε θα νεύσω η ίδια;".

Η γιαγιά είχε οκτώ παιδιά, τα τρία από αυτά πέθαναν ενώ η ίδια ήταν εν ζωή.

Τα παιδιά της, οι νύφες, τα εγγόνια έρχονταν ένας ένας. Κλείσαμε τις πόρτες και τα παράθυρα για να μην έρθη κανένας ξένος και θεωρηθούμε τρελλοί που έναν ζωντανό άνθρωπο τον ετοιμάζαμε να πεθάνη.

Πρέπει να πω ότι όσο κρατούσε αυτή η διαδικασία έχανε την επικοινωνία της μαζί μας και μιλούσε ψιθυριστά. Η μητέρα μου συχνά τη ρωτούσε ποιόν έβλεπε, με ποιόν μιλούσε, τι έλεγε, αλλά η απάντησή της ήταν :"Μη με ρωτάς τέτοια πράγματα, δεν μπορώ να σου πω"

Η ίδια μας ρωτούσε μόνο για τον καιρό. Ήθελε πάντα να πεθάνη άνοιξη γιατί αγαπούσε τα λουλούδια, αλλά εκείνη την ημέρα και την επομένη της κηδείας της χιόνιζε δυνατά.

Όταν ολοκληρώθηκε η διαδικασία του νευσίματος, ζήτησε να της φέρουμε από το σεντούκι το κομπόδεμά της. Δεν θυμάμαι ακριβώς πόσο ήταν, δεν πρέπει να ξεπερνούσε τις 20-30 δραχμές. Μας τα μοίρασε, εμένα μου έδωσε ένα δίφραγκο και 2-3 δεκάρες. Μας αποχαιρέτησε όλους έναν έναν χωριστά, μας φίλησε, μας έδωσε ευχές και μας είπε ότι ήταν έτοιμη να κοιμηθή. Σε όλη αυτή τη διαδικασία ήταν η πρώτη φορά που συγκινήθηκε και βούρκωσαν τα μάτια της.

Πλάγιασε κάτω από το ντουλάπι του Αγίου Κοσμά, έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να κοιμηθή. Δεν τα κατάφερε όμως και σύντομα άλλαξε γνώμη. Σηκώθηκε και μας είπε να ετοιμάσουμε τη θέση της στο καλό δωμάτιο. ( έτσι λέγαμε το δωμάτιο υποδοχής), όπως συνέβαινε με όλους τους πεθαμένους του σπιτιού. Καθώς τη μεταφέραμε από το ένα δωμάτιο στο άλλο είπε δύο φορές: Αχ! σπίτι μου, σπίτι μου!

Εκεί, λοιπόν, στο καλό δωμάτιο ξάπλωσε στην ειδική θέση. Απέναντι στον τοίχο υπήρχε ένας μεγάλος καθρέφτης. Παρατήρησε πως τα ρούχα της δεν ήταν καλά τακτοποιημένα και παραπονέθηκε στη μητέρα μου. Ακόμη και αυτά τα τελευταία λεπτά το μυαλό της λειτουργούσε τόσο καλά που ζήτησε να της κόψουμε με ένα ψαλίδι το κλειστό (ρούχο που φορούσε) στη μεριά της πλάτης που δεν φαίνεται, έτσι ώστε να έρθη σε ευθεία γραμμή μπροστά στο στήθος. Μέσα στην ταραχή της είχαμε βάλει πρόχειρα τα παπούτσια της. Ζήτησε να της τα φορέσουμε κανονικά και να τα κουμπώσουμε γιατί μετά, παρατήρησε, πως θα πρήζονταν τα πόδια της και δεν θα ήταν εύκολο να μπουν. Της φορέσαμε το σάβανο, όπως εκείνη ήθελε. Ζήτησε και τις δυό μεγάλες λαμπάδες που είχε φυλαγμένες μαζί με τα κηροπήγια, μια για το κεφάλι και μια για τα πόδια. Τις ήθελε αναμμένες.

Αφού βεβαιώθηκε ότι όλα ήταν άψογα με το ντύσιμό της, με δική της προτροπή καλύψαμε τον μεγάλο καθρέφτη με ένα μαύρο μαντήλι εις ένδειξιν πένθους, όπως συνηθίζουμε στο χωριό.

Απευθύνθηκε προς όλους και μας είπε να μείνουμε στο δωμάτιό της κάτω από το εικονοστάσι και να προσευχηθούμε. Μαζί της στο καλό δωμάτιο ήθελε μόνο τις νύφες της δίπλα της να προσεύχονται.

Εγώ δεν ακολούθησα τους άλλους στο εικονοστάσι, γιατί ήθελα τόσο πολύ να δω το τέλος της. Άφησα την πόρτα του καλού δωματίου μισάνοιχτη και γονάτισα εκεί κοιτάζοντάς την.

Σταύρωσε τα χέρια της, έκλεισε τα μάτια της και άρχισε να προσεύχεται. Πρώτη προσευχή το "Πιστεύω εις έναν...". Δεν ξέρω ποιές άλλες ακολούθησαν γιατί η φωνή της γινόταν όλο και πιο βαριά, πιο βραχνή και ο λόγος της δεν ήταν καθαρός. Έμεινε έτσι προσευχόμενη γύρω στο δεκάλεπτο. Στο τέλος φώναξε δυνατά δυό φορές "γιέ μου, γιέ μου!". Πήρε μια βαθειά εισπνοή, μια τελευταία εκπνοή και κοιμήθηκε.

Η ώρα ήταν 10.30 το πρωΐ.

Βέβαια δεν είναι τυχαίο που η γιαγιά έφυγε έτσι.

Ήταν μια γυναίκα αγράμματη. Δεν πήγε ποτέ στο σχολείο, δεν ήξερε να διαβάζη, να μιλάη ελληνικά, ούτε και να βάζη την υπογραφή της. Ήξερε όμως όλη τη Θεία Λειτουργία απ' έξω και ας μην καταλάβαινε τι έλεγε. Είχε μια έμφυτη γνώση και σοφία και ήταν πρόθυμη να βοηθήση οποιονδήποτε και να συμβουλέψη τον καθένα.

Έζησα με τη γιαγιά δεκαοχτώ χρόνια. Τη θυμάμαι χειμώνα καλοκαίρι να πηγαίνη δυό φορές την ημέρα στην εκκλησία της ενορίας μας, την Αγία Παρασκευή, στον Όρθρο και στον Εσπερινό. Τα τελευταία χρόνια η Αγία Παρασκευή ήταν το σπίτι της, την έβρισκε εκεί κανείς ώρες ατέλειωτες να κάθεται μόνη μαζί με τα εικονίσματα. Στο γυναικωνίτη είχε μια συγκεκριμένη θέση που ακόμα φέρει το όνομά της. Όλη η κοινωνικότητά της εξαντλούνταν στο προαύλιο της εκκλησίας και αγαπημένο της θέμα συζήτησης οι βίοι των Αγίων. Για το λόγο αυτό στενοχωριόταν που δεν ήξερε να διαβάζη.

Τηρούσε με αυστηρή ευλάβεια όλες τις παραδόσεις της Εκκλησίας. Τις ημέρες της αυστηρής νηστείας έτρωγε ξερά βρασμένα χόρτα λιωμένα με καλαμποκάλευρο. Τιμούσε όλους τους Αγίους και την παραμονή της ονομαστικής εορτής του κάθε αγίου κοιμόταν στο ναό του. Κάθε Πέμπτη με μεγάλη ευλάβεια και αυστηρή σχολαστικότητα ζύμωνε τα πρόσφορα της εβδομάδας.

Το σπίτι που έζησε με την οικογένειά της δεν το έχτισε, το αγόρασε όπως ήταν. Όταν ο Άγιος Κοσμάς πήγε περιοδεία στο χωριό μας, έτυχε να μείνη σ'αυτό το σπίτι. Μόλις της το είπε η ιδιοκτήτρια, η γιαγιά το αγόρασε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Το θεώρησε μεγάλη ευλογία και εγκαταστάθηκε στο δωμάτιο που κοιμόταν ο Άγιος. Εκεί έφτιαξε και το εικονοστάσι της με το καντήλι που σιγόκαιγε νύχτα και μέρα και πρώτη την εικόνα του Αγίου. Κάτω από το εικονοστάσι ήταν το ντουλάπι, όπου ο Άγιος είχε βάλει τα βιβλία του. Εκεί έβρισκες το θυμιατό της, το λάδι για το καντήλι, την σφραγίδα για τα πρόσφορα, το σκεύος με το ζυμάρι και άλλα παρόμοια. Ακόμη εκεί φύλαγε και τη δικιά της ξύλινη γαβάθα, με το δικό της ξύλινο κουτάλι, γιατί η γιαγιά δεν χρησιμοποιούσε τα δικά μας πιάτα για φαγητό.

Αν και είχε καλή περιουσία ήταν άνθρωπος λιτός και ταπεινός. Η περιουσία της δυό φορές χάθηκε για ιστορικούς λόγους εκείνης της εποχής. Και τις δύο φορές η οικογένεια ορθοπόδησε, γιατί ο Θεός τους έδινε πλούσια τα ελέη Του. Παρά την καλή οικονομική κατάσταση και την κοινωνική της θέση ουδέποτε απέκτησε τη λαμπερή και κεντητή στολή που είχαν όλες οι γυναίκες του χωριού. Δεν είχε χρυσαφικά και δεν στολιζόταν. Τη μοναδική φορά που θυμάμαι να ενδιαφέρθηκε για την εμφάνισή της ήταν οι τελευταίες στιγμές της ζωής της μπροστά στον καθρέφτη. Το προσωπικό που είχε η οικογένεια στη δούλεψή της το πλήρωνε με λίρες, η γιαγιά όμως όταν έφυγε είχε πενταροδεκάρες.

Ήταν πάντα μετρημένη στα λόγια της και δεν έκανε κριτική για τους άλλους. Μέσα στο σπίτι ήταν άφταστη νοικοκυρά, ακούραστη και αεικίνητη.

Απέκτησε οχτώ παιδιά. Τρεις γιους και πέντε κόρες, τις οποίες πάντρεψε με φτωχά παιδιά του χωριού, παιδιά που τους είχαν στη δούλεψή τους. Τρία από τα παιδιά της πέθαναν ενώ η ίδια ζούσε. Πονούσε και μοιρολογούσε συχνά, αλλά παρά το πένθος της την επομένη της κηδείας πήγαινε στην εκκλησία." Έτσι ήταν το θέλημα του Θεού", έλεγε, και έτσι έζησε κι εκείνη σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.

Η μητέρα μου θυμάται πως ένα απόγευμα του 1941 είχε πάει στο Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου. Επέστρεψε στο σπίτι αναστατωμένη. "Θα έρθουν οι Γερμανοί" τους είπε και άρχισε να συγκεντρώνη τις κατάλληλες προμήθειες. Φυσικά τότε δεν υπήρχαν τα μέσα ενημέρωσης, η μητέρα μου κατάλαβε πως κάποιο μήνυμα πήρε στο Μοναστήρι. Η γιαγιά όμως δε μιλούσε ποτέ γι' αυτά.

Ο παππούς έφυγε πριν τη γιαγιά, το 1956, ημέρα της Λαμπρής. Ήταν 80 χρονών. Πήρε τη λαμπάδα του και ξεκίνησε να πάη στην Ανάσταση, στον Αη Γιώργη. "Πως θα φτάσης ως εκεί, γέρος άνθρωπος;", του είπε η γιαγιά. "Άσε με να πάω, γιατί έτσι είναι η τελευταία μου φορά", απάντησε ο παππούς.

Και ήταν η τελευταία του φορά, γιατί έμεινε στο στασίδι του Αη Γιώργη την ώρα που ο παπάς έλεγε το "Χριστός Ανέστη!"

Μ.Μ.

  • Προβολές: 2672