Skip to main content

Οἱ διαδοχικὲς κρίσεις θανάτου

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Χαίρομαι γιὰ τὴν συνάντησή μου μὲ φοιτητὲς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς στὸ παρὸν Συνέδριο, στὸ ὁποῖο ἀντιμετωπίζεται τὸ μεγάλο γεγονὸς τοῦ θανάτου καὶ ὁ πόνος ὁ ὁποῖος προέρχεται ἀπὸ αὐτόν. Εἶναι πράγματι ἕνα ὑπαρξιακὸ θέμα ποὺ ἀπασχολεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἰδιαίτερα τοὺς νέους. Τὰ ἐρωτήματα γιὰ τὸ τί εἶναι ἡ ζωὴ καὶ τί εἶναι θάνατος, ποιό εἶναι τὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου εἶναι πάντοτε ἐπίκαιρα. Ὁ Γερμανὸς φιλόσοφος Χάϊντεγκερ ἔχει ὑπογραμμίσει ὅτι τὸ ἐρώτημα «γιατί νὰ ὑπάρχουν τα ὄντα καὶ ὄχι τὸ τίποτα», εἶναι τὸ κεντρικὸ ἐρώτημα τῆς κλασσικῆς μεταφυσικῆς.

Ἐπέλεξα νὰ σᾶς παρουσιάσω, μὲ μεγάλη συντομία μερικὲς σκέψεις μου γύρω ἀπὸ τὸ θέμα «οἱ διαδοχικὲς κρίσεις θανάτου».

1. Ὁ θάνατος ἀποτέλεσμα καὶ πρόξενος τῆς ἁμαρτίας

Στὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας φαίνεται ἡ ἀλήθεια ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ πεθαίνη, ἀλλὰ ὁ θάνατος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας τῶν Πρωτοπλάστων. Εἶναι γνωστὰ τὰ γεγονότα τὰ ὁποῖα περιγράφονται στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως σχετικὰ μὲ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν τὰ ἀναφέρω ἐδῶ.

Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι μετὰ τὴν ἀπώλεια τῆς θείας Χάριτος, ὁ θάνατος εἰσῆλθε στὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι ὡς τιμωρία τοῦ Θεοῦ, ὅπως διδάσκει ἡ δυτικὴ θεολογία, ἀλλ' ὡς ἐπιλογὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ ζήση μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ δὲ Θεὸς ἐπέτρεψε τὴν εἰσβολὴ τοῦ θανάτου, ἀπὸ μεγάλη φιλανθρωπία, γιὰ νὰ μὴ μείνη τὸ κακὸ ἀθάνατο. Στὴν συνέχεια μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του ὁ Χριστὸς προσέλαβε ἑκουσίως θνητὸ καὶ παθητὸ σῶμα, προκειμένου πάνω σὲ αὐτὸ νὰ νικήση τὸν θάνατο καὶ νὰ γίνη τὸ φάρμακο τῆς ἀθανασίας.

Ἡ κληρονόμηση τοῦ θανάτου δὲν εἶναι, ὅπως ὑποστήριζε ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, κληρονόμηση τῆς ἐνοχῆς τῶν Προπατόρων, ἀλλὰ κληρονόμηση τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς ἁμαρτίας, ποὺ εἶναι ἡ θνητότητα καὶ ἡ παθητότητα. Πράγματι, κατὰ τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ λεγόμενοι δερμάτινοι χιτῶνες μὲ τοὺς ὁποίους ἐνδύθηκε ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ θνητότητα καὶ παθητότητα ποὺ ἐκφράζονται μὲ τὴν σύλληψη, τὴν κυοφορία, τὴν γέννηση, τὸν θηλασμό, τὴν μεταποίηση τῆς τροφῆς, τὶς ἀσθένειες καὶ τελικὰ τὸν θάνατο.

Σήμερα ἡ μοριακὴ βιολογία κάνει λόγο γιὰ τὸ θέμα τῆς βιολογικῆς κληρονομήσεως τοῦ θανάτου. Μέσα στὰ κύτταρα τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχουν καὶ τὰ γονίδια τῶν ἀσθενειῶν καὶ τῆς γηράνσεως, τὰ ὁποῖα κληρονομοῦμε ἀπὸ τοὺς γονεῖς μας. Τὸ λεγόμενο μιτοχονδριακὸ DNA, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ζωτικὴ ἐνέργεια ποὺ παρέχει στὰ κύτταρα, συγχρόνως θεωρεῖται ὅτι εἶναι ὑπεύθυνο γιὰ τὴν γήρανση. Ἔτσι, ὁ θάνατος κληρονομεῖται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά. Αὐτὸ δείχνει ὅτι ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ γονιμοποιήθηκε τὸ ὠάριο, ὑπάρχουν μέσα μας τὰ γονίδια τῆς γηράνσεως, δηλαδὴ τὰ γονίδια τοῦ θανάτου.

Ἔπειτα, μέσα στὸ σῶμα μας πάντοτε ὑπάρχουν δυνάμεις τῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ δυνάμεις τοῦ θανάτου καὶ μάλιστα συνδέεται στενὰ ἡ ζωὴ μὲ τὸν θάνατο. Τὰ κύτταρα τοῦ ὀργανισμοῦ μας, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κεντρικὰ νευροκύτταρα, πεθαίνουν στοὺς περισσότερους ἱστοὺς καὶ δημιουργοῦνται νέα καὶ σὲ αὐτὴν τὴν διαδικασία ὀφείλεται ἡ παράταση τῆς ζωῆς. Ὁ θάνατος τῶν κυττάρων διακρίνεται σὲ δύο κατηγορίες, ἡ πρώτη εἶναι ὁ προγραμματισμένος θάνατος ποὺ εἶναι μιὰ φυσιολογικὴ διαδικασία, κατὰ τὴν ὁποία αὐτοκτονοῦν τὰ κύτταρα, ἡ λεγομένη «ἀπόπτωση», καὶ ἡ δεύτερη εἶναι ὁ μὴ φυσιολογικὸς θάνατος, ποὺ λέγεται «νέκρωση». Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς συλλήψεώς μας κουβαλᾶμε σὲ ὅλη μας τὴν ζωὴ τὸν θάνατο ὡς ἕνα παράξενο βιολογικά, ἀλλὰ καὶ ὑπαρξιακὸ φορτίο.

Ἀπὸ πλευρᾶς θεολογικῆς λέμε ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶναι μόνον ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ καὶ δημιουργεῖ ἁμαρτία καὶ τροφοδοτεῖ τὰ πάθη. Αὐτὸ ἔχει τὴν ἑξῆς ἐξήγηση. Ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ὅτι ἀργὰ ἡ γρήγορα θὰ ἔλθουν ἀσθένειες, οἱ ὁποῖες θὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸν θάνατο, γι' αὐτὸ καὶ δημιουργεῖται μιὰ αὐτοάμυνα μέσα του ὡς προσπάθεια ἀντιμετωπίσεως αὐτοῦ τοῦ φαινομένου. Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται ὅτι ἡ ζωὴ κάποτε θὰ γίνη χωρὶς νόημα, γι' αὐτὸ καὶ προσπαθεῖ νὰ τὴν κατοχυρώση. Αὐτὸ ἔχει ὡς συνέπεια νὰ ἀναζητῇ ἀσφάλεια καὶ εὐδαιμονία στὰ πλούτη, τὴν δόξα καὶ τὶς σωματικὲς ἀπολαύσεις, προσπαθεῖ νὰ ἀποκτήση περιουσία γιὰ νὰ ἀντιμετωπίση τὸ ἄγνωστο μέλλον. Ἀκόμη προσπαθεῖ νὰ ἰκανοποιήση τὶς ἡδονές του, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίση τὴν ὀδύνη τοῦ πόνου καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀσφαλισθῇ γιὰ τὶς ἐνδεχόμενες δοκιμασίες τῆς ζωῆς του, ἡ συγκέντρωση πλούτου, ἡ κοινωνικὴ κατοχύρωση, τὰ συντάξιμα χρόνια κλπ. εἶναι ἀποτελέσματα τοῦ φόβου ποὺ προκαλοῦν οἱ ἀρρώστιες καὶ ὁ θάνατος καὶ ὅλα αὐτὰ τροφοδοτοῦν τὰ πάθη τῆς φιλοδοξίας, τῆς φιληδονίας καὶ τῆς φιλαργυρίας.

Ἑπομένως, ὁ θάνατος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ στὴν συνέχεια ἡ φθαρτότητα καὶ ἡ θνητότητα αὐξάνουν τὸ πάθος τῆς φιλαυτίας, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχονται ἡ φιλοδοξία, ἡ φιληδονία καὶ ἡ φιλαργυρία. Πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει διαβλητὰ καὶ ἀδιάβλητα πάθη. Τὰ διαβλητὰ πάθη εἶναι ἡ παρὰ φύσιν κινήσεις καὶ ἐνέργειες τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, ἤτοι ἡ φιλοδοξία, ἡ φιληδονία καὶ ἡ φιλαργυρία, ἐνῷ τὰ ἀδιάβλητα ἡ φυσικὰ πάθη εἶναι ἡ πεῖνα, ἡ δίψα, ὁ κόπωση κλπ. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἀγωνίζεται μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὥστε τὰ διαβλητὰ πάθη νὰ γίνωνται ἀδιάβλητα καὶ τὰ ἀδιάβλητα πάθη νὰ μένουν ἀδιάβλητα, γιατί εἶναι δυνατὸν τὰ ἀδιάβλητα πάθη (πεῖνα, δίψα, κόπωση κλπ.) νὰ μετατραποῦν σὲ διαβλητὰ πάθη (φιλοδοξία, φιληδονία, φιλαργυρία). Αὐτὸ τὸ ἔργο τὸ κάνει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ φωτίζεται ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ νοῦς βρίσκεται στὴν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ καὶ ἐξασκῇ τὴν νοερὰ προσευχή, τότε οἱ ἐνέργειες τῆς ψυχῆς (λογιστικό-ἐπιθυμικό-θυμικὸ) πορεύονται κατὰ φύσιν καὶ ὑπὲρ φύσιν καὶ τὸ σῶμα προσαρμόζεται στὴν θεοπτικὴ πορεία. Ἐπίσης οἱ φυσικὲς καταστάσεις τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος δὲν μετατρέπονται σὲ διαβλητές, ὁπότε ἀντὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι φίλαυτος, γίνεται φιλόθεος καὶ φιλάνθρωπος. Ἔτσι, ἀπὸ ὅλη τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας δίνεται προτεραιότητα καὶ σημασία στὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο ὑπερβαίνεται ὁ θάνατος.

2. Διαδοχικὲς κρίσεις θανάτου

Συνέπεια καὶ συνέχεια τοῦ προηγουμένου εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος περνᾶ διάφορες διαδοχικὲς κρίσεις στὴν ζωή του, τὶς ὁποῖες μποροῦμε νὰ χαρακτηρίσουμε ὡς κρίσεις θανάτου.

Σύμφωνα μὲ ψυχαναλυτικὲς ἀναλύσεις ὁ φόβος καὶ τὸ ἄγχος τοῦ θανάτου δημιουργοῦν διάφορα προβλήματα στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν μικρή του ἡλικία καὶ γι' αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος περνᾶ διάφορες κρίσεις.

Τὸ παιδὶ μέχρι τὴν ἡλικία τῶν 7-8 ἐτῶν βλέπει τὸν θάνατο ὡς κάτι τὸ προσωρινό, ὡς ἕνα ταξίδι, ὡς κάτι τὸ ὁποῖο ἀνατρέπεται. Γι' αὐτὸ ὅταν πεθαίνη ὁ παπποῦς ἡ ἡ γιαγιὰ μπορεῖ νὰ προτείνη στοὺς γονεῖς του, νὰ βάλουν σόμπα στὸ μνῆμα, κατὰ τοὺς χειμερινοὺς μῆνες, γιὰ νὰ μὴ κρυώνουν. Ὁ Ἑλβετὸς ψυχολόγος Piaget, ὕστερα ἀπὸ ἔρευνες, ἔχει καταλήξει στὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ παιδὶ στὴν ἡλικία τῶν 7-10 ἐτῶν περνᾶ μιὰ κρίση, ἀφοῦ τότε διαπιστώνει ὅτι ὁ θάνατος εἶναι μὴ ἀναστρέψιμο γεγονός. Αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ τὸν ἀπασχολῇ ὁ θάνατος καὶ νὰ ἀπευθύνη πολλὲς ἐρωτήσεις γύρω ἀπὸ αὐτόν.

Ἔπειτα, στὴν ἐφηβικὴ ἡλικία ἀναπτύσσονται τὰ ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα σχετικὰ μὲ τὸ ποιό εἶναι τὸ νόημα καὶ ποιά εἶναι ἡ ἀξία τῆς ζωῆς. Στὴν ἡλικία αὐτὴ ὁ ἔφηβος προσπαθεῖ νὰ χαράξη τὴν πορεία του καὶ γι' αὐτὸ θέλει νὰ μάθη γιὰ τὸ νόημα τῆς ζωῆς σὲ σχέση μὲ τὸν θάνατο, τὸν ὁποῖο βλέπει γύρω του. Προσπαθεῖ νὰ βρῇ ἀπαντήσεις γιὰ τὸν πόλεμο, τὶς κοινωνικὲς ἀκαταστασίες κλπ. Πολλὲς φορὲς αὐτὸ τὸν καταβάλλει. Οἱ συνεχεῖς ἐκρήξεις, ἡ ἀναρχία, ἡ γεύση τῶν ναρκωτικῶν οὐσιῶν ἔχουν πάντοτε σχέση μὲ τὴν ὑπαρξιακὴ κρίση τοῦ θανάτου. Ἀκόμη δὲ καὶ ἡ κοινωνικὴ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου συνδέεται μὲ αὐτὴν τὴν κρίση.

Στὴν συνέχεια ὁ ἄνθρωπος στὴν μέση ἡλικία περνᾶ πάλι μιὰ ἄλλη κρίση, ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν κοινωνικὴ κατοχύρωση, τὶς ἀσθένειες, τὴν πτώση τῶν σωματικῶν δυνάμεων, τὴν ἀπογοήτευση ἀπὸ τὴν ζωή του. Κυρίως βλέπει ὅτι ἔχει καταξιωθῇ κοινωνικά, ἀλλὰ στερεῖται νοήματος γιὰ τὴν ζωή.

Τέλος, ὑπάρχει καὶ ἡ κρίσιμη περίοδος τῆς σύνταξης, τῆς λεγομένης τρίτης ἡλικίας, ὅταν πιὰ ὁ ἄνθρωπος βλέπη νὰ ἔχουν περάσει τὰ χρόνια τῆς ζωῆς του καὶ ὁδεύει πρὸς τὸν θάνατο. Τότε ἐγείρονται ἀγωνιώδη ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον.

Ὅλες αὐτὲς οἱ διαδοχικὲς κρίσεις ἔχουν ἕνα κοινὸ σημεῖο, κοινὸ θέμα ποὺ εἶναι ὁ θάνατος καὶ στὴν πραγματικότητα εἶναι ὑπαρξιακὲς κρίσεις. Οἱ κρίσεις αὐτὲς ἔχουν σχέση μὲ τὸν φόβο τοῦ θανάτου, τὸν φόβο τῶν ἀσθενειῶν, τὴν γνώση ὅτι ἡ ζωὴ περνᾶ σύντομα, ὅτι μεγαλώνουμε γρήγορα, ὅτι θὰ καταστραφῆ ὁ κόσμος καὶ καταλήγει πολλὲς φορὲς στὸ νὰ ἀπωθοῦμε τὸν θάνατο ἀπὸ τὴν ζωή μας καὶ νὰ μὴ ἐπιθυμοῦμε νὰ δοῦμε κάποιον ἄρρωστο ἡ νεκρό.

Ἐκτὸς ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐκδηλώσεις τοῦ φόβου ἐνώπιον τοῦ θανάτου, ὑπάρχουν καὶ πολλὲς ἄλλες περιπτώσεις, ποὺ δείχνουν αὐτὴν τὴν βίωση τοῦ θανάτου. Γιὰ παράδειγμα οἱ γιορτές, οἱ ἐπέτειοι, τὰ γενέθλια, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν χαρά, ἔχουν μέσα τους καὶ ἕνα αἴσθημα καταθλίψεως, γιατί σκεπτόμαστε τὴν ἀπουσία ἀγαπητῶν προσώπων, καθὼς ἐπίσης ὅτι τὰ χρόνια περνοῦν καὶ ὅτι πλησιάζουμε στὸ τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς. Ἀκόμη καὶ ὅταν πληροφορούμαστε τὸν θάνατο ἑνὸς προσώπου, καταλαμβανόμαστε ἀπὸ λύπη, γιατί σκεπτόμαστε τὸν δικό μας θάνατο.

Ἔτσι, ἡ γνώση τοῦ θανάτου εἶναι πράγματι ἕνα «ὑπαρξιακὸ φορτίο», τὸ ὁποῖο κουβαλᾶμε σὲ ὅλη μας τὴν ζωή. Αὐτὸ ὁδηγεῖ στὸ ἐρώτημα γιὰ τὸ ποιό εἶναι τὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ αὐτὸ χαρακτηρίζεται ὡς ὑπαρξιακὴ ἀγωνία. Συνήθως αὐτὸ συνδέεται καὶ μὲ τὸν φόβο τῆς ἀβεβαιότητας τοῦ μέλλοντος.

Γενικά, ὁ θάνατος εἶναι ἕνα παγκόσμιο φαινόμενο, ποὺ ἀπασχολεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καί, βεβαίως, ἡ ἀγωνία τοῦ θανάτου τους χαρακτηρίζει. Ὅταν μελετήσουμε τὸν πολιτισμὸ καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία, θὰ δοῦμε μιὰ «πεῖνα ἀθανατοποίησης». Ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ ζῆ αἰώνια. Αὐτὸ μαρτυροῦν τὰ μνημεῖα τῆς τέχνης καὶ ἄλλα δημιουργήματα ποὺ εἶναι στὴν πραγματικότητα ἀπόπειρες τοῦ ἀνθρώπου νὰ ξεπεράση τὸ φράγμα τοῦ θανάτου. Ὁ ἀγῶνας τοῦ ἀνθρώπου ἐναντίον τοῦ θανάτου εἶναι πολύπλευρος. Ὁ βιολογικὸς μηχανισμὸς τοῦ σώματος ἀμύνεται ἐναντίον τοῦ θανάτου, τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς ψυχολογικοὺς μηχανισμούς. Τὸ κίνητρο τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἡδονῆς, ἀλλὰ ἡ ἐπιβίωση τῆς ὕπαρξης.

Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ὁ δυτικὸς ἄνθρωπος προσπάθησε νὰ ἀπωθήση αὐτὸ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου ἀπὸ τὴν ζωή του, ἀκόμη δὲ καὶ τὰ νεκροταφεῖα τὰ κατασκευάζει ὡς πάρκα, ἀλλὰ τελικὰ αὐτὸ δημιουργεῖ μιὰ νεύρωση. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον στὴν Ἀμερικὴ εἰσάγεται καὶ στὶς ἰατρικὲς Σχολὲς μιὰ ἰδιαίτερη ἐπιστήμη ποὺ λέγεται θανατολογία, γιατί διαπιστώνεται ὅτι ὅσο κανεὶς θυμᾶται καὶ ἀντιμετωπίζει τὸν θάνατο, τόσο καὶ περισσότερο ἀπαλλάσσεται ἀπὸ νευρολογικὲς καταστάσεις.

Διαπιστώνεται ὅτι ἡ ζωὴ συνδέεται μὲ τὸν θάνατο, ὅπως ἡ ἡμέρα μὲ τὴν νύκτα. Ἂν ἡ ἡμέρα ἔχη ἀξία καὶ ἡ νύκτα ἔχει μιὰ μαγεία. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀποκλείση τὸν θάνατο ἀπὸ τὴν ζωή του. Ὁ Χάϊντεγκερ καὶ ὁ Σὰρτρ θεωροῦσαν ὅτι ὁ θάνατος δίνει νόημα στὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ βοηθᾶ στὴν ὁλοκλήρωσή του. Μὲ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργικός. Ἂν ἡ βιολογικὴ ζωὴ δὲν εἶχε ὅρια, τότε ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ ἀγωνιζόταν νὰ κατορθώση κάτι. Βέβαια, οἱ ἄθεοι ὑπαρξιστὲς θεωροῦν ὅτι μετὰ τὸν θάνατο δὲν ὑπάρχει τίποτε.

3. Ἡ τραγικὴ τριάδα

Ὁ Victor Frankl, ὁ ὁποῖος ἐκφράζει τὴν τρίτη ψυχοθεραπευτικὴ Σχολή της Βιέννης, ὁμιλῶντας γιὰ τὶς ἀρχὲς τῆς λογοθεραπείας, κάνει λόγο γιὰ τὴν τραγικὴ τριάδα ποὺ ἀπασχολεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ εἶναι ἡ ἐνοχή, ὁ πόνος καὶ ὁ θάνατος.

Κάνοντας λόγο γιὰ ἐνοχή, ἐννοεῖ τὴν ἐνοχή, ἡ ὁποία θεολογικὰ λέγεται ἁμαρτία, ἀλλὰ καὶ τὴν ὑπαρξιακὴ ἐνοχὴ ποὺ εἶναι σύμφυτη μὲ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, δηλαδὴ συνδέει τὴν ἐνοχὴ μὲ τὴν ἀνυπαρξία νοήματος γιὰ τὴν ζωή, καθὼς καὶ μὲ τὸ ὑπαρξιακὸ κενό. Στὰ κείμενά του συνδέεται στενὰ ἡ ἐνοχὴ μὲ τὰ ὑπαρξιακὰ γεγονότα ποὺ εἶναι ὁ πόνος καὶ ὁ θάνατος.

Μιλῶντας γιὰ τὸν πόνο, ἐννοεῖ τὸν γενικὸ πόνο ποὺ αἰσθάνεται κανεὶς στὴν ζωή του, σωματικό, ψυχικὸ καὶ ὑπαρξιακὸ καὶ κάνει λόγο γιὰ τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν πρέπει νὰ ἀγωνισθῇ γιὰ τὴν ἀνάλυση καὶ τὴν ἀποφυγὴ τοῦ πόνου, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶναι διατεθειμένος νὰ ὑποφέρη στὴν ζωή του, μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι ὁ πόνος ἔχει νόημα ζωῆς. Μάλιστα τονίζει ὅτι ὅταν ὁ ἀνθρωπος δὲν μπορῇ νὰ ἀλλάξη τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς του, τότε θὰ πρέπη νὰ ἀναλαμβάνη τὴν εὐθύνη τοῦ πόνου του, νὰ τὸν ἀποδέχεται, γιατί αὐτὸ θὰ δώση νόημα στὴν ζωή του. Στὰ κείμενά του γράφει ὅτι ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου δὲν συνίσταται στὴν ἀπελευθέρωσή του ἀπὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ τραγικὰ γεγονότα, ἀλλὰ στὴν ἐλεύθερη στάση ἀπέναντι στὶς δυσκολίες. Χαρακτηριστικὰ γράφει: «Οἱ ἀσθενεῖς ποτὲ δὲν ἀπελπίζονται πραγματικά, ἐξ αἰτίας τοῦ ἴδιου του πόνου. Ἀντίθετα, ἡ ἀπελπισία τους ἔχει τὴ ρίζα τῆς σὲ κάθε περίπτωση ἀμφιβολίας, ἐὰν ὁ πόνος τους ἔχει νόημα. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕτοιμος καὶ πρόθυμος νὰ ἐπωμισθῇ κάθε πόνο μόλις μπορέσει νὰ βρῇ ἕνα νόημα σὲ αὐτόν». Πάντως, ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα προβλήματα τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀναζητοῦν τὴν εὐχαρίστηση καὶ ἀποφεύγουν τὸν πόνο.

Ἐπὶ πλέον ὁ θάνατος ποὺ εἶναι τὸ τρίτο στοιχεῖο τῆς τραγικῆς τριάδος, εἶναι αὐτὸς ποὺ βασανίζει πραγματικὰ τὸν ἄνθρωπο. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀποφύγη τὸν θάνατο, γιατί ἔχει προσωπικὲς ἐμπειρίες ἀπὸ τὴν φθαρτότητα καὶ τὴν θνητότητα καὶ ἀπὸ τὸν θάνατο ποὺ βλέπει γύρω του, καὶ καταλαβαίνει ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶναι ἀποκύημα τῆς φαντασίας. Στὴν λογοθεραπεία τοῦ Frankl ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ ἀξιώματά της εἶναι ἡ προσωρινότητα τοῦ ἀνθρώπου πάνω στὴν γῆ. Ὁ ἄνθρωπος θὰ πρέπη νὰ συμφιλιωθῇ μὲ αὐτὸ τὸ γεγονός, γιατί τότε θὰ κάνη ὀρθὴ χρήση τοῦ χρόνου, θὰ ἀναπτύξη τὴν δημιουργικότητά του καὶ θὰ ἀποκτήση νόημα ζωῆς.

Τὰ τρία αὐτὰ ὑπαρξιακὰ γεγονότα, ἡ λεγομένη τραγικὴ τριάδα, ἤτοι ἡ ἐνοχή, ὁ πόνος καὶ ὁ θάνατος, εἶναι δεδομένα καὶ δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ τὰ ἀποφύγη, γι' αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ τὰ ἀποδεχθῇ. Ἡ στάση τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος τηρεῖ ἀπέναντι σὲ αὐτά, δείχνει κατὰ πόσον εἶναι πνευματικὰ ὥριμος.

4. Φάρμακον ἀθανασίας

Ἀπέναντι στὶς διαδοχικὲς κρίσεις θανάτου ποὺ περνᾶμε στὴν ζωή μας δὲν ὠφελοῦν οἱ διανοητικὲς θεωρίες, ἀλλὰ ἡ προσωπικὴ πίστη τὴν ὁποία ἔχουμε ὡς πρὸς τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο. Καὶ μάλιστα ἡ πίστη στὴν νίκη τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στὸν θάνατο, τὴν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ καὶ τὴν ἀνάσταση τῶν σωμάτων κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.

Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο, ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ἰατρὸς καὶ τὸ φάρμακον τῆς ἀθανασίας. Ἡ κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ μεταδίδει σὲ ὅλο τὸν ψυχοσωματικὸ ὀργανισμὸ τὴν ἐνέργεια τῆς ἀθανάτου ζωῆς. Αὐτὴ ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ εἰσέρχεται στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ ἁγιάζει ὅλον τὸν ἄνθρωπο. Στὴν πραγματικότητα μὲ τὴν βρώση τοῦ Σώματος καὶ τὴν πόση τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ γίνεται μιὰ πνευματικὴ μεταμόσχευση, γεμίζουμε ἀπὸ θεία ζωή. Ἔτσι δικαιολογοῦνται καὶ τὰ λείψανα τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Κανονικὰ τὰ κύτταρα τοῦ σώματος, μὲ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπὸ αὐτό, ἀποσυντίθενται. Ὅμως, στοὺς θεουμένους ἁγίους ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ κάνει ἀνάσχεση σὲ αὐτὸν τὸν θάνατο τῶν κυττάρων καὶ γι' αὐτὸ παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο τῆς ἀφθαρσίας.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀναλύει διεξοδικὰ ὅτι δὲν μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὸν θάνατο μὲ μόνη τὴν διδασκαλία τῶν Προφητῶν. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ὁ Χριστὸς προσέλαβε ἑκουσίως παθητὸ καὶ θνητὸ σῶμα γιὰ νὰ νικήση τὸν θάνατο.

Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος στὴν ζωή του περνᾶ διάφορες διαδοχικὲς κρίσεις θανάτου, ποὺ δημιουργεῖ πόνο, ἀλλ' ὅταν ζῆ μέσα στὸ ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, μπορεῖ νὰ περάση καὶ διαδοχικὲς εὐλογίες ὑπερβάσεως τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν κάθαρση, τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θέωση, ἡ ἀκόμη ἀπὸ δοῦλος νὰ γίνη μισθωτὸς καὶ τελικὰ υἱὸς καὶ φίλος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε στοὺς ἁγίους, οἱ ὁποῖοι δὲν φοβοῦνται τὸν θάνατο, τὸν ἐπιδιώκουν, τὸν θεωροῦν φίλο καὶ τὸν ἀναμένουν, διότι θὰ τοὺς ὀδηγήση στὸ οὐράνιο τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ὅλη ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ δὲν ἐξαντλεῖται στὴν ἱκανοποίηση τῶν συναισθημάτων καὶ σὲ ἕνα κοινωνικὸ ἔργο, ἀλλὰ στὴν θεραπεία καὶ τὴν ὑπέρβαση τῆς φθαρτότητας καὶ τῆς θνητότητας, ποὺ μᾶς βασανίζει ἀπὸ τὴν ὥρα τῆς συλλήψεώς μας, στὴν βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.–

  • Προβολές: 2737