Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καὶ οἱ ἀντιδράσεις
Πρωτοπρεσβύτερου π. Θωμᾶ Βαμβίνη
Εἶναι δύσκολο νὰ ἀποβάλη κανεὶς τὶς προκαταλήψεις του, δηλαδή, τοὺς λογισμοὺς ποὺ ἔχουν ἀποκτήσει μονιμότητα μέσα στὸ νοῦ του καὶ ἔχουν γίνει τὸ πρίσμα κάτω ἀπὸ τὸ ὁποῖο βλέπει τὸν κόσμο καὶ τὰ γεγονότα ποὺ συμβαίνουν μέσα σ’ αὐτόν.
Αὐτὰ σημειώνονται εἰσαγωγικὰ μὲ ἀφορμὴ τὶς συναισθηματικὲς ἀντιδράσεις ὁρισμένων σχολιαστῶν καὶ ἀρθρογράφων, ποὺ προκλήθηκαν ἀπὸ τὰ πρόσφατα αἰχμηρὰ γεγονότα στὰ ὁποῖα ἐμπλέκονται –ἡ διαπλέκονται– ἐκκλησιαστικὰ καὶ πολιτικὰ πρόσωπα.
Δὲν θὰ ἀναφερθοῦμε στὰ οἰκονομικὰ προβλήματα ποὺ μονοπωλοῦν τὸν τελευταῖο καιρὸ τὴν ἐπικαιρότητα, ἀλλὰ σ’ ἕνα θέμα ποὺ καλύφθηκε, δυστυχῶς, πολὺ γρήγορα ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ νέφος τοῦ ἱεροῦ ἡ ἀνίερου χρήματος. Θὰ ἀναφερθοῦμε στὶς ἀντιδράσεις ποὺ προκάλεσε ἡ οὐσιαστικὴ μετατροπὴ τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, στὸ ἑλληνικὸ σχολεῖο, ἀπὸ ὑποχρεωτικὸ σὲ ἐπιλεγόμενο.
Πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι θέμα στενὰ θρησκευτικό. Εἶναι κατὰ βάση πολιτισμικό. Ἐλέγχει τὴν ποιότητα τῆς πολιτισμικῆς μας συνείδησης. Ἀφορᾶ πρωτίστως τὴν διοίκηση τῆς Πολιτείας καὶ δευτερευόντως τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ νὰ μιλήσουμε γενικότερα, ἀφορᾶ ὅλους τοὺς πολῖτες τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους καὶ ὄχι ἁπλῶς τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Διότι ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὴν παγκόσμια ἱστορία καὶ ἰδιαιτέρως μὲ τὴν ἱστορία τοῦ γένους μας. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κανεὶς Ὀρθόδοξος, ἂν χωρίζη τὴν Θεολογία ἀπὸ τὴν Ἱστορία. Ἀλλὰ καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ πῇ ὅτι μαθαίνει τὴν ἱστορία τοῦ τόπου του καὶ ἀρδεύεται ἀπὸ τὶς πολιτισμικές του ρίζες, ἂν ἀφαιρέση κάθε ἀναφορὰ στὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὸν τρόπο ζωῆς, ποὺ αὐτὴ ἐνέπνευσε στοὺς ἀπ’ αἰῶνος προγόνους μας, οἱ ὁποῖοι ἐντάχθηκαν σ’ Αὐτήν. Διότι ὁ ἐκκλησιαστικὸς τρόπος ζωῆς ἐμπότισε τὴν καθημερινότητα τοῦ λαοῦ καὶ ἐπέδρασε στὴν τέχνη καὶ τοὺς θεσμούς του. Προκάλεσε ἀκόμη καὶ γόνιμες συγκρούσεις ποὺ ἔδωσαν πολὺ καρπό, ὁ ὁποῖος συντηρεῖται ἕως σήμερα ζωντανὸς καὶ εὔχυμος στὰ σωζόμενα κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ διαρκῶς ἐπιβεβαιώνουν τὰ κείμενα αὐτὰ μὲ τὴν ζωή τους. Γι’ αὐτὸ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ πῇ ὅτι μαθαίνει τὴν ἱστορία τοῦ τόπου του, ἂν ἔχουν ἀφαιρεθῇ ἀπ’ αὐτὴν οἱ διεργασίες ποὺ ἔγιναν π.χ. γιὰ τὴν διατύπωση τῶν δογμάτων τῆς πίστεως, διεργασίες ποὺ δείχνουν ἀφ' ἑνὸς μὲν τὶς φιλοσοφικὲς ρίζες καὶ τάσεις τοῦ ἑλληνισμοῦ στὴν διαχρονική του πορεία, ἀφ' ἑτέρου δὲ τὴν σοφία τῶν θεοπτὼν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν διατύπωση τῶν δογμάτων διέσωσαν τὴν δυνατότητα τῶν πιστῶν νὰ περνοῦν ἀπὸ τὰ λόγια καὶ τὰ νοήματα τῶν δογμάτων στὴν βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε λόγο καὶ νόημα.
Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, τὰ γεγονότα ποὺ συνδέονται μὲ τὴν ζωή της, ὁ τρόπος ζωῆς τῶν μελῶν της καὶ ἡ θεολογία της, ὡς τμῆμα τῆς ἐθνικῆς μας ἱστορίας, ἀλλὰ καὶ ὡς παρόν, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία συνεχίζει νὰ ὑπάρχη καὶ νὰ νοηματοδοτῇ τὴν ζωὴ τῶν περισσοτέρων πολιτῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, Ἑλλήνων καὶ ἀλλοδαπῶν, εἶναι ἕνα μάθημα ποὺ ὀφείλει νὰ διδάσκεται κάθε πολίτης αὐτῆς τῆς χώρας, πιστὸς καὶ ἄπιστος, χριστιανός, ἀλλόθρησκος ἡ ἀλλόδοξος, ποὺ θέλει νὰ εἶναι ἐνημερωμένος καὶ ἐνσυνείδητα πνευματικὰ τοποθετημένος (θετικὰ ἡ ἀρνητικά, εἶναι θέμα τῆς ἐπιλογῆς του) μέσα στὸν χῶρο στὸν ὁποῖο ζῆ. Εἶναι ἕνα μάθημα ποὺ δὲν πρέπει νὰ ἔχη στενὰ ὁμολογιακό, οὔτε γενικὰ θρησκειολογικὸ χαρακτῆρα, ἀλλὰ κυρίως ἱστορικό, μὲ γνωστικὸ ἀντικείμενο τὴν πνευματική μας ἱστορία, ὅπως διαμορφώθηκε ἀπὸ τὴν «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία». Τὸ μάθημα, δηλαδή, αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχη κατηχητικὸ περιεχόμενο, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μάθημα μύησης στὴν πίστη καὶ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ σχολεῖο δὲν μπορεῖ νὰ ὑποκαταστήση τὴν Ἐκκλησία στὸν μυσταγωγικὸ ρόλο της. Δὲν ἔχει τὶς προϋποθέσεις γιὰ κάτι τέτοιο, διότι δὲν τὸ διοικοῦν ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ μαθητὲς ποὺ φοιτοῦν σ’ αὐτὸ δὲν εἶναι ὑποχρεωτικὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ σχολεῖο ἔχει ὑποχρέωση νὰ καλλιεργῇ τὴν κριτικὴ ἱκανότητα τῶν μαθητῶν καὶ νὰ τοὺς ἐνημερώνη. Νὰ ἐκθέτη σ’ αὐτοὺς τὴν πεῖρα τοῦ παρελθόντος (καθετί, ἄλλωστε, ποὺ μπορεῖ νὰ διδαχθῇ, προέρχεται ἀπὸ τὸ ἐγγὺς ἡ τὸ ἀπώτερο παρελθόν), νὰ τοὺς δίνη τὶς προϋποθέσεις καὶ νὰ τοὺς ὠριμάζη, ὥστε νὰ κάνουν ἐπιλογὲς γιὰ τὶς ὁποῖες θὰ ἔχουν ἀκέραιη τὴν εὐθύνη.
Δυστυχῶς, ὅμως, σχετικὰ μὲ τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, ἀντὶ γιὰ ἤρεμη καὶ εἰλικρινῆ συζήτηση προκαλοῦνται ἐνστικτώδεις ἀντιδράσεις, λόγῳ προκαταλήψεων καὶ διαστρεβλώσεων. Ἀφ' ἑνὸς μὲν οἱ μνῆμες ἑνὸς νεφελώδους εὐσεβοῦς παρελθόντος, ποὺ φαίνεται ὅτι στὶς μέρες μας τὸ ἀπεμπολοῦμε, ἀφ' ἑτέρου δὲ τὰ ἀπωθημένα βιώματα ὁρισμένων, τὰ τεχνητῶς ἀθεράπευτα ψυχικά τους τραύματα, ἀπὸ μιὰ αὐταρχικὴ παιδεία τοῦ παρελθόντος, μὲ αἰχμὴ τὴν θρησκευτικὴ καταπίεση, ὁδηγοῦν τὶς συζητήσεις γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ σὲ ἀκρότητες.
Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριά, σὲ κάποιους ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνιοῦν γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν, ὑποβόσκει μιὰ ἀνασφάλεια. Φαίνεται σὰν νὰ θεωροῦν ξαφνικὰ ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει δικό της τρόπο γιὰ νὰ μεταδώση τὴν διδασκαλία της καὶ νὰ ἐνεργήση τὴν ποιμαντική της. Ἀμήχανοι ἐπενδύουν πολλὰ στὸ σχολικὸ θρησκευτικὸ μάθημα. Ξεχνοῦν τὴν λειτουργικὴ πράξη, τὴν ὑμνολογία, τὸν ἐνεργὸ λόγο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, τὴν προσωπικὴ ἐπικοινωνία, τὴν ποιμαντικὴ πράξη, τὴν προϋπόθεση τῆς ἐλευθερίας γιὰ μιὰ εἰλικρινῆ ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Κι ὅταν τὸ σχολικὸ θρησκευτικὸ μάθημα γίνεται προαιρετικό, ἀντιδροῦν μὲ κάποιο πανικό. Μπορεῖ νὰ εἶναι ὄντως σημαντικὸ μάθημα (κάτω ἀπὸ προϋποθέσεις), ὅμως, δὲν ἀρκεῖ γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι μιὰ δραστηριότητα τοῦ Κράτους, δὲν εἶναι ποιμαντική. Θὰ εἶχε ἐνδιαφέρον μιὰ στατιστικὴ μελέτη ποὺ θὰ ἔδειχνε τὸ πόσοι μαθητὲς ἐμπνεύστηκαν ἀπὸ τὸ μάθημα αὐτὸ καὶ μπῆκαν βαθύτερα στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἔχουμε ἀντιδράσεις ποὺ τὶς χαρακτηρίζει ἕνας ἔντονος ἀρνητισμός. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση καθηγητῆ κλασσικῆς φιλολογίας, ὁ ὁποῖος σὲ ἄρθρο του ταυτίζει τὶς αἰτιολογημένες δηλώσεις γιὰ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν μὲ τὶς ἀλήστου μνήμης δηλώσεις νομιμοφροσύνης, τὶς πολιτικὲς «δηλώσεις μετανοίας». Ἀξίζει νὰ παραθέσουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ ἄρθρο του ποὺ δημοσιεύτηκε στὸ Βῆμα (10.08.2008). Γράφει: «οὔτε νὰ δραματοποιήσουμε καταστάσεις θέλουμε οὔτε μᾶς ἀρέσει νὰ ὑπερβάλλουμε. Σὲ τί ὅμως διαφέρουν αὐτὲς οἱ δηλώσεις τῶν μαθητῶν οἱ ὁποῖοι δὲν θέλουν νὰ παρακολουθοῦν τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἀπὸ τὶς δηλώσεις νομιμοφροσύνης ποὺ ἦταν σὲ ἐφαρμογὴ λίγες δεκαετίες πρίν; Τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, σὲ τίποτε! Καὶ ἐκεῖνες καὶ οἱ σημερινὲς δηλώσεις δείχνουν, στὸν ἕναν ἡ στὸν ἄλλο βαθμό, τὴν ἴδια αὐταρχικότητα, τὴν ἀπεγνωσμένη προσπάθεια μιᾶς καταρρέουσας ἰδεολογίας νὰ κρατηθῇ σὲ ἰσχύ. Καὶ τὰ μὲν πολιτικὰ παράλογα τελείωσαν ἡ τοὐλάχιστον φαίνεται νὰ ἔχουν τελειώσει. Ὁ ἔλεγχος ὅμως τῶν θρησκευτικῶν φρονημάτων φαίνεται νὰ παραμένη ἀμείωτος, μολονότι, φεῦ, ὁ χρόνος οὐσιαστικὰ ἔχει ἤδη καταργήσει τὸ μάθημα!».
Ἡ ἐλευθερία τῶν μαθητῶν νὰ δηλώνουν ὅ,τι πιστεύουν, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸ μάθημα ποὺ ἐνοχλεῖ τὴν θρησκευτική τους συνείδηση, ταυτίζεται μὲ τὶς ἀναγκαστικὲς δηλώσεις μετανοίας, στὶς ὁποῖες οἱ «χαρακτηρισμένοι» πολῖτες πιέζονταν νὰ δηλώσουν αὐτὰ ποὺ δὲν πίστευαν, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ διώξεις ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντέξουν ἡ γιὰ νὰ πάρουν μιὰ θέση ποὺ ἐπιθυμοῦσαν. Ποὺ βρίσκεται ἡ ταύτιση αὐτῶν τῶν δύο ἄσχετων περιπτώσεων;
Προφανῶς ἔχουν προκαταλάβει τὸ ὀπτικὸ πεδίο τοῦ ἀρθρογράφου στρεβλωτικὰ πρίσματα, ποὺ μετατρέπουν τὴν Ἐκκλησία σὲ «καταρρέουσα ἰδεολογία» καὶ τὴν ἐλεύθερη δήλωση ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν σὲ ἀναγκαστικὴ δήλωση μετανοίας. Μὲ τέτοια «συναισθηματικὴ λογικὴ» δὲν μποροῦμε νὰ προχωρήσουμε μπροστά την κρατική μας παιδεία, οὔτε μποροῦμε νὰ σταθοῦμε μὲ τόλμη καὶ εὐθύνη στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων, ἀλλὰ καὶ στὸ ὕψος τῆς πολιτιστικῆς μας κληρονομιᾶς.
- Προβολές: 3010