Skip to main content

Τα «υποατομικά σωματίδια» και το πρόσωπο του Θεού

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

(Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα "Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία", στις 21-9-2008)

Οι επιστήμονες ανακοίνωσαν προ ημερών την νέα ερευνητική προσπάθειά τους για την ερμηνεία του τρόπου της δημιουργίας του κόσμου. Πρόκειται για την δοκιμαστική λειτουργία του λεγομένου «μεγάλου επιταχυντή Αδρονίων», ο οποίος στην πραγματικότητα, όπως λένε οι ειδικοί επιστήμονες, είναι ο «μεγαλύτερος επιταχυντής συγκρουόμενων σωματιδίων στον κόσμο, με περίμετρο 27 χιλιομέτρων».

Κατά καιρούς σχηματίζονται διάφορες θεωρίες για τον τρόπο της δημιουργίας και την εξέλιξη του κόσμου, όπως η «μεγάλη έκρηξη», και στην συνέχεια επιδιώκεται να αποδειχθούν με διάφορα πειράματα. Στην προκειμένη περίπτωση γίνεται προσπάθεια να κατανοηθή ο τρόπος της δημιουργίας και η εξέλιξη του σύμπαντος, αναζητώνται «τα υποατομικά σωματίδια που δίνουν μάζα στην ύλη». Μέσα σε αυτήν την προοπτική μερικοί κάνουν λόγο, είτε αλαζονικά είτε χαριτολογώντας, για το «λεγόμενο σωματίδιο του Θεού», δηλαδή θα μελετήσουν το πρωτογενές υλικό-ενέργεια από το οποίο δημιουργήθηκε η ύλη και στην συνέχεια το Σύμπαν. Πρόκειται για το υλικό που υπήρξε για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου μετά την Μεγάλη Έκρηξη, που θεωρείται ότι ήταν η μορφοποιός δύναμη των περαιτέρω εξελίξεων.

Το πείραμα αυτό που είναι σε εξέλιξη είναι ενδιαφέρον και προκαλεί κάθε επιστήμονα και σκεπτόμενο άνθρωπο, δημιουργεί διάφορες απορίες και οδηγεί σε θετικά η αρνητικά αποτελέσματα ως προς την θρησκεία και τον Θεό. Θα ήθελα από πλευράς ορθοδόξου θεολογίας να τονισθούν μερικές διαχρονικές αλήθειες που αξίζει να τις θυμηθούμε σχετικά με τα νέα πειράματα της επιστήμης.

Η Ορθόδοξη θεολογία δεν έρχεται σε αντίθεση με την επιστήμη και την έρευνά της, αρκεί βεβαίως η ίδια η επιστήμη να θέτη ασφαλιστικές δικλείδες για να μη γίνεται επικίνδυνη στον άνθρωπο και το περιβάλλον. Από διάφορα πειράματα προήλθαν μεγάλες ευεργεσίες στην ανθρωπότητα, αλλά και μεγάλες μολύνσεις. Άλλωστε, διαφορετικός είναι ο λόγος της επιστήμης και της θεολογίας, αφού η επιστήμη ενδιαφέρεται για το τι του κόσμου και το πως της λειτουργίας του, ενώ η θεολογία για το ποιός δημιούργησε τον κόσμο και ποιός είναι ο σκοπός του. Έπειτα, η επιστήμη δεν πρέπει να αντιπαρατίθεται στην θεολογία, γιατί άλλος είναι ο σκοπός της, ούτε βέβαια και η θεολογία να αντιδρά στην επιστήμη. Και αυτό γιατί θεολογία και επιστήμη κινούνται σε διαφορετικά επίπεδα.

Επειδή με αφορμή το πείραμα αυτό γίνεται λόγος για «το σωματίδιο του Θεού» προβληματίζομαι έντονα για το πως τα προσδιορίζουν αυτοί που χρησιμοποιούν την φράση. Μεταξύ των άλλων υπάρχουν και δύο εκδοχές. Η μία είναι η ματεριαλιστική-υλιστική, ότι δηλαδή αυτό «το πρωτογενές υλικό» έχει αφ' εαυτού του δύναμη, είναι ένα vis vitalis, που υπενθυμίζει μερικές απόψεις προσωκρατικών φιλοσόφων, όπως του Δημοκρίτου και των Ιώνων φυσικών φιλοσόφων, και η άλλη εκδοχή είναι η μεταφυσική του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη κλπ. όπου γίνεται λόγος για τις αγέννητες ιδέες και «το πρώτον ακίνητον κινούν».

Και οι δύο αυτές εκδοχές δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές από την Ορθόδοξη θεολογία η οποία διδάσκει την ύπαρξη προσωπικού Θεού που δημιούργησε τον κόσμο, όχι απλώς από το μηδέν η από μια τυχαία διαταραχή του, αλλά «εκ μη υπαρχούσης ύλης» και ότι συντηρεί τον κόσμο όχι με κτιστές ενέργειες, αλλά με την άκτιστη ενέργειά Του. Με την διδασκαλία αυτή καταρρίπτεται τόσο ο ματεριαλισμός-υλισμός όσο και η μεταφυσική, οπότε δεν ισχύει από ορθοδόξου θεολογίας το «εν αρχή ην η ύλη» του ματεριαλισμού, ούτε το «εν αρχή ην η ιδέα» της μεταφυσικής, αλλά το «εν αρχή ην ο Λόγος» - το πρόσωπο, κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Εδώ αξίζει να μνημονευθή η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης για «την αθρόον των όντων καταβολήν» από την δύναμη του Θεού, «τον εγκείμενον της κτίσεως λόγον», τον οποίον ονομάζει «οιωνεί σπερματικήν δύναμιν». Αλλά και τότε το θέμα είναι ότι το σύμπαν δεν δημιουργήθηκε από «αυτόματον συντυχίαν», κατά κάποια «άτακτον και τυχαίαν φοράν», αλλά από προσωπικό Θεό.

Ειδικότερα για την μεταφυσική πρέπει να σημειωθή ότι κατά τον Πλάτωνα ο κόσμος δημιουργήθηκε από τις αγέννητες ιδέες, που δεν υπάρχουν ούτε μπορούν να αποδειχθούν επιστημονικά και θεολογικά. Και κατά τον Αριστοτέλη ο Θεός είναι «το πρώτον ακίνητον κινούν», πράγμα που και αυτό δεν γίνεται αποδεκτό από την ορθόδοξη θεολογία, γιατί ο Θεός όχι μόνον κινεί, αλλά και κινείται προς τον άνθρωπο. Έπειτα, κατά την ορθόδοξη θεολογία, δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ φυσικών και μεταφυσικών, αλλά μεταξύ κτιστού και ακτίστου που δεν έχουν καμμία ομοιότητα μεταξύ τους, αλλά το άκτιστο είναι ο «λόγος των όντων» που ουσιοποιεί και ζωοποιεί τα όντα αναλογικώς.

Επομένως η επιστήμη πρέπει να δρα μέσα στα όρια της αρμοδιότητάς της, χωρίς να αναμειγνύεται στα θεολογικά ζητήματα, αλλά το ίδιο πρέπει να κάνη και η θεολογία. Ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης έλεγε ότι ο θεολόγος μπορεί να ομιλή για επιστημονικά ζητήματα, αλλά μέσω της επιστήμης του (αν την γνωρίζη) και όχι μέσω της θεολογίας του, και ο επιστήμονας μπορεί να ομιλή για θεολογικά ζητήματα, αλλά μέσω της θεολογίας του (αν την γνωρίζη) και όχι μέσω της επιστήμης του. Αν δεν γίνεται αυτή η διάκριση θα δημιουργηθούν εκατέρωθεν σφάλματα. Ο θεολόγος διδάσκει τον άνθρωπο για το πως θα γνωρίση τον άκτιστο Θεό και ο επιστήμονας ερευνά τον κτιστό κόσμο και τις λειτουργίες του.

Η επιστήμη καλά κάνει και ερευνά να μάθη τα μυστικά του σύμπαντος, «την πρωτογενή ύλη του σύμπαντος», τα «υποατομικά σωματίδια», όμως εμείς έχουμε ανάγκη να αποκτήσουμε νόημα για την ζωή, να βρούμε το πρόσωπο του Θεού, τον βαθύτερο εαυτό μας και το πρόσωπο των συνανθρώπων μας. Η επιστήμη δεν μπορεί να λύση τα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου.

Ζούμε σε μια κοινωνία όπου επικρατεί βαθύς πόνος, τον οποίο η Εκκλησία με τους Κληρικούς της πρέπει να απαλύνη και συγχρόνως οι Κληρικοί να νοηματοδοτούν την ζωή τους και την ζωή των συνανθρώπων τους. Το να βρη κανείς τα μυστικά του σύμπαντος, καίτοι είναι καλό, όμως δεν μπορεί να πη τίποτε σε αυτούς που ζουν στην κόλαση των ναρκωτικών και στον άδη της ποικιλότροπης και θανατηφόρου απελπισίας.

 

  • Προβολές: 2674