Skip to main content

Τόκοι, τοκογλυφία, καπιταλισμός

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Στήν εποχή μας επικρατεί η θεοποίηση τού χρήματος, τής ηδονής καί τής ευμάρειας.

Η αξιοποίηση καί η εκμετάλλευση τού χρήματος αναπτύχθηκε μέσα σέ προτεσταντικούς κύκλους, μέσα σέ μιά ηθική ότι τό χρήμα είναι ευλογία Θεού, καί ο πλούσιος είναι από τόν Θεό ευλογημένος. Αυτό τό θέμα τό αναπτύσσει διεξοδικά ο Max Weber στό γνωστό του κλασσικό βιβλίο «η προτεσταντική ηθική καί τό πνεύμα τού καπιταλισμού». Υποστηρίζει ότι ο καπιταλισμός, η ορθολογιστική αξιοποίηση τού χρήματος καί τής ζωής είναι απόρροια όλων τών αρχών πού αναπτύχθηκαν από τίς διάφορες προτεσταντικές ομάδες στήν Ευρώπη.

Ειδικά γιά τήν αξία τού χρήματος ο Max Weber αναφέρεται στίς οδηγίες πού δίνει ο Benzamin Franklin, τίς οποίες συναντούμε στά βιβλία του «Αναγκαίες νύξεις σέ κείνους πού θά ήθελαν νά γίνουν πλούσιοι» καί «Συμβουλή σέ ένα νέο έμπορο». Στά βιβλία αυτά ο Franklin συμβουλεύει:

«Νά θυμάσαι ότι ο χρόνος είναι χρήμα… Νά θυμάσαι ότι η πίστωση είναι χρήμα… Νά θυμάσαι ότι τό χρήμα έχει αναπαραγωγική καί καρποφόρα φύση. Τό χρήμα μπορεί νά παράγει χρήμα καί τά γεννήματά του μπορούν νά παράγουν περισσότερα… Νά θυμάσαι ότι –κατά τό ρητό– ο καλός πληρωτής είναι ο κύριος τού πορτοφολιού τού άλλου. Όποιος είναι γνωστός ότι πληρώνει ακριβώς στόν χρόνο πού υποσχέθηκε, μπορεί οποιαδήποτε στιγμή νά σηκώσει όλο τό χρήμα πού οι φίλοι του μπορούν νά αποταμιεύσουν».

Αυτή είναι η βασική αρχή τής χρηματοπιστωτικής αγοράς πού σήμερα διέρχεται κρίση.

Ο Max Weber σχολιάζει ότι «ο άνθρωπος κυριαρχείται από τή δίψα γιά απόκτηση χρήματος, απόκτηση πού εκφράζεται σάν τελικός σκοπός τής ζωής του». Καί ρωτώντας ο Max Weber «γιατί πρέπει νά βγαίνουν λεφτά από τούς ανθρώπους;», σχολιάζει τήν συμβουλή πού έδωσε στόν Benzamin Franklin ο αυστηρός καλβινιστής πατέρας του, χρησιμοποιώντας τό χωρίο από τίς Παροιμίες «είδες άνθρωπον επιτήδειον εις τά έργα αυτού; αυτός θέλει εμφανισθεί ενώπιον βασιλέων» (Παροιμ. κβ', 29): «Η απόκτηση χρήματος μέσα στήν σύγχρονη οικονομική τάξη είναι –εφόσον γίνεται νόμιμα– τό αποτέλεσμα καί η έκφραση τής αρετής καί προκοπής σ' ένα επάγγελμα καί η αρετή καί η προκοπή αυτή είναι, όπως είναι εύκολο νά αντιληφθούμε, τό πραγματικό άλφα καί τό ωμέγα τής ηθικής τού Franklin».

Αυτή η νοοτροπία τού συγχρόνου ανθρώπου είναι καπιταλιστική καί παρατηρείται στήν Δύση καί επηρέασε πολλούς σέ όλον τόν πλανήτη. Αυτό βλέπουν σύγχρονοι ξένοι θεολόγοι καί αναλύουν τήν διδασκαλία τών αγίων Πατέρων τής Εκκλησίας.

* * *

Η Καθηγήτρια στό Λουθηρανικό Πανεπιστήμιο τής Τακόμα Brenda Ihssen έγραψε δύο κείμενα στά οποία αναλύει αυτό τό θέμα.

Τό πρώτο έχει τίτλο: «Η τοκογλυφία, η ελληνική Πατρολογία καί η καθολική Κοινωνική διδασκαλία», στό οποίο θίγει θέματα όπως: «τί λένε οι πατερικοί συγγραφείς γιά τήν κοινωνική ηθική», «ποιοί είναι οι τοκογλύφοι», «ποιές είναι οι σημαντικές ερωτήσεις πού πρέπει νά τεθούν καί τίς οποίες πρέπει νά γνωρίζη ο ερευνητής όταν προσεγγίζει ένα πατερικό κοινωνικό-ηθικό κείμενο», «υπό ποιές προϋποθέσεις ή μέχρι ποιό όριο μπορούν οι πατερικές πηγές νά θεωρηθούν ότι συνεισφέρουν στήν δημιουργία τής Καθολικής Κοινωνικής διδασκαλίας». Μέσα στά κεντρικά αυτά κεφάλαια ανευρίσκουμε πολλές υποδιαιρέσεις, όπως «η απαγόρευση τής τοκογλυφίας στή Γραφή», «ο τοκογλύφος ως απειλή γιά τήν κοινότητα (κακός, άγριο θηρίο, ψεύτης, ακόμη καί φονιάς)», «η πνευματική πτωχεία τού τοκογλύφου», οι τοκογλύφοι ως «μέλη τής κοινότητας», «άν υπάρχουν εξαιρέσεις στόν δανεισμό». Επίσης, απαντά σέ τρία βασικά ερωτήματα όπως: «έχουν σχέση μέ τήν πραγματικότητα τά κείμενα τών Ελλήνων Πατέρων;». «Τούς ενδιαφέρει νά έχουν σχέση μέ τήν πραγματικότητα;», «άν η παρουσία τών ελληνορω-μαϊκών θεμάτων είναι αναμφισβήτητη».

Τό δεύτερο κείμενό της έχει τίτλο: «Τά κηρύγματα τού Βασιλείου καί τού Γρηγορίου (Νύσσης) γιά τήν τοκογλυφία». Σέ αυτό εξετάζει τά κίνητρά τους, νά ασχοληθούν μέ τό θέμα τής τοκογλυφίας, οι επιρροές πού δέχθηκαν από φιλοσόφους, η χρησιμοποίηση τής Αγίας Γραφής μέ αναφορά στούς τόκους, η τοκογλυφία ως κλοπή, η ταραχή πού δημιουργεί η τοκογλυφία, οι εικόνες πού χρησιμοποιούνται γιά νά περιγράψουν τόν τοκογλύφο καί τήν τοκογλυφία, καί γιά τόν ουράνιο τόκο.

Στό σημείο αυτό θά ήθελα νά παρουσιάσω τήν εισαγωγή τής Brenda Ihssen, τό συμπέρασμα τής πρώτης μελέτης της, καί ένα βασικό απόσπασμα από τό κεντρικό θέμα. Καί τό θεωρώ αυτό καλό γιατί είναι γεννημένη, μεγαλωμένη καί διδάσκει σέ Πανεπιστήμιο στήν Αμερική όπου η εκμετάλλευση τού χρήματος είναι μιά ολόκληρη επιστήμη. Θυμηθήτε όλη τήν ιστορία τών ομολόγων καί μάλιστα τών δομημένων ομολόγων.

Στήν εισαγωγή της γράφει:

«Αποτελεί αναμφισβήτητη διαπίστωση ότι η συζήτηση γιά τίς ηθικές επιπτώσεις τού τόκου ή τής τοκογλυφίας δέν προκαλεί πιά τό ενδιαφέρον τού μέσου πολίτη. Ο τόκος θεωρείται όχι πρόβλημα αλλά κανονικό στοιχείο τής ζωής. "Είμαστε ευτυχείς νά πληρώνουμε 4% αρκεί νά μπορούμε νά αγοράσουμε τά μαξιλάρια τών διακοπών τά οποία μάς λένε οι ειδικοί τού μάρκετινγκ ότι τά έχουμε ανάγκη". "Δυστυχώς, εκατομμύρια άνθρωποι στόν πλανήτη υποφέρουν στά χέρια άλλων πού ευχαρίστως τούς διατηρούν στή φτώχεια μέσω υπερβολικών καί εξοντωτικών επιτοκίων".

Στήν τάξη μου, οι φοιτητές αναρωτιούνται ποιό είναι τό πρόβλημα άν κάποιοι δανείζονται καί αποπληρώνουν μέ τόκο, εφόσον είναι ενήλικες καί γνωρίζουν τί κάνουν. Πιστεύω ότι τό πρόβλημα είναι ότι στόν 21ο αιώνα υπάρχει θλιβερή φτώχεια, πείνα, άστεγοι καί θάνατοι γιά τούς οφειλέτες καί τίς οικογένειές τους. Επίσης τό πρόβλημα είναι η σωτηρία τού τοκογλύφου, τού οποίου οι πράξεις τόν αποκόβουν από τή θέα τού Θεού.

Στήν αρχαιότητα ο τόκος σέ δάνεια καταδικαζόταν στήν εβραϊκή κοινωνία, ενώ ήταν κανονικό μέρος τών συναλλαγών στό ελληνικό καί ρωμαϊκό σύστημα (άν καί στό ελληνικό σύστημα δέν είχε γίνει καθολικά αποδεκτός). Έτσι, παρ’ ό,τι καταδικαζόταν από τόν Πλάτωνα (πού τόν θεωρούσε «χυδαίο») καί τόν Αριστοτέλη (πού τόν θεωρούσε «παρά φύση»), ο τόκος εθεωρείτο δίκαιη αποζημίωση γιά τό χρόνο καί τό ρίσκο πού αναλάμβανε ο δανειστής. Καθώς ο δανειστής δέν μπορεί νά χρησιμοποιήση τά χρήματα πού έχει δανείσει, ο τόκος αποτελεί «ευγνωμοσύνη» γιά τό χρόνο πού χρειάζεται νά επιστραφούν. Τό ρίσκο σχετίζεται μέ τό ότι ο δανειστής μπορεί νά μή λάβει ποτέ πίσω τά χρήματά του, συνεπώς όσο μεγαλύτερος ήταν αυτός ο κίνδυνος τόσο μεγαλύτερο τό επιτόκιο.

Ωστόσο γιά τήν ελληνική πατρολογία, ο χρόνος καί τό ρίσκο δέν μετρούσαν. Οποιαδήποτε εγγύηση γιά χρήματα πού δανείστηκαν ήταν ασυνείδητη, οποιοδήποτε ποσοστό πάνω από τό κεφάλαιο δανεισμού αποτελούσε τοκογλυφία. Ακόμη καί ένα τοίς εκατό επιθυμία γιά κέρδος έβαζε σέ κίνδυνο τή σωτηρία».

Σέ ένα σημείο τού κειμένου της κάνει λόγο γιά τό κατά πόσον η διδασκαλία τών Πατέρων τής Εκκλησίας εναντίον τής τοκογλυφίας έχει σχέση μέ τήν πραγματικότητα. Γράφει:

«Τά αποσπάσματα πού δείχνουν ότι οι θεολόγοι μας απευθύνονται σέ γνωστούς ανθρώπους τής κοινότητάς τους μάς οδηγούν στό συμπέρασμα ότι αναφέρονται σέ ένα πρόβλημα τό οποίο έχει μεγάλη σχέση μέ τήν πραγματικότητα γύρω τους. Σέ ό,τι αφορά τήν εποχή μας, ομολογώ ότι πιστεύω πώς εξακολουθούν νά έχουν σχέση μέ τήν πραγματικότητα γιά τόν εξής λόγο: κάθε κοινότητα εξακολουθεί νά περιλαμβάνη ανθρώπους πού είναι διατεθειμένοι νά κερδίσουν σέ βάρος άλλων. Επομένως πιστεύω ότι μπορούμε νά μάθουμε από αυτούς τούς συγγραφείς τί είχαν νά πούν γιά τά αποτελέσματα τής απληστίας σέ μιά κοινότητα. Τά γραπτά τους επίσης αποτελούν αντανάκλαση τού ασκητικού ιδεώδους τών θεολόγων γιά τούς οποίους η κύρια σπουδαιότητα τού κειμένου ήταν η εξαγωγή ηθικού νοήματος γιά εφαρμογή στίς τρέχουσες καταστάσεις.

Τελικά όλοι αυτοί οι θεολόγοι πιστεύουν ότι τό χρήμα –είτε κάποιος τό έχει είτε δέν τό έχει, είτε τό δανείζει είτε τό χαρίζει– αποτελεί εμπόδιο γιά μιά αποτελεσματική σχέση μέ τό Θεό» (σελ. 5).

Στό συμπέρασμα γράφει:

«Η αρετή τής προσφοράς είναι μιά διαρκής πορεία πού ποτέ δέν τελειούται. Σύμφωνα μέ τούς θεολόγους μας, αυτός πού δίνει, αντί νά δανείζει, απομακρύνει εμπόδια πού δημιούργησε η αμαρτία, εμπόδια τά οποία δέν αφήνουν τούς ανθρώπους νά έχουν υγιείς καί διατηρήσιμες σχέσεις μεταξύ τους. Η αληθινή αγάπη επιθυμεί νά μοιράζεται τό δικό της, ενώ η αληθινή απληστία επιθυμεί μόνο τό συμφέρον της. Η τοκογλυφία αντιπροσωπεύει τό ακριβώς αντίθετο τής αγάπης, καί μάλιστα μέ αγαθό προσωπείο. Ο συμφεροντολόγος χριστιανός μπορεί νά ισχυρισθή ότι έχει δικαίωμα νά δανείζει μέ τόκο –ακόμη καί μέ υπερβολικό επιτόκιο– πρώτον διότι είναι νόμιμο καί δεύτερον διότι ο Χριστιανός έχει ελευθερωθή από τό νόμο. Τήν ίδια λογική συνάντησε ο Απ. Παύλος στήν Κόρινθο καί η απάντησή του ήταν ότι «όλα είναι νόμιμα γιά μένα, αλλά δέν είναι όλα ωφέλιμα».

Συνοψίζοντας, οι Έλληνες Πατέρες θεωρούσαν ότι η τοκογλυφία δέν είναι ηθική, δέν μπορεί νά δικαιολογηθή καί δέν είναι ωφέλιμη. Οι σύγχρονοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι τό ζήτημα τής τοκογλυφίας είναι νεκρό στήν εποχή μας, καθώς όλοι δανείζουν καί δανείζονται μέ τόκο χωρίς νά τό σκέφτονται. Ελπίζω ότι κάνουν λάθος. Η παγκόσμια φτώχεια είναι τόση πού τό θέμα τής τοκογλυφίας είναι σημαντικό γιά όσους στοχάζονται γιά τίς σύγχρονες οικονομικές καταστροφές τίς οποίες επιφέρουν άδικες πρακτικές δανεισμού. Ο καπιταλισμός έχει υποτάξει γιά πάρα πολύ καιρό τήν ανθρώπινη υγεία καί αξιοπρέπεια σέ οικονομικούς σκοπούς. Ως θέμα η τοκογλυφία δέν προκαλεί συζητήσεις, αλλά η φτώχεια προκαλεί. Θά πρέπει νά προβληματιζόμαστε βαθιά γιά τό κακό πού επιφέρει ο τόκος τών δανείων σέ άτομα, σέ οικογένειες, σέ κοινότητες, σέ χώρες καί –άν οι θεολόγοι μας έχουν δίκαιο– ακόμη καί στή σωτηρία τού καθενός μας» (σελ. 8).

* * *

Ζούμε σέ μιά εποχή στήν οποία κυριαρχεί ο δανεισμός, ο επίσημος καί νόμιμος μέ τίς Τράπεζες καί κατά κάποιον τρόπο θεωρείται καί ηθικός. Πολλοί παίρνουν δάνεια γιά νά αποκτήσουν σπίτι, νά σπουδάσουν τά παιδιά τους, νά κάνουν τίς διακοπές τους κλπ. Σέ μερικές περιπτώσεις, όπως τήν απόκτηση οικίας, μπορεί κανείς νά πή ότι είναι ωφέλιμος ο δανεισμός. Σέ αυτές τίς περιπτώσεις μιά κοινωνία δίκαιη μπορεί νά ωφελήση τούς μή έχοντας, χωρίς, βέβαια, νά χάσουν καί οι κατέχοντες. Η επιστήμη τής πολιτικής οικονομίας μπορεί νά εξισορροπήση τά πράγματα, ώστε καί οι Τράπεζες νά ωφελούνται μέ μέτρο, νόμιμα, αλλά καί οι μή έχοντες νά βοηθούνται νά αντιμετωπίζουν τά προβλήματα τής ζωής τους, χωρίς νά χάνουν τήν ελευθερία τους. Άν αυτό λειτουργή μέ νόμιμο καί δίκαιο τρόπο, τότε μπορεί νά λειτουργήση μέ τήν αρχή τής φιλαδελφίας.

Όμως, ο δανεισμός όταν συνδέεται μέ τήν ηδονή, τήν ευδαιμονία, τήν καλοπέραση, τήν ευμάρεια, τήν προσπάθεια γιά πλουτισμό κλπ, δέν μπορεί νά γίνη αποδεκτός. Πρέπει νά αντιμετωπίζουμε τό θέμα καί στά πάθη πού καλλιεργεί, καθώς επίσης καί στήν όλη νοοτροπία πού αναπτύσσει, όταν ο νούς μας είναι κολλημένος μόνον στά χρήματα καί τά κτήματα, καί δέν τόν αφήνουμε νά ασχολήται καί μέ άλλα σοβαρότερα θέματα.

Πρέπει νά στιγματίζουμε καί νά καυτηριάζουμε τούς τοκογλύφους πού εκμεταλλεύονται τόν πόνο τών συνανθρώπων τους καί μένουν ασυγκίνητοι μπροστά στήν δυστυχία τους. Οι χαρακτηρισμοί τών Πατέρων γι’ αυτούς είναι πολύ βαρείς. Στίς περιπτώσεις αυτές, όσοι έχουν χρήματα πρέπει νά ασκούν φιλανθρωπία καί νά δίνουν άτοκο δανεισμό σέ αυτούς πού χρειάζονται χρήματα γιά νά αντιμετωπίσουν τίς δυσκολίες τής ζωής.

Επίσης, στά σύγχρονα δεδομένα η αποταμίευση τών χρημάτων στίς Τράπεζες θεωρείται κάτι τό απαραίτητο καί ο τόκος δίκαιος καί νόμιμος. Δέν μπορεί κανείς νά αρνηθή μιά τέτοια λελογισμένη δυνατότητα, ιδίως γιά τούς οικογενειάρχες, αλλά τό κρίσιμο θέμα είναι ότι η αποταμίευση όταν εντάσσεται μέσα στήν προοπτική τού πάθους τής φιλοκτημοσύνης καί τής φιλαργυρίας, καί μάλιστα όταν αναστέλλεται η ελεημοσύνη καί η φιλανθρωπία, καθώς επίσης όταν στηρίζεται η ελπίδα τού ανθρώπου στά χρήματα, καί αποβάλλεται η πίστη στήν Πρόνοια τού Θεού, τότε αυτό δέν μπορεί νά δικαιωθή από τήν εκκλησιαστική ηθική.

Γενικά, δέν πρέπει νά αυξάνουμε τίς ανάγκες μας, δέν πρέπει νά επιδιώκουμε νά ζούμε πλουσιαπάροχα, ώστε νά μήν εξαναγκαζόμαστε νά δανειζόμαστε χρήματα, γιατί έτσι χάνουμε τήν ελευθερία μας. Η ολιγαρκής ζωή είναι μιά αξιοπρεπής ζωή. Άλλωστε, πτωχός δέν είναι εκείνος πού δέν έχει χρήματα, αλλά κυρίως εκείνος πού δημιουργεί τήν ανάγκη τών πολλών αναγκών καί εξαναγκάζεται νά δανείζεται από Τράπεζες καί από ανθρώπους, μέ αποτέλεσμα νά χάνη τήν ελευθερία του. Έρχονται συχνά στήν Ιερά Μητρόπολη άνθρωποι πού έχασαν τίς περιουσίες τους, τά σπίτια τους από τέτοιους δανεισμούς.

Η ασκητική ζωή, πού συνίσταται καί στήν αποφυγή τής πολυτέλειας καί τής ευδαιμονίας μπορεί νά μάς ωφελήση καί στό θέμα αυτό, γιά νά διαφυλάττουμε τήν πνευματική μας ελευθερία καί τήν ανεξαρτησία μας από καταστάσεις πού μάς υποδουλώνουν κυριολεκτικά. Σέ μιά καπιταλιστική κοινωνία πού όλοι ζούν μέ τό όνειρο τού χρήματος καί τά τηλεοπτικά παιχνίδια, καθώς επίσης εκεί αποβλέπουν καί τά ποικίλης φύσεως λαχεία, έχουμε καθήκον νά ζούμε ασκητικά καί νά εργαζόμαστε τίμια καί μέ αυτόν τόν τρόπο εφαρμόζουμε τόν ευαγγελικό λόγο. Καί πάντοτε ο νούς μας πρέπει νά είναι εστραμμένος στήν προπτωτική ζωή τών Πρωτοπλάστων καί τήν εσχατολογική ζωή, νά αποβλέπουμε, κατά τόν λόγο τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου, όχι στήν μετέπειτα διαίρεση, αλλά στήν αρχική ισονομία-ισότητα.–

  • Προβολές: 2644