Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνὸς: Ἁγία Δόμνα, 28 Δεκεμβρίου
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ἡ ἁγία Δόμνα ἔζησε στὰ χρόνια του εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ καὶ ἦταν ἱέρεια τῶν εἰδώλων στὴν Νικομήδεια καὶ συγκεκριμένα στὸν ναὸ τοῦ Δωδεκάθεου. Εἶχε τὴν καλὴ συνήθεια νὰ μελετᾶ καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ στάθηκε ἡ ἀφορμὴ νὰ βρῇ τὴν ἀληθινὴ πίστη. Ἐπειδὴ ἦταν καλοπροαίρετη τὴν ἐπισκίασε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐκείνη διάβαζε τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἄνοιξαν τὰ πνευματικά της μάτια, δηλαδὴ ὁ νοῦς της, καὶ κατάλαβε ὅτι αὐτὰ ποὺ διαβάζει εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Σωτῆρας τῶν ἀνθρώπων. «Διήνοιξεν αὐτῆς τὸν νοῦν του συνιέναι τὰς γραφάς». Ζήτησε νὰ βαπτισθῇ μαζὶ μὲ τὴν ὑπηρέτριά της Ἴνδη καὶ τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος τέλεσε ὁ Ἐπίσκοπος Νικομηδείας Κύριλλος.
Μετὰ τὴν βάπτισή της ὁ τρόπος ζωῆς της ἄλλαξε ριζικὰ καὶ αὐτὸ ἔγινε φανερὸ σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ τὴν ἔβλεπαν καὶ τὴν συναναστρέφονταν. Μοίρασε τὴν περιουσία της στοὺς φτωχούς, ἀλλὰ καὶ ὅσα ἔπαιρνε ἀπὸ τὸ παλάτι ὅπου ἐργαζόταν τὰ ἔδινε καὶ αὐτὰ σὲ ὅσους εἶχαν ἀνάγκη καὶ ζοῦσε μὲ νηστεία, ἄσκηση καὶ προσευχή. Ὁ τρόπος ζωῆς της ἐρέθισε τοὺς εἰδωλολάτρες καί, ὅταν μαθεύτηκε ὅτι ἔγινε Χριστιανή, ἀποφάσισαν τὴν παραδειγματικὴ τιμωρία της. Τότε ἐκείνη ἔκανε τὴν σαλὴ (τρελλὴ) καὶ στάλθηκε στὸν Ἐπίσκοπο γιὰ θεραπεία. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου ντύθηκε μὲ ἀνδρικὰ ροῦχα καὶ βοηθοῦσε τοὺς ἄνδρες, χωρὶς νὰ γίνεται ἀντιληπτή, στὸ θάψιμο τῶν λειψάνων τῶν Μαρτύρων. Τὴν περίοδο ἐκείνη ὁ Μαξιμιανὸς ἀπουσίαζε. Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Νικομήδεια ζήτησε νὰ συναντήση τὴν Δόμνα καὶ ὅταν ἔμαθε ὅτι ἀπαρνήθηκε τὰ εἴδωλα καὶ ἀκολούθησε τὸν Χριστό, διέταξε νὰ τὴν συλλάβουν. Μέσα στὸν γενικὸ διωγμὸ συνελήφθη καὶ ἐπειδὴ ἔμεινε σταθερὴ στὴν πίστη της τὴν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγιασμένη ψυχή της στὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο τόσο πολὺ ἀγάπησε.
Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία της μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:
Πρῶτον. Τὰ εἴδωλα εἶναι δημιουργήματα τῆς φαντασίας καὶ τῶν ἀνθρώπινων παθῶν. «Τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν ἀργύριον καὶ χρυσίον ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων». Καὶ διὰ τῶν εἰδώλων ἐνεργοῦν τὰ δαιμόνια, τὰ ὁποῖα παραπλανοῦν τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ὁδηγοῦν σὲ παράλογες καὶ καταστροφικὲς πράξεις καὶ ἐνέργειες, ὅπως εἶναι τὸ μῖσος, ὁ φθόνος, ἀλλὰ καὶ ὁ φόνος, ἀφοῦ ἡ λατρεία τοῦ σατανᾶ ἀπαιτεῖ καὶ ἀνθρωποθυσίες. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὰ εἴδωλα τῆς παλαιᾶς ἐποχῆς, τὰ ὁποῖα δυστυχῶς καὶ σήμερα κάποιοι λατρεύουν, ὑπάρχουν καὶ τὰ σύγχρονα εἴδωλα. Αὐτὰ μπορεῖ νὰ εἶναι ὁποιοδήποτε πρόσωπο ἡ πρᾶγμα, ὅταν ἀπολυτοποιεῖται, αὐτονομεῖται καὶ λατρεύεται. Τέτοια εἴδωλα μποροῦν νὰ γίνουν σύλλογοι, ὀργανώσεις, ὁμάδες παντὸς εἴδους, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀγαπητά μας πρόσωπα ἡ πράγματα, ἀκόμη δὲ καὶ ὁ ἑαυτός μας μὲ ὅλα τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες του: «αὐτείδωλον τοῖς πάθεσιν ἐγενόμην» (Μ. Κανών). Οὐσιαστικὰ πρόκειται γιὰ ἀπεμπόληση τῆς ἐλευθερίας μας, τοῦ θεοδώρητου αὐτοῦ ἀγαθοῦ, καὶ ἐθελούσια ὑποδούλωσή μας σὲ πρόσωπα, πράγματα καὶ καταστάσεις, ποὺ ἱκανοποιοῦν τὶς ἀδυναμίες καὶ τὰ πάθη μας καὶ διὰ τῶν ὁποίων ἐνεργεῖ ὁ διάβολος. Ἡ γνώση τῆς ἀλήθειας, δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ, «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀλήθεια», ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν παθῶν καὶ τὴν καταδυνάστευση τῶν δαιμόνων καὶ προσφέρει τὴν ὑπαρξιακή, ἤτοι τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία. Ἑπομένως, ὁ ἀγῶνας ποὺ γίνεται ἐν Χριστῷ μέσα στὴν Ἐκκλησία γιὰ τὴν μεταμόρφωση τῶν παθῶν, εἶναι ταυτόχρονα γκρέμισμα τῶν εἰδώλων καὶ ἄνοιγμα τοῦ δρόμου γιὰ τὴν εὕρεση τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας, τῆς αὐθεντικῆς ἀγάπης καὶ τοῦ πραγματικοῦ νοήματος τῆς ζωῆς.
Δεύτερον. Ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν βίων, καθὼς καὶ τῶν λόγων τῶν Ἁγίων τρέφει πνευματικά, ἀλλὰ καὶ δημιουργεῖ ἔμπνευση καὶ διάθεση γιὰ προσευχή. Βεβαίως, ὅταν ἡ μελέτη αὐτὴ γίνεται μὲ ταπείνωση, σεβασμὸ καὶ διάθεση γιὰ βίωση τῶν θείων ἐντολῶν. Ὅταν εἶναι κανεὶς καλοπροαίρετος καὶ ἀγωνίζεται νὰ ζήση σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε τὸν ἐπισκιάζει ἡ ἄκτιστη θεία Χάρη καὶ τοῦ δίδει ἔμπνευση στὴν πνευματική του ζωή, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλα τὰ θεάρεστα ἔργα του.
Οἱ Ἅγιοι, ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἀγωνίζονται νὰ ἐπιτύχουν τὸν προσωπικό τους ἁγιασμό, ἔχουν ἔμπνευση σὲ ὅλα τὰ κατὰ Θεὸν ἔργα, τὰ ὁποῖα ἐργάζονται καὶ τὰ πραγματοποιοῦν μὲ κέφι καὶ μεράκι. Πολὺ σωστὰ ἔχει λεχθῇ ὅτι ὁ ἀληθινὸς Χριστιανὸς εἶναι στὴν πραγματικότητα καλλιτέχνης καὶ ποιητής, δηλαδὴ ἐμπνευσμένος δημιουργὸς καὶ ὅ,τι κάνει τὸ κάνει μὲ ὄρεξη καὶ ἀγάπη.
Ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου ὅλοι μιλοῦν γιὰ τὰ δικαιώματά τους, ἀγνοῶντας, ἠθελημένα ἡ ἀθέλητα, τὰ καθήκοντα καὶ τὶς ὑποχρεώσεις τους. Οἱ ἀγῶνες γιὰ τὴν κατοχύρωση τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων δὲν πρέπει νὰ γίνονται σὲ βάρος τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου, ἐπειδὴ ἡ ἀδιαφορία γιὰ τοὺς ἄλλους φανερώνει ψυχικὴ ἀσθένεια, ἡ ὁποία δημιουργεῖ πολλὲς κοινωνικὲς ἀνωμαλίες. Ἡ μελέτη τῶν θεοπνεύστων γραφῶν, σὺν τοῖς ἄλλοις, μᾶς ὑπενθυμίζει τὰ καθήκοντα ποὺ ὀφείλουμε νὰ ἔχουμε ἔναντι τῶν συνανθρώπων μας, ὡς μέλη καὶ ἐμεῖς τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου. Αὐτὰ δὲ εἶναι ὁπωσδήποτε ἀναπόσπαστα συνδεδεμένα μὲ τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς ὅλους ἀνεξαιρέτως. «Ἀρίστη ὁδὸς πρὸς τὴν τοῦ καθήκοντος εὕρεσιν ἡ μελέτη τῶν θεοπνεύστων γραφῶν» (Μ. Βασίλειος).
Οἱ διάφορες ἐνέργειες καὶ πράξεις ποὺ πλήττουν τὸ κοινωνικὸ σύνολο καὶ κυρίως τους ἀσθενεστέρους, οἱ ὁποῖοι ἀδικοῦνται χωρὶς νὰ ἔχουν τὸν τρόπο νὰ ἀντιδράσουν καὶ νὰ ὑπερασπιστοῦν τὸν ἑαυτό τους, τὴν οἰκογένεια καὶ τὴν περιουσία τους, μπορεῖ ἐνίοτε νὰ εἶναι νόμιμες καὶ νομότυπες, δὲν εἶναι, ὅμως, πάντοτε ἠθικὲς καὶ ἐπιτρεπτές. Ἄλλωστε, ὁ νόμος τῆς ἀγάπης εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπινους νόμους, οἱ ὁποῖοι, μερικὲς φορές, γίνονται μόνον καὶ μόνον γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν ἀνθρώπινα πάθη, ἄλογες ἐπιθυμίες καὶ ἀθέμιτες συναλλαγές.
Ἡ μελέτη τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν, τῶν βίων καὶ τῶν λόγων τῶν Ἁγίων, συμβάλλει τὰ μέγιστα στὴν δημιουργία ἀληθινῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι δὲν δημιουργοῦν προβλήματα στὸ κοινωνικὸ σύνολο, ἀλλὰ ἀντίθετα ἀποτελοῦν γι’ αὐτὸ πηγὴ ἔμπνευσης καὶ εὐλογίας.–
- Προβολές: 3367