Skip to main content

Γόρτυνος & Μεγαλοπόλεως κ. Ἰερεμίου: «Ὁ ἀείμνηστος Χριστοφόρος μέσα ἀπὸ τὶς παιδικές μου ἀναμνήσεις»

Μητροπολίτου Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως κ. Ἰερεμίου

(ἀπομαγνητοφωνημένη)

Ἀγαπητοί μου,

Εὐχαριστῶ πάρα πολὺ τὸν Σεβασμιώτατο Ποιμενάρχη τῆς Ἱερᾶς ταύτης Μητροπόλεως κ.κ. Ἰερόθεον ποὺ μοῦ ἔκανε τὴν τιμὴ νὰ ἔρθω ἐδῶ σ’ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ μεθύσι καὶ νὰ ἀναβαπτισθοῦμε ὅλοι σὲ μεγάλη κολυμβήθρα παιδικῶν ἀναμνήσεων μὲ τιμὴ στὸ μακαριστὸ Ποιμενάρχη μας κυρὸ Χριστοφόρο Ἀλεξανδρόπουλο. Θέλω νὰ πῶ ὅτι ἡ τιμὴ αὐτὴ στὸν μακαριστὸ κατὰ πρῶτο λόγο τιμᾶ τον διοργανώσαντα τὴν τελετὴ αὐτή, τὸν Σεβασμιώτατο κ. Ἰερόθεο, διότι ἔτσι πρέπει νὰ ποιοῦν οἱ πνευματικοὶ ἄνδρες, νὰ τιμοῦν τοὺς προκατόχους των. Εἶπεν ὁ Κύριος: «ἄλλοι κεκοπιάκασιν καὶ εἰς τὸν κόπον αὐτῶν συνεληλύθαμεν». Ὁ Σεβασμιώτατος ὄχι μόνο τώρα, ἀλλὰ καὶ ἄλλοτε ἔχει τιμήσει Ἱεράρχη τῆς ἐπαρχίας αὐτῆς. Μὲ ὑποχρέωσε ὁ Σεβασμιώτατος κ. Ἰερόθεος νὰ ὁμιλήσω κι ἐγώ, ἀλλὰ ἀπεδέχθην τὴν τιμή, δὲν ἔγινα εἰσακουστός, καὶ ἐγὼ εἶμαι ὑπόχρεως ὑπακοῆς νὰ ἀπευθύνω λίγα λόγια, ἀλλὰ δὲν γνωρίζω τί νὰ πῶ.

«Ο αείμνηστος Χριστοφόρος μέσα από τις παιδικές μου αναμνήσεις»

Τὸν ἀείμνηστο ἐκκλησιαστικὸ ἄνδρα, κυρὸ Χριστοφόρο, τὸν ἐνθυμοῦμαι μικρὸ παιδάκι. Δὲν ἔχω συνδεθῇ μαζί του, ἀλλὰ ὅπως εἶπε πρὸ λίγου ὁ πατήρ, στὰ μικρὰ παιδιὰ εἶναι ἁπαλὴ ἡ ψυχή των καὶ ἀποτυπώνουν ἡ νὰ τὸ πῶ πολὺ ἁπλά, ὅπως μοῦ ἔρχεται αὐτὴ τὴν ὥρα, τὰ μάτια καὶ ἡ καρδιὰ τῶν μικρῶν παιδιῶν εἶναι φωτογραφικὴ μηχανὴ καὶ τὰ ἀποτυπώνουν ἔτσι ὡραία καὶ τὰ παραγάγουν σὲ φίλμ.

Ἂν καὶ ἤμουν μικρὸ παιδάκι, παραμένει ἡ μορφή του Χριστοφόρου κυριαρχικὴ μέσα μου. Ἐπειδὴ εὑρίσκομαι στὴν πατρίδα μου, τὴν Ναύπακτο, ἐξομολογητικὰ νὰ πῶ ὅτι τρία πρόσωπα ἔχουν ἐνθρονιασθὴ στὴν καρδία μου. Τὸ ἕνα πρόσωπο εἶναι ἡ βασανισμένη μητέρα μου, καθαρίστρια στὸ ἐπάγγελμα, ἡ Ἰωάννα, τὸ δεύτερο πρόσωπο ὁ διδάσκαλος τοῦ Πανεπιστημίου, ἑρμηνευτὴς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Βασίλειος Βέλλας καὶ τὸ τρίτο πρόσωπο τὸ ὁποῖο ἰσχυρὰ ἔχει παγιωθῇ μέσα μου εἶναι ὁ Δεσπότης μου, κυρὸς Χριστοφόρος.

Πέρασαν χρόνια ἀπὸ τότε λησμόνησα πάρα πολλά, ἀλλὰ πάντοτε ἡ μνήμη του Χριστοφόρου εἶναι φρέσκια (ὅπως λέμε ἐδῶ στὴ Ναύπακτο). Δὲν ἔχω νὰ πῶ πολλά. Εἶναι πάρα πολὺ ὡραῖα αὐτὰ ποὺ εἶπε ὁ κ. Χαραλαμπόπουλος, παρουσίασε τὸν ἄνδρα, ἀπὸ τὴν προνηπιακή του ἡλικία μέχρι τὸ τέλος, καὶ γιὰ μένα γιὰ τὸν Χριστοφόρο ἰσχύει αὐτὸ ποὺ ἐλέχθη γιὰ τὸν Σωκράτη (νομίζω ὁ Κρίτων τὸ εἶπε) «Καὶ ἐμὲ λέγοντα καὶ ἄλλον ἀκούοντά περί Σωκράτους, ἔμοιγε, ἐμοὶ πάντων ἤδιστον»

Γιὰ τὸν Χριστοφόρο κι ἐγὼ νὰ μιλῶ καὶ νὰ ἀκούω ἄλλον νὰ ὁμιλῇ γιὰ μένα εἶναι ἡδύτατον.

Δὲν ἔχω πολὺν χρόνο, εἶναι στενὰ καὶ περιορισμένα τὰ χρονικὰ ὅρια. Τὰ ὅσα θὰ πῶ, τὰ ὅσα θυμᾶμαι γιὰ τὸν μακαριστό, συνδέονται μὲ τὴν παιδική μου ἡλικία βέβαια καὶ γιὰ νὰ τὰ ἐκφράσω θὰ πρέπη νὰ πῶ μὲ δυὸ λογάκια τὴν ἀτμόσφαιρα τῶν ἐτῶν ἐκείνων στὴν ἐπαρχία μας αὐτή.

Ἀγαπητοί μου καὶ σεβαστοί μου,

Ὅπως θὰ ἐνθυμεῖσθε τὸ χρῶμα καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα τῶν ἐτῶν ἐκείνων ἦτο κατὰ πάντα θρησκευτικό. Θρησκευτικὴ ἀτμόσφαιρα. Στὰ σπίτια μας καντήλι ἔκαιγε καὶ λιβάνι, ὅπως ἦταν στρωμένοι οἱ καναπέδες...όπως λέει κι ὁ ποιητής. Ἐκεῖνα τὰ χρόνια κάθε πρωΐ μᾶς χαιρέτιζε ἡ Ἐκκλησία μας, χτύπαγε τὴν καμπάνα γιὰ τὸν Ὄρθρο ὁ παπᾶς καὶ αὐτὸ ἦταν ἡ «καλημέρα» ποὺ μᾶς ἔστελνε ὁ ναός. Καὶ ἡ ἴδια καμπάνα μας ἔλεγε τὸ βράδυ τὴν «καληνύχτα». Ὕστερα ὁ παπᾶς ἔκανε τὸν ἑσπερινό. Καὶ αὐτὸ κάθε μέρα. Τώρα αὐτὴ τὴν περίοδο γινόταν τὸ γλυκὸ Σαρανταλείτουργο. Ἄρχιζε 5 ἡ ὥρα τὸ πρωΐ καὶ τελείωνε 7 ἡ ὥρα, ἀκόμη δὲν εἶχε φέξει, χειμωνιάτικη μέρα, κι ἐμεῖς παρέα παιδιῶν ἀπὸ τὸ τζαμὶ νικούσαμε τὰ θέλγητρα τοῦ ὕπνου καὶ ὄχι μόνο ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπειλή, καὶ τὰ φόβητρα τῶν σκυλιῶν. Περνάγαμε τὰ Τζαβελλέϊκα γιὰ νὰ ’ ρθοῦμε πρὶν ἀκόμη ἀπὸ τὸν Παπαχρῆστο. Τότε ἐγὼ κατάλαβα πὼς γιὰ ν’ ἀγαπάη κανεὶς τὸ Χριστὸ πρέπει νὰ νικήση τὰ θέλγητρα καὶ τὰ φόβητρα.

Τὰ πρωϊνὰ ἐκεῖνα, οἱ λειτουργίες ἐκεῖνες, τυπώθηκαν πολὺ βαθειὰ μέσα μου, περισσότερο ἀπὸ κατηχητικὰ καὶ κηρύγματα καὶ τότε κατάλαβα ὅτι ἡ πίστη μας εἶναι το νὰ λατρεύουμε σωστὰ καὶ ὡραία τὸ Θεό μας κι εἶναι γλυκὸ αὐτό, ὅτι Ὀρθοδοξία εἶναι ὀρθὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ μας. Λοιπὸν ἔρχομαι στὸ θέμα μου. Εὐχαριστοῦμε πάρα πολὺ τὸ Δεσπότη μας ποὺ δὲ μᾶς χάλασε τὴν ἀτμόσφαιρα αὐτή. Γιατί μποροῦσε νὰ τὴ χαλάση, μὲ κάτι δράσεις, μὲ κάτι κοινωνικὲς δραστηριότες, κοσμικότητες τάχα θρησκευτικὲς ποὺ ὄζουν Προτεσταντισμό. Μποροῦσε νὰ μᾶς χαλάση αὐτὴ τὴν ἀτμόσφαιρα, ὄχι μόνο δὲν μᾶς τὴ χάλασε, ἀλλὰ ἦταν καὶ ὁ δημιουργὸς τῆς ἀτμοσφαίρας αὐτῆς. Μιὰ γλυκειὰ ἀτμόσφαιρα, τοῦ καντηλιοῦ, τοῦ κεριοῦ, τῆς προσευχῆς, τῶν δακρύων.

Ἀπ’ ὅ,τι θυμᾶμαι ὁ τιμώμενος νῦν Ἱεράρχης, Ποιμενάρχης μᾶς κυρὸς Χριστοφόρος, δὲν ἔκανε τίποτα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἐπαινοῦν ἕναν Ἐπίσκοπο καλὸν καὶ ἱκανὸν καὶ δραστήριον. Σήμερα, δὲν θέλω νὰ κάνω κήρυγμα, δὲν ἔχω περιθώριο χρόνου, οἱ ἄνθρωποι ἔχουν λανθασμένη γνώμη περὶ Ἐκκλησίας. Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου, εἶναι αὐτὸ ποὺ γευθήκαμε πάνω ἀπὸ δῶ τὸ πρωΐ. Εἶναι ἡ θεία Λειτουργία. Μὲ τὸ δικό της καρπὸ τὴ Θεία Κοινωνία. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἔχουν λανθασμένη ἔννοια περὶ Ἐκκλησίας, νομίζουν ὅτι εἶναι μιὰ ὀργάνωση καὶ βέβαια κάνει καὶ αὐτὴ τὸ κοινωνικό της ἔργο. Καὶ λένε πολλοὶ τί κάνει ἡ Ἐκκλησία; Ἐννοοῦν ἂν κάνη κοινωνικὸ ἔργο. Κάνει τὴ θεία Λειτουργία ἡ Ἐκκλησία. Μερικοὶ κληρικοὶ παγιδεύονται σ’ αὐτὸ τὸ κοσμικὸ ἐρώτημα καὶ ἀρχίζουν ἰνωνικὴ δράση. Καὶ δημοσιεύουν ἐφημερίδες κλπ καὶ παγιδεύονται περισσότερο ἀπὸ τὸ πνεῦμα τὸ κοσμικὸ καὶ χαίρεται ὁ πειρασμὸς ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὑπόθεση καὶ ἀφήνουμε τὸ κήρυγμα καὶ τὴν Ποιμαντικὴ ποὺ εἶναι τὸ κύριον ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου. Γιατί μόνο μὲ τὸ κήρυγμα τῆς μετανοίας θὰ γίνουμε πολῖτες τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ὁ μακαριστὸς Χριστοφόρος, χωρὶς νὰ εἴνα ἀδιάφορος γιὰ τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του καὶ τὸ δεικνύει αὐτὸ ἡ ἐπιστολή του στὴ βασίλισσα Φρειδερίκη γιὰ τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του, κατ’ ἐξοχὴν ἔδωκε τὴν καρδιά του στὴ θεία Λειτουργία καὶ στὸ κήρυγμα. Ἦταν ἱεροπρεπής. Παιδάκι στὸ Ἱερὸ τὸν θυμᾶμαι ἐνατένιζε ἱεροπρεπέστατος. Καὶ ἐπειδὴ εἴχαμε συνδέσει τὸ Δεσπότη μας μὲ τὸ Θυσιαστήριο μόνο, σὰν λειτουργὸν δεόμενον, τὸν σεβόμεθα ἀπόλυτα. Λέγαμε ὁ Δεσπότης μας καὶ γλύκαινε τὸ στόμα. Θὰ σᾶς πῶ κάτι πόσο τὸν σεβόμασταν. Περνάγαμε παιδιὰ τὸν κεντρικὸ δρόμο, ἐμένα ἡ μάνα μου νὰ μὴν μπλέξω μὲ παρέες δὲν μὲ ἄφηνε νὰ πηγαίνω ἀπὸ τὸν παραθαλάσσιο δρόμο, περνάγαμε ἀπὸ τὴν Μητρόπλη καὶ κάναμε τὸ σταυρό μας. Καὶ λέγαμε ἐδῶ μένει ὁ Δεσπότης, ἅγιος ἄνθρωπος! Κάναμε τὸ σταυρό μας. Μάλιστα νὰ πῶ γιὰ νὰ θυμηθῶ τὰ χρόνια ἐκεῖνα καὶ σήμερα ἐρχόμενος ἐξ Ἀθηνῶν ἔκανα τὸ σταυρό μου περνῶντας ἀπὸ τὴν Μητρόπολη.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοφόρου πρὸς τὴν Ἐκκλησία φαινόταν ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν ἔλειπε ποτὲ στὸν Ἑσπερινὸ τοῦ Σαββάτου. Αὐτὸ τὸ θυμᾶμαι σὰν μικρὸ παιδί. Δὲν ἔλειψε ποτὲ ἀπὸ τὸν Ἑσπερινὸ τοῦ Σαββάτου. Καὶ μάλιστα πληρώνω ὅσο κι ὅσο ἕνα καράβι τὸ πληρώνω ἂν θὰ μοῦ δώση κάποιος μιὰ κασέτα του Χριστοφόρου νὰ ἀκούσω τὴν φωνή του. Ἦτο καλλικέλαδος. Τὸν βοηθοῦσε καὶ τὸ καλλικέλαδο. Ἐρχόταν στὸν Ἑσπερινὸ κάθε Σάββατο καὶ ἔψαλλε. Γιὰ νὰ εἶναι δὲ κοντὰ στὸ ψαλτήρι, δὲν ἀνέβαινε στὸ θρόνο, ἀλλὰ σὲ ἕνα (ἐμεῖς τὰ παιδιὰ τὸ λέγαμε παραθρόνιο, ἐπειδὴ ἀνέβαινε ὁ Δεσπότης ἐκεῖ) κι ἔψαλλε. Ἐγὼ εἶμαι κακόφωνος, καὶ εἶχα μία φαλτσότητα ποὺ τὴν διατηρῶ ἀκόμη, ἀλλὰ πηγαίναμε κοντὰ στὸ Δεσπότη στὸ ψαλτήρι. Καὶ θυμᾶμαι τὸ ἑξῆς: Ποὺ παρετήρησε τὸν ψάλτη. Μοῦ κάνει ἐντύπωση μὲ πόση λεπτότητα τὸ εἶπε καὶ τὸ εἶπε στὸ τέλος. Ἦταν ὁ ἦχος πλ. Α` ὁ ψάλτης ἔλεγε μὲ μία σκληρότητα τὸ ἀπόστιχο «Ὄυκ ἔγνωσαν πὼς ἐσαρκώθης οἱ Ἀσώματοί Σου Ἄγγελοι...» καὶ τοῦ λέει στὸ τέλος ὁ Χριστοφόρος: Ξέρετε τὸ κ πρό του ε πάσχει εὐφωνία. Τότε ἐμένα μικρὸ (τότε θὰ ἤμουν 13 ἐτῶν) μου ἔκανε ἐντύπωση ἡ φιλολογία του, ἦταν φιλόλογος. Τώρα μοῦ κάνει ἐντύπωση ὁ τρόπος ποὺ ἔκανε τὴν παρατήρηση στὸ τέλος τοῦ ἑσπερινοῦ. Τέτοια ἁπαλὴ ψυχὴ ποὺ εἶχε ὁ Χριστοφόρος ἦταν θεοφόρος. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶχε χάριν Θεοῦ καὶ ἡρμήνευεν τὰ πράγματα καὶ δὲν εἶχεν τὴν αἵρεσιν τὴν λογικοκρατικὴν αἵρεσιν. Γι’ αὐτὸ καὶ πίστευεν σὲ θεοφάνειες.

Ἀγαπητοί μου, οἱ αἱρετικοί, οἱ μαθηταὶ τοῦ Βαρλαάμ, ὅπως ἀκοῦτε ἀπὸ τὸν Σεβασμιώτατο, δὲν πιστεύουν σὲ θεοφάνειες, τὰ θεωροῦν σημεῖα γενόμενα καὶ ἀπογενόμενα, ὅμως ἐμεῖς καὶ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη πιστεύουμε σὲ θεοφάνειες τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐγένετο στὰ δίκαια χρόνια τῶν Πατριαρχῶν καὶ τῶν Προφητῶν.

Λοιπόν, ὁ Χριστοφόρος πίστευε σὲ θεοφάνειες, θεοπτίες καὶ γι’ αὐτὸ ὅταν ἀκούστηκε, (ἂν εἶναι ἐδῶ καμιὰ γερόντισσα παλαιὰ θὰ θυμᾶται) στὴ Ναύπακτο δύο παιδιὰ μέσα στὸν ἅγιο Δημήτριο εἶδαν τὴν Παναγία, ὁ Χριστοφόρος τὸ πίστεψε καὶ κάλεσε τὰ παιδιὰ στὴ Μητρόπολη νὰ τὰ ρωτήση. Ἐγὼ τότε ἤμουν μικρός, πρέπει νὰ ἤμουν δευτέρα μὲ τρίτη Δημοτικοῦ, ποὺ ἦρθα ἀπὸ τὸ τζαμί, εἶδα λίγο κόσμο στὸν ἅγιο Δημήτριο, τοῦ Νόβα τὸν ἅγιο Δημήτριο, (κατ’ ἐμὲ δὲν ἔπρεπε νὰ γκρεμιστῇ ἡ ἐκκλησία ἡ παλαιά του ἁγ. Δημητρίου) καὶ τὸν Παπαχρῆστο. Ἦρθα ἀπὸ τὴν πίσω πόρτα τὴ θυμᾶστε (καθόταν ἡ κ. Δήμητρα καὶ ἡ κυρα Κοντύλω δίπλα...) καὶ εἶδα τὸν Παπαχρῆστο ποὺ ρωτοῦσε τὰ παιδιὰ πὼς τὴν εἴδατε, ποὺ τὴν εἴδατε, τί σᾶς εἶπε. Τὰ παιδιά, ὅπως εἶχα ἀκούσει, εἶδαν τὴν Παναγία στὸ θρόνο, μαυροφόρα καὶ τοὺς εἶπε: Ἐλᾶτε ἐδῶ, παιδιά μου. Τὰ παιδιὰ τρόμαξαν καὶ ὅρμησαν ἔκαναν σάλτο, θυμᾶστε τὴ μεγάλη σκάλα, πήδηξαν 5-10 τὰ σκαλιὰ κάτω καὶ ἔκανε ἐντύπωση στοὺς μεγάλους ποὺ δὲν ἔπαθαν τίποτα. Θαῦμα τῆς Παναγίας!

Ὁ Χριστοφόρος τὸ πίστεψε, προηγουμένως τὰ εἶχε ρωτήσει, καὶ θεωροῦσε ὅτι τὰ παιδιὰ εἶναι καθαρὰ καὶ εἶδαν τὴν Παναγία. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ γράφω στὸ βιβλίο, ὅταν πῆγαν οἱ ἀξιωματικοὶ καὶ τὸν ἐπισκέφθηκαν καὶ τοῦ λένε περάσαμε ἀπὸ τὸν Προυσσὸ καὶ εἴδαμε μιὰ καλογριὰ μόνο.

-Ἡ Παναγία ἦταν ἡ καλογριά, εἶπε ὁ Χριστοφόρος. Ἡ Παναγία ἦταν αὐτὴ ἡ καλογριά.

Ἔχω ἀκούσει καὶ κηρύγματα τοῦ μακαριστοῦ Χριστοφόρου, ἀλλὰ δὲν θυμᾶμαι τίποτα. Ἤμουν μικρὸ παιδί. Θυμᾶμαι στὶς σκάλες ἐπάνω, ἦταν τῆς ἁγίας Παρασκευῆς, μία ὥρα «Παρασκευή.. θυμᾶμαι τόνιζε λέξεις. Ἀργοῦσε πάρα πολὺ στὸ κήρυγμα, ἀλλὰ ἐμεῖς τὸν προσέχαμε. Θυμᾶμαι μόνο σὲ ἕνα κήρυγμα, στὸ Ξηροπήγαδο, στὴ Ζωοδόχο Πηγή, κήρυττε ἔξω στὸ πεζουλάκι κι ἔλεγε..έλεγε.. καὶ δὲν τελείωνε... Καὶ νὰ ποὺ ἔρχεται στὸ Ἱερὸ ὁ γραμματεύς του, ὁ Μάρκος ὁ Γαλάνης, γιὰ νὰ τοῦ πῇ τὸ κακὸ μαντᾶτο, ὅτι πέθανε ἡ μάνα του. Τελείωσε κάποτε, μπαίνει μέσα. Τοῦ λέει: Μάρκο, πέθανε ἡ μητέρα μου; Κούνησε τὸ κεφάλι του. (ἤμουν ἐκεῖ ἐγώ). Κυρα Βασιλικὴ ἦταν ἡ μάνα του, τὴ θυμᾶμαι πολὺ καλά, φοροῦσε τὰ μαῦρα, καθόταν ἀριστερὰ ἀκουμπισμένη καὶ ἀπέναντι ἀπὸ τὸ θρόνο γιὰ νὰ καμαρώνη τὸ γιό της.

Τὸ μεγαλύτερο χτύπημα γιὰ μένα του Χριστοφόρου ἦταν ὁ θάνατός του. Τὸ θυμᾶμαι. Εἶχε ἀρρωστήσει ἀπὸ καιρό, ἐγὼ παιδάκι μέσα στὸ Ἱερό. Ἑτοίμαζα νὰ πάρη λίγο ἀνάμα, τὸ ἔφερνε ὁ Παπαχρῆστος ἀπὸ τὴν Πάτρα, μαυροδάφνη. Ἐγὼ δὲν πίνω κρασὶ ποτέ, ἀλλὰ εἴχαμε μάθει τὴ μαυροδάφνη τοῦ παπᾶ. Ἔπεσε ἕνα σύνθημα ὅτι ὅποιος πίνει τὸ κρασὶ τοῦ παπᾶ ψηλώνει. Πήγαινα λοιπόν, τὸ ἔβαζα στὸ χέρι...είναι μιὰ συνήθεια ποὺ δὲν τὴν ἐχω ἐγκαταλείψει. Καὶ ἀκούστηκε ἡ εἴδηση ὅτι ἀπέθανε. Ἦταν Κυριακή, γεμάτη ἡ ἐκκλησία καὶ ἀκούσαμε τὸ κήρυγμα τοῦ ἱεροκήρυκα. Ἦρθε ἡ εἴδηση στοὺς ἱερεῖς μέσα ὅτι ψυχορραγεῖ ὁ Χριστοφόρος. Θυμᾶμαι τὸν ἱεροκήρυκα, τὸν π. Χαράλαμπο Δέδε, βγαίνει ἔξω στὴν Ὡραία Πύλη καὶ εἶπε ἐπὶ λέξει: «Ἦταν θέλημα Θεοῦ. Καὶ ἀφοῦ ἦταν θέλημα Θεοῦ θὰ κύψωμεν τὸν αὐχένα. Ἡ τελευταία εἴδηση εἶναι ὅτι ὁ Δεσπότης μας ψυχορραγεῖ στὸν Εὐαγγελισμό». Τὴν ἄλλη μέρα ἐγὼ δὲν πῆγα σχολεῖο, γιατί ἤθελα νὰ ὑποδεχτῶ τὸν Δεσπότη ποὺ θὰ τὸν ἔφερναν, ἀλλὰ ἦρθε ἄλλη εἴδηση ὅτι ἀνέζησε ὁ Δεσπότης. Καὶ πῆγα στὸ Γυμνάσιο καὶ ἦταν, τὸν θυμᾶστε τον Καλλιμάνη, Λατινικά, καὶ λέω στὴν τάξη

–Δὲν πέθανε ὁ δεσπότης....

Ἔγινε ἡ κηδεία. Τότε ἐγὼ ἀπέκτησα τὴν ἔννοια τῆς οἰκουμενικότητος. Δὲν βγαίναμε πέρα ἀπὸ τὴν Ναύπακτο καὶ νομίζαμε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι μόνον ἐδῶ. Εἶδα κι ἄλλους Δεσποτᾶδες. Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει εὗρος. Μέσα μου αὐτὸ θυμᾶμαι. Ἐκείνη τὴν ἐντύπωση. Ἦρθε ὁ Ἀττικῆς καὶ Μεγαρίδος, αὐτὸς προέστη τῆς ἀκολουθίας. Θυμᾶμαι μόνο τὸν Μητροπολίτη Ἐλευθερουπόλεως, ποὺ εἶπε τὸ ἑξῆς: «Ὁ ἐκλιπὼν Ἱεράρχης κατὰ κοινὴν ὁμολογίαν εἶχε ψυχὴν ἀκάκου παιδίου». Αὐτὸ τὸ θυμᾶμαι. Ἀδελφοί μου, Δὲν ἔχω κλάψει ἄλλον στὴ ζωή μου. Ποὺ βρέθηκαν ἐκεῖνα τὰ κλάματα. Πρέπει νὰ ἔμεινε 2 μέρες στὸν ἅγιο Δημήτριο. Τὴν τρίτη μέρα πῆγε στὸ Ἀγρίνιο. Ἐκεῖ ἤθελα νὰ πάω κι ἐγώ. Δὲν εἶχε αὐτοκίνητα ὅπως τώρα. Ἡ μάνα μου μὲ πῆγε ἡ ἴδια. Στὸ Ἀγρίνιο θυμᾶμαι τότε πυροβολοῦσαν κι ἐγὼ καθόμουν κι ἔκλαιγα ἀκούγοντας τοὺς πυροβολισμούς.

Σεβασμιώτατε, τελείωσα ἀλλὰ θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ πῶ ἕνα ποίημα.

Σήμερα εἶναι Κυριακή, χτυπήσαν οἱ καμπάνες
στὸν Ἀη Δημήτρη ἔφτασαν παιδιὰ μικρὰ καὶ μάνες.
Στοῦ Δέσποτα τὸ κάλεσμα ἦρθαν μικροὶ μεγάλοι
σὲ πρόσωπο ξεχωριστὸ τιμὴ νὰ δώσουν πάλι.
Τοῦ Ἱεροθέου ἡ καρδιά, πούχει θεολογία
σκέφτεται ποιοί ὑπηρέτησαν τὸν τόπο μὲ θυσία.
Καὶ ζωντανεύει τὰ παλιὰ ποὺ ἡ λησμονιά μας φέρνει
πρόσωπα ποὺ ’ τὰν σεβαστὰ στὸ νοῦ μας πάλι φέρνει.
Μὲ κάλεσε καὶ μένανε τὴν σήμερον ἡμέρα
τοῦ γενεθλίου τούτου βομοῦ νὰ νιώσω τὸν ἀέρα.
Εὐχαριστῶ γιὰ τὴν τιμὴ τὴν θεωρῶ μεγάλη
μὰ ἐγὼ δὲν ἔχω τίποτα νὰ πῶ, ὅπως οἱ ἄλλοι.
Νιώθω μόνο συγκίνηση καὶ τὸ μυαλὸ θ’ ἀφήσω
μνῆμες παλιὲς νὰ θυμηθῇ κι ἐκεῖνες νὰ ψελλίσω.
Σ’ αὐτὸ τὸ ἀφιέρωμα στὸν ἅγιο Δεσπότη
στὸν Χριστοφόρο τὸ γλυκὺ ἡ μνήμη φέρνει πρώτη
εἰκόνες ἀπ' τὸ παρελθὸν ποὺ ἀγγίζουν τὴν ψυχή μου
θὰ μοῦ θυμίσουν ὄμορφες στιγμὲς ἀπ' τὴ ζωή μου.
Στὴν Ναύπακτο τὴν λατρευτὴ πόχω μὲς τὴν καρδιά μου
τῶν ἀναμνήσεων ὁ χορὸς στήνεται ἐδῶ μπροστά μου
Στὰ χρόνια μου τὰ παιδικά, τ’ ἀθῶα χρόνια τῆς νιότης
μὲς τὴν καρδιά μου γράφτηκε τοῦ τόπου μου ὁ Δεσπότης.
Ἦρθε σὰν ἄγγελος γλυκύς, θρόνιασε στὴν καρδιά μου
Ἐτοῦτος ὁ Ἐπίσκοπος ἔγινε θαύμασμά μου.
Χαιρόμουν σὰν τὸν ἄκουγα, εἶχε φωνῆ ἀηδονιοῦ
καὶ μιὰ ψυχὴ γλυκύτατη σὰν τοῦ μικροῦ παιδιοῦ
Θυμᾶμαι αὐτὸν νὰ λειτουργῇ στὸν παλαιὸ τὸν Ἀη Δημήτρη
ποὺ ἦταν γιὰ μένα κάποτε τὸ δεύτερό μου σπίτι
Ἀρχοντικός, εὐλαβὴς ἦταν στὴ λειτουργία
μπροστὰ στὴν Ἅγια Τράπεζα τελοῦσε τὴ θυσία.
Καὶ μεὶς ποὺ εἴμασταν παιδιὰ τότε στὸ Ἱερό
νιώθαμε πὼς ἀτένιζε μπροστά του τὸ Χριστό
Πολὺ τὸν εὐλαβούμασταν. Λέγαμε ὁ Δεσπότης!
κι ὁ λόγος μέλι ἔσταζε στὰ χείλη αὐτὰ τῆς νιότης.
Ταπείνωση κι εὐγένεια πλούτιζε τὴν καρδιά του
χάρη ἀρχιερατικὴ σκόρπαγε στὸ πέρασμά του.
Τὸ ποίμνιό του προστάτεψε στὰ δύσκολα τὰ χρόνια
μὰ κεῖνο ποὺ ἐπέτυχε καὶ τὸ θυμᾶμαι ἀκόμα
εἶναι πὼς τὰ κατάφερε ὅλους νὰ μᾶς μαγέψη.
Ἀλήθεια ἐδῶ στὴ Ναύπακτο τὸ εἴχαμε πιστέψει
πὼς εἴχαμε ἕναν ἅγιο Δεσπότη στὸ πλευρό μας
ποὺ λειτουργοῦσε κι ἁγίαζε τὸν τόπο τὸ δικό μας
Ὁ Χριστοφόρος ἔγινε στὰ μάτια τὰ δικά μας
ὁ τέλειος τύπος τοῦ Χριστοῦ γλυκειὰ παρηγοριά μας.
Ἀνθρώπινος κι εὐαίσθητος μὲ μιὰ καρδιὰ παιδιοῦ
Μιλοῦσε κι ἐσκόρπαγε τὴ χάρη του παντοῦ
Πὼς νὰ ξεχάσω τὴ χαρὰ ποὺ ‘ χὰ μικρὸ παιδάκι
στὸ Ἱερὸ σὰν μ’ ἔβλεπε καὶ μὲ καλοῦσε Τάκη.
Τὴν πατερίτσα κράταγα ποὺ’ χὲ αὐτὸς στὸ χέρι
καὶ ποὺ νὰ φανταζόμουνα, ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει,
Τρισάγιο πὼς θὰ ἔκανα στὸ Ἀγρίνιο κάποια μέρα
πενῆντα χρόνια ὕστερα στὸ λατρευτὸ πατέρα.
Ἀρχιερέας πιὰ κι ἐγὼ νὰ παίρνω τὴν εὐχή του
Ἄχ! τί δὲ θάδινα νάχα ἀπ' τὴ στολή του
ἕνα κομμάτι ὕφασμα, ἔστω ἕνα πετραχήλι
καὶ μιὰ κασέτα μὲ φωνὴ ἀπ' τὰ δικά του χείλη.
Δὲ θὰ ξεχάσω ὅσο ζῶ τὴ θλίψη, τὴν ὀδύνη
ποὺ ἔνιωσα σὰν πέθανε ἀξέχαστη θὰ μείνη
ἐκείνη ἡ μέρα ἡ θλιβερὴ μπροστὰ στὸ λείψανό του
ὅταν μὲ κλάμα γοερὸ θρηνοῦσα τὸ χαμό του.
Ἦταν τὸ πενήνταοχτώ, πᾶνε πενῆντα χρόνια
μὰ τόσο πολὺ ἐπόνεσα ποὺ τὸ θυμᾶμαι ἀκόμα.
Στὸ Ἀγρίνιο συνοδέψαμε τὸν ἅγιο Ναυπακτίας
ἐκεῖ τὸν ἐνταφιάσαμε στὴ γῆ τῆς Αἰτωλίας.
Στὴ ζήση μοῦ ἐγνώρισα ἀνθρώπους ἐκλεκτούς
μοῦ’ κανε δῶρο ὁ Χριστὸς καλοὺς πνευματικούς.
Μὰ μέσα μου τοῦτοι οἱ τρεῖς ἔχουνε στήσει θρόνο
καί...όταν θημηθὼ καὶ τόνομά τους μόνο.
Ἡ καθαρίστρια ἡ μάνα μου, ἡ Φούντα ἡ Γιαννούλα
ποὺ χήρα μὲ μεγάλωσε κι ἦταν κι αὐτὴ ὀρφανούλα.
Ὁ Βέλλας ὁ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου
ποὺ τὴν ἀγάπη στὴ Γραφὴ θὰ τοῦ χρωστῶ διὰ βίου.
Κι ὁ Χριστοφόρος ὁ ἅγιος Δεσπότης Ναυπακτίας
ποὺ μοῦ’ γινε διδάσκαλος τῆς θείας λειτουργίας
Αἰώνια νάναι ἡ μνήμη τοῦ ἂς εὔχεται γιὰ μένα
καὶ τῆς πατρίδος μου ἐδῶ τοῦ ἐκλεκτοῦ Ποιμένα
Ἱεροθέου τοῦ σοφοῦ νὰ’ ναὶ πολλὰ τὰ ἔτη
καὶ Χριστοφόρου ἡ εὐχὴ τὴ Ναύπακτο νὰ σκέπη!


Εὐχαριστῶ πολύ.

  • Προβολές: 2851