Skip to main content

«Ο αείμνηστος Χριστοφόρος μέσα από τις παιδικές μου αναμνήσεις»

του Σεβ. Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμίου

(απομαγνητοφωνημένη)

Αγαπητοί μου,

Ευχαριστώ πάρα πολύ τον Σεβασμιώτατο Ποιμενάρχη της Ιεράς ταύτης Μητροπόλεως κ.κ. Ιερόθεον που μου έκανε την τιμή να έρθω εδώ σ’ αυτό το πνευματικό μεθύσι και να αναβαπτισθούμε όλοι σε μεγάλη κολυμβήθρα παιδικών αναμνήσεων με τιμή στο μακαριστό Ποιμενάρχη μας κυρό Χριστοφόρο Αλεξανδρόπουλο. Θέλω να πω ότι η τιμή αυτή στον μακαριστό κατά πρώτο λόγο τιμά τον διοργανώσαντα την τελετή αυτή, τον Σεβασμιώτατο κ. Ιερόθεο, διότι έτσι πρέπει να ποιούν οι πνευματικοί άνδρες, να τιμούν τους προκατόχους των. Είπεν ο Κύριος: «άλλοι κεκοπιάκασιν και εις τον κόπον αυτών συνεληλύθαμεν». Ο Σεβασμιώτατος όχι μόνο τώρα, αλλά και άλλοτε έχει τιμήσει Ιεράρχη της επαρχίας αυτής.

Με υποχρέωσε ο Σεβασμιώτατος κ. Ιερόθεος να ομιλήσω κι εγώ, αλλά απεδέχθην την τιμή, δεν έγινα εισακουστός, και εγώ είμαι υπόχρεως υπακοής να απευθύνω λίγα λόγια, αλλά δεν γνωρίζω τι να πω.

«Ο αείμνηστος Χριστοφόρος μέσα από τις παιδικές μου αναμνήσεις»Τον αείμνηστο εκκλησιαστικό άνδρα, κυρό Χριστοφόρο, τον ενθυμούμαι μικρό παιδάκι. Δεν έχω συνδεθή μαζί του, αλλά όπως είπε προ λίγου ο πατήρ, στα μικρά παιδιά είναι απαλή η ψυχή των και αποτυπώνουν η να το πω πολύ απλά, όπως μου έρχεται αυτή την ώρα, τα μάτια και η καρδιά των μικρών παιδιών είναι φωτογραφική μηχανή και τα αποτυπώνουν έτσι ωραία και τα παραγάγουν σε φιλμ.

Αν και ήμουν μικρό παιδάκι, παραμένει η μορφή του Χριστοφόρου κυριαρχική μέσα μου. Επειδή ευρίσκομαι στην πατρίδα μου, την Ναύπακτο, εξομολογητικά να πω ότι τρία πρόσωπα έχουν ενθρονιασθή στην καρδία μου. Το ένα πρόσωπο είναι η βασανισμένη μητέρα μου, καθαρίστρια στο επάγγελμα, η Ιωάννα, το δεύτερο πρόσωπο ο διδάσκαλος του Πανεπιστημίου, ερμηνευτής της Παλαιάς Διαθήκης, Βασ. Βέλας και το τρίτο πρόσωπο το οποίο ισχυρά έχει παγιωθή μέσα μου είναι ο Δεσπότης μου, κυρός Χριστοφόρος.

Πέρασαν χρόνια από τότε λησμόνησα πάρα πολλά, αλλά πάντοτε η μνήμη του Χριστοφόρου είναι φρέσκια (όπως λέμε εδώ στη Ναύπακτο). Δεν έχω να πω πολλά. Είναι πάρα πολύ ωραία αυτά που είπε ο κ. Χαραλαμπόπουλος, παρουσίασε τον άνδρα, από την προνηπιακή του ηλικία μέχρι το τέλος, και για μένα για τον Χριστοφόρο ισχύει αυτό που ελέχθη για τον Σωκράτη (νομίζω ο Κρίτων το είπε) «Και εμέ λέγοντα και άλλον ακούοντα περί Σωκράτους, έμοιγε, εμοί πάντων ήδιστον»

Για τον Χριστοφόρο κι εγώ να μιλώ και να ακούω άλλον να ομιλή για μένα είναι ηδύτατον.

Δεν έχω πολύν χρόνο, είναι στενά και περιορισμένα τα χρονικά όρια.

Τα όσα θα πω, τα όσα θυμάμαι για τον μακαριστό, συνδέονται με την παιδική μου ηλικία βέβαια και για να τα εκφράσω θα πρέπη να πω με δυό λογάκια την ατμόσφαιρα των ετών εκείνων στην επαρχία μας αυτή.

Αγαπητοί μου και σεβαστοί μου,

Όπως θα ενθυμείσθε το χρώμα και η ατμόσφαιρα των ετών εκείνων ήτο κατά πάντα θρησκευτικό. Θρησκευτική ατμόσφαιρα. Στα σπίτια μας καντήλι έκαιγε και λιβάνι, όπως ήταν στρωμένοι οι καναπέδες...όπως λέει κι ο ποιητής. Εκείνα τα χρόνια κάθε πρωΐ μας χαιρέτιζε η Εκκλησία μας, χτύπαγε την καμπάνα για τον Όρθρο ο παπάς και αυτό ήταν η «καλημέρα» που μας έστελνε ο ναός. Και η ίδια καμπάνα μας έλεγε το βράδυ την «καληνύχτα». Ύστερα ο παπάς έκανε τον εσπερινό. Και αυτό κάθε μέρα. Τώρα αυτή την περίοδο γινόταν το γλυκό Σαρανταλείτουργο. Άρχιζε 5 η ώρα το πρωΐ και τελείωνε 7 η ώρα, ακόμη δεν είχε φέξει, χειμωνιάτικη μέρα, κι εμείς παρέα παιδιών από το τζαμί νικούσαμε τα θέλγητρα του ύπνου και όχι μόνο αλλά και την απειλή, και τα φόβητρα των σκυλιών. Περνάγαμε τα Τζαβελλέϊκα για να ’ ρθούμε πριν ακόμη από τον Παπαχρήστο. Τότε εγώ κατάλαβα πως για ν’ αγαπάη κανείς το Χριστό πρέπει να νικήση τα θέλγητρα και τα φόβητρα.

Τα πρωϊνά εκείνα, οι λειτουργίες εκείνες, τυπώθηκαν πολύ βαθειά μέσα μου, περισσότερο από κατηχητικά και κηρύγματα και τότε κατάλαβα ότι η πίστη μας είναι το να λατρεύουμε σωστά και ωραία το Θεό μας κι είναι γλυκό αυτό, ότι Ορθοδοξία είναι ορθή λατρεία του Θεού μας.

Λοιπόν έρχομαι στο θέμα μου. Ευχαριστούμε πάρα πολύ το Δεσπότη μας που δε μας χάλασε την ατμόσφαιρα αυτή. Γιατί μπορούσε να τη χαλάση, με κάτι δράσεις, με κάτι κοινωνικές δραστηριότες, κοσμικότητες τάχα θρησκευτικές που όζουν Προτεσταντισμό. Μπορούσε να μας χαλάση αυτή την ατμόσφαιρα, όχι μόνο δεν μας τη χάλασε, αλλά ήταν και ο δημιουργός της ατμοσφαίρας αυτής. Μια γλυκειά ατμόσφαιρα, του καντηλιού, του κεριού, της προσευχής, των δακρύων.

Απ’ ο,τι θυμάμαι ο τιμώμενος νυν Ιεράρχης, Ποιμενάρχης μας κυρός Χριστοφόρος, δεν έκανε τίποτα από αυτά που σήμερα οι άνθρωποι επαινούν έναν Επίσκοπο καλόν και ικανόν και δραστήριον. Σήμερα, δεν θέλω να κάνω κήρυγμα, δεν έχω περιθώριο χρόνου, οι άνθρωποι έχουν λανθασμένη γνώμη περί Εκκλησίας. Εκκλησία, αγαπητοί μου, είναι αυτό που γευθήκαμε πάνω από δω το πρωΐ. Είναι η θεία Λειτουργία. Με το δικό της καρπό τη Θεία Κοινωνία. Σήμερα οι άνθρωποι έχουν λανθασμένη έννοια περί Εκκλησίας, νομίζουν ότι είναι μια οργάνωση και βέβαια κάνει και αυτή το κοινωνικό της έργο. Και λένε πολλοί τι κάνει η Εκκλησία; Εννοούν αν κάνη κοινωνικό έργο. Κάνει τη θεία Λειτουργία η Εκκλησία. Μερικοί κληρικοί παγιδεύονται σ’ αυτό το κοσμικό ερώτημα και αρχίζουν ινωνική δράση. Και δημοσιεύουν εφημερίδες κλπ και παγιδεύονται περισσότερο από το πνεύμα το κοσμικό και χαίρεται ο πειρασμός από αυτή την υπόθεση και αφήνουμε το κήρυγμα και την Ποιμαντική που είναι το κύριον έργο του Επισκόπου. Γιατί μόνο με το κήρυγμα της μετανοίας θα γίνουμε πολίτες της Βασιλείας του Θεού.

Ο μακαριστός Χριστοφόρος, χωρίς να είνα αδιάφορος για τις υλικές ανάγκες του ποιμνίου του και το δεικνύει αυτό η επιστολή του στη βασίλισσα Φρειδερίκη για τις υλικές ανάγκες του ποιμνίου του, κατ’ εξοχήν έδωκε την καρδιά του στη θεία Λειτουργία και στο κήρυγμα. Ήταν ιεροπρεπής. Παιδάκι στο Ιερό τον θυμάμαι ενατένιζε ιεροπρεπέστατος. Και επειδή είχαμε συνδέσει το Δεσπότη μας με το Θυσιαστήριο μόνο, σαν λειτουργόν δεόμενον, τον σεβόμεθα απόλυτα. Λέγαμε ο Δεσπότης μας και γλύκαινε το στόμα. Θα σας πω κάτι πόσο τον σεβόμασταν. Περνάγαμε παιδιά τον κεντρικό δρόμο, εμένα η μάνα μου να μην μπλέξω με παρέες δεν με άφηνε να πηγαίνω από τον παραθαλάσσιο δρόμο, περνάγαμε από την Μητρόπλη και κάναμε το σταυρό μας. Και λέγαμε εδώ μένει ο Δεσπότης, άγιος άνθρωπος! Κάναμε το σταυρό μας. Μάλιστα να πω για να θυμηθώ τα χρόνια εκείνα και σήμερα ερχόμενος εξ Αθηνών έκανα το σταυρό μου περνώντας από την Μητρόπολη.

Η αγάπη του Χριστοφόρου προς την Εκκλησία φαινόταν από το ότι δεν έλειπε ποτέ στον Εσπερινό του Σαββάτου. Αυτό το θυμάμαι σαν μικρό παιδί. Δεν έλειψε ποτέ από τον Εσπερινό του Σαββάτου. Και μάλιστα πληρώνω όσο κι όσο ένα καράβι το πληρώνω αν θα μου δώση κάποιος μια κασέτα του Χριστοφόρου να ακούσω την φωνή του. Ήτο καλλικέλαδος. Τον βοηθούσε και το καλλικέλαδο.

Ερχόταν στον Εσπερινό κάθε Σάββατο και έψαλλε. Για να είναι δε κοντά στο ψαλτήρι, δεν ανέβαινε στο θρόνο, αλλά σε ένα (εμείς τα παιδιά το λέγαμε παραθρόνιο, επειδή ανέβαινε ο Δεσπότης εκεί) κι έψαλλε. Εγώ είμαι κακόφωνος, και είχα μία φαλτσότητα που την διατηρώ ακόμη, αλλά πηγαίναμε κοντά στο Δεσπότη στο ψαλτήρι. Και θυμάμαι το εξής: Που παρετήρησε τον ψάλτη. Μου κάνει εντύπωση με πόση λεπτότητα το είπε και το είπε στο τέλος. Ήταν ο ήχος πλ. Α` ο ψάλτης έλεγε με μία σκληρότητα το απόστιχο «Ουκ έγνωσαν πως εσαρκώθης οι Ασώματοί Σου Άγγελοι...» και του λέει στο τέλος ο Χριστοφόρος: Ξέρετε το κ προ του ε πάσχει ευφωνία. Τότε εμένα μικρό (τότε θα ήμουν 13 ετών) μου έκανε εντύπωση η φιλολογία του, ήταν φιλόλογος. Τώρα μου κάνει εντύπωση ο τρόπος που έκανε την παρατήρηση στο τέλος του εσπερινού.

Τέτοια απαλή ψυχή που είχε ο Χριστοφόρος ήταν θεοφόρος. Γι’ αυτό και είχε χάριν Θεού και ηρμήνευεν τα πράγματα και δεν είχεν την αίρεσιν την λογικοκρατικήν αίρεσιν. Γι’ αυτό και πίστευεν σε θεοφάνειες.

Αγαπητοί μου, οι αιρετικοί, οι μαθηταί του Βαρλαάμ, όπως ακούτε από τον Σεβασμιώτατο, δεν πιστεύουν σε θεοφάνειες, τα θεωρούν σημεία γενόμενα και απογενόμενα, όμως εμείς και η Παλαιά Διαθήκη πιστεύουμε σε θεοφάνειες των αγγέλων του Θεού, που εγένετο στα δίκαια χρόνια των Πατριαρχών και των Προφητών.

Λοιπόν, ο Χριστοφόρος πίστευε σε θεοφάνειες, θεοπτίες και γι’ αυτό όταν ακούστηκε, (αν είναι εδώ καμιά γερόντισσα παλαιά θα θυμάται) στη Ναύπακτο δύο παιδιά μέσα στον άγιο Δημήτριο είδαν την Παναγία, ο Χριστοφόρος το πίστεψε και κάλεσε τα παιδιά στη Μητρόπολη να τα ρωτήση. Εγώ τότε ήμουν μικρός, πρέπει να ήμουν δευτέρα με τρίτη Δημοτικού, που ήρθα από το τζαμί, είδα λίγο κόσμο στον άγιο Δημήτριο, του Νόβα τον άγιο Δημήτριο, (κατ’ εμέ δεν έπρεπε να γκρεμιστή η εκκλησία η παλαιά του αγ. Δημητρίου) και τον Παπαχρήστο. Ήρθα από την πίσω πόρτα τη θυμάστε (καθόταν η κ. Δήμητρα και η κυρα Κοντύλω δίπλα...) και είδα τον Παπαχρήστο που ρωτούσε τα παιδιά πως την είδατε, που την είδατε, τι σας είπε. Τα παιδιά, όπως είχα ακούσει, είδαν την Παναγία στο θρόνο, μαυροφόρα και τους είπε: Ελάτε εδώ, παιδιά μου. Τα παιδιά τρόμαξαν και όρμησαν έκαναν σάλτο, θυμάστε τη μεγάλη σκάλα, πήδηξαν 5-10 τα σκαλιά κάτω και έκανε εντύπωση στους μεγάλους που δεν έπαθαν τίποτα. Θαύμα της Παναγίας!

Ο Χριστοφόρος το πίστεψε, προηγουμένως τα είχε ρωτήσει, και θεωρούσε ότι τα παιδιά είναι καθαρά και είδαν την Παναγία. Γι’ αυτό και το γράφω στο βιβλίο, όταν πήγαν οι αξιωματικοί και τον επισκέφθηκαν και του λένε περάσαμε από τον Προυσσό και είδαμε μια καλογριά μόνο.

-Η Παναγία ήταν η καλογριά, είπε ο Χριστοφόρος. Η Παναγία ήταν αυτή η καλογριά.

Έχω ακούσει και κηρύγματα του μακαριστού Χριστοφόρου, αλλά δεν θυμάμαι τίποτα. Ήμουν μικρό παιδί. Θυμάμαι στις σκάλες επάνω, ήταν της αγίας Παρασκευής, μία ώρα «Παρασκευή.. θυμάμαι τόνιζε λέξεις. Αργούσε πάρα πολύ στο κήρυγμα, αλλά εμείς τον προσέχαμε. Θυμάμαι μόνο σε ένα κήρυγμα, στο Ξηροπήγαδο, στη Ζωοδόχο Πηγή, κήρυττε έξω στο πεζουλάκι κι έλεγε..έλεγε.. και δεν τελείωνε… Και να που έρχεται στο Ιερό ο γραμματεύς του, ο Μάρκος ο Γαλάνης, για να του πη το κακό μαντάτο, ότι πέθανε η μάνα του. Τελείωσε κάποτε, μπαίνει μέσα. Του λέει: Μάρκο, πέθανε η μητέρα μου; Κούνησε το κεφάλι του. (ήμουν εκεί εγώ). Κυρα Βασιλική ήταν η μάνα του, τη θυμάμαι πολύ καλά, φορούσε τα μαύρα, καθόταν αριστερά ακουμπισμένη και απέναντι από το θρόνο για να καμαρώνη το γιο της.

Το μεγαλύτερο χτύπημα για μένα του Χριστοφόρου ήταν ο θάνατός του. Το θυμάμαι. Είχε αρρωστήσει από καιρό, εγώ παιδάκι μέσα στο Ιερό. Ετοίμαζα να πάρη λίγο ανάμα, το έφερνε ο Παπαχρήστος από την Πάτρα, μαυροδάφνη. Εγώ δεν πίνω κρασί ποτέ, αλλά είχαμε μάθει τη μαυροδάφνη του παπά. Έπεσε ένα σύνθημα ότι όποιος πίνει το κρασί του παπά ψηλώνει. Πήγαινα λοιπόν, το έβαζα στο χέρι...είναι μια συνήθεια που δεν την εχω εγκαταλείψει. Και ακούστηκε η είδηση ότι απέθανε. Ήταν Κυριακή, γεμάτη η εκκλησία και ακούσαμε το κήρυγμα του ιεροκήρυκα. Ήρθε η είδηση στους ιερείς μέσα ότι ψυχορραγεί ο Χριστοφόρος. Θυμάμαι τον ιεροκήρυκα, τον π. Χαράλαμπο Δέδε, βγαίνει έξω στην Ωραία Πύλη και είπε επί λέξει: «Ήταν θέλημα Θεού. Και αφού ήταν θέλημα Θεού θα κύψωμεν τον αυχένα. Η τελευταία είδηση είναι ότι ο Δεσπότης μας ψυχορραγεί στον Ευαγγελισμό». Την άλλη μέρα εγώ δεν πήγα σχολείο, γιατί ήθελα να υποδεχτώ τον Δεσπότη που θα τον έφερναν, αλλά ήρθε άλλη είδηση ότι ανέζησε ο Δεσπότης. Και πήγα στο Γυμνάσιο και ήταν, τον θυμάστε τον Καλλιμάνη, Λατινικά, και λέω στην τάξη

–Δεν πέθανε ο δεσπότης....

Έγινε η κηδεία. Τότε εγώ απέκτησα την έννοια της οικουμενικότητος. Δεν βγαίναμε πέρα από την Ναύπακτο και νομίζαμε ότι ο Χριστός είναι μόνον εδώ. Είδα κι άλλους Δεσποτάδες. Η Εκκλησία μας έχει εύρος. Μέσα μου αυτό θυμάμαι. Εκείνη την εντύπωση. Ήρθε ο Αττικής και Μεγαρίδος, αυτός προέστη της ακολουθίας. Θυμάμαι μόνο τον Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως, που είπε το εξής: «Ο εκλιπών Ιεράρχης κατά κοινήν ομολογίαν είχε ψυχήν ακάκου παιδίου». Αυτό το θυμάμαι.

Αδελφοί μου, Δεν έχω κλάψει άλλον στη ζωή μου. Που βρέθηκαν εκείνα τα κλάματα. Πρέπει να έμεινε 2 μέρες στον άγιο Δημήτριο. Την τρίτη μέρα πήγε στο Αγρίνιο. Εκεί ήθελα να πάω κι εγώ. Δεν είχε αυτοκίνητα όπως τώρα. Η μάνα μου με πήγε η ίδια. Στο Αγρίνιο θυμάμαι τότε πυροβολούσαν κι εγώ καθόμουν κι έκλαιγα ακούγοντας τους πυροβολισμούς.

Σεβασμιώτατε, τελείωσα αλλά θα μου επιτρέψετε να πω ένα ποίημα.

Σήμερα είναι Κυριακή, χτυπήσαν οι καμπάνες
στον Αη Δημήτρη έφτασαν παιδιά μικρά και μάνες.
Στου Δέσποτα το κάλεσμα ήρθαν μικροί μεγάλοι
σε πρόσωπο ξεχωριστό τιμή να δώσουν πάλι.
Του Ιεροθέου η καρδιά, πούχει θεολογία
σκέφτεται ποιοί υπηρέτησαν τον τόπο με θυσία.
Και ζωντανεύει τα παλιά που η λησμονιά μας φέρνει
πρόσωπα που ’ ταν σεβαστά στο νου μας πάλι φέρνει.
Με κάλεσε και μένανε την σήμερον ημέρα
του γενεθλίου τούτου βομού να νιώσω τον αέρα.
Ευχαριστώ για την τιμή την θεωρώ μεγάλη
μα εγώ δεν έχω τίποτα να πω, όπως οι άλλοι.
Νιώθω μόνο συγκίνηση και το μυαλό θ’ αφήσω
μνήμες παλιές να θυμηθή κι εκείνες να ψελλίσω.
Σ’ αυτό το αφιέρωμα στον άγιο Δεσπότη
στον Χριστοφόρο το γλυκύ η μνήμη φέρνει πρώτη
εικόνες απ' το παρελθόν που αγγίζουν την ψυχή μου
θα μου θυμίσουν όμορφες στιγμές απ' τη ζωή μου.
Στην Ναύπακτο την λατρευτή πόχω μες την καρδιά μου
των αναμνήσεων ο χορός στήνεται εδώ μπροστά μου
Στα χρόνια μου τα παιδικά, τ’ αθώα χρόνια της νιότης
μες την καρδιά μου γράφτηκε του τόπου μου ο Δεσπότης.
Ήρθε σαν άγγελος γλυκύς, θρόνιασε στην καρδιά μου
Ετούτος ο Επίσκοπος έγινε θαύμασμά μου.
Χαιρόμουν σαν τον άκουγα, είχε φωνή αηδονιού
και μια ψυχή γλυκύτατη σαν του μικρού παιδιού
Θυμάμαι αυτόν να λειτουργή στον παλαιό τον Αη Δημήτρη
που ήταν για μένα κάποτε το δεύτερό μου σπίτι
Αρχοντικός, ευλαβής ήταν στη λειτουργία
μπροστά στην Άγια Τράπεζα τελούσε τη θυσία.
Και μεις που είμασταν παιδιά τότε στο Ιερό
νιώθαμε πως ατένιζε μπροστά του το Χριστό
Πολύ τον ευλαβούμασταν. Λέγαμε ο Δεσπότης!
κι ο λόγος μέλι έσταζε στα χείλη αυτά της νιότης.
Ταπείνωση κι ευγένεια πλούτιζε την καρδιά του
χάρη αρχιερατική σκόρπαγε στο πέρασμά του.
Το ποίμνιό του προστάτεψε στα δύσκολα τα χρόνια
μα κείνο που επέτυχε και το θυμάμαι ακόμα
είναι πως τα κατάφερε όλους να μας μαγέψη.
Αλήθεια εδώ στη Ναύπακτο το είχαμε πιστέψει
πως είχαμε έναν άγιο Δεσπότη στο πλευρό μας
που λειτουργούσε κι αγίαζε τον τόπο το δικό μας
Ο Χριστοφόρος έγινε στα μάτια τα δικά μας
ο τέλειος τύπος του Χριστού γλυκειά παρηγοριά μας.
Ανθρώπινος κι ευαίσθητος με μια καρδιά παιδιού
Μιλούσε κι εσκόρπαγε τη χάρη του παντού
Πως να ξεχάσω τη χαρά που ‘ χα μικρό παιδάκι
στο Ιερό σαν μ’ έβλεπε και με καλούσε Τάκη.
Την πατερίτσα κράταγα που’ χε αυτός στο χέρι
και που να φανταζόμουνα, ένας Θεός το ξέρει,
Τρισάγιο πως θα έκανα στο Αγρίνιο κάποια μέρα
πενήντα χρόνια ύστερα στο λατρευτό πατέρα.
Αρχιερέας πια κι εγώ να παίρνω την ευχή του
Αχ! τι δε θάδινα νάχα απ' τη στολή του
ένα κομμάτι ύφασμα, έστω ένα πετραχήλι
και μια κασέτα με φωνή απ' τα δικά του χείλη.
Δε θα ξεχάσω όσο ζω τη θλίψη, την οδύνη
που ένιωσα σαν πέθανε αξέχαστη θα μείνη
εκείνη η μέρα η θλιβερή μπροστά στο λείψανό του
όταν με κλάμα γοερό θρηνούσα το χαμό του.
Ήταν το πενήνταοχτώ, πάνε πενήντα χρόνια
μα τόσο πολύ επόνεσα που το θυμάμαι ακόμα.
Στο Αγρίνιο συνοδέψαμε τον άγιο Ναυπακτίας
εκεί τον ενταφιάσαμε στη γη της Αιτωλίας.
Στη ζήση μου εγνώρισα ανθρώπους εκλεκτούς
μου’ κανε δώρο ο Χριστός καλούς πνευματικούς.
Μα μέσα μου τούτοι οι τρεις έχουνε στήσει θρόνο
και...όταν θημηθώ και τόνομά τους μόνο.
Η καθαρίστρια η μάνα μου, η Φούντα η Γιαννούλα
που χήρα με μεγάλωσε κι ήταν κι αυτή ορφανούλα.
Ο Βέλας ο καθηγητής του Πανεπιστημίου
που την αγάπη στη Γραφή θα του χρωστώ δια βίου.
Κι ο Χριστοφόρος ο άγιος Δεσπότης Ναυπακτίας
που μου’ γινε διδάσκαλος της θείας λειτουργίας
Αιώνια νάναι η μνήμη του ας εύχεται για μένα
και της πατρίδος μου εδώ του εκλεκτού Ποιμένα
Ιεροθέου του σοφού να’ ναι πολλά τα έτη
και Χριστοφόρου η ευχή τη Ναύπακτο να σκέπη!

Ευχαριστώ πολύ.

  • Προβολές: 2740