Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: Χωρισμός ἤ σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας;

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Πολλὲς φορές, μὲ ἄρθρα καὶ διάφορες παρεμβάσεις, ἔχω ὑποστηρίξει τὴν ἄποψη ὅτι περισσότερο πρέπει νὰ γίνεται λόγος γιὰ σχέσεις μεταξὺ ἐκκλησιαστικῆς καὶ πολιτικῆς διοίκησης παρὰ γιὰ χωρισμὸ μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας. Μὲ τὸ κείμενό μου αὐτὸ θὰ ἤθελα νὰ παραθέσω μερικὰ ἐπιπρόσθετα στοιχεῖα γιὰ διελεύκανση τοῦ θέματος, μέσα στὰ μικρὰ πλαίσια ἑνὸς ἄρθρου.

1. Εἶναι γνωστὸν ὅτι τὸ Βατικανὸ εἶναι Κράτος καὶ λειτουργεῖ μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις καὶ κινεῖται ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ Κράτος τῆς Ἰταλίας. Παρὰ ταῦτα ἔχει κάποια σχέση μὲ αὐτό. Ἔτσι, τὸ ἰταλικὸ Σύνταγμα τοῦ 1948 στὸ ἄθρο 7 διαλαμβάνει ὅτι «ἡ Πολιτεία καὶ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία, κάθε μιὰ στὸ δικό της χῶρο, εἶναι ἀνεξάρτητες καὶ κυρίαρχες. Οἱ σχέσεις μεταξύ τους ρυθμίζονται ἀπὸ τὶς συνθῆκες του Λατερανοῦ». Στὴν περίπτωση αὐτὴ παρὰ τὸ ὅτι τὸ Βατικανὸ εἶναι ἀνεξάρτητο Κράτος, ἐν τούτοις γίνεται λόγος γιὰ σχέσεις καὶ ὄχι γιὰ χωρισμό. Καὶ στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση, ὅπου συνεργάζονται πολλὰ Κράτη δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε λόγο γιὰ χωρισμὸ τῶν Κρατῶν μεταξύ τους, ἀλλὰ γιὰ σχέσεις. Παντοῦ στὸν κόσμο δὲν μιλοῦν γιὰ χωρισμὸ μεταξὺ τῶν κοινωνιῶν, ἀλλὰ γιὰ πλέγμα σχέσεων μεταξύ τους. Ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ Σωματεῖα καὶ οἱ Σύλλογοι σὲ ἕνα Κράτος ἔχουν κάποια σχέση μὲ αὐτὸ καὶ κανένα δὲν εἶναι αὐτόνομο καὶ χωρισμένο. Πώς, λοιπόν, θὰ γίνη χωρισμὸς Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας στὴν Ἑλλάδα; Αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ γίνη εἶναι μιὰ καλύτερη ὁριοθέτηση τῶν σχέσεων μεταξὺ πολιτικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης καὶ ὄχι χωρισμός.

2. Τὸ ἐν ἰσχύι Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος, στὸ ἄρθρο 3, καθορίζει αὐτήν την διακριτότητα τῶν ρόλων μεταξὺ ἐκκλησιαστικῆς καὶ πολιτικῆς διοίκησης. Ἐκεῖ λέγεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔχει κεφαλή της τὸν Χριστό, εἶναι ἑνωμένη δογματικῶς μὲ τὴν Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ μὲ ὅλες τὶς ἄλλες Ὁμόδοξες Ἐκκλησίες, τηρεῖ τοὺς ἀποστολικοὺς καὶ συνοδικοὺς κανόνες, εἶναι αὐτοκέφαλη καὶ διοικεῖται ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, ἡ ὁποία συγκροτεῖται βάσει τοῦ Πατριαρχικοῦ Τόμου τοῦ 1850 καὶ τῆς Πατριαρχικῆς Πράξης τοῦ 1928. Σὲ αὐτὸ τὸ κείμενο δὲν βλέπω πουθενὰ τὴν ταύτιση σχέσεων μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, ἀντίθετα μάλιστα βλέπω την διακριτότητα τῶν ρόλων τους. Ὁπότε, πὼς μποροῦμε νὰ κάνουμε λόγο γιὰ χωρισμό; Ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ νὰ διευκρινισθῇ καὶ ἐνδεχομένως νὰ τροποποιηθῇ εἶναι τὸ ἄρθρο 72 τοῦ Συντάγματος ποὺ προβλέπει τὴν ψήφιση ἀπὸ τὴν ὁλομέλεια τῆς Βουλῆς νομοσχεδίων καὶ προτάσεων νόμων γιὰ τὴν λειτουργία τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἂν μείνη θὰ πρέπη τὰ νομοσχέδια ποὺ θὰ ψηφίζονται νὰ σέβονται τὰ ἄρθρα 3 καὶ 13 τοῦ Συντάγματος καὶ νὰ διατηροῦν τὴν Ἐκκλησία ἐλεύθερη ἀπὸ πολιτικὲς καὶ κρατικὲς παρεμβάσεις, ὡς πρὸς τὸ δόγμα, τὴν λατρεία καὶ τὴν ἐσωτερική της διοίκηση. Εἶναι γνωστόν, ὅμως, ὅτι καὶ αὐτὸ δόθηκε πολλὲς φορὲς εὐκαιρία νὰ γίνη, ἀλλὰ δὲν πραγματοποιήθηκε ἀπὸ τὴν ἴδια τήν Πολιτεία. Αὐτὸ δημιουργεῖ πολλὰ ἐρωτηματικὰ κατὰ πόσον ἡ Πολιτεία ἐπιθυμεῖ τελικὰ τὴν πλήρη ἐλευθερία τῆς Ἐκκλησίας.

3. Τὸ ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος οὐσιαστικὰ ἐγγυᾶται τὴν θρησκευτικὴ ἐλευθερία τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν δεσμεύει τὴν θρησκευτικὴ ἐλευθερία κανενὸς ἄλλου θρησκεύματος ἡ θρησκευτικῆς Ὁμολογίας. Ἐπίσης, τὸ ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος, ποὺ διαλαμβάνει τὰ περὶ σεβασμοῦ τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας δὲν ὑπονομεύεται ἀπὸ τὸ ἄρθρο 3, ἀλλὰ μᾶλλον ὑπέρκειται αὐτοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ ἂν ἀκόμη καταργηθῇ τὸ ἄρθρο 3 καὶ τότε ἡ ἐλευθερία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καλύπτεται ἀπὸ τὸ ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος. Αὐτὰ τὰ θέματα τὰ ἔχει ἀντιμετωπίσει σημαντικὰ ὁ Καθηγητὴς καὶ πρ. Ὑπουργὸς κ. Εὐάγγελος Βενιζέλος στὸ βιβλίο τοῦ μὲ τίτλο «Οἱ σχέσεις Κράτους καὶ Ἐκκλησίας», τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ διαβαστῇ ἀπὸ ὅλους ὅσοι ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸ θέμα αὐτό, ὥστε νὰ τεθῇ ὡς βάση γιὰ τὶς συζητήσεις σχετικὰ μὲ τὶς σχέσεις μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας. Ἀκόμη, ὅσα λέγονται καὶ γράφονται γιὰ τὴν θέσπιση ἰδιαίτερων κανονισμῶν καὶ τὴν ψήφιση νόμων γιὰ τὸν ἐκσυγχρονισμὸ τῆς Πολιτείας καὶ τὸν σεβασμὸ τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τῶν πολιτῶν, δὲν τίθενται στὸ θέμα «χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καὶ πολιτείας», ἀλλὰ συνδέονται μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος περὶ ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως τῶν πολιτῶν.

4. Ἡ πρόσφατη συζήτηση γιὰ τὸν «χωρισμὸ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας» γίνεται μὲ ἀφορμὴ τὰ γεγονότα ποὺ συνδέονται μὲ τὸ Βατοπαίδι. Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἕνα ἰσχυρὸ ἐπιχείρημα ἐναντίον τοῦ λεγόμενου «χωρισμοῦ». Τὸ Ἅγιον Ὅρος ἀνήκει Ἐκκλησιαστικὰ στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, δὲν ἔχει καμμιὰ ἐμπλοκὴ μὲ τὸ Κράτος σὲ θέματα ἐσωτερικῆς διοίκησης, ὅπως ἔχουν τὰ Ἐκκλησιαστικὰ Νομικὰ Πρόσωπα τοῦ Δημοσίου Δικαίου (μισθοί, γάμοι, βαπτίσεις, ὀρκωμοσίες, μάθημα θρησκευτικῶν κλπ.). Αὐτό, ὅμως, δὲν ἐμπόδισε τὴν ἐμφάνιση διαφόρων προβλημάτων, ἀφοῦ δημιούργησε τριγμοὺς στὸ πολιτικὸ σύστημα. Ἑπομένως, καὶ αὐτὸς ὁ λεγόμενος «χωρισμός», ὅπως τὸν ἐννοοῦν ὅσοι ὁμιλοῦν γι’ αὐτόν, δὲν θὰ ἐμποδίση μερικὰ Ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα νὰ ἐμπλέκονται στὶς ὑποθέσεις τῆς κοινωνίας καὶ τῆς Πολιτείας, νὰ ὁμιλοῦν γιὰ κοινωνικὰ καὶ πολιτικὰ πράγματα καὶ νὰ ἀσχολοῦνται μὲ οἰκονομικὰ καὶ ἐθνικὰ θέματα ὡς ἐλεύθεροι πολῖτες ποὺ ἔχουν ἴσα δικαιώματα μὲ τοὺς ἄλλους. Τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος θὰ πρέπει νὰ σέβεται τὶς ἐπιθυμίες τῆς πλειοψηφίας τῶν πολιτῶν του γιὰ θέματα παιδείας, οἰκογένειας, ἔκφρασης τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, ὅπως καὶ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα τῆς μειοψηφίας. Ἂς θυμηθοῦμε τὴν ἐπιρροὴ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας στὴν Ἰταλία σὲ θέματα βιοηθικῆς, ἀφοῦ δὲν πέρασαν οἱ προτάσεις τῆς Ἰταλικῆς Κυβέρνησης. Πάντως ἂν ἡ Ἐκκλησία ἀποδεσμευθῇ τελείως ἀπὸ τὸ Κράτος, θὰ εἶναι πιὸ δυνατὴ καὶ θὰ τὴν ὑπολογίζουν ὅλοι, ὅπως συμβαίνει μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ποὺ εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὸ Κράτος καὶ διαθέτει μεγάλη κοινωνικὴ ἐπιρροὴ καὶ ἀσχολεῖται μὲ ἐθνικὰ ζητήματα.

Τελικά, δὲν μοῦ ἀρέσουν τὰ συνθήματα ποὺ ἀποβλέπουν σὲ ἰδεολογικοὺς σκοποὺς καὶ σὲ ποικίλες ἀντιπαραθέσεις. Ἀντίθετα, νομίζω, ὅτι μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κάνουν λόγο γιὰ «χωρισμὸ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας», ἐνδεχομένως νὰ ἔχουν στὸν νοῦ τους τὸν χωρισμὸ «Ἐκκλησίας καὶ Ἔθνους», καὶ νὰ ἐπιδιώκουν ἕναν ἐκκλησιαστικὸ ἀποχρωματισμὸ τοῦ λαοῦ, ἀγνοῶντας ὅτι ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ θρησκεία ἑνὸς λαοῦ, εἶναι στοιχεῖο τῆς ἰδιαιτερότητας τοῦ πολιτισμοῦ του, καὶ κατὰ συνέπεια ἡ ἀποθρησκειοποίηση ἑνὸς λαοῦ συνεπάγεται καὶ τὴν πολιτιστική του ἀλλοτρίωση.

Αὐτό, ὅμως, δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθῇ, γιατί στὴν Ἑλλάδα ὑφίσταται μιὰ ἱστορικὴ συνέχεια τοῦ Ἔθνους-Γένους ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους προσωκρατικοὺς φιλοσόφους, τοὺς κλασσικοὺς μεταφυσικούς, τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς νεοέλληνες καὶ καλλιεργήθηκε μιὰ ὁλόκληρη ζωντανὴ παράδοση. Ἡ πίστη τοῦ λαοῦ δὲν ξεριζώνεται ἀπὸ ἔξωθεν παρεμβάσεις. Πρέπει νὰ μᾶς διδάξουν τὰ γεγονότα ποὺ ἔγιναν στὶς χῶρες τῆς πρώην Σοβιετικῆς Ἕνωσης, ποὺ οἱ νῦν κρατοῦντες ἐπιστρέφουν Ἐκκλησιαστικὲς περιουσίες στὴν Ἐκκλησία καὶ ἐπιδιώκουν τὴν βοήθειά της γιὰ τὴν ἐπίλυση διαφόρων κοινωνικῶν, ἀκόμη καὶ ἐθνικῶν προβλημάτων, ὅπως γνωρίζω προσωπικὰ ἀπὸ τὴν συμμετοχή μου σὲ διάφορα Συνέδρια στὴν Ρωσία, τὴν Ρουμανία, τὴν Βουλγαρία.

Ἑπομένως, ἡ φράση «χωρισμὸς Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας» δὲν εἶναι σωστή, καὶ γι’ αὐτό, ἂν πρέπει νὰ τεθοῦν τέτοια ζητήματα, θὰ πρέπει νὰ γίνεται λόγος γιὰ «καλύτερη ὁριοθέτηση τῶν σχέσεων μεταξὺ ἐκκλησιαστικῆς καὶ κρατικῆς ἡ πολιτικῆς διοίκησης».–

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ

  • Προβολές: 3938