Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνὸς: Ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, 19 Ιανουαρίου

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Ὁ ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα μ. Χ. Πέρασε τὰ περισσότερα χρόνια τῆς ζωῆς του στὴν ἔρημο μὲ ἐγκράτεια καὶ προσευχή. Τὰ ἀσκητικά του παλαίσματα εἶναι ὄντως θαυμαστὰ καὶ ἡ διδασκαλία του εἶναι καρπὸς ἐμπειρίας. Δηλαδή, τὰ ὅσα διδάσκει εἶναι ἀληθινὴ θεολογία, εἶναι ρήματα ζωοποιὰ καὶ σωτηριώδη, τὰ ὁποῖα ἐξέρχονται ἀπὸ καρδιὰ ποὺ εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ γι’ αὐτὸ γλυκαίνουν τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ καὶ δημιουργοῦν ἔμπνευση καὶ διάθεση γιὰ προσευχή.

Ὅσιος Μακάριος ὁ Αίγύπτιος, 19 Ιανουαρίου

Ὅσο ἐπεδίωκε τὴν σιωπὴ καὶ τὴν ἡσυχία τόσο ἡ φήμη τὸν κατεδίωκε καὶ γι’ αὐτὸ ἔτρεχαν στὴν ἔρημο πάρα πολλοὶ ἄνθρωποι γιὰ νὰ ἀκούσουν τὴν σοφὴ διδασκαλία του καὶ νὰ τραφοῦν πνευματικά. Αὐτὸς τότε, ὅταν καταλάβαινε ὅτι συγκεντρωνόταν ἔξω ἀπὸ τὸ κελλί του πλῆθος ἀνθρώπων, ἔφευγε μέσα ἀπὸ ὑπόγεια σήραγγα, ποὺ ἕνα μέρος της ἔσκαψε ὁ ἴδιος μὲ τὰ χέρια του, σὲ μιὰ σπηλιά, ὅπου συνέχιζε νὰ προσεύχεται στὴν ἀγαπημένη του ἡσυχία. Αὐτὸ τὸ ἔκανε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὄχι ἀπὸ περιφρόνηση καὶ ἀδιαφορία γι’ αὐτούς, ἀφοῦ τοὺς ἀγαποῦσε ἀληθινά, ἀλλὰ αἰσθανόταν ὅτι τοὺς ὠφελοῦσε περισσότερο μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ παρὰ μὲ τὸν λόγο του. Ἡ προσευχή του εἶχε μεγάλη δύναμη καὶ δι’ αὐτῆς ὁ Θεὸς ἐτέλεσε πολλὰ θαύματα, ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα, ὅπως θεραπεῖες ἀσθενῶν καὶ δαιμονιζομένων, καθὼς καὶ ἀναστάσεις νεκρῶν, ἀναφέρει λεπτομερῶς ὁ ἱστορικὸς Παλλάδιος.

Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ τέλεσε ὁ Θεὸς εἰσακούοντας τὴν προσευχὴ τοῦ δούλου τοῦ Μακαρίου εἶναι καὶ τὸ ἑξῆς: Κάποια μέρα ἐφόνευσαν κρυφὰ ἕναν ἄνθρωπο καὶ οἱ στρατιῶτες χωρὶς νὰ γνωρίζουν τὸν ἔνοχον συνέλαβαν κάποιον ἀθῶο. Ἐκεῖνος διαμαρτυρόταν καὶ φώναζε ὅτι εἶναι ἀθῶος, ἀλλὰ οἱ στρατιῶτες δὲν ἐπείθοντο καὶ ἐνῷ τὸν ὁδηγοῦσαν στὴν δικαιοσύνη, μπόρεσε καὶ τοὺς ξέφυγε καὶ κατέφυγε στὸ κελλὶ τοῦ ὁσίου Μακαρίου. Οἱ στρατιῶτες μπῆκαν στὸ κελλί, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἔδεσαν, ἐνῷ ἐκεῖνος φώναζε συνεχῶς ὅτι εἶναι ἀθῶος. Ὁ ὅσιος τὸν λυπήθηκε καὶ πῆγε στὸν τάφο τοῦ φονευθέντος μαζὶ μὲ ὅλους ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους. Γονάτισε καὶ προσευχήθηκε θερμὰ καὶ μετὰ ρώτησε τὸν φονευθέντα ἐὰν ὁ φερόμενος ὡς δράστης εἶναι αὐτὸς ποὺ τὸν ἐφόνευσε. Τότε ἀκούσθηκε φωνὴ μέσα ἀπὸ τὸν τάφο νὰ λέγη ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ἀθῶος καὶ ὅτι «ἄλλος μὲ ἐφόνευσε τίμιε πάτερ». Ὁ ὅσιος τὸν εὐχαρίστησε καὶ τοῦ εἶπε νὰ ἀναπαυθῇ ἐν εἰρήνῃ. Τότε οἱ στρατιῶτες ἐλευθέρωσαν τὸν ἀθῶο καὶ παρεκάλεσαν τὸν ὅσιο νὰ τοὺς ὑποδείξη τὸν ἔνοχο, ἀφοῦ ἐρωτήση καὶ πάλι τὸν φονευθέντα. Ὁ ὅσιος Μακάριος τοὺς εἶπε ὅτι εἶναι ἀρκετὸ τὸ ὅτι τοὺς βεβαίωσε πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν πρέπει νὰ τιμωρηθῇ γιατί εἶναι ἀθῶος καὶ ὅτι ὁ ἴδιος δὲν εἶναι κριτὴς γιὰ νὰ τιμωρήση τὸν ἔνοχο.

Στὰ Συναξάρια ἀναφέρονται κάποια περιστατικά, τὰ ὁποῖα εἶναι ἐντυπωσιακὰ καὶ ταυτόχρονα διδακτικά. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι καὶ τὸ παρακάτω:

Κάποτε ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσε συνάντησε δύο νέους διαφορετικοῦ φύλου νὰ περιπτύσσονται καὶ νὰ ἀσπάζονται περιπαθῶς ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ὁ ὅσιος ἀντὶ νὰ τοὺς κατακρίνη, ἐλεεινολόγησε τὸν ἑαυτό του λέγοντας: «Ἐσὺ ἄθλιε ἔχεις τόση ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ ὅσην ἔχουν αὐτὰ τὰ παιδιὰ μεταξύ τους;». Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ταπεινώθηκε, ἀλλὰ καὶ τὴν κατάκριση ἀπέφυγε.

Ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ σὲ βαθὺ γῆρας, ἤτοι σὲ ἡλικία 90 ἐτῶν.

Ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος ἀπευθυνόμενος στὸν ὅσιο Μακάριο τοῦ λέγει, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ τὰ ἑξῆς: «Τῆς μακαριότητος τῆς ὑπὲρ νοῦν ὀρεγόμενος, ἐλογήσω θεσπέσιε• τρυφὴν τὴν ἐγκράτειαν, τὴν πτωχείαν πλοῦτον, τὴν ἀκτημοσύνην περιουσίαν ἀσφαλῆ καὶ εὐδοξίαν τὴν μετριότητα• διο καὶ τῆς ἐφέσεως τῆς κατὰ γνώμην ἐπέτυχες, ἐν σκηναῖς αὐλιζόμενος τῶν ἁγίων Μακάριε» (Στιχηρὸ Ἑσπερινοῦ). Δηλαδή, ὁ ὅσιος ἀγαποῦσε περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὸν Θεὸ καὶ ὀρεγόταν ὄχι τὰ πρόσκαιρα καὶ φθαρτά, ἀλλὰ τὴν μακαριότητα τῆς Βασιλείας Του. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν θεωροῦσε ὡς τρυφὴ τὴν ἐγκράτεια, ὡς ἀληθινὸ πλοῦτο τὴν φτώχεια, ὡς ἀσφαλῆ περιουσία τὴν ἀκτημοσύνη καὶ ὡς ἀληθινὴ δόξα τὴν ταπείνωση. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπέτυχε νὰ ἀπολαύση αὐτὰ ποὺ ποθοῦσε καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα ἀγωνιζόταν καὶ ἀγάλλεται αἰωνίως στὰ οὐράνια σκηνώματα μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους.

Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία τοῦ ὁσίου Μακαρίου μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:

Ἀληθινὸς πλοῦτος εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν φθείρεται καὶ ποὺ δὲν μποροῦν οἱ κλέφτες νὰ τὸν κλέψουν καὶ νὰ τὸν ἀφαιρέσουν ἀπὸ τὸν κάτοχό του. Καὶ τέτοιος εἶναι ἡ ἑκούσια φτώχεια ποὺ ἀποκτᾶται μὲ τὴν ἐλεημοσύνη, ἡ ὁποία εἶναι στὴν πραγματικότητα κατάθεση στὰ «θησαυροφυλάκια» τοῦ οὐρανοῦ. Ἀσφαλὴς περιουσία εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς κεκαθαρμένης ἀπὸ τὰ πάθη καρδιᾶς, ἐπειδὴ μέσα σ’ αὐτὴν εἶναι θησαυρισμένη ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ὅποιος κυνηγᾶ τὸν πρόσκαιρο πλοῦτο καὶ τὴν ἐφήμερη δόξα στὴν πραγματικότητα ἀπεμπολεῖ τὴν ἐλευθερία μὲ τὴν ὁποία τὸν προίκησε ὁ Θεὸς καὶ ὑποδουλώνεται στοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι, μὲ τὸν ἕναν ἡ τὸν ἄλλο τρόπο, τὸν βοήθησαν νὰ τὰ ἀποκτήση, ἐπειδὴ τὸν ἔχουν στὸ χέρι, κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενο, καὶ μποροῦν νὰ τὸν ἐκβιάζουν ὅποτε θέλουν. Ὅποιος ὑποδουλώνεται ἐλεύθερα στὸν Θεὸ καὶ ζῆ κάτω ἀπὸ τὴν σκέπη Του, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του, αὐτός, κατὰ τὸν ὅσιο Μακάριο, δέχεται «τὴν ἐξ ὕψους δύναμιν, τὴν ἐπουράνιον τοῦ Πνεύματος ἀγάπην καὶ ἀφοῦ λάβει τὸ ἐπουράνιο πῦρ τῆς ἀθανάτου ζωῆς, λύεται ἀπὸ κάθε κοσμικὴ καὶ ψεύτικη ἀγάπη καὶ ἐλευθερώνεται ἀπὸ κάθε δεσμὸ κακίας» καὶ παραμένει ἀληθινὰ ἐλεύθερος νὰ ἀγαπᾶ καὶ νὰ πράττη τὸ ἀγαθὸ καὶ εὐάρεστο στὸν Θεό.

Ἀληθινὰ ἐλεύθερος δὲν εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κάνει ὅ,τι τοῦ ὑπαγορεύουν τὰ πάθη, οἱ κακίες καὶ οἱ ἀδυναμίες του, ἤτοι το νὰ ἀμαρτάνη, νὰ μισῆ, νὰ γκρεμίζη καὶ νὰ καταστρέφη, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ ἀγαπᾶ ἀνιδιοτελῶς καὶ νὰ σέβεται, νὰ προσφέρη καὶ νὰ εὐεργετῇ μὲ κάθε τρόπο τοὺς συνανθρώπους του.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 3358