Μητροπολίτης Ναυπακτίας Χριστόφορος. Ἡγούμενος π. Δοσίθεος Κανέλλος: ὅπως τὸν γνώρισα
Ἐκδήλωση γιὰ τὸν Μητροπολίτη Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας Κυρὸ Χριστόφορο (14-12-2008)
π. Δοσίθεος Κανέλλος, Ἡγούμενος Ι.Μ.Τατάρνας
Σὲ συνέχεια τοῦ ἀφιερώματος τῆς Ε.Π. στὸν ἀείμνηστο Μητροπολίτη Χριστοφόρο, δημοσιεύουμε στὸ τεῦχος αὐτὸ τὶς ὑπόλοιπες εἰσηγήσεις-ὁμιλίες ἀπὸ τὴν ἐκδήλωση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως τῆς 14ης Δεκεμβρίου 2008.
- Σεβασμιώτατοι Πατέρες,
- ἐντιμολογιώτατον ἀρχοντολόγιον τῆς περιφερείας,
- ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί.
Πὼς συνέβη ὥστε ἕνας 29χρονος νεανίας, ἄχρι τῶν ἰούλων ἐν ταῖς παρειαῖς ἀναθαλλόντων, νὰ βρεθῇ ὡς δόκιμος μοναχὸς εἰς τοὺς ἀπορρῶγας βράχους τῆς Μονῆς του Προυσσοῦ, Μονῆς τῆς ὁποίας οὐδὲ τὴν ὕπαρξιν δὲν ἐγνώριζε, ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ τοῦ κλεινοῦ ἄστεως, ὅπου εἶχε γεννηθῇ καὶ ἀνατραφῆ. Ἦτο ὁ νεανίας αὐτὸς ἕνα ρίνισμα ἀμελητέον. Καὶ ὑπῆρξεν ἕνας ἰσχυρὸς μαγνήτης. Τὸν μαγνήτισε, λοιπόν, τὸν σήκωσε καὶ τὸν ἐξαπέστειλεν εἰς τὰ βουνά της Εὐρυτανίας. Αὐτὸς ὁ μαγνήτης εἶχε ὄνομα. Ἦταν ὁ Μητροπολίτης Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας Χριστοφόρος. Ἄγνωστος πρώην εἰς ἐμέ.
Ἂλλ’ ὅταν ἦρθε, ἦτο Συνοδικὸς τότε, νὰ χοροστατήση στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος Βύρωνος, σὲ ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν, χωρὶς νὰ γνωρίζω κἂν ποιός τὸν εἶχε καλέσει, ὁ νεανίας ἐκεῖνος ἠσθάνθη ὅτι θὰ πάψη νὰ κόβη ἀντίδωρο στὸ Ἱερὸ καὶ θὰ ἀκολουθήση αὐτὸν τὸν Ἐπίσκοπο, ὅπου γῆς. Δὲν εὐτύχησα νὰ μείνω γιὰ πολὺ μαζί του. Μόνο δυὸ καλοκαίρια στὴν Μονὴ Προυσσοῦ. Γρήγορα ἀντήλλαξε ἀντὶ τῶν προσκαίρων τὰ αἰώνια. Ὅμως αὐτὰ τὰ δύο καλοκαίρια, ἀδελφοί μου, αὐτὲς οἱ λίγες μέρες ἀναστροφῆς, ἔμαθα τόσα ὅσα δὲν ἔμαθα γιὰ 50 ὁλόκληρα χρόνια ἀργότερα.
Ἔμαθα ὅτι Ἐπίσκοπος μπορεῖ νὰ κάθεται ὄχι σὲ πολυθρόνες, ἀλλὰ σὲ σαμάρια μουλαριῶν καὶ νὰ συζητῇ μὲ ἕναν νεανίσκο, ποὺ ροφοῦσε κυριολεκτικῶς τὰ ὅσα ψυχωφελῆ ἄκουγε. Γυαλίζοντας ὁ νέος αὐτὸς μὲ τὸ ζόρι τὰ παπούτσια τοῦ Ἐπισκόπου, ἔβλεπα ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουν πάει στὸν τσαγκάρη τοὐλάχιστον τρεῖς φορές. Ἔμαθα ὅτι Ἐπίσκοπος χωρὶς διάσημα, μπαστοῦνες καὶ ἐγκόλπια, μπορεῖ νὰ ξαπλώνη γιὰ ἕνα μεσημεριανὸ ὑπνάκο, κάπου στὸ ἄγνωστο πάνω σὲ φρεσκοκομμένες βάτσες κλάδων μὲ μόνο ἐπικάλυμμα ἕνα τσόλι. Ἔμαθα ὅτι Ἐπίσκοπος μπορεῖ νὰ εἶναι φιλακόλουθος ἐραστὴς τῆς τάξεως καὶ μουσικολογιώτατος.
Κατερχόμενος τρεῖς μετὰ τὰ μεσάνυχτα γιὰ νὰ σημάνω τὸ σήμαντρο, τὸν ἔβρισκα νὰ περιμένη στὸν ἐξωνάρθηκα, ἕτοιμο νὰ διαβάση Μεσονυκτικό, Ἑξάψαλμο, Ψαλτήρι. Ἀκόμα ἠχοῦν ἔναυλα στὰς ἀκοάς μου τα ψαλσίματά του, ἰδίως στὸ Μεγάλο Παρακλητικὸ Κανόνα καὶ τοὺς Χαιρετισμοὺς στὸ τέλος στὸν Ἑσπερινό. Ποτὲ δὲ θὰ ξεχάσω πὼς ἔψαλλε στὸ Μεγάλο Παρακλητικὸ Κανόνα: «Ἐν ταῖς ζάλαις ἐφεῦρον σὲ λιμένα..» Προσπαθῶ πάντοτε νὰ τὸν μιμηθῶ καὶ δὲν τὸ καταφέρνω ποτέ. Καὶ πάντοτε, ὅταν τὸ ψάλλω τὸν Κανόνα αὐτό, παρουσιάζεται ἡ μορφὴ τοῦ ἐνώπιόν μου. Ἔμαθα τί ἐστὶ εὐγένεια χαρακτῆρος. Πολλὲς φορὲς βγῆκε κρατῶντας μιὰ λάμπα πετρελαίου γιὰ νὰ πάη ἀπέναντι στὸ μέρος καὶ περνοῦσε ἀναγκαστικὰ δίπλα μου περπατῶντας ἀκροποδητί, στὰ νύχια, νὰ μὴν ξυπνήση ποιόν; ἕνα νεαρὸ παιδί. Τὸν ἔβλεπα, αὐτὸς νόμιζε ὅτι κοιμόμουν, ἀλλὰ ἐγὼ παρίστανα ὅτι κοιμόμουνα. Ἔμαθα ὅτι Ἐπίσκοπος μποροῦσε νὰ ζῆ μὲ βραστὰ κολοκυθάκια, καθ’ ἢν στιγμὴν ἄλλοι κατήσθιον ἀμνοερίφια ἀπὸ φυλακῆς πρωΐας μέχρι νυκτός.
Ἦτο δὲ ὁ μακαριστὸς τῆς πίστεως (defensor), ὑπερασπιστής. Αὐτὰ ποὺ θὰ σᾶς πὼς μοῦ τὰ εἶχε πῇ ὁ ἴδιος, δὲν τὰ ἄκουσα ἀπὸ ἄλλους. Μοῦ ἐδιηγεῖτο καθήμενος, εἶπα, σὲ σαμάρι μουλαριοῦ, ἀπέναντι ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πάντας, περὶ τῆς ἀποπείρας τῶν Μασόνων, νὰ τὸν κάνουν μασόνο, ὅταν ἦταν Πρωτοσύγκελος. Τὸν ἐπισκέφθηκαν ἕνα βράδυ ἀπὸ τὴ Στοὰ στὴν ὁδὸ Σέκερη καὶ 3ης Σεπτεμβρίου. (Καὶ νὰ ξέρετε ὅτι ἡ Ἑλλὰς δὲν διοικεῖται ἀπὸ τὸ Μαξίμου, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ Σέκερη καὶ 3ης Σεπτεμβρίου). Καὶ τοῦ εἶπαν ὅλη νύχτα νὰ τὸν πείσουν νὰ μπὴ στὴ Στοὰ γιὰ νὰ δὴ φῶς. Γιὰ νὰ φωτισθῇ. Καὶ μοῦ εἶπε ὁ ἴδιος. «Καὶ ὅταν τελείωσαν τὸ πρωΐ, ἀφοῦ εἶπαν εἶπαν ὅλη νύχτα καὶ ξημέρωσε Λέω: Ἔχετε τίποτε ἄλλο νὰ πῆτε; Λένε ὄχι. Θὰ ρθῆτε νὰ γίνετε μασόνος; Θὰ ἀποκτήσετε αὐτό, ἐκεῖνο, τὸ ἄλλο, νὰ μοῦ τάζουν λαγοὺς μὲ κουδούνια». Καὶ ἀπήντησε ὁ Χριστοφόρος. «Εὐχαριστῶ γιὰ τὰ φῶτα μὲ τὰ ὁποῖα λέτε ὅτι θὰ φωτισθῶ. Ἐμένα μοῦ ἀρκεῖ ἕνα φῶς, τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ! Χαίρετε, κύριοι».
Ἦταν ἄνθρωπος προσευχῆς. Μοῦ ἔλεγε ὅτι διὰ τῆς προσευχῆς γίνονται θαύματα. Ὅταν ἦταν Πρωτοσύγκελος, (ὅσοι περνᾶτε τὴν ὁδὸ Ἁγίας Φιλοθέης βλέπετε ἕνα μάρμαρο, δίπλα ἀπὸ τὸ Ναὸ τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέου, ποὺ γράφει «ἀρχαία κρύπτη». Ἐκεῖ ὡς μέλος τῆς Ἐθνικῆς Ἀντιστάσεως εἶχε κρύψει ὁπλισμό. Ἀλλὰ ὁ ὁπλισμὸς ἐπροδόθη. Καὶ πῆγαν οἱ Γερμανοὶ καὶ τοῦ εἶπαν: «Ἄνοιξε αὐτὴ τὴν τρῦπα κάτω, τὴν κρύπτη». «Τὴν ἄνοιξα, λέει, καὶ ἔκανα ἐκτενῆ προσευχή: «Θεέ μου, ἐὰν ἀνακαλύψουν τὸν ὁπλισμό, τότε πάει χαμένη ὅλη ἡ ἀντίσταση». Καὶ πράγματι εἰσηκούσθη ἡ προσευχή του. Ψάξανε ψάξανε, ψάξανε, ἂν θέλετε τὸ πιστεύετε, καὶ τὸν ὁπλισμὸ δὲν τὸν βρῆκαν. Καὶ αὐτὸ ὀφείλετο στὴν προσευχὴ τοῦ Ἐπισκόπου.
Ἦταν ἀνὴρ ὁ ὁποῖος ἀγαποῦσε τὴν πατρίδα καὶ πρόθυμος νὰ θυσιαστῇ γι’ αὐτήν. Γι’ αὐτὸ τιμῶντας τὴν Ἱερωσύνη, μᾶς ἔλεγε τακτικὰ ὅτι: «Εὐχαριστῶ τὸ Θεό, διότι στὴ Μικρὰ Ἀσία ὅπου πολέμησα δὲν σκότωσα ἄνθρωπο». Διότι, ἂν σκότωνα, δὲν θὰ μποροῦσα νὰ γίνω κληρικός, ὡς ἀνὴρ αἱμάτων. Καὶ κάποτε τὸν ρώτησα τὸ ἑξῆς: «Πὼς γίναν τὰ συσσίτια τῆς ΕΟΧΑ στὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς ποὺ σώθηκε τόσος κόσμος ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὸν θάνατο;». Ἦταν ὁ Δαμασκηνὸς Ἀρχιεπίσκοπος καὶ αὐτὸς Πρωτοσύγκελος. Καὶ μοῦ εἶπε κάτι τὸ συνταρακτικό. «Εἴχαμε κάνει λέει ,Στέλιο, (Στέλιο μὲ λέγανε τότε) μιὰ ἀπάτη. Λέω τί ἀπάτη. Εἴχαμε συνεννοηθῇ μὲ πατριῶτες στὸ Νομισματοκοπεῖο καὶ βγάζανε διπλοῦς ἀριθμοὺς χαρτονομισμάτων. Αὐτὸ σήμαινε ἐκτέλεση. Κι ἔτσι μὲ τὰ διπλᾶ χρήματα, ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἔβγαιναν πρὸς τὰ ἔξω καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη καὶ κατορθώναμε νὰ κάνουμε τὰ συσσίτια, ὥστε νὰ διατηρηθῇ στὴ ζωὴ ὁ λαὸς τῶν Ἀθηνῶν, ὁ ὁποῖος τότε λιμοκτονοῦσε.
Ἦταν δὲ καὶ τύπος κλειστός. Ἀγαποῦσε καθ’ ὑπερβολήν, ποιόν λέτε; Τὸν Αὐγουστῖνο τον Καντιώτη. Καὶ ἂν ἔγινε κληρικὸς δὲν ἔγινε ἀπὸ τὴν πειθὼ τοῦ Δαμασκηνοῦ. Ἔγινε ἀπὸ τὴν πειθὼ τοῦ Αὐγουστίνου, ὁ ὁποῖος πῆγε καὶ τὸν βρῆκε στὸ Ἀγρίνιο καὶ τοῦ λέει:
- -Γιῶργο, σοῦ βρῆκα νύφη.
- -Τί νύφη; ποιός σοῦ εἶπε ὅτι θέλω νὰ παντρευτῶ.
- -Νύφη μὲ προῖκα, ὡραιοτάτη...
- -Αὐγουστῖνε γιατί μοῦ κάνεις ἔτσι; Ἐγὼ δὲ ζήτησα νύφη.
- -Ἔ, αὐτὴ τὴ νύφη θὰ τὴν πάρης.
- -Ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ νύφη;
- -Ἡ Ἐκκλησία, Γεώργιε.
Καὶ αὐτὸς τὸν ἔπεισε νὰ πάη νὰ γίνη κληρικός. Ὄχι διότι δὲν ἐκτιμοῦσε τὸν κλῆρο, ἀλλὰ τιμοῦσε πάρα πολὺ τὴν Ἱερωσύνη καὶ φοβόταν. Αὐτὸ ὅμως τοῦ τὸ ξεπλήρωσε. Διότι ὡς Πρωτοσύγκελος ἐστάλη ἀπὸ τὸν Δαμασκηνὸ στὴν Κομαντατούρα. Μπαίνοντας γιὰ νὰ δὴ τὸν στρατιωτικὸ Διοικητὴ γιὰ μιὰ ὑπόθεση τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς ἄκουγε μιὰ λέξη. «Καντιώτης», «Καντιώτης» στὰ γερμανικά. Τότε ὁ Καντιώτης ὁ Αὐγουστῖνος ἦταν ἱεροκήρυκας στὴν Κοζάνη. Ρωτάει, λοιπόν, ἕναν ἀπὸ τοὺς μεταφραστάς: «-Τί λέτε γιὰ αὐτόν τον Καντιώτη; Ἐγὼ τὸν ξέρω». Λέει, τὸν ἔχουν γιὰ ἐκτέλεση. Λέει Γιατί;. Διότι τὸν θεωροῦν ἐκεῖ στὴν Κοζάνη ὅτι εἶναι ἐναντίον τοῦ στρατοῦ Κατοχῆς. Καὶ τότε αὐτὸς ἐγγυήθηκε στὸ Στρατηγὸ ὅτι ὁ Αὐγουστῖνος εἶναι ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀσχολεῖται μόνο μὲ θρησκευτικὲς ὑποθέσεις, μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἀντιστρατεύεται τὸ στρατὸ Κατοχῆς. Κι ἔτσι γλίτωσε ὁ Αὐγουστῖνος καὶ εἶναι μέχρι σήμερα. (Ἡ εὐχή του μαζί μας!
Ἔζησε σὲ μιὰ ἐποχὴ δύσκολη, ἀκροτήτων, μέσα στὴ φωτιά. Ἡ Μητρόπολίς του εἶχε περιοριστῇ στὴ Ναύπακτο καὶ τὸ Καρπενήσι. Ἀκόμα καὶ ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας Προυσσιωτίσσης ποὺ τόσο εὐλαβεῖτο, εὑρίσκετο στὴν προσφυγιά, στὴν Ποταμούλα. Ἦτο ἀνὴρ μετριοπαθής. Ἂλλ εἰς ἐποχὴν ἐντόνου διχασμοῦ ὁ μετριοπαθὴς ἐθεωρεῖτο ἡ ἀριστερὸς ἡ συνοδοιπόρος. Καὶ δὲν ἀπέφυγε τὴν κατηγορία αὐτή. Πὼς ἦταν δυνατὸν νὰ καταλάβουν οἱ τότε κρατοῦντες ἐκκλησιαστικῶς καὶ θρησκευτικῶς τὸ πνεῦμα αὐτὸ τοῦ ἀκάκου Ἐπισκόπου; Καθ’ ἢν ἐποχὴν αἱ ἐκτελέσεις ἦταν ἡ εἴδησις στὰ ψιλὰ τῶν ἐφημερίδων, πὼς ἦταν δυνατὸν νὰ ἀκουστοῦν αἱ ἀπόψεις τοῦ Ἐπισκόπου αὐτοῦ περὶ καταργήσεως τῆς θανατικῆς ποινῆς; Κι ὅμως ἔβαλε κάτι ποὺ πολὺ ἀργότερα ἔγινε νόμος τοῦ Κράτους. Τότε ὅμως;
Ὁ λόγος του δὲ ἦτο ἅλατι ἠρτυμένος. Δὲν ἦταν ξερός, ὄχι. Μιὰ φορὰ στὴ Μονή του Προυσσοῦ ἦταν καθισμένος στὴν καρέκλα στὸ Ἱερὸ μέσα καὶ μπαίνει ὁ ἀείμνηστος π. Ἀρσένιος Κομπούγιας. Ἄρχισε νὰ τὸν κουβεντιάζη καὶ νὰ θεολογὴ ὁ π. Ἀρσένιος (Ἡ εὐχή του μαζί μας, ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἀναπαύση) καὶ λέει: «Σεβασμιώτατε, ἐμεῖς οἱ μοναχοὶ ἀναπληροῦμε τὸ ἐκπεσὸν τάγμα τοῦ Ἑωσφόρου». Καὶ λέει ὁ Χριστοφόρος χαριεντιζόμενος: «Τὸ ὁποῖον, Ἀρσένιε, διὰ τῶν ἁμαρτιῶν μας προσπαθοῦμε νὰ τὸ κάνουμε Σύνταγμα!»
Αὐτὰ τὰ ὀλίγα ἀρκοῦνε. Ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα. Πολὺ ἀργότερα, ἀδελφοί μου, πρὶν ἀπὸ 2-3 χρόνια, ἐκεῖ στὴ Σινασὸ τῆς Καππαδοκίας κάποιος Ἀρχιερεὺς ἔλεγε σὲ κάποιον ἄλλον Ἀρχιερέα, ἐγὼ ἔγινα αὐτήκοος χωρὶς νὰ τὸ θέλω, τὸ ἑξῆς: «Ὁ Δοσίθεος ἦρθε ἀπὸ ἄλλον πλανήτη». Δοξάζω τὸν Θεό, ἀδελφοί μου, γιατί εἶμαι ἀπὸ ἄλλον πλανήτη. Ἂλλ’ ὁ πλανήτης αὐτὸς δὲν εἶναι ἀνώνυμος, εἶναι ἐπώνυμος. Καὶ τὸ ὄνομα τοῦ πλανήτου: «Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας κυρὸς Χριστοφόρος».
Καλὴ ἀντάμωση, Χριστόφορε!
- Προβολές: 2937