Ἐπίκαιροι Σχολιασμοὶ: Δεῖξον μοὶ τὸν ἄνθρωπόν σου...
Πρωτοπρεσβύτερου π. Θωμᾶ Βαμβίνη
Σὲ προηγούμενα σημειώματά μας ἀσχοληθήκαμε μὲ τὸ «ξύπνημα τῶν ἀθέων» καὶ τὴν ἀθεϊστικὴ «ἱεραποστολικὴ» δράση ὁρισμένων δημοσιογράφων. Ὅμως ἡ μαχητικὴ ἀθεΐα δὲν εἶναι ὁ μέγιστος κίνδυνος γιὰ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἂν καὶ ὅπως δείχνουν τὰ πράγματα θὰ περάσουμε –ἐξ αἰτίας της–μιά περίοδο στὴν ὁποῖα θὰ δημιουργηθοῦν κλυδωνισμοὶ σὲ ἀρκετὲς συνειδήσεις σκεπτομένων Χριστιανῶν, νέων κυρίως, ἀλλὰ καὶ μεγάλων, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν προχωρήσει ἀπὸ τὴν σκέψη στὴν ἐμπειρικὴ ἐπιβεβαίωση τοῦ ἀποστολικοῦ καὶ πατερικοῦ κηρύγματος. Ἀπὸ τὶς πολύφθογγες ἐπιστημονικοφανεῖς ρητορίες τῶν ἀθέων θὰ περάσουν ἐπίσης ἀπὸ πειρασμὸ καὶ ὅσοι ζοὺν τὴν πίστη τους ὡς αὐτονόητη οἰκογενειακὴ παράδοση ἢ ὡς ἕνα πολιτιστικὸ στοιχεῖο ἄρρηκτα δεμένο μὲ τὴν ἐθνική μας ἱστορία, χωρὶς ὅμως νὰ τὴν ἔχουν ἀφομοιώσει, χωρὶς νὰ τὴν ἔχουν μετατρέψει σὲ φρόνημα καὶ καθημερινὴ πράξη, μέσα στὸ πλαίσιο τῶν συνθηκῶν τῆς σύγχρονης ζωῆς.
Παρὰ ταῦτα ἡ μαχητικὴ ἀθεΐα, ὅπως ἤδη σημειώσαμε, δὲν ἀποτελεῖ ἀπὸ μόνη τῆς τὸν μέγιστο κίνδυνο γιὰ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ νὰ γίνη ἐπικίνδυνη χρειάζεται νὰ ἔχη θεολογικοὺς συμμάχους, προερχόμενους μάλιστα μέσα ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀναφορὰ σ’ αὐτοὺς τοὺς ἐνδοεκκλησιαστικοὺς συμμάχους τῆς ἀθεΐας θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἕνα ἔργο σημαντικότερο ἀπὸ τὴν εὔκολη καὶ ἀνέξοδη λογικὴ κατατρόπωση τῶν ἀθεϊστικῶν φληναφημάτων. Γι’ αὐτὸ στὴν συνέχεια θὰ προσπαθήσουμε νὰ περιγράψουμε ἕναν τέτοιο «ἐξ ἡμῶν αὐτῶν» προερχόμενο σύμμαχο τῆς ἀθεΐας.
Πιστεύουμε ὅτι ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος γιὰ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ καλλιεργούμενη ἀπὸ πολλοὺς ἐπιφανειακὴ θρησκευτικότητα, ἡ ὁποία δὲν ἐπιδρᾶ στὸ βάθος τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὴ ἡ ἐπιφανειακὴ θρησκευτικότητα ἔχει πολλοὺς καὶ ἀνόμοιους, ὡς πρὸς τὶς θεολογικές τους προϋποθέσεις, «ἐργάτες» μέσα στὸν Ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου. Παλαιότερα ἦταν ἔντονη μιὰ θεολογικὰ ἀφυδατωμένη ἠθικολογία, ποῦ ὑποβίβαζε τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας σὲ κανόνες ἐξωτερικῆς συμπεριφορᾶς, σὲ ποιμαντικὲς δράσεις ποῦ ἀγνοοῦσαν τὴν ἐπιστήμη τῶν λογισμῶν, τὸ φιλοκαλικὸ ἦθος καὶ γενικὰ τὸν ἡσυχαστικὸ πυρῆνα τῆς πατερικῆς παραδόσεως. Ἔτσι ἔμενε ἀθεράπευτο τὸ βάθος τοῦ ἀνθρώπου, ἡ «πνευματική του καρδιά», ὁ «ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς» του, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν βίωση μιᾶς «ὑπαρξιακῆς ἀθεΐας», ἀφοῦ ἄθεος μέσα στὴν ἐκκλησιαστική μας παράδοση δὲν εἶναι μόνον αὐτὸς ποῦ διακηρύττει τὴν ἀθεΐα τοῦ καὶ πολεμᾶ μὲ λόγια τὴν πίστη στὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ποῦ δὲν μετέχει κατὰ διαφόρους βαθμοὺς στὴν καθαρτική, φωτιστικὴ καὶ θεοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ γι’ αὐτὸ δὲν «βεβαιώνεται χάριτι τὴ καρδία» γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως.
Στὶς μέρες μας πιστεύουμε ὅτι ἡ ἐπιφανειακὴ θρησκευτικότητα καλλιεργεῖται ἀπὸ μιὰ ἀσπόνδυλη ἀσκητικὰ ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία ἐνῷ πολὺ σωστὰ θεμελιώνεται στὴν Θεία Εὐχαριστία, στὴν ὁποῖα τονίζεται ὁ σημαντικότατος ρόλος τοῦ προεστῶτος Ἐπισκόπου, ἐν τούτοις ἀποσυνδέται ἀπὸ τὴν ἱεραρχικὴ διάρθρωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος μὲ βάση τοὺς βαθμοὺς τελειώσεως (κάθαρση, φωτισμός, τελείωση). Σὲ μιὰ κατεύθυνση αὐτῆς τῆς ἐκκλησιολογίας ἡ Θεία Εὐχαριστία ἀπογυμνωμένη ἀπὸ τὶς ἀσκητικὲς προϋποθέσεις της χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ στηρίξη τὴν νομική ―κοσμικῆς ὑφῆς― ἱεράρχηση τῶν διαφόρων διοικητικῶν ἁρμοδιοτήτων. Γίνεται λόγος γιὰ Θεία Εὐχαριστία καὶ ἐκκλησιαστικότητα χωρὶς ἀναφορὰ στὴν θεραπεία τῆς ψυχῆς, τὸν ἁγιασμὸ καὶ φωτισμὸ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ποῦ εἶναι ἡ κύρια λειτουργία τῶν βαθμῶν τῆς ἱερωσύνης, τὸ κύριο ἔργο διακόνων, πρεσβυτέρων καὶ ἐπισκόπων. Ἔτσι ἡ λειτουργικὴ ζωὴ ἐξαντλεῖται στὴν τελετουργία, ἡ Θεία Λειτουργία ἀποδεσμεύεται ἀπὸ τὶς ἀσκητικὲς προϋποθέσεις της καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ ὑποβιβάζεται σὲ μιὰ ἀνεξέλικτη ἐπιφανειακὴ θρησκευτικότητα.
Αὐτὴ ἡ θρησκευτικότητα μαζὶ μὲ τὴν ἐκκλησιολογία της βρίσκεται πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικό-εὐαγγελικὸ τρόπο ζωῆς καὶ προσιδιάζει περισσότερο σὲ μαγικὲς νοοτροπίες, οἱ ὁποῖες εἶναι εὔκολος ἀντίπαλος γιὰ τοὺς ἀγνωστικιστὲς καὶ τοὺς ἀθέους. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε βλέπουμε (αὐτοὺς τοὺς τελευταίους) μὲ μεγάλη εὐκολία νὰ βάζουν τὸν Χριστιανισμὸ στὴν ἴδια κατηγορία μὲ τὸν σαμανισμὸ καὶ τὸν Μουσουλμανισμό, χωρὶς μάλιστα νὰ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν ἀβυσσαλέα διαφορὰ τῶν θεολογικῶν διδασκαλιῶν τῶν διαφόρων θρησκειῶν, οὔτε πολὺ περισσότερο γιὰ τὴν διάκριση Ὀρθοδοξίας καὶ αἵρεσης ἢ γιὰ τὴν μελέτη τῶν διαφορῶν τῶν ἐπί μέρους χριστιανικῶν ὁμολογιῶν.
Ὁ ἀπολογητὴς Θεόφιλος, ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, ποῦ ἔδρασε στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 2ου μ.Χ. αἰῶνος, θὰ μᾶς βοηθήση στὸ σημεῖο αὐτὸ μὲ τὴν ἐπισήμανση τοῦ κύριου ἔργου τῆς Ἐκκλησίας. Θὰ δοῦμε ὁρισμένες καίριες διαχρονικὲς θέσεις του τὶς ὁποῖες διατυπώνει σὲ μιὰ πραγματεία του τὴν ὁποῖα ἀπευθύνει σ’ ἕναν φίλο του εἰδωλάτρη ὀνόματι Αὐτόλυκο. Ὁ Αὐτόλυκος ἐξεπλάγη ὅταν ἔμαθε ὅτι ὁ Θεόφιλος μετεστράφη ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία στὴν Χριστιανικὴ πίστη. Δέσμιος μάλιστα στὶς φιλοσοφικὲς καὶ θρησκευτικὲς ἀπόψεις τῆς εἰδωλολατρικῆς παραδόσεώς τοῦ, θεωροῦσε ὅτι ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν, τοῦ ὁποίου τὸ «εἶδος» εἶναι «ἄρρητον καὶ ἀνέκφραστον... μὴ δυνάμενον ὀφθαλμοῖς σαρκίνοις ὀραθῆναι», εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἐμπειρία. Γι’ αὐτὸ ἔλεγε στὸν Θεόφιλο: «Δεῖξον μοὶ τὸν Θεόν σου». Κι ὁ Θεόφιλος, ἀποκαλύπτοντας τὸ πραγματικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ἀπαντοῦσε. «Δεῖξον μοὶ τὸν ἄνθρωπόν σου καγὼ σοὶ δείξω τὸν Θεόν μου». Δεῖξε μου, δηλαδή, ἂν εἶσαι ἄνθρωπος μὲ καθαρὴ ἐσωτερικὴ αἴσθηση, μὲ καθαρὴ καρδιά, ἱκανὴ νὰ βλέπη τὸν Θεὸ «δεῖξον βλέποντας τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς σου καὶ τὰ ὦτα τῆς καρδίας σου ἀκούοντα». Ἀλλιῶς ὅ,τι θεολογικὸ καὶ νὰ σοῦ πὼ δὲν θὰ τὸ καταλάβης.
Ὁ σπόρος τῆς πίστεως γιὰ νὰ φέρη «καρπὸν ἑκατονταπλασίονα», σύμφωνα μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ σπορέως, πρέπει νὰ πέση σὲ «γῆν ἀγαθήν», σὲ καλλιεργημένη καθαρὴ καρδιά. Δὲν εἶναι ὅλοι ἱκανοὶ νὰ ἀκούσουν «λόγον Κυρίου». Δὲν ἔχουν ὅλοι τὴν δυνατότητα τῶν Ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι, σύμφωνα μὲ τὸν 102ο ψαλμό, εἶναι «δυνατοὶ ἰσχύϊ» στὸ νὰ τηροῦν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, «τοῦ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς τῶν λόγων Αὐτοῦ». Ὁ Θεόφιλος παρομοιάζει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ καθρέπτη «Ὦσπερ ἔσοπτρον ἐστιλβωμένον, οὕτως δεὶ τὸν ἄνθρωπον ἔχειν καθαρὰν ψυχήν». Κι ὅπως ὁ μεταλλικὸς καθρέπτης ἂν σκουριάση δὲν δείχνει τὸ πρόσωπο τοῦ ἄνθρώπού, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἂν μπὴ σ’ αὐτὴν ἡ ἁμαρτία «οὐ δύναται ὁ τοιοῦτος ἄνθρωπος θεωρεῖν τὸν Θεόν».
Ὁπότε τὸ κριτήριο γιὰ μιὰ πίστη εἶναι ὁ «ἄνθρωπός» της. Οἱ διάλογοι μὲ λογικὰ ἐπιχειρήματα εἶναι συνήθως ἐκκλησιαστικὰ ἀτελέσφοροι, γιατί δὲν βεβαιώνουν τὴν καρδιά, δὲν πείθουν «τὸν κρυπτὸν τῆς καρδίας ἄνθρωπον». Ἀντί, λοιπόν, γιὰ παιγνιώδη ἐπιχειρήματα ἀποτελεσματικότερη σ’ ἕναν διάλογο γιὰ τὴν πίστη εἶναι ἡ ἀπαίτηση: «δεῖξον μοὶ τὸν ἄνθρωπόν σου», γιὰ νὰ διαπιστωθῇ ἂν ἔχη «βλέποντας τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς [του] καὶ τὰ ὦτα τῆς καρδίας [του] ἀκούοντα». Μὲ λίγα λόγια ἡ πίστη ποῦ μπορεῖ νὰ ἐνεργοποιήση τὶς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς καὶ νὰ καταστήση τὸν ἄνθρωπο θεόπτη, εἶναι ἡ ἀληθινὴ πίστη. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ ἡ Ἐκκλησία ποῦ δὲν «παράγει» θεόπτες δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθινὴ ― Ὀρθόδοξη― Ἐκκλησία. Σύμφωνα μὲ τὸν Θεόφιλο Ἀντιοχείας, ἀλλὰ καὶ σύνολη τὴν ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση, ὁ πρωταρχικὸς ρόλος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποιμαντικῆς εἶναι ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ σωματικὰ καὶ ψυχικὰ πάθη ποῦ δὲν ἀφήνουν τὸν Θεὸ νὰ ἐμφανισθῇ στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου «τοὶς γὰρ ταῦτα πράσσουσιν ὁ Θεὸς οὐκ ἐμφανίζεται, ἐὰν μὴ πρῶτον ἑαυτοὺς καθαρίσωσιν ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ».
Τὸ ἰσχυρότερο ὅπλο ἐναντίον τῶν πολεμίων τῆς Χριστιανικῆς πίστης, ἀθέων καὶ ἀλλοπίστων, εἶναι ὁ «ἄνθρωπός» της. Τὸ ὑγιὲς ψυχικὰ καὶ πνευματικὰ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ποῦ μὲ τὴν ἄσκηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν χάρη τῶν μυστηρίων ἀπόκτησε καρδιὰ ἁπλή, νοῦ ταπεινὸ καὶ ἀπόνηρο, ὀξύτατο σὲ πνευματικὰ θεωρήματα, ἱκανὸ νὰ δέχεται τὶς ἐπισκέψεις τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὰ παραπάνω ὅτι ὅλες οἱ «θεολογίες», ρωσικῆς ἢ νεοελληνικῆς προελεύσεως, ποῦ ἀναφέρονται στὴν ἱεραρχικὴ δομὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης, στὴν ὑπακοὴ στὰ θεσμικὰ ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας, στὴν ὀργάνωση τῶν Ἐνοριῶν, στὴν καλλιέργεια τῆς λειτουργικῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀνάπτυξη τῆς «εὐχαριστιακῆς συνειδήσεως», στὸν ἐξοβελισμὸ τῆς ἀτομικῆς εὐσέβειας καὶ τὴν βίωση τοῦ κοινοτικοῦ πνεύματος, ἂν δὲν συνδέονται μὲ τὴν πνευματικὴ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἴαση τοῦ ὀφθαλμοῦ τῆς ψυχῆς του, ὁδηγοῦν σὲ μιὰ ἐπιφανειακή, δεισιδαιμονικὴ θρησκευτικότητα, ποῦ εἶναι εὔκολος ἀντίπαλος τῶν πολυμήχανων ἀθέων.
- Προβολές: 2847