Κύριο ἄρθρο: Ἱεροὶ Κανόνες καὶ Νόμοι τῆς Πολιτείας
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
(Δημοσιεύθηκε στὸ Βῆμα τῆς Κυριακῆς 24-5-2009)
Ἡ ὑπόθεση τοῦ πρώην Μητροπολίτου Ἀττικῆς Παντελεήμονος ἀπετέλεσε μιὰ κρίση γιὰ τὴν Ἐκκλησία, τοὐλάχιστον ἐδῶ καὶ μιὰ ἑπταετία. Γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ἐξεδόθησαν τρεὶς ἀποφάσεις ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, ἤτοι ἡ ἔκπτωση ἀπὸ τῆς θέσεως τοῦ Μητροπολίτου Ἀττικῆς (Αὔγουστος 2005), ἡ ἀναστολὴ κάθε περαιτέρω δίωξης (Μάρτιος 2009) καὶ ἡ διαπιστωτικὴ πράξη καθαίρεσης, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀμετάκλητη ἀπόφαση τοῦ Ἀρείου Πάγου (Μάϊος 2009).
Ἡ τελευταία ἀπόφαση δημιούργησε σοβαρὴ συζήτηση, ἐπειδὴ προκλήθηκε καθαίρεση ἀπὸ τὸ ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα κατὰ τὶς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 160 τοῦ νόμου 5383/1932 ἀπὸ τὸ Πρωτοβάθμιο γιὰ Ἀρχιερεῖς Δικαστήριο «ἄνευ ἑτέρας τινος διαδικασίας», ὁπότε ἐτέθη θέμα κατὰ πόσον ἡ Ἐκκλησία θὰ πρέπει νὰ κυβερνᾶται σύμφωνα μὲ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες ἢ τοὺς νόμους τῆς Πολιτείας.
Θεωρῶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ ρυθμίζη τὰ τοῦ οἴκου της σύμφωνα μὲ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες καὶ πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ πρέπει νὰ προσδιορισθοῦν οἱ περαιτέρω ἐνέργειές της. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι θὰ πρέπει νὰ κρίνη τοὺς Κληρικούς της βάσει τῶν ἱερῶν Κανόνων τῶν Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ τήρηση, ὅμως, τῶν ἱερῶν Κανόνων δὲν εἶναι μιὰ ἁπλὴ ὑπόθεση καὶ ἕνας «συνθηματικὸς» λόγος.
Στὴν συνέχεια θὰ τεθοῦν μερικὰ ἀπὸ τὰ πολλὰ ἐνδιαφέροντα σημεῖα πρὸς περαιτέρω διερεύνηση.
1. Οἱ ἱεροὶ Κανόνες δὲν εἶναι νομικὰ κείμενα, παρὰ τὴν νομοτεχνική τους διατύπωση, ἀλλὰ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα ποῦ συνδέονται στενὰ μὲ τὰ δόγματα-ὅρους καὶ ἀποβλέπουν στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἔκφραση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος. Μόνον ὅταν συνδέσουμε τοὺς Κανόνες μὲ τὸν σκοπὸ τῶν δογμάτων μποροῦμε νὰ τοὺς ἑρμηνεύσουμε σωστά, διαφορετικὰ τοὺς παρερμηνεύουμε.
2. Ἡ ἐπίκληση τῶν ἱερῶν Κανόνων δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἐπιλεκτικὴ καὶ ἀποσπασματική. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ παραβαίνονται οἱ ἱεροὶ Κανόνες, ὅταν προσκρούουν σὲ προσωπικὰ πάθη καὶ σὲ προσωπικὲς ἐπιλογές, καὶ νὰ τοὺς ἐπικαλούμαστε, ὅταν θέλουμε νὰ ἐλέγξουμε αὐτοὺς ποῦ εἶναι ἀντίθετοι στὶς ἀπόψεις μας. Ἡ ὅλη ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ πρέπει νὰ ρυθμίζεται βάσει τοῦ γράμματος καὶ ἰδιαιτέρως τοῦ «πνεύματος» τῶν ἱερῶν Κανόνων. Ἐπὶ πλέον ἡ δικαστικὴ κρίση γιὰ Ἀρχιερεῖς δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ἐκλογῆς τους. Λέγεται αὐτὸ γιατί πολλὲς φορὲς ἐνεργοῦμε κατὰ κοσμικὸ τρόπο στὶς ἐκλογὲς τῶν Ἀρχιερέων καὶ στὴν συνέχεια ἢ ἀμνηστεύουμε ἀντικανονικὲς ἐνέργειές τους ἢ κοπτόμαστε γιὰ τὴν τήρηση τῶν κανόνων, γιὰ νὰ καλύψουμε διάφορες ἀντιεκκλησιαστικὲς πράξεις.
3. Οἱ ἱεροὶ Κανόνες διακρίνονται ἀπὸ σεβασμὸ στὸ χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης, ὅπως φαίνεται καὶ στὶς εὐχὲς τῆς χειροτονίας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πνεῦμα φιλανθρωπίας στοὺς ἁμαρτάνοντες, ὅταν οἱ πράξεις τους δὲν εἶναι καθαιρετικὲς τῆς Ἱερωσύνης. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ λεγόμενη φιλανθρωπία δὲν μπορεῖ νὰ λειτουργῇ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἀξία τοῦ χαρίσματος τῆς Ἱερωσύνης. Ἡ προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «μὴ ἀμέλει τοῦ ἐν σοὶ χαρίσματος, ὃ ἐδόθη σοὶ διὰ προφητείας μετὰ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου» (Α' Τίμ. δ', 14) εἶναι χαρακτηριστική. Γιὰ νὰ μπορέση, ὅμως, κανεὶς νὰ ἰσορροπήση τὰ πράγματα, μεταξὺ χαρίσματος τῆς Ἱερωσύνης καὶ φιλανθρωπίας, καὶ νὰ ἀντιληφθῇ τὸ «πνεῦμα» τῶν ἱερῶν Κανόνων, πρέπει ὁ ἴδιος νὰ ἔχη τὸ χάρισμα τῶν Πατέρων ποῦ τοὺς θέσπισαν, νὰ εἶναι καὶ ὡς πρὸς τὸν τρόπο «μέτοχος» τῶν Ἀποστόλων καὶ ὄχι μόνον «διάδοχος τῶν θρόνων» τους. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἐκκλησιολογία καὶ ἡ ἔλλειψή της ἀποτελεῖ τὸ μεγαλύτερο θεολογικὸ πρόβλημα στὴν σύγχρονη Ἐκκλησία.
4. Βέβαια, πρέπει ἐνεργοῦμε κατὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες. Ἀλλὰ ὅταν ἀρνούμαστε ἢ ἀδιαφοροῦμε νὰ κρίνουμε ἐμεῖς βάσει τῶν ἱερῶν Κανόνων στὸν κατάλληλο καιρό, καὶ κατὰ συνέπεια δημιουργοῦνται πολλὰ «ἐκκλησιαστικὰ καρκινώματα», δὲν μποροῦμε νὰ διαμαρτυρόμαστε ὅταν ἐπεμβαίνη ἡ Πολιτεία γιὰ νὰ διασφαλίση ἀκόμη καὶ τὸ κοινὸ περὶ δικαίου αἴσθημα καὶ αὐτοῦ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος. Ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ ποικιλοτρόπως.
5. Ἀπαιτεῖται τροποποίηση τῶν ἀντικανονικῶν διατάξεων τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ τρόπου λειτουργίας τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων. Δὲν πρέπει νὰ ἀμνηστεύουμε τὶς ἀντικανονικὲς διατάξεις ποῦ ἔχουν οἱ ἐκκλησιαστικοὶ αὐτοὶ νόμοι, ἀπὸ τὸν ὑπαρκτὸ ἢ ἀνύπαρκτο φόβο τῆς μὴ διαταράξεως τῶν σχέσεων μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας.
Ἐπὶ τέλους, ἅς ζητήσουμε ἢ ἅς δεχθοῦμε ἀπὸ τὴν Πολιτεία νὰ λειτουργῇ ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὸ κανονικὸ δίκαιο, χωρὶς νὰ μᾶς διακατέχη τὸ σύνδρομο τοῦ φόβου ἔναντι τῆς Πολιτείας. Παράλληλα, ἅς ἐνεργοῦμε ἐμεῖς οἱ Κληρικοὶ καὶ ἰδίως οἱ Ἐπίσκοποι, βάσει τῶν ἱερῶν Κανόνων σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, γιὰ νὰ μὴ φοβόμαστε τὴν παρέμβαση τῆς Πολιτείας.
Πολλοὶ ἐπισημαίνουν ὅτι θὰ πρέπει νὰ γίνουν ἀλλαγὲς στὸν τρόπο ἀποδόσεως τῆς δικαιοσύνης στοὺς Κληρικούς. Θεωρῶ ὅτι θὰ πρέπει νὰ ψηφισθῇ ἕνας νόμος ἀπὸ τὴν Πολιτεία μὲ πρόταση τῆς Ἐκκλησίας, ποῦ θὰ δίνη τὴν ἁρμοδιότητα στὴν Ἐκκλησία νὰ δικάζη τοὺς Κληρικούς της, ὅταν διαπράττουν κανονικὰ παραπτώματα, κατὰ τὸ δικό της κανονικὸ δίκαιο.
Στὸ παρελθὸν παρατηρήθηκαν διάφορες πρωτοβουλίες ἀπὸ ἐκκλησιαστικούς, πολιτικοὺς καὶ νομικοὺς κύκλους στὸ θέμα αὐτό, ποῦ ὅμως δὲν εὐοδώθηκαν. Εἶναι καλὸ νὰ ἐρευνηθοῦν τὰ αἴτια τῆς ἀποτυχίας τῶν προσπαθειῶν αὐτῶν καὶ νὰ τεθοῦν σὲ σωστὰ πλαίσια οἱ ἑπόμενες κινήσεις μας, ποῦ θὰ λειτουργήσουν πρὸς τὴν εὐκρινέστερη ὁριοθέτηση τῶν σχέσεων ἐκκλησιαστικῆς καὶ πολιτικῆς διοίκησης γιὰ νὰ μὴ παρατηροῦνται ἑκατέρωθεν ἐμπλοκές.
- Προβολές: 3550