Κύριο ἄρθρο: Ἀποκάλυψη καὶ πολιτισμός
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ὁ τίτλος τῆς εἰσηγήσεώς μου ἔχει καὶ συνοπτικὸ καὶ εὐρὺ περιεχόμενο. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι μπορεῖ νὰ διατυπωθῇ καὶ σὲ μιὰ παράγραφο, ἀλλὰ μπορεῖ καὶ νὰ ἀναλυθῇ διὰ μακρῶν μέσα ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καὶ Πατέρων. Στὴν παροῦσα συνάντηση θὰ ἀρκεσθῶ σὲ μιὰ εὐσύνοπτη παρουσίαση τοῦ θέματος.
Ὅταν ὁμιλοῦμε γιὰ ἀποκάλυψη, ἐννοοῦμε τὴν φανέρωση τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ ἀνέρχονται σὲ ἕνα πνευματικὸ ὕψος γιὰ νὰ δεχθοῦν αὐτὴν τὴν φανέρωση. Πολλὲς φορὲς ἡ λέξη ἀποκάλυψη χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο γιὰ νὰ δείξη τὴν φανέρωση τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτόν.
Βεβαίως, ἡ βιβλικοπατερικὴ χρήση τῆς λέξεως ἀποκάλυψη διαφέρει σαφέστατα ἀπὸ τὴν δυτικὴ σημασία τῆς λέξεως. Διότι ἡ δυτικὴ θεολογία, ὅταν ὁμιλῇ γιὰ ἀποκάλυψη, ἐννοεῖ τὴν ἀποκάλυψη «λέξεων, εἰκόνων, νοημάτων καὶ ἀξιωμάτων, ἄνευ τῆς ὑπερβαινούσης τὸν λόγον καὶ τὴν νόησιν ἀκτίστου δόξης τοῦ Χριστοῦ». Ἀντίθετα, κατὰ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία ἡ ἀποκάλυψη εἶναι φανέρωση τῆς δόξης τοῦ Ἀσάρκου Λόγου στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τοῦ Σεσαρκωμένου Λόγου στὴν Καινὴ Διαθήκη.
Στὴν σύντομη αὐτὴ εἰσήγηση θὰ ἐντοπισθοῦν τρία σημεῖα. Τὸ ἕνα πὼς γίνεται ἡ ἀποκάλυψη, τὸ δεύτερο πὼς μεταφράζεται ἡ ἀποκάλυψη τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ στὰ πολιτισμικὰ σημεῖα καὶ τὸ τρίτο πὼς ὑπερβαίνονται ὅλα αὐτὰ τὰ πολιτισμικὰ σύμβολα, κατὰ τὴν ἐμπειρία τῆς ἀποκαλύψεως.
1. Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν θεόπτη
Ὁ Θεὸς φανερώνεται ὄχι στὸν ὁποιοδήποτε ἄνθρωπο, ἀλλὰ σὲ ἐκεῖνον ποὺ εἶναι σὲ μιὰ κατάλληλη πνευματικὴ κατάσταση γιὰ νὰ ἐνεργήση ὡς φῶς καὶ ὄχι ὡς πῦρ. Ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο γίνεται μὲ ἄρρητα-ἄκτιστα ρήματα, ὅταν ἐκεῖνος βρίσκεται στὴν κατάσταση τῆς θεώσεως.
Ὅλα τὰ κείμενα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων εἶναι ἐμπειρικά, δηλαδὴ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι κατέγραψαν ὅσο ἦταν δυνατόν, τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία τὴν ὁποία εἶχαν δεχθῇ. Μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ αὐτὴ πρέπει νὰ ἐξετάζονται καὶ οἱ λόγοι τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὶς ἐπιστολές του ποὺ ἔστειλε στὶς κατὰ τόπους Ἐκκλησίες.
Στὴν Β πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή του ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο γιὰ τὶς ὀπτασίες καὶ τὶς ἀποκαλύψεις Κυρίου καὶ τὴν ἁρπαγή του στὸν Παράδεισο, ὅπου «ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, α οὐκ ἐξὸν ἀνθρώποις λαλῆσαι» (Β Κόρ. ἰβ , 1-4). Καίτοι αὐτὴ ἡ ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία τίθεται σὲ τρίτο πρόσωπο «οἴδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ», ἐν τούτοις πρόκειται γιὰ δική του πνευματικὴ ἐμπειρία.
Γιὰ τὸ τί εἶναι αὐτὰ τὰ «ἄρρητα ρήματα» ποὺ ἄκουσε στὸν Παράδεισο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔχουμε μία καταπληκτικὴ ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ὁ ὁποῖος προφανῶς εἶχε καὶ ὁ ἴδιος παρόμοια ἐμπειρία.
Κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν ρῆμα εἶναι ὁ λόγος, ὅπως καὶ ὁ λόγος λέγεται ρῆμα. Τὰ ρήματα καὶ οἱ λόγοι τῶν ἀνθρώπων λαλοῦνται μὲ τὰ στόματα καὶ ἀκούονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὰ αὐτιά. Τὸ ρῆμα καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ στόμα Τοῦ «ἄφραστός ἐστι παντελῶς ἀνθρωπίνη γλώσση καὶ ἀκοὴ σαρκίνη πάντη ἀχώρητος». Ἀκόμη, τὸ ρῆμα καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ συλληφθῇ ἀπὸ τὴν αἴσθηση, γιατί ἡ ἀνθρώπινη αἴσθηση δὲν μπορεῖ νὰ αἰσθανθῇ τα ὑπὲρ αἴσθηση.
Στὴν συνέχεια ἀναλύει ὅτι «στόμα τοίνυν Θεοῦ τὸ ἅγιον Πνεῦμὰ ἐστιν, ρῆμα δὲ καὶ λόγος ὁ Υἱὸς αὐτοῦ καὶ Θεός». Ὅπως δὲν μπορεῖ νὰ ἐξέλθη ὁ λόγος, ἐὰν δὲν ἀνοιγὴ τὸ στόμα μας, ἔτσι «οὔτε ὁρᾶται, οὔτε γινώσκεται, οὔτε μὴν ἀποκαλύπτεται τὴ ὀπτικὴ καὶ ἀκουστικὴ αἰσθήσει ἡμῶν», ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐὰν δὲν ἀνοιγὴ τὸ στόμα του, δηλαδὴ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, διὰ τῆς γινομένης μέσα μας ἐλλάμψεως, στὸν ἐξ αὐτοῦ ἐλλαμπόμενον νοῦ μας.
Ὅμως, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τὰ ρήματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄρρητα. Κατὰ τὸν Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο αὐτὰ τὰ ἄρρητα ρήματα εἶναι «αἱ μυστικαὶ καὶ ἐπ' ἀληθῶς ἀνέκφραστοι διὰ τῆς ἐλλάμψεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος θεωρίαι τε καὶ ὑπερμεγαλοπρεπεὶς ἄγνωστοι γνώσεις, εἴτ’ οὗν ἀθέατοι θεωρίαι τῆς ὑπερφώτου καὶ ὑπεραγνώστου Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ δόξης τε καὶ θεότητος». Αὐτὲς δὲ «αἱ τῶν ἀφθέγκτων ρημάτων ἀνήκοοι ἀκοαὶ» καὶ «ἡ τῶν ἀκαταλήπτων πραγμάτων ἐν ἀκαταληψίᾳ κατάληψις» ἀποκαλύπτονται στοὺς ἀξίους αὐτῆς τῆς ἀποκαλύψεως.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρῶτα ὁμίλησε γιὰ τὴν θεωρία ποὺ ἔγινε διὰ τῆς ἁρπαγῆς καὶ ἔπειτα ἀναφέρθηκε γιὰ τὰ ἐντὸς τῆς θεωρίας ἀπόρρητα καὶ ἀκατάληπτα ἀκούσματα καὶ θεάματα τῆς δόξης καὶ τῆς θεότητος, ἀφοῦ στὰ πνευματικὰ μία εἶναι ἡ ἀκουστικὴ καὶ θεωρητικὴ αἴσθηση. Ὁπότε, «οὐδὲ ἐν τῶν βλεπομένων ἡ ἀκουομένων, καθὼς ταῦτα ὁρᾶ καὶ ἀκούει οἰὸν ἐστι καὶ οἵα εἰπεῖν ποτὲ δύναται• διὰ τοῦτο καὶ γλώσση ταῦτα λαλῆσαι ἀδύνατον εἶναι προσέθηκεν».
Ἑπομένως, ἐφ’ ὅσον ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς εἶναι Θεός, εἶναι δίκαιο καὶ «αἱ τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐλλάμψεις» νὰ κληθοῦν ρήματα. Καὶ αὐτὰ τὰ ρήματα εἶναι ἄρρητα, γιατί δὲν ὑπάρχει κανένα κτιστὸ πρᾶγμα γιὰ νὰ τὰ ἐκφράση κανείς. Ὁ Χριστὸς γίνεται σὲ μᾶς τὰ πάντα, γνώση, σοφία, λόγος, φῶς, ἔλλαμψη, ὁμοιότητα, θεωρία, ἐπίγνωση, καὶ ἀξιώνει αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀγαποῦν νὰ ἀπολαμβάνουν αὐτὰ τὰ ἀγαθά, τὰ ἄρρητα ρήματα, «ἐκ μέρους» «ἐν μυστηρίῳ» ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀποκεκρυμμένα στοὺς πολλούς.
Βέβαια, ὁ ἅγιος Συμεὼν στὴν ἀνάλυση αὐτὴ συνδέει τὴν θεωρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ μὲ τὰ αἰώνια ἀγαθὰ τοῦ Παραδείσου, μὲ τὴν μέθεξη τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Γίνεται φανερὸ ὅτι τὰ ἄρρητα ρήματα εἶναι οἱ ἐλλάμψεις τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες διαφέρουν σαφέστατα ἀπὸ τὶς κτιστὲς ἐνέργειες, καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἐκφρασθοῦν τελείως ἀπὸ τοὺς Προφῆτες.
2. Ἡ μεταφορὰ τῆς ἀποκαλύψεως στὰ πολιτισμικὰ σύμβολα
Ὁ θεόπτης ποὺ δέχεται τὴν ἀποκάλυψη ζῆ σὲ ἕναν ἰδιαίτερο τόπο καὶ χρόνο, χρησιμοποιεῖ μιὰ ἰδιαίτερη γλῶσσα καὶ διάφορα πολιτισμικὰ σύμβολα γιὰ νὰ ἐπικοινωνῇ μὲ τοὺς συνανθρώπους του καὶ νὰ μεταφέρη τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία. Εἶναι ἑπόμενο ὅτι αὐτὴ ἡ δόξα τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ περνᾶ μέσα ἀπὸ τοὺς πολιτισμικοὺς αὐτοὺς τρόπους ἐκφράσεως, τοὺς ὁποίους ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης χαρακτήρισε μὲ ρήματα, νοήματα καὶ εἰκονίσματα. Καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς πολιτισμικὲς ἐκφράσεις εἶναι κτιστὲς πραγματικότητες. Ὁπότε, τὰ ἄκτιστα-ἄρρητα ρήματα μεταφέρονται μὲ κτιστὰ ρήματα, νοήματα καὶ εἰκονίσματα.
Κτιστὰ ρήματα εἶναι οἱ λέξεις κάθε γλώσσας ποὺ χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ συνεννοοῦνται μεταξύ τους. Ἔτσι, προσλαμβάνονται πάντοτε οἱ κατάλληλες λέξεις-ὅροι γιὰ νὰ διατυπώσουν ὅσο εἶναι δυνατὸν τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία.
Κτιστὰ νοήματα εἶναι οἱ ἔννοιες, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν τὸ βαθύτερο νοῦ τῶν ρημάτων καὶ οἱ ὁποῖες, βέβαια, διαφέρουν ἀπὸ λαὸ σὲ λαό, διότι γιὰ παράδειγμα ἄλλη ἔννοια ἔχει ἡ λέξη ἀπάθεια στοὺς στωϊκοὺς φιλοσόφους καὶ ἄλλη ἔννοια στοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας.
Κτιστὰ εἰκονίσματα εἶναι ὅλες οἱ λειτουργικὲς τέχνες (ἀρχιτεκτονική, ζωγραφική, μουσικὴ κλπ.), ὁ? ὁποῖες ἐκφράζουν, ὅσο εἶναι δυνατόν, τὴν δόξα τοῦ ἀποκεκαλυμμένου Θεοῦ. Ἑπομένως, τὰ κτιστὰ ρήματα, νοήματα καὶ εἰκονίσματα συνδέονται ἄρρηκτα μὲ τὶς πολιτισμικὲς ἐκφράσεις τῶν ἀνθρώπων ποὺ ζοῦν σὲ ἕναν ἰδιαίτερο τόπο. Ἄλλωστε, ἡ Ἐκκλησία ζῆ καὶ ἐργάζεται μέσα στὴν ἱστορία, δὲν ἀποσαρκώνεται ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ τὴν μεταμορφώνει.
Οἱ θεόπτες φθάνουν στὴν θεωρία καὶ «βλέπουν ἀοράτως τὰ ἀόρατα, ἀκούουν ἀνηκούστως τὰ ἀνήκουστα καὶ τὰ ἄρρητα καὶ νοοῦν ὑπερνοητῶς τὰ ὑπὲρ τὴν νόησιν καὶ τὴν λογικὴν μυστήρια τῆς βασιλείας». Ὅμως, αὐτὰ τὰ ἄρρητα μυστήρια πρέπει νὰ μεταφρασθοῦν στὰ κτιστὰ σημαίνοντα καὶ σημαινόμενα. Οἱ Ἀπόστολοι μετέφεραν, ὅσο εἶναι δυνατόν, αὐτὴν τὴν ἐμπειρία μὲ τὰ νοήματα καὶ τὰ ρήματα τῆς γλώσσας ποὺ χρησιμοποιοῦσαν, καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μετέφερε ὅλη αὐτὴν τὴν ἐμπειρία μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Ναοῦ καὶ ἐπὶ τῇ βάσει αὐτῆς τῆς εἰκόνος διαμορφώθηκε καὶ ὁ ὀρθόδοξος Ναὸς καὶ ἡ λειτουργικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας.
Γιὰ παράδειγμα, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας προκειμένου νὰ διατυπώσουν τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἄκτιστος Θεὸς καὶ ὄχι κτίσμα, χρησιμοποίησαν τὴν φράση «Φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί».
Στὴν φράση αὐτὴ συνδέεται τὸ ἄκτιστο Φῶς τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ποὺ φαίνεται στὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία, μὲ τὴν κτιστὴ εἰκόνα τοῦ Πατρὸς ποὺ γεννᾶ τὸν ὁμοούσιον μὲ Αὐτὸν Υἱό.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στὰ κείμενά τους, ὅπως τὸ βλέπουμε καὶ στὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο, ὁμολογοῦν ὅτι κατὰ τὴν ἐμπειρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, βλέπουν τρία ἄκτιστα φῶτα, τὰ ὁποῖα διαφέρουν ἀπὸ τὸ κτιστὸ φῶς, ἀλλὰ μεταξύ τους ἔχουν τὴν ἴδια ἄκτιστη δόξα καὶ ἑπομένως τὴν ἴδια ἄκτιστη οὐσία-φύση. Τὸ ἕνα Φῶς, ἡ λεγομένη πηγαία Θεότης, εἶναι ἡ πηγὴ τῶν ἄλλων δύο Φώτων, τὸ δεύτερο Φῶς προέρχεται ἀπὸ τὸ πρῶτο, ἀλλὰ εἶναι σεσαρκωμένο, καὶ τὸ τρίτο Φῶς προέρχεται ἀπὸ τὸ πρῶτο, ἀλλὰ δὲν ἔχει σῶμα.
Αὐτὴν τὴν ἐμπειρία οἱ Πατέρες τὴν ἐξέφρασαν μὲ ὅρους τῆς ἐποχῆς, ἤτοι ὁμίλησαν γιὰ οὐσία καὶ ἐνέργεια, γιὰ τρεῖς ὑποστάσεις καὶ τρία ὑποστατικὰ ἰδιώματα τῶν Προσώπων, ποὺ εἶναι τὸ ἀγέννητο τοῦ Πατρός, τὸ γεννητὸ τοῦ Υἱοῦ καὶ τὸ ἐκπορευτὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἔτσι, ὅταν ἀπομονώνουμε τοὺς θεολογικοὺς αὐτοὺς ὅρους ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως καὶ στοχαζόμαστε πάνω σὲ αὐτούς, τότε ἁπλῶς φιλοσοφοῦμε. Αὐτὴν τὴν πρακτικὴ ὁ Μέγας Βασίλειος χαρακτηρίζει μὲ τὴν φράση «τεχνολογούσι καὶ οὐ θεολογούσι», ὁ δὲ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁμιλεῖ γιὰ αὐτοχειροτονήτους θεολόγους, καὶ ἀργότερα κατέληξε νὰ χαρακτηρίζεται σχολαστικὴ θεολογία. Ἀντίθετα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ἐργάζονται ἁλιευτικῶς καὶ ὄχι ἀριστοτελικῶς.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο αὐτὴν τὴν ἄκτιστη δόξα καὶ ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία οἱ ἔχοντες αὐτὴν τὴν πεῖρα τὴν περνοῦν, ὅσον εἶναι δυνατόν, στὸν τρόπο ἀνοικοδομήσεως τῶν Ναῶν, στὸν τρόπο ἁγιογραφήσεώς τους, στὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσική, στὴν σύνθεση τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν καὶ τροπαρίων, ἰδίως στὴν κατάρτιση τῆς διάταξης καὶ τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας. Ἡ σύγκριση καὶ συσχέτιση τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου μὲ τὸν τρόπο τελέσεως τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι ἀποδεικτικὸ αὐτῆς τῆς συνδέσεως.
3. Ὑπέρβαση τῶν πολιτισμικῶν συμβόλων
Ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν θεοπτῶν ἁγίων μεταφράζει τὴν ἐμπειρία στὰ κτιστὰ ρήματα, νοήματα καὶ εἰκονίσματα γιὰ νὰ χρησιμοποιηθοῦν ὡς φάρμακα καὶ ὡς ὁδοδεῖκτες πρὸς τὴν θεοπτία. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ὁδηγῆται στὴν θεοπτικὴ γνώση καὶ ἐμπειρία, τότε ὑπερβαίνονται τὰ κτιστὰ ρήματα, νοήματα καὶ εἰκονίσματα, χωρὶς φυσικὰ νὰ καταργοῦνται γιὰ τοὺς ἰδίους, ὅταν ἐπιστρέφουν ἀπὸ τὴν ἐμπειρία, καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ φθάσουν στὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία.
Κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο, ὅσοι συνδέονται μὲ τὸν Χριστὸ καὶ πλουτίζουν ἀπὸ τὴν θεότητά του «ὁρῶσιν ἀοράτως αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ τὸ ἄφραστον κάλλος• κρατοῦσιν ἀνεπάφως, κατανοοῦσιν ἀκατανοήτως τὸ ἀνίδεον εἶδος αὐτοῦ, τὴν ἄμορφον μορφὴν καὶ τὸ ἀσχημάτιστον σχῆμα ἐν ἀθεάτῳ θέᾳ καὶ ἀσυνθέτω κάλλει ἀποικίλτως πεποικιλμένον».
Κατὰ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως οἱ θεόπτες ὑπερβαίνουν τὶς εἰκόνες τῶν κτισμάτων, διότι κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν «ὁπότε αὐτῷ ἐκείνῳ οὐσιωδῶς τῷ Θεῷ ἑνωθῶσι καὶ τῆς ἐκείνου θέας καὶ μεθέξεως ἀξιωθῶσι οὐκέτι τὴ εἰκόνι τῶν ποιημάτων προσανέχουσι». Τότε ὑπερβαίνονται ὅλα τὰ πολιτισμικὰ σύμβολα καὶ σχήματα καὶ οἱ ἐκκλησιαστικὲς τέχνες. Αὐτὸ συμβαίνει γιατί «χαρίζεται αὐτοῖς καὶ τὸν νοῦν τοῦ Χριστοῦ, ὑπὲρ κεφαλῆς αὐτῶν λάμποντα, μυστήρια αὐτοῖς ἀποκαλύπτοντα, α οὐκ ἐξὸν γλώσση φθέγγεσθαι ἀνθρωπίνη. Πρὸς τούτοις δίδωσι αὐτοῖς καινοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ καινὴν ἀκοήν». Αὐτὸς ὁ Θεὸς Λόγος κατοικεῖ μέσα τους, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὁπότε «γίνεται οὗν ἕκαστος τῶν τοιούτων ναὸς ἐν αἰσθήσει καὶ γνώσει Θεοῦ».
Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ φθάση κανεὶς στὴν θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ διατηροῦνται ὅλα αὐτὰ τὰ πολιτισμικὰ σύμβολα, διότι κάτι τέτοιο θὰ συνιστοῦσε την εἰδωλολατρεία, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς ἐκφράζεται κατὰ τὸ δυνατὸν μὲ τέτοια κτιστὰ σύμβολα, ἀλλὰ δὲν ταυτίζεται ἀπολύτως μὲ αὐτά, οὔτε διὰ τῶν κτιστῶν αὐτῶν συμβόλων μπορεῖ νὰ σχηματίση κανεὶς τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὅπως πράττουν οἱ εἰδωλολάτρες.
Ὅλα αὐτὰ σημαίνουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία καὶ τὰ μέλη της ζοῦν, δροῦν καὶ ἐργάζονται σὲ ἕναν ἰδιαίτερο τόπο καὶ χρόνο, ἀλλὰ δὲν ταυτίζονται ἀπόλυτα μὲ αὐτά, ἀφοῦ ὁδηγοῦνται πρὸς τὴν βίωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς νέας ἐν Χριστῷ κτίσεως.
Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία δημιουργεῖ καὶ ἐξαγιάζει πολιτισμούς, ἀλλὰ δὲν ταυτίζεται μὲ αὐτούς, ἀφοῦ ὁ ὕψιστος σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ μέθεξη τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ἀκτίστῳ Φωτί. Ὁ χριστιανικός-ἐκκλησιαστικὸς πολιτισμὸς εἶναι ἔκφραση τῆς ἐμπειρίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι βοηθοῦν τὰ πνευματικά τους παιδιὰ νὰ ἀνέλθουν στὴν ἐμπειρία, καὶ ὅταν φθάνουν ἐκεῖ, αὐτὸς ὁ πολιτισμὸς ὑπερβαίνεται χωρὶς νὰ καταργῆται.–
- Προβολές: 3612