Skip to main content

Θαύματα τῆς Προυσιώτισσας κατὰ τὴν ἐπιδημία τοῦ 1918

Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ ἀποτελεῖ ἐπιλογὴ ἀποσπασμάτων ἀπὸ ἕνα πιὸ ἐκτεταμένο κείμενο ποὺ ἀναφέρεται σὲ θαύματα τῆς Παναγίας καὶ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τοῦ Γεωργίου κ. Πάστρα καὶ τὸ παρέδωσε ἡ θυγατέρα του, κ. Ἀλεξάνδρα Πάστρα-Τρομάρα, στὸν Σεβασμιώτατο. Τὸ ἐκτεταμένο κείμενο ἐπιγράφεται «ἐκτάκτου ἐνδιαφέροντος ρεπορτὰζ τοῦ ἀνταποκριτοῦ μᾶς κ. Θ. Λιαπίκου» καὶ ἀναφέρεται γενικῶς σὲ θαύματα τῆς Κυρᾶς της Ρούμελης, Παναγίας Προυσιωτίσσης.

Ἐμεῖς ἐπιλέξαμε μερικὰ πολὺ ἐνδιαφέροντα ἀποσπάσματα ποὺ ἀναφέρονται στὰ θαύματα τῆς Παναγίας κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐπιδημίας της γρίπης τοῦ 1918.

***

Παναγία η ΠρουσιώτισσαὈκτώβριος 1918. Τὸ Ἀγρίνιο δὲν ἀπαριθμεῖ περισσοτέρους ἀπὸ 15.000 κατοίκους. Μία ἐπάρατος νόσος, ἡ γρίπη, ἔχει ἐνσκήψει καὶ θερίζει, κυριολεκτικῶς, τὴν πόλη καὶ τὴν γύρω περιοχή της. Δὲν ὑπάρχει οἰκογένεια ποὺ νὰ μὴ θρηνῇ τὰ θύματά της. Φόβος συνέχει τοὺς κατοίκους ὅλης τῆς περιοχῆς, γιατί ἡ κατάσταση δὲν εἶναι καλύτερη στὸ Μεσολόγγι καὶ στὸ Αἰτωλικό.

Ἡ ἐπιστήμη φαίνεται ἀνίκανη νὰ ἀνακόψη τὴ θανατερὴ πορεία τῆς νόσου. Ὁ ἀριθμὸς τῶν θανάτων μόνο μέσα στὸ Ἀγρίνιο φτάνει τὸν ἀριθμὸ τῶν 40 ἕως 50 ἡμερησίως. Κανεὶς δὲν συνοδεύει πιὰ τοὺς νεκρούς, οἱ ὁποῖοι μεταφέρονται μὲ δίτροχα κάρα ἀπὸ ἀχθοφόρους στὸ νεκροταφεῖο, ὅπου μετὰ ἀπὸ μιὰ σύντομη εὐχή τους ἱερέως, πολλὲς φορὲς δὲ καὶ χωρὶς αὐτήν, θάπτονται. Οἱ κάτοικοι ὄχι μόνον δὲν ἐπιμελοῦνται τοὺς νεκρούς τους, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀποφεύγουν ἀπὸ τὸν φόβο τῆς μεταδόσεως τῆς ἀσθένειας.

Ὅλοι ἀποκαμωμένοι ψυχικὰ λὲς καὶ περιμένουν μὲ σταυρωμένα χέρια τὸ μοιραῖο. Καμιὰ ἐλπίδα ἀπὸ πουθενὰ δὲν φαίνεται. Δὲν μένει ἄλλο καταφύγιο ἀπὸ τὴν πίστη. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ κάποτε μπρὸς στὸ ἀδιάκοπο θανατικὸ κλονίζεται σὲ πολλούς. Μὰ μέσα σ’ αὐτὴν τὴν παραζάλη τῆς ἀπελπισίας, ποὺ συνέχει ὅλους, ὑπάρχουν καὶ μερικοὶ γέροντες ποὺ θυμοῦνται. Ἡ μνήμη τους ξαναγυρίζει 64 χρόνια πίσω, στὸ 1854. Θυμοῦνται ὅτι καὶ τότε μιὰ ἄλλη ἐπάρατος νόσος, ἡ χολέρα, εἶχε ἐνσκήψει στὴν πόλη του Ἀγρινίου καὶ εἶχε ἀποδεκατίσει τὸν πληθυσμό της. Καὶ θυμοῦνται τότε τὸ θαῦμα τῆς Παναγίας της Προυσιώτισσας.

Ἡ «σανὶς σωτηρίας» εἶχε βρεθῇ. Ἦταν ἡ πίστη στὴν προστασία τῆς Παναγίας της Προυσιώτισσας. Στὸ θαῦμα τῆς Μεγαλόχαρης. Ὅταν οἱ γέροντες τὸ εἶπαν, ὅλοι ζήτησαν νὰ μεταφερθῇ ἡ εἰκόνα της. Ὅλοι αὐτομάτως πιὰ ἦταν βέβαιοι ὅτι, ὅταν ἡ εἰκόνα της Προυσιώτισσας θὰ ἐρχόταν στὸ Ἀγρίνιο, ἡ πόλη θὰ ἀπαλλασσόταν ἀπὸ τὴν τραγικὴ δοκιμασία. Μὰ κανένας δὲν ἀποφασίζει, δὲν τολμάει νὰ πάη στὸ Μοναστήρι, στὸν Προυσσό, γιὰ νὰ μεταφέρη τὴν παράκληση τῆς πόλης στὸν Ἡγούμενο. Ἕνας φόβος γιὰ τὴν περίπτωση αὐτὴ συνέχει ὅλους. Πιστεύουν ὅτι τὸ θανατικό της γρίπης ἦταν μιὰ δοκιμασία ἐξαγνισμοῦ ποὺ τὴν ἔστειλε ἡ Θεία Βουλὴ στὸν «παραστρατημένο» λαό. Γι’ αὐτὸ καὶ φοβοῦνται νὰ πᾶνε στὸ Μοναστήρι, μήπως ἡ Θεία «ὀργὴ» ξεσπάση στοὺς ἀπεσταλμένους.

Ὁλόκληρη κίνηση ἔγινε τότε γιὰ νὰ συγκροτηθῇ μιὰ ἀντιπροσωπευτικὴ ἐπιτροπή, ποὺ θὰ μετέβαινε στὴν Ναύπακτο, γιὰ νὰ ζητήση ἀπὸ τὸν τότε Μητροπολίτη Ἀμβρόσιο τὴν ἄδεια μεταφορᾶς τῆς Εἰκόνας καὶ ἐν συνεχείᾳ θὰ ἀνέβαινε στὸ Μοναστήρι, γιὰ νὰ συνοδεύση τὴν θαυματουργὸ Προυσιώτισσα στὴν πόλη.

Τελικῶς ἔγινε μιὰ τριμελὴς ἐπιτροπή, ἀλλὰ ἐντὸς τῆς ἴδιας ἡμέρας τὰ μέλη της παραιτήθηκαν, γιὰ νὰ γίνη ἄλλη τὴν ἑπομένη καὶ νὰ παρουσιασθῇ ἐμπρὸς στὴν ἀσκητικὴ μορφὴ τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἀμβροσίου, μεταφέροντας τὴν παράκληση τῆς πόλης.

Μὲ τὴν εὐλογία του Ἀμβροσίου καὶ μὲ τὸ σχετικὸ ἔγγραφο τῆς ἄδειας στὰ χέρια ἡ ἐπιτροπὴ ἀφήνει τὴν Μητρόπολη. Ἡ ἄδεια ἔχει δοθῇ. Μὰ τὰ λόγια τοῦ Δεσπότη, παρὰ τὴν τελικὴ εὐλογία του, στριφογυρίζουν καυτερὰ στὴν ψυχὴ καὶ στὴν σκέψη. Τὰ βήματά τους σέρνονται ὄχι πρὸς τὸ Ἀγρίνιο, ἀλλὰ πρὸς τὴν παραλία της Ναυπάκτου. Ἐκεῖ καθισμένοι στὸ μουράγιο, ἀμίλητοι, κάνουν αὐτοκριτική. Εἶναι, ἄραγε, ἄξιοι νὰ παρουσιαστοῦν μπροστὰ στὴν θαυματουργὸ Εἰκόνα; Ἁμαρτωλοὶ αὐτοί, πρεσβεία ἁμαρτωλῶν; Ὁ Μητροπολίτης ἐπέτρεψε, ἀλλὰ θὰ εὐδοκήση, θὰ δώση συγχώρεση καὶ ἡ Παναγία; Αὐτὲς οἱ σκέψεις τους βασανίζουν στὶς ὧρες τῆς σιωπῆς.

Ὕστερα ἀπὸ μιὰ κοπιώδη πορεία ἡ ἐπιτροπή-πρεσβεία, κατὰ τὸ δειλινὸ τῆς 22ας Ὀκτωβρίου, ἔφτανε στὸ Μοναστήρι, στὸν Προυσσό. Γονατιστοὶ μπροστὰ στὴν Θαυματουργὸ Εἰκόνα οἱ τρεῖς πρεσβῦτες εὐχαριστοῦν ποὺ τοὺς ἀξίωσε νὰ φτάσουν ὡς ἐκεῖ καὶ προσεύχονται. Σὲ λίγο τὸ Μοναστήρι παρουσιάζει εἰκόνα συναγερμοῦ ἱκεσίας. Οἱ Πατέρες μαζεμένοι ὅλοι στὴν ἐκκλησία, μὲ τὸν Κωνσταντῖνο Καθηγούμενο, ἀναπέμπουν Παράκληση στὴν Θεομήτορα, ἐνῷ τὰ πρόσωπα τῶν Ἀγρινιωτών, ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι γονατιστοὶ μπροστὰ στὴν Εἰκόνα, τὰ αὐλακώνουν τὰ δάκρυα. Εἶναι τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας.

Τὸ ἄλλο πρωΐ γίνεται Δοξολογία καὶ τὸ βράδυ ὁλονύκτια Παράκληση. Ἡ προετοιμασία γιὰ τὴν μεταφορὰ τῆς Εἰκόνας ἔχει ἀρχίσει τὸ πρωΐ τῆς 24ης Ὀκτωβρίου, μετὰ τὸν Ὄρθρο σχηματίζεται ἡ πομπὴ καὶ ἡ Ἱερὰ Θεωρία ξεκινάει...

Ἐν τῷ μεταξὺ στὸ Ἀγρίνιο ἔχουν εἰδοποιηθῇ. Ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τὰ γύρω χιλιάδες οἱ πιστοὶ μετὰ τὴν Παράκληση στὴν Μητρόπολη ξεκινᾶνε σὲ μιὰ ὁλονύκτια πορεία μέσα στὰ βουνά. Τραβᾶνε ὅλοι μὲ συντριβὴ καὶ μετάνοια τόση ποὺ μεταρσιώνει πρὸς τὰ Ἀραποκέφαλα, γιὰ νὰ προϋπαντήσουν τὴν Μεγαλόχαρη, τὴν μόνη ἐλπίδα τῆς σωτηρίας ποὺ τοὺς ἀπόμενε. Λιτανεία ψυχῶν εἶναι ἡ πορεία τούτη μὲ τὴν ὁλονύκτια προσευχή. Τὸ ἴδιο πρωΐ οἱ χιλιάδες αὐτὲς τῶν πιστῶν συναντῶνται μὲ τὴν θρησκευτικὴ πομπὴ ποὺ φέρνει τὴν Θαυματουργὸ Εἰκόνα πάνω σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ψηλότερες κορφές των Ἀραποκέφαλων. Οἱ στιγμὲς αὐτές, ὅπως τὶς περιγράφουν οἱ ἐπιζῶντες ἀκόμα γέροντες, εἶναι ἀσύλληπτες ἀπὸ τὴν φαντασία σὲ κατάνυξη. Ἐκεῖ γίνεται ἡ πρώτη μεγάλη Δέηση. Δέησις εἰς τὸ ὅρος. Σὲ πέντε χιλιάδες ὑπολογίσθηκαν οἱ Χριστιανοί, ποὺ γονυπετεῖς γέμισαν τὰ γύρω φαράγγια καὶ μὲ δάκρυα μετανοίας πραγματικῆς παρακολούθησαν τὴν Δέηση στὴν Παναγία. Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ξαναρχίζει ἡ πορεία. Ἡ Θεία Εἰκόνα ἀκολουθουμένη ἀπὸ τὶς χιλιάδες τῶν εὐλαβουμένων προχωρεῖ νὰ φτάση τὸ πρωΐ τῆς ἑπομένης στὸ χωριὸ Προστοβά, ὅπου ψέλνεται κατανυκτικὴ Παράκληση καὶ τὶς νυχτερινὲς ὧρες φτάνει στὰ προάστεια τοῦ Ἀγρινίου.

Ὅταν ἡ ἱερὴ πομπὴ ἔφθασε στὰ πρόθυρα τῆς πόλης, τὸ Ἀγρίνιο μέσα εἶχε ἐρημωθῇ. Δὲν εἶχαν μείνει παρὰ μόνον μερικὰ παιδιὰ στὰ καμπαναριὰ τῶν ἐκκλησιῶν ποὺ χτυποῦσαν χαρμόσυνα τὶς καμπάνες.

Ἡ πομπὴ τώρα προχωρεῖ πρὸς τὴν πόλη καὶ κατευθύνεται στὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπου ἀναπέμπεται εὐχαριστήρια Δέηση καὶ ἀκολουθεῖ Μεγάλη Παράκληση γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ τοῦ δοκιμαζόμενου λαοῦ ἀπὸ τὴν μάστιγα τῆς τρομερῆς ἀρρώστιας. Καὶ μετὰ ὅταν μπῆκε ἡ Εἰκόνα τῆς Θεομήτορος στὸ Ναό, ἐπὶ ἕνα εἰκοσιτετράωρο συνεχῶς οἱ παπᾶδες δὲν σταμάτησαν νὰ ψέλνουν ὁμαδικὲς Παρακλήσεις τῶν πιστῶν, ἐνῷ ἄλλοι μεταλάμβαναν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.

Μετὰ τὶς πρῶτες ὧρες ἀπὸ τὴν ἄφιξη τῆς Προυσιώτισσας στὴν πόλη, τὸ κακὸ εἶχε σταματήσει. Οἱ ἄρρωστοι, καὶ οἱ κατάκοιτοι ἀκόμα ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ σηκωθοῦν ἀπὸ τὸ κρεββάτι, τώρα κατὰ δεκάδες, τελείως ὑγιεῖς, ἔσπευδαν στὴν Ἁγία Τριάδα γιὰ νὰ εὐχαριστήσουν τὴν Μεγαλόχαρη. Τὸ θαῦμα εἶχε συντελεσθῇ ὁμαδικά. Ἡ ζωὴ στὸ Ἀγρίνιο ξανάρχιζε νὰ παίρνη τὸ ρυθμό της.

Ἀλλὰ μόνον ἡ πόλη του Ἀγρινίου εἶχε ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸ κακό. Ὅλη ἡ γύρω περιοχὴ ἀπὸ ὅπου δὲν πέρασε ἡ πρὸς τὸ Ἀγρίνιο πορεία, τὸ Αἰτωλικό, τὸ Μεσολόγγι, θερίζονταν ἀκόμα ἀπὸ τὴν ἀρρώστια μὲ ρυθμὸ συνεχῶς αὐξανόμενο. Τὸ θανατικὸ ἦταν τόσο ποὺ οἱ παπᾶδες δὲν προλάβαιναν οὔτε κἂν μιὰ εὐχὴ νὰ διαβάσουν στοὺς νεκρούς.

Οἱ ἐπιτροπὲς ποὺ φτάνουν ἀπὸ τὰ γειτονικὰ χωριὰ καὶ ἀπὸ τὶς δύο πόλεις, τὸ Μεσολόγγι καὶ τὸ Αἰτωλικό, ἀντιδροῦν. Ἀλληλομάχονται γιὰ τὴν προτεραιότητα τῆς μεταφορᾶς τῆς Εἰκόνας. Ἀλλὰ καὶ οἱ Ἀγρινιῶτες δὲν ἐννοοῦν νὰ ἐπιτρέψουν νὰ ἀπομακρυνθῇ ἡ Εἰκόνα τῆς Παναγίας ἀπὸ τὴν διασωθεῖσα πόλη πρὶν προσκυνήση ὅλος ὁ λαὸς καὶ πρὶν ψαλῇ ἡ μεγάλη εὐχαριστήρια Δοξολογία.

Κάποιοι, οἱ ψυχραιμότεροι ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν κατοίκων, μὲ ἐπί κεφαλῆς τὸν Ἡγούμενο, πρωτοστατοῦν σὲ μιὰ προσπάθεια συμβιβασμοῦ καὶ ἀποφυγῆς τοῦ κακοῦ ποὺ ἀπειλεῖται ἀπὸ μιὰ σύγκρουση τῶν κατοίκων.

Ἡ προσπάθεια αὐτὴ καὶ οἱ σχετικὲς διαπραγματεύσεις κράτησαν γιὰ ἀρκετὲς ἡμέρες, ὥστε δόθηκε ὁ καιρὸς στοὺς Ἀγρινιῶτες νὰ ἱκανοποιήσουν τὶς ἀπαιτήσεις τους, ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ εἶχαν αὐξηθῇ. Ἤθελαν τώρα ἡ Εἰκόνα νὰ λειτουργηθῇ σὲ ὅλες τὶς ἐκκλησίες τῆς πόλης.

Ἔτσι, στὶς 27 Ὀκτωβρίου, στὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος ψέλνεται κατανυκτικώτατα ἡ εἰδικὴ ἀκολουθία μὲ τὴν ὁποία λιτανεύεται ἡ πάνσεπτη Εἰκόνα τῆς Προυσιώτισσας καὶ κατόπιν σχηματίζεται ἱερὴ πομπὴ ἡ ὁποία διὰ μέσου τῶν κεντρικωτέρων ὁδῶν τῆς πόλης μεταφέρει τὴν Εἰκόνα στὸν παλαιὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Χριστοφόρου, ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸ Ἀγρίνιο ἐπάνω σὲ ἕναν λόφο. Ἐκεῖ ἐψάλη ἡ Μεγάλη Παράκληση μετὰ ἀπὸ τὴν ὁποία ὁ Ἡγούμενος ἔδωσε τὴν ἐξήγηση ὅτι ἡ φοβερὴ ἀρρώστια δὲν ἦταν παρὰ μιὰ δοκιμασία τοῦ πληθυσμοῦ τῆς πόλης γιὰ τὴν ἐκτροπὴ ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς πίστεως καὶ ἀνέλυσε τὶς ὑποχρεώσεις ποὺ δημιουργεῖ πιὰ γιὰ τοὺς Ἀγρινιῶτες ἡ δοθεῖσα Χάρις τῆς Θεομήτορος.

Ἀκολούθησε 24ωρο προσκύνημα μετὰ τὸ ὁποῖο, κατὰ τὰ πέντε εἰκοσιτετράωρα ποὺ ἀκολούθησαν, ἡ Εἰκόνα μεταφέρθηκε διαδοχικὰ καὶ λιτανεύθηκε στοὺς Ναοὺς τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς καὶ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Στὸ διάστημα αὐτὸ τοῦ προσκυνήματος ὁλόκληρος ὁ πληθυσμὸς ἐξομολογεῖται καὶ μεταλαβαίνει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ἡ ζωὴ καὶ ἡ κίνηση στὴν πόλη ἀποκαθίστανται, κανένας ἄρρωστος δὲν ὑπάρχει, κανένας θάνατος δὲν σημειώνεται.

Στὸ Μεσολόγγι ἡ ἐπάρατη νόσος συνεχίζει νὰ ἀποδεκατίζη τοὺς κατοίκους. Καθημερινὰ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν γρίπη 25-30 ἄτομα, τὰ ὁποῖα μεταφέρονται μὲ κάρα καὶ θάβονται κατὰ τὸ πλεῖστον χωρὶς τὴν συνοδεία οὔτε ἱερέως κἄν.

Μιὰ ἐπιτροπὴ κατευθύνεται στὴν Ναύπακτο καὶ ἀμέσως λαμβάνει τὴν ἄδεια τοῦ Μητροπολίτου γιὰ τὴν μεταφορὰ τῆς Εἰκόνας στὴν πόλη. Πράγματι, τὴν 1η Νοεμβρίου 1918, ἡ Εἰκόνα φτάνει μὲ τὸν σιδηρόδρομο στὸν σταθμὸ τοῦ Μεσολογγίου, ὅπου οἱ κάτοικοι ἀναμένουν ἀπὸ τὴ βαθειὰ νύκτα παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔριχνε καταρρακτώδη βροχή. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἐπιστήμονες καὶ τοὺς προκρίτους τῆς πόλης προέτρεπαν τὸ πλῆθος νὰ ἐπανέλθη στὰ σπίτια του καὶ ἐξέφραζαν τὴν πεποίθηση ὅτι οἱ θάνατοι ἀπὸ τὴν γρίπη τουλάχιστο θὰ τριπλασιασθοῦν. Ὁ λαὸς ὅμως ἀνέμενε καρτερικώτατα. Μὲ τὴν ἄφιξη τῆς Εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας ἐψάλη στὸν σιδηροδρομικὸ σταθμὸ κατανυκτικὴ Παράκληση καὶ στὴν συνέχεια ἔγινε ἡ εἴσοδος τῆς Εἰκόνας στὴν πόλη.

Τὸ μέγα θαῦμα συντελεῖται. Μάρτυρες παρίστανται ὅλοι οἱ κάτοικοι. Κατὰ τὸ Μεσονύκτιο, ἐνῷ ὅλοι προσεύχονταν ἀρχίζει νὰ πνέη σφοδρότατος ἄνεμος ποὺ ξερρίζωσε πολλὲς δεκάδες δένδρων τῆς πόλης. Ἀπὸ τὸ πρωΐ τῆς 2ας Νοεμβρίου 1918 κανένας θάνατος δὲν σημειώθηκε στὸ Μεσολόγγι. Οἱ κάτοικοι μὲ πρωτοφανῆ εὐλάβεια προσέρχονταν μπροστὰ στὴν Ἁγία Εἰκόνα ψάλλοντας τὴν Παράκληση, προσφέροντας διάφορα ἀφιερώματα, χρυσό, ἄργυρο κλπ, σὲ ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης πρὸς τὴν Παντοδύναμο Μητέρα τοῦ Θεοῦ.

Στὸ Αἰτωλικὸ ἐπικρατεῖ ἡ ἴδια κατάσταση. Οἱ κάτοικοι πεθαίνουν κατὰ δεκάδες. Ἡ μεταφορὰ τῆς Εἰκόνας πραγματοποιεῖται ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Μεσολογγίου. Στὸν σιδηροδρομικὸ σταθμὸ ἔχουν προσέλθει ὅλοι, πλὴν ἐλαχίστων, οἱ ὁποῖοι ἀνέμεναν τὴν ἱερὴ πομπὴ στὸ τέρμα τῆς μεγάλης ἀνατολικῆς γέφυρας. Διαπρύσιοι κήρυκες τοῦ συντελεσθέντος θαύματος τῆς καταπαύσεως τῆς νόσου μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ ὁ δήμαρχος Κων. Σταράμος, καθὼς καὶ οἱ: Πάντ. Μόσχος, Χρ. Γαζώτης, Πάντ. Σκόνδρας, Χρ. Μπογιατζής, Ἄνδρ. Λιαπίκος κα.

Ἀπειράριθμα θαύματα διηγοῦνται πολλοὶ τῶν κατοίκων.

Ὁ συνταξιοῦχος δάσκαλος Λάμπρος Μοῦτσος, ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσε ἄλλοτε στὸ χωριὸ Ντέμη, διηγεῖται: «Τὸ 1918 ἡ σύζυγός μου Σπυριδούλα εἶχε προσβληθῇ ἀπὸ βαρύτατη μορφὴ γρίπης. Οἱ φίλτατοί μου γιατροὶ Σελιμὰς καὶ Σακκὰς μὲ εἶχαν διαβεβαιώσει ὅτι ἡ σύζυγός μου εὑρίσκεται στὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ζωῆς της. Ἐκεῖνο τὸ πρωΐ εἶχε φθάσει στὸ σπίτι μου καὶ ὁ ἀδελφὸς τῆς συζύγου μοῦ Νίκ. Πανουκλιάς, ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι, γιὰ νὰ ἰδῇ γιὰ τελευταία φορὰ τὴν ἀδελφή του. Ὅλοι στὸ σπίτι μου συζητούσαμε τὰ τῆς κηδείας. Μετὰ ἀπὸ λίγες ὧρες περνοῦσε ἐξω ἀπὸ τὸ σπίτι μου ἡ ἱερὴ πομπὴ τῆς Ἁγίας Εἰκόνας τῆς Παναγίας της Προυσιώτισσας. Ἡ ἐκπνέουσα σύζυγός μου μᾶς παρεκάλεσε νὰ τὴν μεταφέρουμε στὸ παράθυρο, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο πράξαμε. Ἡ ἀσθενὴς μόλις ἀντίκρυσε τὴν Εἰκόνα καὶ προσευχήθηκε περιέπεσε σὲ νάρκη, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ μία ὥρα παρατηρήσαμε κατάπληκτοι ὅτι τὸ ἀνθρώπινο ἐκεῖνο ράκος ἄρχισε νὰ κινεῖται, νὰ ζωντανεύη καὶ μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες νὰ γίνεται ἐντελῶς καλά. Ἤδη ἡ σύζυγός μου εὑρίσκεται ἐν ζωῇ καὶ χαίρει ἄκρας ὑγείας, χάρη στὸ θαῦμα τῆς Παναγίας της Προυσιωτίσσης».

 

  • Προβολές: 3995